Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Πόσο «απρόβλεπτος» είναι ο Ερντογάν και πόσο ο Τσίπρας;


            Ένας βασικός κανόνας της πολιτικής θέλει τις κυβερνήσεις να προκηρύσσουν πρόωρες εκλογές μόνον όταν έχουν τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσουν. Και ένας βασικός κανόνας της οικονομίας είναι ότι οι λεγόμενες «αγορές» προεξοφλούν τις πιο πολλές φορές το αποτέλεσμα της κάλπης η οποία στήνεται πριν από τον προκαθορισμένο χρόνο.
            Αν οι δύο αυτοί κανόνες ισχύουν και σε «ειδικού τύπου» καθεστώτα, όπως αυτό που έχει εγκατασταθεί στη γειτονική Τουρκία, τότε ο εκλογικός αιφνιδιασμός που επεφύλαξε στους πολιτικούς αντιπάλους του ο «νεο-Σουλτάνος» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δημιουργεί μια χαραμάδα ελπίδας για μελλοντική αποκλιμάκωση της υψηλής έντασης που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
            Η αλήθεια είναι ότι ο -κατά τα άλλα «απρόβλεπτος»- Ερντογάν ακολούθησε εν τέλει την πεπατημένη και πήγε σε εκλογές όπως προέβλεπαν αρκετοί αναλύοντας την πολεμική έξαψη που εδώ και καιρό επικρατεί στην Άγκυρα και η οποία κορυφώθηκε αφενός με την εισβολή στη Συρία και αφετέρου με τη συνεχή εκτόξευση απειλών για χρήση βίας κατά της Ελλάδας και της Κύπρου.
Τόσο οι ισχυρισμοί υψηλόβαθμων αξιωματούχων για αφαίρεση τις προηγούμενες ημέρες σημαίας από ελληνική βραχονησίδα, όσο, πολύ περισσότερο, η τελευταία προκλητική δήλωση για την κυριαρχία στα Ίμια, η οποία έγινε μόλις λίγη ώρα προτού ανακοινωθεί η 24η Ιουνίου ως η ημερομηνία προσφυγής στις πρόωρες κάλπες, επιβεβαίωσαν όσους διέβλεπαν πίσω από την κινητικότητα και τη ρητορική του Ερντογάν προθέσεις για να προλειανθεί το έδαφος που θα επέτρεπε στον τελευταίο να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο εσωτερικό της χώρας του.  
Όπως και να έχει, το βέβαιο είναι ότι η δική μας πλευρά θα πρέπει να οπλιστεί με μεγάλη υπομονή για το διάστημα της προεκλογικής περιόδου που θα διατρέχει την ιδιότυπη πολιτική ζωή που υπάρχει στη γειτονική χώρα, όπου τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, με αφορμή ή πρόσχημα το (υποτιθέμενο) πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, έχουν καταπνιγεί οι περισσότερες αντιπολιτευτικές φωνές.
Και θα πρέπει μάλλον να… ευχόμαστε οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν άνετη επικράτηση για τον νυν -και αεί;- Πρόεδρο έτσι ώστε ο ίδιος και οι συνεργάτες του να ρίξουν κάπως τους πολεμικούς τόνους που χρησιμοποιούν εναντίον της χώρας μας, αναλογιζόμενοι, ενδεχομένως, ότι τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο μπορεί να σταματήσουν την κατακρύλα της τουρκικής οικονομίας.
Ο θετικός, άλλωστε, πρώτος αντίκτυπος που είχε στην πολύπαθη τουρκική λίρα η ανακοίνωση των πρόωρων εκλογών ήταν μια σαφής ένδειξη ότι ο κόσμος της οικονομίας επιθυμεί να επικρατήσουν συνθήκες σταθερότητας στη γείτονα τις οποίες, καλώς ή κακώς, στην παρούσα φάση ο μόνος που μπορεί να τις εξασφαλίσει είναι ο Ερντογάν. Εξάλλου, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι αντίπαλοί του είναι, δυστυχώς, περισσότερο πολεμοκάπηλοι από εκείνον και διαγ(κ)ωνίζονται για το ποιος θα φανεί πιο πολεμοχαρής.
Επειδή, όμως, δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες ότι μπορεί ο Ερντογάν να μεταμορφωθεί και από «γεράκι του πολέμου» να γίνει «περιστέρι της ειρήνης», διακυβεύοντας το πολιτικό του μέλλον και πιθανότατα την ίδια την υπόστασή του, δεν χρειάζεται να βγει λάθος μήνυμα και να νομίσει κανείς ότι μειώθηκαν οι κίνδυνοι από το γεγονός ότι προκηρύχθηκαν εκλογές στη γειτονική χώρα.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι πολύ παλαιές και εκείνο που τις διαφοροποιεί σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι το τελευταίο διάστημα αναβαθμίστηκαν χάρις και σε μια σειρά αφελείς χειρισμούς της δικής μας πλευράς η οποία συμβαίνει να έχει στη διακυβέρνησή της ένα συνονθύλευμα προσώπων που λειτουργούν κατά τρόπον που παραπέμπει στη ρήση ότι «δεν γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά».
Διότι αν είναι μια φορά προβλέψιμος ο Ερντογάν, είναι πολύ περισσότερο ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος ελάχιστα απέχει από την εποχή που με δήθεν ιερή οργή αναρωτιόνταν αν «έχει σύνορα η θάλασσα». Και με την ίδια αφελή άγνοια κινούνται ο ίδιος και οι συνεργάτες του όταν καταφέρονται κατά των νεαρών από τους Φούρνους που ύψωσαν σημαίες στις ακατοίκητες βραχονησίδες υποστηρίζοντας ότι «δεν μπορούν ιδιώτες να ασκούν εξωτερική πολιτική».
