Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λευκός Οίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λευκός Οίκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Γιατί πρέπει να κρατάμε την αναπνοή μας για την έκβαση των αμερικανικών εκλογών

    Είχα τη σπάνια ευκαιρία να περάσω δύο φορές το κατώφλι του εμβληματικού Οβάλ Γραφείου στον Λευκό Οίκο και να παρακολουθήσω από κοντά τις συναντήσεις που είχε ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης με τους δύο τελευταίους Προέδρους των ΗΠΑ: η πρώτη τον Ιανουάριο του 2020 με τον Ντόναλντ Τραμπ και η δεύτερη τον Μάιο του 2022 με τον Τζο Μπάιντεν.
    Η πιο ζωηρή ανάμνηση που έχει καταγραφεί -ίσως και ανεξίτηλα- στη μνήμη μου από τις δύο αυτές εμπειρίες είναι η εντελώς διαφορετική αύρα που εκπέμπονταν στην ατμόσφαιρα η οποία επικρατούσε στον διασημότερο χώρο εργασίας ολόκληρου του πλανήτη, όπου τις τελευταίες πολλές δεκαετίες έχουν ληφθεί σημαντικές αποφάσεις που καθόρισαν το ιστορικό γίγνεσθαι σύμπασας της Υφηλίου και έχουν γίνει άπειρες συναντήσεις ανάμεσα στον εκάστοτε Αμερικανό Πρόεδρο και ηγέτες από όλον τον κόσμο.
    Στη συνάντηση Τραμπ - Μητσοτάκη το κυρίαρχο αίσθημα ήταν η αγωνία της ελληνικής πλευράς για την τυχόν απρόβλεπτη διάσταση που θα μπορούσε να έχει το τετ α τετ του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Πρόεδρο των ΗΠΑ σε μια κρίσιμη συγκυρία κατά την οποία η ελληνική διπλωματία αναζητούσε ερείσματα για να αποκρούσει την εντεινόμενη τουρκική προκλητικότητα που είχε κορυφωθεί με την υπογραφή του διαβόητου παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου το οποίο παραβίαζε τα δικαιώματα της Ελλάδας στις θαλάσσιες ζώνες.
    Για του λόγου το αληθές, λίγες μόνον ώρες πριν από την επίμαχη συνάντηση, ο υπογράφων, αποτυπώνοντας την αγωνία που διακατείχε την ελληνική αντιπροσωπεία, επεσήμαινε χαρακτηριστικά στο protothema.gr: «Σε αντίθεση τόσο με το Κογκρέσο που ψήφισε διακομματικά τον νόμο EastMed Act που αποτελεί κόλαφο για την Τουρκία, όσο και με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, το οποίο έχει πάρει σαφή θέση κατά της τουρκολιβυκής συμφωνίας, ο Λευκός Οίκος εμφανίζεται διστακτικός να προχωρήσει σε μια απερίφραστη καταδίκη των συνεχιζόμενων προκλήσεων της Άγκυρας στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».
    Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνη την περίοδο ήταν παγκοίνως γνωστό ότι ο Τούρκος Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είχε άμεση πρόσβαση στον Λευκό Οίκο, κυρίως μέσω της παρασκηνιακής επαφής που διατηρούσε η Άγκυρα -και πιο συγκεκριμένα η οικογένεια Ερντογάν- με τον περίφημο Αμερικανό επενδυτή Τζάρεντ Κούσνερ, ο οποίος συνέβαινε να είναι γαμπρός και ανώτερος σύμβουλος του Τραμπ (και ο οποίος έχει ρίξει οικονομικά «δίχτυα» στην ευρύτερη περιοχή μας και τελευταία φέρεται να έχει κάνει «κολεγιά» με τον κύκλο του Αλβανού πρωθυπουργού Έντι Ράμα).
    Η ελληνική αποστολή στην αμερικανική πρωτεύουσα ανέπνευσε βαθιά όταν ολοκληρώθηκε η συνάντηση των δύο ηγετών, η οποία θεωρήθηκε ότι «πήγε καλά, επειδή δεν πήγε άσχημα», όπως ήταν ο αρχικός φόβος για το απρόοπτο που διακατείχε τους πάντες: από τον ίδιο πρωθυπουργό έως τον χαμηλότερο διπλωματικό υπάλληλο.
Σε κάθε περίπτωση, η ατμόσφαιρα στον Λευκό Οίκο δεν είχε καμία σχέση με την ενθουσιώδη υποδοχή που έτυχαν την επόμενη μέρα στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η συνοδεία του από τον υπουργό των Εξωτερικών Μάικ Πομπέο, παρουσία και του Αντιπροέδρου Μάικ Πενς. Και οι δύο Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν φείσθηκαν εγκωμίων για την Ελλάδα και, υπό τα θερμά χειροκροτήματα των παρισταμένων, έκαναν πρόποση υπέρ του φωτεινότερου μέλλοντος στη σχέση των δύο χωρών υψώνοντας συμβολικά ποτήρια με… ούζο.
