Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σουλτς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σουλτς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

Ο χερ Σόιμπλε ήταν… «μια κάποια λύσις»



            Σε καμία άλλη χώρα της Ευρώπης δεν πρέπει να υπήρξε τέτοιου είδους… ενδιαφέρον όπως αυτό που φαίνεται ότι εκδηλώθηκε στην Ελλάδα για το τι θα συμβεί με τις εκλογές στη Γερμανία, ποια κυβέρνηση θα σχηματιστεί και ποιοι θα είναι στα βασικά υπουργεία. Προφανώς και για τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς έχει μεγάλη σημασία ποιον δρόμο θα ακολουθήσει η ισχυρότερη οικονομικά -και άρα πολιτικά- χώρα της ηπείρου μας, η χώρα που οι αποφάσεις τις οποίες παίρνει η ηγεσία της διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο για τα ευρωπαϊκά, ου μην αλλά και τα παγκόσμια, τεκταινόμενα.
Από το Ταλίν ως τη Βαλέτα και από Πεκίνο ως την Ιερουσαλήμ, όλες οι σοβαρές πολιτικές ηγεσίες αναγνωρίζουν ότι οι εξελίξεις που σημειώνονται στο Βερολίνο έχουν επιπτώσεις και στη δική τους μοίρα. Γι΄ αυτό και είναι σφόδρα πιθανό ότι η καθεμιά εξ αυτών έκανε τις δικές της αναλύσεις για τα επερχόμενα μετά τις κάλπες της περασμένης Κυριακής και ενδεχομένως είχαν και τις προτιμήσεις τους για το ποια από τις πολιτικές δυνάμεις που αναμετρήθηκαν θα αναλάμβανε τα ηνία.
Με εξαίρεση, ωστόσο, την Αθήνα, σε καμία άλλη πρωτεύουσα οι κυβερνώντες δεν διεκήρυξαν δημοσίως τις προτιμήσεις τους, όπως έκανε ο αρχηγός της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ Αλέξης Τσίπρας που πήρε θέση υπέρ του Μάρτιν Σουλτς. Ο πρωθυπουργός της Ελλάδος είναι ο μοναδικός υψηλόβαθμος πολιτικός στον πλανήτη που εκτίμησε –λανθασμένα, ως συνήθως…- ότι ο ηγέτης των γερμανών σοσιαλδημοκρατών και τέως πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου θα κέρδιζε τις εκλογές ή έστω θα ενίσχυε τη θέση του. Και, ως εκ τούτου, θα εκπαραθυρωνόταν από το υπουργείο Οικονομικών ο -κατά τις αναλύσεις των ΣΥΡΙΖΑίων- «κακός δαίμονας της Ελλάδας» που ακούσει στο όνομα Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Καταναλώθηκε όλους τους προηγούμενους μήνες πάρα πολύ λιβάνι για να επαινεθούν από τα κυβερνητικά λιβανιστήρια οι αυταπάτες του Αλέξη Τσίπρα περί της επερχόμενης αλλαγής των συσχετισμών στο Βερολίνο, σύμφωνα με τις επιθυμίες του. Αυταπάτες που συνοδεύονταν από τις φαντασιώσεις ότι με το τέλος των εκλογών θα άνοιγε ο δρόμος για το πολυθρύλητο «κούρεμα του χρέους». Κάτι το οποίο μπορεί όλοι να το απορρίπτουν ως προοπτική, αλλά για τους συγγραφείς των προπαγανδιστικών non paper παραμένει ύψιστος εθνικός στόχος. Κάτι σαν τη… «Μεγάλη Ιδέα» των πιο μικρόνοων που κλήθηκαν να διαχειριστούν τις τύχες της άμοιρης τούτης χώρας εδώ και αρκετές δεκαετίες.
Αλλά για να έχουμε ένα μέτρο της μεγαλοφυΐας όσων μας κυβερνούν, δεν πρέπει να παραλείψουμε την επισήμανση ότι, σύμφωνα με διαρροές «αρμοδίων», τρόπος του λέγειν, παραγόντων, η μεγάλη αύξηση των μεταναστευτικών ροών που παρατηρήθηκε τις προηγούμενες ημέρες αποδιδόταν στις γερμανικές  εκλογές. Ισχυρίζονταν οι νε λόγω παράγοντες πως τάχα «η Μέρκελ δεν θέλει να πάρει τώρα άλλους πρόσφυγες για προεκλογικούς λόγους επειδή κινδυνεύει να χάσει ψήφους από το ακροδεξιό AfD». Και επιχειρηματολογούσαν σοβαρά –με όποια σοβαρότητα τους διακρίνει- ότι «μόλις γίνουν οι εκλογές αυτό θα αλλάξει και όσοι φθάνουν στην Ελλάδα θα παίρνουν χαρτιά ασύλου για το Βερολίνο…».
