Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετανάστες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μετανάστες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 17 Μαρτίου 2015

«Ανάδελφοι» καβγατζήδες



            Θα είχε ενδιαφέρον, καθώς συμπληρώνονται το επόμενο διάστημα δύο μήνες από την εκλογή της νέας κυβέρνησης, να έπαιρνε κάποιος κυβερνητικός αξιωματούχος -ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, κατά προτίμηση, ή έστω ένας από εκείνους που είναι στον περίγυρο του Μεγάρου Μαξίμου- την πρωτοβουλία να κάνει  έναν πρώτο απολογισμό των πεπραγμένων της νέας εξουσίας.
            Το διάστημα που παρήλθε, αναμφίβολα, δεν αρκεί για να βγουν τελεσίδικα συμπεράσματα για μια συγκυβέρνηση που, ανεξάρτητα του τι θα γίνει στην πορεία, εξελέγη για μια ολόκληρη τετραετία και, ως εκ τούτου, έχει στη διάθεσή της μεγάλο απόθεμα πολιτικού κεφαλαίου. Το ερώτημα, όμως, είναι -και γι΄ αυτό έχει σημασία ο αρχικός απολογισμός- πως διατίθεται το πολιτικό κεφάλαιο και ποια αποτελέσματα φέρνει η διαχείρις;h του όχι τόσο γι΄ αυτή καθεαυτή την κυβέρνηση όσο για την ίδια χώρα.
            Ξεφεύγοντας από την εσωτερική μιζέρια που αποπνέουν οι υποκριτικές κόντρες για τα βουλευτικά αυτοκίνητα ή η αναπαραγωγή του μοντέλου της επέλασης των αποτυχημένων πολιτευτών στο δύσμοιρο δημόσιο -μέχρι τον καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου θέλουν, λέει, να ξηλώσουν για να βάλουν  “ημέτερο του κυρίου υπουργού”!...-, σημαντικότερο, ίσως, είναι να σταθούμε στην ασυγχώρητη ζημιά που μέρα με τη μέρα καταγράφει η χώρα στο επίπεδο των διεθνών σχέσεων.
            Στο Eurogroup δεν έχουμε καταφέρει μέχρι στιγμής να αποσπάσουμε έναν σύμμαχο. Και όσο και αν είναι βολική η θεωρία για το “έθνος ανάδελφον” που επιτρέπει στους συμμετέχοντες από τη δική μας πλευρά να ισχυρίζονται ότι όλοι οι υπόλοιποι -και οι ομοεθνείς Κύπριοι, βεβαίως- είναι υποταγμένοι στη βούληση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ας μας απαντήσει κάποιος γιατί συμβαίνει αυτό.
            Τα περί έλλειψης σεβασμού στη νωπή ψήφο του ελληνικού λαού μπορεί να ακούγονται εύηχα σε ένα μέρος του εσωτερικού ακροατηρίου, δεν είναι, όμως, μονοδιάστατα, επειδή συμβαίνει και οι 18 ομόλογοι του Γιάν(ν)η Βαρουφάκη να είναι κι εκείνοι εκλεγμένοι. Και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις, στις οποίες ανήκει και ο κ. Σόιμπλε, εκπροσωπώντας κυβερνήσεις με ευρύτερη πολιτική βάση από τον αταίριαστο -και χωρίς την παραμικρή προγραμματική δέσμευση- “γάμο” ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝ.ΕΛ.
            Θα μπορούσε να παραθέσει κανείς πάμπολλα παραλειπόμενα από τον πρόσφατο βίο και την πολιτεία του κ. Βαρουφάκη και τους καβγάδες του όχι μόνον με τον κ. Σόιμπλε ή τον Γερούν Ντάισελμπλουμ, αλλά και με τα περισσότερα μέσα ξένα ενημέρωσης τα οποία τον φιλοξένησαν και -κατά έναν παράδοξο τρόπο- επικρίθηκαν στη συνέχεια τα περισσότερα για παραποίηση είτε των λεγομένων του είτε της τόσο καλά για τον ίδιο φιλοτεχνημένης εικόνας του.
            Δεν είναι, όμως, μόνον οι -ανάμεικτοι με άκομψο “γλείψιμο” προς τον Σόιμπλε και την Άνγκελα Μέρκελ- επικοινωνιακοί ακτιβισμοί του κ. Βαρουφάκη που δημιουργούν προβλήματα στη διεθνή εικόνα της Ελλάδας και την φέρνουν σε σύγκρουση ακόμη και από πρόσωπα, όπως ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ ή ο Μάρτιν Σουλτς, στα οποία ακόμη και η σημερινή κυβέρνηση είχε επενδύσει για να προωθήσει τις θέσεις και τις απόψεις της. Είναι και πολλά άλλα ακατανόητα που εκστομίζονται από ελληνικά υπουργικά χείλη και αφήνουν άφωνους πολλούς σε όλη την Ευρώπη: από τις θεωρίες συνωμοσίας περί σχεδίων ανατροπής της κυβέρνησης ως τους γελοίους παλληκαρισμούς για άνοιγμα των συνόρων.                  
            Υπάρχει, αλήθεια, εχέφρων συμπατριώτης μας που να πιστέψει ότι οιοσδήποτε Ευρωπαίος ή άλλος παράγων μπορεί να τρομάξει από τις... καρατζαφερικού τύπου απειλές Ελλήνων υπουργών ότι θα ανοίξουν τα σύνορα για να πλημυρίσει η Ευρώπη με τζιχαντιστές; Τι νόημα, άραγε, έχουν τέτοιοι ισχυρισμοί και πόσο μπορεί να ενισχύσει τη διαπραγματευτική ισχύ της χώρας μας η τυχόν κατάσχεση του Ινστιτούτου Γκαίτε για να αποζημιωθούν τάχατες τα θύματα της ναζιστικής θηριωδίας έπειτα από 70 χρόνια;
            Συμπεριφορές αυτού του είδους μαρτυρούν -αν μη τι άλλο- παντελή άγνοια βασικών κανόνων λειτουργίας όχι μόνον του σκληρού διπλωματικού παιχνιδιού, αλλά και κρίσιμων ζητημάτων για την καθημερινότητα μεγάλης μερίδας των πολιτών που άπτονται της συμμετοχής της χώρας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς.
            Η αναστολή, επί παραδείγματι, της Συνθήκης Σένγκεν θα ευνοήσει ή θα πλήξει την Ελλάδα, η οποία σε μια τέτοια περίπτωση θα πάψει να θεωρείται ευρωπαϊκή χώρα με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την επικοινωνία της με τον έξω κόσμο, τον τουρισμό και τόσα άλλα; Οι λεονταρισμοί, επίσης, για κατασχέσεις γερμανικών περιουσιών, χωρίς να έχουμε δικαιωθεί από κανένα διεθνές δικαστήριο που έχει αρμοδιότητα να επιλύει τέτοιες διαφορές, σε τι μας ωφελεί;
            Η σκληρή διελκυστίνδα που -καλώς ή κακώς- έχει ανοίξει η κυβέρνηση με τους Ευρωπαίους εταίρους είναι βέβαιο ότι στο τέλος θα λήξει με συμβιβασμό, έναν συμβιβασμό που θα είναι λιγότερο επώδυνος όσο περισσότερους φίλους και συμμάχους έχει καταφέρει να πάρει η κάθε πλευρά με το μέρος της.
            Ας το έχει αυτό κατά νου ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόσο ενόψει της επικείμενης Ευρωπαϊκής Συνόδου Κορυφής, στην οποία θα συμμετάσχει, όσο και στην κατ΄ ιδίαν συνάντηση που θα έχει τη Δευτέρα με την κυρία Μέρκελ στο Βερολίνο. Καλό θα είναι, και στη μια και στην άλλη περίπτωση να μετρήσει, πριν πάρει το αεροπλάνο για να πάει, συμμάχους και φίλους. Γιατί αν πάει ως “ανάδελφος”, “ανάδελφος” θα φύγει...