    Είκοσι οκτώ μήνες αργότερα, όταν επισκέφθηκε και πάλι την Ουάσιγκτον ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όλα ήταν διαφορετικά. Η υποδοχή την οποία έτυχε από τον Πρόεδρο Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο ήταν πολύ θερμή. Ενώ ακόμη θερμότερη -κατ΄ άλλους μάλλον αποθεωτική- υπήρξε η ανταπόκριση την οποία είχε η ιστορική ομιλία που απηύθυνε στο Καπιτώλιο ο Έλληνας πρωθυπουργός στη διάρκεια της Κοινής Συνόδου Γερουσίας και Βουλής των Αντιπροσώπων, παρουσία, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, της Αντιπροέδρου Κάμαλα Χάρις και της Προέδρου της Βουλής Νάνσι Πελόζι.
    Την ίδια περίοδο, ο Τούρκος Πρόεδρος κατέβαλλε απεγνωσμένες προσπάθειες να εξασφαλίσει μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Πλην, όμως, ματαίως. Το αίτημα του Ερντογάν δεν ικανοποιήθηκε ούτε όταν έστησε σόου στο Σέντραλ Παρκ της Νέας Υόρκης με περαστικούς που τάχατες εκθείαζαν τη συμβολή του στην ουκρανική κρίση, ενώ ήταν γνωστό σε όλους το διπλό παιχνίδι που έπαιζε στηρίζοντας την εισβολή της Ρωσίας.
Μεταφέρω τα συγκεκριμένα -βιωματικού, κατά βάση, χαρακτήρα- στιγμιότυπα, χωρίς, ωστόσο, να τρέφω αυταπάτες ή να είμαι θιασώτης των απλοϊκών προσεγγίσεων για «φιλέλληνες» και «ανθέλληνες» όταν πρόκειται για ηγέτες άλλων χωρών που εκλέγονται από τους λαούς τους για να υπερασπίσουν τα δικά τους συμφέροντα. Από την άλλη, όμως, αρνούμαι να ενστερνιστώ την ισοπεδωτική λογική ότι «όλοι το ίδιο είναι». Και, υπό αυτό το πρίσμα, δεν θεωρώ ότι μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι για το ποιος θα εκλεγεί την προσεχή Τρίτη ώστε να αναλάβει από τις 20 Ιανουαρίου 2025 καθήκοντα ως επόμενος Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
    Κακά τα ψέματα και πέρα από τον δικό μας μικρόκοσμο σε τούτη τη γωνιά της Υφηλίου, η επιλογή των Αμερικανών ψηφοφόρων ανάμεσα στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και στη νυν Αντιπρόεδρο Κάμαλα Χάρις, η οποία ατυχώς πήρε πολύ αργά το χρίσμα για να διεκδικήσει το ύπατο αξίωμα, περισσότερο ίσως από οποτεδήποτε άλλοτε στην ιστορία των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ, αποτελεί ένα καθοριστικό διακύβευμα για τις τύχες όλων μας, ανεξαρτήτως από το μήκος και το πλάτος του πλανήτη στο οποίο κατοικούμε.
    Ο Ντόναλτ Τραμπ έχει, δίχως αμφιβολία, δώσει σαφή δείγματα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο πολιτεύτηκε κατά το παρελθόν: από την αμφισβήτηση της κλιματικής αλλαγής και της πανδημίας έως την εχθροπάθεια προς κάθε τι διαφορετικό, τα fake news και την παρουσίαση των οικονομικών ανισοτήτων ως νέα κανονικότητα. Υπό αυτή τη συνθήκη, μόνον αφελείς μπορεί να πιστέψουν ότι, εφόσον πετύχει να επανέλθει στον Λευκό Οίκο, μπορεί να είναι διατεθειμένος να πολιτευθεί με διαφορετικό τρόπο στο μέλλον.
Πολύ περισσότερο όταν ο κατά γενική ομολογία αδίστακτος τέως Πρόεδρος, εφεξής δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει τον παραμικρό φόβο απώλειας της θέσης του, αφού δεν προβλέπεται να τεθεί άλλη φορά στη βάσανο της λαϊκής ψήφου. Αν την προηγούμενη φορά που έχασε τις εκλογές ξεσήκωσε τον φιλικό προς το πρόσωπό του όχλο και τον οδήγησε στην αιματηρή πολιορκία του Καπιτωλίου, ευλόγως μπορεί ο καθείς να σκεφθεί τι «τέξεται η επιούσα» στη σφόδρα πιθανή εκδοχή της ανάδειξής του ως νικητή στην κάλπη της προσεχούς Τρίτης.
    Ο λαός (των Ηνωμένων Πολιτειών) της Αμερικής να… βάλει το χέρι του!

Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Τι θα αλλάξει αν οι Τούρκοι πουν «γιοκ» στον Ερντογάν;

Μπορεί η γειτονική μας Τουρκία να μην αποτελεί υπόδειγμα κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, πλην, όμως, με εξαίρεση κάποια διαλείμματα κατά τα οποία την εξουσία σφετερίζονταν ο Στρατός, με ανοικτά ή συγκεκαλυμμένα πραξικοπήματα, οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούν τη διακυβέρνηση της μεγάλης και τόσο αντιφατικής αυτής χώρας προκύπτουν από εκλογές. 

Ο 68χρονος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν κυριαρχεί στο πολιτικό σκηνικό για σχεδόν 30 χρόνια. Αρχικά ως υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης, αξίωμα στο οποίο αναδείχθηκε το μακρινό 1994, εν συνεχεία, από το 2002, ως αρχηγός κόμματος και υποψήφιος πρωθυπουργός και, από το 2014, ως υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, έχει μέχρι τώρα καταφέρει να κερδίζει τη λαϊκή ψήφο κάθε φορά που τη διεκδικεί. 

Στην αρχή, μάλιστα, της καριέρας του είχε, λόγω των ισλαμιστικών απόψεων τις οποίες ενστερνιζόταν από νέος, αντιμετωπίσει διώξεις, κάτι που ο ίδιος επεφύλαξε αργότερα για αρκετούς από τους αντιπάλους του. Ανεξάρτητα, ωστόσο, αν οι περισσότεροι Κούρδοι βουλευτές αντί για την αίθουσα της Εθνοσυνέλευσης, «φιλοξενούνται» σε κελιά φυλακών, η αλήθεια είναι ότι και την εποχή που διωκόμενος ήταν ο Ερντογάν, αλλά και αργότερα που έγινε ο ίδιος διώκτης, είναι οι κάλπες στις οποίες ψηφίζουν οι Τούρκοι που καθορίζουν τις εξελίξεις στη γείτονα.

Όλες αυτές οι επισημάνσεις έχουν τη σημασία τους και χρειάζονται να λαμβάνονται υπόψιν στη δική μας χώρα κάθε φορά που θέλουμε να αναλύσουμε και να κατανοήσουμε τα τεκταινόμενα στην Άγκυρα, στην Κωνσταντινούπολη και, εν γένει, στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου. Απλοϊκότητες του τύπου ότι «έχουμε να κάνουμε με ένα ημιδικτατορικό καθεστώς που διοικείται από την ενός ανδρός αρχή», δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν ηγείται όλα αυτά τα χρόνια της Τουρκίας επειδή πείθει τους Τούρκους ότι είναι ικανότερος από τους αντιπάλους του. Και, άρα, για να συνεχίσει να ηγείται θα πρέπει να κερδίσει τις επόμενες προεδρικές εκλογές που είναι προγραμματισμένες να γίνουν τον επόμενο Ιούνιο.

