Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκλογές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκλογές. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Ποιος φοβάται τις εκλογές;

 Ξεκινώντας λίγο ανορθόδοξα τούτο το κείμενο, δεν θα δυσκολευτώ να αναγνωρίσω ότι το αγαπημένο σπορ για αρκετούς δημοσιογράφους του πολιτικού ρεπορτάζ είναι να γράφουν ή να μεταδίδουν πληροφορίες για επικείμενες κυβερνητικές αλλαγές ή για επερχόμενες πρόωρες κάλπες. Έχω κι ο ίδιος αναρωτηθεί πολλές φορές αν τα σενάρια περί ανασχηματισμού ή εκλογών είναι απλώς προϊόν επαγγελματικής ευκολίας ή αν πρόκειται για αναπαραγωγή άλλοτε της φοβίας και άλλοτε της προσδοκίας κάποιων πολιτικών δυνάμεων.

Το συμπέρασμα στο οποίο κατατείνω είναι δεν υπάρχει ενιαίος κανόνας. Είναι αληθές ότι περισσότερο η ανασχηματολογία και λιγότερο η εκλογολογία συνιστούν έτοιμη δημοσιογραφική τροφή που δεν απαιτείται πολύς κόπος για τη διάθεση και την κατανάλωσή της. Από την άλλη, όμως, κάποιες φορές δικαίως του λόγου δεν δίνεται σημασία στις δημόσιες διαψεύσεις στις οποίες συχνά καταφεύγουν οι ίδιοι που στο παρασκήνιο διοχετεύουν τις διαρροές των σεναρίων που τα μέσα ενημέρωσης δεν μπορούν παρά να αναπαράγουν.

Ουδείς, άλλωστε, μπορεί να αρνηθεί ότι σε χώρες χωρίς θεσμική σταθερότητα, όπως αναμφισβήτητα είναι η Ελλάδα, το ανακάτεμα της «τράπουλας» υποκαθιστά συχνά τα ελλείμματα στην παραγωγή πολιτικής που προκαλεί η ακατάσχετη προεκλογική υποσχεσιολογία. Όπως επίσης και δεν μπορεί να παραβλέψει κάποιος ότι, ειδικά στο θέμα των εκλογών, η εκάστοτε κυβέρνηση –και για την ακρίβεια ο αρχηγός της- έχει το πεπόνι και το μαχαίρι και λαμβάνει αποφάσεις για προσφυγή στις κάλπες με ιδιοτελείς σκοπιμότητες.

Για να είμαστε ειλικρινείς πρέπει να παραδεχθούμε ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν είναι ακραιφνώς ελληνικό. Για παράδειγμα, στο Ισραήλ, το οποίο βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, οι πολίτες καλούνται να ψηφίσουν για τέταρτη φορά μέσα σε μόλις δύο χρόνια. Ο κυβερνητικός συνασπισμός που μετά βασάνων και κόπων σχημάτισαν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα μετά την τρίτη εκλογική αναμέτρηση κατέρρευσε και έτσι η συμφωνία να μοιραστούν την τετραετή θητεία του πρωθυπουργού οι ηγέτες τους δεν πρόκειται να ισχύσει.

Ο Μπέντζαμιν Νετανάχιου, ο οποίος διατήρησε τον πρωθυπουργικό θώκο για το πρώτο μισό της τετραετίας, όταν είδε ότι απέκτησε δημοσκοπικό αέρα για να κυβερνήσει χωρίς τον αντίπαλο στον οποίο θα παρέδιδε την εξουσία για το δεύτερο μισό, δεν είχε τον παραμικρό δισταγμό να αφήσει τη συγκυβέρνηση να διαλυθεί και τον άσπονδο «συνεταίρο» του στα κρύα του λουτρού. Δυστυχώς, έτσι είναι η πολιτική και όποιος το αρνείται δεν κάνει τίποτε περισσότερο από το να εθελοτυφλεί ή να ονειροβατεί.

