Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΕΛ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΝΕΛ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Επιτέλους, μια παραίτηση!



            Αν κατάλαβα καλά, ο μόνος… «χαμένος» αυτών των εκλογών είναι ο υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας Κωστής Μουσουρούλης, ο οποίος με μια δήλωσή του, έξω από τα συνηθισμένα, εξέλαβε το γεγονός ότι δεν κατάφερε να εκλεγεί ως λόγο αποχώρησης από την πολιτική και, χωρίς περιστροφές ή προσχήματα, ανακοίνωσε την έξοδό του από τον πολιτικό στίβο.
Δεν ξέρω αν είναι η ευρωπαϊκή κουλτούρα που υπαγόρευσε στον 51χρονο πολιτικό μια τέτοια στάση, αφού πριν μπει ενεργό στην πολιτική και διεκδικήσει την εκλογή του στο αξίωμα του βουλευτή Χίου, υπήρξε στέλεχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ούτε μπορώ να… πάρω όρκο ότι ο κ. Μουσουρούλης παραιτήθηκε οικειοθελώς από το Κοινοβούλιο για να συμπεριληφθεί στο ευρωψηφοδέλτιο του κόμματος του και να μπει στο πανελλαδικό κυνήγι του σταυρού, που, όπως αποδεικνύεται, είναι γόνιμο σπορ για αναγνωρίσιμους και όχι για γνώστες.
Ξέρω, όμως, ότι μια πλειάδα συναδέλφων του βουλευτών από όλα τα κόμματα που το «έπαιξαν δίπορτο», διεκδικώντας αυτοδιοικητικά αξιώματα σε Δήμους και Περιφέρειες από την ασφάλεια του βουλευτικού αξιώματος, παρότι «μαυρίστηκαν» -σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις «αγρίως»- από τους ψηφοφόρους των περιοχών που εκτέθηκαν, από σήμερα που ξεκινούν και πάλι οι εργασίες της Βουλής, επιστρέφουν στα έδρανα, σαν να μη συνέβη τίποτε.
Πως, όμως, να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό από τους βουλευτές, όταν το σήμα του «δεν τρέχει τίποτε» το έδωσαν οι ηγέτες των κομμάτων τους, αφού σχεδόν στο σύνολό τους, έκαναν ακριβώς το ίδιο όταν από την Κυριακή το βράδυ που εκδόθηκαν τα αποτελέσματα συμπεριφέρονται με το προσχηματικό πρότυπο του… «ούτε γάτα, ούτε ζημιά».
Από τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά, που το κόμμα του έχασε επτά ολόκληρες μονάδες, δηλαδή περίπου το ένα τέταρτο των ψήφων του Ιουνίου του 2012, ως τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Ευάγγελο Βενιζέλο, ο οποίος λίγο έλειψε να… πανηγυρίσει επειδή το κόμμα του εγκαταλείφθηκε μόνον από έναν στους τρεις που το είχαν προτιμήσει στο προ διετίας προηγούμενο ιστορικό χαμηλό του, ουδείς τους έδειξε την ανάγκη να αναγνωρίσει σφάλματα και παραλείψεις.
Περιορίστηκαν και οι δυο τους στη διαπίστωση ότι «δεν σάρωσε ο ΣΥΡΙΖΑ» ή στον γενικόλογο βερμπαλισμό «πήραμε το μήνυμα», πηγαίνοντας παρακάτω.
Και αν ο πρωθυπουργός με τον αντιπρόεδρο θεωρούν ότι μπορούν να καλυφθούν (;) πίσω από τον ανασχηματισμό της κυβέρνησης που ετοιμάζουν, πιστεύοντας ότι έτσι μπορούν να μεταθέσουν στις πλάτες των υπουργών τους ένα μέρος της ευθύνης που τους καταλόγισαν οι πολίτες, αναρωτιέμαι, ειλικρινά, πως επιμένουν να κάθονται στις ίδιες καρέκλες οι μεγάλοι ηττημένοι αυτών των εκλογών που είναι, δίχως αμφιβολία, οι επικεφαλής των Ανεξάρτητων Ελλήνων Πάνος Καμμένος και της ΔΗΜ.ΑΡ. Φώτης Κουβέλης.
Η στάση, ειδικά, που τηρεί ο κ. Κουβέλης, ένας πολιτικός που προς τα έξω, τουλάχιστον, εξέπεμπε ένα ήθος διαφορετικό από τα συνήθη των κλασσικών επαγγελματιών της πολιτικής, είναι άξια μεγάλης απορίας. Αλήθεια, τι άλλο πρέπει να συμβεί στο κόμμα του, για να αναλάβει ο ίδιος την ευθύνη; Πόσο κάτω από το 1,2%, που πήρε στις ευρωεκλογές, χρειάζεται να πέσει η ΔΗΜΑΡ για να αναγνωρίσει ο πρόεδρος της ότι απέτυχε η ηγεσία του;
Στην πολιτική, όπως, άλλωστε, και στην ίδια τη ζωή, έχει, βεβαίως, σημασία πως μπαίνεις και πως πορεύεσαι. Εξίσου, όμως, σημαντικό είναι και το πως φεύγεις. Υπό την έννοια που εκπέμπει η λαϊκή ρήση, σύμφωνα με την οποία «τα στερνά τιμούν τα πρώτα», που παραπέμπει στην υστεροφημία, η οποία σε ακολουθεί όταν γενναία πορεύεσαι, αλλά και όταν, εξίσου γενναία, αποχωρείς. Ακόμη και όταν μια τέτοια πράξη αποδειχθεί ότι είναι προσωρινή και όχι παντοτινή.
Η τακτική που ακολουθεί ο πρόεδρος της ΔΗΜ.ΑΡ. είναι, δυστυχώς, ο κανόνας που ακολουθείται στα ελληνικά πολιτικά ήθη. Δείτε, άλλωστε, πόσοι πρώην αξιωματούχοι, που αποδοκιμάστηκαν, κάποιοι αρκετές φορές, από τον ελληνικό λαό, περιφέρουν το πολιτικό τους σαρκίο, επιμένοντας –μέχρι (φυσικού) θανάτου…- να διεκδικούν ρόλους και στόχους, στους οποίους απέτυχαν κατ΄ επανάληψη.
Γι΄ αυτό και η περίπτωση της παραίτησης του κ. Μουσουρούλη, που ήταν η αφορμή για τούτο το σημείωμα, είναι αξιομνημόνευτη. Για να μπορεί κανείς να αναφωνήσει: Επιτέλους, μια παραίτηση!