Απεδείχθη, βεβαίως, ότι συνέβαινε το ακριβώς αντίθετο, αφού οι γερμανικές κάλπες, αντί για τα «ανοιχτά σύνορα», όπως φαντασιώνονταν οι ΣΥΡΙΖΑίοι, έφεραν μάλλον το ασφυκτικότερο σφράγισμά τους. Διότι δεν είναι μόνον η ενίσχυση της ακροδεξιάς που σχεδόν μοιραία οδηγεί προς αυτή την κατεύθυνση, είναι και οι προτάσεις του γάλλου Προέδρου Μακρόν που κινούνται στην ίδια ρότα. Γι  αυτό και οι αυξημένες ροές του τελευταίου διαστήματος δείχνουν ότι οι απελπισμένοι του πλανήτη που κυνηγούν το ευρωπαϊκό όνειρο είναι πολύ πιο ευφυείς από τους ασκούντες μεταναστευτική πολιτική στην Αθήνα. Πώς; Κατάλαβαν ότι η ώρα που τα σύνορα θα κλείσουν πλησιάζει και έσπευσαν μήπως προλάβουν. 
Τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα με την μεγάλη πολιτική επένδυση που είχαν κάνει οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη μετακίνηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Όποιος και αν είναι ο αντικαταστάτης του ανθρώπου ο οποίος χάραζε την οικονομική πολιτική της ευρωζώνης την τελευταία οκταετία, τίποτε δεν προοιωνίζεται ότι η απουσία του από τις συνεδριάσεις του Eurogroup θα αλλάξει την οικονομική μας μοίρα, όπως ήθελαν να πιστεύουν πάμπολλοι συνέλληνες οι οποίοι θεωρούσαν ότι για όλα τα δεινά που μας συμβαίνουν εκείνος ήταν ο μοναδικός υπαίτιος…
Χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα εκπληρωθεί η προφητεία του ίδιου του Σόιμπλε ότι εμείς οι Έλληνες κάποια στιγμή στο μέλλον θα του στήσουμε ανδριάντα, εκείνο που ουδείς νουνεχής μπορεί να αμφισβητήσει είναι ότι η πάλαι ποτέ πολυπόθητη για τον κ. Τσίπρα αλλαγή φρουράς στο γερμανικό υπουργείο μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα επ΄ ωφελεία του ελληνικού λαού. Με μια ίσως εξαίρεση: το γεγονός ότι η αντικατάστασή του αποτελέσει την αφορμή για να καταρριφθούν πολλοί μύθοι που καλλιεργήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια και να πέσουν πολλές μάσκες άλλων ευρωπαίων παραγόντων που μας… πουλούσαν αλληλεγγύη γνωρίζοντας ότι και για τα συμφέροντα των δικών τους χωρών θα καθάριζε ο «σκληρός χερ Σόιμπλε». 
Το πιθανότερο, άλλωστε, είναι ότι στην περίπτωση της μετακίνησης του γερμανού πολιτικού από το υπουργείο Οικονομικών στην προεδρία της Βουλή ή όπου αλλού τελικώς πάει, ισχύει απολύτως η αποστροφή του Καβάφη στο εμβληματικό ποίημα «Περιμένοντας τους βαρβάρους», που κλείνει με τον στίχο: «Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις».
Όντως, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε υπήρξε όλα αυτά τα χρόνια «μια κάποια λύσις» για τους εγχώριους και μη… (αυτ)απατεώνες. Τώρα θα πρέπει να αναζητήσουν άλλον φαντασιακό «βάρβαρο» για να δικαιολογήσουν τα ψέματα, τις ψευδαισθήσεις, τις φαντασιώσεις και τις αυταπάτες που καλλιέργησαν και, δυστυχώς, συνεχίζουν να καλλιεργούν.

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Τα κορόιδα κάποτε τελειώνουν…



«Αυτό είναι ανεύθυνη κοινοβουλευτική στάση και αυτός είναι πολιτικός διπολισμός», ξιφουλκούσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής κατά των στελεχών της αντιπολίτευσης που αρνούνταν να του δώσουν σανίδα σωτηρίας υπερψηφίζοντας την τροπολογία για τα μειονοτικά σωματεία της Θράκης την οποία καταψήφιζαν οι κυβερνητικοί σύμμαχοι του ΣΥΡΙΖΑ βουλευτές των ΑΝΕΛ.
Οι σφοδρές επικρίσεις, όμως, που σε έντονο ύφος εξαπέλυε ο ΣΥΡΙΖΑίος υπουργός, έδειχναν να διασκεδάζουν τους επικρινόμενους. «Τί είσαστε; Πολιτικά σχιζοφρενείς;», αναρωτιόνταν εκείνος. Και τους εγκαλούσε επειδή, παρόλο που αρκετοί εξ αυτών συμφωνούσαν με την προωθούμενη ρύθμιση, που αφορούσε συμμόρφωση της χώρας με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων, δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν  θετική ψήφο.
