Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Ίδιος είναι ο λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός


            Ο «ξεσηκωμός» των κατοίκων του Βελιγραδίου που υποχρέωσε την πολιτική ηγεσία της Σερβίας να υπαναχωρήσει και με την ουρά στα σκέλια να ακυρώσει το νέο lockdown που είχε προαναγγείλει σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ανασχέσει την τεράστια έξαρση του κορωνοϊού, αποτελεί ίσως την καλύτερη απόδειξη ότι ο λαϊκισμός είναι ένας από τους σημαντικότερους παράγοντες εξάπλωσης της πανδημίας.
            Θα θυμάστε, φαντάζομαι, στην αρχή της υγειονομικής κρίσης ότι σημαίνοντα στελέχη της εγχώριας αξιωματικής αντιπολίτευσης –με πρώτο και καλύτερο τον ίδιο τον αρχηγό της Αλέξη Τσίπρα- επιχειρούσαν με κάθε τρόπο να υποβαθμίσουν την αυταπόδεικτη σημασία που είχαν στην εξέλιξη της λοίμωξης στην Ελλάδα, αφενός, η έγκαιρη λήψη μέτρων που αποφάσισε η κυβέρνηση και, αφετέρου, η εμπιστοσύνη την οποία έδειξαν οι πολίτες στην υπεύθυνη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ενημέρωση  που είχαν από τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα και τον Νίκο Χαρδαλιά.
            Το βασικό «επιχείρημα» που προέβαλαν για να διατηρήσουν τη μίζερη κριτική που ασκούσαν ήταν ότι εξίσου καλά με τη χώρα μας ήταν η κατάσταση που διαμορφωνόταν και στις χώρες που βρίσκονται στα βόρεια σύνορά μας, όπως η Αλβανία, η Βουλγαρία, η Βόρεια Μακεδονία, αλλά και η Σερβία. Αγνοώντας ότι η Ελλάδα δεν είναι συγκρίσιμη με τους γείτονες της, καθώς είναι ανοιχτή στον κόσμο όσο καμία άλλη χώρα της περιοχής, κατασκεύαζαν απίθανες θεωρίες περί –άκουσον, άκουσον- του… βαλκανικού DNA το οποίο, για ανεξήγητους λόγους, απεδείχθη, υποτίθεται, ανθεκτικό στους ιούς!
            Το μεγάλο ευτύχημα είναι ότι τους ασύστατους αυτούς ισχυρισμούς, οι οποίοι δεν απείχαν από αντίστοιχες συνωμοσιολογικές θεωρίες που αμφισβητούσαν την ύπαρξη του ιού, ουδόλως τις ενστερνίστηκαν οι Έλληνες. Εξ αυτού προφανώς σε όλες τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες αξιολογούν θετικά την κυβέρνηση, ενώ δεν κάνουν το ίδιο με την αξιωματική αντιπολίτευση, καθώς, παρά τα εμφανή προβλήματα της οικονομίας, η πλειονότητα έχει εδραία πεποίθηση ότι τα πράγματα θα είχαν εξελιχθεί πολύ χειρότερα αν ήταν στη διακυβέρνηση της χώρας ο ΣΥΡΙΖΑ.
            Το δυστύχημα, από την άλλη, είναι ότι τις λαϊκίστικης έμπνευσης θεωρίες περί… κοροϊδοϊού υιοθέτησαν μάλλον οι βόρειοι γείτονες μας. Με αποτέλεσμα το τελευταίο διάστημα να ζουν εφιαλτικές ώρες εξαιτίας του φρενήρους ρυθμού με τον οποίο αυξάνονται τα κρούσματα αλλά και οι θάνατοι από την πανδημία. Οι θρησκευτικές τελετές στις οποίες συμμετείχαν ανεξέλεγκτα οι πολυπληθείς μουσουλμανικές κοινότητες των βαλκανικών χωρών, σε συνδυασμό με τις προεκλογικές περιόδους στις οποίες βρέθηκαν αυτό το διάστημα η Σερβία και η Βόρεια Μακεδονία φαίνεται ότι ήταν οι μεγαλύτερες αφορμές για το ξέσπασμα της πανδημίας.