Δευτέρα 26 Μαΐου 2014

Η αποδοκιμασία του «πάρτα όλα»



            Πριν επιχειρήσει κανείς να εξάγει ασφαλή συμπεράσματα από τα εκλογικά αποτελέσματα της Κυριακής, αξίζει, νομίζω, μια μακροσκοπική, έστω, επισκόπησή τους μέσα από κάποιες αξιοπρόσεκτες επισημάνσεις που αναιρούν τις εύκολες και μονοδιάστατες ερμηνείες που επιχειρούνται.
            Οι υποψήφιοι της Νέας Δημοκρατίας στις αυτοδιοικητικές εκλογές αναδείχθηκαν νικητές σε επτά από τις δεκατρείς Περιφέρειες, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σε αυτές ο περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Απόστολος Τζιτζικώστας που κατέβηκε χωρίς γαλάζιο χρίσμα από ένα ανεξήγητο πείσμα. Την ίδια ώρα, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ κατατασσόταν πρώτος στις ευρωεκλογές σε οκτώ περιφέρειες.
Ακόμη και στην Ήπειρο, όπου ο γαλάζιος περιφερειάρχης εξελέγη με άνεση από τον πρώτο γύρο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης έδωσε το δικό του χρώμα στον εκλογικό χάρτη της περιοχής, όπως και στη Θεσσαλία, στη Δυτική Ελλάδα και στην Κρήτη, όπου οι υποψήφιοι του για τις Περιφέρειες δεν κατάφεραν καν να μπουν στον δεύτερο γύρο.
Στην μεγάλη πλειονότητα των Δήμων όλης της χώρας, από το Ηράκλειο της Κρήτης έως την Κηφισιά, όπου αναμετρήθηκαν τη δεύτερη Κυριακή εν ενεργεία δήμαρχοι, ηττήθηκαν κατά κράτος ακόμη και σε περιπτώσεις που είχαν ευδιάκριτο προβάδισμα από την πρώτη Κυριακή, καθώς, όπως φαίνεται, αντιμετώπιζαν τις ενωμένες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις που ήθελαν να τερματίσουν την θητεία τους.
Να συνεχίσω; Οι Ανεξάρτητοι Έλληνες που καταβαραθρώθηκαν  στις ευρωκάλπες, κατάφεραν να εκλέξουν δήμαρχο στη Λέσβο ένα δικό τους στέλεχος, τον πρώην βουλευτή Σπύρο Γαληνό. Όπως και το κόμμα Ένωση για την Πατρίδα και το Λαό του Βύρωνα Πολύδωρα, που μόλις που πέρασε το 1% πανελλαδικά, έχει να πανηγυρίζει για την εκλογή στον Δήμο του βουλευτή Νίκου Σταυρογιάννη.
Τι να πει κανείς, εξάλλου, και πώς να σχολιάσει το γεγονός ότι την ίδια περίοδο που εκτινάσσεται σε πανελλαδική κλίμα η Χρυσή Αυγή και ένα τμήμα του ελληνικού λαού επιμένει να επιβραβεύει τον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο του νεοναζιστικού μορφώματος, στον καλλικρατικό Δήμο της Ανδραβίδας στον οποίο ανήκει και η περιβόητη Νέα Μανωλάδα με τις «φράουλες της οργής», εκλέγεται δήμαρχος ο πρώτος μετανάστης, ο γιατρός Ναμπίλ Μοράντ που γεννήθηκε στη Συρία.
Γίνεται, λοιπόν, σαφές από όλα αυτά ότι το μήνυμα από τις τρεις κάλπες δεν είναι ένα και ενιαίο. Και μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να ισχυρίζεται ότι είναι ο απόλυτος νικητής και κυρίαρχος, όταν ένα μεγάλο μέρος των πολιτών φαίνεται να έκαναν τις επιλογές τους με διαφορετικά κριτήρια, αλλού επιβραβεύοντας και αλλού αποδοκιμάζοντας πρόσωπα, αλλά και πολιτικές προτάσεις τόσο σε τοπικό επίπεδο όσο και σε ευρύτερη πανελλαδική διάσταση.
Το ηχηρότατο καμπανάκι, για παράδειγμα, που χτύπησε για τα δύο συγκυβερνώντα κόμματα, τα οποία απώλεσαν σχεδόν δέκα ποσοστιαίες δυνάμεις από την εκλογική δύναμη που είχαν στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, δεν μπορεί να μην ακουστεί από τις ηγεσίες τους επειδή ο ΣΥΡΙΖΑ, με ό,τι συνέβη στη χώρα την τελευταία διετία στη χώρα, δεν κατάφερε να υπερβεί τον πήχη του 27% που είχε από τις εκλογές του Ιουνίου του 2012.
Από την άλλη, η οριακή επικράτηση της Ρένας Δούρου στην Αττική, δεν μπορεί να κρύψει την αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να επιλέξει αυτοδιοικητικά στελέχη με κύρος στις τοπικές κοινωνίες και να συσπειρώσει τις δυνάμεις εκείνες που τον έφεραν να οδηγεί την κούρσα των ευρωεκλογών και να αποσπά ένα σημαντικό προβάδισμα από τη Νέα Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το άκρως διχαστικό μήνυμα «τρεις κάλπες, μια ψήφος» απέτυχε παταγωδώς.
Όσο για τους μεγάλους χαμένους των ευρωεκλογών, τη ΔΗΜΑΡ και τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που εγκαταλείφθηκαν μαζικά από τους ψηφοφόρους τους, δύσκολα μπορεί να κρύψουν οι ηγεσίες τους ότι πλήρωσαν την έλλειψη σαφήνειας στο κυρίως ζητούμενο των εκλογών που δεν είναι -και δεν μπορεί να είναι- άλλο από την διατύπωση πρότασης για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Συμπερασματικά, λοιπόν, φαίνεται ότι η κατακερματισμένη και παραζαλισμένη από την πολύχρονη κρίση ελληνική κοινωνία, ακόμη και όταν στέλνει, από Κυριακή σε Κυριακή, εντελώς διαφορετικά και σε αρκετό βαθμό αντιφατικά μηνύματα επιβράβευσης και αποδοκιμασίας, δείχνει ότι αναζητεί εναγωνίως προτάσεις εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, χωρίς να ταυτίζεται, πλειοψηφικά τουλάχιστον, με τη μια ή την άλλη παράταξη.
Υπό αυτή την έννοια, αν κάποιος ηττήθηκε περισσότερο σε αυτές τις κάλπες είναι οι, εν πολλοίς αλαζονικές, λογικές του «πάρτα όλα» που διακατείχαν τις συνολικές επιλογές τόσο της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο, βεβαίως, και του μεγαλύτερου κυβερνητικού κόμματος.

