Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαρουφάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαρουφάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Γιατί ο Τσίπρας παραχαράσσει τη μνημονιακή «Οδύσσεια»



Ό,τι και αν φαντασιώνονται διάφοροι ΣΥΡΙΖΑίοι αξιωματούχοι, δεν νομίζω να υπάρχει εχέφρων πολίτης αυτής της χώρας που να μην ευαρεστείται επειδή, έστω και με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το τυπικό τέλος των προγραμμάτων διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Ου μην αλλά και της ελληνικής κοινωνίας η οποία, αν τα πράγματα κυλούσαν διαφορετικά, είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα πλήρωνε ακόμη βαρύτερο τίμημα από το ήδη βαρύ που ήδη κατέβαλε στη διάρκεια της δεκαετούς μνημονιακής «Οδύσσειας».
Καθώς, όμως, ο μεγάλος αυτός κύκλος δείχνει να κλείνει, αφού τέταρτο χρηματοδοτικό πρόγραμμα δεν πρόκειται να μας δοθεί, το ζητούμενο δεν είναι –ή μάλλον δεν θα έπρεπε να είναι- αν θα στηθούν ή όχι πανηγύρια για να γιορτάσουμε κάτι για το οποίο μόνον μελαγχολικά συναισθήματα προκαλούνται στο συλλογικό κοινωνικό υποσυνείδητο, αφού, εκτός όλων των άλλων, υπάρχουν «ουρές» με επερχόμενα νέα επώδυνα μέτρα.  
Το μεγάλο ζητούμενο, αντιθέτως, είναι –ή θα έπρεπε να είναι- η αναζήτηση για το τι αφήνει πίσω του αυτός ο δεκαετής κύκλος της κρίσης. Με άλλα λόγια, το «ορόσημο» της 21ης Αυγούστου 2018 θα ήταν πιο χρήσιμο να αποτελέσει αφορμή όχι για τελετές και παρελάσεις, αλλά για αναστοχασμό των δεδομένων που μας οδήγησαν στα Μνημόνια και για αποτίμηση των λόγων που μας κράτησαν καθηλωμένους σε αυτά επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα.
Με ευθύνη πρωτίστως των κυβερνώντων, δυστυχώς, δεν διαφαίνεται καμία απολύτως τέτοια πρόθεση. Με τις ίδιες αυταπάτες, φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις που οδηγηθήκαμε στην κρίση, η οποία έφερε τα Μνημόνια, κινούμαστε και προς την υποτιθέμενη πορεία εξόδου. Άλλωστε, ακόμη και στην μάλλον αυτονόητη αλληλουχία των γεγονότων –η κρίση έφερε το Μνημόνιο ή το Μνημόνιο την κρίση;- δεν έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολίτες σε αυτή τη χώρα.
Μια σημαντική μερίδα συμπατριωτών μας, που δεν αποκλείεται να αποτελεί και πλειονότητα, θεωρεί ακόμη και σήμερα ότι η ένταξη στα Μνημόνια δεν ήταν παρά «προϊόν συνωμοσίας από τις δυνάμεις του κακού» που η σύνθεσή τους ποικίλλει ανάλογα με τις δοξασίες ενός εκάστου: ορισμένοι αρκούνται στην απλοϊκή προσέγγιση ότι «συνεννοήθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου με το ΔΝΤ», άλλοι που διαθέτουν πιο οργιώδη φαντασία εμπλέκουν περισσότερους «δράκους» στο συνωμοσιολογικό παραμύθι που κυκλοφορεί σε δεκάδες εκδοχές.
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να μην είναι ο πρώτος διδάξας τη «δαιμονοποίηση» της πραγματικότητας, καθώς υπήρχαν πριν από αυτόν και άλλοι που επεδίωξαν και -ως ένα βαθμό έκαναν- καριέρα ως «αντιμνημονιακοί», ωστόσο ο νυν πρωθυπουργός είναι εκείνος που χρεώνεται πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο το γεγονός ότι επί των ημερών του τερματίστηκε ο αμοραλιστικός λαϊκισμός εξαιτίας του οποίου η ελληνική κοινωνία εμποδίζεται να βγάλει σωστά συμπεράσματα ώστε να της γίνουν μαθήματα τα δεινά μνημονιακά παθήματα.
Όσες και όποιες δικαιολογίες και αν είχε παλαιότερα ο κ. Τσίπρας, όταν επικαλούνταν τις αυταπάτες που προέρχονταν από την απειρία του, η επιμονή του στις παραπλανητικές περιγραφές της κατάστασης στην οποία βρίσκει τη χώρα η λήξη του τρίτου και βαρύτερου (ολοδικού του) προγράμματος είναι απολύτως αναντίστοιχη με την πραγματικότητα αλλά και με τις προσδοκίες που έχει πλέον η κοινή γνώμη.
Κακά τα ψέματα, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος -κατά τους χαρακτηρισμούς του συρμού- «φιλοΣΥΡΙΖΑ» ή «αντιΣΥΡΙΖΑ» για να παραδεχθεί ότι η Ελλάδα του σήμερα είναι φτωχότερη και πιο αδύναμη από ότι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Είναι φτωχότερη και πιο αδύναμη όχι μόνον από την Ελλάδα του 2004, όταν έφτασε στο απώγειο της αμέριμνης ευημερίας, ή του 2008, όταν ξεκίνησε η ύφεση, αλλά και από την Ελλάδα του 2010, που άκουσε το… παρηγορητικό «kalo kouragio» του Όλι Ρεν, και του 2015 που επέλεξε να πειραματιστεί με τον ανεκδιήγητο Για(ν)νη Βαρουφάκη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι η Ελλάδα έγινε φτωχότερη και πιο αδύναμη όχι μόνον οικονομικά. Έγινε φτωχότερη και πιο αδύναμη σε όλους τους τομείς. Οι θεσμοί της είναι σε μεγαλύτερη κρίση και το πελατειακό κράτος, που όλοι έδειχναν ως μια από τις βασικές πηγές των δεινών, αντί να συρρικνώνεται διευρύνεται. Οι νέοι και εν γένει οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου «παίρνουν των ομματιών τους» και αφήνουν το πεδίο ελεύθερο σε όσους βολεύονται με ρουσφέτια και ψιλοεπιδόματα.        
