Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ουκρανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ουκρανία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2023

Η κωλοτούμπα του Όρμπαν, η ευρωπαϊκή διεύρυνση και ο κίνδυνος της Ακροδεξιάς


Υποθέτω ότι δεν εξεπλάγησαν πολλοί -στις Βρυξέλλες, αλλά και διεθνώς- από την… αριστοτεχνική κωλοτούμπα που έκανε ο Ούγγρος πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν διευκολύνοντας την ιστορική απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου να ξεκινήσουν ενταξιακές διαδικασίες με την πολύπαθη Ουκρανία και την εξίσου απειλούμενη από τον ρωσικό επεκτατισμό Μολδαβία.

Είναι άλλωστε γνωστό, τουλάχιστον στη χώρα μας, αλλά όχι μόνον, ότι οι λαϊκιστές ηγέτες της εποχής μας, στους οποίους κατέχει περίοπτη θέση ο αυταρχικός πρωθυπουργός της Ουγγαρίας, αποδεικνύεται στην πράξη ότι είναι οι πιο ευλύγιστοι στις κυβιστήσεις τις οποίες κάνουν ακόμη και εκεί που λίγοι αναμένουν. Στην έδρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν πολλές φορές υποδεχθεί υποτιθέμενους «λύκους» που μερικές ώρες έφυγαν από τη συνεδρίαση μεταμορφωμένοι σε «αρνάκια». 

Ο «αιρετικός» κ. Όρμπαν, ο οποίος εμφανίζεται χρόνια τώρα ως μόνιμος αντιρρησίας στις αποφάσεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας για μείζονα θέματα κοινοτικής αλληλεγγύης, όπως οι κοινές πολιτικές για το Μεταναστευτικό ή για την αντιμετώπιση της πανδημίας, τους τελευταίους είκοσι μήνες εμφανίζεται να εξυπηρετεί με κάθε τρόπο τα συμφέροντα του Βλαντίμιρ Πούτιν, αντιτασσόμενος με όλα τα μέσα στην ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ουκρανία.

Την κρίσιμη ώρα, όμως, αποχώρησε ηθελημένα από τη συνεδρίαση των Ευρωπαίων ηγετών για να ληφθεί, χωρίς το βέτο που απειλούσε ότι θα θέσει, η απόφαση που άνοιξε τον ευρωπαϊκό δρόμο για δύο χώρες οι οποίες ξεπήδησαν από την κατάρρευση του Ανατολικού Συνασπισμού και τα τελευταία χρόνια η Μόσχα απειλεί την εδαφική τους ακεραιότητα και την ίδια την εθνική τους υπόσταση.

Υπό αυτή τη συνθήκη, είναι κατ΄ αρχήν πολύ θετικό που η μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια άνοιξε τις αγκάλες της για να δεχθεί στους κόλπους της έθνη τα οποία σε διαφορετική περίπτωση θα αντιμετώπιζαν μείζονα προβλήματα επιβίωσης. Από την άλλη, όμως, ο δρόμος που θα πρέπει να ακολουθήσουν αυτές οι χώρες μέχρι να έρθει η ώρα της ένταξής τους, θα είναι αναμφίβολα πολύ μακρύς.

Δεν είναι μόνον ότι οι ίδιες απέχουν θεσμικά πάρα πολύ από αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «ευρωπαϊκό κεκτημένο», όπως, εξάλλου, συμβαίνει και με τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων, την Αλβανία και τη Βόρεια Μακεδονία, που παρότι ξεκίνησαν νωρίτερα βρίσκονται ακόμη μακριά από τον στόχο της ένταξης. Το δικαιολογημένο βέτο το οποίο, με αφορμή την «υπόθεση Μπελέρη», έθεσε η Αθήνα στις συνομιλίες των Βρυξελλών με τα Τίρανα αποτελεί μια επιπλέον ένδειξη για τα εμπόδια που ορθώνονται στη μελλοντική ευρωπαϊκή διεύρυνση, καθώς στη γειτονική μας χώρα έννοιες όπως το «κράτος δικαίου» είναι μάλλον άγνωστες. 

Ο κομμουνιστικός αυταρχισμός που βίωσαν αυτές οι χώρες, σε συνδυασμό με την αρπαγή των πλουτοπαραγωγικών πόρων που ακολούθησε μετά την κατάρρευση της καθεστηκυίας τάξης, έχει δυστυχώς αφήσει έντονο αποτύπωμα στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή τους που δεν μπορεί να συγκριθεί με την αντίστοιχη κρατών τα οποία ανήκαν στον δυτικό κόσμο ή είχαν εντονότερες επιρροές από τις δυτικές αξίες, όπως, π.χ., η Σλοβενία, η Κροατία και οι βαλτικές δημοκρατίες οι οποίες ενσωματώθηκαν ευκολότερα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Κακά τα ψέματα, όμως, ο μεγαλύτερος κίνδυνος όχι μόνον για την ευρωπαϊκή διεύρυνση, αλλά και για την ίδια την ευστάθεια του ήδη υπάρχοντος ευρωπαϊκού οικοδομήματος, είναι εγγενής και προέρχεται από την σημαντική ενίσχυση των λαϊκίστικων - αντιευρωπαϊκών πολιτικών δυνάμεων της Άκρας Δεξιάς σε χώρες με ειδικό πολιτικό βάρος όπως είναι η Γαλλία, η Γερμανία, η Ιταλία, η Ολλανδία, η Αυστρία και άλλες.