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2013

Η πολιτική ως παρεοκρατία

Τον καθηγητή  Γιάννη Πανάρετο, παρότι δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τον σέβομαι και τον υπολήπτομαι, καθώς τον συνοδεύσει επί χρόνια η φήμη ενός καλού επιστήμονα στον τομέα της Στατιστικής, ενώ και τις τρεις φορές που θήτευσε στο υπουργείο Παιδείας, τις δύο ως γενικός γραμματέας και την τρίτη ως υφυπουργός, άφησε καλές εντυπώσεις και δούλεψε, όπως λένε όσοι έχουν γνώση του χώρου, αθόρυβα και αποτελεσματικά.
Το ίδιο αθόρυβη είναι και η εικοσιπενταετής θητεία του ως (ισόβιο) μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής. Και ίσως να μη γινόταν ευρύτερα γνωστός σε κύκλους πέραν των φοιτητών του αν δεν είχε οριστεί το 2009 από τον τότε πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου, του οποίου είναι στενός φίλος εδώ και δεκαετίες, πολιτικός υπεύθυνος για την ανοικτή διακυβέρνηση και τη διαβούλευση της κυβέρνησης.
Αν και κατασυκοφαντημένο από τους θιασώτες της κομματοκρατίας, το αποκαλούμενο «opengov» υπήρξε μια πρωτοποριακή πρωτοβουλία για τα ελληνικά δεδομένα που, αν είχε οργανωθεί καλύτερα και δεν υπονομευόταν εκ των έσω, θα μπορούσε να προσφέρει πολλά στη βελτίωση της κατάστασης που επικρατεί στον πολύπαθο δημόσιο τομέα, στον οποίο, όπως έδειξαν και οι πρόσφατες τοποθετήσεις διευθυντικών στελεχών σε νοσοκομεία και άλλους οργανισμούς, οι διευθυντικές θέσεις εξακολουθούν να διανέμονται ως «λάφυρο» στους αποτυχημένους πολιτευτές που «αγωνίσθηκαν» για το κόμμα που είναι στην εξουσία.
Έκανα αυτόν τον σχετικά μακρύ πρόλογο για να δικαιολογήσω τη μεγάλη έκπληξη που ένοιωσα διαβάζοντας το περασμένο Σάββατο την άκρως εντυπωσιακή –για μένα- παρέμβαση του κ. Πανάρετου, ο οποίος σε ανάρτηση στο tweeter έγραψε: «Αν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να κυβερνήσει προοδευτικά πρέπει να πείσει για τις προθέσεις του τους παπανδρεϊκούς και όχι να φλερτάρει με την (sic!) ΑΝΕΛ».
Η έκπληξή μου δεν προήλθε από την γενικότερη θεώρηση της πολιτικής προσέγγισης του κ. Πανάρετου, ο οποίος ως πολίτης έχει προφανώς αναφαίρετο και απεριόριστο δικαίωμα να τρέφει συμπάθεια προς έναν πολιτικό χώρο και να εκδηλώνει αντιπάθεια προς έναν άλλο. Εκείνο που με ξένισε ήταν ότι προσδιοριζόταν και μιλούσε στο όνομα των «παπανδρεϊκών».
