Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2016

Όταν το ρίχνεις συνεχώς στο «Τσάμικο»…



            Στις αρχές του 1991 ο σχετικά νέος ακόμη στον πρωθυπουργικό θώκο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έδειξε, δικαιολογημένη ίσως, σπουδή να γίνει ο πρώτος ηγέτης δυτικής χώρας που επισκεπτόταν τη γειτονική Αλβανία, στην ηγεσία της οποίας ήταν ακόμη οι εκπρόσωποι του καταρρέοντος κομουνιστικού καθεστώτος που, υπό κράτος της μαζικής φυγής των πολιτών της χώρας, είχαν υποχρεωθεί να πάψουν να δολοφονούν όσους αλλόφρονες ομοεθνείς τους επιχειρούσαν με κάθε μέσο και κάθε τίμημα να περάσουν τα σύνορα.
            Έκπληκτοι όσοι μετείχαμε στη δημοσιογραφική αποστολή που κάλυπτε το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στα Τίρανα, ακούσαμε σε μια από τις δημόσιες ενημερώσεις για τα θέματα που συζήτησαν οι δύο αντιπροσωπείες, εκπρόσωπο του υπουργείου Εξωτερικών της γείτονος να μας ανακοινώνει ότι μεταξύ αυτών που τέθηκαν στο τραπέζι ήταν και το «ζήτημα με τις περιουσίες των Τσάμηδων».
            Ο σάλος που προκλήθηκε ήταν αφάνταστος, καθώς η ανακίνηση ενός τέτοιου ζητήματος αιφνιδίασε τους πάντες –ακόμη και όσους, όπως ο υποφαινόμενος, λόγω καταγωγής από την… αυθεντική Τσαμουριά, είχαμε γνώση των πραγματικών διαστάσεων του. Η πρώτη αντίδραση της επίσημης ελληνικής πλευράς ήταν κάτι περισσότερο από αμήχανη: προσπάθησαν αρχικά να μας πείσουν ότι δεν είχαμε ακούσει καλά, εν συνεχεία ότι αυτός που μας μίλησε δεν ήξερε καλά ελληνικά, και, εν τέλει, πως αυτός που μας μίλησε δεν ήταν ακριβώς εκπρόσωπος του αλβανικού ΥΠΕΞ, όπως μας παρουσιάστηκε.
            Στο παρασκήνιο, ωστόσο, η κατάσταση είχε αντιμετωπιστεί με τη δέουσα σοβαρότητα. Επί ποινή άμεσης διακοπής της επίσκεψης, ο πολύπειρος στα διπλωματικά Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απαίτησε από τον τελευταίο κομμουνιστή ηγέτη της Αλβανίας Ραμίζ Αλία όχι μόνον διάψευση ότι είχε τεθεί τέτοιο ζήτημα, αλλά και την… «εξαφάνιση από προσώπου γης» (!) του προσώπου –Μπέη ή κάπως έτσι, ήταν το επίθετό του από όσο μπορώ να θυμηθώ έπειτα από 25 και κάτι χρόνια- που είχε κάνει τις επίμαχες ανακοινώσεις.
Όντως, τις επόμενες ώρες ο εκπρόσωπος είχε αποσυρθεί από το προσκήνιο και οι ιθύνοντες της αλβανικής πλευράς, υποχωρώντας στις πιέσεις της ελληνικής, βάλθηκαν να μας… τρελάνουν, «επιβεβαιώνοντας» τους ισχυρισμούς των Ελλήνων επισήμων ότι δεν υπήρξε πρόσωπο που να είχε κάνει για λογαριασμό της αλβανικής πλευράς τις δηλώσεις που είχαμε ακούσει. Μόνον έτσι συνεχίστηκε το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού, ο οποίος λίγο πριν επιστρέψει στην Ελλάδα διέσχισε οδικώς τις περιοχές που διαβιούσε η πολυπληθής ακόμη τότε ελληνική μειονότητα και έτυχε μιας μοναδικά αποθεωτικής υποδοχής στη Δερβιτσάνη.