Για να ασκηθεί εξωτερική πολιτική από ιδιώτες θα πρέπει να μην έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον. Και, κακά τα ψέματα, αυτό ακριβώς ζούμε εδώ και πολύ καιρό, καθώς άλλα λέει και πράττει ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος, άλλα ο νεοφώτιστος αναπληρωτής του Φώτης Κουβέλης, άλλα ο υπουργός Εξωτερικών και άλλα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Όλοι αυτοί φλυαρούν με αντικρουόμενες κρίσεις και εκτιμήσεις για γεγονότα και καταστάσεις χωρίς ούτε μια φορά να έχουν καθίσει γύρω από το ίδιο τραπέζι…
Υ.Γ.: Α, και με την ευκαιρία ξέρει κανείς τι έχει απογίνει εκείνο το «Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας» για το οποίο -εν χορδαίς και οργάνοις- κλήθηκε στο Μαξίμου ο Σταύρος Θεοδωράκης για να δώσει τα φώτα του στον κ. Τσίπρα; Μάλλον θα ξαναβγεί στο προσκήνιο όταν εκτιμηθεί ότι η δημιουργία του δημιουργεί προβλήματα στην αντιπολίτευση. Προβλέψιμα πράγματα, δηλαδή.

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Το κάρο (της συνεργασίας) μπροστά από το άλογο (των εκλογών)



            Απορεί κανείς παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση που γίνεται εδώ και καιρό για τις εξελίξεις οι οποίεςμπορεί να προκύψουν την επομένη της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης και μένει έκπληκτος με τη σεναριολογία που αναπτύσσεται και τους υπολογισμούς που γίνονται τόσο από πολιτικά στελέχη όσο και απόαυτοαναγορευθέντες «αναλυτές».
            Η πρώτιστη απορία που δημιουργείται είναι πως μπορεί να προεξοφλεί κάποιος το μετεκλογικό σκηνικό όταν δεν είναι, ούτε κατά προσέγγιση, γνωστός ο χρόνος που θα στηθούν οι επόμενες κάλπες. Πολύ περισσότερο, όταν είναι άγνωστες οι συνθήκες υπό τις οποίες θα πορευθεί η χώρα προς τις εκλογές και γίνονται ακόμη πιο περίπλοκες με τα σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα που μας περιβάλει. 
Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει είναι η πιθανολόγηση που κάνουν ορισμένοι για τη στάση που μπορεί να τηρήσει το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο εμφανίζεται ως «πολύφερνη νύφη» που φλερτάρεται ένθεν κακείθεν. Ενώ ακόμη πιο εκπληκτική είναι η απαίτηση που έχουν ένιοι εξ αυτών να δεσμευτεί εκ των προτέρων η ηγεσία τουνεοσύστατου φορέα για τις συνεργασίες που είναι διατεθειμένη να κάνει μετά τις εκλογές. Αν, δηλαδή, θα συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία.
Τα διλήμματα αυτού του είδουςμαρτυρούν, από τη μια, παντελή άγνοια των κανόνων διεξαγωγής του εκλογικού παιχνιδιού, κυρίωςόταν τίθενται από στελέχη του ίδιου του Κινήματος Αλλαγής. Από την άλλη, όμως, αποκαλύπτουν σκόπιμη κουτοπονηριά, όταν προβάλλονται από τους αντιπάλους του. Οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν επιδιώκουν παρά τον εγκλωβισμό και τη λεηλασία των ψηφοφόρων του Κέντρου οι οποίοι απορρίπτουν εξίσου την κλασσική Δεξιά και την παραδοσιακή Αριστερά.
Όποιος διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις για τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, ξέρει ότι ο ρυθμιστικός ρόλος τον οποίο, ως τρίτο κόμμα και ανεξαρτήτως του ποσοστού, θα διαθέτει το Κίνημα Αλλαγής δεν είναι παρά να συνάψει κυβερνητική συμμαχία με το κόμμα που θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Και αυτό, μάλιστα, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι ο νικητής των εκλογών δεν θα έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρά το «μπόνους» των 50 εδρών,το οποίο θα καρπωθεί είτε έχει προβάδισμα δέκα μονάδων είτε… μιας ψήφου.
Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα των προσεχών εκλογών και η διάρθρωση του εγχώριου σκηνικού -μετους βουλευτές της Χρυσής Αυγής και του ΚΚΕ να μην  υπολογίζονται για τον σχηματισμό συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος- δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για βιώσιμη συνεργασία ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο κόμμα. Αποκλείεται δηλαδή να εφαρμοστεί στα καθ΄ ημάς το προηγούμενο της κυβέρνησης Κόστα στην Πορτογαλία ανάμεσα στους δεύτερους Σοσιαλιστές και στο τρίτο σε δύναμη κόμμα της Αριστεράς.
Στην ελληνική εκδοχή, ο δεύτερος με τον τρίτο ή και τον τέταρτο δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, επειδή δεν βγαίνουν οι αριθμοί. Και γι΄ αυτό τη μόνη συμμαχία την οποία μπορεί να συνάψουν, εφόσον το πρώτο κόμμα δεν διαθέτει151 βουλευτές, είναι για να οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογέςοι οποίες αυτή τη φορά -πρέπει να υπομνηστεί ότι- θα γίνουν με απλή αναλογική.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, την επομένη των προσεχών εκλογών τα πράγματα για το Κίνημα Αλλαγήςείναι πολύ απλά: Θα βρεθεί ενώπιον διλήμματος μόνον εφόσον το πρώτο κόμμα δεν έχει αυτοδυναμία. Και το δίλημμά του θα είναι ένα και μόνο: Θα συνεργαστεί με το πρώτο κόμμα ή θα προκαλέσει εκλογές; Καλώς ή κακώς, οποιοδήποτε άλλο σενάριο είναι άνευ αντικειμένου. Όπως άνευ αντικειμένου είναι και οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει και θυμίζουν τη ρήση με το κάρο που μπαίνει μπροστά από το άλογο.