Τι είναι, αλήθεια, οι «παπανδρεϊκοί»; Και τι τους ορίζει ως ξεχωριστή οντότητα, ώστε ένας ακαδημαϊκός δάσκαλος, μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής και πρώην υφυπουργός να νιώσει την ανάγκη να καλέσει ένα κόμμα να εκθέσει τις προθέσεις του απέναντι τους για να κριθεί αν μπορεί να κυβερνήσει προοδευτικά;
Πρόκειται, άραγε, για μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα που χρήζει ειδικής αντιμετώπισης;  Όπως, για παράδειγμα, οι Ρομά, τα άτομα με ειδικές ανάγκες, οι τρίτεκνοι, οι ανέστιοι ή οι υπερχρεωμένοι από τη μνημονιακή λαίλαπα;  Και σε ποιους ακριβώς αναφέρεται ο κ. Πανάρετος; Στους ψηφοφόρους του κ. Παπανδρέου ή σε όσους εκείνος έδωσε θέσεις και οφίτσια όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας;   
Καταλαβαίνω τι σημαίνει να δηλώνει κανείς –ειλικρινώς ή όχι, είναι ζήτημα προς κρίση- αριστερός, δεξιός, συντηρητικός, προοδευτικός, κεντρώος, σοσιαλδημοκράτης, σοσιαλιστής, αναρχικός, μαρξιστής, κομμουνιστής, φιλελεύθερος, φασίστας ή να χρησιμοποιεί έναν από τους τόσους άλλους προσδιορισμούς που έχουν καθιερωθεί από την Πολιτική Επιστήμη και την –εγχώρια ή διεθνή- πολιτική πρακτική.  
Δεν αντιλαμβάνομαι, όμως, τι σημαίνει να είναι κάποιος σήμερα «παπανδρεϊκός». Όπως φυσικά δεν μπορώ να αντιληφθώ τι σήμαινε στο παρελθόν να είναι κάποιος «ζαχαριαδικός», «καραμανλικός», «μητσοτακικός», «αβερωφικός» «γεννηματικός», «σημιτικός» ή τώρα να προσδιορίζεται ως «σαμαρικός», «βενιζελικός», «τσιπρικός», και ούτω καθεξής.
Όχι, δεν αιθεροβατώ. Ξέρω ότι υπήρχαν και υπάρχουν -ελπίζω λιγότεροι- πολίτες που προσδιορίζονται πολιτικά με τέτοιους όρους, δίνοντας, έτσι, την ευκαιρία σε ορισμένους να κάνουν μεγάλες καριέρες (και –γιατί όχι;- και πλούτη) ως αρχηγοί και αρχηγίσκοι που με τη σειρά τους δίνουν οντότητα πολιτικού στελέχους και απονέμουν αξιώματα σε πρόσωπα που αναλαμβάνουν στο πλευρό τους ρόλους ακόλουθων και ετερόφωτων δορυφόρων.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση και γι’   αυτό δυσανασχετώ ότι οι διαχωρισμοί αυτού του είδους υπήρξαν ανέκαθεν μια από τις μεγάλες παθογένειες του αμοραλιστικού ελληνικού πολιτικού συστήματος, το οποίο, υπό αυτές τις συνθήκες, συγκροτείται στη λογική της παρεοκρατίας.
Και η παρεοκρατία δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη του νομίσματος της πελατειακής σχέσης με τους πολίτες και του εκμαυλισμού των συνειδήσεων, που όσο αναπτύσσεται και υπάρχει, μοιραία, θέτει εκ ποδών κάθε απόπειρα για άσκηση της πολιτική με αρχές και αξίες.
 (Δημοσιεύθηκε στο www.prototema.gr στις 21.11.2013)