Γι΄ αυτό και θα περίμενε κανείς από έναν υπεύθυνο πρωθυπουργό, αντί να αναζητεί συμβολισμούς προς άγρα πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων, να έβγαινε σε αυτή την συγκυρία και να έλεγε όλη την αλήθεια τόσο για την περίοδο πριν από το Μνημόνιο, όσο και για τα όσα έγιναν -ή θα μπορούσαν να αποφευχθούν- στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, όπως και για τις πραγματικές –θετικές και αρνητικές- προοπτικές που διανοίγονται μπροστά μας.
Δεν πρόκειται, ωστόσο, να κάνει κάτι τέτοιο ο κ. Τσίπρας. Και δεν θα το κάνει για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, διότι δεν έχει μάθει να το κάνει, όπως έδειξαν οι προσωπικοί του χειρισμοί κατά την πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι, όταν, αντί να καρατομήσει την ίδια νύχτα τους υπαίτιους για την εκατόμβη των θυμάτων που παραπλάνησαν και τον ίδιο, επέλεξε να τους καλύψει με επικοινωνιακά τερτίπια. Και δεύτερον, διότι οι κόλακες που τον περιστοιχίζουν –όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες τις αυλές των ηγεμόνων- φαίνεται ότι τον έχουν πείσει ότι «δεν χάνεις εσύ από τον Μητσοτάκη».
Όπως και να έχει, δεν θα είναι ο πρώτος που θα πέσει θύμα αυτής της αυταπάτης. Πόσω μάλλον που μιλάμε για τον πρωθυπουργό που έκανε υπουργό Οικονομικών τον Βαρουφάκη επειδή τον θεωρούσε «asset»!

Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

Ο Ματαρέλα ίσως τους γλιτώσει από τα πανάκριβα δίδακτρα



            Η Ιταλία υπήρξε ανέκαθεν μια πολιτικά παράδοξη χώρα. Οι συνεχείς εναλλαγές κυβερνήσεων είναι το κύριο χαρακτηριστικό της μεταπολεμικής ιστορίας της χώρας. Όπως και το γεγονός ότι οι πολίτες της ψήφιζαν  και έστελναν στα κοινοβουλευτικά έδρανα ιδιόρρυθμες προσωπικότητες. Σαν την ουγγρικής καταγωγής πορνοστάρ Ιλόνα Στάλερ, γνωστότερη ως Τσιτσιολίνα, η οποία εξελέγη βουλευτής το 1987 με το «Ριζοσπαστικό Κόμμα» του αντισυμβατικού πολιτικού Μάρκο Πανέλα.
            Στις προηγούμενες ευρωεκλογές, τον Μάιο του 2014, στη γείτονα κατέβηκε ψηφοδέλτιο με την ονομασία «Η Άλλη Ευρώπη με τον Τσίπρα». Ναι, καλά διαβάσατε, πήρε μέρος στις κάλπες σχηματισμός που είχε στον τίτλο του το όνομα του Έλληνα νυν πρωθυπουργού και, τότε, αρχηγού, του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος διεκδικούσε το αξίωμα του προέδρου της Κομισιόν απέναντι στον δεξιό Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, τον σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς και την πράσινη Σκα Κέλερ.
Το «ψηφοδέλτιο Τσίπρα» πήρε σε όλη την ιταλική επικράτεια 4,03% ή 1,1 εκατομμύρια ψήφους και εξέλεξε 3 ευρωβουλευτές, καταγράφοντας 8,91% στη Φλωρεντία, 8,89% στην Μπολόνια, 6,16% στη Ρώμη, 6,57% στο Τορίνο, 6,48% στο Μιλάνο, 6,05% στο Μπάρι, 5,83% στη Βενετία, 5,67% στη Νάπολη και 5,34% στο Παλέρμο.
Στην προ τετραετίας αυτή εκλογική αναμέτρηση νικητής είχε αναδειχθεί το Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι που με ποσοστό 40,81% είχε καταγράψει δεκαπλάσια δύναμη από τη «λίστα Τσίπρα». Το λαϊκίστικο «Κίνημα των Πέντε Αστέρων» του κωμικού Μπέπε Γκρίλο που ήταν η ανερχόμενη δύναμη είχε φθάσει στο 21,15%, ενώ η ακροδεξιά Λέγκα του Βορρά είχε περιοριστεί στο 6,15%.
Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές που έγιναν τον περασμένο Μάρτιο ήρθαν τα πάνω κάτω. Η Κεντροαριστερά του Ρέντσι κατέρρευσε, αφήνοντάς μας με την απορία για το που να κατέληξαν οι πάνω από ένα εκατομμύριοιταλοί… «τσιπριστές» του 2014, αφού η χώρα στράφηκε προς τα δεξιά. Νικητές από την κάλπη αναδείχθηκαν οι λαϊκιστές του Γκρίλο που έφθασαν στο 32,61% και η Λέγκα που εκτινάχθηκε στο 18,71%.
Με μόνη κοινή συνισταμένη την αντιευρωπαϊκή ατζέντα τους, οι «πεντάστεροι» λαϊκιστές και οι πάλαι ποτέ αποσχιστές του ιταλικού Βορρά αποφάσισαν να συνασπιστούν συγκροτώντας κυβέρνηση με υπουργό Οικονομικών έναν υπέργηρο εξωκοινοβουλευτικό αρνητή του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος. Η φαεινή τους, όμως, αυτή ιδέα προσέκρουσε στο βέτο του προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας Σέρτζιο Ματαρέλα, ενός, κατά τα φαινόμενα, νουνεχή πολιτικού.