Το Κίνημα Αλλαγής, εν ολίγοις, αν θέλει να κατοχυρώσει την αυθυπαρξία του, δεν έχει παρά να προβάλει τις όποιες διαφορές έχει από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Και να περιμένει να δει εάν οι ψηφοφόροι που θα πείσει στις επερχόμενες εκλογές θα είναι τόσο πολλοί ώστε να του δώσουν τον μοναδικό ρυθμιστικό ρόλο τον οποίο μπορεί να διεκδικήσεικαι που είναι να συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τον πρώτο ή να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές.
Εφόσον είναι πρώτη και χωρίς αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να διαβουλευτεί μαζί της. Ό,τι και αν λένε τώρα ο Κουρουμπλής με τον Σκουρλέτη. Το ίδιο θα κάνειεφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ, ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά, καταφέρει να καλύψει τη διαφορά του τον χωρίζει με τη Νέα Δημοκρατία και δεν είναι στη Βουλή οι ΑΝΕΛ του Καμμένου για να συγκυβερνήσουν. Ό,τι και αν λέει ο Σαμαράς ή όποιος άλλος νεοδημοκράτης, το Κίνημα Αλλαγής με τον (υποθετικά πρώτο) ΣΥΡΙΖΑ θα συζητήσει για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Άρα, στην κούρσα των εκλογών, ας μπει το άλογο μπροστά από το κάρο της συνεργασίας και όλα θα επιλυθούν από τη λαϊκή ετυμηγορία. 

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Ο…θεός της Ελλάδος να βάλει το χέρι του!



Θα είναι ευχής έργο να είναι σοβαροί και έμπειροι οι διπλωματικοί υπάλληλοι της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα που είναι επιφορτισμένοι με την υποχρέωση της αποδελτίωσης των δηλώσεων τις οποίες κάνουν οι έλληνες αξιωματούχοι.
Διότι μόνον έτσι μπορεί να ελπίζουμε ότι αξιολογούν σωστά τη βαρύτητα των όσων ακούγονται από το πρωί ως το βράδυ στους τηλεοπτικούς δέκτες της ελλαδικής επικρατείας από κάθε λογής εγχώριους πολιτικάντηδες που σηκώνουν τους τόνους της αντιπαράθεσης για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.
Όταν, για παράδειγμα, συντάσσουν έκθεση για τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών σύμφωνα με τις οποίες «η Τουρκία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τυχόν πόλεμο στο Αιγαίο Πέλαγος καθότι η Ελλάδα διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις», θα πρέπει να ενημερώνουν τους προϊσταμένους τους ότι πρόκειται για τον Γιώργο Κατρούγκαλο.
Θα πρέπει, δηλαδή, να επισημαίνουν ότι είναι λεγόμενα του πολιτικού ο οποίος, ενώ κατακρεουργούσε τις συντάξεις της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων,διαβεβαίωνε με απαράμιλλο αμοραλισμό και μοναδική κυνικότητα τους συνταξιούχους ότι δεν θα υποστούν μειώσεις αλλά αντιθέτως θα δουν σταδιακά τα εισοδήματά τους να αυξάνονται.
Όση αξία είχαν εκείνες οι διαβεβαιώσεις για τις συντάξεις,άλλη τόση έχουν και όλα όσα λέει τώρα για τα ελληνοτουρκικά μιλώντας με τη γνωστή δικηγορίστικη αμετροέπεια που τον διακρίνει και η οποία του επιτρέπει να εκφράζει απόψεις επί παντός του επιστητού αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχουν οι ισχυρισμοί του.
Δυστυχώς, όμως, δεν είναι ο κ. Κατρούγκαλος το μόνο κυβερνητικό στέλεχος το οποίο, επιδιώκοντας, τάχατες, να καθησυχάσει την εγχώρια κοινή γνώμη, ρίχνει λάδι στη φωτιά και ακολουθεί τη φρενίτιδα της φραστικής αντιπαράθεσης που σκόπιμα καλλιεργείται από την ηγεσία της Άγκυρας.
Από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος προ ημερών υποστήριζε από τα Ψαρά ότι «αν η Τουρκία θελήσει να κάνει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, θα είναι σαν να πυροβολεί τα πόδια της», έως τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Πάνο Καμμένο, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να απαντά στις προκλήσεις των απέναντι με ισχυρισμούς του τύπου«αν έχουν τα κότσια, ας τολμήσουν να αμφισβητήσουν έστω και ένα χιλιοστό», η ελληνική πολιτική ηγεσία φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ότι ο διαγ(κ)ωνισμός των ψευτοπαληκαρισμών δεν είναι προς όφελος της δικής μας πλευράς.
Ακόμη και όταν η εκτόξευση απειλών γίνεται για να απαντηθούν υπερβολές που διατυπώνονται στην Άγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη, το αποτέλεσμα είναι εις βάρος των συμφερόντων μας. Η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή χώρα και η υπεράσπιση των δικαίων της δεν μπορεί να γίνεται με ανέξοδες απειλές που μας εξισώσουν με τον ταραξία της περιοχής που όλοι ξέρουν ότι είναι η Τουρκία.
Οι συνεχείς προκλήσεις που δεχόμαστε το τελευταίο διάστημα δεν αντιμετωπίζονται παρά μόνον με σοβαρότητα, ψυχραιμία και αποτελεσματικότητα που επιβάλλεται να χαρακτηρίζουν τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες της ελληνικής πλευράς. Το πρόσφατο ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την αποδοκιμασία των εταίρων μας προς τη γείτονα, μπορεί να μην επιλύει -και πώς θα μπορούσε άλλωστε;- τα προβλήματα που μας δημιουργεί η τελευταία, αναμφισβήτητα, όμως, είχε πολλαπλάσια σημασία από τους λεονταρισμούς των Ελλήνων υπουργών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, εξάλλου, ότι θα επιμεριστεί κυρίως στη χώρα μας η ζημιά που μπορεί να προκληθεί από τη συνεχή όξυνση και πολύ περισσότερο από ένα πιθανό θερμό επεισόδιο, το οποίο θα προέλθει είτε «από ατύχημα», όπως προειδοποιεί ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, είτε από κακόβουλη τουρκική ενέργεια. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Τουρκία βρίσκεται από καιρό σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών της έχουν υποστεί βάναυσους περιορισμούς. Και, είτε το θέλουμε είτε όχι, η απώλεια της ανθρώπινης ζωής δεν έχει εκεί την ίδια επίπτωση που έχει στα δικά μας μέρη.
