Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανεργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανεργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Οι οικονομικοί δείκτες είναι… ξεροκέφαλοι



            Όσο ενοχλητικό και αν είναι το πρωινό ξύπνημα όταν γίνεται από τους ήχους των μαστόρων που καλουπώνουν στο διπλανό οικόπεδο για να κτίσουν μια καινούργια οικοδομή, η σκέψη και μόνο ότι –επιτέλους!- κάτι κινείται στην οικονομία είναι παρηγορητική.
Η παρηγοριά, ωστόσο, δεν κρατάει πολύ, γιατί καθώς ξεκινάς την ενημέρωση της ημέρας «σκοντάφτεις» πάνω στην είδηση που λέει: «Έπεσε πάλι ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος. Η αβεβαιότητα “ρίχνει” εμπόριο και κατασκευές». Πρόκειται για είδηση που στηρίζεται στα στοιχεία του Ινστιτούτου Βιομηχανικού Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με τα οποία «μετά την πρόσκαιρη σταθεροποίησή του στις 95,1 μονάδες στην αρχή του τρέχοντος έτους, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχωρεί σημαντικά τον Φεβρουάριο, στις 92,9 μονάδες, φτάνοντας στο επίπεδο όπου βρέθηκε και τον προηγούμενο Νοέμβριο».
Κι όσο και αν θέλει κάποιος να παρακάμψει αυτό το «καμπανάκι», δεν είναι εύκολο να το κάνει, αφού έρχεται την επομένη από την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος ότι οι εκροές των καταθέσεων τον μήνα Ιανουάριο έφθασαν στα 1,567 δισ. ευρώ και συνολικά οι αποταμιεύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2001. Πίσω στην ίδια χρονιά, δηλαδή στο 2001, πρέπει να πάει κανείς για να βρει τόσο αρνητικό ισοζύγιο στην απασχόληση -απολύσεις έναντι προσλήψεων- όσο σημειώθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της «Εργάνης» που με καθυστέρηση επέτρεψε η κυβέρνηση να ανακοινωθούν τις προηγούμενες ημέρες.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει ως απολύτως τυχαία και εντελώς συμπτωματική την αρνητική τροχιά που πήραν οι τρεις αυτοί τόσο σημαντικοί δείκτες. Με παροιμιώδη αμεριμνησία και απόσταση από αυτό που όλοι οι υπόλοιποι αισθανόμαστε, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι «οσονούπω θα τρίβουμε τα μάτια» από την ανάκαμψη. Επικρίνοντας ως συμμάχους των εχθρών του λαού και της χώρας όλους όσοι δεν συμμερίζονται τις εξακολουθητικές αυταπάτες που καλλιεργεί ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ο ίδιος που πριν από ένα χρόνο (Star 1.3.2016) έλεγε: «Το Πάσχα θα έρθει μαζί με την ανάσταση της ελληνικής οικονομίας».
Βρισκόμαστε ήδη ενόψει του επόμενου Πάσχα, αλλά η… ανάσταση της ελληνικής οικονομίας μοιάζει ακόμη οραματική προοπτική. Και το πιθανότερο είναι ότι έτσι θα μείνει. Για όσο τουλάχιστον η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός εξακολουθούν να διακατέχονται από την ίδια νοοτροπία που είχαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Την νοοτροπία που τους υπαγορεύει να κάνουν τα περισσότερα από όσα κάνουν μόνον όταν έχουν το πιστόλι στον κρόταφο και το διακύβευμα της άρνησης τους είναι η διακινδύνευση της παραμονής τους στις καρέκλες της εξουσίας.