Ένα τέταρτο του αιώνα μετά, ο έλληνας υπουργός Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς επέλεξε να βρεθεί τις προηγούμενες ημέρες στην αλβανική πρωτεύουσα, αγνοώντας τα σαφώς αρνητικά προμηνύματα που είχε στείλει η ηγεσία της γείτονος. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός τους, ο «πολύς» κ. Εντι Ράμα είχε παραστεί τις προηγούμενες ημέρες στο συνέδριο του κόμματος των λεγόμενων «Τσάμηδων» εγείροντας, κατά τα δημοσιεύματα, θέμα επιστροφής περιουσιών.
Οι ομάδες των διαδηλωτών που επεχείρησαν να εμποδίσουν την απρόσκοπτη πρόσβαση του κ. Κοτζιά στο κτίριο του αλβανικού υπουργείου Εξωτερικών, φωνάζοντας προκλητικά συνθήματα του τύπου «Τσαμουριά μητέρα μας, περίμενέ μας», ήρθαν μάλλον ως φυσική συνέπεια των αλαζονικών πρωθυπουργικών δηλώσεων.
Παρά ταύτα, ωστόσο, ο έλληνας υπουργός δεν έδειξε να… πτοείται. Μόνον έτσι εξηγείται ότι συνέχισε το ταξίδι του ως να μην είχε συμβεί τίποτε απολύτως. Και μάλιστα στις κοινές δηλώσεις με τον αλβανό ομόλογό του προσπάθησαν να μας πείσουν ότι το κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών είναι καλό και –για φαντάσου…- δεν διαταράσσεται ούτε από πρωθυπουργικές δηλώσεις ούτε από… αλυτρωτικές διαδηλώσεις.
Πέρα από τα πρόσωπα και τις συμπάθειες ή αντιπάθειες που μπορεί να έχει ο καθείς για τον έναν ή τον άλλο πρωταγωνιστή, δύσκολα μπορεί να παραγνωρίσει τις μεγάλες διαφορές που χωρίζουν την Ελλάδα του χθες από την Ελλάδα του σήμερα. Κακά, τα ψέματα, όμως, η οικονομική κρίση μπορεί να είναι η αφορμή, αλλά μάλλον δεν είναι η αιτία που ο διεθνής σεβασμός, τον οποίο απολάμβανε παλιότερα η χώρα μας, βρίσκεται, πλέον, στο ναδίρ.
Εξάλλου, δεν είμαστε η μοναδική χώρα που αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Είναι και άλλες χώρες που βρίσκονται σε δύσκολη οικονομική θέση, αλλά δεν διανοούνται ούτε οι γείτονες τους ούτε οι εταίροι τους να τους συμπεριφερθούν όπως συμπεριφέρονται σε μας είτε οι Αλβανοί είτε οι Γερμανοί και οι άλλοι Ευρωπαίοι εταίροι που μας υποβάλουν στο μαρτύριο της σταγόνας για να εγκρίνουν μια δόση για την οποία η κυβέρνηση μας και κατ΄ επέκταση η ίδια η χώρα υφίστανται ασύλληπτες ταπεινώσεις.
Το δυστύχημα είναι ότι τα απανωτά παθήματα δεν μας γίνονται μαθήματα. Και αυτό γιατί οι ταγοί ενός λαού που βαυκαλίζεται ότι είναι ο εξυπνότερος της υφηλίου δεν μπορεί να αντιληφθούν ότι η αξιοπρέπεια και η αξιοπιστία είναι δύο πολύτιμες αρετές που δεν υπηρετούνται όταν το γυρνάς διαρκώς στο… «Τσάμικο». Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα προγράμματα που συμφωνούμε και δεν εφαρμόζουμε ή τις εξυπνάδες του στυλ «σκέπτομαι να γίνω ο πρώτος ηγέτης που θα τηρήσω τις προεκλογικές υποσχέσεις»; Τα «μπρος πίσω» για το Ελληνικό ή τα ψέματα για τις συντάξεις και το ΕΚΑΣ; Ή μήπως τις ύβρεις κατά των εταίρων που τώρα εκλιπαρούμε για το έλεος μιας… υποδόσης.