Μέχρι τώρα ο Τούρκος Πρόεδρος έβγαινε νικητής από όλες τις αναμετρήσεις στις οποίες λάμβανε μέρος προβάλλοντας ως μεγάλο «ατού» του τη βελτίωση της οικονομικής καθημερινότητας του μέσου συμπατριώτη του. Μπορεί ο πρώην κουλουράς στα σοκάκια της Κωνσταντινούπολης να έχει συσσωρεύσει -ο ίδιος και ο περίγυρος του- αμύθητα πλούτη, ήταν η βελτίωση στη ζωή τους, την οποία είδαν επί των ημερών του οι Τούρκοι, που τον έκαναν να είναι δημοφιλής και να του συγχωρούνται τόσες και τόσες παρασπονδίες.

Επειδή, όμως, στην πολιτική αλλά και στη ζωή όλα έχουν κάποια στιγμή ένα τέλος, φαίνεται ότι, υπό προϋποθέσεις, το τέλος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν είναι μακριά. Η Τουρκία του 2022 αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα. Το νόμισμα της χώρας, η λίρα, καταρρέει. Ο πληθωρισμός τρέχει με ασύλληπτους ρυθμούς που έχω την αίσθηση ότι ο πληθυσμός καμίας δυτικής χώρας δεν θα μπορούσε να ανεχτεί. Τα φαραωνικά έργα που μέχρι πρότινος ήταν η ατμομηχανή της ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, τώρα έχουν γίνει η παγίδα της ερντογανικής οικονομικής πολιτικής.

Μέσα σε αυτό το κλίμα, όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι ο Τούρκος Πρόεδρος θα αποχαιρετίσει την εξουσία εφόσον στις επόμενες εκλογές βρεθεί αντιμέτωπος με έναν από τους δημοφιλείς δημάρχους της Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου ή της Άγκυρας Μανσούρ Γιαβάς. Τα πράγματα είναι κάπως πιο αισιόδοξα για τον Ερντογάν εφόσον επιμείνει να είναι υποψήφιος ο αντιδημοφιλής αρχηγός του ρεπουμπλικανικού λαϊκού κόμματος (CHP) Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.

Όλα όσα βλέπουμε να διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες στις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι απολύτως συμβατά με αυτό το σκηνικό. Το «Μητσοτάκης γιοκ» που εκστόμισε, όχι για πρώτη φορά, ο Ερντογάν μετά την πρόσφατη πολυσήμαντη επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στις ΗΠΑ δεν υπάρχει αμφιβολία ότι σχετίζεται άμεσα με τις εξελίξεις στο εσωτερικό της Τουρκίας. Είναι προφανές ότι ο Τούρκος Πρόεδρος προσπαθεί να βρει διέξοδο στα συσσωρευμένα αδιέξοδά του με την κατακόρυφη ύψωση των απειλητικών τόνων κατά της Ελλάδας.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι η χώρα μας -με την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση να βρίσκονται, ευτυχώς, στο ίδιο μήκος κύματος- αποφεύγει να μπει στον λεκτικό καβγά που μεθοδευμένα φαίνεται να προσπαθεί να πυροδοτήσει η ηγεσία της γείτονος, δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την ήδη δυσχερή θέση στην οποία έχει περιέλθει ο Ερντογάν.

Όσο και αν είναι ελεγχόμενα τα τουρκικά μέσα ενημέρωσης, θα βρεθεί κάποιος αρθρογράφος που θα συγκρίνει την αποθεωτική υποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον με την αδυναμία του Τούρκου Προέδρου να πετύχει όχι πρόσκληση στον Λευκό Οίκο ή, πολύ περισσότερο, στο Καπιτώλιο, αλλά ένα απλό τηλεφώνημα από τον Τζο Μπάιντεν για να του παραπονεθεί που επί των ημερών του βγήκε η Τουρκία από το πρόγραμμα συμπαραγωγής των αεροσκαφών F-35 και δεν ανάβει πράσινο φως για την αναβάθμιση των τουρκικών F-16 όπως έχει γίνει ήδη με τα ελληνικά.