Οι ευρωεκλογές του ερχόμενου Ιουνίου θα είναι ίσως οι πλέον καθοριστικές των πολλών τελευταίων δεκαετιών. Στις επερχόμενες ευρωκάλπες θα δοκιμαστούν σκληρά οι υπολογισμοί για τις μελλοντικές εξελίξεις που κάνουν οι συστημικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής ηγεσίας οι οποίες χρόνια τώρα διανέμουν, συνήθως συναινετικά, τα αξιώματα και τους ρόλους ανάμεσα στους κεντροδεξιούς, στους σοσιαλδημοκράτες και στους φιλελεύθερους πολιτικούς.

Αν όμως, όπως δείχνουν πολλές δημοσκοπήσεις, στις ευρωεκλογές του Ιουνίου πάρουν το πάνω χέρι δυνάμεις από τη «Μαύρη Δεξιά», την οποία -ατύπως προς το παρόν- συγκροτούν η Λεπέν στη Γαλλία, η Μελόνι στην Ιταλία, ο Βίλντερς στην Ολλανδία, η Εναλλακτική για τη Γερμανία, το αυστριακό «Κόμμα της Ελευθερίας» και οι ομοϊδεάτες τους σε άλλες χώρες που… ομνύουν στα εθνικά κράτη, προτάσσοντας τις εθνικές ταυτότητες, οι εύθραυστες ευρωπαϊκές ισορροπίες που διαμορφώνονται τα τελευταία χρόνια θα απειληθούν με ανατροπή.

Αν, εν ολίγοις, επιβεβαιωθούν οι δυσοίωνες προβλέψεις των ερευνών της κοινής γνώμης για τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, τότε όχι μόνον δεν θα δούμε την ευρωπαϊκή οικογένεια να μεγαλώνει, όπως προοιωνίζεται η (χθεσινή) απόφαση για την έναρξη ενταξιακών συνομιλιών με την Ουκρανία και την Μολδαβία, ως αντίδοτο στην πουτινική επιθετικότητα, αλλά, αντιθέτως, η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία απετέλεσε τον αποφασιστικό παράγοντα που εγγυήθηκε την πολύχρονη ειρήνη και ευημερία στη «γηραιά ήπειρο», θα τεθεί ολοκληρωτικά εν αμφιβόλω.

Μας χωρίζουν λιγότερο από έξι μήνες από τις ευρωκάλπες του Ιουνίου. Το διάστημα αυτό θα κριθούν πολλά που θα καθορίσουν όχι μόνον τα πρόσωπα που θα αναλάβουν να ασκήσουν την ευρωπαϊκή ηγεσία για τα επόμενα χρόνια, αλλά συνολικά το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Ας είμαστε, τουλάχιστον, προετοιμασμένοι για όλα τα πιθανά ενδεχόμενα. 

Πέμπτη 3 Νοεμβρίου 2022

Ο… «προδότης» Ανδρουλάκης και τα δύο μέτρα και σταθμά


Στόχος σφοδρών επιθέσεων γίνεται τις τελευταίες μέρες ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ Νίκος Ανδρουλάκης. Όχι, αυτή τη φορά δεν είναι αντιμέτωπος με τα ανόητα επώνυμα και ανώνυμα κυβερνητικά τρολ που τον καλούσαν όλο το προηγούμενο διάστημα να αποδείξει ότι δεν είναι… «προδότης» που έθεσε σε διακινδύνευση την εθνική μας ασφάλεια και άρα δικαιολογημένα τον παρακολουθούσαν ταυτοχρόνως η ΕΥΠ και όσοι κρύβονταν πίσω από το παράνομο λογισμικό που ακούει στο όνομα «predator».

Αίφνης η σκυτάλη πέρασε σε ανώνυμους και επώνυμους φιλοσυριζαίους σχολιαστές και αναλυτές που εγκαλούν τον κ. Ανδρουλάκη ότι υπέστειλε τη σημαία του αντικυβερνητισμού επειδή -φρονίμως μάλλον ποιών- περιορίστηκε να στείλει στην ερευνητική επιτροπή του Ευρωκοινοβουλίου -την αποκαλούμενη PEGA στην οποία δια των υπερβολών του Δημήτρη Παπαδημούλη ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δώσει μυθώδεις διαστάσεις- υπόμνημα με τις γνωστές και διακηρυγμένες απόψεις και θέσεις γύρω από την καθόλα απαράδεκτη παρακολούθησή του.

Το έχει φαίνεται η μοίρα όσων δεν ενστερνίζονται το «άσπρο μαύρο» του δικομματισμού να γίνονται στόχοι επικρίσεων που εκπορεύονται κάθε φορά από διαφορετική αφετηρία. Οπότε ήταν μάλλον αναμενόμενη η διαφορετική προέλευση που είχαν τα νεότερα πυρά τα οποία δέχεται ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που φάνηκε να αντιλαμβάνεται ότι η υπόθεση της παρακολούθησής του δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να γίνει «μονοκαλλιέργεια» για την παράταξή του.

Ήταν ηλίου φαεινότερο ότι μια τέτοια επιλογή βόλευε αφάνταστα τον ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος -όσο η Χαριλάου Τρικούπη βολόδερνε κυνηγώντας πρακτορικές χίμαιρες- φάνταζε ως η μόνη εναλλακτική λύση διακυβέρνησης απέναντι στη σημερινή κυβέρνηση. Γι΄ αυτό και όταν έπειτα από τρεις μήνες δικαιολογημένων αντιπαραθέσεων ο Νίκος Ανδρουλάκης κινήθηκε στη σφαίρα του πολιτικού ρεαλισμού, η Κουμουνδούρου… ενοχλήθηκε.