Μετά τον πρόσφατο ανασχηματισμό της κυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος επιβεβαιώθηκε αφού, όπως συνήθως συμβαίνει, νωρίτερα είχε διαψευστεί αρκετές φορές, φούντωσαν και πάλι τα σενάρια που θέλουν τα Μέγαρο Μαξίμου να προλειαίνει το έδαφος έτσι ώστε να προκηρύξει εκλογές μόλις το εμβολιαστικό πρόγραμμα κατά του κορωνοϊού προχωρήσει σε βαθμό τέτοιο που να αποτελεί σήμα ότι αφήνουμε πίσω μας την πανδημία.

Η αύξηση του αριθμού των στελεχών του κυβερνητικού σχήματος σε επίπεδα που μόνον σε προεκλογικές περιόδους συναντώνται, η μεταβολή της ισορροπίας ανάμεσα στους βουλευτές και τους τεχνοκράτες που συμμετέχουν στην κυβέρνηση υπέρ των πρώτων που συμβάλουν περισσότερο στην συγκομιδή των ψήφων, καθώς και η «αλλαγή φρουράς» στην ηγεσία του υπουργείου Εσωτερικών που έχει την αρμοδιότητα για τη διεξαγωγή των εκλογών είναι μόνον τρεις από τις βάσιμες ενδείξεις που μαρτυρούν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς.

Ο νέος υπουργός Εσωτερικών Μάκης Βορίδης προέβη ήδη σε διαψεύσεις, ενώ το ίδιο προτίθεται, κατά πληροφορίες, να κάνει τις επόμενες μέρες και το Μέγαρο Μαξίμου. Οι λόγοι είναι προφανείς. Ό,τιδήποτε άλλο θα ήταν αδιανόητο στην παρούσα συγκυρία που η φονική πανδημία βρίσκεται σε έξαρση. Ας μη γελιόμαστε, όμως, όσες διαψεύσεις και αν γίνουν, οι πιθανότητες να πάμε σε εκλογές μέσα στο 2021 είναι πολλές. Το δέλεαρ για την κυβερνητική παράταξη, που προκύπτει από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι τόσο μεγάλο που δύσκολα θα το απεμπολήσει.

Με παντοίους τρόπους, άλλωστε, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του κόμματός του συνδράμουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Δεν είναι μόνον που ήδη από τον περασμένο Σεπτέμβριο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε ότι «αν δεν υπήρχε η πανδημία, θα είχα ζητήσει ήδη εκλογές», δικαιώνοντας εκ των προτέρων την ενδεχόμενη προσφυγή στις κάλπες μόλις θεωρηθεί λήξασα η πανδημία. Είναι, πολύ περισσότερο, η αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούν με αποτέλεσμα, αντί να επωφελούνται από τα λάθη και τις αστοχίες της κυβέρνησης, να βολοδέρνουν δημοσκοπικά, χωρίς να πείθουν ούτε όσους τους ψήφισαν πριν από ενάμισι χρόνο.

Το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού πρώτα απόλαυσε, παρέα με τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου, τεσσεράμισι χρόνια εξουσίας, είναι μια πολύ καλή αφορμή για να προκηρύξει εκλογές ο Κυριάκος Μητσοτάκης, εκμεταλλευόμενος το πλεονέκτημα που έχει στο υφιστάμενο πολιτικό σκηνικό. Η ευκαιρία είναι μοναδική, καθώς ακόμη και αν δεν πετύχει, όπως προεξοφλούν οι περισσότεροι, αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, το προβάδισμα που, με τα σημερινά δεδομένα, θα λάβει θα είναι τέτοιο που τυχόν επαναληπτική εκλογική, η οποία θα γίνει με επαναφορά της ενισχυμένης αναλογικής, θα ανοίξει το δρόμο για άνετη αυτοδυναμία.

Τη μέρα, εξάλλου, που ανακοινώθηκε ο ανασχηματισμός της κυβέρνησης, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ απευθυνόμενος στους συνεργάτες του υποστήριξε ότι «οι σχεδιασμοί για εκλογική απόδραση του κ. Μητσοτάκη από την ευθύνη της διαχείρισης πανδημίας, την στιγμή που συνεχίζεται η καθημερινή εκατόμβη απωλειών συνανθρώπων μας, φανερώνει και το απόλυτο αδιέξοδό του». 