Πέμπτη 5 Μαρτίου 2015

Συνωμοσίες παντού, για γέλια ή για κλάματα!



            Δεν ξέρω τι ακριβώς, αλλά κάτι πολύ σοβαρό πρέπει να τρέχει με την κυβέρνηση και τα στελέχη της.
Δεν εξηγείται αλλιώς ότι βλέπουν παντού συνωμοσίες και συνωμότες που καταγγέλλονται ότι υποβλέπουν και υπονομεύουν τις επιτυχίες της αριστεροδεξιάς συγκυβέρνησης, ακόμη και όταν απλά μερικοί δεν εννοούν να συμμεριστούν τους ευφημισμούς, τις μετονομασίες και τις περιβόητες πια δημιουργικές ασάφειες, που έχουν μεταβληθεί σε ακρογωνιαίο λίθο της κυβερνητικής πολιτικής που ασκείται σχεδόν σε όλους τους τομείς.
            Τρία παραδείγματα των τελευταίων ημερών είναι άκρως χαρακτηριστικά. Η αρχή έγινε με τους βαρείς υπαινιγμούς κατά των κυβερνήσεων της Ισπανίας και της Πορτογαλίας που διατύπωσε ο πρωθυπουργός, υποστηρίζοντας από το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι άλλοτε εν δυνάμει σύμμαχοι που θα μας ακολουθούσαν στη «μεγάλη επανάσταση του Ευρωπαϊκού Νότου» κατά των Βόρειων μερκελιστών μετατράπηκαν αίφνης σε πρωταγωνιστές της παγίδας που ετοιμαζόταν να στηθεί εις βάρος της Ελλάδα στις συνεδριάσεις του Eurogroup.
Η συνωμοσιολογία, όμως, δεν περιορίστηκε στους καταχθόνιους εχθρούς από το εξωτερικό που δεν εννοούν να καταλάβουν ότι εμείς δεν θέλουμε να ακούμε για «Μνημόνιο» και «τρόικα». Γνώρισε νέες ακόμη μεγαλύτερες δόξες με την αποκάλυψη εσωτερικών εχθρών.
            Τη σκυτάλη από τον πρωθυπουργό πήρε ένας στενός του συνεργάτης, ο Γενικός Γραμματέας Συντονισμού (σ.σ.: ναι, υπάρχει και τέτοια θέση!) του Κυβερνητικού Έργου -παλαιός δημοσκόπος και διδάσκων σε ελληνικό πανεπιστήμιο!- που ακούει στο όνομα Χριστόφορος Βερναρδάκης, ο οποίος ανέβασε στον λογαριασμό του στα social media άρθρο, του οποίου ο συντάκτης κατήγγειλε (…σκοτεινές –τι άλλο;- δυνάμεις) που (αυτολεξεί…) «ενορχηστρώνουν πιστωτικό γεγονός για να κάνουν πρωθυπουργό τον… Στουρνάρα»….
Όντως, καλά καταλάβατε, αναφερόταν στον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, o οποίος μερικές ώρες αργότερα, στην Κύπρο όπου βρισκόταν με τους Ευρωπαίους ομολόγους του, δεχόταν τηλεφώνημα από τον προϊστάμενο του κ. Βερναρδάκη, τον κ. Τσίπρα, που, κατά την επίσημη ενημέρωση από το Μαξίμου, «εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι ο κ. Στουρνάρας θα συμβάλλει τα μέγιστα για την πλήρη αποκατάσταση, και με όλα τα “εργαλεία”, της χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας».
            Εκείνος, όμως, που… τερμάτισε όλες τις επιδόσεις των κυβερνητικών συνωμοτικών… αποκαλυπτηρίων πρέπει να ήταν ο –και καθηγητής της εγκληματολογίας, παρακαλώ!- υπουργός Προστασίας του Πολίτη (ή όπως αλλιώς, τέλος πάντων, τον λένε, γιατί με τις μετονομασίες έχουμε χάσει τα αυγά και τα πασχάλια…).
Ο καθηγητής, λοιπόν, Γιάννης –και ουχί «Τζίμης»- Πανούσης, είτε λόγω επαγγέλματος, είτε λόγω της νέας ιδιότητας ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΛ.ΑΣ., υπήρξε πιο… αποκαλυπτικός, φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας μια ακόμη μεγαλύτερη… πλεκτάνη που (υποτίθεται ότι) είχε στηθεί εις βάρος του. Σε αυτήν είχε βυσσοδομήσει το πιο αμαρτωλό τρίγωνο που θα μπορούσε να συλλάβει ο νους ενός ευφάνταστου σεναριογράφου με αριστερές προσλαμβάνουσες: άνθρωποι από τα («μνημονιακά», βεβαίως, παρόλο που το «Μνημόνιο τελείωσε»…) μέσα ενημέρωσης, αξιωματικοί της Αστυνομίας και ένας εκπρόσωπος του αστικού συστήματος, ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς. Όλοι αυτοί... συνωμότησαν για να κατασκευάσουν –άκουσον, άκουσον- μέσα στο Αρχηγείο της Αστυνομίας εγκύκλιο με τις –μάλλον πραγματικές!- κυβερνητικές θέσεις για τη μεταναστευτική πολιτική.
Οι τρεις αυτές μικρές πικρές ιστορίες, βγαλμένες, μάλλον από κακοπαιγμένα πολιτικά θρίλερ, θα ήταν για πολλά, μα πάρα πολλά, γέλια, αν δεν υπήρχε ο κίνδυνος να προκαλέσουν το αμέσως προσεχές διάσημα πολλά κλάματα, καθώς αφορούν σοβαρά θέματα που άπτονται των διεθνών σχέσεων της χώρας και μάλιστα σε μια από τις κρισιμότερες συγκυρίες των τελευταίων ετών και με τα φώτα όλων των μέσων ενημέρωσης του πλανήτη να είναι στραμμένα πάνω μας.
Ειλικρινά, δεν ξέρω τι είναι χειρότερο στην προκειμένη περίπτωση: να τα πιστεύουν όλα αυτά που καταγγέλλουν ή να μην είναι παρά «κούφια» λόγια που τα πετάνε απερίσκεπτα με σκοπό να λειτουργήσουν ως προπέτασμα καπνού ικανό να καλύψει τις κραυγαλέες μετεκλογικές αντιφάσεις ενώπιον των οποίων βρίσκονται;
Δεν μπορώ, στ΄ αλήθεια, να φανταστώ ότι θα μας πάρει κανείς στα σοβαρά στις όντως σκληρές διαβουλεύσεις που γίνονται με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας, όταν, για λόγους εσωτερικής και μόνον κατανάλωσης, διαταράσσουμε τις σχέσεις μας με κυβερνήσεις χωρών που θα έπρεπε να μαχόμαστε από κοινού.
Δεν μπορώ ακόμη να διανοηθώ ότι με όσα συμβαίνουν γύρω μας υπάρχει υπεύθυνος για τον συντονισμό του κυβερνητικού έργου που έχει λύσει όλα τα θέματα για τα οποία πληρώνεται και βρίσκει χρόνο να ασχολείται με θεωρίες συνωμοσίας για την ανατροπή της κυβέρνησης από τον κεντρικό τραπεζίτη της.
Ούτε, πολύ περισσότερο, μπορώ να κατανοήσω πως μπορεί να παριστάνει κάποιος τον υπουργό, ομολογώντας ένα μήνα και πλέον από την ανάληψη των καθηκόντων ότι δεν ξέρει ούτε ο ίδιος –πόσω μάλλον οι άμοιροι υφιστάμενοι του που κάνουν σκληρές βάρδιες στις εσχατιές της ελληνικής επικράτειας- ποια ακριβώς μεταναστευτική πολιτική ισχύει και τι στην ευχή θα γίνεται εφεξής με όσους μη νόμιμους μετανάστες και πρόσφυγες φθάνουν στα σύνορα της χώρας μας: τους αποτρέπουμε και τους απελαύνουμε ή τους υποδεχόμαστε με καλωσορίσματα;