Η πρωτοβουλία του Ματαρέλαπροκάλεσε διαμαρτυρίες, αλλά ο ίδιος δεν κάμφθηκε. «Έχω την υποχρέωση, βάσει του Συντάγματος, να προστατέψω τις αποταμιεύσεις των Ιταλών», είπε σε δραματικό διάγγελμα που εκφώνησε. «Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνεται η ιταλική κυριαρχία, ενώ στέλνουμε πίσω απαράδεκτες κρίσεις για τη χώρα μας που διαβάσαμε στον Τύπο άλλης ευρωπαϊκής χώρας», συμπλήρωσε.
«Έκανα ό,τι μπορούσα για να σχηματισθεί πολιτική κυβέρνηση, αλλά υπερασπίζομαι το Σύνταγμα», τόνισε απευθυνόμενος στους συμπατριώτες του. «Η συμμετοχή στο ευρώ είναι βασική για τη χώρα μας και την προοπτική των νέων μας. Αν κάποιος θέλει να το συζητήσει, χρειάζεται σαφής εμβάθυνση», συνέχισε υπερασπιζόμενος το βέτο του το οποίο, όπως διευκρίνισε, αφορούσε αποκλειστικά και μόνο τον διορισμό στο υπουργείο Οικονομικών ενός εξωκοινοβουλευτικού οικονομολόγου.
Η συμπεριφορά του ιταλού Προέδρου σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως τόσο στην ίδια τη χώρα του, όσο και διεθνώς. Οι επικριτές του κ. Ματαρέλα επιστράτευσαν όλα τα συνωμοσιολογικά σενάρια για τη «δικτατορία των αγορών και του… Σόρος» ή την «τυραννία των Βρυξελλών και του Βερολίνου» τα οποία εμείς εδώ στη χώρα μας τα έχουμε ακούσει τόσες και τόσες φορές. Στην προκειμένη περίπτωση ήταν αστείο να ακούς όσους κατάπιαν το δημοψηφισματικό «όχι» που έγινε «ναι» να θέτουν ζήτημα «πολιτικής νομιμοποίησης» του προεδρικού βέτο και να ζητούν σεβασμό στη λαϊκή ετυμηγορία.   
Οι υπερασπιστές του, από την άλλη, αντέτειναν την «ελληνική περιπέτεια» του 2015 και το βαρύτατο τίμημα που πληρώσαμε –και ακόμη πληρώνουμε- εξαιτίας της απίθανης, δήθεν, διαπραγμάτευσης που, τάχατες, διεξήγαγε ο αλήστου μνήμης Γιάνης Βαρουφάκης, περιδιαβαίνοντας τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες με τα παρδαλά πουκάμισα έξω από το παντελόνι.
Είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός-και παραδεκτό ακόμη και από τον Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος τον αποκαλούσε «asset» της κυβέρνησης του, πριν αντιληφθεί ότι είχε να κάνει με «ανόητο»- ότι αν κάποιος είχε βάλει φρένο στον Βαρουφάκη πριν οδηγηθούμε στο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ίσως να είχαμε γλιτώσει τα capital controls και να μη χρειαζόταν να καταβάλουμε τόσο ακριβά δίδακτρα για να μάθουμε ότι η παραμονή στο ευρώ είναι όρος επιβίωσης για τη χώρα και τον λαό.
Ο Σέρτζιο Ματαρέλα έδειξε να συνειδητοποιεί ότι το δικό μας πάθημα μπορεί να γίνει σε κάποιους μάθημα. Μένει τώρα να πειστούν και οι συμπατριώτες του ότι η πρόθεσή του είναι να τους γλιτώσει από το να πληρώσουν και εκείνοι πανάκριβα δίδακτρα όπως αυτά που καταβάλαμε εμείς. Αν το αντιληφθούν -οι ιταλοί πολιτικοί κατ΄ αρχήν και εν συνεχεία οι πολίτες- έχει καλώς. Αν όχι, τότε «με τις υγείες τους», όπως θα έλεγε και ο μεταμεληθείς –μετά την καταβολή των διδάκτρων- Αλέξης Τσίπρας.

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Ανεπίδεκτοι μαθήσεως



             Με τη γενικόλογη παραδοχή «έκανα λάθη, μεγάλα λάθη» και με μόνη την επεξήγηση ότι το μεγαλύτερο λάθος του μπορεί να ήταν «η επιλογή των ανθρώπων σε θέσεις-κλειδιά», ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε με τη συνέντευξη που εκτάκτως παραχώρησε στον βρετανικό Guardian να αποφύγει τον ασφυκτικό αρνητικό επικοινωνιακό κλοιό υπό τον οποίο βρέθηκε εξαιτίας των όσων έφερε στο φως το πάλαι ποτέ κυβερνητικό asset που ακούει στο όνομα Γιάν(ν)ης Βαρουφάκης και που τώρα έγινε αίφνης αποσυνάγωγος και «alter ego του Σόιμπλε».
Είτε, ωστόσο, στέκεται κανείς επιφυλακτικά απέναντι στα όσα γράφει στο βιβλίο του ο ναρκισσευόμενος οικονομολόγος τον οποίο ο κ. Τσίπρας -για κακή τύχη της πολύπαθης χώρας μας- όρισε υπουργό των Οικονομικών σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας, είτε πιστεύει ότι ο πληγωμένος εγωισμός του Βαρουφάκη για τα όσα του καταμαρτυρούν οι πρώην σύντροφοι και θαυμαστές του θα τον κάνει να δώσει σύντομα στη δημοσιότητα τις ηχογραφημένες συνομιλίες που λέει ότι έχει στην κατοχή του, το μόνο βέβαιο είναι ότι η αναγνώριση της λανθασμένης επιλογής δεν απαλλάσσει τον πρωθυπουργό από τις βαρύτατες ευθύνες που έχει για τη ζημιά που από κοινού προκάλεσαν στη χώρα.