Και το ερώτημα που ευλόγως τέθηκε από πολλές πλευρές ήταν: Ξέρει κάτι ο κ. Τσίπρας που δεν ξέρουμε όλοι εμείς ή απλώς προσπαθεί να…. ξορκίσει αυτό που φοβάμαι ότι θα συμβεί;

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Επιλογή ανέφελης σταθερότητας


Μπορεί να ακουστεί ως… προφητεία από «μετά Χριστόν προφήτη», αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστή (με τον τρόπο που ο ίδιος πολιτεύεται) υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας από εκείνη που έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο πρόσωπο της προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου.
Από τα τριάντα και πλέον πιθανά και… απίθανα ονόματα που διακινήθηκαν το τελευταίο δίμηνο στην πολιτικοδημοσιογραφική «αγορά», δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος άλλο πρόσωπο που να είναι περισσότερο κατάλληλο για να εκφράσει αυθεντικότερα το πολιτικό στίγμα που τόσο ευδιάκριτα εκπέμπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την τετραετία που βρίσκεται στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας και το τελευταίο εξάμηνο που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας.
Είναι βέβαιο ότι η επιλογή της κυρίας Σακελλαροπούλου δεν… κατέπληξε τα πλήθη. Και το πιθανότερο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά της δεν θα εκπλήξει κανέναν. Το ακριβώς αντίθετο, θα συμβεί μάλλον, όπως με ασφάλεια μπορεί να προεξοφλήσει κάποιος κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε στην προηγούμενη κοινωνική και επαγγελματική ζωή της.
Υπήρξε, κατά κοινή παραδοχή, μια προοδευτική γυναίκα αφοσιωμένη στο καθήκον της, μια άξια δικαστής, μια ενεργή πολίτης, μια προσωπικότητα που δεν διακρίθηκε στη δημόσια σφαίρα επειδή έκανε θόρυβο γύρω από τον εαυτό της ή γιατί επιδόθηκε στο άθλημα της προσκολλήσεως, αλλά επειδή ξεχώρισε με τις ικανότητες που διαθέτει, τη μόρφωση που απέκτησε και τη συνέπεια που επέδειξε στη δουλειά της.
Γι΄ αυτό και είναι αναμφισβήτητο, όπως φάνηκε, άλλωστε, από τις πρώτες στιγμές της ανακοίνωσης της υποψηφιότητάς της, ότι οποιοσδήποτε βουλευτής της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, με κομματική εντολή ή προσωπική απόφαση, οδηγηθεί στην καταψήφιση της κυρίας Σακελλαροπούλου θα χρειαστεί να ζοριστεί πολύ για να βρει πειστική επιχειρηματολογία που να δικαιολογεί το «όχι» του.
Όλα τούτα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά σημαίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε στο πρόσωπο της προέδρου του ΣτΕ μια «ουδέτερη» επιλογή, απαλλαγμένη από πολιτικούς υπολογισμούς. Η κατάληξη του πρωθυπουργού στην πρόταση να αναλάβει το ύπατο πολιτειακό αξίωμα η ανώτατη δικαστικός την οποία όρισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα χωρίς εντάσεις και αντιρρήσεις- στην ηγεσία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, έγινε με ακραιφνώς «πολιτικά» κριτήρια.
Αποτελεί αναμφίβολα μια απόφαση που συνάδει με μια σειρά ανάλογες κινήσεις και πρωτοβουλίες με τις οποίες ο πρωθυπουργός θέλησε να σηματοδοτήσει ότι δεν βολεύεται παραμένοντας προσκολλημένος στην καρέκλα του αρχηγού της παραδοσιακής ελληνικής Κεντροδεξιάς.
Όποιος ρίξει μια ματιά στα πρόσωπα που απαρτίζουν το επιτελείο του ή στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου το οποίο συγκρότησε τον περασμένο Ιούλιο εύκολα μπορεί να βγάλει συμπέρασμα για την πρόθεση του κ. Μητσοτάκη να μην περιχαρακωθεί στα τείχη της κλασσικής Δεξιάς και να ανοιχθεί στο Κέντρο, μπολιάζοντας τον χώρο του με νέα πρόσωπα τα οποία είναι ικανά και αποτελούν φορείς νέων ιδεών.
Είναι προφανές ότι η κυρία Σακελλαροπούλου δεν ήταν ούτε η μόνη ικανή ούτε η μοναδική που θα μπορούσε να θεωρηθεί φορέας νέων ιδεών ανάμεσα στα πρόσωπα που ακούστηκαν ως πιθανές επιλογές του πρωθυπουργού. Κακά τα ψέματα, υπήρξαν και άλλοι ικανοί και άξιοι που μπορούσαν να επιλεγούν και να εκλεγούν ακόμη και αν συγκέντρωναν λιγότερες ψήφους.
Μετά την αποσύνδεση, άλλωστε, της προεδρικής εκλογής από την απειλή της πρόωρης προσφυγής σε βουλευτικές κάλπες, ο αριθμός των ψήφων που θα συγκεντρώσει ο/η Πρόεδρος θα ξεχαστεί την επόμενη ημέρα της ψηφοφορίας και θα τον θυμούνται μόνον όσοι ασχολούνται με την… τήρηση στατιστικών.
Το βασικό, λοιπόν, κριτήριο το οποίο, μαζί ενδεχομένως και με την εμφανή απουσία αντιθέσεων στο πρόσωπό της, διαφοροποίησε την επιλογή της προέδρου του ΣτΕ από όλους τους άλλους «διεκδικητές» του προεδρικού θώκου είναι ότι εξασφαλίζει στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση πολιτικά αδιατάρακτη και θεσμικά ανέφελη πορεία με ορίζοντα το επόμενο ραντεβού των πολιτών με τις κάλπες που είναι στο… μακρινό 2023.
Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο χειρίστηκε ο κ. Μητσοτάκης τη συνταγματική αναθεώρηση, την αλλαγή του εκλογικού νόμου, αλλά και την προεδρική εκλογή δείχνει ότι κύριο μέλημά του είναι η εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας, η οποία αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη και την επαναφορά της χώρας στην «κανονικότητα».
Φυσικά δεν είναι η μόνη προϋπόθεση, αφού η πολιτική είναι δυναμική διαδικασία, όπως και η ζωή, αλλά το να αφαιρείς εμπόδια από τον δρόμο του και να το διαλύεις σύννεφα που μπορεί να φέρουν καταιγίδες, είναι σίγουρα προσόντα που οι πολίτες τις περισσότερες φορές επιβραβεύουν.

Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Πόσο πιθανός είναι ένας εκλογικός αιφνιδιασμός;


Δεν περνά σχεδόν ούτε μέρα που τουλάχιστον ένα στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην διατυπώσει εκτίμηση ότι η κυβέρνηση αργά ή γρήγορα θα οδηγήσει τη χώρα σε πρόωρες εκλογές.
Γιατί, άραγε, θα αποφασίσει κάτι τέτοιο μια κυβέρνηση που εξελέγη μόλις πριν από τέσσερις μήνες με την ευρύτερη πλειοψηφία που έλαβε κάποιο κόμμα την τελευταία δεκαετία κατά την οποία έγιναν πέντε διαφορετικές εκλογικές αναμετρήσεις;
Πέραν του γεγονότος ότι, ακόμη και αν υπήρχαν τέτοιοι σχεδιασμοί, ή έστω σκέψεις, στον στενό κυβερνητικό πυρήνα, οι τελευταίοι που θα το μάθαιναν θα ήταν οι αντίπαλοί τους, δεν περνά απαρατήρητο και το σκεπτικό που συνοδεύει τις εκλογικές «προφητείες» και το οποίο είναι κάθε φορά διαφορετικό και συχνά αντιφατικό.
Άλλοτε υποστηρίζεται, ακόμη και σε δημόσιες τοποθετήσεις του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα, ότι εκπονείται στο παρασκήνιο… υποχθόνιο κυβερνητικό σχέδιο αιφνιδιασμού με διπλές κάλπες, «ώστε να ισοπεδωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ».
Την ίδια ώρα, ωστόσο, κάποιοι άλλοι από την ηγετική ομάδα του ίδιου κόμματος «βλέπουν» κάλπες που θα προέλθουν από συγκρούσεις στο εσωτερικό της κυβέρνησης για μείζονα ζητήματα που πότε είναι τα οικονομικά και πότε το Μεταναστευτικό.
Το ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η εκλογική… παραφιλολογία αναπτύσσεται σε μια περίοδο που η κυβέρνηση παίρνει πρωτοβουλίες προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση.
Η επιλογή και η επιμονή της να τροποποιηθεί η συνταγματική διάταξη για την εκλογή Προέδρου, αποσυνδέοντάς τη διαδικασία αυτή από την προσφυγή στις κάλπες, κάθε άλλο παρά ως σχέδιο για πρόωρες κάλπες μπορεί να ερμηνευθεί από όσους σκέπτονται με όρους κοινή λογικής.
Αν πράγματι η κυβερνητική ηγεσία και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσωπικά είχαν, έστω και στο πίσω μέρος του μυαλού τους, σχεδιασμούς για προσφυγή στις εκλογές, τότε δεν είχαν κανένα λόγο να προχωρήσουν στην αλλαγή του Συντάγματος ώστε να εκλέγεται ο Ανώτατος Άρχοντας με χαμηλότερη πλειοψηφία από εκείνη που απαιτούνταν ως τώρα.