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αξεπέραστη κρίση της πολιτικής

            Την ώρα που η ΔΗΜΑΡ υπερψήφιζε* –και σωστά, αφού, καλώς ή κακώς, επρόκειτο για συμμόρφωση με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- τη διάταξη για την κατάργηση της δυνατότητας των νομίμων μεταναστών να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές, η εκλεγμένη με το ΠΑΣΟΚ ευρωβουλευτής κυρία Μαριλένα Κοππά, επικαλούνταν τη συγκεκριμένη –αναγκαστική, κατ΄ άλλα- νομοθετική πρωτοβουλία ως δικαιολογία για την αποχώρησή της από κόμμα που την ανέδειξε και την απόφασή της να συμπορευθεί με το κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη.
            Η υπόθεση αυτή δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία αν δεν ήταν ένα από τα πάμπολλα παραδείγματα που μαρτυρούν τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο (εξακολουθεί να) διεξάγεται η πολιτική στη χώρα μας και δεν έδειχνε πόσο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και της χώρας κινείται το λεγόμενο πολιτικό προσωπικό, το οποίο μάλλον δεν διδάχθηκε τίποτε από την γενικευμένη κρίση που βιώνουμε και αντανακλάται στην δικαιολογημένη απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται οι «επαγγελματίες» πολιτικοί.
            Από τον τρόπο που εξακολουθούν να δίνονται τα χρίσματα για τους εκλεκτούς των κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έως τη σπουδή της κυβέρνησης να διανείμει –προτού καν αυτό επικυρωθεί- το πρωτογενές πλεόνασμα με κριτήρια που ικανοποιούν μάλλον ψηφοθηρικές επιδιώξεις, είναι μακρύς ο κατάλογος με τα φαινόμενα πολιτικής αναξιοπιστίας που καταδεικνύουν ότι τα παθήματα του παρελθόντος που οδήγησαν στην κρίση δεν έγιναν μαθήματα.
Ο πολιτικός αμοραλισμός που συνιστούν οι μετακινήσεις πολιτικών στελεχών που χάνουν τα οφίτσια που είχαν ή προσδοκούσαν να έχουν, η παρεοκρατία που ζει και βασιλεύει, καταργώντας στην πράξη κάθε έννοια ιδεολογικής συνέπειας και προσήλωσης σε αρχές και αξίες, όπως και η εμμονή στην υιοθέτηση αιτημάτων με όρους «πελατειακής» ικανοποίησης, αποτελούν απτά δείγματα ότι ο δρόμος για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση είναι ακόμη πολύ μακρύς.
Όσο οι πολιτικοί θα αλλάζουν κόμματα επειδή, δήθεν, δεν συμμετέχουν στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση οι ελάχιστοι αλλοδαποί που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκλογές και όχι γιατί αυξήθηκαν σε αυτή την τετραετία κατά ένα εκατομμύριο οι άνεργοι και ανάμεσα τους είναι σίγουρα αρκετοί από τους μετανάστες ψηφοφόρους των τελευταίων δημαρχιακών αρχαιρεσιών, όσο θα σχεδιάζεται η διανομή του πλεονάσματος σε ομάδες πληθυσμού που θέλει να προσεταιρισθεί ή να μη χάσει το κυβερνών κόμμα, αποκλείοντας από αυτό εκείνους που απώλεσαν το 100% του εισοδήματος τους και είναι όσοι έχασαν τη δουλειά τους και την ελπίδα να την ξαναβρούν, η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Η βασικότερη αιτία, άλλωστε, για τα όσα βιώνουμε σήμερα που, σχεδόν κατά γενική ομολογία, δεν είναι άλλη από την έλλειψη σεβασμού σε κανόνες και θεσμούς σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και των συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων κομμάτων ως τις διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης και την συνδικαλιστική δράση, δεν φαίνεται, δυστυχώς, να αναιρείται.
Γι΄ αυτό προφανώς και αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους φανατικούς της μιας ή της άλλης πλευράς, ο πήχης των προσδοκιών της κοινωνίας, με ή χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα και ανεξαρτήτως του αν θα έχουμε ή όχι «αλλαγή φρουράς» το επόμενο διάστημα στην κυβερνητική εξουσία, παραμένει πολύ χαμηλά.  
             
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 19.2.2013)
*Υ.Γ.: Εκ των υστέρων η ΔΗΜΑΡ ανακοίνωσε ότι έδωσε αρνητική ψήφο στη διάταξη, αλλά αυτό σε τίποτε δεν αναιρεί τις επισημάνσεις της ανάρτησης.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Μήπως να αποφασίσει η τρόικα (και) για το αντιρατσιστικό;