«Ο σοφός μαθαίνει από τα λάθη των άλλων, ο έξυπνος από τα δικά του και ο βλάκας δεν μαθαίνει ποτέ» λέει ένα γνωστό απόφθεγμα που ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση του κ. Τσίπρα. Ο οποίος, ό,τι και αν λένε τα λογής - λογής φερέφωνα που για διαφόρους λόγους έχουν ταχθεί στην υπηρεσία του, δεν μαθαίνει ούτε από τα λάθη των άλλων ούτε από τα δικά του. Και γενικώς αποδεικνύεται με κάθε ευκαιρία ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο κύκλος που τον περιβάλλει είναι στη μεγάλη πλειονότητά τους πρόσωπα ανεπίδεκτα μαθήσεως, που, παρά τα υψηλά δίδακτρα που καταβάλλει ο ελληνικός λαός δεν πρόκειται να μάθουν. 
Από το σκίσιμο των Μνημονίων έως την αύξηση του κατώτατου μισθού, από το άφρων δημοψήφισμα που εν μια νυκτί  μετέτρεψαν το «Όχι» σε «Ναι» έως την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ που καλούσαν τον κόσμο να μην τον πληρώσει, από το διαβόητο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που δεν το πίστευαν ούτε οι ίδιοι που το συνέταξαν, έως το εξίσου ψευδεπίγραφο «Παράλληλο Πρόγραμμα» με το οποίο υπέκλεψαν για δεύτερη φορά την ψήφο των αφελών ψηφοφόρων, ο κατάλογος των ψευδαισθήσεων, των αυταπατών και των εξαπατήσεων δεν έχει τέλος.
Και, πάντως, το αντίδοτο για όλα αυτά δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η δικαιολογία ότι «αν βγεις έξω στο δρόμο και ρωτήσεις για αυτή την κυβέρνηση, πολλοί μπορεί να μας πουν ψεύτες αλλά κανείς δεν θα πει ότι είμαστε διεφθαρμένοι ή ανήθικοι ή ότι βάλαμε το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι», την οποία επικαλέστηκε ο κ. Τσίπρας στη συνέντευξη στον Guardian. Και δεν είναι διότι ο πρωθυπουργός έχει φαίνεται πολύ καιρό να βγει από το περίκλειστο Μαξίμου ή να συναγελαστεί με πρόσωπα που δεν ενστερνίζονται την υψηλή αισθητική και τον απαράμιλλο πολιτικό πολιτισμό που διακρίνουν τις μεταμεσονύκτιες διαδικτυακές αναρτήσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολλάκη.
Αν, παρ΄ ελπίδα, αποφάσιζε να αρχίσει να βγαίνει παραέξω θα μάθαινε πολλά τα οποία ίσως δεν ξέρει επειδή δεν του τα λένε οι γύρω του. Ή που, ενδεχομένως, τα ξέρει και δεν θέλει να μαθευτούν παραέξω. Γι΄ αυτό, πιθανότατα, αρνείται πεισματικά τη σύσταση Εξεταστικών Επιτροπών τόσο για τα όσα έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2015 όσο και για το σκάνδαλο με το ναρκωπλοίο Νoor 1. Και στις δύο αυτές υποθέσεις συμβαίνει να πρωταγωνιστούν πρόσωπα που ο ίδιος επέλεξε και που δεν θα γλυτώσει έτσι εύκολα ψελλίζοντας το γενικόλογο  «έκανα λάθη, μεγάλα λάθη» που είπε στη βρετανική εφημερίδα.     
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο το παρελθόν που μαρτυρά την αδυναμία του κ. Τσίπρα και των ανθρώπων του να διδαχθούν είτε από τα λάθη των άλλων είτε από τα δικά τους λάθη. Είναι, πολύ περισσότερο, το αδυσώπητο παρόν, η ανελέητη καθημερινή πραγματικότητα που δείχνει περίτρανα ότι δεν έχουν καμία δυσκολία να κάνουν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια λάθη. Όπως επίσης και ότι τίποτε δεν είναι σε θέση να τους εμποδίσει να επαναλάβουν ξανά και ξανά την ίδια κωλοτούμπα όταν τεθούν σε διακινδύνευση οι θέσεις εξουσίας.
Από τη Δημόσια Διοίκηση και το άθλιο παιγνίδι με τους πελατειακούς διορισμούς έως την Παιδεία και τους γελοίους πειραματισμούς επιστροφής στο παρελθόν, από τις ιταμές προκλήσεις εις βάρος της Δικαιοσύνης έως την καταστρατήγηση των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού που συνιστούν οι ρουσφετολογικές επιλογές στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκηση, με αποκορύφωμα την ανεκδιήγητη απόφαση για μετάθεση των επόμενων εκλογών, δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας ζωής στον οποίο να μην ανατρέπονται περισσότερες από μια φορές οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες που η εφαρμογή τους θα συμβάλει αποφασιστικά στην επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα.
Η καλύτερη ίσως απόδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα που είναι ανεπίδεκτα μαθήσεως είναι η σπουδή να βγουν πρόωρα στις αγορές, κόντρα στις προειδοποιήσεις σοβαρών ανθρώπων, όπως ο Μάριο Ντράγκι, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Κλάους Ρέγκλινγκ, που έχοντας γνώση των συνθηκών συνιστούσαν υπομονή. Η παρέα του Μαξίμου, όμως, δεν διδάχθηκε από το λάθος των προηγούμενων που βιάστηκαν να βγουν στις αγορές και πήραν εξ αυτού υψηλό επιτόκιο που δεν τους επέτρεψε να ξαναβγούν. Και δεν φαίνεται να διδάσκονται ούτε από το δικό τους λάθος που είχε ως αποτέλεσμα να πληρώσουμε –με όρους spread τουλάχιστον- υψηλότερο επιτόκιο. Γι΄ αυτό και καταφεύγουν, κατά την προσφιλή τους τακτική, σε ψεύτικους πανηγυρισμούς περί επιτυχούς εξόδου. Πανηγυρισμοί οι οποίοι δείχνουν ότι δεν μαθαίνουν. Και, δυστυχώς, δεν πρόκειται να μάθουν.