Αντιθέτως, με μάλλον σαδιστικό τρόπο, ξεκαθάριζαν ότι θα καταψήφιζαν την τροπολογία για να καταδείξουν ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αυτό το αριστεροδεξιό και εξουσιομανές συνονθύλευμα, είχε για μια φορά ακόμη μείνει χωρίς τη «δεδηλωμένη». Δεν διέθετε, δηλαδή, την απαιτούμενη πλειοψηφία, στο όνομα της οποίας κάνει όσα κάνει στη χώρα τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Με τη στάση της αντιπολίτευσης αμφισβητήθηκε η πλειοψηφία που επιτρέπει στον υπουργό Άμυνας και αναγορευθέντα από τον ίδιο τον πρωθυπουργικά σε ηγέτη της «πατριωτικής Κεντροδεξιάς» να ταξιδεύει στο Λονδίνο και να… πετάγεται ως τα Selfridgesμε την Jaguar που πληρώνουμε όλοι μας και να λέει ότι το έκανε για να ψωνίσει Barbie για παιδιά του.
Με την άρνηση να ψηφίσουν την τροπολογία Κοντονή ετέθη εν αμφιβόλω η εξουσία που επιτρέπει στον υπουργό Ναυτιλίας να λέει με θράσος ότι «δεν θα παραιτηθώ ποτέ», η ίδια εξουσία που δίνει την άνεση στον πρωθυπουργικό σύμβουλο στρατηγικού σχεδιασμού να στέλνει «στα τσακίδια» τους επενδυτές που θίγουν τις άκρως επιλεκτικές οικολογικές… ευαισθησίες της κυβέρνησής του.
Γι΄ αυτό και θα πρέπει να ξεκαρδίστηκαν ακόμη και τα… έδρανα του Κοινοβουλίου από την ιερά οργή με την οποία αντιδρούσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, κυρίως όταν ισχυρίστηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο που ήταν στην αντιπολίτευση υπερψήφιζε (!) όλα εκείνα με τα οποία συμφωνούσε. Βέβαια όταν προκλήθηκε να θυμηθεί πότε συνέβη κάτι τέτοιο ανέφερε μια και μόνη φορά –κάποιες διατάξεις για τα ναρκωτικά, όπως είπε- που ακόμη και έτσι αν είναι δεν είχαν καμία σημασία.
Άλλωστε, η προηγούμενη κυβέρνηση, ακόμη και όταν αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη, δεν είχε αντιμετωπίσει ζήτημα δεδηλωμένης. Και, άρα, είτε υπερψήφιζε είτε καταψήφιζε η τότε αντιπολίτευση, η στάση της δεν είχε καμία ιδιαίτερη πολιτική σημασία αφού δεν άλλαζαν οι λεπτές, σε κάθε περίπτωση, ισορροπίες που επικρατούσαν.
Φαίνεται, όμως, ότι η μνήμη των κυβερνητικών στελεχών τα οποία, όπως ο υπουργός Δικαιοσύνης, επικαλούνται τώρα την… κοινοβουλευτική υπευθυνότητα, είναι τόσο ασθενική που δεν περιλαμβάνει μείζονα γεγονότα, όπως η πρόκληση των εκλογών του Ιανουαρίου του 2015 επειδή οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχαν συμπήξει μέτωπο, συμμαχώντας ακόμη και με τη Χρυσή Αυγή, για να εμποδίσουν να σχηματιστεί προεδρική πλειοψηφία και να καταφέρουν –με τα γνωστά επακόλουθα- να οδηγηθεί η χώρα στις πρόωρες κάλπες.
Θα έχουν επίσης διαγράψει από το μυαλό τους την απίστευτη αθλιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αμέσως μόλις έδωσαν, τον Αύγουστο του 2015, την ψήφο τους για να μείνει η χώρα στο ευρώ και και στην Ευρώπη και να διασωθεί ο διαλυμένος ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας αντί για ευχαριστώ, τους εξαπάτησε προκηρύσσοντας εκλογές τις οποίες κέρδισε με το απίθανο σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό».  
Ούτε επίσης θα θέλουν να θυμηθούν την ψυχρολουσία που δοκίμασαν η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης όταν την επομένη των εκλογών -21 Σεπτεμβρίου, σαν σήμερα ήταν-δέχθηκαν τηλεφωνήματα από τον τότε πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς που περιχαρής τους συνέχαιρε για τη… συμμετοχή τους στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Τι είχε συμβεί; Ο νυν αρχηγός του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) είχε επικοινωνήσει νωρίτερα με τον νικητή των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου είχε καταλάβει ότι ετοίμαζε «προοδευτική κυβέρνηση» με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι. Κάτι φυσικά που ποτέ δεν συνέβη, επειδή ο κ. Τσίπρας ήταν και παραμένει σφιγκαγκαλιασμένος με τον Πάνο Καμμένο από τον καιρό που ασκούσαν «υπεύθυνη»- κατά τον κ. Κοντονή- αντιπολίτευση, δημιουργώντας εντυπώσεις με καταγγελίες περί δήθεν εξαγοράς βουλευτών που ποτέ δεν αποδείχθηκαν.