            Όποιος παρακολουθεί τον δημόσιο διάλογο που γίνεται για το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης για την αντιμετώπιση εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας, εύκολα αναγνωρίζει το ιδεολογικό χάσμα που χωρίζει τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού. 
            Όπως και στην περίπτωση της αναθεώρησης του «νόμου Ραγκούση» για την απόκτηση της ελληνικής ιθαγένειας από αλλοδαπούς (ο οποίος «πάγωσε» μετά την απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικές τις ρυθμίσεις του), οι διαφορετικές προσεγγίσεις των τριών κομμάτων είναι δεδομένες και, εν πολλοίς, αναμενόμενες.
            Πολιτικές προκαταλήψεις, ιδεολογικές δοξασίες, ιστορικές  προσλαμβάνουσες, είναι μερικοί από τους θεμιτούς λόγους που δυσκολεύουν την εξεύρεση κοινού τόπου σε ιδιαιτέρως «φορτισμένα» ζητήματα, όπως είναι το μεταναστευτικό ή, εν προκειμένω, η ποινικοποίηση του ρατσισμού και της ξενοφοβίας.
            Υπό αυτήν την έννοια, το νομοσχέδιο που ετοίμασε ο υπουργός Δικαιοσύνης κ. Αντώνης Ρουπακιώτης δεν είναι εύκολο να γίνει αποδεκτό από, τουλάχιστον, ένα μέρος του στελεχιακού δυναμικού της Νέας Δημοκρατίας που είναι γαλουχημένο με συντηρητικά ανακλαστικά και απευθύνεται σε ακροατήριο, μερίδα του οποίου είτε τείνει ευήκοον ους, είτε εγκρίνει τον ακραίο λόγο της Χρυσής Αυγής.
            Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, όπως και σε αρκετές ανάλογες που προέκυψαν τους τελευταίους ένδεκα μήνες, κατά τους οποίους η συγκυβέρνηση επιχειρεί –μάλλον ατυχώς, προσώρας- να βρει κοινό βηματισμό, τίθεται ένα μείζον θέμα που υπερβαίνει τις θεμιτές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις του πολιτικά ετερόκλητου σχήματος, καθώς αφορά τον συνολικό τρόπο της κυβερνητικής λειτουργίας.
            Ποιο, για παράδειγμα, θεσμικό όργανο απεφάσισε για το περιεχόμενο του συγκεκριμένου νομοσχεδίου και ποιος θα δώσει το «πράσινο φως» για να κατατεθεί στη Βουλή; Το υπουργικό συμβούλιο; Αποκλείεται, γιατί δεν λειτουργεί. Η κυβερνητική Επιτροπή; Ούτε, γιατί δεν υπάρχει καν. Ο υπουργός Δικαιοσύνης επικαλείται συμφωνία των τριών αρχηγών, κάτι που δεν επιβεβαιώνεται, αλλά και αν επιβεβαιωθεί μικρή σημασία έχει, αφού δεν πρόκειται για όργανο με θεσμική οντότητα.
            Διαπιστώνεται, λοιπόν, με τη συγκεκριμένη αφορμή, μια τεράστια θεσμική αταξία στη λειτουργία της κυβέρνησης, η επισήμανση της οποίας δεν γίνεται για λόγους θεσμολαγνείας και προσήλωσης στους τύπους, που, υπό την παρούσα συγκυρία της έκτακτης οικονομικής κατάστασης που εξακολουθεί να διέρχεται η χώρα, θα μπορούσε από ορισμένους να θεωρηθεί ως υπερβολική «πολυτέλεια».
            Η συντριπτική πλειονότητα των νομοθετημάτων που προώθησε –με καταιγιστικούς ρυθμούς και ασφυκτικές προθεσμίες- η σημερινή κυβέρνηση στη Βουλή ήταν επιταγές της τρόικας, τα περίφημα «προαπαιτούμενα» που επέβαλαν οι εταίροι και δανειστές μας προκειμένου να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας.
            Σε αρκετά από αυτά τα νομοθετήματα μπορεί, όντως, να μην υπήρχαν ο απαραίτητος χρόνος και οι κατάλληλες συνθήκες για να ακολουθηθεί ο κανονικός τρόπος προετοιμασίας τους. Αυτό, όμως, δεν μπορεί να διαιωνίζεται. Και, πάντως, δεν μπορεί να αφορά νομοθετικές πρωτοβουλίες που δεν έχουν να κάνουν με τις σχέσεις με τους δανειστές μας που ήταν ως τώρα το άλλοθι για να ακολουθούνται έκτακτοι τρόποι νομοθέτησης (πράξεις νομοθετικού περιεχόμενου, πολυνομοσχέδια του ενός άρθρου και άλλα τέτοια κοινοβουλευτικά ακραία φαινόμενα).
           Αν η συγκυβέρνηση θέλει, όπως λέει, να μακροημερεύσει, είναι υποχρεωμένη, με την εμπειρία του ενός χρόνου που συμπληρώνεται τον επόμενο μήνα από τη συγκρότησή της, να αλλάξει ρότα και να καθιερώσει (νέους, ενδεχομένως) κανόνες για τη λειτουργία της, έτσι ώστε από τη μια να αποφεύγονται οι τριβές που επιφέρουν οι συνεχείς αιφνιδιασμοί της Βουλής και από την άλλη να εφαρμοστούν, επιτέλους, διαδικασίες δημοκρατικού διαλόγου και ουσιαστικής διαβούλευσης για να περιοριστούν τα φαινόμενα αυθαιρεσίας που στέλνουν λάθος μήνυμα στην κοινωνία.   
            Εκτός πια και αν οι κυβερνώντες συνήθισαν τόσο πολύ στην επιβολή των πάντων «απ΄ έξω» και τους είναι πιο βολικό να… αναθέσουν στην τρόικα να κάνει όλα όσα εκείνοι δεν μπορούν, αφού αδυνατούν να συνεννοηθούν στα στοιχειώδη, όπως είναι ακόμη και το ποιος αποφασίζει αν χρειάζεται ή όχι ένα αντιρατσιστικό νομοσχέδιο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 21.5.2013)

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Η γερμανική ψηφοθηρία και η ελληνική αξιοπιστία

