Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2021

Υγεία ή οικονομία; Υπάρχει δίλημμα;

 

Το νέο αυστηρό lockdown που επιβλήθηκε στην Αττική μετά την τελευταία έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων του κορωνοϊού στην πολυανθρωπότερη περιφέρεια της χώρας επανέφερε στο προσκήνιο τη συζήτηση για το κατά πόσο στις αποφάσεις για τη διαχείριση της πανδημίας τον βαρύνοντα λόγο θα πρέπει να τον έχουν οι οικονομικές ή υγειονομικές επιπτώσεις.

«Με το συνεχές άνοιξε – κλείσε την οικονομική δραστηριότητα, ακόμη και αν γλυτώσουμε από την πανδημία, κινδυνεύουμε στο τέλος να… πεθάνουμε όλοι από την πείνα», ισχυρίζονται ορισμένοι επιχειρηματίες από τους κλάδους των υπηρεσιών, όπως είναι η εστίαση, που πληρώνουν βαρύτατο τίμημα από την απαγόρευση της λειτουργίας των επιχειρήσεων τους. Τίμημα το οποίο είναι βέβαιο ότι δεν μπορεί να αναπληρωθεί από την κρατική βοήθεια όσο γενναιόδωρη και αν αποδειχθεί.

Αρκετοί είναι, εξάλλου, εκείνοι που υποστηρίζουν ότι το λεγόμενο «σύστημα ακορντεόν» που εφαρμόζει τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση συνιστά ημίμετρο, υπό την έννοια ότι ούτε η έξαρση της πανδημίας τιθασεύεται ούτε η οικονομική δραστηριότητα διασώζεται.

Όπως, άλλωστε, μαρτυρούν τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η ύφεση της ελληνικής οικονομίας ήταν τόσο πολύ βαθιά τη χρονιά που πέρασε που είναι αμφίβολο αν το χαμένο έδαφος θα έχει καλυφθεί μέχρι το τέλος του επόμενου έτους. Υπό τις καλύτερες συνθήκες, στο ΑΕΠ του 2019 θα επιστρέψουμε το 2022.

Είναι προφανές ότι επισημάνσεις και προβληματισμοί αυτού του είδους βρίσκουν έρεισμα στην πρωτοφανή πραγματικότητα που βιώνουμε όλοι μας. Πλην, όμως, όποιος δεν εθελοτυφλεί, θεωρώντας ότι το –μικρό ή μεγαλύτερο- «μαγαζί» του αποτελεί τον ομφαλό της γης, αναγνωρίζει ότι κανείς σε αυτόν τον πλανήτη δεν κατέχει την απόλυτη αλήθεια για το δέον γενέσθαι.

Ούτε, βεβαίως, υπάρχει στη διεθνή σκηνή κάποιος επιστήμονας ή ηγέτης που να έχει βρει τη χρυσή συνταγή η οποία να επιτρέπει την αποτελεσματική προστασία της δημόσιας υγείας χωρίς να πληγεί η οικονομία.

Ακόμη και χώρες που θεωρούνται οικονομικοί κολοσσοί και διαθέτουν στιβαρές υγειονομικές δομές, όπως είναι η Γερμανία, δεν δίστασαν να καταφύγουν στην άμυνα ενός παρατεταμένου lockdown μόλις ήρθαν αντιμέτωπες με τον κίνδυνο να χάσουν τον έλεγχο της πανδημίας.

Λίγο ως πολύ, λοιπόν, κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου που διαρκεί ο εφιάλτης του κορωνοϊού, όλες οι χώρες εφαρμόζουν τα ίδια ακριβώς μέτρα: αυξάνουν τους περιορισμούς στην οικονομική και κοινωνική δραστηριότητα κάθε φορά που αυξάνεται το επιδημιολογικό φορτίο και τους χαλαρώνουν όποτε επέρχεται ύφεση.

Η αποτελεσματικότητα των μέτρων ποικίλλει, βεβαίως, αλλά κι εδώ είναι δύσκολο να ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχει άλλος χρυσός κανόνας πέραν της έγκαιρης και αποφασιστικής δράσης μόλις εμφανιστούν στον ορίζοντα πρόδρομες τάσεις επιδείνωσης των δεικτών της πανδημίας.