Γι΄ αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους, με κυριότερο ίσως ότι, σε αντίθεση με την τουρκική, η ελληνική οικονομία ζει και αναπνέει χάρις στον τουρισμό, επιβάλλεται να επικρατήσει νηφαλιότητα από τη δική μας πλευρά και να μπει φρένο στις αμετροεπείς δηλώσεις αξιωματούχων. Το φρόνημα των Ελλήνων δεν τονώνεται με υπερφίαλους -και «υπερτροφικούς», όπως θα έλεγε ο Φώτης Κουβέλης πριν υποπέσει και ο ίδιος στον ίδιο πειρασμό- βερμπαλισμούς. Αλλά με αρραγές εσωτερικό μέτωπο, με εγρήγορση και ετοιμότητα, καθώς και με τις κατάλληλες διπλωματικές συμμαχίες που εδράζονται στα κοινά συμφέροντα και όχι σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται είναι να πάψουμε να έχουμε στα πράγματα το σημερινό σκορποχώρι και να αποκτήσουμε μια σοβαρή και υπεύθυνη κυβέρνηση που τα στελέχη της θα έχουν ενιαία γραμμή και στάση. Έως ότου γίνει αυτό, ας ευχηθούμε ο... θεός της Ελλάδος να βάλει το χέρι του.

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2018

Ικανοί για όλα!




            Πριν από λίγο καιρό ένας φαρσέρ του Διαδικτύου κατασκεύασε την «είδηση» ότι η κυβέρνηση καθιέρωσε «επίδομα σφραγίδας» για τους δημοσίους υπαλλήλους προκειμένου να τους εκμαυλίσει και να την ψηφίσουν στις επόμενες εκλογές.
Αυτές τις μέρες ένας άλλος διοχέτευσε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ένα κατασκευασμένο «έγγραφο» που έλεγε ότι ένας από τους υπουργούς της κυβέρνησης απέσπασε στο γραφείο του υπάλληλο που ειδικευόταν στην… αντιμετώπιση της «αφρικανικής σκόνης».
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, τα κατασκευασμένα «γεγονότα» κυκλοφόρησαν σε χρόνο ρεκόρ, καθώς έγιναν πιστευτά όχι μόνον από τους αρχικούς αποδέκτες της γκάφας που κάποιοι έστησαν, είτε χάριν παιδιάς είτε από κακόβουλη προαίρεση, αλλά από πολύ περισσότερους, αν όχι και όλους όσοι διάβασαν τις συγκεκριμένες αναρτήσεις.
Πέρα από την ασυγχώρητη ελαφρότητα όσων επαγγελματιών αβασάνιστα υιοθέτησαν τις φάρσες χωρίς να μπουν στον κόπο να διασταυρώσουν φήμες που κυκλοφορούν στο Διαδίκτυο και να ελέγξουν τις πηγές από τις οποίες προέρχονται τα αποκαλούμενα fakenews, το φαινόμενο έχει και μια άλλη ακόμη πιο σοβαρή όψη που είναι η χαρακτηριστική ευκολία με την οποία τα υποδέχτηκαν οι αναγνώστες των μέσων ενημέρωσης που τα φιλοξένησαν.
Όπως προκύπτει από την τεράστια εντύπωση που προκάλεσαν τόσο το «επίδομα σφραγίδας» όσο και η απονομή σε ημέτερο «ειδίκευσης στην αφρικανική σκόνη», η κοινή γνώμη είναι έτοιμη να πιστέψει ο,τιδήποτε τερατώδες επειδή κάθε μέρα έρχεται αντιμέτωπη με τερατώδεις αποφάσεις που λαμβάνονται από τους κυβερνώντες ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Από τα μείζονα εθνικά θέματα τα οποία αφορούν την κατεύθυνση της χώρας και τις διεθνείς της σχέσεις έως τα μικροζητήματα της καθημερινότητας μας, οι άνθρωποι που μας κυβερνούν αποδεικνύουν καθημερινά ότι είναι ικανοί για όλα. Ικανοί να πουν και να κάνουν τα πάντα. Αλλά και τα ακριβώς αντίθετά τους. Και, παρόλα αυτά, καταφέρνουν τις περισσότερες φορές να πέφτουν έξω!
Δεν χρειάζεται να ανατρέψει κανείς το παρελθόν με τα ξεδιάντροπα ψέματα, τις προφανείς ψευδαισθήσεις, τις ανελέητες αυταπάτες και τις ατελεύτητες κωλοτούμπες για να περιγράψει το μόνιμο διαζύγιο που έχει πάρει η συγκεκριμένη πολιτική «κάστα» από την αλήθεια και την πραγματικότητα. Το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι όλα αυτά συνεχίζονται στο διηνεκές, καθώς δεν δείχνουν να τους πτοούν ούτε οι επανειλημμένες αστοχίες ούτε οι συνεχείς διαψεύσεις.