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, δύο γεγονότα από την επικαιρότητα των ημερών, που είχαν ως πρωταγωνιστή τον τέως υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, μαρτυρούν ότι η απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος αργεί. Και ενδεχομένως δεν θα έρθει ποτέ. Πόθεν προκύπτει αυτό το συμπέρασμα; Από το γεγονός ότι οι ιθύνοντες της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι «άναψαν κόκκινο», απαγορεύοντας(!) την κατάθεση ερώτησης για τα εξοπλιστικά που προωθούσε ο κ. Φίλης, δεν είχαν καμία δυσκολία να εγκρίνουν άλλη ερώτηση, με συνυπογράφοντα τον ίδιο, που αφορούσε στις αρχαιολογικές έρευνες που πρέπει να προηγηθούν προτού να αρχίσουν τα έργα ανάπλασης στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού.
Ο δικαιολογητικός ισχυρισμός πως δήθεν δεν ήταν κυβερνητική επιλογή η απαίτηση να καθυστερήσει και άλλο η έναρξη των εργασιών στο Ελληνικό, κατέρρευσε υπό το βάρος της αποκάλυψης ότι ο κανονισμός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ –κόντρα στη ρητή συνταγματική επιταγή σύμφωνα με την οποία «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση»- δεν επιτρέπει στα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης να καταθέτουν ερωτήσεις χωρίς… άδεια «άνωθεν». Άρα, για ό,τι λένε και ό,τι κάνουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στην κυβερνητική ηγεσία που, κατά τα φαινόμενα, είναι εκείνη που δίνει ή δεν δίνει το «πράσινο φως» για τις πρωτοβουλίες των βουλευτών.
Με αυτά και με πολλά άλλα, λοιπόν, η χώρα παραμένει καθηλωμένη. Επειδή η ηγεσία της κυβέρνησης δεν εννοεί να απαλλαγεί από την καλλιέργεια της ψευδαίσθησης πως δήθεν διαπραγματεύεται. Παρόλο που έχει αποδειχθεί περίτρανα ως τώρα ότι ο τρόπος της διαπραγμάτευσης που ακολουθεί μόνον σε ήττες και διαψεύσεις έχει οδηγήσει. Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα διηνεκή capital controls ή το διαβόητο Υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων; Τις περικοπές των συντάξεων που έγιναν και αυτές που έρχονται ή τους «κόφτες» και τη διαιώνιση των στόχων για υψηλά πρωτογενή ελλείμματα που αφαιρούν για πολλά χρόνια την δημοσιονομική διαχείριση από την ελληνική πολιτική τάξη;
Βλέπετε, οι… άτιμοι δείκτες που είτε αφορούν στο γενικό οικονομικό κλίμα είτε καταγράφουν το ύψος των καταθέσεων και τα επίπεδα της απασχόληση είναι… ξεροκέφαλοι. Και δεν υπακούουν στις κυβερνητικές εντολές. Ούτε επηρεάζονται από την κυβερνητική προπαγάνδα για το «τέλος της λιτότητας». Γι΄ αυτό και το πιθανότερο είναι ότι, δυστυχώς, τον πρωινό μας ύπνο δεν θα τον διακόπτουν ήχοι μαστόρων. Τουλάχιστον όχι τόσο συχνά όσο απαιτείται για να σταλεί το ειλικρινές μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία πήρε και πάλι μπροστά. Με ιδιωτικές επενδύσεις. Και όχι με διορισμούς στο δημόσιο και περισσότερα συσσίτια που φαίνεται να είναι στις κυβερνητικές προτεραιότητες.

Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

Χωρίς Κτηματολόγιο δεν υπάρχει «δίκαιος» ΕΝΦΙΑ

            Στην απολύτως δικαιολογημένη κριτική που, από πολλές πλευρές, ασκείται για το απίστευτο φιάσκο με τους υπολογισμούς στον ΕΝΦΙΑ, δεν μπορεί να μην λαμβάνεται υπόψη μια από τις βασικές γενεσιουργές αιτίες της -κατά τα άλλα- ασυγχώρητης αστοχίας του φορολογικού μηχανισμού που έχει να κάνει μετη χρόνια παθογένεια της έλλειψης Κτηματολογίου.
            Λίγο πριν συμπληρωθούν δύο αιώνες από τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους, η Ελλάδα εξακολουθεί να συνιστά μια ευρωπαϊκή –και μάλλον όχι μόνο- παραδοξότητα, αφού είναι η μοναδική που δεν έχει καταφέρει να καταγράψει αξιόπιστα τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα που υπάρχουν στο έδαφός της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αναπτυξιακή της προοπτική και την αντίστοιχη προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
            Από τη Δύση, στην οποία η καπιταλιστική ανάπτυξη ξεκίνησε όταν ψηφίστηκαν οι πρώτοι νόμοι για τις περιφράξεις στην προβιομηχανική Αγγλία, ως την Ανατολή, που βίωσε την ουτοπία της κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν υπάρχει άλλη χώρα που να λειτουργεί χωρίς Κτηματολόγιο.
Πρόσφατα, έλληνας τεχνικός που εργάστηκε σε εταιρία η οποία τοποθετούσε κεραίες κινητής τηλεφωνίας στη γειτονική Βουλγαρία μου περιέγραφε πως οι τοπικές δημόσιες υπηρεσίες, κάνοντας χρήση του συστήματος δορυφορικής παρακολούθησης,GoogleEarth, παρακολουθούσαν και υποδείκνυαν -δένδρο προς δένδρο!- με ακρίβεια τις απομακρυσμένες εκτάσεις στιςοποίες θα γίνονταν οι απαιτούμενες εγκαταστάσεις.
Όλα αυτά θεωρούνται αδιανόητα για τη χώρα μας, η οποία μπορεί να είναι κατά πολύ πλουσιότερη από τη Βουλγαρία,ωστόσο, μικρά και μεγάλα συμφέροντα(κατασκευαστές, μηχανικοί, συμβολαιογράφοι, δικηγόροι, μεσίτες, υποθηκοφύλακες, υπάλληλοι πολεοδομίας και αρκετοί άλλοι) που επωφελούνταν επί δεκαετίες από το απίστευτο μαύρο χρήμα που κυκλοφορούσε -και εν μέρει κυκλοφορεί ακόμη- γύρω από την οικοδόμηση, όπως και από τις καταπατήσεις δημόσιας γης, δεν την αφήνουν να εκσυγχρονιστεί.
Για αντίστοιχους λόγους,άλλωστε, οι επανειλημμένεςεξαγγελίες για κατάρτιση σύγχρονου Κτηματολογίου ναυαγούν χρόνια τώρα,μετατρεπόμενες σε χοάνη στην οποία χωνεύτηκανκατά το παρελθόν τεράστια ποσά από κοινοτικές επιδοτήσεις που κατασπαταλήθηκαν καθιστώντας τη χώρα υπόλογη έναντι των εταίρων της.
Κάπως έτσι, βρισκόμαστε στο 2014 χωρίς μέχρι στιγμής ούτε σε μια περιοχή της χώρας, πλην των Δωδεκανήσων, που ενσωματώθηκαν τελευταία στην ελληνική επικράτεια, να έχουν καταγραφεί τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα Ελλήνων και αλλοδαπών σε ένα online σύστημα ώστε να μπορούν να ελεγχθούν.
Γι΄ αυτό και με τον ΕΝΦΙΑ ή χωρίς τον ΕΝΦΙΑ, όσο δεν υπάρχει ολοκληρωμένο Κτηματολόγιοδεν μπορεί να υπάρξει στοιχειωδώς δίκαιη φορολόγηση, αφού είναι αδύνατο να υπολογιστεί η πραγματική ακίνητη περιουσία και, πολύ περισσότερο, να διακριθεί η μεγάλη από την μικρή, τη μεσαία ή τη μεγάλη συσσώρευση πλούτου στον τομέα των ακινήτων.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να επιβάλλεται οριζόντια, επί της ουσίας, φορολογία επί των ακινήτων και να επιβαρύνονται σχεδόν ισοδύναμα βοσκότοποι σε χωριά, που κάποιοι τα διατηρούν στην κατοχή τους για συναισθηματικούς λόγους, παρόλο που δεν τους αποδίδουν κανένα εισόδημα, με πανάκριβα αστικά ακίνητα τα οποία αποκτώνται για επενδυτικούς σκοπούς και με την προσδοκία της υπεραξίας.
Αν μια μόνον μερίδα από τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους ανέργους που επιδοτούνται από τον ΟΑΕΔ σε προγράμματα δήθεν «κοινωφελούς εργασίας», κατευθυνόταν με ένα οργανωμένο σχέδιο στις υπηρεσίες κτηματογράφησης, το πρόβλημα θα μπορούσε να επιλυθεί μέσα σε μερικούς μήνες.
Με τον τρόπο αυτό, η χώρα θα μπορούσε να κάνει μια νέα αρχή τόσο για προς την ανάπτυξή της όσο και προς την δίκαιη φορολόγηση του πλούτου. Αλλά πού και ποιος να οργανώσει ένα τέτοιο σχέδιο και να έρθει σε σύγκρουση με όσους βολεύονται από το σημερινό χάος;Γιατί μπορεί να μην είναι οι περισσότεροι, είναι, όμως, οι ισχυρότεροι…