            Ειδικά στη Σερβία, η κύρια ευθύνη, όπως όλα δείχνουν, ανήκει στον λαϊκιστή Πρόεδρο της χώρας Αλεξάνταρ Βούτσιτς, ο οποίος όχι μόνον χαλάρωσε αλλά μάλλον κατήργησε όλα τα περιοριστικά μέτρα κατά τις παραμονές της εκλογικής αναμέτρησης που έγιναν στις 21 Ιουνίου. Έφθασε μέχρι του σημείου να επιτρέψει την παρουσία οπαδών στους ποδοσφαιρικούς αγώνες, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα στο κλασικό ντέρμπι της 10ης Ιουνίου ανάμεσα στις δημοφιλείς ομάδες Παρτιζάν και Ερυθρός Αστέρας να βρεθούν στις κερκίδες του σταδίου του Βελιγραδίου 20.000 άτομα.    
Το αποκαλούμενο «Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα», του οποίου ηγείται ο αμφιλεγόμενος κ. Βούτσιτς, έκανε δέκα μέρες αργότερα εκλογικό περίπατο, συγκεντρώνοντας ποσοστό άνω του 63% σε μια αναμέτρηση, πάντως, από την οποία απείχαν οι μισοί ψηφοφόροι. Παρά την εμβληματική, ωστόσο, νίκη του απεδείχθη ότι δεν είναι παρά ένας ηγέτης που δεν χαίρει σεβασμού στη χώρα του. Οι Σέρβοι οι οποίοι είδαν στη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου τον ίδιο τον Πρόεδρο της χώρας και τους συνεργάτες του –ορισμένοι από τους οποίους ανακοινώθηκε μετά τις εκλογές ότι νόσησαν- να μην τηρούν κανένα μέτρο προφύλαξης, αντέδρασαν βίαια όταν έγινε γνωστή η πρόθεση της κυβέρνησης να επαναφέρει το lockdown.
Το συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι μπορεί το κόμμα του κ. Βούτσιτς με τις λαϊκίστικες επιλογές του να πέτυχε να αποσπάσει την ψήφο όσων Σέρβων που πείστηκαν να πάνε στην κάλπη, επ΄ ουδενί, όμως, δεν κέρδισε την εμπιστοσύνη των συμπατριωτών του, όπως τουλάχιστον έδειξε η προσπάθεια των διαμαρτυρόμενων διαδηλωτών να εισβάλουν στο Κοινοβούλιο που κατέληξε με την υπαναχώρηση της κυβέρνησης. Η σέρβικη ηγεσία συμβαίνει να είναι δεξιάς απόχρωσης, αλλά –μη νομίζετε…- η συμπεριφορά της δεν διαφέρει πολύ από τις άλλες λαϊκίστικες κυβερνήσεις του πλανήτη.
Από τον Τραμπ ως τον Μπολσονάρου και από τον Τζόνσον έως τον Ερντογάν, όλοι οι λαϊκιστές ηγέτες της υφηλίου ακολούθησαν λίγο ως πολύ το ίδιο μοτίβο. Στην αρχή αμφισβήτησαν τη σημασία της πανδημίας, καθυστερώντας να λάβουν τα μέτρα που πρότειναν οι ειδικοί. Στη συνέχεια έτρεχαν πανικόβλητοι να περιορίσουν τη ζημιά που οι ίδιοι είχαν προκαλέσει και με τα μηνύματα που μετέφεραν στους πολίτες του για τον πραγματικό κίνδυνο από τη νόσο. Αλλά και πάλι η σπουδή τους να αλλάξουν ρότα δεν ήταν επειδή μετανόησαν, βλέποντας το φως το αληθινό, αλλά μάλλον διότι αισθάνθηκαν ότι οι εξελίξεις θα τους κόστιζαν τον θώκο τους.
Συνοψίζοντας, λοιπόν και ενθυμούμενοι και τη δική μας περιπέτεια των προηγούμενων χρόνων, ας παραδεχθούμε, παραφράζοντας ένα παλαιότερο σύνθημα, ότι… ίδιος είναι ο λαϊκισμός, δεξιός και αριστερός!