Πέμπτη 29 Ιουνίου 2017

Τους πήραν χαμπάρι οι εξαπατημένοι



Συνήθως οι πρωθυπουργοί, τουλάχιστον στις κανονικές χώρες, όταν αναλαμβάνουν μια πρωτοβουλία το κάνουν επειδή είναι βέβαιοι για το αποτέλεσμα της. Σε περιπτώσεις λαϊκών κινητοποιήσεων, ειδικότερα, ο κανόνας θέλει να προηγείται εξαντλητικός διάλογος και εντατική διαπραγμάτευση από τους αρμόδιους υπουργούς με στόχο να προετοιμαστεί το έδαφος για τη βέλτιστη λύση, την οποία, εφόσον δεν μπορούν να δώσουν οι ίδιοι, την παραπέμπουν στα υψηλότερα κλιμάκια.
Είθισται, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, ο επικεφαλής της κυβέρνησης που έχει επίγνωση του ρόλου του να εμπλέκεται προσωπικά στην κρίση όταν αυτή  βαίνει προς εκτόνωση και απαιτείται η δική του παρέμβαση σε τρόπον ώστε, όχι να διαπραγματευτεί, ο ίδιος αλλά με το αυξημένο κύρος του αξιώματος του και την υψηλή θεσμική αξιοπιστία που διαθέτει να εγγυηθεί την εφαρμογή των συμπεφωνημένων.
Τίποτε από όλα αυτά, τα γνωστά και δοκιμασμένα, δεν ίσχυσε στην περίπτωση της συνάντησης του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τους εκπροσώπους των εργαζομένων στην Αυτοδιοίκηση. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης δεν παρενέβη για να επικυρώσει συμφωνία που, όπως θα ήταν το φυσιολογικό και αναμενόμενο, είχαν συνάψει νωρίτερα οι συνεργάτες του.
Αντιθέτως, κινήθηκε με διάθεση να «πάρει πάνω του το παιχνίδι», όπως θα έλεγαν τα γνωστά φερέφωνα του Μαξίμου αν η κατάληξη ήταν διαφορετική. Έτσι, ο κ. Τσίπρας ενεπλάκη στην υπόθεση με τη γνωστή προχειρότητα που χαρακτηρίζει τα έργα και τις ημέρες του και με την ακόμη γνωστότερη… διαπραγματευτική δεινότητα που νομίζει ότι διαθέτει. Ακολούθησε, με άλλα λόγια, τη δική του πεπατημένη που δεν είναι άλλη από το διαρκές «τζογάρισμα» στο οποίο επιδίδεται μέσα από τις -συνήθως ανεκπλήρωτες- υποσχέσεις που δίνει προς κάθε κατεύθυνση και με κάθε ευκαιρία.
Αυτή τη φορά, όμως, ο κ. Τσίπρας απέτυχε. Κι ο λόγος της οικτρής αποτυχίας του ήταν επειδή δεν αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να δίνει κάποιος απεριόριστα τις ίδιες υποσχέσεις στους ίδιους ανθρώπους. Βλέπετε, οι άνθρωποι που είχε απέναντι του στην αίθουσα συσκέψεων του Μεγάρου Μαξίμου είχαν ξανακούσει και από τα πρωθυπουργικά χείλη ότι η κυβέρνηση θα τους μονιμοποιούσε όλους και χωρίς κριτήρια. Μόνον, όμως, που δεν το έκανε, όπως δεν θα το κάνει και τώρα επειδή πρωτίστως δεν το επιτρέπει το Σύνταγμα και δευτερευόντως δεν θα λάβει «πράσινο φως» από τους δανειστές στους οποίους έχει υποταχθεί όσο κανένας προκάτοχός του.
Μπορεί να μην είναι συνταγματολόγοι όσοι εργάζονται στην αποκομιδή των απορριμμάτων, αλλά διαθέτουν τον κοινό νου που τους επιτρέπει να αντιλαμβάνονται το εύρος της εξαπάτησης που υφίστανται την τελευταία διετία από τους υπουργούς των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αλλά και από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα, ο οποίος είχε προ μηνών δεσμευτεί σε συναδέλφους τους στη Θεσσαλονίκη ότι θα έδινε λύση.
Υπό αυτές τις συνθήκες, το «όχι» που είπαν οι εργαζόμενοι στην Αυτοδιοίκηση στις… προσφορές του πρωθυπουργού είναι μάλλον το ηχηρότερο ράπισμα που δέχεται ο κ. Τσίπρας στο εσωτερικό της χώρας κατά τα δυόμισι χρόνια που ηγείται των… ατάκτων «σκιτζήδων» που παριστάνουν την κυβέρνηση. Ήταν ένα «όχι» που αποδεικνύει ότι αποτελεί πλέον μακρινό παρελθόν ο «αποθεωτικός» Ιούνιος του 2015 όταν οι Έλληνες πίστευαν τις ψευδείς πρωθυπουργικές υποσχέσεις ότι ήταν ζήτημα ημερών η άρση των κεφαλαιακών ελέγχων που έθεσε σε εφαρμογή σε αγαστή συνεργασία με τον αλήστου μνήμης υπουργό των Οικονομικών εκείνης της περιόδου.