           Η δήλωση της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ ότι λαμβάνει καθημερινά στο γραφείο της αποδελτίωση του ελληνικού Τύπου, είναι αποκαλυπτική τόσο για τη λειτουργία ενός οργανωμένου κράτους, όσο, πολύ περισσότερο, για τη σημασία που δίνει η ευρωπαϊκή ηγεσία στην ελληνική υπόθεση. 
            Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί έκπληξη η συνεχής ενασχόληση του γερμανικού πολιτικού συστήματος με την κατάσταση στην Ελλάδα και, έτσι, εξηγείται, ίσως, η –ψηφοθηρικού χαρακτήρα- γερμανική… κακοφωνία, με το μπαράζ των επικριτικών για τη χώρα μας δηλώσεων από Γερμανούς ιθύνοντες, κυρίως του συντηρητικού χώρου, που άλλοτε ζητούν και άλλοτε προβλέπουν την έξοδο μας από την ευρωζώνη.
Καλώς ή κακώς, η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα έχει εμπλακεί στους προεκλογικούς σχεδιασμούς των γερμανικών πολιτικών δυνάμεων και όλα δείχνουν ότι τα πισώπλατα μαχαιρώματα κατά της χώρας μας δεν θα σταματήσουν από τον βάσιμο αντίλογο ότι η κοντόφθαλμη προεκλογική επικοινωνιακή εκστρατεία των κυβερνητικών εταίρων της κ. Μέρκελ θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την ευρωζώνη και, εν τέλει, βλάπτει τα ίδια τα συμφέροντα της Γερμανίας,  η οποία, μέχρι στιγμής, βγαίνει ωφελημένη από την ελληνική κρίση.
Η δικαιολογημένη διαμαρτυρία για τη ζημιά που υφίσταται η χώρα μας από τους επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς περί επιστροφής στο εθνικό μας νόμισμα, την οποία –και δημοσίως- διατύπωσε, επισκεπτόμενος το Βερολίνο, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, μπορεί να «έπιασε τόπο» και να οδήγησε τη Γερμανίδα καγκελάριο να συστήσει αυτοσυγκράτηση στους εταίρους της, πλην, όμως, δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα μας αφήσουν ήσυχους. Ο λαϊκισμός, βλέπετε, δεν είναι μοναδικό προνόμιο του ελληνικού πολιτικού συστήματος.  
            Ας μην αυταπατώμεθα, όμως. Αυτή είναι η μια όψη του προβλήματος με το «έλλειμμα αξιοπιστίας» που, κατά τα λεγόμενα του Έλληνα πρωθυπουργού, βρίσκεται αντιμέτωπη η ελληνική κυβέρνηση στις επαφές της με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και, εν γένει, με τους διεθνείς συνομιλητές της, οι οποίοι, άλλοτε συγκαταβατικά και άλλοτε επιτακτικά, μας ζητούν τήρηση των υπεσχημένων.
            Δεν είναι, ίσως, της παρούσης μια αναδρομή στους λόγους που οδήγησαν στην ελλειμματική αξιοπιστία της Ελλάδας και σε καταμερισμό της ευθύνης γι΄ αυτήν που αναλογεί σε κάθε μια από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, είτε κατά το απώτερο είτε κατά το πρόσφατο παρελθόν, καθώς είναι βέβαιο πως θα καταλήξουμε στο «ουδείς αναμάρτητος» που είπε ο κ. Σαμαράς, ερωτηθείς σχετικά από Γερμανό δημοσιογράφο.
            Τo ανησυχητικό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι το φαινόμενο της ελληνικής αναξιοπιστίας τροφοδοτείται καθημερινά με σειρά γεγονότων, όπως, μεταξύ άλλων, για να μείνουμε στα πλέον πρόσφατα, η… «ανταρσία» της Ύδρας υπέρ της φορο-ασυλίας των ελεύθερων επαγγελματιών του νησιού ή η… «πολεμική» ατμόσφαιρα που θέλησαν ορισμένοι να δημιουργήσουν στην Κόρινθο με το ζήτημα της μετατροπής του παλαιού στρατοπέδου της πόλης σε κέντρο κράτησης λαθρομεταναστών. 
            Όταν σε τόσο αυτονόητα ζητήματα, δεν μπορούν να δοθούν αποτελεσματικές λύσεις, αναρωτιέται κανείς πως μπορεί η χώρα αυτή να διεκδικεί ρόλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και να απαιτεί των εταιρική αλληλεγγύη που, δυστυχώς, είναι απολύτως απαραίτητη για να βγούμε από το τούνελ της παρατεταμένης ύφεσης.
            Την ώρα που συζητείται ο «σφαγιασμός», για μια ακόμη φορά, των εισοδημάτων των μισθωτών και των συνταξιούχων, είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή η άρνηση ελέγχου από τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς της ελληνικής Πολιτείας; Το άλλοθι των αρνητών και των υποστηρικτών τους ότι δήθεν δεν θέλουν να πληρώσουν επειδή τα λεφτά πάνε για την πληρωμή των δανεικών είναι απολύτως ψευδές, όταν έπειτα από τόσες περικοπές το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (χωρίς δηλαδή τόκους και χρεολύσια) κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε στα τρία δισεκατομμύρια ευρώ.
            Αντίστοιχης διάστασης είναι και το ζήτημα με τους λαθρομετανάστες. Δεν μπορεί, παντού στην Ελλάδα, να υπάρχουν αντιδράσεις από τους τοπικούς παραγοντίσκους κάθε φορά που πάει να δημιουργηθεί ένα κέντρο κράτησης. Είναι παράλογο να δεχθεί κανείς το επιχείρημα που προβάλλεται πως δήθεν απειλούνται από τους κρατούμενους μετανάστες, που σιτίζονται και υποβάλλονται σε ιατρικούς ελέγχους, περισσότερο από όσο κινδυνεύουν από όσους περιφέρονται ασκόπως στις πόλεις και στα χωριά, αναζητώντας εναγωνίως στέγη και τροφή.
Εν κατακλείδι, όση σημασία και να δώσει κανείς στην λαϊκίστικη γερμανική ψηφοθηρία, το βέβαιο είναι πως εκείνο που θα κρίνει το μέλλον μας είναι η δική μας αξιοπιστία που θα ενδυναμώνεται όχι τόσο με τα –απολύτως απαραίτητα- πρωθυπουργικά ταξίδια, όσο με τον περιορισμό των φαινομένων τύπου Ύδρας και Κορίνθου. 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 3 Απριλίου 2012

Από την απραξία στους… «γιαλαντζί Σαρκοζί»