Από επαγγελματική διαστροφή διάβαζα χθες εμβριθή αρθρογράφο της «Αυγής», που διατέλεσε και βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος, αφού αναρωτιόταν στον τίτλο του κειμένου του «τι τρέχει με το ΠΑΣΟΚ;», υποστήριζε ότι «μερικές φορές με το ΠΑΣΟΚ σηκώνει κανείς τα χέρια ψηλά βλέποντας τις παλινωδίες και την έλλειψη συνοχής στη στάση του σε κορυφαία θέματα». Ποια είναι αυτά σύμφωνα με τον αρθρογράφο; 

Το πρώτο ότι «κάνει, άθελά του λογικά, πλάτες στον Μητσοτάκη, ο οποίος κρύβεται από την Εξεταστική Επιτροπή του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου».

Αλλά και το δεύτερο, που κατά τον ΣΥΡΙΖΑίο αρθρογράφο αποτελεί μάλιστα «αποκορύφωμα», είναι η «άθλια στάση που τήρησε το ΠΑΣΟΚ χθες στη Βουλή, ψηφίζοντας μαζί με τη ΝΔ την άρση της ασυλίας του βουλευτή του ΜέΡΑ25 Κλέωνα Γρηγοριάδη έπειτα από μήνυση του Αλαφούζου για τις αναφορές του βουλευτή στο ότι Έλληνες εφοπλιστές μεταφέρουν το ρωσικό πετρέλαιο».

Για όσους δεν έχουν εικόνα της περί ου ο λόγος ιστορίας να διευκρινίσουμε ότι ο βουλευτής Γρηγοριάδης υποστήριξε προ ημερών ότι «Έλληνες ολιγάρχες», οι οποίοι αντιτάσσονται δια των μέσων ενημέρωσης που ελέγχουν στην ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, την ίδια ώρα μεταφέρουν παρανόμως ρωσικό πετρέλαιο. Είπε, μάλιστα, όπως περηφανεύονται ο ίδιος και το κόμμα του, και ονόματα. 

Ένας από τους κατονομαζόμενους, ωστόσο, ο καναλάρχης και εφοπλιστής Γιάννης Αλαφούζος θεώρησε συκοφαντικά τα λεγόμενα του βουλευτή και άσκησε, όπως είχε αναφαίρετο δικαίωμα, αγωγή κατά του κ. Γρηγοριάδη.

Από την επομένη ο ίδιος ο εναγόμενος και το κόμμα του, αντί να επιχαίρουν που θα τους δοθεί η ευκαιρία να πάνε στα δικαστήρια και να αποδείξουν την υποτιθέμενη μεγάλη απάτη του ελληνικού εφοπλισμού, έχουν ξεκινήσει μια επιχείρηση αυτοθυματοποίησης εμφανιζόμενοι ως διωκόμενοι από την εγχώρια ολιγαρχία. Ακόμη και η πρόσφατη αποχώρηση της τρίτης κατά σειράν βουλευτού του ΜέΡΑ 25 από το κόμμα Βαρουφάκη αποδόθηκε σε… ολιγαρχικό δάκτυλο.

Το πιο… ωραίο, όμως, ξέρετε ποιο είναι; Τη μέρα που ο ΣΥΡΙΖΑίος αρθρογράφος ξιφουλκούσε κατά του Ανδρουλάκη για την υποτιθέμενη «αθλιότητα» να ψηφίσει το κόμμα του την άρση ασυλίας βουλευτή που δέχθηκε αγωγή, η «Αυγή» πανηγύριζε επειδή εκδότης της απέναντι πλευράς υποχρεώθηκε να ανακρούσει πρύμνη και να δημοσιεύσει απόφαση καταδίκης του επειδή, κατά το δικαστήριο, συκοφάντησε τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα. 

Ο τέως πρωθυπουργός, με αφορμή την υπόθεση της ενοικίασης εξοχικής κατοικίας με τίμημα που δεν θεωρήθηκε εύλογο, στράφηκε εναντίον όσων ο ίδιος θεώρησε ότι τον συκοφάντησαν, ζητώντας την καταδίκη τους.

Το εύλογο ερώτημα που τίθεται με αυτή την αφορμή, αλλά και με αρκετές άλλες, είναι το εξής: δικαιούνται οι πολιτικοί να καταθέτουν αγωγές όταν πιστεύουν ότι συκοφαντήθηκαν; Η απάντηση για κάθε λογικό άνθρωπο είναι προφανώς καταφατική, παρόλο που σημαντικοί πολιτικοί ηγέτες, όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ή ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είχαν επιλέξει να μην αντιδράσουν κατ΄ αυτόν τον τρόπο και δεν μήνυσαν ποτέ κανέναν παρά τα όσα κατά καιρούς τους καταμαρτυρήθηκαν. 

Αν, όμως, πολιτικοί, όπως ο Αλέξης Τσίπρας, μπορούν να καταθέτουν αγωγές, γιατί δεν μπορεί να δέχονται αγωγές πολιτικοί, όπως ο Κλέων Γρηγοριάδης;

Όσο για την ελευθερία του λόγου που κάποιοι, όπως ο βουλευτής του ΜέΡΑ 25 ή ο αρθρογράφος της «Αυγής», υποτίθεται ότι υπερασπίζονται με την αντίρρησή τους στην άσκηση αγωγών, το μόνο που μπορεί κανείς να αντιτείνει είναι ότι τόση… ευαισθησία για το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση έχει να γνωρίσει η υφήλιος από την εποχή του Στάλιν, του οποίου όλοι αυτοί υπήρξαν ή είναι ακόμη φανατικοί θαυμαστές. 