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2013

Οι κάλπικες μεθοδεύσεις τιμωρούν τους εμπνευστές τους

Μπορεί και να είναι το σωστότερο αυτό που πάει να γίνει με την προοπτική στην ψηφοφορία για τη σύσταση Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει το σκάνδαλο με τη λίστα Λαγκάρντ, να στηθούν τρεις κάλπες, όσες, δηλαδή, οι προτάσεις κατηγορίας, και όχι τέσσερις, όσα και τα πρόσωπα που ζητείται να τους ασκηθεί δίωξη.

Η καθεμιά από τις προτάσεις που υπεβλήθησαν, από την κυβερνητική πτέρυγα, τον ΣΥΡΙΖΑ και τη σύμπραξη ΑΝΕΛ και Χρυσής Αυγής, ίσως έχει ένα συγκεκριμένο σκεπτικό, μια λογική αλληλουχία, διαφορετικά από τις άλλες που θα συζητηθούν από κοινού. Και, ενδεχομένως, ο ρόλος και η αρμοδιότητα των οιωνεί «δικαστών» που υποδύονται σε αυτή την απαράδεκτη, από πολλές απόψεις, διαδικασία οι βουλευτές να θεωρηθεί πως είναι ορθότερο να κρίνουν την κάθε πρόταση χωριστά και επί αυτής να αποφασίσουν εμμέσως για τα πρόσωπα και τις αποδιδόμενες κατηγορίες.

Όλα αυτά, όμως, που, όντως, δεν έχουν το ακριβώς ανάλογο ιστορικό προηγούμενο και δεν ξεκαθαρίζονται στο Σύνταγμα και στον Κανονισμό της Βουλής, μπορεί να ισχύουν υπό μια σαφή και ξεκάθαρη προϋπόθεση: Κάθε βουλευτής που θα αποφασίσει να συμμετάσχει σε αυτή τη διαδικασία δεν μπορεί παρά να είναι «υποχρεωμένος» να προσέρχεται και να ψηφίζει και στις τρεις κάλπες.