Παρά ταύτα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επέδειξαν όλο αυτό το διάστημα απεριόριστη ανοχή στα κάθε λογής κοινοβουλευτικά καμώματα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επιτρέποντας πότε σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και πότε σε συναδέλφους του των ΑΝΕΛ να παριστάνουν ότι διαφοροποιούνται σε διάφορα ζητήματα για λόγους… συνείδησης.
Το έκαναν, φυσικά,  εκ του ασφαλούς επειδή γνώριζαν ότι κάποια «κορόιδα» από τον χώρο της αντιπολίτευσης θα παρενέβαιναν και με την ψήφο τους θα διέσωζαν την πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και θα επέτρεπαν στους τελευταίους να απολαμβάνουν το μέλι της εξουσίας που αποτελεί τη μόνη συγκολλητική ουσία που ενώνει το κυβερνητικό συνονθύλευμα που απαρτίζουν θαυμαστές του Στάλιν, ακόλουθοι του Τραμπ, οπαδοί του Βελουχιώτη και θιασώτες του Φάρατζ.
Το επετειακό «χουνέρι», όμως, που επεφύλαξαν στην κυβέρνηση οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗ.ΣΥ., του Ποταμιού και της Ένωσης Κεντρώων, ακριβώς την ημέρα που συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τις τελευταίες εκλογές, έδειξε ότι τα κορόιδα τελείωσαν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν πρόκειται να διασώσουν ξανά την ετερόκλητη κυβερνητική πλειοψηφία.
Ήταν, αναμφίβολα, μια πολυσήμαντη πρωτοβουλία. Μια πρωτοβουλία που σηματοδοτεί ότι Τσίπρας και Καμένος, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, όπως σφιχταγκαλιασμένοι και με μεγάλο θόρυβο αναρριχήθηκαν στην εξουσία, έτσι σφιχταγκαλιασμένοι και με μεγάλο πάταγο θα την εγκαταλείψουν. Αργά ή γρήγορα…

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η διαπραγμάτευση του… Καραγκιόζη



Τον πρώτο καιρό ήταν ο Πούτιν που θα (μας) έστελνε τη μπροστάντζα των 6 δισ. ευρώ για τον αγωγό. Και γι΄ αυτό, αγνοώντας το πάθημα του κακόμοιρου υπουργού Οικονομικών της Κύπρου που είχε μείνει επί μέρες αμανάτι στη Μόσχα περιμένοντας λίγα δανεικά για να αποφύγει η Λευκωσία το δικό της Μνημόνιο, διανύσαμε όλο το πρώτο εξάμηνο του 2015 με το πηγαινέλα στη ρωσική πρωτεύουσα των  κυβερνητικών αποστολών υψηλού επιπέδου.
Μετά ήταν ο Ομπάμα, για τον οποίο, αν και ερχόταν στην Ελλάδα ως απερχόμενος Πρόεδρος, φαντασιώνονταν ότι θα είχε στις αποσκευές του τη ρύθμιση του χρέους που θα μας χάριζαν οι Ευρωπαίοι. Εκείνο, δηλαδή, που δεν είχε κάνει ο Αμερικανός Πρόεδρος σε όλη τη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, κατά την οποία είχε περιοριστεί σε ανέξοδες παροτρύνσεις για περιορισμό της λιτότητας, κάποιοι πίστεψαν ότι θα μπορούσε να το κάνει ως τέως, επειδή θα γοητευόταν –θυμάστε αλήθεια τις αξέχαστες σκηνές στο Μέγαρο Μαξίμου;- από την προσωπικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού.  
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά του Τραμπ και η 20ή Ιανουαρίου που ήταν προγραμματισμένο να εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο έγινε το νέο ορόσημο για τους βαθυστόχαστους αναλυτές του Μεγάρου Μαξίμου που πόνταραν ότι μια από τις πρώτες αποφάσεις του νέου Προέδρου των ΗΠΑ θα ήταν η εντολή για απόσυρση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την Ευρώπη. Μέσα στην παραζάλη της ανοησίας που δέρνει πολλούς από τους ανθρώπους που αποφασίζουν για τις τύχες μας ορισμένοι θεώρησαν και θεωρούν ακόμη ότι θα είναι «λυτρωτικό» να φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα ο μόνος σύμμαχος που έχουμε στη μάχη για την ελάφρυνση του χρέους και που δεν είναι άλλος από το ΔΝΤ.   
Αφού, όμως, διαψεύστηκε και αυτή η αυταπάτη, το κυβερνητικό ρεπερτόριο δεν είχε καμία δυσκολία να αλλάξει αμέσως σκοπό. Όπως αποκάλυψε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου, εναπέθεσαν τις ελπίδες του στην επικράτηση της Ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία, υιοθετώντας ένα απίθανο σκεπτικό που είναι αδύνατο να το χωρέσει ο νους ενός λογικού ανθρώπου. Με εξαίρεση όσους επενδύουν στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να υπάρχει άλλος με σώας τας φρένας που να έχει πιστέψει ότι η αναταραχή στην Ευρώπη και τα διαλυτικά φαινόμενα στην ευρωζώνη που θα προκαλούσε μια ενδεχόμενη νίκη του Βίλντερς θα ήταν προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων.