Υπό αυτό το πρίσμα, δίλημμα επιλογής ανάμεσα στην υγεία και στην οικονομία δεν μπορεί να τίθεται. Οι κυβερνήσεις σε όλη την υφήλιο καλούνται από τη μια να προστατεύσουν την υγεία των πολιτών τους και από την άλλη να κρατήσουν όρθιες τις οικονομίες τους για να μπορέσουν να απαντήσουν αποτελεσματικά στις προκλήσεις που αναπόφευκτα θα φέρει το τέλος της πανδημίας που αρχίζει σιγά σιγά να προβάλει στον ορίζοντα, καθώς προχωρούν τα εμβολιαστικά προγράμματα.

Με δεδομένη, όμως, την μεγάλη κόπωση που αισθάνονται οι άνθρωποι σε όλον τον κόσμο εξαιτίας της παρατεινόμενης δοκιμασίας, η άσκηση ισορροπίας που απαιτείται να κάνουν οι ηγεσίες σε κάθε χώρα εξακολουθεί να έχει πολύ μεγάλο βαθμό δυσκολίας.

Από τη μια, χρειάζεται να κρατήσουν ανοικτά τα κρατικά θησαυροφυλάκια για να στηρίξουν τα πληττόμενα νοικοκυριά και τις χειμαζόμενες επιχειρήσεις. Και από την άλλη είναι υποχρεωμένες να διατηρήσουν τα απαραίτητα (πολεμ)εφόδια που θα χρειαστεί να ρίξουν στη μάχη για την οικονομική ανάκαμψη που δεν αργήσει να δοθεί.

Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι κυβερνήσεις και οι λαοί που θα πετύχουν την καλύτερη ισορροπία θα είναι εκείνοι που θα βγουν νικητές και τροπαιούχοι από τον αδυσώπητο πόλεμο κατά της πανδημίας που μαίνεται τον τελευταίο χρόνο.

Τι λέτε; Η ελληνική κυβέρνηση και οι Έλληνες πολίτες σε ποια πλευρά θα βρεθούμε; Στους κερδισμένους ή στους χαμένους αυτού του πολέμου;

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2021

Δεν αρκεί μόνον «να πέσει φως»

 

Συμπληρώνονται αισίως δύο εβδομάδες αφότου η ολυμπιονίκης Σοφία Μπεκατώρου πήρε τη γενναία απόφαση να μιλήσει δημοσίως για την κακοποίηση που υπέστη από έναν άνθρωπο ο οποίος, με βάση τα καταγγελλόμενα, έκανε κατάφωρη κατάχρηση της εξουσίας την οποία διέθετε.

Η καταγγελία της γνωστής αθλήτριας έδωσε το έναυσμα για να ανοίξουν και άλλα στόματα και να έρθει στο φως μια ατελείωτη σωρεία αποτρόπαιων περιστατικών που η κοινωνία μας προσπαθούσε να κρατήσει μυστικά με τον ίδιο τρόπο που κάποιοι κρύβουν βεβιασμένα τα σκουπίδια κάτω από το χαλί με σκοπό να δείξουν ότι διατήρησαν «καθαρό» τον χώρο ευθύνης τους.

Λίγοι είναι εκείνοι που, κακά τα ψέματα, μπορεί να ισχυριστούν ότι έπεσαν από τα σύννεφα με όσα ακούστηκαν και γράφηκαν το τελευταίο δεκαπενθήμερο τόσο για τα φαινόμενα με τις κάθε είδους κακοποιήσεις όσο και για τα πρόσωπα που πρωταγωνίστησαν σε τέτοιες καταστάσεις. Καταστάσεις οι οποίες εκτείνονται σε πολλούς τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής: από το θέατρο ως τη δημοσιογραφία, από την τηλεόραση έως τα υπουργικά γραφεία και ακόμη παραπέρα.