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2020

Στρεψόδικη αντιπολίτευση στην… πραγματικότητα


Δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει ακούγοντας και διαβάζοντας τις αντιδράσεις της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το κυβερνητικό νομοσχέδιο το οποίο με αρκετή καθυστέρηση κατατέθηκε αυτές τις μέρες στη Βουλή επιχειρώντας να θέσει κάποιους κανόνες στις πορείες και στις διαδηλώσεις που γίνονται στους κεντρικούς δρόμους των μεγάλων πόλεων.
Το δίλημμα είναι αν θα πρέπει κάποιος να κλάψει με την… μαχητική υπεράσπιση της δυνατότητας να μπορεί η οποιαδήποτε μικροομάδα ατόμων να παραλύει την κοινωνική και εμπορική ζωή στο κέντρο της πρωτεύουσας ή να γελάσει με τους αστείους και παντελώς αναντίστοιχους με την πραγματικότητα ισχυρισμούς ότι έχουμε να κάνουμε με… χουντικής έμπνευσης νομοσχέδιο που θέτει τάχατες στον… «γύψο» το συνταγματικό κατοχυρωμένο δικαίωμα του συνέρχεσθαι.
Το άρθρο 11 του Συντάγματος το οποίο ισχύει από το 1975 και ουδείς έως τώρα έχει εισηγηθεί την αναθεώρησή του είναι απολύτως σαφές: «Oι Έλληνες έχουν το δικαίωμα να συνέρχονται ήσυχα και χωρίς όπλα», αναφέρει στην πρώτη παράγραφό του. Την οποία διαδέχεται μια δεύτερη παράγραφος που ορίζει ξεκάθαρα ότι: «Mόνο στις δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις μπορεί να παρίσταται η αστυνομία. Oι υπαίθριες συναθροίσεις μπορούν να απαγορευτούν με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν εξαιτίας τους επίκειται σοβαρός κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή, αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει».
Με άλλα λόγια, λοιπόν, ο καταστατικός χάρτης της ελληνικής Πολιτείας επιτάσσει, εδώ και 45 χρόνια που βρίσκεται σε ισχύ, την ψήφιση νόμου για τη διοργάνωση των υπαίθριων συναθροίσεων σε τρόπον να προστατεύεται η δημόσια ασφάλεια, αλλά και να μην διαταράσσεται η κοινωνικοοικονομική ζωή στις περιοχές που γίνονται πορείες και διαδηλώσεις. Απλά και αυτονόητα πράγματα, δηλαδή, όπως ισχύουν σε όλες τις δημοκρατικές κοινωνίες.
Από την πτώση της χούντας (επί των ημερών της οποίας, σε πείσμα των ανιστόρητων αναλογιών που επιχειρούν ανερμάτιστοι πολιτικάντηδες, ήταν όλες οι συναθροίσεις απαγορευμένες) στο κέντρο της Αθήνας έχουν γίνει δεκάδες χιλιάδες πορείες διαμαρτυρίες, υποβάλλοντας σε αφάνταστη ταλαιπωρία κατοίκους, επισκέπτες και εργαζομένους της πρωτεύουσας. Οι χαμένες εργατοώρες για τους μποτιλιαρισμένους στα αυτοκίνητά τους ανθρώπους πρέπει να αθροίζονται σε πολλά δισεκατομμύρια, ενώ οι απώλειες στον τζίρο που υπέστησαν καταστηματάρχες και λοιποί επαγγελματίες του Κέντρου είναι ανυπολόγιστες.
Οι περισσότερες από αυτές τις πορείες διακρίνονταν για τη μικρή τους συμμετοχή, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα έπρεπε εξ αυτού του λόγου να απαγορευθούν. Θα μπορούσαν, όμως, να διεξαχθούν χωρίς να παραλύσουν την πόλη, κερδίζοντας, έτσι, και τη συμπάθεια και –γιατί όχι- την αλληλεγγύη της κοινής γνώμης, όπως θεωρητικά επιδιώκουν όσοι διαδηλώνουν τις απόψεις ή τα αιτήματά τους. Διότι, κακά τα ψέματα, όσα δίκια και αν έχει μια «χούφτα» ανθρώπων που… κατασκηνώνει στο οδόστρωμα της Πλατείας Συντάγματος ή όπου αλλού εμποδίζοντας την κυκλοφορία, μόνον αντιπάθεια δημιουργεί στην πλειονότητα όσων παραμένουν εγκλωβισμένοι στα οχήματά τους και υφίστανται αναίτια ταλαιπωρία, όπως και οικονομική, αλλά συχνά και ψυχολογική, ζημιά.