Πέμπτη 2 Ιουνίου 2016

Ποιος ήταν τελικά ο «κλέφτης»;



Εάν παραβλέψουμε τον επικοινωνιακό κουρνιαχτό που σκόπιμα ξεσηκώθηκε και πάρουμε τοις μετρητοίς την κυβερνητική προπαγάνδα που ακολούθησε την αποκάλυψη για το συγχωροχάρτι που επιχειρήθηκε να δοθεί -και κατά τα φαινόμενα δόθηκε!- από την κυβέρνηση του… ηθικού πλεονεκτήματος στους πολιτικούς που έχουν off shore, στην άκρως σκανδαλώδη αυτή υπόθεση υπήρχε κάποιος… «κλέφτης»!
Δεν εξηγείται αλλιώς το ότι και οι δύο ανακοινώσεις που εκδόθηκαν από το Μέγαρο Μαξίμου, η μία με τη μορφή του ενημερωτικού σημειώματος, όπως αποκαλούνται πλέον τα πάλαι ποτέ ένδοξα «non paper», και η άλλη με την υπογραφή της κυβερνητικής εκπροσώπου, κατέληγαν με την ίδια ακριβώς παροιμία: «φωνάζει ο κλέφτης…».
Η πρώτη από τις ανακοινώσεις εκδόθηκε το μεσημέρι της Κυριακής σε μια απέλπιδα, όπως αποδείχθηκε, προσπάθεια να υποστηριχθούν τα ανυποστήρικτα που περιείχε η αρχική ανακοίνωση της γενικής γραμματείας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς, ότι τάχατες η θέσπιση ακαταδίωκτου για τους πολιτικούς που είχαν εξωχώριες εταιρείες με έδρα σε χώρες που χαρακτηρίζονται φορολογικά συνεργάσιμες είχε επιβληθεί από κοινοτική οδηγία ή ότι όλα έγιναν επειδή δήθεν ήταν ανεφάρμοστη η προϊσχύουσα νομοθεσία, με βάση την οποία, όμως, είχε μείνει πριν από τρία χρόνια εκτός Υπουργικού Συμβουλίου ο υφυπουργός Γιώργος Βερνίκος.
Με τη γνωστή θρασύτητα που χαρακτηρίζει όλους όσοι ψεύδονται ασυστόλως, το προπαγανδιστικό κυβερνητικό  σημείωμα που έφερε τον τίτλο «φωνάζει ο κλέφτης», έγραφε τα εξής απίθανα: «Είναι αξιοθρήνητη η προσπάθεια της ΝΔ, πάντα σε συντονισμό με τις φυλλάδες που εξευτελίζουν συστηματικά τη δημοσιογραφία, να ξεσηκώσει παραπλανητικό θόρυβο γύρω από τον εκσυγχρονισμό και την αυστηροποίηση της νομοθεσίας του Πόθεν Έσχες». Και κατέληγε με το ακόμη πιο απίθανο: «Τους χαιρετισμούς μας στη μονταζιέρα».