Τα παραδείγματα του χωρίς προηγούμενο πολιτικού αμοραλισμού που μπορεί να παραθέσει κάποιος είναι πάμπολλα και, με αφορμή την τρέχουσα επικαιρότητα, ο καθένας μπορεί, εντελώς ενδεικτικά, να αναρωτηθεί για τα εξής:  
*Σε ποιά άλλη χώρα θα παρέμεναν γαντζωμένοι στην εξουσία δύο κυβερνητικοί εταίροι που διαφωνούν τόσο απόλυτα στο «Μακεδονικό» ή που διατυπώνουν τόσο αντικρουόμενες θέσεις για τον χαρακτήρα –«ομηρία» ή «σύνηθες μεθοριακό επεισόδιο»;- που έχει η κράτηση των δύο στρατιωτικών που εδώ και ένα μήνα παραμένουν στις τουρκικές φυλακές υψίστης ασφαλείας;
*Πού αλλού στον πολιτισμένο δυτικό κόσμο θα έβγαινε στην τηλεόραση μέλος του Κοινοβουλίου για να δηλώσει, έστω και ως ακραία πιθανότητα, ότι μπορεί να ανταλλαγούν και να παραδοθούν στην Τουρκία πρόσωπα τα οποία η ελληνική Δικαιοσύνη έχει αποφανθεί ότι δεν μπορεί και δεν πρέπει να εκδοθούν;
*Ποιός μπορούσε να φανταστεί πως σε (υποτιθέμενη) αριστερή κυβέρνηση θα συμμετείχε (τάχατες) οικολόγος υπουργός που χωρίς αιδώ θα επιχειρηματολογούσε υποστηρίζοντας ότι, όπως πληρώνουμε τέλη κυκλοφορίας για τα οχήματά μας, θα πρέπει να πληρώνουμε χαράτσι και για τα κατοικίδια ζώα συντροφιάς;
*Ποιός θα περίμενε ότι αυτοαποκαλούμενοι «προοδευτικοί» θα έστηναν κατηγορίες σε βάρος των πολιτικών τους αντιπάλων επιστρατεύοντας προστατευόμενους μάρτυρες και δεν θα έδιναν στους εγκαλούμενους ούτε καν το δικαίωμα της απολογίας και της κατ΄ αντιπαράσταση εξέτασης για να τους μείνει η ρετσινιά ότι «τα έπιασαν»;
*Πότε άλλοτε στο παρελθόν έχουν υποστεί τέτοιο διασυρμό θεσμοί όπως η Δικαιοσύνη ή το ΑΣΕΠ για να βολευτεί ο κομματικός στρατός που μεθοδικά οργανώνουν οι κυβερνώντες, την ίδια ακριβώς ώρα που με απροσμέτρητο θράσος μιλούν για δήθεν «αποκομματικοποίηση της Δημόσιας Διοίκησης»;
*Πόσο μπορεί κανείς να υποτιμάει τη νοημοσύνη των υπηκόων του επιμένοντας στο παραμύθι της «καθαρής εξόδου» από τα Μνημόνια όταν επίκειται η προσυμφωνημένη λήψη ακραίων μνημονιακών μέτρων όπως η νέα περικοπή των συντάξεων και η περαιτέρω μείωση των αφορολογήτου;
Ο κατάλογος με ερωτήματα αυτού του είδους θα μπορούσε να είναι πολύ μακρύς, αλλά ίσως δεν έχει νόημα. Διότι είναι προφανές πλέον ότι σχεδόν οι πάντες -ακόμη και πολλοί από τους ευνοημένους του καθεστώτος- έχουν συνειδητοποιήσει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί στη χώρα και έχουν αντιληφθεί το ποιόν των ανθρώπων που μας κυβερνούν.
Τους θεωρούν ικανούς για όλα και τους περιμένουν στην κάλπη που αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθούν να στήσουν. Και τότε θα πιούν το πικρό ποτήρι που με τόσα ψέματα προσπαθούν να αποφύγουν.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Τελευταίες μέρες της Πομπηίας


Αν «ο πόλεμος είναι πολύ σημαντικό πράγμα για να τον αφήσουμε στους στρατηγούς», όπως έλεγε ο Ζορζ Κλεμανσό, ο πολιτικός που οδήγησε τη Γαλλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο, αλήθεια, ασφαλής μπορεί να αισθάνεται ο καθείς σε αυτή τη χώρα με την ηγεσία που εγκατέστησε ο Αλέξης Τσίπρας στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας;
Η πρωτοφανής διακωμώδηση που γνώρισε από την πρώτη στιγμή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η τοποθέτηση του Φώτη Κουβέλη σε θέση υφισταμένου του Πάνου Καμμένου, συνιστά ίσως το πλέον παραστατικό δείγμα της γενικευμένης θεσμικής κατάπτωσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και αποτελεί συνάμα το μέτρο της εκτεταμένης ανυποληψίας που χαρακτηρίζει το πολιτικό δυναμικό που διαχειρίζεται τις τύχες του τόπου.
Με ποια, άραγε, κριτήρια ένας συνταξιούχος πολιτικός, ο οποίος έκλεισε την πολιτική του δράστη αποδοκιμαζόμενος ηχηρά από τους πολίτες, επιβραβεύεται με την ανάθεση του χαρτοφυλακίου του αναπληρωτή υπουργού Άμυνας; Ποια είναι τα προσόντα που διαθέτει και τα οποία τον έκαναν κατάλληλο για αυτό το αξίωμα; Ξέρει από όπλα; Έχει εμπειρίες από το Στράτευμα; Απέκτησε κάποια διάκριση, πέραν ίσως της δικηγορικής του ιδιότητας;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά διότι ακόμη και οι φανατικότεροι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν το προφανές που είναι ότι εκείνο που μέτρησε στην απόφαση του κ. Τσίπρα δεν είναι παρά η προσπάθειά του να στείλει το μήνυμα ότι όποιος προσκολλάται στην κυβέρνηση και κολακεύει την ηγεσία της μπορεί να ελπίζει σε ανταποδοτικά ωφελήματα.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο και αν είναι ανεξήγητο για όσους κατά καιρούς είχαν εντελώς άλλη εικόνα για τον πρώην πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, το μόνο για το οποίο διακρίθηκε ο κ. Κουβέλης την τελευταία τριετία ήταν οι απροσδόκητοι έπαινοι που επεφύλασσε προς τους κυβερνώντες και η διαρκής προσπάθεια την οποία κατέβαλε ώστε να γίνει αρεστός προς αυτούς, εκφράζοντας θέσεις και απόψεις που δεν θύμιζαν σε τίποτε το δικό του παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η περίπτωση Κουβέλη αν έχει κάποια ουσιαστική αξία είναι επειδή καταδεικνύει τα αδιέξοδα ενώπιον των οποίων βρίσκεται η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και, αναμφισβήτητα, δεν είναι η μόνη ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συνονθύλευμα που λειτουργεί όπως λειτουργούσαν οι κάτοικοι στις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.