Όποιος εχέφρων πολίτης διαβάσει απροκατάληπτα και χωρίς παρωπίδες το νομοσχέδιο το οποίο υπέβαλε στη Βουλή ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη Μιχάλης Χρυσοχοΐδης μπορεί να το βρει τολμηρό ή άτολμο. Δεν είναι λίγοι, άλλωστε εκείνοι που επιχειρηματολογούν ισχυριζόμενοι ότι θα καταστεί ανεφάρμοστο από τη στιγμή που ο ίδιος ο εισηγητής του διαβεβαιώνει ότι δεν αφορά πορείες και διαδηλώσεις που προκηρύσσουν οι μεγάλες συνδικαλιστικές οργανώσεις. Αν είναι, έτσι, τότε θα πρόκειται για μια «τρύπα στο νερό», εφόσον δεν λαμβάνεται υπόψιν ο αριθμός των συμμετεχόντων.
Για παράδειγμα, παρά την πανδημία, από την αρχή της φετινής χρονιάς στην Αθήνα οργανώθηκαν πάνω από πέντε (αποκαλούμενα) «πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια», σύμφωνα με τη συνδικαλιστική, ου μην αλλά και τη δημοσιογραφική, αργκό. Μόνον, όμως, που ο πληθυσμός της εκπαιδευτικής κοινότητας στη χώρα μας –μαθητές και διδάσκοντες όλων των βαθμίδων- ξεπερνά το ενάμισι εκατομμύριο, αλλά οι συμμετέχοντες σε αυτές τις διαδηλώσεις είναι αμφίβολο αν ξεπέρασαν τα 500 ή το πολύ τα 1.000 άτομα.
Στον αντίποδα, οι άνθρωποι οι οποίοι ταλαιπωρήθηκαν ήταν πολλαπλώς περισσότεροι από τους λιγοστούς διαδηλωτές. Και το σημαντικότερο είναι ότι ταλαιπωρήθηκαν επειδή οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να περιοριστούν είτε στο πεζοδρόμιο είτε μόνον σε ορισμένες από τις λωρίδες του δρόμου που είναι προορισμένες για την κυκλοφορία των οχημάτων. Το πώς θα πετύχει κάτι τέτοιο ο νόμος του κ. Χρυσοχοΐδη είναι αμφίβολο, από τη στιγμή που ο ίδιος ο υπουργός που τον εισηγείται δηλώνει, ίσως για λόγους τακτικής, ότι δεν θα τύχει γενικής εφαρμογής.
Από εκεί, όμως, μέχρι που να υποστηρίζει κάποιος ότι πρόκειται για αντιδημοκρατικό ή… χουντικό νομοσχέδιο υπάρχει ένα τεράστιο χάσμα. Είναι το χάσμα που χωρίζει τις αυταπάτες και τις φαντασιώσεις από την πραγματικότητα. Το χάσμα που χωρίζει τη στρεψοδικία από την υπεύθυνη κριτική που είναι επιβεβλημένο να ασκεί η εκάστοτε αντιπολίτευση. Στις δημοκρατίες όλες οι απόψεις είναι σεβαστές και σε καμία περίπτωση τα κόμματα δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνούν μεταξύ τους.
Από την άλλη, όμως, είναι υποχρεωμένα να αφουγκράζονται και την πλειοψηφία της κοινωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, μάλιστα, είναι πασιφανές ότι η κοινωνία θέλει κανόνες και αποδοκιμάζει το νόμο της ζούγκλας που επιβάλουν χρόνια τώρα οι δυναμικές συνδικαλιστικές μειοψηφίες που «χαλούν τον κόσμο» κάθε τρεις και λίγο και για… ψύλλου πήδημα.