Απτόητοι και από την άστοχη αυτή πρόβλεψή τους, οι κυβερνώντες και πάλι δεν το βάζουν κάτω. Ελλείψει άλλου «αφηγήματος», εμφανίζονται, πλέον, αποφασισμένοι να βάλουν όλα τα αυγά τους στο καλάθι των γερμανικών εκλογών. Ποντάρουν -και το δηλώνουν δημοσίως ορισμένοι- στην εκλογική νίκη του σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς. Ευελπιστούν ότι έτσι θα απαλλαγούν από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάνοντας την μάλλον  αφελή εκτίμηση ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ασκεί προσωπική πολιτική έναντι της Ελλάδας και δεν υπηρετεί απλώς τα συμφέροντα της χώρας του.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η τακτική αυτή που θυμίζει την περιώνυμη ρήση του Καραγκιόζη «θα με δείρει, θα κουραστεί, θα ιδρώσει, θα αρρωστήσει και στο τέλος θα πεθάνει», επιχειρείται να εμφανιστεί ως μέρος μιας κάποιας διαπραγματευτικής στρατηγικής που κανείς δεν αντιλαμβάνεται που κατατείνει και τι στόχο έχει. Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι καθυστερήσεις έχουν τεράστιο κόστος και μάλιστα διπλό, καθώς από τη μια τρενάρει η πολυπόθητη ανάκαμψη και από την άλλη σε κάθε επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης η θέση της ελληνικής πλευράς είναι πιο αδυνατισμένη, δεν φαίνεται να τους απασχολεί.
Δυστυχώς, τα απανωτά παθήματα της τελευταίας διετίας δεν έχουν γίνει μαθήματα, γιατί οι παθόντες αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Είναι, για παράδειγμα, κωμικοτραγικό να τους ακούς να επιχειρηματολογούν υποστηρίζοντας ότι «η ελληνική υπόθεση είναι μέρος ενός γεωστρατηγικού παιχνιδιού» και, την ίδια ώρα, να διαρρέουν οι ίδιοι στα φιλικά τους μέσα ότι λίγο πριν από την αναχώρηση των εκπροσώπων των θεσμών από την Αθήνα, «τηλεφώνησαν από το Μαξίμου στον Επίτροπο Μοσκοβισί για να διαμαρτυρηθούν επειδή οι τρεις Ευρωπαίοι παρακολουθούσαν άφωνοι την Ντέλια Βελκουλέσκου του ΔΝΤ να μιλάει με ιταμό τρόπο στους Έλληνες υπουργούς».
Η συνέχεια που είχε η τηλεφωνική διαμαρτυρία έγινε γνωστή λίγες μέρες μετά, το βράδυ ενός χαμένου χρονικού οροσήμου, όπως ήταν το Eurogroup της 20ής Μαρτίου. Εκόντες άκοντες, οι Έλληνες υπουργοί έμειναν στις Βρυξέλλες, αφού τους διαμηνύθηκε ότι η άλλη πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς να προηγηθεί συμφωνία. Αλλά και πάλι οι δικοί μας δεν φαίνεται να πτοήθηκαν.
Γιατί δεν πτοούνται; Διότι, όπως έλεγε κι ο σκληρός διαπραγματευτής στο σκετς του Καραγκιόζη, «θα μας δείρουν, θα κουραστούν, θα ιδρώσουν, θα αρρωστήσουν και στο τέλος θα πεθάνουν». Δεν είναι αυτό επιτυχής διαπραγμάτευση;

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Από το έλεος της Μέρκελ ως τη γοητεία του Σουλτς



            Ηχεί ακόμη στα αυτιά όλων μας ο θόρυβος από τη δικαιολογημένη ενόχληση που είχαν αισθανθεί αρκετοί εδώ στη χώρα μας εξαιτίας της «απομόνωσης» την οποία είχαν επιφυλάξει οι ευρωπαίοι ομόλογοί του στον Γιάν(ν)η Βαρουφάκη.
Παρά, πάντως, το γεγονός ότι ο έλληνας υπουργός είχε υπερβεί επανειλημμένως τα εσκαμμένα, δηλώνοντας διάθεση να μην αποδεχθεί τους κανόνες που ίσχυαν στη λειτουργία του Eurogroup ή ισχυριζόμενος με υπαινικτικό τρόπο ότι κατέγραφε τα όσα διαμείβονταν στις απόρρητες συνεδριάσεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου της ευρωζώνης, ουδείς διεθνής παράγων διανοήθηκε να ζητήσει δημοσίως από την ελληνική κυβέρνηση να τον αποπέμψει ή, έστω, να τον «συμμαζέψει».