Η καθυστερημένη αποπομπή του ζεύγους Αντωνοπούλου – Παπαδημητρίου κατέδειξε την απόλυτη έλλειψη πολιτικών ανακλαστικών που χαρακτηρίζει πλέον τους ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου. Το ίδιο επίσης μαρτυρά η δυστοκία να βρεθεί ένα φρέσκο και δυναμικό πρόσωπο για να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ανάπτυξης που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ο ελληνοαμερικανός καθηγητής χωρίς καν να έχει καταφέρει να προσελκύσει στη χώρα ούτε… μισό επενδυτή.
Χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα για να αποφασίσει ο κ. Τσίπρας να χρίσει διάδοχο του Δ. Παπαδημητρίου τον αντιπρόεδρο Γ. Δραγασάκη. Και είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι περισσότερο μπορεί να προσφέρει τώρα με το επιπλέον υπουργικό χαρτοφυλάκιο που δεν μπόρεσε να προσφέρει τα τρία χρόνια της αντιπροεδρίας. Εκτός και αν τον εμπόδιζε ο Παπαδημητρίου αλλά δεν το έλεγε περιμένοντας να αποκαλυφθεί η… απληστία της συζύγου του που την οδήγησε να εισπράττει επίδομα ενοικίου.
Το μόνο βέβαιο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι πλέον σε θέση ούτε ανασχηματισμό της κυβέρνησης του να κάνει, αφού δεν μπόρεσε να μετακινήσει κανένα από τα στελέχη του υπουργικού του συμβουλίου, με εξαίρεση τον παραιτηθέντα Γ. Μουζάλα. Διατήρησε στις καρέκλες τους ακόμη και πρόσωπα τα οποία κατά γενική ομολογία δεν έχουν προσφέρει απολύτως τίποτε, τοποθετώντας έναν επιπλέον υφυπουργό στο υπουργείο Πολιτισμού, επειδή δεν μπορούσε να διώξει την υπουργό Λυδία Κονιόρδου.
Συνήθως, όμως, έτσι συμβαίνει με τις κυβερνήσεις που βρίσκονται σε φάση αποδρομής. Συμπεριφέρονται όπως οι κάτοικοι της Πομπηίας οι οποίοι, παρά τα προμηνύματα του Βεζούβιου, συνέχιζαν τη ράθυμη και εύθυμη ζωή τους μέχρι που θάφτηκε κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου.

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου

            Τίποτε καλό δεν προοιωνίζονται τα όσα διημείφθησαν στη συζήτηση της Βουλής για το περιώνυμο σκάνδαλο Novartis. Τόση θρασύτητα, μικρότητα και μισαλλοδοξία, τέτοια κακεντρέχεια, χυδαιότητα και πολιτική εμπάθεια δεν έχει γνωρίσει ο τόπος ούτε στα πιο μαύρα χρόνια του εμφυλιοπολεμικού διχασμού.
Όσο και αν ψάξει κανείς στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας δεν πρόκειται να βρει ανάλογο προηγούμενο. Παρόλο που και άλλες φορές στο παρελθόν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου συγκρούονταν για πραγματικά ή υποτιθέμενα σκάνδαλα, τα οποία σημάδεψαν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, στις σκληρές αντιμαχίες τηρούνταν ορισμένοι στοιχειώδεις κανόνες θεσμικής ευπρέπειας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά, οι υποκλοπές, τα εξοπλιστικά, η πώληση της ΑΓΕΤ Ηρακλής, το Βατοπαίδι, η λίστα Λαγκάρντ και τόσες άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης το ελληνικό Κοινοβούλιο έδωσαν αρκετές αφορμές για σφοδρές αντιπαραθέσεις, όπως και για καταγγελίες περί απόπειρας ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν οξύτατες αντιδικίες τόσο για τον χαρακτήρα του κάθε φορά καταγγελλόμενου σκανδάλου, που οι μεν το ήθελαν να είναι «καραμπινάτο» και οι δε απαντούσαν με καταγγελίες για «σκευωρία», όσο και για την αξιοπιστία των μαρτύρων ή τη βασιμότητα των μαρτυριών στις οποίες στηρίζονταν η εκτόξευση κατηγοριών κατά πολιτικών αντιπάλων.
Τόσο κακότεχνο κατηγορητήριο, ωστόσο, και τέτοια επιλεκτική στοχοποίηση όποιου ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ή ανθίσταται στις καθεστωτικές πρακτικές που αυτή ακολουθεί δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά. Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει τη θλιβερή επιχειρηματολογία με την οποία οι κυβερνώντες έμενε έκπληκτος με το εύρος της στρεψοδικίας με την οποία προσπαθούσαν να δώσουν υπόσταση σε ανυπόστατους ισχυρισμούς που βασίζονται αποκλειστικά και μόνον στις εκτιμήσεις και τις εικασίες ανώνυμων μαρτύρων.
«Αφού δέχεστε», λένε απευθυνόμενοι στην αντιπολίτευση, «ότι η υπόθεση Novartis είναι σκάνδαλο, γιατί μιλάτε για σκευωρία και αρνείστε να κατηγορηθούν ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο, ο Πικραμένος με τον Στουρνάρα, ο Αβραμόπουλος με τον Λοβέρδο και οι υπόλοιποι;». Και δεν μένουν σε αυτό το παιδαριώδες επιχείρημα. Το συμπληρώνουν με μια ακόμη αστειότητα: «Αφού υπάρχει σκάνδαλο γιατί δεν αναλαμβάνετε την πολιτική ευθύνη;».
Μόνον, όμως, που όλα αυτά, τα οποία είναι προφανές ότι απευθύνονται στο θυμικό των πολιτών, δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία που επελέγη από τους κυβερνώντες. Ούτε οι μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν, ούτε η πρόταση κατηγορίας την οποία συνέταξαν, ούτε, πολύ περισσότερο, το σόου με τις δέκα κάλπες που έστησαν δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την απόδοση πολιτικών ευθυνών.