Όπως και να έχει, το 2020 δεν είναι ούτε 1980, ούτε 1990. Πολύ περισσότερο δεν είναι 2012 ή 2015. Α, και όντως η… «χούντα δεν τελείωσε το 1973», όπως έλεγε το ανιστόρητο σύνθημα της Πλατείας των «αγανακτισμένων». Τελείωσε, όμως, το 1974. Και καλό είναι να το πει κάποιος στον νεοΣΥΡΙΖΑίο Γιάννη Ραγκούση, ο οποίος –τι κρίμα!- προεξάρχει της στρεψόδικης αντιπολίτευσης στην… πραγματικότητα.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Ατελείωτος παρακρατικός «βόρβορος»*


Το κείμενο της απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας με τον πρώην υπουργό Νίκο Παπά που κατέθεσε στην Προανακριτική Επιτροπή ο επιχειρηματίας Σάμπυ Μιωνής συνιστά, χωρίς υπερβολή, την επιτομή της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και συνάμα αποτελεί αναμφισβήτητο μνημείο απροσμέτρητης φαυλότητας που όμοιό του δύσκολα μπορεί να βρει κανείς στην πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία.
Μόνον οι εκφράσεις τις οποίες χρησιμοποιεί ένας υπουργός εκλεγμένης κυβέρνησης, φθάνοντας μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζει κυνικά «μαγαζί» την κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει, όπως και ο τρόπος που συνομιλεί με έναν ιδιώτη επιχειρηματία, τον οποίο αποκαλεί με τη πασίγνωστη ελληνική λέξη με τα τρία «α», λες και είναι παιδικοί φίλοι, αναδύουν τέτοια χυδαιότητα που είναι αδύνατο να την προσπεράσει κάποιος.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ο παρακρατικός «βόρβορος», ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από την επίμαχη συνομιλία Παπά - Μιωνή, όπως και από τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ που έφεραν στο φως τα «Παραπολιτικα», δείχνει πόσο αδίστακτη υπήρξε η στενή ηγετική παρέα της κατ΄ όνομα «πρώτη φορά αριστερής διακυβέρνησης». Μπροστά τους ορρωδούν και οι μεγαλύτεροι συνωμότες του υποκόσμου, αφού εμφανίζονται διατεθειμένοι να μετέλθουν οποιαδήποτε αθλιότητα θα μπορούσε να συμβάλει στη μακροημέρευση της παρουσίας τους στην εξουσία και να επαυξήσει τα ωφελήματα που απολάμβαναν σαν… να μην υπήρχε αύριο.  
Ξεχείλιζαν από αλαζονεία και δεν υπολόγιζαν κανέναν και τίποτε. Έκαναν τα στραβά μάτια σε παρανομίες τις οποίες ήξεραν και ομολογούσαν. Αρκεί να μην θιγεί το… «μαγαζί» τους. Οργάνωναν σκευωρίες για να εξουθενώσουν τους αντιπάλους τους, αδιαφορώντας αν εκείνους τους οποίους στοχοποιούν έχουν υποπέσει σε κάποια παρασπονδία ή είναι εντελώς αθώοι. Εύρισκαν δήθεν κρύπτες με στοιχεία και φαντασιωνόταν έρευνες και συλλήψεις το FBI. Ήθελαν πάση θυσία «στοιχεία» για τη Μαρέβα Γκραμπόφσκι, τη σύζυγο του Κυριάκου Μητσοτάκη, χωρίς να πολυνοιάζονται αν έχει υποπέσει σε κάτι επίμεμπτο.