Τα διαβόητα πλέον capital controls είναι ακόμη εδώ και δεν χρειάζεται να είναι κανείς μεγαλοκαταθέτης για να έχει συνειδητοποιήσει την τεράστια ζημιά που υπέστη η ελληνική οικονομία αυτή τη διετία εξαιτίας της κυβερνητικής αφροσύνης. Ούτε χρειάζεται να είναι κάποιος ιδιαίτερα ευφυής για να καταλάβει τη συνεχιζόμενη χυδαία εξαπάτηση. Που γίνεται χυδαιότερη όταν ουδείς από τους κυβερνώντες αναλαμβάνει την παραμικρή ευθύνη για όσα συμβαίνουν και για τα οποία ενοχοποιούνται άλλοτε οι ξένοι πιστωτές και άλλοτε η αντιπολίτευση.
Έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια διπλή εξαπάτηση που τη βιώνουν σχεδόν οι πάντες στο πετσί τους: οι συνταξιούχοι που βλέπουν τις συντάξεις τους να κατακρεουργούνται, αλλά οι κυβερνώντες προσπαθούν να τους πείσουν ότι δεν είναι αυτό που νομίζουν, οι εργαζόμενοι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες που βλέπουν τα εισοδήματά τους να εξανεμίζονται από τους επιπλέον φόρους που πηγαίνουν για να στηθεί ο νέος κομματικός στρατός, οι ιδιοκτήτες ακινήτων που πίστεψαν ότι θα γλίτωναν τον ΕΝΦΙΑ και θα κουρευόταν το δάνειο τους και τώρα κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους με ηλεκτρονικούς πλειστηριασμούς, οι νέοι που ήλπισαν ότι η μετανάστευση δεν θα ήταν ο δικός τους μονόδρομος. 
Επειδή, όμως, όπως έλεγε ο Αβραάμ Λίνκολ, «μπορείς να ξεγελάς πολλούς για λίγο καιρό, λίγους για πολύ καιρό, αλλά δεν μπορείς να ξεγελάς τους πάντες για πάντα», είναι πλέον φανερό ότι η αντίστροφη μέτρηση για τον κ. Τσίπρα και την κυβέρνηση του έχει αρχίσει. Δεν τους πιστεύει πια σχεδόν κανείς, διότι είναι πολλοί εκείνοι που εξαπατήθηκαν.
Γι΄ αυτό και ανεξαρτήτως με την τροπή που θα έχει η απεργία στην αποκομιδή των σκουπιδιών –που η ευχή και η ελπίδα όλων μας δεν μπορεί παρά να είναι ότι πρέπει να λήξει το συντομότερο-, οι εργαζόμενοι στην καθαριότητα με τη στάση που τήρησαν αυτές τις μέρες «έγραψαν ιστορία»: κονιορτοποίησαν την όποια εναπομείνασα κυβερνητική, ου μην αλλά και πρωθυπουργική, αξιοπιστία.

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

«Μπλοκάκι» ή εκδρομικός σάκος;



Η πρόσφατη τηλεοπτική εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ήρθε να υπογραμμίσει με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την αέναη διαπάλη ανάμεσα στις δύο Ελλάδες: την Ελλάδα της σοβαρότητας, των τεκμηριωμένων θέσεων και της εστίασης στο αποτέλεσμα, που  αντιπαλεύει με την Ελλάδα της μπουρδολογίας, των μεγαλόστομων διακηρύξεων και της επιδίωξης των πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων. 
Η εικόνα του πρώην πρωθυπουργού (στον Σκάι) να επιχειρηματολογεί, παραθέτοντας πίνακες με στοιχεία σχεδόν για κάθε τι το οποίο έλεγε, υπήρξε εντυπωσιακή, κυρίως αν επιχειρήσει να την αντιπαραβάλει κανείς με το θέαμα που εμφανίζουν αρκετοί από εκείνους οι οποίοι στελέχωσαν τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την οκταετία Σημίτη με τα γνωστά αποτελέσματα και της μιας και της άλλης περιόδου.
Τι να πρωτοθυμηθεί κάποιος; Τον υπουργό Οικονομικών της διάδοχης κυβέρνησης ο οποίος άφησε άναυδη τη νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ όταν, κατά τον ισχυρισμό της τελευταίας, κάνοντας λογαριασμούς πάνω στη… χαρτοπετσέτα από το τραπέζι που της παρέθετε, προσπάθησε να την πείσει ότι είχε καταφέρει να σώσει από την παγκόσμια κρίση την ελληνική οικονομία που μερικούς μήνες αργότερα χρεοκόπησε;
Αλλά δεν είναι μόνο η… σημειολογία των λογαριασμών της χαρτοπετσέτας που μπορεί να θεωρηθεί και μεμονωμένο περιστατικό. Είναι, πολύ περισσότερο, το «σύνδρομο του… εκδρομικού σάκου» που φαίνεται να βαρύνει τους περισσότερους ιθύνοντες της ελληνικής οικονομίας κατά την μνημονιακή περίοδο. Το θέαμα της προσέλευσης στις συνεδριάσεις του Ecofin ή του Eurogroup με εκδρομικό σάκο πλάτης αντί για χαρτοφύλακα είναι αποκλειστικά ελληνική πατέντα. Και αποτελεί μάλλον δηλωτικό της νοοτροπίας που διακατέχει όσους ακολουθούν τον συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα. 
Με αποκορύφωμα την περίοδο Βαρουφάκη, που η προσέλευση της ελληνικής αντιπροσωπείας περιλάμβανε και την μοναδικότητα των εμφανίσεων στις επίσημες συνεδριάσεις με… τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος για τη σκοπιμότητα τέτοιων επιλογών. Όποια εξήγηση, ωστόσο, και αν δοθεί, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι… εκδρομικοί τύποι που μας εκπροσωπούν στις Βρυξέλλες και αλλού αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που δεν αρέσκεται στα στοιχεία, απορρίπτει την αντιπαράθεση που βασίζεται σε αυτά και προτιμά την καταφυγή στην ευκολία αστείων επιχειρημάτων του τύπου «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς».