Θα μπορούσαν, κάλλιστα, να αφήσουν τη διάταξη ως είχε, να προτείνουν για Πρόεδρο πρόσωπο που δεν θα συγκέντρωνε σε αυτή τη Βουλή τις 180 ψήφους που χρειαζόταν για να εκλεγεί, να οδηγείτο η χώρα σε κάλπες με απλή αναλογική, που θα ίσχυαν για πρώτη και τελευταία φορά, καθώς στο μεταξύ θα άλλαζε ο εκλογικός νόμος από την τωρινή πλειοψηφία για να εφαρμοστεί στη μεθεπόμενη εκλογική αναμέτρηση.
Με δεδομένο, λοιπόν, το αδιέξοδο που θα προέκυπτε από τον κατακερματισμό των δυνάμεων, τον οποίο θα προκαλούσε η απλή αναλογική, αφού δεν θα σχηματιζόταν αυτοδύναμη κυβέρνηση, θα επαναλαμβάνονταν οι εκλογές που, με βάση τους δημοσκοπικούς συσχετισμούς, θα ξαναέφερναν τη ΝΔ στη διακυβέρνηση της χώρας.
Τα μάλλον πολύπλοκα αυτά σενάρια, ωστόσο, που επωάζονται σε μυαλά ανθρώπων που αντιλαμβάνονται την πολιτική μόνον ως παιχνίδι ίντριγκας και θεωρούν τους πολίτες – ψηφοφόρους ως μέλη αγέλης, «κάηκαν» μετά την πρόσφατη συνταγματική αναθεώρηση.
Είναι προφανές ότι έπειτα από τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία της κυβέρνησης, η οποία στόχευε στην εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας με την αφαίρεση της πλέον διαδεδομένης απειλής για προσφυγή σε πρόωρες κάλπες, οποιαδήποτε υπόνοια για εκλογικό αιφνιδιασμό μόνον σε νοσηρή πολιτική φαντασία μπορεί να αποδοθεί.
Υπό τις παρούσες, λοιπόν, συνθήκες, ακόμη και αν η κυβερνητική παράταξη κέρδιζε τις πρόωρες εκλογές, τις οποίες θα προκαλούσε η ίδια, το πλήγμα που θα υφίστατο η αξιοπιστία της ηγεσίας της, αναμφισβήτητα θα καθιστούσε «πύρρειο» την ενδεχόμενη νίκη της.
Και αυτό καθώς μια τέτοια αδικαιολόγητη, ου μην αλλά και αμοραλιστική, επιλογή θα εμπεριείχε το σπέρμα της επακόλουθης ήττας που δεν θα αργούσε να καρποφορήσει.
Αν, όμως, έτσι έχουν τα πράγματα, τότε γιατί επιμένουν στην αξιωματική αντιπολίτευση να εκλογολογούν; Η εξήγηση είναι μάλλον απλή: Διότι στη χώρα μας συνήθως έτσι κάνουν οι αντιπολιτεύσεις.
Όποτε δεν τους παίρνει να ζητήσουν ευθέως εκλογές, διατείνονται ότι έχουν τέτοιους σχεδιασμούς οι αντίπαλοί τους. Και στη μια και στη άλλη ο στόχος είναι ίδιος: ευελπιστούν ότι με τέτοιες μεθόδους μπορεί να κρατήσουν σε εγρήγορση το στελεχιακό τους δυναμικό.
Η συνταγή είναι κλασσική, πλην, όμως, τις περισσότερες φορές «το γλυκό δεν δένει» επειδή τα «υλικά» δεν είναι κατάλληλα. Όπως, για παράδειγμα στην προκειμένη περίπτωση…

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

Όταν παίζεις «εν ου παικτοίς», αποστρατεύεσαι και πριν τα 40!