Ήταν, όμως, τόσο έωλοι οι ισχυρισμοί των προπαγανδιστών του πρωθυπουργικού Μεγάρου, που με εξαίρεση κάποια παντελώς ανόητα τρολ του διαδικτύου, δεν κατάφεραν να πείσουν ούτε καν το δημοσιογραφικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, την «Αυγή», η οποία προφανώς κατά τους συντάκτες της ανακοίνωσης δεν πρέπει να ανήκει στις… «φυλλάδες που εξευτελίζουν συστηματικά τη δημοσιογραφία». Ακόμη και αυτοί οι υπεύθυνοι για την έκδοση του κομματικού εντύπου που τόσα και τόσα έχουν καταπιεί τους τελευταίους μήνες, όταν από αιώνια αντιπολιτευόμενοι έγιναν κυβερνητικοί, δεν άντεξαν τον εξευτελισμό της κοινής λογικής και εξεγέρθηκαν κατά της επίμαχης (ν)τροπολογίας που κρύφτηκε μέσα στις χιλιάδες σελίδες του πολυνομοσχεδίου. «Οφσάιντ με τις off shore», ήταν ο βασικός τίτλος στην πρώτη σελίδα του φύλλου της Τρίτης.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς κατόπιν τούτου ότι η θεαματική κωλοτούμπα, που μοιραία ακολούθησε με τη νέα κυβερνητική ανακοίνωση για την εκ νέου τροποποίηση της ψηφισμένης ρύθμισης, να συνοδεύεται, αν όχι από την έκφραση συγγνώμης για την ύπουλη μεθόδευση και τα απανωτά ψέματα που είχαν ειπωθεί το προηγούμενο διήμερο, τουλάχιστον από μια ταπεινότητα. Μια, έστω, σεμνότητα που ακόμη και αν δεν αναγνώριζε ευθέως την εξαπάτηση της Βουλής, τουλάχιστον να παραδέχονταν το – ας το έλεγαν και έτσι - «λάθος» που είχε γίνει ή τη «σύγχυση» που μπορούσε να δώσει αφορμή για να ξεφύγει κάποιος από την τσιμπίδα του νόμου κάνοντας χρήση του τροποποιούμενου νόμου που αποποινικοποιούσε τη συμμετοχή πολιτικού σε εξωχώριες εταιρείες με έδρα περιώνυμους φορολογικούς παραδείσους.
Ποιος έχασε, όμως, την ειλικρίνεια ή και τη γενναιότητα για να τη βρουν στο Μαξίμου; Είναι… αυταπάτη, κατά πως θα έλεγε και ο Αλέξης Τσίπρας, να πιστέψει κανείς ότι θα άλλαζαν τακτική οι αλαζονικοί ένοικοι του πρωθυπουργικού Μεγάρου που έχουν αναγάγει την κατασυκοφάντηση όσων θεωρούν οι ίδιοι αντιπάλων τους; Θυμηθείτε μόνον τη μεταχείριση που έτυχαν ο πρώην υπουργός Γκίκας Χαρδούβελης και ο νυν Δημήτρης Μάρδας για το ίδιο ζήτημα, τη μεταφορά, δηλαδή, μέρους των καταθέσεών τους στο εξωτερικό. Ο πρώτος κρεμάστηκε στα… μανταλάκια με κυβερνητικές ανακοινώσεις και διατάχθηκαν έρευνες, ενώ για τον δεύτερο επικράτησε… άκρα του τάφου σιωπή.
Με τούτα και με πολλά άλλα, ίσως και να μην προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη η περίσσεια θράσους που χαρακτήριζε τη δήλωση της Όλγας Γεροβασίλη με την οποία γνωστοποιήθηκε η αναδίπλωση της κυβέρνησης. Αφού ξεκινούσε ισχυριζόμενη ότι με την επίμαχη διάταξη η κυβέρνηση – αν είναι δυνατόν!- «έπραξε το σωστό», ανακοίνωνε τη νέα τροπολογία με την οποία «η απαγόρευση δεν θα αφορά γενικώς και αορίστως τη συμμετοχή σε εξωχώριες εταιρείες οι οποίες  ήταν και εξακολουθεί να είναι αδύνατον να οριστούν νομικά», αλλά «η απαγόρευση πλέον θα είναι γενική και καθολική».
Και γιατί όλα αυτά; Διότι, «παρά τις σαφείς διευκρινίσεις που έχουν ήδη δοθεί, όσοι κατά καιρούς έχουν βρεθεί σε λίστες και έχουν εμπλακεί αποδεδειγμένα (sic!)σε διακίνηση μαύρου χρήματος –πολιτικοί και εκδότες-  κουνάνε το δάχτυλο στην Αριστερά για δήθεν προσπάθεια συγκαλύψεων και παροχής προνομίων στο πολιτικό προσωπικό».