Στο καλοπροαίρετο ή μη ερώτημα, για το κατά πόσο είναι λογικό να γίνονται δεκτά ως αληθή τα καταγγελλόμενα από τον κ. Μιωνή και όχι ο αντίλογος του κ. Παπά, η απάντηση είναι προφανής. Διότι το πολιτικό συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει τόσο βεβαρημένο παρελθόν στην εφαρμογή παρακρατικών μεθόδων που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών ούτε για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η οποία, άλλωστε, αποτελεί ένα συμπίλημα πολλών υποθέσεων που διασυνδέονται μεταξύ τους και έχουν κοινό πρωταγωνιστή πίσω από την κουίντα τον αρχηγό της ΕΥΠ επί Κώστα Καραμανλή που έγινε αρμόδιος για τη δικαστική διαφάνεια επί Αλέξη Τσίπρα…
Κακά τα ψέματα, όμως, όσο και αν ο πρώην εισαγγελέας Δημήτρης Παπαγγελόπουλος αποτελεί  το μοιραίο πρόσωπο που φαίνεται να μεθόδευσε τα μύρια όσα για να συνδέσει τη λεγόμενη «λίστα Λαγκάρντ» και την απόπειρα να στριμωχτούν ο Σταύρος Παπασταύρου και ο Σάμπυ Μιωνής με το σκάνδαλο Novartis και την προσπάθεια να καταστραφούν οι βασικοί πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όπως οι Αντώνης Σαμαράς, Ευάγγελος Βενιζέλος, Άδωνις Γεωργιάδης, Ανδρέας Λοβέρδος, κ.ά., οι ηγετικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ είχαν συνάψει σχέση αδελφοποιτών πολύ πριν ανέβουν στην εξουσία.
Η γενική πρόβα για το αλισβερίσι ανάμεσα στο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα και στο κόμμα του Πάνου Καμμένου έγινε τον Δεκέμβριο του 2014 όταν λίγα 24ωρα πριν από τη δεύτερη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ο προσκείμενος στον ΣΥΡΙΖΑ ηθοποιός Λάκης Λαζόπουλος βγήκε σε τηλεοπτικό πρωινάδικο για να υποστηρίξει ότι ήταν γνώστης απόπειρας δωροδοκίας του ομότεχνού του –τότε- βουλευτή των ΑΝΕΛ Παύλου Χαϊκάλη προκειμένου να ψηφίσει τον Σταύρο Δήμα που πρότειναν τα συγκυβερνώντα κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Σε πείσμα των απειλών του Πάνου Καμένου, αλλά και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, κατά της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, απεδείχθη τελικά ότι η όλη υπόθεση δεν ήταν παρά μια κακοσκηνοθετημένη φάρσα. Σύντομα, άλλωστε, ξεχάστηκε και ποτέ ξανά δεν μίλησε κανείς γι΄ αυτήν. Ο στόχος είχε επιτευχθεί, αφού το πολιτικό σκηνικό πήρε φωτιά. Οι βουλευτές που αμφιταλαντεύονταν να ψηφίσουν υπέρ του Σταύρου Δήμα φοβήθηκαν τη ρετσινιά του αργυρώνητου. Η ψηφοφορία για την προεδρική εκλογή απέβη, φυσικά, άκαρπη. Και, έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την προσφυγή στην κάλπη των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 με τα γνωστά αποτελέσματα.
Περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, όμως, εκείνο που πέτυχε η εργαλειοποίηση της υποτιθέμενης «δωροδοκίας Χαϊκάλη» ήταν να φέρει κοντά –στην πραγματικότητα να ταυτίσει- δύο αδίστακτες λαϊκίστικες κομματικές παρέες που ξεπήδησαν μέσα από τη βίαιη μνημονιακή προσαρμογή. Και οι οποίες, όπως έδειξε η συνέχεια, ήταν διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να κερδίσουν και για να διατηρήσουν την εξουσία.
Μαζί έκαναν «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος. Μαζί ψήφισαν το νέο Μνημόνιο. Μαζί οργάνωσαν τις μικρές και μεγάλες σκευωρίες με τις οποίες πίστευαν ότι θα διαιωνίσουν την εξουσία. Και αν τους χώρισε κάποια στιγμή η συμφωνία των Πρεσπών και αυτό έγινε με στόχο να συνεχίσουν τη συγκυβέρνησή τους. Μόνον που είχε τελειώσει πλέον ο χρόνος τους και ο παρακρατικός «βόρβορος» που άφηναν πίσω τους είχε αρχίσει να υποψιάζει αρκετούς πολίτες.
Τώρα, με όσα έρχονται στο φως, γίνονται τα επίσημα αποκαλυπτήρια. Και έπεται συνέχεια…        
*«Βόρβορος», σύμφωνα με τα λεξικά, είναι η λάσπη με ακαθαρσίες και δυσοσμία που εμφανίζεται στον πυθμένα υδάτινων εκτάσεων. Μεταφορικά η λέξη αποδίδει την έσχατη ηθική κατάπτωση και διαφθορά.