Ό,τιδήποτε άλλο, δηλαδή κάποιοι να ψηφίζουν σε μια, άλλοι σε δύο ή και στις τρεις κάλπες, μπορεί τυπικά να μην προσκρούει στο Σύνταγμα, στην ουσία, όμως, συνιστά απόλυτο εξευτελισμό όχι μόνον του Συντάγματος, αλλά, κυρίως, των ίδιων των πολιτικών και, εν γένει, της πολιτικής.

Ο βουλευτής ή οι βουλευτές που δεν θα πάνε να ρίξουν ψηφοδέλτιο –επιλέγοντας είτε το «ναι», είτε το «όχι», είτε το «λευκό», δεν θα βαρύνονται, ίσως, τόσο με το «αμάρτημα» της παραβίασης της μυστικότητας της ψήφου, που προνοεί το Σύνταγμα για ψηφοφορίες που αφορούν σε πρόσωπα, όσο θα έχουν υποπέσει στο «αδίκημα» του αυτοεξευτελισμού και, ακόμη χειρότερα, στο «έγκλημα» της καταρράκωσης του κύρους της πολιτικής.

Δεν μπορεί να υπάρχουν βουλευτές που να διστάζουν ή να φοβούνται να εκφράσουν την άποψή τους, όποια και αν είναι αυτή, επειδή, ενδεχομένως, θα θεωρηθεί ότι δεν ακολούθησαν την κομματική γραμμή. Δεν νοείται Βουλή, χωρίς ελεύθερους τους βουλευτές να πουν, έστω μυστικά, την άποψή της.

Σε όσους από τους ιθύνοντες της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, θεωρούν ότι με τον τρόπο αυτό, μπορεί να επιβάλουν τη βούληση τους και να δημιουργήσουν ανάχωμα στις διαρροές, προστατεύοντας, δήθεν, την κυβερνητική σταθερότητα, πρέπει να υπενθυμίσει κανείς το πολύ ευχερές προηγούμενο της κυβέρνησης του κ. Κώστα Καραμανλή.

Η ουσιαστική κατρακύλα της περιβόητης «νέας διακυβέρνησης» ξεκίνησε όταν η τότε οριακώς πλειοψηφούσα Νέα Δημοκρατία έφθασε στο πρωτοφανές να αποχωρεί από την αίθουσα κάθε φορά που γινόταν συζήτηση και επέκειτο μυστική ψηφοφορία επί προτάσεων παραπομπής για σκάνδαλα εκείνης της περιόδου (Βατοπέδι, ομόλογα, κ.ά.), με αποκορύφωμα το πρόωρο και αιφνιδιαστικό κλείσιμο της Βουλής, τον Μάιο του 2009, για να επέλθει παραγραφή των αδικημάτων της περιόδου 2004-2007.

Η μεθόδευση εκείνη, η οποία έχει αρκετές αναλογίες με τη διαφαινόμενη τωρινή, αφού και στις δύο περιπτώσεις κυριαρχεί ο φόβος για παραπεμπτικές διαρροές από την πλειοψηφία κατά τη μυστική ψηφοφορία-, όχι μόνον δεν διέσωσε τους πρωταγωνιστές του κοινοβουλευτικού ευτελισμού, αλλά, αντιθέτως, τους καταδίκασε στη συνείδηση όλης της κοινωνίας, στην οποία παραμένουν «ένοχοι», ακόμη και αν δεν κάθησαν ποτέ στο σκαμνί.

Ας το ξανασκεφθούν, λοιπόν, ξανά και ξανά οι υπεύθυνοι των κοινοβουλευτικών ομάδων της συγκυβέρνησης και ας βρουν τρόπο να αποτρέψουν τη ζημιά που θα γίνει και η οποία, σε κάθε περίπτωση, θα είναι μεγαλύτερη από αυτή που θεωρούν ότι μπορούν να αποτρέψουν.

Το λιγότερο που μπορούν να κάνουν, για να περισώσουν, ίσως, ορισμένα προσχήματα, είναι να υποχρεώσουν τους βουλευτές τους να ψηφίσουν σε όλες τις κάλπες. Γιατί, αλλιώς, μπορεί να κερδίσουν την ψηφοφορία, αλλά θα χάσουν τα πάντα: που, εν προκειμένω, είναι η οριστική απώλεια και του τελευταίου ψήγματος αξιοπιστίας που έχει απομείνει στο πολιτικό μας σύστημα.