Και όσο για την κατάληξη της μνημειώδους ανακοίνωσης; Ίδια και απαράλλακτη με εκείνη που είχε εκδοθεί δύο μέρες νωρίτερα και τα έβρισκε όλα ωραία και καλά: «Σε αυτό τον τόπο, δεν μπορεί να γίνει άλλο ανεκτό να φωνάζει ο κλέφτης για να φοβηθεί ο νοικοκύρης», φώναζε όσο δυνατότερα μπορούσε η Όλγα Γεροβασίλη. Να ήθελε άραγε να… υποδείξει, έτσι, τον πραγματικό «κλέφτη»; Μάλλον, όμως, μόνον τον «φωτογράφισε». Και τη συνέχεια πρέπει πιθανότατα να την αναμένουμε από εκεί που η κυβερνητική εκπρόσωπος και οι εντολείς της βλέπουν «φυλλάδες»...

Πέμπτη 26 Μαΐου 2016

Νικάει η προπαγάνδα τη στασιμότητα;



            Στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Πανεπιστημίου της Αθήνας, όπου βρέθηκαν λίγες ώρες μετά τη συνεδρίαση του Eurogroup έξι διακεκριμένοι οικονομολόγοι για να συζητήσουν για τις «προϋποθέσεις ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας», η κυβερνητική προπαγάνδα για την «επικείμενη έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τα Μνημόνια» δεν βρήκε θέση.
            Ο οικοδεσπότης καθηγητής Παναγιώτης Πετράκης και οι συνάδελφοί του που είχαν έρθει στην ελληνική πρωτεύουσα από τα πέρατα της οικουμένης για να εκφέρουν θέσεις και απόψεις για το κρίσιμο ζήτημα που απασχολεί τη μεγάλη πλειονότητα των συνελλήνων, ήταν απολύτως ενήμεροι για τα όσα είχαν αποφασιστεί μερικές ώρες νωρίτερα από τους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης στις Βρυξέλλες.
Και παρόλο που τα… ανέκδοτα για οικονομολόγους θέλουν οι απόψεις τις οποίες εκφράζουν οι εκπρόσωποι της συγκεκριμένης επιστημονικής ομάδας να είναι όσοι και οι συμμετέχοντες σε ένα πάνελ, στην προκειμένη περίπτωση κοινή συνισταμένη των απόψεων ήταν ότι, αν και η διαδρομή που διήνυσε η Ελλάδα στον μαραθώνιο της κρίσης είναι ήδη μεγάλη, ο τερματισμός δεν βρίσκεται ακόμη πολύ κοντά.
            Με επιμέρους αποχρώσεις, απάντησαν όλοι –ο Χάρολντ Τζέιμς από το Πρίνστον, ο Ζολτ Νταρβάς από το Ινστιτούτο Bruegel των Βρυξελλών, ο Πάολο Μανάσσε από τη Μπολόνια, ο Κλάους Στράντερ από το Κίελο και ο Μιχάλης Χαλιάσσος από τη Φρανκφούρτη- θετικά στο ερώτημα αν η Ελλάδα συνιστά «ειδική περίπτωση», καθώς, όπως επισημάνθηκε, τα προβλήματα της ήταν διαφορετικά από εκείνα που ταλάνισαν άλλες χώρες της ευρωζώνης, όπως η Ιρλανδία ή η Πορτογαλία που δείχνουν να αποκτούν αναπτυξιακές προοπτικές έχοντας αποφύγει το εύρος της βύθισης στην ύφεση που υπέστη η χώρα μας.
«Φούσκα του δημόσιου τομέα υπήρξε μόνον στην Ελλάδα», είπε χαρακτηριστικά ένας από τους ομιλητές, την ώρα που συνάδελφός του αναρωτιόνταν πως μπορούσαν να θεωρούν κάποιοι ότι ήταν δυνατόν να συνεχίσει να λειτουργεί μια χώρα με έλλειμμα 15% στον προϋπολογισμό της.