Όπως και να έχει, πάντως, μπορεί σωστά να ευχόμαστε οι Τούρκοι να πουν «γιοκ» στον αλαζόνα Ερντογάν όταν στηθούν κάλπες στη γείτονα, αλλά δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες ότι τα πράγματα θα αλλάξουν δραστικά όταν και αν χάσει τις εκλογές ο σημερινός Πρόεδρος της Τουρκίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι ο εισβολέας της Κύπρου Μπουλέντ Ετσεβίτ ανήκε στην ίδια παράταξη με εκείνους που ευελπιστούμε ότι μπορεί να κατανικήσουν τον Ερντογάν; 

Οι ελπίδες της Ελλάδας δεν μπορεί παρά να εναποτίθενται στις συμμαχίες που συνάπτει, στην ισχύ που η ίδια διαθέτει και στην αποφασιστικότητα της ηγεσίας και του λαού της.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Είναι τελικά κακό ή καλό να είσαι «προβλέψιμος»;

Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.

Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.

Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.

Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.

Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας; 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.

Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.

Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.

Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Από το «Φονιάδες των λαών…» στο… «Make America Great Again»



Ο ιστορικός του μέλλοντος που θα ανατρέξει στην επίσημη κυβερνητική ιστοσελίδα (https://primeminister.gr) για να πληροφορηθεί το κόστος της επίσκεψης του Αλέξη Τσίπρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως απροκάλυπτα το προσδιόρισε ο Αμερικανός Πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, δεν πρόκειται να το μάθει.
Οι προπαγανδιστές του Μαξίμου θεώρησαν σκόπιμο να μην «ανεβάσουν» τις ερωταπαντήσεις που έγιναν μετά το τέλος της συνάντησης των αντιπροσωπειών των δύο χωρών. Ερωταπαντήσεις από τις οποίες εκείνο που έμεινε ήταν η κυνική επισήμανση του Τραμπ ότι η άμοιρη Ελλάδα θα συμβάλει με 2,4 δισ. δολάρια –όσο το «κοστούμι» για τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών F 16- στη δημιουργία θέσεων εργασίας στις… ΗΠΑ!
Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε φροντίσει από τα πρώτα δευτερόλεπτα της επαφής που είχε με τον κ. Τσίπρα να καταστήσει σαφές προς κάθε κατεύθυνση -και πρωτίστως στο δικό του ακροατήριο- τον λόγο για τον οποίο δέχθηκε στον Λευκό Οίκο τον πρωθυπουργό της Ελλάδας. Χωρίς περιστροφές ξεκαθάρισε εξαρχής ποιος ήταν ο στόχος που ο ίδιος είχε θέσει. Και άφησε τον αμήχανο Αλέξη Τσίπρα να αναμασά διάφορες ανούσιες γενικότητες, που μόνον με καγχασμό μπορεί κανείς να τις αντιμετωπίσει γνωρίζοντας από ποια χείλη εκστομίζονταν.
«Η Ελλάδα είναι στρατηγικός εταίρος σε μια πάρα πολύ ευαίσθητη περιοχή, αλλά πάντα υπήρξε ένας αξιόπιστος σύμμαχος των ΗΠΑ και αξιόπιστος εταίρος», αποτόλμησε να δηλώσει με περίσσεια δουλοπρέπεια ενώπιον της παγκόσμιας κοινής γνώμης ο άνθρωπος που πέρασε όλη την προηγούμενη ζωή που είχε πριν κολλήσει στην πρωθυπουργική καρέκλα συμμετέχοντας σε διαδηλώσεις που δονούνταν από το σύνθημα: «Φονιάδες των λαών Αμερικάνοι». Και το οποίο είναι σχεδόν βέβαιο ότι το ίδιο θα κάνει μόλις μετακομίσει από το Μέγαρο Μαξίμου.