Όπως όλοι καλά θυμούμαστε, τον απέπεμψε ουσιαστικά μήνες αργότερα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν έπαψε να του είναι χρήσιμος στο παιχνίδι της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης που έκανε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 και κορυφώθηκε με την παρωδία του δημοψηφίσματος.
Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον πως ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, ο οποίος θα ανέβαινε –και δικαίως- στα… κεραμίδια εφόσον του έκανε κανείς υποδείξεις για τους συνεργάτες του, υποδεικνύει σε άλλους ηγέτες να εγκαλέσουν τους δικούς τους υπουργούς.
«Θέλω να αξιοποιήσω την παρουσία μου σ’  αυτό εδώ το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής (σ.σ.: του ΣΥΡΙΖΑ!) και να παρακαλέσω θερμά την καγκελάριο (σ.σ.: Άνγκελα Μέρκελ, που από τα προεκλογικά μπαλκόνια της φώναζε «Go back») να αποθαρρύνει τον υπουργό των Οικονομικών της, απ’ αυτή τη διαρκή επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας», είπε το περασμένο Σάββατο αναφερόμενος στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το κομματικό του βήμα.
Ακόμη και αν του πιστώσει κανείς όλα το δίκια του κόσμου όταν ισχυρίστηκε ότι θεωρεί «υποτιμητικές» τις αναφορές του γερμανού υπουργού ότι «η Ελλάδα και οι Έλληνες ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους», δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για τη σκοπιμότητα της απροσχημάτιστης ανάμειξης του πρωθυπουργού της Ελλάδας στην προεκλογική περίοδο μιας άλλης χώρας.
Ισχυρίστηκε αρχικώς ότι οι «αφορισμοί» Σόιμπλε σχετίζονται με προσπάθεια για «συγκράτηση των διαρροών (σσ.: των χριστιανοδημοκρατών) προς το κόμμα της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”», για να τοποθετηθεί εν συνεχεία αναφανδόν υπέρ των θέσεων του βασικού αντιπάλου κόμματος προς το CDU των Μέρκελ - Σόιμπλε.
«Πιστεύω ότι δικαίως το SPD, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, επισήμως μετά από αυτές τις δηλώσεις, εγκάλεσε τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι επιχειρεί να συντηρήσει ένταση γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα, προσπαθώντας να φορτώσει στην Ελλάδα τα δικά του αδιέξοδα», υποστήριξε.
Μπορεί, αλήθεια, κανείς να φανταστεί τι θα γινόταν αν το Βερολίνο αποφάσιζε να ανταποδώσει τα ίσα και έβγαιναν, για παράδειγμα, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε ή οποιοσδήποτε άλλος γερμανός πολιτικός παράγων και έπαιρνε δημόσια θέση για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στην Ελλάδα;
Για λόγους οι οποίοι, προφανώς, έχουν να κάνουν με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, η άλλη πλευρά επέλεξε να μην απαντήσει στην πρόκληση, παρότι η παρουσία στη γερμανική πρωτεύουσα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφορμή για να εκφράσουν προτίμηση, αν όχι σε πρόσωπα, ενδεχομένως σε πολιτικές.
Επέλεξαν να μην το κάνουν. Δημοσίως τουλάχιστον. Υποδέχθηκαν χωρίς φανφάρες τον κ. Μητσοτάκη, τηρώντας το ίδιο ακριβώς πρωτόκολλο που είχαν εφαρμόσει και όταν ο κ. Τσίπρας με την αντίστοιχη ιδιότητα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε πριν από τρία χρόνια περάσει το κατώφλι του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στο Βερολίνο.
Πρόκειται για μια επιλογή η οποία είναι μάλλον η ουσιωδέστερη διαφορά που χωρίζει τις σοβαρές χώρες που διαθέτουν στιβαρές ηγεσίες οι οποίες ασκούν πολιτικές που υπακούουν στο εθνικό τους συμφέρον, από τις αποτυχημένες χώρες («failed states», όπως τις αποκαλούν οι αγγλοσάξωνες) που… ατύχησαν να έχουν ηγεσίες οι οποίες θεωρούν ότι προέχει η δική τους παραμονή στην εξουσία.
Γι΄ αυτό φυσικά οι μεν ηγούνται της Ευρώπης και οι δε εκλιπαρούν για το έλεος των άλλων, ακόμη και όταν φαντασιώνονται ότι αλλάζουν τον κόσμο, κλείνοντας τα αυτιά τους στις επισημάνσεις των ίδιων των ηγετικών στελεχών τους, όπως ο Νίκος Φίλης, που τους λένε κατάμουτρα ότι «δεν επιβεβαιώθηκε καμία εκτίμησή μας».
Ο κίνδυνος να βρεθεί η κυβέρνηση και μαζί της και η χώρα ενώπιον μιας ακόμη διάψευσης είναι αναμφισβήτητος. Παρά ταύτα, η ηγεσία της -«αμέριμνη», όπως παρατηρεί και ο κ. Φίλης τώρα που είναι εκτός νυμφώνος- τρενάρει το κλείσιμο της αξιολόγησης σε πείσμα φίλων και εχθρών που προτείνουν το αντίθετο.