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αξεπέραστη κρίση της πολιτικής

            Την ώρα που η ΔΗΜΑΡ υπερψήφιζε* –και σωστά, αφού, καλώς ή κακώς, επρόκειτο για συμμόρφωση με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- τη διάταξη για την κατάργηση της δυνατότητας των νομίμων μεταναστών να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές, η εκλεγμένη με το ΠΑΣΟΚ ευρωβουλευτής κυρία Μαριλένα Κοππά, επικαλούνταν τη συγκεκριμένη –αναγκαστική, κατ΄ άλλα- νομοθετική πρωτοβουλία ως δικαιολογία για την αποχώρησή της από κόμμα που την ανέδειξε και την απόφασή της να συμπορευθεί με το κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη.
            Η υπόθεση αυτή δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία αν δεν ήταν ένα από τα πάμπολλα παραδείγματα που μαρτυρούν τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο (εξακολουθεί να) διεξάγεται η πολιτική στη χώρα μας και δεν έδειχνε πόσο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και της χώρας κινείται το λεγόμενο πολιτικό προσωπικό, το οποίο μάλλον δεν διδάχθηκε τίποτε από την γενικευμένη κρίση που βιώνουμε και αντανακλάται στην δικαιολογημένη απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται οι «επαγγελματίες» πολιτικοί.
            Από τον τρόπο που εξακολουθούν να δίνονται τα χρίσματα για τους εκλεκτούς των κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έως τη σπουδή της κυβέρνησης να διανείμει –προτού καν αυτό επικυρωθεί- το πρωτογενές πλεόνασμα με κριτήρια που ικανοποιούν μάλλον ψηφοθηρικές επιδιώξεις, είναι μακρύς ο κατάλογος με τα φαινόμενα πολιτικής αναξιοπιστίας που καταδεικνύουν ότι τα παθήματα του παρελθόντος που οδήγησαν στην κρίση δεν έγιναν μαθήματα.
Ο πολιτικός αμοραλισμός που συνιστούν οι μετακινήσεις πολιτικών στελεχών που χάνουν τα οφίτσια που είχαν ή προσδοκούσαν να έχουν, η παρεοκρατία που ζει και βασιλεύει, καταργώντας στην πράξη κάθε έννοια ιδεολογικής συνέπειας και προσήλωσης σε αρχές και αξίες, όπως και η εμμονή στην υιοθέτηση αιτημάτων με όρους «πελατειακής» ικανοποίησης, αποτελούν απτά δείγματα ότι ο δρόμος για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση είναι ακόμη πολύ μακρύς.
Όσο οι πολιτικοί θα αλλάζουν κόμματα επειδή, δήθεν, δεν συμμετέχουν στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση οι ελάχιστοι αλλοδαποί που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκλογές και όχι γιατί αυξήθηκαν σε αυτή την τετραετία κατά ένα εκατομμύριο οι άνεργοι και ανάμεσα τους είναι σίγουρα αρκετοί από τους μετανάστες ψηφοφόρους των τελευταίων δημαρχιακών αρχαιρεσιών, όσο θα σχεδιάζεται η διανομή του πλεονάσματος σε ομάδες πληθυσμού που θέλει να προσεταιρισθεί ή να μη χάσει το κυβερνών κόμμα, αποκλείοντας από αυτό εκείνους που απώλεσαν το 100% του εισοδήματος τους και είναι όσοι έχασαν τη δουλειά τους και την ελπίδα να την ξαναβρούν, η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Η βασικότερη αιτία, άλλωστε, για τα όσα βιώνουμε σήμερα που, σχεδόν κατά γενική ομολογία, δεν είναι άλλη από την έλλειψη σεβασμού σε κανόνες και θεσμούς σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και των συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων κομμάτων ως τις διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης και την συνδικαλιστική δράση, δεν φαίνεται, δυστυχώς, να αναιρείται.
Γι΄ αυτό προφανώς και αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους φανατικούς της μιας ή της άλλης πλευράς, ο πήχης των προσδοκιών της κοινωνίας, με ή χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα και ανεξαρτήτως του αν θα έχουμε ή όχι «αλλαγή φρουράς» το επόμενο διάστημα στην κυβερνητική εξουσία, παραμένει πολύ χαμηλά.  
             