Τη γνωρίσαμε άλλωστε με την εκκωφαντική σιωπή που τηρούσαν όλοι αυτοί όταν με απαίτηση του συγκυβερνήτη τους Πάνου Καμένου συλλαμβάνονταν και διανυκτέρευαν στα αστυνομικά τμήματα δημοσιογράφοι που απλώς έκαναν τη δουλειά τους. 

Και, ακόμη χειρότερα, με την καρικατούρα της Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης που συστάθηκε με μοναδικό στόχο να εξοντωθούν ηθικά οι εκδότες που δεν έδωσαν γη και ύδωρ στη ΣΥΡΙΖΑΝΕΛική εξουσία. Η μονομέρεια του «άλλο εμείς που έχουμε το… ηθικό πλεονέκτημα» έχει τα όρια της. Όπως και τα δύο μέτρα και τα δύο σταθμά. 

Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαίο ότι όταν ήταν στα πράγματα ο ΣΥΡΙΖΑ ουδείς εξ αυτών των… ευαίσθητων υπερασπιστών της ελευθεροστομίας ανέλαβε πρωτοβουλία για να καταργηθούν οι αγωγές για την έκφραση γνώμης από δημοσιογράφους ή πολιτικούς. 

Αν το είχαν κάνει, θα μπορούσαν σήμερα να χαρακτηρίζουν «αθλιότητα» την απόφαση για άρση της ασυλίας ενός βουλευτή, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει όσα ισχυρίστηκε εις βάρος ενός επιχειρηματία.

Επιτρέπονται, λοιπόν, ή όχι οι μηνύσεις και οι αγωγές; Ιδού η απορία. Ή μήπως το τεκμήριο της απόλυτης υποκρισίας;

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Πόσες κυβερνήσεις θα καταπιεί η κρίση;

Η προηγούμενη φορά που ο πλανήτης συγκλονίστηκε από ενεργειακές κρίσεις ήταν την δεκαετία του 1970 –«πετρελαϊκές» τις έλεγαν τότε τις κρίσεις γιατί το πετρέλαιο ήταν η βασική πηγή παραγωγής ενέργειας.

Ξέσπασαν το 1973 και το 1979 με αφορμή γεωπολιτικές αναταράξεις και πολεμικές συρράξεις στην ευρύτερη Μέση Ανατολή που, συγκριτικά με τα τωρινά γεγονότα στην Ουκρανία, ήταν μάλλον ήσσονος σημασίας.

Παρά ταύτα, οι κρίσεις εκείνες υπήρξαν «μαμές» που γέννησαν σημαντικές πολιτικές και οικονομικές αλλαγές οι οποίες συντελέστηκαν σχεδόν από άκρη σε άκρη της υφηλίου χωρίς να έχουν ενιαία κατεύθυνση. 

Σε πείσμα της σταθερότητας, την οποία εγγυόνταν και επέβαλαν οι δύο υπερδυνάμεις της εποχής, οι ανατροπές που σημειώθηκαν μετά την κρίση του ΄73 ήταν μεγάλες. Και σε αυτές ας μην παραλείψουμε να συμπεριλάβουμε και την πτώση της ελληνικής Χούντας, που είχε αρχίσει να φθείρεται ως αποτέλεσμα της οικονομικής επιβράδυνσης και της εμφάνισης έντονων πληθωριστικών φαινομένων.

Στη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του ΄79, οι αλλαγές ήταν επίσης καταιγιστικές και ταυτόχρονα αντιφατικές. Από τη μια είχαμε την ανάρρηση στη Βρετανία της Μάργκαρετ Θάτσερ, η οποία πήρε τη σκυτάλη από τους Εργατικούς. Από την άλλη στον ευρωπαϊκό Νότο, όπου έως τότε την εξουσία διαχειρίζονταν συντηρητικές κυβερνήσεις, η σκυτάλη πέρασε στους Σοσιαλιστές. Τον χορό άνοιξε ο Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία και ακολούθησαν ο Ανδρέας Παπανδρέου στην Ελλάδα και ο Φελίπε Γκονζάλες στην Ισπανία.

Επιστρέφοντας στο σήμερα, που είναι εκείνο που μας αφορά περισσότερο, δεν μπορούμε να μην σημειώσουμε εξ υπαρχής ότι η ενεργειακή κρίση την οποία βιώνουμε αυτή την περίοδο είναι πολύ πιο οξεία από τις δύο προηγούμενες που έγιναν, άλλωστε, πριν από σχεδόν μισό αιώνα, εποχή κατά την οποία ο ρόλος της ενέργειας στην οικονομική δραστηριότητα αλλά και στην καθημερινότητα των ανθρώπων δεν ήταν τόσο σημαντικός όσο είναι στις μέρες μας. 

Η εκτίναξη των τιμών και τα τεράστια ζητήματα ενεργειακής επάρκειας, που έχουν ανακύψει μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τις κυρώσεις που υποχρεώθηκε να βάλει η Δύση, δεν μπορεί να συγκριθούν με τα ανάλογα φαινόμενα του ’70.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν πρέπει να αποτελούν έκπληξη οι πυκνές πολιτικές ανακατατάξεις που βλέπουμε να σημειώνονται γύρω μας. Μπορεί η κρίση να διατρέχει οριζοντίως και καθέτως ολόκληρο τον πλανήτη, πλην, όμως, σε κάθε χώρα οι πολίτες που βλέπουν τις ζωές τους να υφίστανται βίαιες και ασύμμετρες αλλαγές, τον πρώτο που «ενοχοποιούν» είναι εκείνον που ασκεί την εξουσία στον δικό τους τόπο. 