Όλοι αυτοί, όπως και όσοι συμπορεύονται μαζί τους, αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που θεωρούσε και θεωρεί τον Κώστα Σημίτη «λογιστάκο». Την Ελλάδα που λοιδορούσε το περιβόητο «μπλοκάκι» στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός κατέγραφε όλα όσα αφορούσαν τη δουλειά τη δική του και των συνεργατών του: σχεδιασμούς, προτεραιότητες, εκκρεμότητες, εξαγγελίες και ό,τι άλλο έπρεπε να υλοποιηθεί εντός ορισμένου χρονικού ορίου.  
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα του Σημίτη δεν ήταν… επίγειος παράδεισος. Χάρις, όμως, και στο πολυσυζητημένο «μπλοκάκι», υπήρξε, από πολλές απόψεις και κυρίως από τη σκοπιά της γενικής ευημερίας των Ελλήνων, η καλύτερη περίοδος από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, όπως καταδεικνύουν οι… επάρατοι αριθμοί. Γι’ αυτό, μάλλον μόνον όποιος φοράει παραμορφωτικούς φακούς μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 ήταν μια χώρα που προσέγγιζε την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Ήταν, αναμφισβήτητα, η πλέον αισιόδοξη εποχή που βίωσε η χώρα, η οποία, με τα καλά της και τα στραβά της, έβαζε υψηλούς στόχους, πάσχιζε γι΄ αυτούς και τις περισσότερες φορές τούς πετύχαινε. Όση, για παράδειγμα, προπαγανδιστική διαστρέβλωση και αν ασκηθεί από τους αρνητές των αριθμών, η Ολυμπιάδα του 2004 δεν πρόκειται να πάψει να είναι το πιο περίπλοκο εγχείρημα που έφερε εις πέρας η μικρή Ελλάδα. Αν μάλιστα είχαν αξιοποιηθεί καταλλήλως από τους επόμενους τα έργα, τα οποία μαζί με τις συνοδευτικές υποδομές κόστισαν, σύμφωνα με επίσημη μελέτη, περίπου 10 δισ. ευρώ, οι Αγώνες όχι μόνον δεν θα συνέβαλαν στην χρεοκοπία, που εξελίχθηκε πέντε χρόνια μετά, αλλά θα μπορούσαν να την είχαν αποτρέψει.
Σε αντίθεση με τους μάλλον μετριοπαθείς τόνους που χαρακτήρισαν την κριτική την οποία άσκησε ο πρώην πρωθυπουργός στη συνέντευξή του, οι αντιδράσεις από τους επικριτές του υπήρξαν οξύτατες. Δεν προκαλεί, πάντως, εντύπωση ότι οι περισσότεροι από όσους αντέδρασαν στα λεγόμενά του –τωρινοί αλλά και παλαιότεροι κυβερνώντες, κατά βάση- δεν βρήκαν σοβαρά στοιχεία για να τον αντικρούσουν.
Προτίμησαν, έτσι, να οχυρωθούν πίσω από γενικότητες για τα κρούσματα διαφθοράς και διαπλοκής που σημειώθηκαν επί των ημερών του. Λες και η Ελλάδα πριν ή μετά τη δική του εποχή ήταν το απαύγασμα της διαφάνειας ή ότι μετέπειτα τα έργα δεν τα έπαιρναν και τα παίρνουν οι ίδιοι ακριβώς εργολάβοι. Πόσω μάλλον που ο ίδιος όχι μόνον δεν ενεπλάκη προσωπικά σε σκοτεινές υποθέσεις –παρόλο που κάποιοι αετονύχηδες ενθυλάκωσαν μέχρι τη σύνταξη του καθηγητή που είχε παραχωρήσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- αλλά, οπότε υπέπεσαν στην αντίληψή του καταγγελίες ή στοιχεία, υπήρξε άτεγκτος με τον περίγυρό του.
Για να έχουμε, πάντως, ένα μέτρο των πραγμάτων, αρκεί να δει κανείς τη σύνθεση των επικριτών του: η μεγάλη πλειονότητά τους προέρχεται είτε από την κατηγορία εκείνων που επικρότησαν το άρον – άρον κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τυχόν αδικήματα που θα μπορούσαν να βαρύνουν πολιτικούς της επόμενης περιόδου είτε από τις τάξεις όσων τους είχαν συνεπάρει… πρωτότυπες ιδέες όπως το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» και αποκαλούσαν στην αρχή «asset της κυβέρνησης» και εν συνεχεία «ανόητο» τον «διαπραγματευτή με τα πουκάμισα έξω».
Κατά τα φαινόμενα, δεν είναι τυχαία η συμπόρευση των δύο αυτών κατηγοριών. Τους ενώνει η απέχθεια προς τα στοιχεία που μπορεί να είναι καταγεγραμμένα σε «μπλοκάκια» και να εκθέτουν όσους προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις με εκδρομικούς σάκους στην πλάτη.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Από το έλεος της Μέρκελ ως τη γοητεία του Σουλτς



            Ηχεί ακόμη στα αυτιά όλων μας ο θόρυβος από τη δικαιολογημένη ενόχληση που είχαν αισθανθεί αρκετοί εδώ στη χώρα μας εξαιτίας της «απομόνωσης» την οποία είχαν επιφυλάξει οι ευρωπαίοι ομόλογοί του στον Γιάν(ν)η Βαρουφάκη.
Παρά, πάντως, το γεγονός ότι ο έλληνας υπουργός είχε υπερβεί επανειλημμένως τα εσκαμμένα, δηλώνοντας διάθεση να μην αποδεχθεί τους κανόνες που ίσχυαν στη λειτουργία του Eurogroup ή ισχυριζόμενος με υπαινικτικό τρόπο ότι κατέγραφε τα όσα διαμείβονταν στις απόρρητες συνεδριάσεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου της ευρωζώνης, ουδείς διεθνής παράγων διανοήθηκε να ζητήσει δημοσίως από την ελληνική κυβέρνηση να τον αποπέμψει ή, έστω, να τον «συμμαζέψει».