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 19.2.2013)
*Υ.Γ.: Εκ των υστέρων η ΔΗΜΑΡ ανακοίνωσε ότι έδωσε αρνητική ψήφο στη διάταξη, αλλά αυτό σε τίποτε δεν αναιρεί τις επισημάνσεις της ανάρτησης.

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Φωτιά στις μονταζιέρες!

Ο… ιστορικός του μέλλοντος που θα μπει στον κόπο να μελετήσει τα αρχεία του Κυβερνητικού Εκπροσώπου της τελευταίας περιόδου θα μείνει, νομίζω, έκθαμβος από τα ευρήματα μπροστά στα οποία θα βρεθεί.
Θα ματαιοπονήσει, κατ΄ αρχήν, αναζητώντας να πληροφορηθεί για τις τυχόν συζητήσεις που γίνονται στο Υπουργικό Συμβούλιο και στα άλλα θεσμικά όργανα μιας δικομματικής κυβέρνησης, αφού δεν πρόκειται να βρει καμία απολύτως τέτοια καταγραφή για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γίνονται τέτοιες συνεδριάσεις. 
Θα ανακαλύψει, επίσης, ότι η μεγαλύτερη απειλή που βιώνει αυτή την περίοδο η χώρα δεν είναι η ύφεση και η ανεργία, ούτε τα λουκέτα και η καταστροφή του παραγωγικού δυναμικού που συντελείται μέρα τη μέρα, ούτε φυσικά η ασφυξία στην αγορά και η οικονομική –και όχι μόνο- κατάθλιψη που πυροδοτούν οι ατέρμονες διαπραγματεύσεις με την τρόικα.
Ανατρέχοντας κανείς στο αρχείο των ανακοινώσεων του εκπροσώπου της κυβέρνησης, μένει με την εντύπωση ότι τον μοναδικό κίνδυνο για τη χώρα συνιστούν τα φραστικά παραστρατήματα και οι διαφοροποιήσεις γνωστών και άγνωστων στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που μπαίνουν στον μεγεθυντικό φακό του επικοινωνιακού επιτελείου της κυβέρνησης –και επικουρικά της Νέας Δημοκρατίας, όταν δεν υπάρχει ταύτιση του συγκυβερνώντος ΠΑΣΟΚ- με στόχο να γίνουν κυρίαρχο ζήτημα του δημόσιου διαλόγου.    
Δεν ξέρω ποιοι επικοινωνιακοί φωστήρες κατέστρωσαν αυτό το σχέδιο της προπαγανδιστικής «μονοκαλλιέργειας» στην οποία επιδίδεται ένας ολόκληρος μηχανισμός που έχει στηθεί γι΄ αυτό το σκοπό, αλλά αναρωτιέμαι συχνά αν είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι το αποτέλεσμα των προσπαθειών τους καταλήγει στο αντίθετο του επιδιωκόμενου.
Μια πλειάδα στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που, υπό κανονικές συνθήκες, η παρουσία τους στη δημόσια ζωή θα περνούσε παντελώς απαρατήρητη, απολαμβάνουν, πλέον, ευρείας αναγνωρισιμότητας και έχουν, μάλλον, εξασφαλισμένη την επανεκλογή τους, επειδή το γαλάζιο επιτελείο, άλλοτε με τη χρήση της γνωστής «μονταζιέρας» και άλλοτε χωρίς τη χρεία της, τους κατέστησε πρωταγωνιστές της επικαιρότητας και κεντρικά τηλεοπτικά πρόσωπα, χάρις σε μια φραστική ακρότητα που, ηθελημένα ή όχι, εκστόμισαν.
Ακόμη χειρότερα, όμως, έχω την αίσθηση ότι είναι τα αποτελέσματα της προσπάθειας που καταβάλλεται από τα ίδια επιτελεία να μπουν στο «κρεβάτι του Προκρούστη» οι δηλώσεις ορισμένων σοβαρών πολιτικών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έχουν επίγνωση της πραγματικότητας και προσπαθούν να καθοδηγήσουν το κόμμα τους προς αυτή την κατεύθυνση.
Άκρως χαρακτηριστικός είναι θεωρώ ο κουρνιαχτός που επιχειρήθηκε να δημιουργηθεί γύρω από τις θέσεις του καθηγητή Γιώργου Σταθάκη, ο οποίος τις προηγούμενες ημέρες από τη συχνότητα του κομματικού σταθμού της παράταξης του είπε ορισμένες, μάλλον αυταπόδεικτες, αλήθειες, διαλύοντας τις βερμπαλιστικές ψευδαισθήσεις για το περίφημο «επαχθές χρέος» και την υποτιθέμενη διαγραφή του.
Αντί, λοιπόν, η υπεύθυνη στάση του να επικροτηθεί από την κυβέρνηση και να προβληθεί, αν θέλετε, και ως δικαίωση των προσπαθειών που υποτίθεται ότι καταβάλει για να πείσει τους εταίρους της χώρας να αναδιαρθρώσουν το χρέος, το επικοινωνιακό επιτελείο την είδε μόνον ως μια ακόμη αφορμή για να αναδείξει και να εκθέσει τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Η αλήθεια είναι ότι αν δεν είχαν πιάσει φωτιά οι κυβερνητικές «μονταζιέρες» για να προβάλλουν τις επίμαχες δηλώσεις του κ. Σταθάκη στον ραδιοσταθμό «Κόκκινο», αυτές μάλλον θα περνούσαν απαρατήρητες, αφού το ακροατήριο του συγκεκριμένου σταθμού δεν είναι και το πολυπληθέστερο που υπάρχει.  
Πιστεύουν, άραγε, στο Μαξίμου και στη Συγγρού ότι με τη διάσταση που οι ίδιοι έδωσαν στο ζήτημα, θα αποκομίσουν επικοινωνιακά οφέλη; Έχουν μήπως την αφελή εντύπωση ότι οι αποκαλούμενοι «νοικοκυραίοι», στους οποίους υποτίθεται ότι στοχεύουν, θα δυσαρεστηθούν επειδή η «Ίσκρα» του κ. Λαφαζάνη θα φιλοξενήσει επικριτικό αντίλογο; 
Την απάντηση, νομίζω, τη δίνουν οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος και πιθανώς όσες θα ακολουθήσουν και θα αποτυπώνουν τις εντυπώσεις που δημιουργεί στην κοινή γνώμη η προπαγανδιστική τακτική που ακολουθείται, δίνοντας την εντύπωση ότι, επειδή δεν έχει να παρουσιάσει η ίδια θετικό απολογισμό, κατατείνει απελπισμένα στο να αποδείξει ότι «οι άλλοι» (μπορεί να) «είναι χειρότεροι». 
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 24.1.2014)

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

Πλεόνασμα έχουμε. Από σχέδιο μάς βρίσκεται κάτι;