Το είδαμε με το «στραπάτσο» που αντιμετώπισε ο Γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου μήνα. Οι Γάλλοι ψηφοφόροι δεν πείστηκαν να πάνε να ψηφίσουν το κόμμα και τώρα το Παρίσι είναι χωρίς ισχυρή κυβέρνηση, άγνωστο για πόσο.

Τα πράγματα απεδείχθησαν ακόμη χειρότερα για τον Βρετανό πρωθυπουργό Μπόρις Τζόνσον, ο οποίος έχασε μεν την καρέκλα του εξαιτίας κάποιων σκανδαλωδών επιλογών, είναι βέβαιο όμως, ότι αν τα πράγματα πήγαιναν καλά για την γηραιά Αλβιώνα, ελάχιστοι θα ασχολούνταν με τα κορωνοπάρτι του «άτακτου» Μπόρις ή με τον διορισμό ενός… σεξουαλικά ασυγκράτητου υφυπουργού του. Οι Βρετανοί έχουν συγχωρήσει πολύ περισσότερα ανομήματα του πρωθυπουργού τους, ο οποίος εδώ και καιρό ήταν δημοσκοπικά πίσω από τους Εργατικούς.

Μεγάλες δυσκολίες αντιμετωπίζουν την ίδια ώρα και οι ηγέτες άλλων μεγάλων και σημαντικών χωρών. Στις ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν δείχνει να… τρεκλίζει πολιτικά και θα αποτελέσει θαύμα αν καταφέρει να διατηρήσει την πλειοψηφία που έχει τώρα στο Κογκρέσο τον προσεχή Νοέμβριο που θα λάβουν χώρα οι κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές. Τα προγνωστικά είναι εις βάρος του και ο λόγος δεν είναι άλλος από την ενεργειακή ακρίβεια και τις ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που δέχεται η αμερικανική οικονομία, παρά την ισχυροποίηση του δολαρίου εις βάρος του ευρώ.

Ο τεχνοκράτης πρωθυπουργός της Ιταλίας Μάριο Ντράγκι βρίσκεται με το ένα πόδι εκτός εξουσίας, καθώς η υποστήριξη που απολαμβάνει από τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της χώρας του βαίνουν μειούμενες. Τα κόμματα που τον στήριξαν όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία εξέφραζαν τα τρία τέταρτα του εκλογικού σώματος, ενώ πλέον, με βάση τις δημοσκοπήσεις είναι κάτω από το 50%, καθώς πρώτο έρχεται το ακροδεξιό σχήμα «Αδέλφια της Ιταλίας» με ποσοστό 23,5% από μόλις 4,4% που είχε συγκεντρώσει στις τελευταίες εκλογές.

Αντίστοιχες δημοσκοπικές εικόνες, που στέλνουν τις κυβερνήσεις στο καναβάτσο παρατηρούνται σχεδόν παντού. Στη Γερμανία οι αντιπολιτευόμενοι χριστιανοδημοκράτες έχουν προσπεράσει τους σοσιαλδημοκράτες του καγκελάριου Όλαφ Σολτς. Στην γειτονική Αυστρία οι όροι αντιστρέφονται καθώς οι κυβερνώντες κεντροδεξιοί καταβαραθρώνονται και προπορεύονται με άνετο προβάδισμα οι σοσιαλδημοκράτες. Την ίδια ώρα, στην Ισπανία ο κεντροαριστερός πρωθυπουργός Πέδρο Σάντσες βλέπει την πλάτη της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης.

Μέσα σε όλα αυτά, η μόνη κυβέρνηση στην Ευρώπη που διατηρεί σχεδόν αλώβητο το προβάδισμα που την χωρίζει από την αξιωματική αντιπολίτευση είναι η ελληνική. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι προσώρας ένας από τους ελάχιστους πρωθυπουργούς που, με βάση τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της ήττας. 

Οι εξηγήσεις γι΄ αυτό -το μάλλον παράδοξο- είναι πολλές και ποικίλες. Ενδεχομένως, δε, δεν έχουν να κάνουν τόσο με αυτή καθεαυτή την ικανότητα της κυβέρνησης, όσο με την ανικανότητα των αντιπάλων της.

Τα όσα ακούσαμε αυτές τις μέρες για τις δήθεν «πειραγμένες δημοσκοπήσεις» και τους παραλληλισμούς της υπουργού Παιδείας με την… «Πισπιρίγκου» είναι μάλλον ενδεικτικά στοιχεία τα οποία μπορούν να εξηγήσουν την πολιτική ανθεκτικότητα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Κακά τα ψέματα, ο Έλληνας πρωθυπουργός έχει απέναντι του την αντιπολίτευση που όλοι οι ηγέτες του πλανήτη θα… εύχονταν να είχαν. 

Και αυτό μάλλον αποτελεί το μεγαλύτερο «ατού» το οποίο μπορεί να τον διασώσει όταν πολλές άλλες κυβερνήσεις θα τις έχουν καταπιεί η ακρίβεια και ο πληθωρισμός που κανείς ακόμη δεν ξέρει που μπορεί να φθάσουν.