Άλλωστε, τους ιθύνοντες της περιόδου που εκτινάχθηκε στα ύψη η φαρμακευτική δαπάνη, όχι μόνον τους απήλλαξαν από κάθε ευθύνη, αλλά τους επαινούν κιόλας. Ο λόγος φυσικά είναι για τη διακυβέρνηση της περιόδου 2004 -2009 κατά την οποία, κατά γενική πλέον ομολογία, έγινε ο τεράστιος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που οδήγησε στα Μνημόνια.
Και ενώ μένουν στο απυρόβλητο όλοι όσοι δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τιθασεύσουν το σκάνδαλο, μπαίνουν, αντιθέτως, στο στόχαστρο και ζητείται να διωχθούν ποινικά πολλοί από εκείνους που -καλώς ή κακώς- ήταν στις θέσεις ευθύνης τα χρόνια (2010-2015) κατά τα οποία η φαρμακευτική δαπάνη υποχώρησε αισθητά και  βρέθηκε στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Το αποδίδουν στην τρόικα για να μειώσουν τη σημασία του αποτελέσματος. Και, ίσως, για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι σημερινοί κυβερνώντες ανθίσταντο σε όλες τις προσπάθειες περιστολής των δαπανών.
Όπως και να έχει, το μόνο βέβαιο ότι, όπως απέδειξε και η έμπλεη πολιτικής τοξικότητας συζήτηση που έγινε στη Βουλή, η απόφαση για τη σύσταση προανακριτικής Επιτροπής, που βασίζεται αποκλειστικά και μόνον σε ανώνυμες μαρτυρίες, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Η μηχανή που στήθηκε και υπακούει στη λογική «τυλίγω τους αντιπάλους μου σε μια κόλλα χαρτί» μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάξει για την ομαλότητα της πολιτικής ζωής του τόπου.
Σε μια περίοδο κατά την οποία περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια απαιτούνται διαδικασίες διακομματικής συνεννόησης και εθνικής ομοψυχίας για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν τη χειρότερη δυνατή επιλογή: Δίχασαν τον πολιτικό κόσμο, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα υφαρπάσσουν την ψήφο των Ελλήνων στις επόμενες εκλογές.
Ο διχασμός, ωστόσο, που προκάλεσαν είναι τόσο βαθύς που οι συνέπειες του θα είναι παρούσες και μετά τις προσεχείς εκλογές. Πόσω μάλλον που από αυτές, όπως όλα δείχνουν, θα προκύψει μια άλλη -εντελώς διαφορετική από τη σημερινή- κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και τότε το πιθανότερο είναι ότι οι σημερινοί κατήγοροι θα βρεθούν κατηγορούμενοι, διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο της πόλωσης, της οξύτητας και των αχρείαστων εντάσεων. Που κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στην κρίση και την απομακρύνουν μέρα με την ημέρα από όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Πέμπτη 15 Φεβρουαρίου 2018

Εθνικός ξεπεσμός ενόψει!

            Όσα λάθη και αν κάναμε οι Έλληνες τις προηγούμενες δεκαετίες, ειλικρινά δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι μας αξίζουν όλα όσα υφιστάμεθα το τελευταίο διάστημα. Όσο βαριά και αν ήταν η μνημονιακή οκταετία που αντιμετωπίζουμε και που κανείς δεν ξέρει πόσο ακόμη διαρκέσει, μοιάζει ακόμη βαρύτερος ο εθνικός εξευτελισμός τον οποίο υφιστάμεθα. 
            Είναι απορίας άξιον πως τα έχουμε καταφέρει και σχεδόν όλοι οι γείτονες μας προβάλλουν αξιώσεις έναντι της χώρας μας. Η Ελλάδα ήταν εξίσου αδύναμη και τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, όταν ήταν βουτηγμένη στην οικονομική κρίση, αλλά ούτε η Τουρκία, ούτε η Αλβανία, ούτε η ΠΔΓΜ ξεδίπλωναν τόσο επιθετική ατζέντα διεκδικήσεων εις βάρος μας όσο αυτή που ξεδιπλώνουν αυτή την περίοδο.
            Είναι σαν κάποια αόρατη δύναμη να έδωσε το σήμα και η μια μετά την άλλη οι χώρες της περιοχής να αξιώνουν μονομερείς παραχωρήσεις από την Ελλάδα. Η Τουρκία δεν αρκείται πλέον στις «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο, αλλά, για πρώτη φορά, διατείνεται ότι οι αμφισβητούμενες, εκ μέρους της, βραχονησίδες αποτελούν δικό τους έδαφος.
            Η Αλβανία προεξοφλεί δικαίωση των απαιτήσεων της για το διαβόητο «Τσάμικο», που καμία ελληνική κυβέρνηση ως τώρα δεν διανοήθηκε να επιτρέψει να μπει στο τραπέζι, ενώ θεωρεί ότι θα τροποποιηθεί η συμφωνία για την οριοθέτηση των θαλάσσιων συνόρων με υποχώρηση της ελληνικής πλευράς από τη συμφωνία που είχε συνομολογηθεί πριν από μερικά χρόνια.
            Η ΠΓΔΜ πανηγυρίζει ότι κέρδισε τον όρο «Μακεδονία» στην μελλοντική της ονομασία και η ηγεσία της εμφανίζεται βέβαιη ότι το συγκεκριμένο τεράστιο διπλωματικό κέρδος το απέσπασε χωρίς καμία παραχώρηση στις ελληνικές ενστάσεις για τα αλυτρωτικά ζητήματα και την αναγνώριση της γλώσσας και της εθνικής ταυτότητας τους.