Στις αρχές του 2011, το ελληνικό Κοινοβούλιο ψήφισε, με σχετικά σύντομες διαδικασίες, έναν ακόμη νόμο και συγκεκριμένα τον ν. 3907, με τον οποίο εναρμονίστηκε το ελληνικό δίκαιο με τις προβλέψεις ευρωπαϊκής οδηγίας του 2008 που καθιέρωσε «κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη – μέλη της ΕΕ για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών».
Ήταν η περίοδος που το οξύ μεταναστευτικό πρόβλημα, που αντιμετωπίζει εδώ και δύο δεκαετίες η χώρα μας, όπως και όλος ο ευρωπαϊκός νότος που συνορεύει με την Ασία και την Αφρική, βρισκόταν σε έξαρση, τόσο στις πύλες εξόδου προς την Ευρώπη, δηλαδή στα λιμάνια της Πάτρας και της Ηγουμενίτσας, όσο και στο κέντρο της Αθήνας, με τις συγκρούσεις ακραίων ομάδων στον Άγιο Παντελεήμονα, αλλά και τις προκλητικές πρωτοβουλίες μεταφοράς μεταναστών χωρίς νόμιμα έγγραφα σε χώρους πανεπιστημιακών ιδρυμάτων.
Με αφορμή την κατάσταση στην Ηγουμενίτσα και σε συνεννόηση με την παράταξή μου, προκάλεσα, στις 9 Φεβρουαρίου 2011, συζήτηση στο νεοσύστατο, τότε, Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου, υποβάλλοντας πολύ συγκεκριμένες προτάσεις, μια από τις οποίες ήταν ότι «η Περιφέρεια Ηπείρου, μέσω κυρίως της Κοινωνικής Επιτροπής, αλλά όχι μόνον, πρέπει να προετοιμαστεί άμεσα και να πιέσει προς κάθε κατεύθυνση για την έγκαιρη ενεργοποίηση του νόμου που ψηφίστηκε τις προηγούμενες εβδομάδες από τη Βουλή».
Εξήγησα, απευθυνόμενος στο Συμβούλιο, ότι «ο νόμος αυτός, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη δημιουργία Περιφερειακών Επιτροπών Ασύλου, μια από τις οποίες θα λειτουργήσει εδώ στην έδρα μας, όπως και Κέντρων Υποδοχής, για τα οποία θα πρέπει να έχει άποψη η Περιφέρεια και να υποδείξει –εφόσον θεωρηθεί αναγκαίο- άμεσα κατάλληλους χώρους», τονίζοντας, καταληκτικά, πως «αν θέλουμε να δικαιώσουμε το ρόλο μας, το μόνο που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να μένουμε θεατές των εξελίξεων».
Όπως ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί, παρακολουθώντας την τρέχουσα ειδησεογραφία, σχεδόν δεκαπέντε μήνες δεν έγινε απολύτως τίποτε. Με αποτέλεσμα ένας ακόμη νόμος του ελληνικού κράτους να παραμένει, μέχρι σήμερα, στα χαρτιά, αφού -για να είμαι δίκαιος- δεν είναι μόνον η Περιφέρεια Ηπείρου που δεν προετοιμάστηκε και μόλις την περασμένη εβδομάδα αποδέχθηκε την περυσινή πρόταση μας. Είναι το αρμόδιο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη που δεν προώθησε την εφαρμογή της νομοθεσίας που το ίδιο ψήφισε και δεν οργάνωσε τις υπηρεσίες που προβλέπονται τόσο για την παροχή ασύλου σε όσους το δικαιούνται, όσο και για την κράτηση και την επαναπροώθηση όσων εισέρχονται στην Ελλάδα για οικονομικούς και μόνον λόγους.
Όλως αιφνιδίως, τις δύο τελευταίες εβδομάδες, το τεράστιο αυτό ζήτημα, επανήλθε στο προσκήνιο, με την απαίτηση του αρμόδιου υπουργού Μιχάλη Χρυσοχοΐδη να υποδειχτούν άμεσα χώροι στην ηπειρωτική Ελλάδα για την λειτουργία κέντρων κράτησης – φιλοξενίας όσων αλλοδαπών βρίσκονται παράνομα στη χώρα και οι οποίοι, στην πλειονότητά τους, βιώνουν απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, περιφερόμενοι στους δρόμους πόλεων και χωριών, αναζητώντας τροφή σε κάδους απορριμμάτων και στέγη σε άθλιες τρώγλες.
Η ανακίνηση του ζητήματος έφερε επίσης στο τηλεοπτικό προσκήνιο αρκετούς από τους πολιτικούς κερδοσκόπους που εμφανίζονται ως «γιαλαντζί» Σαρκοζί, ενώ συνοδεύτηκε και από διαφόρων ειδών ενστάσεις. Κάποιες βάσιμες και υπαρκτές. Οι περισσότερες, όμως, απολύτως προσχηματικές, που ακολουθούν την πεπατημένη δεκαετιών σε αυτή τη χώρα, με τα γνωστά αποτελέσματα της εκτεταμένης ανομίας και ατιμωρησίας, της παγιωμένης αδράνειας και απραξίας, που συναντά κανείς σε όλους τους τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας.
Ορισμένοι, για παράδειγμα, μίλησαν για επικοινωνιακούς χειρισμούς που εντάσσονται στην προεκλογική στρατηγική των κομμάτων και καθοδηγούνται από την δημοσκοπική άνοδο των ακροδεξιών ομάδων, οι οποίες κάνουν επίδειξη δύναμης στις περιοχές που υπάρχουν πολλοί μετανάστες, οι οποίοι συχνά πέφτουν -αδιάκριτα, μάλιστα, μεταξύ όσων διαμένουν φιλήσυχα και νόμιμα στην Ελλάδα και όσων δεν διαθέτουν τα απαραίτητα νομιμοποιητικά έγγραφα- θύματα ρατσιστικών, ακόμη και δολοφονικών επιθέσεων.
Άλλοι, την ίδια ώρα, προέβαλαν την ανθρωπιστική πλευρά του ζητήματος, απορρίπτοντας a priori τη λογική των «στρατοπέδων», που βεβαίως ηχεί άσχημα στα αυτιά κάθε προοδευτικού πολίτη. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, η άρνηση δεν συνοδεύεται από εναλλακτική πρόταση που θα κάνει την Ελλάδα να πάψει να είναι το «ξέφραγο αμπέλι», όπου όποιος θέλει μπαίνει, βρίσκει προσωρινό καταφύγιο και παραμένει εσαεί εδώ μέχρι να μπορέσει να βρει, με κάθε τίμημα, διέξοδο προς την υπόλοιπη Ευρώπη.
Δεν έλειψαν, τέλος, κι εκείνοι που, αμφισβητώντας την αποτελεσματικότητα του ελληνικού κράτους, επεχείρησαν να  «τζογάρουν» με τα φοβικά σύνδρομα των πολιτών που ζουν κοντά σε περιοχές που σχεδιάζεται να γίνουν κέντρα φύλαξης, τα οποία, όπως και τα σκουπίδια, τα… θέλουμε όλοι «στην αυλή του γείτονα». Αποσιωπούν το προφανές ότι οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν είναι απείρως μικρότεροι από μετανάστες που έχουν εξασφαλισμένη τροφή, στέγη και περίθαλψη, σε σχέση με τους περιφερόμενους ανέστιους και πεινασμένους που μπορούν να κάνουν ο,τιδήποτε για να επιβιώσουν σε μια χώρα που βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο  που, κατά την άποψή μου, –και έτσι τοποθετήθηκα στο Περιφερειακό Συμβούλιο, «καλωσορίζοντας» την πλειοψηφία στο πεδίο της κοινής λογικής- απαιτείται να γίνει είναι να αποφευχθούν αφενός η εμπλοκή του θέματος στις συμπληγάδες της προεκλογικής περιόδου, που θα τροφοδοτήσει τους κάθε λογής «γιαλαντζί» Σαρκοζί, και αφετέρου η προχειρότητα που θα δώσει έδαφος στις δυνάμεις της παραλυτικής αδράνειας. Οργανωμένη δράση, λοιπόν, με συγκροτημένα βήματα και χωρίς άλλες καθυστερήσεις.