Περίσσευε η αισιοδοξία που απέπνεε το πρωτοχρονιάτικο μήνυμα του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. Ο λογογράφος φαίνεται να είχε μεγάλα κέφια και έριξε αρκετές δόσεις αισιοφροσύνης και οπτιμισμού στο κείμενο. Επιστράτευσε τα κλασσικά ευοίωνα επιχειρήματα ότι «αφήσαμε τα δυσκολότερα πίσω μας», χωρίς να παραλείψει και το στερεότυπο για «το φως στην άκρη του τούνελ», που «τώρα απλώς αρχίζει να αχνοφαίνεται», ενώ έψεξε και τους… «μεμψίμοιρους», χωρίς πάντως, να τους δώσει και ιδιαίτερη σημασία.
Μέρες γιορτής, όπως είναι αυτές, δεν είναι παράδοξο ένας κυβερνήτης να στέλνει θετικά μηνύματα στους πολίτες. Πολύ περισσότερο όταν η πλειονότητα των πολιτών, στους οποίους απευθυνόταν το πρωθυπουργικό μήνυμα, μέσα στις δυσκολίες και στις ανατροπές που έφεραν στη ζωή τους τα έξι χρόνια της ύφεσης, έχουν ανάγκη από κάτι να κρατηθούν. Χρειάζονται μια ελπίδα ότι οι θυσίες στις οποίες υποβάλλονται δεν είναι μάταιες και κάπου οδηγούν.
Βλέποντας στην τηλεόραση τον κ. Σαμαρά να κάνει ουσιαστικά τον απολογισμό της 18μηνης θητείας του και να επαναλαμβάνει για πολλοστή φορά το τελευταίο διάστημα ως τον απόλυτο άθλο της διακυβέρνησής του την επίτευξη του περίφημου, πλέον, πρωτογενούς πλεονάσματος, το τέλος του πρωθυπουργικού μηνύματος με άφησε, προσωπικά, με ένα μεγάλο έλλειμμα, το οποίο δεν μπόρεσα να το προσδιορίσω εξαρχής.
Διαβάζοντας ξανά και ξανά τις χίλιες λέξεις που είχε διαβάσει και ο πρωθυπουργός από το «auto cue», νομίζω ότι βρήκα το λόγο. Από το ιδιαιτέρως αισιόδοξο αυτό μήνυμα απουσίαζε παντελώς μια κρίσιμη λέξη, η λέξη «σχέδιο». Δεν ξέρω αν απλώς διέλαθε της προσοχής του λογογράφου ή αν η συγκριμένη παράλειψη μαρτυρά εκείνο ακριβώς που λείπει από την διακυβέρνηση της χώρας.
Δεν πάει, εξάλλου, πολύς καιρός που ο υπουργός των Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας παραδεχόταν –κυνικά, κατά ορισμένους, αλλά σίγουρα με επίγνωση που δεν αμφισβητήθηκε από κανέναν - ότι «το μνημόνιο που έχουμε, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, είναι ίσως το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους στόχους, δεσμευτικούς για το σύνολο του ελληνικού κράτους, είτε μας αρέσει είτε όχι».
Πέρασαν έκτοτε περισσότεροι από τρεις μήνες και η ομολογία του κ. Στουρνάρα όχι μόνον δεν έχει αναιρεθεί, αλλά μάλλον επιβεβαιώνεται κάθε μέρα που περνά. Υπάρχει, βεβαίως, σε εκκρεμότητα το νέο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα για την περίοδο 2014-2017, το οποίο αναμένει την έγκριση της τρόικας. Χωρίς να έχει δει τη δημοσιότητα ακόμη, η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι και αυτό θα κινείται στη λογική των προηγούμενων -τροϊκανής έμπνευσης- σχεδίων που δίνουν έμφαση στην δημοσιονομική προσαρμογή –ξέρετε περικοπές δαπανών και όποιος… αντέξει- και αδιαφορούν για την ανάγκη να αποκτήσει η Ελλάδα ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στους τομείς της οικονομίας της που διαθέτει ή μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα.
Από τα πιο μεγάλα ζητήματα ως τα πιο μικρά, η έλλειψη συγκροτημένου σχεδίου αποτελεί, δυστυχώς, τον κανόνα. Γιατί μη μου πει κανένας ότι κατάλαβε σε πιο σχέδιο εντάχθηκε το καλοκαιριάτικο «μαύρο» στην ΕΡΤ, με αποτέλεσμα έξι μήνες μετά να ξεκινά η ελληνική Προεδρία χωρίς μια Δημόσια Τηλεόραση που να βλέπεται και με τους ιθύνοντες να έχουν καταπατήσει όλες τις δεσμεύσεις τους;
Δε νομίζω, επίσης, να αντιλήφθηκε κανείς σε πιο σχεδιασμό αναδιάρθρωσης του δημοσίου ήταν ενταγμένη η διάλυση της Δημοτικής Αστυνομίας ή η απόλυση των σχολικών φυλάκων όταν στο δημόσιο παραμένουν άχρηστοι οργανισμοί και δεν έχει γίνει ακόμη καμιά ουσιαστική αξιολόγηση δομών και στελεχών της διοίκησης;
Για να μην αναφερθούμε στα ακόμη πιο απογοητευτικά προγράμματα για την ανεργία, όπως η περίφημη Κοινωνική Εργασία (τι ωραία, αλήθεια, λέξη;), που κατάντησαν να είναι μηχανισμοί διανομής επιδομάτων, χωρίς σχεδόν την παραμικρή συμβολή στην εξεύρεση μιας αξιοπρεπούς θέσης εργασίας για τους επιδοτούμενους ανέργους.
Γι΄ αυτό, καλό και… άγιο είναι το πλεόνασμα που έφεραν κατά βάση οι οριζόντιες περικοπές μισθών συντάξεων και παροχών, αλλά δεν αποτελεί δα και την… πανάκεια. Πολύ περισσότερο που ο κοινωνικός πόνος που προκάλεσε η επίτευξή του δεν απαλύνεται με αισιόδοξες νότες στα πρωθυπουργικά μηνύματα.
Χρειάζεται πολύ περισσότερα. Και πριν από όλα απαιτεί, έστω και τώρα, ένα στρατηγικό σχέδιο για την πορεία εξόδου της χώρας από το μνημονιακό τούνελ, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με την παρούσα κυβέρνηση ή άλλη, δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει μέσα στο 2014.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 31.12.2013)

Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2013

Οι «προφήτες της καταστροφής», το «δόγμα Στάινμπρουκ» και το… 2021



«Εκνευρίζονται οι γνωστοί προφήτες της καταστροφής, χάνουν την ψυχραιμία τους, επειδή, ναι, είμαι αισιόδοξος», είπε ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς στην τελευταία ομιλία του στη ΔΕΘ για να προσθέσει: «Αλλά τι νομίζουν; Εγώ δεν βλέπω την ανεργία; Δεν νιώθω τον πόνο; Δεν ξέρω ότι ο κόσμος ζορίζεται και υποφέρει;».
Νωρίτερα είχε αναφερθεί σε «δεκάδες μεγάλες ξένες επιχειρήσεις που έχουν εκφράσει επενδυτικό ενδιαφέρον για την Ελλάδα τους τελευταίους μήνες», εξηγώντας ότι δέχθηκε ο ίδιος στο Μαξίμου όλους όσοι από τους εκπροσώπους ή τις διοικήσεις τους ζήτησαν να τον δουν. Απαρίθμησε τις περισσότερες από αυτές, ενώ αναφέρθηκε και σε «εξαγορές και επενδύσεις από ξένους ομίλους σε ελληνικές επιχειρήσεις τεχνολογίας που πλησιάζουν τα 700 εκατομμύρια μόνο φέτος».
Αθροίζοντας, ωστόσο, κανείς όλες τις νέες θέσεις εργασίας που εξαγγέλθηκαν μετά τις αρκετές, όντως, συναντήσεις που έχει κάνει ο κ. Σαμαράς με εκπροσώπους ξένων ομίλων και συνυπολογίζοντας ακόμη και τις 10.000 θέσεις που λέει ο ίδιος ότι μπορεί να δημιουργηθούν σε βάθος χρόνου από τη διέλευση του αγωγού φυσικού αερίου TAP, μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο συνολικός αριθμός όσων αμέσως ή εμμέσως θα βρουν απασχόληση τα επόμενα ένα με δύο χρόνια θα είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μερικές δεκάδες χιλιάδες.
Αν ληφθεί, όμως, υπόψη ότι η μακρά λίστα με τους ανέργους συμπολίτες μας οδεύει ακάθεκτη προς το 1,4 εκατομμύριο, εκ των οποίων το ένα εκατομμύριο έχει προστεθεί την τελευταία σκληρή μνημονιακή τριετία, εύκολα τίθεται το ερώτημα από πού αντλεί την αισιοδοξία του ο πρωθυπουργός, ο οποίος στην ίδια ομιλία του υποστήριξε ότι «αυτή τη στιγμή, οι πιο συντηρητικοί υπολογισμοί θεωρούν ότι η Ελλάδα θα επιστρέψει στα επίπεδα ευημερίας που ήταν πριν την κρίση γύρω στο 2020».
Για να καταφέρουμε ως το 2020 «να ξεπεράσουμε κάθε προηγούμενο ευημερίας», όπως υποστήριξε ο κ. Σαμαράς ότι «μπορούμε», θα πρέπει καθένα από τα επόμενα επτά χρόνια να δημιουργούνται 140.000 νέες θέσεις εργασίας.
Κάτι τέτοιο, όμως, μόνον ως αδιανόητο μπορεί να θεωρηθεί με δεδομένη την ανάγκη να ακολουθείται ως τότε ιδιαιτέρως σφικτή δημοσιονομική διαχείριση, που σημαίνει πολύ περιορισμένο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, αφού μόνον έτσι μπορεί να υπάρχουν πλεονάσματα που να καλύπτουν τις τοκοχρεωλυτικές υποχρεώσεις, όσο περιορισμένες και αν είναι αυτές, εξαιτίας ενός πολύ πιθανού έμμεσου «κουρέματος» του χρέους που θα προκύψει από την χρονική μετακύλισή του.
Δεν χρειάζεται, λοιπόν, να είναι κανείς «προφήτης της καταστροφής» για να αντιληφθεί ότι χωρίς ένα μεγάλο σοκ που μπορεί να δημιουργηθεί από μια γενναία χρηματοδότηση επενδυτικών πρωτοβουλιών στην Ελλάδα αλλά και ευρύτερα στον ευρωπαϊκό Νότο, η παγίδα λιτότητας, στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί, θα μας ακολουθεί για πολλά – πολλά χρόνια και πάντως πολύ μετά το 2020.
Σίγουρα δεν είναι λύση τα εύκολα δανεικά που μπορεί να ονειρεύονται κάποιοι ότι μπορεί να μας ξαναδοθούν με σκοπό να μοιραστούν, όπως συνέβαινε στο παρελθόν, σε πελατειακά επιδόματα, χαριστικές παροχές και –γιατί όχι;- μίζες «κολλητών». Από εκεί, όμως, μέχρι του να πιστεύει κανείς ότι η Ελλάδα μπορεί, χωρίς ουσιαστική βοήθεια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, να αναπληρώσει σε αντίστοιχο χρόνο τα χαμένο έδαφος της τελευταίας υφεσιακής εξαετίας, πρέπει να είναι πολύ αιθεροβάμων. 
Νομίζω ότι, καλύτερα παντός άλλου, τη λύση που μπορεί να οδηγήσει στην πραγματική διέξοδο προς την ανάκαμψη την περιέγραψε πρόσφατα ο σοσιαλδημοκράτης υποψήφιος καγκελάριος Πέερ Στάινμπρουκ, ο οποίος, στην τηλεοπτική αναμέτρησή του με την αντίπαλό του Άνγκελα Μέρκελ, αναφέρθηκε στην αναγκαιότητα ενός «Σχεδίου Μάρσαλ» με αποδέκτες την Ελλάδα και τις άλλες χώρες του Νότου που θα χρηματοδοτηθεί από ευρωπαϊκούς πόρους.
Αυτό το, ας μας επιτραπεί ο όρος, «δόγμα Στάινμπρουκ» είναι η μόνη ικανή και αναγκαία συνθήκη που μπορεί να ανατρέψει την κατάσταση που τείνει να παγιωθεί στον ευρωπαϊκό Νότο και που αργά ή γρήγορα δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη και την ίδια τη Γερμανία παρά το γεγονός ότι η δική μας κρίση τής εξασφαλίζει μειωμένο κόστος δανεισμού.
Ας ελπίσουμε, λοιπόν, ότι την μεθεπόμενη Κυριακή, οι Γερμανοί ψηφοφόροι θα μας κάνουν τη… χάρη και θα «κοντύνουν» τον σημερινό κυβερνητικό συνασπισμό του Βερολίνου, υποχρεώνοντας τη συντηρητική καγκελάριο να μοιραστεί την εξουσία με τον σοσιαλδημοκράτη ανθυποψήφιό της. Αλλιώς, πολύ δύσκολα βλέπω να εκπληρώνεται η πρωθυπουργική… προφητεία ότι «το 2021 (μπορεί) να γιορτάσουμε όχι απλώς τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, αλλά και την αναγέννηση της χώρας μας».