Παρασκευή 20 Μαΐου 2022

Είναι τελικά κακό ή καλό να είσαι «προβλέψιμος»;

Στα δικά μας κοινοβουλευτικά θέσμια δεν συνηθίζεται οι αντιπολιτευόμενοι πολιτικοί να χειροκροτούν τους κυβερνητικούς. Όπως φυσικά και το αντίθετο. Γι΄ αυτό και μόνον ως χαριτολόγημα -που τέτοιο ήταν, είναι η αλήθεια- μπορεί να εκληφθεί το… «παράπονο» ότι στη δική μας Βουλή τον χειροκροτούν μόνον από το δικό του κόμμα που εξέφρασε από το βήμα του Κογκρέσου ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης όταν είδε απέναντί του να πετάγονται σαν ελατήρια από τα έδρανά τους όλοι οι παριστάμενοι βουλευτές και γερουσιαστές για να τον χειροκροτήσουν όρθιοι.

Για την ιστορία, άλλωστε, του πράγματος, μπορώ να μαρτυρήσω -καθώς ήμουν παρών- ότι στην ίδια ακριβώς συνεδρίαση όταν λίγο νωρίτερα ανακοινώθηκε η είσοδος στην αίθουσα της Αντιπροέδρου των ΗΠΑ Καμάλα Χάρις, η οποία προεδρεύει ex officio στη Γερουσία, χειροκρότησαν μόνον οι ομοϊδεάτες της Δημοκρατικοί, ενώ οι Ρεμπουπλικανοί δεν αντέδρασαν. Το ίδιο, εξάλλου, γίνεται και στα περισσότερα δημοκρατικά Κοινοβούλια που απαρτίζονται από κυβερνητικές πλειοψηφίες και αντιπολιτευόμενες μειοψηφίες.

Στις δημοκρατίες τα πράγματα είναι μάλλον απλά και ξεκάθαρα: οι πλειοψηφίες κυβερνούν, οι μειοψηφίες ελέγχουν και αναλόγως με τον τρόπο που ο καθένας ασκεί το καθήκον του κρίνεται από τους πολίτες στις εκλογές. Είναι, λοιπόν, άλλο πράγμα μια πολιτική παράταξη να μην χειροκροτεί την αντίπαλό της και άλλο να προσπαθεί να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια όλων.

Καλώς ή κακώς, στις μέρες μας υπάρχουν τόσο πολλοί δίαυλοι πληροφόρησης που και ο τελευταίος πολίτης, ο οποίος θέλει να αναζητήσει τα γεγονότα για να διαμορφώσει δική του άποψη επ΄ αυτών, έχει πρόσβαση σε τόσες πολλές πηγές που δεν είναι εύκολο να παραπλανηθεί. Υπό αυτό το πρίσμα, αναρωτιέται κάποιος πως μπορεί να δικαιολογηθούν κάποιοι χαρακτηρισμοί στελεχών της αντιπολίτευσης για την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, όπως, για παράδειγμα, το «διασκεδαστική» που χαρακτήρισε ο Πάνος Σκουρλέτης για να εξηγήσει τον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχτηκε το ακροατήριο των Αμερικανών γερουσιαστών και βουλευτών τα λεγόμενα του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Στην πολιτική, όπως και στη ζωή, δεν υπάρχουν μόνον το άσπρο και το μαύρο, ο θρίαμβος και η καταστροφή. Υπάρχουν, αρκετές ενδιάμεσες καταστάσεις οι οποίες δεν περιγράφονται μόνον με τα «ζήτω» και τα «κάτω». Η αλήθεια είναι ότι οι απλοϊκές προσεγγίσεις αυτού του είδους είναι πολύ εύκολο να εκτοξεύονται αφού δεν προϋποθέτουν προσπάθεια για ψύχραιμη και ουσιαστική επεξεργασία των δεδομένων. Έτσι, με ευκολία επιστρατεύονται ισχυρισμοί περί «προβλέψιμης» εξωτερικής πολιτικής που διατυπώνονται με έναν τρόπο τόσο αρνητικό που δίνει την εντύπωση πως πρόκειται για κάτι πάρα πολύ καταστροφικό.

Είναι όμως έτσι; Μπορεί και πρέπει μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, να διακηρύσσει τις αρχές της ασκούμενης από την πλευρά της εξωτερικής πολιτικής, όπως κάθε φορά επιτάσσουν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες της; Ή μήπως είναι προτιμότερο να αλλάζει συνεχώς τους προσανατολισμούς της και να κινείται με την τακτική του «κατά πως φυσάει ο άνεμος»; Το δίλημμα, λοιπόν, κατά βάση είναι το εξής: προβλέψιμη σταθερότητα ή πολιτική του ανεμουρίου που θέλει να τα βάζουμε κατά πάντων και μετά να παραπονούμαστε ότι δεν έχουμε κανέναν μαζί μας; 

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που στη χώρα μας επικαλούνται τον «απρόβλεπτο» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ως προτεινόμενο υπόδειγμα για την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Γοητεύονται από το διπλό παιχνίδι που παίζει στην ουκρανική κρίση.

Επαινούν τα τσαλίμια που χρόνια τώρα κάνει βρίζοντας τη μια μέρα το Ισραήλ και συγκρουόμενος την επομένη με την Σαουδική Αραβία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, πριν πάει σχεδόν ως ικέτης για συμφιλίωση μόλις βρει τα δύσκολα και αισθανθεί το κόστος της απομόνωσης. Θαυμάζουν το «ανατολίτικο παζάρι», όπως οι ίδιοι οι θαυμαστές χαρακτηρίζουν, στο οποίο επιδίδεται με αφορμή τις αιτήσεις της Σουηδίας και της Φινλανδίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ επειδή θεωρούν ότι έτσι θα κάμψει τις αντιρρήσεις του Κογκρέσου στην άρση του εμπάργκο για προμήθεια αεροσκαφών F-16 και F-35 που με τόσο πάθος διεκδικεί.