Παρά ταύτα είναι απορίας άξιο ότι, πέρα από κάποιες γενικόλογες δηλώσεις αγανάκτησης που ακούστηκαν στην αρχή και περιορίστηκαν στις καταγγελίες για τα τεκταινόμενα στον χώρο της ιστιοπλοΐας, μέχρι στιγμής δεν έχει υπάρξει καμία οργανωμένη θεσμικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, αφενός για να κολαστούν τα εγκλήματα που μπορεί να αποδειχθούν και αφετέρου για να οριοθετηθούν κανόνες συμπεριφοράς που ενδεχομένως να συμβάλουν, αν όχι να μπει ένα τέρμα, τουλάχιστον στον περιορισμό του φαινομένου.

Με λύπη, άλλωστε, διαπιστώνει κανείς την παγερή αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζουν τις καταγγελίες οι θεσμοί της οργανωμένης Πολιτείας. Όπως και οι συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών. Που είναι, για παράδειγμα, οι πολυποίκιλες μη κυβερνητικές οργανώσεις που ασχολούνται με τα ανθρώπινα δικαιώματα; Γιατί, αλήθεια, τόσο ηχηρή σιωπή; Οι οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών δεν βρήκαν να τις αφορά όλος αυτός ο θόρυβος;

Οι αρμόδιες εισαγγελικές αρχές; Τι κάνουν άραγε; Γιατί δεν κινητοποιήθηκαν αυτεπαγγέλτως για να καλέσουν, έστω, καταγγέλλοντες και καταγγελλόμενους για να δώσουν καταθέσεις; Ακόμη και αν καταλήξουν στη διαπίστωση ότι τα καταγγελλόμενα στερούνται βάση αληθείας ή εμπίπτουν σε παραγραφή, το κέρδος για το κοινωνικό σύνολο δεν θα είναι διόλου ευκαταφρόνητο.

Αν το κάνουν, τότε οι καταγγελλόμενοι θα ξέρουν ότι την επόμενη φορά που κάποιος ή κάποια θα τους καταγγείλει σε χρόνο που δεν θα εμπίπτει σε παραγραφή, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την τσιμπίδα του νόμου. Ενώ οι καταγγέλλοντες θα ξέρουν ότι βρήκαν, τουλάχιστον, ένα ευήκοον ους. Έτσι ώστε την επόμενη φορά οι ίδιοι ή κάποιοι άλλοι να μην αισθάνονται εύκολη λεία στα χέρια των εξουσιαστών τους οι οποίοι θα μείνουν στο απυρόβλητο όποιο έγκλημα και αν διαπράξουν;

Λίαν προσφάτως αποκτήσαμε και υφυπουργό αρμόδιο για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τον άκουσε κανείς να παίρνει θέση; Να ανακοινώνει κάποια επικείμενη θεσμική παρέμβαση; Μια παραγγελία για δικαστική έρευνα; Μια ημερίδα; Ένα συνέδριο; Τη σύσταση, έστω, μιας Επιτροπής που να μελετήσει το σοβαρό αυτό κοινωνικό ζήτημα το οποίο ανεδείχθη και να αποφανθεί αν είναι όλα καλά στο δικαιικό μας σύστημα ή αν χρειάζεται να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις για την άρση της ατιμωρησίας;

Υπό αυτές τις συνθήκες, δυστυχώς η τροπή των πραγμάτων δείχνει ότι οι θεσμοί της κοινωνίας μας δεν είναι ακόμη έτοιμοι να θέσουν το χέρι της επί τον τύπον των ήλων. Η αρχική μεγάλη αγανάκτηση για όσα υπέστη η Σοφία Μπεκατώρου, δυστυχώς, περιορίζεται. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, τείνει να προσλάβει τα χαρακτηριστικά ενός σήριαλ με κουτσομπολίστικο περιεχόμενο που δίνει τροφή στις αναλόγου επιπέδου αδηφάγες στήλες των ηλεκτρονικών ή έντυπων μέσων ενημέρωσης.

Σε άλλες χώρες, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ανακίνηση τέτοιων θεμάτων δεν περιορίστηκε μόνον στις δημοσιεύσεις των καταγγελιών των θυμάτων. Το περίφημο πλέον «#metoo» ευαισθητοποίησε μεγάλο μέρος της αμερικανικής αλλά και της παγκόσμιας κοινωνίας. Τα πράγματα, όμως, δεν έμειναν απλώς εκεί. Οι θεσμοί ενεργοποιήθηκαν και οι πρωταγωνιστές ήρθαν αντιμέτωποι με τον πέλεκυ της Δικαιοσύνης.