 *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

Για τους μετανάστες της Ηγουμενίτσας*


Έχω την αίσθηση ότι αν μπορούσε η ευρεία κοινωνία της Ηπείρου να παρακολουθήσει τη σημερινή –συνέχεια ουσιαστικά της εναρκτήριας- συνεδρίαση του Συμβουλίου μας, θα ένοιωθε απογοήτευση και θλίψη για το ξεκίνημά μας.
Και τα αισθήματα αυτά που –τουλάχιστον εμένα προσωπικά- με διακατείχαν από την αρχή της προηγούμενης συνεδρίασης μας, έγιναν πιο έντονα εξαιτίας της εισήγησης που μόλις ακούσαμε, όχι μόνο από το ύφος της, όσο κυρίως από το περιεχόμενό της.
Γιατί μπορεί, κύριε Πρόεδρε, ως θεσμός να είμαστε νέος, αλλά ο εισηγητής που μόλις ακούσαμε, ο κ. Πιτούλης, δεν είναι καθόλου νέος, όχι στην ηλικία -σε αυτήν φαίνεται νεότατος-, αλλά στη θητεία στα δημόσια πράγματα.
Οκτώ χρόνια δήμαρχος υπήρξε στην Ηγουμενίτσα και θα περίμενε κανείς μια πιο εμπεριστατωμένη μελέτη και παρουσίαση του σοβαρού αυτού προβλήματος που, όπως μόλις μας είπε, ταυτίζεται χρονικά με τη θητεία του. Και κυρίως θα περίμενε κανείς να ξεπερνούσε τις –όποιου επιπέδου- γενικόλογες διαπιστώσεις και ως γνώστης να μας πρότεινε εφικτές λύσεις. Δυστυχώς, όμως, δεν ακούσαμε την παραμικρή πρόταση. Πόσω μάλλον κάτι σχετικό με την ανάληψη δράσης!
Το ζήτημα, βεβαίως, δεν είναι προσωπικό του κ. Πιτούλη. Είναι βαθύτατα πολιτικό και, μετά τις δύο πολύωρες συνεδριάσεις μας, έχω, πλέον, την πεποίθηση ότι άπτεται συνολικά του τρόπου με τον οποίο προσεγγίζει η διοίκηση της Περιφέρειας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Ήπειρος.
Από την ημερήσια διάταξη, άλλωστε, της σημερινής συνεδρίασης «εξαφανίστηκε» η συζήτηση για τη λειτουργία της Κοινωνικής Επιτροπής που ήταν επόμενο στην προηγούμενη ατζέντα μας, υπό τη μορφή ενός πρωθύστερου σχήματος, το οποίο παραμένει.
Καλούμαστε, δηλαδή σήμερα να κάνουμε αυτό που λένε για το κάρο που μπαίνει πριν από το άλογο. Πως αλλιώς, αλήθεια να εξηγηθεί το γεγονός ότι καλούμαστε να συζητήσουμε πρώτα για ένα από τα σοβαρότερα κοινωνικά ζητήματα που αντιμετωπίζει η περιοχή μας, προτού να συζητήσουμε για τη λειτουργία της Κοινωνικής Επιτροπής και να αποφασίσουμε για τη συγκρότησή της, όπως, καθ΄ ά γνωρίζω, έχει γίνει στις άλλες Περιφέρειες;

Τα λέω όλα αυτά, χωρίς, πιστέψτε με, την παραμικρή αντιπολιτευτική διάθεση, αλλά με γνώμονα ότι εμείς ως παράταξη πιστεύουμε σε μια Περιφέρεια που δεν αναζητεί άλλοθι στην απραξία και στην αδράνεια, αλλά, αντιθέτως, μέσα από τη λειτουργία των Επιτροπών και της Ολομέλειας, όπως και από την καθημερινή συγκροτημένη λειτουργία των αρμοδίων υπηρεσιών, αντιμετωπίζει τα προβλήματα και δεν περιορίζεται σε διαπιστώσεις καταστάσεων και απλές διεκπεραιώσεις υποθέσεων.
Και στο προκείμενο πρόβλημα του συνωστισμού των μεταναστών πέριξ του λιμανιού της Ηγουμενίτσας –που η παράταξη μας με ανακοίνωσή της ζήτησε να συζητηθεί στο Συμβούλιο μας και το οποίο, νομίζω, όλοι μας, λίγο ως πολύ, γνωρίζουμε και ξέρουμε τις διαστάσεις του, γι΄ αυτό δεν θα επεκταθώ σε περιττές περιγραφές- πιστεύουμε ακράδαντα ότι ο ρόλος της Κοινωνικής Επιτροπής είναι κομβικός.

Εν τάχει και για να μην κουράσω το Σώμα θέλω να κλείσω την παρέμβασή μου με τα βασικά σημεία της πρότασής μας που είναι η άμεση σύσταση της Κοινωνικής Επιτροπής, η οποία πρέπει το γρηγορότερο δυνατόν να αναλάβει δράση, κινητοποιώντας όλες τις δυνάμεις που εμπλέκονται στο οξύ μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ηγουμενίτσα, στην οποία δεν είναι υπερβολή να υπογραμμίσει κανείς ότι απειλείται η κοινωνική συνοχή της πόλης και επηρεάζεται αρνητικά η οικονομική ζωή της ευρύτερης περιοχής.

Στο γενικό αυτό πλαίσιο αυτό, προτείνουμε, λοιπόν, ειδικότερα τα εξής:
*Κατ΄ αρχήν, οι κοινωνικές υπηρεσίες και οι υγειονομικές μονάδες της Περιφέρειας μας, όπως και οι εθελοντικές οργανώσεις αρωγής, μη κυβερνητικές οργανώσεις, της Εκκλησίας ή και άλλες, είναι ανάγκη να συντονίζονται από την Κοινωνική Επιτροπή, η οποία καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανακούφιση τόσο των ίδιων των μεταναστών που ζουν υπό συνθήκες που προσβάλουν τις αξίες του ανθρώπινου πολιτισμού, όσο και των περιοίκων που βιώνουν αισθήματα έντονης ανασφάλειας. Και με αυτή την ευκαιρία πρέπει να χαιρετίσουμε τις πρωτοβουλίες του Δήμου Ηγουμενίτσας, για τις οποίες, δυστυχώς, δεν μπορούσε να είναι σήμερα εδώ για να τις αναπτύξει ο δήμαρχος Γιώργος Κάτσινος που έμεινε ματαίως πέντε ώρες στην προηγούμενη συνεδρίαση, αλλά δεν συζητήθηκε το θέμα. Εμείς εξαίρουμε τη στάση του και στηρίζουμε τις πρωτοβουλίες, διότι είναι η πρώτη φορά που κάποια αρχή της περιοχής μας ασχολείται επιτέλους με το μείζον αυτό ζήτημα και γι΄ αυτό ως παράταξη ήμασταν παρόντες στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου     
*Παράλληλα, η δεύτερη επιμέρους πρότασή μας είναι ότι η Κοινωνική Επιτροπή απαιτείται να βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τις αστυνομικές και λιμενικές υπηρεσίες, όπως και με τους υπευθύνους του Οργανισμού Λιμένος Ηγουμενίτσας, προκειμένου να βρεθεί τρόπος να προπαγανδιστεί αποτελεσματικά η αδυναμία διαφυγής από την Ηγουμενίτσα που –όπως λένε ειδικότεροι από μένα- είναι ο μόνος αποτρεπτικός παράγοντας για τη συγκέντρωσή τους στις παρυφές της πόλης.   
*Επίσης, η Περιφέρεια Ηπείρου, μέσω κυρίως της Κοινωνικής Επιτροπής, αλλά όχι μόνον, πρέπει να προετοιμαστεί άμεσα και να πιέσει προς κάθε κατεύθυνση για την έγκαιρη ενεργοποίηση του νόμου που ψηφίστηκε τις προηγούμενες εβδομάδες από τη Βουλή. Ο νόμος αυτός, μεταξύ άλλων, προβλέπει τη δημιουργία Περιφερειακών Επιτροπών Ασύλου, μια από τις οποίες θα λειτουργήσει εδώ στην έδρα μας, όπως και Κέντρων Υποδοχής, για τα οποία θα πρέπει να έχει άποψη η Περιφέρεια και να υποδείξει –εφόσον θεωρηθεί αναγκαίο- άμεσα κατάλληλους χώρους.

Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Αν θέλουμε να δικαιώσουμε το ρόλο μας, το μόνο που δεν μπορούμε να κάνουμε είναι να μένουμε θεατές των εξελίξεων. Κι εμείς που οραματιζόμαστε την Ήπειρο, Τόπο Να Ζούμε, δεν το επιτρέπουμε στους εαυτούς μας.

       *Εισήγηση στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου στις 9 Φεβρουαρίου 2011.

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

Ο «φράκτης» και τα βαρύγδουπα «τσιτάτα»

            Η μετανάστευση, για όσους δεν διακατέχονται από ιδεολογικές παρωπίδες, υπήρξε ανέκαθεν αναζωογονητικός παράγων για τις κοινωνίες και τις οικονομίες των χωρών υποδοχής.  Από τους αποικισμούς της αρχαίας Ελλάδας ως τα μεταμεσαιωνικά ευρωπαϊκά μεταναστευτικά ρεύματα με κατεύθυνση το λεγόμενο Νέο Κόσμο ή τις πιο σύγχρονες μαζικές μετακινήσεις εργατικού δυναμικού στις φάμπρικες της μεταπολεμικής Ευρώπης, οι μετανάστες, ακόμη και στις περιπτώσεις που ξεριζώνονταν βίαια από τους τόπους γέννησης τους, συνέβαλαν καθοριστικά στην οικονομική άνοδο των τόπων εγκατάστασής τους.
Τα παραδείγματα είναι πολλά και σίγουρα δυσκολεύεται κανείς να φανταστεί την εξέλιξη της Αμερικής χωρίς τα αλλεπάλληλα κύματα μεταναστών που έφτασαν εκεί τους προηγούμενους αιώνες ή ακόμη και τη σημερινή Ελλάδα χωρίς τους ξεριζωμένους πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο ότι στη Γερμανία, η οποία στήριξε το μεταπολεμικό οικονομικό της «θαύμα» στους εργάτες από την Ελλάδα, την Γιουγκοσλαβία, την Πορτογαλία και την Τουρκία, η συμμαχική κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκέρχαντ Σρέντερ με τους Πράσινους ψήφισε στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας ειδικό νόμο για να προσελκύσει νέους επιστήμονες από την Ινδία και άλλες  ασιατικές χώρες για να καλύψει τις ανάγκες των επιχειρήσεων της σε εξειδικευμένο προσωπικό στις νέες τεχνολογίες.
Στο ίδιο συμπέρασμα της θετικής οικονομικής αλλά και κοινωνικής επίδρασης καταλήγουν όλες οι ψύχραιμες αποτιμήσεις του φαινομένου της μαζικής εισόδου μεταναστών στην Ελλάδα που ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του ΄90 και έκτοτε, δυστυχώς, συνεχίζεται με αμείωτους, αν όχι και αυξανόμενους, ρυθμούς. Παρά τον άναρχο τρόπο με τον οποίο εισήλθαν στη χώρα μας εκατοντάδες χιλιάδες Βαλκάνιοι, Ασιάτες και Αφρικανοί μετανάστες, η παρουσία τους εδώ υπήρξε αναμφίβολα τονωτική τόσο σε μακροοικονομικό επίπεδο, αφού συνέβαλε στο αυξημένο ΑΕΠ που επέτρεψε την είσοδό μας στην ευρωζώνη, όσο και σε μικροοικονομικό επίπεδο, καθώς πάμπολλες μικρές επιχειρήσεις και νοικοκυριά, αλλά και μεμονωμένοι μοναχικοί συνάνθρωποι μας σε πόλεις και απομακρυσμένα χωριά, βρήκαν στα πρόσωπα των μεταναστών πολύτιμους αρωγούς.    
Έτσι, μπορούν να εξηγηθούν και οι απαράμιλλες αντοχές που πλειοψηφικά επέδειξε η ελληνική κοινωνία στην «ενσωμάτωση» ενός, κατά γενική ομολογία, πληθυσμιακά δυσανάλογα μεγάλου αριθμού μεταναστών που βρήκαν δουλειά, στέγη και σχολείο για τα παιδιά τους, έστω και αν όλα αυτά ήταν σε πολλές περιπτώσεις υπό συνθήκες υποδεέστερες από εκείνες που είχαμε εξασφαλίσει για εμάς τους ίδιους. Επειδή, όμως, σε όλες τις καταστάσεις υπάρχουν και όρια, μόνον όσοι εθελοτυφλούν  δεν αναγνωρίζουν ότι τα όρια αντοχής της ελληνικής κοινωνίας έχουν προ πολλού εξαντληθεί εξαιτίας του εγκλωβισμού μέσα στα ελληνικά σύνορα χιλιάδων –ή μήπως πλέον ή σε λίγο εκατομμυρίων;- λαθρομεταναστών που δεν θέλουν πια να μείνουν ή να δουλέψουν εδώ, αλλά χρησιμοποιούν τη χώρα μας ως σταθμό για να βρεθούν στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι εικόνες με τους «φτωχοδιάβολους» που πολιορκούν το λιμάνι της Ηγουμενίτσας μπορεί να αφήνουν ασυγκίνητους μόνον εκείνους που από την ασφάλεια της αυτάρεσκης βολής τους αρκούνται να εκστομίζουν βαρύγδουπα, δήθεν προοδευτικά, «τσιτάτα», όπως οι περί «αυγού του φιδιού»  χαρακτηρισμοί για την πρόθεση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη Χρήστου Παπουτσή να τοποθετηθεί φράκτης στην ελληνοτουρκική μεθόριο του Έβρου για τον περιορισμό της εισόδου λαθρομεταναστών. Απόψεις αυτού του είδους είναι εξίσου ανεδαφικές με τους λαϊκίστικους ισχυρισμούς ότι μπορούμε να κάνουμε τα «στραβά μάτια» και να επιτρέψουμε σε όσους συνωστίζονται στα ελληνικά λιμάνια την επιβίβαση στα πλοία, διευκολύνοντας, κατ΄ αυτόν τον τρόπο,  την αναχώρησή τους.       
Είναι αυτονόητη βεβαιότητα  ότι η προάσπιση ενός περίκλειστου ευρωπαϊκού κάστρου αποτελεί μια κοντόθωρη πολιτική. Και, βεβαίως, έχουν απόλυτο δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι το παγκόσμιο μεταναστευτικό πρόβλημα θα επιλυθεί μόνον όταν δημιουργηθούν συνθήκες μεγαλύτερης ασφάλειας και ευημερίας για τους λαούς του Τρίτου Κόσμου. Ως τότε, όμως, η Ελλάδα, η οποία δέχεται τη μεγαλύτερη πίεση, δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι το μόνο ξέφραγο αμπέλι που θα υποδέχεται όλους όσοι θέλουν να εκπορθήσουν το ευρωπαϊκό κάστρο.
Μια κυβέρνηση που σέβεται την αποστολή της έχει καθήκον και υποχρέωση να πάψει να είναι θεατής των προβλημάτων που απειλούν την κοινωνική συνοχή και να λαμβάνει μέτρα.

           *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύτηκε στη "Θεσπρωτική" στις 11.1.2011)