Μόνον, όμως, που όλοι όσοι επικαλούνται την απρόβλεπτη πολιτική του Ερντογάν δεν μπορούν -ή δεν θέλουν- να αντιληφθούν ότι η Ελλάδα δεν είναι και -ευτυχώς- δεν πρόκειται να γίνει Τουρκία. Οι λόγοι είναι πολλοί. Είναι γεωστρατηγικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, αλλά κυρίως αισθητικοί. Συγκριτικά με την Ελλάδα, η γειτονική μας υπερέχει σημαντικά σε μέγεθος, αλλά και σε γεωστρατηγική θέση. Πουθενά αλλού.

Οι «απρόβλεπτες», όμως, πολιτικές που ακολούθησε η ηγεσία της τα τελευταία χρόνια, δεν μπορεί να υποστηρίξει κάποιος ότι εξυπηρέτησαν τον στόχο της Άγκυρας να βρεθεί στο ευρωπαϊκό κατώφλι. Ούτε, βεβαίως, οι Τούρκοι πολίτες ευνοήθηκαν επειδή η χώρα τους ανέπτυξε στρατεύματα κατοχής όπου μπόρεσε: από τη Συρία έως τη Λιβύη. Κάθε άλλο. Ο πληθωρισμός που κατατρώει τα εισοδήματα των Τούρκων είναι έξι φορές μεγαλύτερος από τον δικό μας. Και εκτοξεύθηκε στα ύψη προτού ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αλλά αν θέλουμε να το δούμε κι αλλιώς, νομίζω ότι η Ελλάδα όταν ήταν «απρόβλεπτη» -π.χ. όταν διενεργούσε δημοψήφισμα που κανείς δεν γνώριζε που στόχευε- βρέθηκε στην άκρη του γκρεμού. Ο υποχρεωτικός ρεαλισμός στον οποίο -εκούσα, άκουσα- άσκησε η προηγούμενη κυβέρνηση, σε συνδυασμό με τον περισσότερο προβλέψιμο ρεαλισμό που με σχέδιο και μέθοδο ακολουθεί η σημερινή κυβέρνηση, άλλαξαν άρδην τη διεθνή εικόνα της χώρας.

Όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να (ξανα)δεί το βίντεο με την ομιλία του πρωθυπουργού στο Κογκρέσο, η οποία, χωρίς υπερβολή, αποτελεί έναν μοναδικό ύμνο στο ασύγκριτο και διαχρονικό μεγαλείο του Ελληνισμού, το οποίο είναι προβλέψιμα πρωτοποριακό, ενισχύει τους συμμαχικούς δεσμούς που χρειάζεται η χώρα και βελτιώνει, κατά το δυνατόν, τη συλλογική ευημερία των πολιτών της.

Παρασκευή 13 Μαΐου 2022

Ο Ανδρέας, ο Μαρκ Τουέιν και η πίστη στην πατρίδα ή στην κυβέρνηση

Σε μια συγκυρία κατά την οποία στη διεθνή ειδησεογραφία κυριαρχούν οι ιστορικές αποφάσεις δύο παραδοσιακά «αδέσμευτων» και ειρηνόφιλων ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Φινλανδία και η Σουηδία, να ζητήσουν να μπουν κάτω από την αμυντική ομπρέλα του ΝΑΤΟ, στη χθεσινή συνεδρίαση του ελληνικού Κοινοβουλίου οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις «σκοτώνονταν» για την ελληνοαμερικανική αμυντική συμφωνία με επιχειρηματολογία που έδειχνε να ανασύρεται από το χρονοντούλαπο παλαιότερων δεκαετιών.

Όποιος άκουγε τη συζήτηση έμενε έκπληκτος και μόνον από το γεγονός ότι… πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντιπαράθεση είχαν οι αναφορές στον αλήστου μνήμης Πιουριφόι και στους χειρισμούς τους οποίους έκανε πριν από τρεις και τέσσερις δεκαετίες ο Ανδρέας Παπανδρέου. Ανεξαρτήτως από ποια άποψη μπορεί να έχει κάποιος για την εξωτερική πολιτική του αείμνηστου ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, είναι απορίας άξιον πως μπορεί υπεύθυνοι πολιτικοί ηγέτες της εποχής μας να αναζητούν αναλογίες σε περιόδους οι οποίες δεν έχουν καμία απολύτως συνάφεια με τη σημερινή παγκόσμια πραγματικότητα.

Ο κόσμος γύρω μας αλλάζει με ασύλληπτες ταχύτητες, το γεωστρατηγικό περιβάλλον των ημερών μας είναι εντελώς διαφορετικό και δεν μπορεί να συγκριθεί με κανένα προηγούμενο και στη Βουλή των Ελλήνων κυριάρχησε το αν είχε δίκιο ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης που χαρακτήριζε «Ιανό» τον Ανδρέα Παπανδρέου ή αν ο τελευταίος σωστά έλεγε «έξω οι βάσεις του θανάτου» προτού η κυβέρνησή του υπογράψει, τη δεκαετία του ΄80, νέα συμφωνία για την παραμονή των αμερικανικών βάσεων στη χώρα.