Όπως και να έχει, πάντως, σε ό,τι αφορά τα καθ΄ ημάς, το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν αρκεί να συμφωνούμε οι περισσότεροι στη γενικόλογη διαπίστωση – ευχή περί της ανάγκης «να πέσει άπλετο φως». Χρειάζεται κάτι περισσότερο. Και αυτό δεν μπορεί να είναι τίποτε λιγότερο από την επιβεβλημένη κάθαρση. Την κάθαρση που θα λειτουργήσει λυτρωτικά για τα θύματα της κακοποίησης. Πρωτίστως, όμως, την κάθαρση που, αν μη τι άλλο, με τη δύναμη της απαξίας θα δημιουργήσει προηγούμενο για όποιον μελλοντικά διανοηθεί να επαναλάβει αυτού του είδους τις αποτρόπαιες πράξεις. 

Υ.Γ.: Ισχυρισμοί του τύπου «γιατί τα θυμήθηκαν μετά από τόσα χρόνια;», «εμένα δεν με παρενόχλησε κανείς, επειδή δεν έδωσα ποτέ δικαιώματα» ή «όλα γίνονται για λόγους αντεκδίκησης» ελέγχονται ως παντελώς ανυπόστατοι. Και, σε κάθε περίπτωση, μαρτυρούν αφελή άγνοια όταν δεν υποκρύπτουν ενοχική υποκρισία.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2021

«…Τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;»

 

Το μεσημέρι της Πέμπτης έγινε (ένα ακόμη) «πανεκπαιδευτικό» συλλαλητήριο στο κέντρο της Αθήνας, όπως και στη Θεσσαλονίκη. Κάποιες λίγες χιλιάδες συμπολίτες μας, οι οποίοι δεν αντιπροσώπευαν ούτε το ένα εκατοστό όσων με τον έναν ή τον άλλο σχετίζονται με τον χώρο της εκπαίδευσης, αψήφησαν τα υγειονομικά πρωτόκολλα και τις απαγορεύσεις των συναθροίσεων για να διαδηλώσουν κατά των ρυθμίσεων του νομοσχεδίου της υπουργού Παιδείας Νίκης Κεραμέως για την ανώτατη εκπαίδευση.

Ευδιάκριτη θέση ανάμεσα στους διαδηλωτές είχαν προβεβλημένα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης που με τη συμμετοχή τους στις συγκεντρώσεις και στις πορείες ήταν προφανές ότι ήθελαν να δώσουν πολιτική κάλυψη στη διοργάνωση των συλλαλητηρίων τα οποία έλαβαν χώρα σε μια μέρα που ήταν διάχυτη η αγωνία στην κοινή γνώμη για την έξαρση των κρουσμάτων του κορωνοϊού που παρατηρείται ιδίως στην Αττική και πιο συγκεκριμένα στο κέντρο της πρωτεύουσας.

Το βράδυ της ίδιας μέρας είδαν το φως της δημοσιότητας δύο νέες δημοσκοπήσεις οι οποίες δεν έκαναν τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από το να επιβεβαιώσουν ένα -από πρώτη όψη- παράδοξο σκηνικό που διαδραματίζεται τον τελευταίο ενάμιση χρόνο: η κυβερνητική παράταξη αντί να φθείρεται, όπως συνήθως συμβαίνει όσο απομακρυνόμαστε από τις εκλογές, ενισχύεται, ενώ ο επικεφαλής της, Κυριάκος Μητσοτάκης, εδραιώνει μια όλο και πιο αδιαμφισβήτητη κυριαρχία.

Στον αντίποδα, στις συγκεκριμένες μετρήσεις, όπως και σε όλες τις προηγούμενες του τελευταίου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κάμψη της εκλογικής δύναμης που συγκέντρωσε στις τελευταίες εκλογές, καθώς ένας στους τρεις που τον ψήφισε δηλώνει ότι δεν προτίθεται να το ξανακάνει. Ενώ και η απήχηση του αρχηγού του, Αλέξη Τσίπρα, βρίσκεται σε σαφή υποχώρηση με αποτέλεσμα όχι μόνον να αυξάνεται το προβάδισμα του βασικού του αντιπάλου, αλλά η επίδοσή του στο ερώτημα για τον καταλληλότερο πρωθυπουργό να υπολείπεται ακόμη και έναντι του… «κανένα».