Ο κ. Τσίπρας, όμως, δεν το κάνει, προσδοκώντας να λειτουργήσει η… φιλευσπλαχνία της Μέρκελ που έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να λυπηθεί τους Έλληνες και να ανακαλέσει στην τάξη τον στενό της συνεργάτης Β. Σόιμπλε. Ή, εναλλακτικά, -γιατί αυτή η κυβέρνηση είναι γνωστό ότι δεν… πορεύτηκε ποτέ «χωρίς plan b»- στη γοητεία που μπορεί να ασκήσει ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς στους γερμανούς ψηφοφόρους το προσεχές φθινόπωρο.
Στην οπτική ενός εχέφρονος ανθρώπου, άραγε, πόσες πιθανότητες έχουν να ευοδωθούν σχεδιασμοί αυτού του είδους;

Τρίτη 11 Μαρτίου 2014

Κεντροαριστερά και Κρίση είναι συγκοινωνούντα δοχεία

Όσοι πιστεύουν ότι η Κρίση που διέρχεται η χώρα είναι πρωτίστως πολιτική, προφανώς και δεν εκπλήσσονται για τα όσα συμβαίνουν στο ΠΑΣΟΚ και στον ευρύτερο χώρο της Κεντροαριστεράς. Αν δεν βολεύεται κάποιος πίσω από απλοϊκά ερμηνευτικά σχήματα και διαχωρισμούς σε «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά» στρατόπεδα, εύκολα αναγνωρίζει τους πολυπαραγοντικούς πολιτικούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα παγιδεύτηκε στο Μνημόνιο και δεν μπορεί να ξεφύγει επειδή ακριβώς δεν έχουν αναιρεθεί τα αίτια που μας έφεραν εδώ που είμαστε.
            Η παρεοκρατία και η έλλειψη συνεργατικού πνεύματος, ο αμοραλισμός και η προσχηματική στοίχιση με όρους προσωπικού βολέματος, ο αριβισμός και η καθυπόταξη των θεσμικών λειτουργιών στην υπηρεσία της προσωπικής ανέλιξης, η κατασκευή –εσωτερικών ή εξωτερικών- εχθρών και η μόνιμη επωδός της μετάθεσης των ευθυνών στους «άλλους», υπήρξαν και, δυστυχώς, παραμένουν βασικά συστατικά του τρόπου λειτουργίας του εγχώριου πολιτικού συστήματος.
Τα φαινόμενα αυτά που διατρέχουν οριζόντια όλο το πολιτικό σκηνικό, βρήκαν την αποθέωσή τους στο ΠΑΣΟΚ, στα στελέχη του για την ακρίβεια, τα οποία, επειδή υπήρξαν επί δεκαετίες βασικός πυλώνας του πολιτικού συστήματος, παραμένουν εμποτισμένα με αυτές τις νοοτροπίες. Τις νοοτροπίες που, κακά τα ψέματα, είναι εκείνες που έθρεψαν τις πελατειακές σχέσεις και την αποκαλούμενη παροχολογία, που τάισαν το τέρας της διαφθοράς και θέριεψαν τη διαπλοκή. 
Για όσους δεν είναι τυφλωμένοι από τα κομματικά πάθη, δεν είναι το ΠΑΣΟΚ που εφηύρε τις πελατειακές σχέσεις και την παροχολογία –ποιος, άλλωστε, ξέχασε τις επιταγές που μοίραζε ο Γεώργιος Ράλλης την παραμονή των εκλογών του 1981;- ούτε τα στελέχη του είναι τα μόνα που βαρύνονται με τα αμαρτήματα της διαπλοκής και της διαφθοράς, αμαρτήματα που είναι παρόντα στον δημόσιο βίο πριν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους.
Καλώς ή κακώς, όμως, το ΠΑΣΟΚ φέρει τις βαρύτερες ευθύνες για όσα συνέβησαν στον τόπο τα προηγούμενα χρόνια, όχι μόνον επειδή κυβέρνησε το μεγαλύτερο διάστημα της τελευταίας τεσσαρακονταετίας, αλλά κυρίως διότι από δύναμη αλλαγής της κοινωνίας, όπως εμφανίστηκε τα πρώτα χρόνια της ίδρυσης του αλλά και σε κάποιες φάσεις της δράσης του μεταγενέστερα, μετατράπηκε σε φορέα αναπαραγωγής και μεγέθυνσης σχεδόν όλων των αρνητικών παραγόντων που έχουν οδηγήσει στη σημερινή κρίση.    