            Δεν χαρίστηκαν στους εκπροσώπους των πιστωτών, επισημαίνοντας τα λάθη και τις αστοχίες τους με τους πολλαπλασιαστές και όχι μόνον, που προκάλεσαν μεγαλύτερο «πόνο» στην ελληνική κοινωνία. Εστίασαν, ωστόσο, την προσοχή τους περισσότερο στις τεράστιες ευθύνες της εγχώριας πολιτικής τάξης, αφενός μεν επειδή είναι υπαίτια για το πρόβλημα της υπερχρέωσης, αφετέρου δε γιατί όλα αυτά τα χρόνια -και ακόμη και τώρα- αποποιείται τα ανομήματα που τη βαρύνουν και, το σημαντικότερο, αρνείται την «ιδιοκτησία» του προγράμματος που συνομολογεί με τους εταίρους και δανειστές.
            Με εξαίρεση, άλλωστε, τους δύο που είχαν βιωματική σχέση με την Ελλάδα –τον κ. Πετράκη που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και τον κ. Χαλιάσσο που γεννήθηκε και μεγάλωσε εδώ- οι υπόλοιποι δεν κατανοούσαν το περιεχόμενο των χαρακτηρισμών «μνημονιακός» και «αντιμνημονιακός» που ήταν, εξάλλου, δύσκολο να αποδοθεί στη γλώσσα τους.
             Το κεντρικό συμπέρασμα από τις τοποθετήσεις τους ήταν ότι εκείνο που πρωτίστως και απαραιτήτως απαιτείται για την Ελλάδα είναι «να βρει το δικό της επιχειρηματικό μοντέλο για να κερδίσει τον χαμένο δρόμο και να αξιοποιήσει το δυναμικό που κρύβει» και το οποίο είτε μένει αναξιοποίητο είτε μεταναστεύει.
Οι διαβόητες θεωρίες για «το ελατήριο που είναι έτοιμο να εκτιναχθεί», φέρνοντας την πολυπόθητη ανάκαμψη, όπως διατείνονται οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές, τούς άφησαν μάλλον παγερά αδιάφορους καθώς διαπιστώνουν την έλλειψη σχεδίου για την προσέλκυση επενδύσεων στους τομείς που η χώρα διαθέτει το συγκριτικό πλεονέκτημα.
Γι΄ αυτό και δεν θεωρούν ως πιθανότερη εξέλιξη το «τέλος των Μνημονίων», που, άλλωστε, θα υπάρχουν όσο υπάρχει το δυσθεώρητο χρέος, αλλά ένα «τέταρτο πρόγραμμα», το οποίο καραδοκεί όσο δεν εμφανίζεται ένας από μηχανής θεός που να μας απαλλάξει από το καθεστώς της «μόνιμης στασιμότητας» (Secular Stagnation) στην οποία έχουμε καταδικάσει τους εαυτούς μας.
Έχοντας «απομονωθεί» επί σχεδόν τρεις ώρες παρακολουθώντας την ημερίδα, όταν βγήκα από το αμφιθέατρο και άνοιξα το τηλέφωνό μου μόνον με καγχασμό μπορούσα να αντιμετωπίσω το κυβερνητικό non paper με το οποίο ο επικοινωνιακός μηχανισμός του Μαξίμου απαντούσε στην κριτική της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τα αποτελέσματα του Eurogroup με τούτα τα λόγια: «Εμείς επενδύουμε στο μέλλον της χώρας. Η Νέα Δημοκρατία επένδυσε αποκλειστικά στη μελλοντική επάνοδό της στην εξουσία».
Μου φάνηκαν τόσο αστεία. Μα τόσο αστεία! Πιο αστεία και από όταν την περασμένη Κυριακή άκουγα τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να ανασύρει δήλωση που είχε κάνει η Ντόρα Μπακογιάννη όταν ήταν αρχηγός της («φιλελέ», κατά τους ΣΥΡΙΖΑίους) Δημοκρατικής Συμμαχίας για να δικαιολογήσει την ταπεινωτική υπογραφή που έβαλε στη δημιουργία του περιβόητου Υπερταμείου στο οποίο θα πάει ολόκληρη η περιουσία του ελληνικού δημοσίου.