            Φταίει άραγε η κακή μας τύχη για όλα όσα μας συμβαίνουν; Μάλλον όχι. Γιατί αν τα πάρουμε ένα προς ένα θα δούμε ότι τα περισσότερα εξ αυτών τα έχουμε προκαλέσει μόνοι μας. Είναι, δυστυχώς, αποτελέσματα επιλογών των εθνολαϊκιστών που κατέλαβαν την εξουσία και που το μόνο για το οποίο ενδιαφέρονται είναι πως θα παραμείνουν γαντζωμένοι στις καρέκλες συνεχίζοντας το μόνο πράγμα που ξέρουν καλά και το οποίο δεν είναι άλλο από την εξαπάτηση των πολιτών.
            Θέλετε παραδείγματα; Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εξαπατούσαν τους Έλληνες ότι δεν θα υπέγραφαν ποτέ Μνημόνια ή ότι δεν θα έκοβαν συντάξεις, ο υπουργός Άμυνας της χώρας πέταγε μίλια μακριά από τα Ίμια στεφάνι στη θάλασσα. Και ενώ τον πρόδιδαν οι φωτογραφίες που ο ίδιος είχε μοιράσει δείχνοντας τις βραχονησίδες περικυκλωμένες από τον τουρκικό στόλο, εξέδιδε ψευδείς ανακοινώσεις ότι τάχατες απέτισε φόρο τιμής στον χώρο θυσίας των αξιωματικών που έχασαν τη ζωή τους στην κρίση του 1996.
            Έπειτα από αυτή την, όπως αποδεικνύεται, «πρόβα» που έκαναν, ταπεινώνοντας τον τάχατες σκληρό Έλληνα υπουργό, που νόμιζε ότι έγινε κάτι σαν τον στρατάρχη Αϊζενχάουερ επειδή φοράει στολές παραλλαγής και πηγαινοέρχεται με στρατιωτικά ελικόπτερα, οι Τούρκοι προχώρησαν στο επόμενο βήμα που ήταν ο διεμβολισμός του σκάφους της ελληνικής Ακτοφυλακής μόλις ένα μίλι από τα Ίμια.
            Ώρες ολόκληρες μετά το θερμό αυτό επεισόδιο, η ελληνική κυβέρνηση ήταν εξαφανισμένη. Και είναι πολύ πιθανό, αν δεν το έφερναν στο φως για προπαγανδιστικούς λόγους οι ίδιοι οι Τούρκοι, να μην είχε μαθευτεί ποτέ. Ο λαλίστατος, άλλωστε, κυβερνητικός εκπρόσωπος Δ. Τζανακόπουλος, που όταν τον ακούς να μιλάει για τον Μητσοτάκη μένεις με την εντύπωση ότι γεννήθηκε πολεμοχαρής, περί άλλων ετύρβαζε. Τον ενδιέφερε να επικοινωνήσει την προπαγάνδα για την υπόθεση Novartis και έδειχνε να μην είχε ιδέα για το είχε γίνει στα Ίμια.
            Αλλά δεν ήταν μόνον ο κ. Τζανακόπουλος. Ο υπουργός των Εξωτερικών Νίκος Κοτζιάς δεν μετακινήθηκε από τη Βιέννη όπου βρισκόταν, δικαιώνοντας όσους λένε ότι έχει… απωθημένο με τον Μέτερνιχ. Συνέχισε να ασχολείται με την αγαπημένη του εμμονή που φαίνεται ότι είναι η λύση, με κάθε τίμημα, του «Μακεδονικού». Και το μόνο που βρήκε να πει ήταν ότι στην Άγκυρα «δεν ξέρουν γεωγραφία». Βαριά κουβέντα…
            Όσο για τον πρωθυπουργό; Άφαντος επί τρεις μέρες, ανακοίνωσε ότι την τέταρτη θα έκανε μια βόλτα από το υπουργείο Ναυτιλίας. Ούτε υπουργικό συμβούλιο να συγκαλέσει, ούτε διπλωματικό μαραθώνιο να ξεκινήσει για να ενημερώσει τον διεθνή παράγοντα για την τουρκική προκλητικότητα. Ως να επρόκειτο για κάτι σύνηθες που δεν απαιτούσε κανέναν ειδικό χειρισμό. Πάλι καλά που δεν βγήκε να πει ότι όλα έγιναν για να καλυφθεί η Novartis, όπως είχε το απύθμενο θράσος να ισχυριστεί για τα συλλαλητήρια…   
Και επειδή, αρέσκονται ορισμένοι να κάνουν ανίερες συγκρίσεις με τον Ανδρέα Παπανδρέου, θα είχε αξία να μελετούσαν την αντίδραση του μεγάλου αυτού ηγέτη στην κρίση του Μάρτη του 1987. Συγκάλεσε το υπουργικό συμβούλιο την προηγούμενη από την ημέρα που θα έβγαινε στο Αιγαίο το τουρκικό ερευνητικό σκάφος για να ανακοινώσει σειρά πρωτοβουλιών, ανάμεσα στις οποίες ήταν και το ταξίδι του υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια στη Σόφια. «Για το θεαθήναι», είπαν ορισμένοι τότε. Μπορεί. Το αποτέλεσμα, όμως, ήταν ότι η Ελλάδα έδειξε ότι δεν ήταν ούτε απομονωμένη, ούτε ανήμπορη.
Γιατί αυτό ακριβώς είναι το θέμα μας. Μπορεί να καλούμε στην Αθήνα -έτσι χωρίς πρόγραμμα…- τον Ερντογάν, όποτε θέλει αυτός να βγει από την  ευρωπαϊκή καραντίνα. Μπορεί να έχουμε συνεχή αλισβερίσια με τον Αλβανό Ράμα και τον Σκοπιανό Ζάεφ, η Ελλάδα, όμως, δεν ήταν ποτέ πιο απομονωμένη διπλωματικά. Και δεν έδειχνε ποτέ πιο ανήμπορη να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της.
Είμαστε στα όρια του εθνικού ξεπεσμού, τα οποία, αν συνεχιστεί η πορεία που ακολουθούν οι κυβερνώντες, πολύ σύντομα θα τα ξεπεράσουμε.