Αν ένας πολιτικός που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός απευθύνεται δημοσίως στον Τραμπ –τον… γνωστό Τραμπ- για να πει «μοιραζόμαστε κοινές αξίες», χωρίς την ίδια ώρα να προβάλει –για το θεαθήναι, βρε αδερφέ…-καμία απαίτηση εκ μέρους του, είναι εύκολο να αντιληφθεί ο καθένας ποιο ήταν το πνεύμα που κυριάρχησε πίσω από τις κλειστές πόρτες των διαπραγματεύσεων.
Έτσι, πιθανώς, εξηγείται και το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία άμεση αντίδραση για τον βαρύ λογαριασμό των 2,4 δισ. δολαρίων που μας έστειλε ο Αμερικανός διάσημος businessman ως «χρέωση» για τη «φιλοξενία» του κ. Τσίπρα και της κουστωδίας του στην Ουάσιγκτον, που τόσο πανηγύρισαν τα κυβερνητικά φερέφωνα όταν πληροφορήθηκαν πως θα διέμενε –οποία τιμή!- στον κυβερνητικό ξενώνα, το αποκαλούμενο Blair House.
Και ίσως γι΄ αυτό αποφασίστηκε η… παράλειψη της δημοσίευσης στην πρωθυπουργική ιστοσελίδα της συνέντευξης Τύπου που δόθηκε μετά τις επίσημες συναντήσεις. Και στη διάρκεια της οποίας επίσης βρέθηκε εκπρόσωπος από (αμερικανικό, φυσικά…) μέσο ενημέρωσης να θυμίσει τα όσα είχε πει παλαιότερα ο κ. Τσίπρας για τον Αμερικανό Πρόεδρο, τον οποίο –ποιός εκπλήσσεται άραγε;- καθύβρισε όπως και τόσους άλλους ξένους ηγέτες.
Η εκ των υστέρων προσπάθεια της ελληνικής πλευράς να ισχυριστεί ότι τάχατες το κόστος για τον εκσυγχρονισμό των αεροσκαφών F 16 ήταν 1,1 δισ. -και όχι 2,4, όπως είπε ο Αμερικανός Πρόεδρος-  μόνον ως αστεία δικαιολογία μπορεί να εκληφθεί. Κι αυτό διότι ο κ. Τσίπρας «κατάπιε τη γλώσσα» του όταν ο Τραμπ, χωρίς την παραμικρή διπλωματική υπεκφυγή, έκανε επίδειξη τήρησης της προεκλογικής του υπόσχεσης ότι το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να δημιουργούνται θέσεις εργασίας για τους Αμερικανούς.  Να κάνει πράξη δηλαδή το προεκλογικό του σύνθημα «Make America Great Again».
Ένα σύνθημα το οποίο λίγο έλειψε να το ακούσουμε και από τον έλληνα πρωθυπουργό, ο οποίος έφθασε μέχρι του σημείου να πει στον συνομιλητή το αμίμητο: «Πολλοί Έλληνες αγαπούν τις ΗΠΑ, τη χώρα σας, αλλά έχετε και πολλούς Έλληνες στις ΗΠΑ, πράγμα που παίζει κρίσιμο ρόλο στην οικονομία, την πολιτική. Και έχετε και πολλούς υποστηρικτές εδώ στις Ηνωμένες Πολιτείες…».
Αλήθεια, φαντάζεται κανείς τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, τον Κώστα Σημίτη, τον Κώστα Καραμανλή, τον Γιώργο Παπανδρέου ή τον Αντώνη Σαμαρά, που πέρασαν τις προηγούμενες δεκαετίες το κατώφλι του Λευκού Οίκου, να λένε τέτοιες δουλοπρεπείς αρλούμπες; Μάλλον όχι, διότι όλοι αυτοί δεν μπορούν ούτε να πλησιάσουν τις απαράμιλλες επιδόσεις του Αλέξη Τσίπρα στην τέχνη της πολιτικής κωλοτούμπας. Είναι μοναδικός. Και θα αποδειχθεί και ανεπανάληπτος.