Είναι, βλέπετε, που «ξεμπερδεύουμε με το παλιό», όπως ήταν το κεντρικό σύνθημα με το οποίο κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ τις τελευταίες εκλογές, στις οποίες, κατά τα άλλα, πήρε εξουσιοδότηση να ξεπουλήσει τα πάντα, να κόψει ακόμη και το ΕΚΑΣ, να φθάσει στα ύψη φόρους και εισφορές,  αλλά οι υπουργοί του, όπως ο Πάνος Καμμένος, να ψηφίζουν ακόμη και «εγκληματικές και αντισυνταγματικές» ρυθμίσεις, όπως αυτή για την αναπροσαρμογή του ΦΠΑ στα νησιά για να μην τους πάρουν άλλοι τις καρέκλες.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Τον… φόβο μας να έχουν!



Ένα πικρό ανέκδοτο, μέσω του οποίου διεκτραγωδείται η περίπτωση ενός θύματος που υποχρεώνεται να πρωταγωνιστήσει στη συγκάλυψη της βλάβης την οποία υπέστη, μου έφερε κατά νου η άκρως διδακτική και συνάμα ιλαροτραγική ιστορία με τις παρενοχλήσεις γυναικών από τον τέως πρεσβευτή της Βενεζουέλας στην Αθήνα.
Σε ένα παραδοσιακό κουρείο, λέει το ανέκδοτο, ο ιδιοκτήτης επιχειρεί να διδάξει την τέχνη του στον νεαρό βλαστό του, ο οποίος αποδεικνύεται ανεπίδεκτος μαθήσεως, καθώς ο πρώτος ατυχής πελάτης, τον οποίο αναλαμβάνει να ξυρίσει, βρίσκεται με απανωτά τραύματα στο πρόσωπο. Ο πατέρας, αντιδρώντας στις αστοχίες του μαθητευόμενου γιου, προσπαθεί να τον συνετίσει με σφαλιάρες, αλλά εκείνος τις αποφεύγει, Και, έτσι, τα επιχειρούμενα χτυπήματα καταλήγουν στο κεφάλι του πελάτη, ο οποίος υπομένει καρτερικά τόσο την αιμορραγία από τις άστοχες ξυραφιές όσο και τον πόνο από τις άστοχες σφαλιάρες του κουρέα.
Η σκηνή επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, μέχρι που ο άτεχνος νεαρός φθάνει μέχρι του σημείου να κόψει το αυτί του πελάτη. Έντρομος ο τελευταίος, απευθύνεται στον μαθητευόμενο κουρέα για τα του πει: «Κρύψ' το γρήγορα, μην το δει ο πατέρας σου….».
Κάπως έτσι φαίνεται να αντέδρασαν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά στα καμώματα του ανεκδιήγητου τύπου, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται, έκανε με τον πλέον ξεδιάντροπο τρόπο κατάχρηση του αξιώματος του και στο όνομα δήθεν του… σοσιαλισμού που υποτίθεται ότι είχε σταλεί να προωθήσει (και) στη χώρα μας, εκμεταλλευόταν τη θέση του, επιτιθέμενος σεξουαλικά στις εργαζόμενες της πρεσβείας.
Το εντυπωσιακό, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η στάση του ελεεινού βενεζουελανού, ο οποίος προφανώς δεν είναι ο πρώτος ιεραρχικά ανώτερος που επιδίδεται στη σεξουαλική παρενόχληση των υφισταμένων του. Είναι, πολύ περισσότερο, ο άθλιος χειρισμός της υπόθεσης από τον κ. Τσίπρα και το απίστευτο σκεπτικό με το οποίο ζήτησε από τον πρόεδρο της Βενεζουέλας «σύντροφο» Νικολάς Μαδούρο την απομάκρυνση του τότε πρεσβευτή.