Για να μη νομίζουμε ότι έχουμε το προνόμιο στην αποκλειστικότητα της παραδοξολογίας και να μην… αυτομαστιγωνόμαστε διαρκώς για τα κακώς κείμενα που κατατρύχουν τις ζωές μας, ας ρίξουμε μια ματιά στην πολιτική ζωή της Ισπανίας, οι ψηφοφόροι της οποίας κλήθηκαν στις κάλπες για τέταρτη φορά μέσα σε τέσσερα χρόνια.
Στην πιο πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση που διεξήχθη την περασμένη Κυριακή, επειδή τον περασμένο Απρίλιο οι πολιτικές δυνάμεις δεν τα βρήκαν για να σχηματίσουν βιώσιμη κυβέρνηση, τα πράγματα έγιναν χειρότερα από πριν και το αδιέξοδο είναι, στην πραγματικότητα, πολύ μεγαλύτερο.
Οι πλειοψηφούντες Σοσιαλιστές του πρωθυπουργού Πέδρο Σάντσες έχασαν 700 χιλιάδες ψηφοφόρους, υποχωρώντας από το 28,3% στο 28% και, έτσι, από 123 έδρες, που τους έδωσαν οι κάλπες του Απριλίου, τώρα έχουν 120, σε ένα Κοινοβούλιο με 350 μέλη.
Οι βασικοί τους σύμμαχοι, οι αριστεροί Podemos του Πάμπλο Ιγκλέσιας, με τους οποίους θέλουν να κάνουν τώρα κυβερνητική συνεργασία, έχασαν επίσης 700 χιλιάδες ψηφοφόρους, υποχωρώντας κατά μιάμιση μονάδα (από 14,3% στο 12,8%) και χάνοντας επτά βουλευτές (από 42 έχουν τώρα 35).
Εκείνοι, όμως, που έπαθαν πανωλεθρία άνευ προηγουμένου είναι οι «Πολίτες» του Άλμπερτ Ριβέρα, το κεντρώας κατεύθυνσης κόμμα που διεκήρυσσε φιλελεύθερες και εκσυγχρονιστικές θέσεις οι οποίες είναι κοντινές με όσα ευαγγελιζόταν το εγχώριο «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη.
Στο επτάμηνο που μεσολάβησε ανάμεσα στις δύο αναμετρήσεις απώλεσε τα 2/3(!) των ψηφοφόρων του (τους γύρισαν την πλάτη δυόμισι εκατομμύρια Ισπανοί που τους είχαν ψηφίσει τον Απρίλιο) και περιθωριοποιήθηκαν καθώς έμειναν με 10 βουλευτές (από 54), ενώ ο φέρελπις Ριβέρα οδηγήθηκε στην παραίτηση.
Τα τρία αυτά κόμματα ήταν υπεύθυνα για το γεγονός ότι η Ισπανία αδυνατεί να αποκτήσει σταθερή κυβέρνηση και η πολιτική ζωή της χώρας οδηγείται από κάλπη σε κάλπη, χάρις και στην απλή αναλογική που επιτρέπει τον κατακερματισμό των δυνάμεων. Οι ψηφοφόροι τούς τιμώρησαν και τους υποχρέωσαν να επιδιώξουν την κυβερνητική συνεργασία που πριν δεν ήθελαν να συνάψουν.
Μόνον, όμως, που η κυβερνητική συνεργασία θα γίνει πλέον υπό πολύ χειρότερες συνθήκες. Μετά τις κάλπες του Απριλίου οι Σοσιαλιστές, οι Podemos και οι «Πολίτες» είχαν πλειοψηφία 219 εδρών. Τώρα μόλις και μετά βίας συγκεντρώνουν 165 βουλευτές. Και έτσι η κυβέρνηση που θα σχηματισθεί –με ή χωρίς τους «Πολίτες»- από τους Σάντσες και Ιγκλέσιας θα έχει απέναντί της μια ενισχυμένη Δεξιά και μια επελαύνουσα Ακροδεξιά.