            Γι΄ αυτό και μετά από όσα έγιναν την τελευταία τετραετία, το μεγαλύτερο δυστύχημα είναι ότι τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ στην πλειονότητά τους δεν κάνουν καμία προσπάθεια αποτοξίνωσης από αυτές τις παρωχημένες νοοτροπίες, δείχνοντας να μην αντιλαμβάνονται ότι στην πραγματικότητα πριονίζουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται και οσονούπω θα τους οδηγήσει όλους μαζί σε μια ανεπίστρεπτη πτώση.
            Καθώς γράφω όλα τούτα, αναλογίζομαι ποια εντύπωση μπορεί να αποκόμισε ο Γερμανός πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου κ. Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος, ως υποψήφιος των ευρωσοσιαλιστών για την προεδρία της Κομισιόν, βρέθηκε  τις προηγούμενες μέρες στη χώρα μας και συμμετείχε στη Συνδιάσκεψη της νεοϊδρυθείσας «Ελιάς», από την οποία απουσίαζε ο πρώην πρωθυπουργός κ. Γιώργος Παπανδρέου και η πλειονότητα των πολιτικών του φίλων.
            Τι είναι, άραγε, αυτό που χωρίζει τη σημερινή ηγεσία του ΠΑΣΟΚ με την προηγούμενη; Και γιατί ο κ. Σουλτς έπρεπε να φύγει από το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας που συνεδρίαζε η «Ελιά» για να συναντήσει τον κ. Φώτη Κουβέλη, ο οποίος –με πρώην υπουργούς του ΠΑΣΟΚ στην προμετωπίδα- έκανε το δικό του συνεργατικό σχήμα, παρότι δηλώνει κι εκείνος ευρωσοσιαλιστής;
            Δεν ξέρω ποιος ευθύνεται λιγότερο ή περισσότερο γι΄ αυτούς τους μικρούς «εμφυλίους» που συμβαίνουν όλο και συχνότερα στην πολύπαθη Κεντροαριστερά. Δεν έχει νόημα, άλλωστε, ο επιμερισμός της ευθύνης όταν οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές καλύπτονται πίσω από προσχηματικές δικαιολογίες για να στηρίξουν τις θέσεις τους και δεν ομολογούν τις μύχιες επιδιώξεις τους, καταφεύγοντας σε προφάσεις («εν αμαρτίαις», προφανώς).
            Πιστεύει, για παράδειγμα, ο κ. Κουβέλης ότι τον «πούλησε» ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ το περασμένο καλοκαίρι με την κρίση της ΕΡΤ; Ας μιλήσει ανοικτά και ας εξηγήσει αναλυτικά τι διημείφθη μεταξύ τους. Είναι η παρουσία του κ. Βενιζέλου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ο μόνος λόγος για τον οποίο η ΔΗΜΑΡ δεν συμπορεύεται με την «Ελιά»; Δεν έχει παρά το πει δημόσια, αντί να μαζεύει γύρω του κάθε… πονεμένο πρώην στέλεχος του ΠΑΣΟΚ που πηγαίνει κοντά του καθοδηγούμενο από κάποιο παλαιό ή νεότερο γινάτι.   
Φοβάται, πραγματικά, ο κ. Παπανδρέου ότι ο κ. Βενιζέλος με την «Ελιά» καταργεί το «μαγαζί» που έστησε ο πατέρας του; Ας βγει ανοικτά και ας αντιδράσει από τώρα, χωρίς να περιμένει να επωφεληθεί από τη συντριβή των ευρωεκλογών. Είναι πεπεισμένος ο πρώην πρωθυπουργός ότι θα ήταν καλύτερα με τον ίδιο στο κομματικό τιμόνι; Ιδού πεδίο δόξης λαμπρό, ας δηλώσει ότι είναι έτοιμος να διεκδικήσει, εκ νέου, την ηγεσία. 
Έχω πλήρη επίγνωση ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν θα συμβεί. Γιατί αν ήταν να συμβούν, θα είχαμε αρχίσει να βγαίνουμε από την γενικευμένη και παρατεταμένη Κρίση που μας ταλανίζει και ξεπερνά το επιφαινόμενο της οικονομικής καχεξίας. Κατά την άποψή μου, το ΠΑΣΟΚ και εν γένει ο χώρος της Κεντροαριστεράς, για ιστορικούς λόγους, λειτουργούν σε σχέση με την Κρίση όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία.
Η Κρίση, άλλωστε, είναι ταυτισμένη με τα άκρα, για τα οποία αποτελεί γενεσιουργό αιτία. Όσο, λοιπόν, επιμένει η Κρίση, τόσο ο χώρος της μετριοπάθειας και της ευθύνης θα συνθλίβεται συρρικνούμενος από τις προσωπικές επιδιώξεις πολιτικών μετριοτήτων. Γι΄  αυτό και οι ωδίνες για τη νέα Κεντροαριστερά θα είναι παρατεταμένες. Και η ουσιαστική ανασυγκρότηση του χώρου θα ξεκινήσει όταν η χώρα θα καταφέρει να πετάξει τα μνημονιακά δεκανίκια και να πορευθεί αυτοδύναμη. Έως τότε, θα δούμε και θα ακούσουμε πολλά…