Δεν μπορώ να ξέρω πώς ακριβώς διεξάγεται ο δημόσιος διάλογος στη Φινλανδία και στη Σουηδία, αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ ότι στη Στοκχόλμη και στο Ελσίνκι επικαλούνται λόγια και κινήσεις του Ούλοφ Πάλμε για να αξιολογήσουν τις πρωτοβουλίες της σημερινής πρωθυπουργού Μαγκνταλένα Άντερσον και να (επι)κρίνουν την απόφαση της ίδιας και της Φινλανδής ομολόγου της Σάνα Μάριν να υποβάλουν αίτημα για ένταξη των χωρών τους στη Βορειοατλαντική Συμμαχία.

Το αστείο(;) είναι ότι υπήρξαν δημοσιεύματα στη χώρα μας που χαρακτήριζαν «αντιδημοκρατική» τη στάση τους. Το ό,τι οι υπογράφοντες αυτά τα δημοσιεύματα τάσσονται συγκεκαλυμένα ή και ανοικτά υπέρ της εισβολής του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία και ζητούν να τερματιστεί η αντίσταση των Ουκρανών στην καταπάτηση τη ανεξαρτησίας τους, προφανώς μόνον τυχαία δεν είναι…

Επιστρέφοντας, ωστόσο, στα δικά μας και στη σφοδρή χθεσινή αντιπαράθεση στη Βουλή για το περιεχόμενο που έχει η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA) Ελλάδας-ΗΠΑ, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η κατάρτισή της άρχισε επί των ημέρων της προηγούμενης κυβέρνησης και η οριστικοποίησή της έγινε από τη σημερινή, χωρίς, όμως, ουσιώδεις αποκλίσεις από τα τετελεσμένα της προηγούμενης περιόδου. Ακόμη και αν δεν πάρει κάποιος τοις μετρητοίς όσα έχει κατά καιρούς δηλώσει ο απελθών πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ για την αγαστή συνεργασία που είχε με την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι άλλαξαν πολλά πράγματα στην εξωτερική πολιτική μετά την κυβερνητική αλλαγή του 2019.

Για του λόγου το αληθές, μάλιστα, αρκεί να ανατρέξει κανείς στα λεγόμενα από τον κ. Τσίπρα στην περί ης ο λόγος κοινοβουλευτική συζήτηση. «Ναι, πράγματι, επί ΣΥΡΙΖΑ έγιναν πάρα πολύ ουσιαστικά βήματα», είπε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, για να συμπληρώσει: «Είχαμε απόλυτη αίσθηση της ευθύνης να υπερασπιστούμε την εθνική γραμμή και είχαμε πατριωτική αίσθηση της ευθύνης και προχωρήσαμε σε επιλογές που ενίσχυσαν τον ρόλο της χώρας διεθνώς και τα κυριαρχικά μας δικαιώματα».

Απευθυνόμενος στον πρωθυπουργό, συνέχισε λέγοντας: «Ξέρετε πολύ καλά ότι επί ΣΥΡΙΖΑ καθιερώθηκε ο στρατηγικός διάλογος και το σχήμα 3+1. Επί ΣΥΡΙΖΑ προωθήθηκε και στηρίχθηκε όσο ποτέ άλλοτε ο αγωγός EastMed. Επί ΣΥΡΙΖΑ πέρασε το EastMed Act που πίεζε το State Department για πρώτη φορά να καταγράψει τις τουρκικές παραβιάσεις και να άρει το εμπάργκο όπλων στην Κύπρο. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησαν επενδύσεις αμερικανικές όπως το FSRU που εγκαινιάσατε προχθές. Καλά κάνατε και το εγκαινιάσατε, αλλά είπατε “δικό μας έργο”. Επί ΣΥΡΙΖΑ προχώρησε αυτό. Μαζί με τον Μπορίσοφ το υπογράψαμε». 

Και δεν έμεινε εκεί: «Εγκαινιάσατε και τα Ναυπηγεία της Σύρου. Επί ΣΥΡΙΖΑ έγινε και αυτό το έργο», πρόσθεσε για να συνοψίσει ο ίδιος: «Η Ελλάδα και κάθε Έλληνας πρωθυπουργός, κύριε Μητσοτάκη, οφείλει να διαπραγματεύεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την ενίσχυση των διμερών μας σχέσεων, αλλά σε αμοιβαία επωφελή βάση. Για εμάς αμοιβαία επωφελής βάση συνεργασίας στον τομέα της άμυνας είναι η εξασφάλιση ανταλλαγμάτων και εγγυήσεων σε σχέση με τα αμυντικά συμφέροντα της χώρας».

Το καλύτερο όλων, ωστόσο, ήταν όταν ο κ. Τσίπρας -άθελά του, κατά τα φαινόμενα- επικαλέστηκε την ίδια ακριβώς ρήση του Μαρκ Τουέιν που είχε χρησιμοποιήσει λίγο νωρίτερα ο κ. Μητσοτάκης. «Πατριωτισμός σημαίνει πίστη στην πατρίδα πάντα, πίστη στην κυβέρνηση μόνο όταν το αξίζει», ήταν η επίμαχη φράση στην οποία, όμως, οι δύο αρχηγοί… κατάφεραν να δώσουν διαφορετική ερμηνεία. Ο μεν πρωθυπουργός είπε ότι στο θέμα της ελληνοαμερικανικής συμφωνίας «συμπίπτουν και ισχύουν απόλυτα και οι δύο αυτές προϋποθέσεις». Ο δε αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης αντέτεινε ότι «εσείς αποδεικνύετε, μέρα με τη μέρα, ότι δεν το αξίζετε».

Για να αποδειχθεί, έτσι, πως όταν ένας πολιτικός θέλει να διαφωνήσει, μπορεί να το κάνει ακόμη και όταν συμφωνεί…