Όπως όλοι καλά θυμούμαστε, τον απέπεμψε ουσιαστικά μήνες αργότερα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν έπαψε να του είναι χρήσιμος στο παιχνίδι της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης που έκανε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 και κορυφώθηκε με την παρωδία του δημοψηφίσματος.
Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον πως ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, ο οποίος θα ανέβαινε –και δικαίως- στα… κεραμίδια εφόσον του έκανε κανείς υποδείξεις για τους συνεργάτες του, υποδεικνύει σε άλλους ηγέτες να εγκαλέσουν τους δικούς τους υπουργούς.
«Θέλω να αξιοποιήσω την παρουσία μου σ’  αυτό εδώ το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής (σ.σ.: του ΣΥΡΙΖΑ!) και να παρακαλέσω θερμά την καγκελάριο (σ.σ.: Άνγκελα Μέρκελ, που από τα προεκλογικά μπαλκόνια της φώναζε «Go back») να αποθαρρύνει τον υπουργό των Οικονομικών της, απ’ αυτή τη διαρκή επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας», είπε το περασμένο Σάββατο αναφερόμενος στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το κομματικό του βήμα.
Ακόμη και αν του πιστώσει κανείς όλα το δίκια του κόσμου όταν ισχυρίστηκε ότι θεωρεί «υποτιμητικές» τις αναφορές του γερμανού υπουργού ότι «η Ελλάδα και οι Έλληνες ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους», δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για τη σκοπιμότητα της απροσχημάτιστης ανάμειξης του πρωθυπουργού της Ελλάδας στην προεκλογική περίοδο μιας άλλης χώρας.
Ισχυρίστηκε αρχικώς ότι οι «αφορισμοί» Σόιμπλε σχετίζονται με προσπάθεια για «συγκράτηση των διαρροών (σσ.: των χριστιανοδημοκρατών) προς το κόμμα της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”», για να τοποθετηθεί εν συνεχεία αναφανδόν υπέρ των θέσεων του βασικού αντιπάλου κόμματος προς το CDU των Μέρκελ - Σόιμπλε.
«Πιστεύω ότι δικαίως το SPD, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, επισήμως μετά από αυτές τις δηλώσεις, εγκάλεσε τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι επιχειρεί να συντηρήσει ένταση γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα, προσπαθώντας να φορτώσει στην Ελλάδα τα δικά του αδιέξοδα», υποστήριξε.
Μπορεί, αλήθεια, κανείς να φανταστεί τι θα γινόταν αν το Βερολίνο αποφάσιζε να ανταποδώσει τα ίσα και έβγαιναν, για παράδειγμα, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε ή οποιοσδήποτε άλλος γερμανός πολιτικός παράγων και έπαιρνε δημόσια θέση για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στην Ελλάδα;
Για λόγους οι οποίοι, προφανώς, έχουν να κάνουν με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, η άλλη πλευρά επέλεξε να μην απαντήσει στην πρόκληση, παρότι η παρουσία στη γερμανική πρωτεύουσα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφορμή για να εκφράσουν προτίμηση, αν όχι σε πρόσωπα, ενδεχομένως σε πολιτικές.
Επέλεξαν να μην το κάνουν. Δημοσίως τουλάχιστον. Υποδέχθηκαν χωρίς φανφάρες τον κ. Μητσοτάκη, τηρώντας το ίδιο ακριβώς πρωτόκολλο που είχαν εφαρμόσει και όταν ο κ. Τσίπρας με την αντίστοιχη ιδιότητα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε πριν από τρία χρόνια περάσει το κατώφλι του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στο Βερολίνο.
Πρόκειται για μια επιλογή η οποία είναι μάλλον η ουσιωδέστερη διαφορά που χωρίζει τις σοβαρές χώρες που διαθέτουν στιβαρές ηγεσίες οι οποίες ασκούν πολιτικές που υπακούουν στο εθνικό τους συμφέρον, από τις αποτυχημένες χώρες («failed states», όπως τις αποκαλούν οι αγγλοσάξωνες) που… ατύχησαν να έχουν ηγεσίες οι οποίες θεωρούν ότι προέχει η δική τους παραμονή στην εξουσία.
Γι΄ αυτό φυσικά οι μεν ηγούνται της Ευρώπης και οι δε εκλιπαρούν για το έλεος των άλλων, ακόμη και όταν φαντασιώνονται ότι αλλάζουν τον κόσμο, κλείνοντας τα αυτιά τους στις επισημάνσεις των ίδιων των ηγετικών στελεχών τους, όπως ο Νίκος Φίλης, που τους λένε κατάμουτρα ότι «δεν επιβεβαιώθηκε καμία εκτίμησή μας».
Ο κίνδυνος να βρεθεί η κυβέρνηση και μαζί της και η χώρα ενώπιον μιας ακόμη διάψευσης είναι αναμφισβήτητος. Παρά ταύτα, η ηγεσία της -«αμέριμνη», όπως παρατηρεί και ο κ. Φίλης τώρα που είναι εκτός νυμφώνος- τρενάρει το κλείσιμο της αξιολόγησης σε πείσμα φίλων και εχθρών που προτείνουν το αντίθετο.
Ο κ. Τσίπρας, όμως, δεν το κάνει, προσδοκώντας να λειτουργήσει η… φιλευσπλαχνία της Μέρκελ που έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να λυπηθεί τους Έλληνες και να ανακαλέσει στην τάξη τον στενό της συνεργάτης Β. Σόιμπλε. Ή, εναλλακτικά, -γιατί αυτή η κυβέρνηση είναι γνωστό ότι δεν… πορεύτηκε ποτέ «χωρίς plan b»- στη γοητεία που μπορεί να ασκήσει ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς στους γερμανούς ψηφοφόρους το προσεχές φθινόπωρο.
Στην οπτική ενός εχέφρονος ανθρώπου, άραγε, πόσες πιθανότητες έχουν να ευοδωθούν σχεδιασμοί αυτού του είδους;