Για όποιον δυσκολεύεται να κατανοήσει τους λόγους για τους οποίους παρατηρείται αυτή η εικόνα, αρκεί μια ματιά στα επιμέρους ευρήματα των δημοσκοπήσεων για να βρει επεξηγηματικές απαντήσεις. Στο ερώτημα, για παράδειγμα, σχετικά με την αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση και για την οποία οργανώθηκαν τα πρόσφατα συλλαλητήρια, η πλειονότητα της κοινής γνώμης απαντά ότι διάκειται ευνοϊκά. Και αυτό δεν χωρά καμία αμφιβολία, διότι στο σύνολο των ερωτηθέντων θετική απάντηση έδωσε (σύμφωνα με τη μέτρηση της Metron Analysis) το 64%, ενώ αρνητική μόνον το 31%.

Οι υπερασπιστές της νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης υπερτερούν σε όλες ανεξαιρέτως τις ηλικιακές κατηγορίες, ενώ σε αυτούς περιλαμβάνονται και τέσσερις στους δέκα (39%) από όσους στις τελευταίες εκλογές έριξαν την ψήφο τους στην κάλπη του ΣΥΡΙΖΑ. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον εύρημα είναι ότι υπέρ της κυβερνητικής πρωτοβουλίας τάσσεται το 84% όσων ψήφισαν ΚΙΝΑΛ, το 73% όσων αυτοπροσδιορίζονται ως «κεντρώοι» και το 46% όσων δηλώνουν «κεντροαριστεροί». Με λίγα λόγια η μεγάλη πλειονότητα εκείνων στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύει ο ΣΥΡΙΖΑ για να γίνει και πάλι πλειοψηφία κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που χαράσσουν η ηγεσία και τα στελέχη του τα οποία συμμετείχαν στα συλλαλητήρια.

Η αστυνόμευση των πανεπιστημιακών χώρων δεν είναι βεβαίως το μόνο ζήτημα με το οποίο η αξιωματική αντιπολίτευση βρίσκεται σε δυσαρμονία με την πλειοψηφική βούληση της ελληνικής κοινωνίας του 2021. Από τη μίζερη και αντιφατική κριτική για τους χειρισμούς της κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας και την επίμονη προσπάθεια να κατασκευαστεί μια εικόνα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, όπως οι χαρακτηρισμοί περί «Ψωροκώσταινας», μέχρι τη «νευρόσπαστη» αντιπολιτευτική τακτική, με την οποία επιχειρεί ματαίως να πείσει τους Έλληνες ότι ζουν υπό συνθήκες αστυνομικού κράτους, είναι αρκετές οι περιπτώσεις που δείχνουν τον ΣΥΡΙΖΑ να συγκρούεται όχι με την κυβέρνηση αλλά με την πραγματικότητα.

Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη, παρόλο που είναι περισσότερο από προφανές ότι έχει υποπέσει σε ουκ ολίγα λάθη και αστοχίες, δείχνει ισχυρή ανθεκτικότητα στη φθορά του χρόνου, αφενός διότι είναι έντονος ακόμη ο αρνητικός απόηχος της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και αφετέρου επειδή η αξιωματική αντιπολίτευση αδυνατεί να αντιπαραβάλει μια συνεκτική εναλλακτική πρόταση εξουσίας που να απαντά στις πραγματικές και ουσιαστικές ανάγκες της σημερινής κοινωνίας.

Δυστυχώς, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να μη θέλει και να μη μπορεί να κατανοήσει τα προτάγματα του σήμερα. Γι΄ αυτό και όταν δεν βρίσκει βολικό άλλοθι στην αμφισβήτηση των δημοσκοπήσεων, συμπεριφέρεται σαν τον βουκόλο της γνωστής λαϊκής ρήσης που αναρωτιόνταν για τα ζωντανά του: «Με τον ήλιο τα βγάζω, με τον ήλιο τα μπάζω, τι έχουν τα έρμα και ψοφάνε;».