Το δεξιό Λαϊκό Κόμμα του 38χρονου Πάμπλο Κασάδο ανέκαμψε εκλογικά κερδίζοντας σχεδόν τέσσερις μονάδες περισσότερες από τον Απρίλιο και, φθάνοντας στο 20,8%, ανέβασε τις έδρες του από 66 σε 88. Ενώ την ίδια ώρα το μέχρι πριν ένα χρόνο περιθωριακό VOX κέρδισε ένα εκατομμύριο επιπλέον ψηφοφόρους και με το 15,1% που απέσπασε έγινε η τρίτη πολιτική δύναμη, καταλαμβάνοντας 52 έδρες (από 24 τον Απρίλιο).
Αν υπάρχει κάποιο συμπέρασμα το οποίο μπορεί να εξαχθεί από όλα αυτά είναι ότι η πολιτική δεν είναι ένα παιχνίδι που παίζεται «εν ου παικτοίς». Με άλλα λόγια, η λαϊκή ετυμηγορία είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να αντιμετωπίζεται σαν παιχνίδι το οποίο μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί μέχρις ότου  επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα για όσους «κρατούν το πεπόνι και το μαχαίρι».
Γενικεύοντας τον κανόνα, θα λέγαμε ότι οι αποφάσεις των πολιτικών, είτε βρίσκονται στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση, δεν μπορεί να λαμβάνονται ερήμην των πολιτών. Τα κόμματα παντού στον κόσμο κατεβαίνουν στις εκλογές με στόχο, αφενός να εφαρμόσουν το πρόγραμμά τους για το οποίο ψηφίστηκαν και, αφετέρου, για να εκπληρώσουν τις προσδοκίες όσων τους ψήφισαν.
Υπό αυτό το πρίσμα, όσο παράλογο είναι αυτό που έγινε στην Ισπανία, όπου χρειάστηκαν να στηθούν τέσσερις φορές κάλπες για να συγκροτήσουν –παρά τους πανηγυρισμούς των ομοϊδεατών τους στη χώρα μας- μια πολύ ασταθή κυβερνητική συνεργασία, άλλο τόσο ακατανόητα είναι αρκετά από όσα διαμείβονται στην εγχώρια πολιτική σκηνή, παρόλο που εμείς τον περασμένο Ιούλιο αποφύγαμε τον φαύλο κύκλο της πολιτικής αστάθειας και της αέναης επανάληψης των εκλογών.
Η απόπειρα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει το Mεταναστευτικό χωρίς να έχει προετοιμάσει την κοινή γνώμη και κυρίως το τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος, το οποίο είχε πείσει προεκλογικά ότι οι λύσεις που είχε έτοιμες ήταν εύκολες και ανώδυνες, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα που δείχνει ότι οι αποφάσεις που επηρεάζουν τις ζωές των ανθρώπων δεν λαμβάνονται εν κενώ.
Από την άλλη, δεν περνά απαρατήρητη και η αλλοπρόσαλλη στάση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στα ζητήματα που αφορούν την πάταξη της ανομίας που απασχολούν την επικαιρότητα των ημερών. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάψει προ πολλού να είναι το περιθωριακό κόμμα του παρελθόντος και η σύνθεση των ψηφοφόρων του, που τον κράτησαν στο 31,6%, δεν συγκινείται από κραυγές κατά του (ανύπαρκτου) «αστυνομικού κράτους».
Αν έχουν απορίες, ας ρωτήσουν τον Άλμπερτ Ριβέρα, ο οποίος από φέρελπις αστέρας που ανέβαινε κατακόρυφα στο πολιτικό στερέωμα της Ισπανίας, βρέθηκε αίφνης εκτός νυμφώνος και οδηγήθηκε σε- προσωρινή ή μόνιμη, θα φανεί- αποστρατεία, προτού καλά- καλά γίνει σαράντα χρονών, τα οποία κλείνει αύριο!