Η σχετική επιστολή του κ. Τσίπρα, ο οποίος ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί μοναδικό μνημείο συγκάλυψης ηθικά και ποινικά επιλήψιμων πράξεων. Ενώ συνάμα αποκαλύπτει τον κυνικό αμοραλισμό από τον οποίο διακατέχεται η σημερινή κυβερνητική ηγεσία και τον οποίο βλέπουμε να εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως τους τελευταίους 16 μήνες.
  «Μέχρι στιγμής το προσωπικό της πρεσβείας έχει επιδείξει πολιτική ωριμότητα και δεν θα λάβει μέτρα εντός της Ελλάδας, που θα δημοσιοποιούσαν το πρόβλημα, γεγονός που θα εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τα συστημικά μέσα ενημέρωσης για να βλάψουν την Αριστερά τόσο στη Βενεζουέλα όσο και στην Ελλάδα», είναι τα ίδια τα… μνημειώδη λόγια του έλληνα πρωθυπουργού.
Είναι λόγια που προκαλούν ανατριχίλα για τον κυνισμό τους, ακόμη και αν δεν ξέρει κάποιος ότι τουλάχιστον μια από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα της παρενόχλησης ήταν θυγατέρα ηγετικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ και άρα η κομματική ηγεσία ήταν λεπτομερώς ενήμερη για τα διαμειφθέντα.
Για τον ηγέτη ενός κόμματος («αριστερού» ή μη, είναι αδιάφορο), δεν προείχε η καταδίκη των πράξεων του διπλωματικού αντιπροσώπου της λατινοαμερικανής χώρας και ο ποινικός κολασμός του. Εκείνο που πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν η συγκάλυψη, η εφαρμογή του «νόμου της σιωπής». Και γι΄ αυτό, προφανώς, εκθειάζει την –αν είναι δυνατόν!- «πολιτική ωριμότητα» του προσωπικού της πρεσβείας που συνέβαλαν ώστε να μη δημοσιοποιηθεί το «πρόβλημα» από τα, κατά την έκφρασή του, «συστημικά μέσα ενημέρωσης». Ο μοναδικός καημός ενός νέου πολιτικού άνδρα, που ετοιμαζόταν να γίνει πρωθυπουργός, υπήρξε μόνον –τι κρίμα!- η αγωνία του μήπως «εκτεθεί η Αριστερά»…
Όσοι έχουν γνώση του υπόβαθρου που κρύβει η μετεωρική πολιτική ανέλιξη του νυν πρωθυπουργού, από την περίοδο που ως μαθητής ηγήθηκε των καταλήψεων, επιμένουν ότι δεν εκπλήσσονται από τη συμπεριφορά του. Υπήρξε, υποστηρίζουν, διαχρονικά σταθερός οπαδός της μακιαβελικής αντίληψης για την πολιτική και αμετανόητος θιασώτης του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Η συγκεκριμένη -κάθε άλλο, παρά «διπλωματική», όπως την θέλησε η κυβερνητική εκπρόσωπος- αποστροφή της επιστολής του προς τον «σύντροφο» Μαδούρο, αποδεικνύει ότι μάλλον έχουν δίκιο. Όπως δίκιο φαίνεται να έχουν και όσοι διαβλέπουν προθέσεις καθυπόταξης της ενημέρωσης πίσω από τις συστηματικές επιθέσεις κατά των λεγόμενων «συστημικών μέσων» ενημέρωσης και τις πρωτοβουλίες περί δήθεν καταπολέμησης της «διαπλοκής».
Από δεδηλωμένους υποστηρικτές ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπως είναι η μεγάλη πλειονότητα των νυν κυβερνώντων, δεν θα περίμενε, άλλωστε, κανείς τίποτε καλύτερο. Μόνον, όμως, που η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει κοινοβουλευτική δημοκρατία. Και, όσο και αν πασχίζουν για το αντίθετο, τα μέσα, τα οποία εκείνοι ονομάζουν «συστημικά», θα βρίσκουν πάντα τρόπους να αποκαλύπτουν όσα οι ίδιοι θέλουν να συγκαλύψουν.
Να το πω και αλλιώς; Τον… φόβο μας να έχουν!