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 9.9.2013)

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2013

Το ιδεολογικό πρόσημο της οικονομίας


            «Βρε, πως αλλάζουν οι καιροί…», μπορεί να αναφωνήσει κανείς παρακολουθώντας τα όσα διημείφθησαν κατά την παρουσία του Αμερικανού υπουργού Τζακ Λιου στην ελληνική πρωτεύουσα και συγκρίνοντάς τα με την ατμόσφαιρα που επικράτησε τρία εικοσιτετράωρα νωρίτερα με την αντίστοιχη επίσκεψη του Γερμανού ομολόγου του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.

Ποιος, αλήθεια, θα περίμενε πριν από λίγα χρόνια ότι θα παρέλυε η Αθήνα από την επίσκεψη ενός Ευρωπαίου αξιωματούχου, ο οποίος δεν τόλμησε να κυκλοφορήσει στην πόλη, και θα υποδεχόμαστε, εν χορδαίς και οργάνοις, έναν υπερατλαντικό επισκέπτη, ο οποίος –τηρουμένων των αναλογιών- κυκλοφόρησε άνετα παντού;

Δεν είναι ανεξήγητο, βεβαίως, αυτό το κοντράστ, ούτε η εναλλαγή στο ρόλο του «μισητού» προσώπου. Οι δύο υψηλοί επισκέπτες της χώρας μας εκφράζουν δύο εντελώς διαφορετικές οικονομικές συνταγές, που, χωρίς υπερβολή, προέρχονται από δύο διαφορετικούς κόσμους.

Ο οικονομικός εγκέφαλος της δεξιάς κυβέρνησης του Βερολίνου ήταν και παραμένει ένας εμμονικός κήρυκας της λιτότητας που θέλει να επιβάλει την τιμωρητική πειθαρχία στους σπάταλους νοτιοευρωπαίους, οι οποίοι μόνον με την έμπρακτη μεταμέλεια μπορεί να έχουν το έλεος του για να μπορέσουν να σωθούν από την… ασωτεία που επέδειξαν.

Αντιθέτως, ο άνθρωπος στον οποίο ανέθεσε τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής των ΗΠΑ ο φιλελεύθερος πρόεδρος Ομπάμα, προσπαθεί με όλα τα μέσα να πείσει για τον τερματισμό της καταστροφικής λιτότητας και να πιέσει τους ομολόγους του στον υπόλοιπο πλανήτη για τη δημιουργία θέσεων εργασίας που, ιστορικά, αποτελεί το μόνο ουσιώδες αντίδοτο για να καταπολεμηθεί η ύφεση και να δημιουργηθούν συνθήκες ανάπτυξης και ευημερίας.

Κακά τα ψέματα, το ζήτημα που αναδεικνύουν αυτές οι αντιτιθέμενες προσεγγίσεις είναι απολύτως ιδεολογικό. Και ας μην έχει κανείς αμφιβολία ότι αν στη Γερμανία κυβερνούσαν οι σοσιαλδημοκράτες και στις Ηνωμένες Πολιτείες είχαν πάρει το πάνω χέρι οι Ρεπουμπλικάνοι, οι όροι θα ήταν, πιθανότατα, αντεστραμμένοι. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στα προγράμματα που αναμετρήθηκαν στις περυσινές προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ ή στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Γερμανία ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου.

Μπορεί στην ισοπεδωμένη μνημονιακή Ελλάδα, που αγωνίζεται ακόμη να απαλλαγεί από την πελατειακή λογική του παρελθόντος η οποία εξακολουθεί να την κρατά καθηλωμένη, να έχει επικρατήσει ένας απόλυτος ιδεολογικός «αχταρμάς», σε βαθμό που να δυσκολεύεται κανείς να αναγνωρίσει ποιος είναι συντηρητικός και ποιος φιλελεύθερος ή να ξεχωρίσει τον νεοφιλελεύθερο από τον προοδευτικό, στο διεθνές πεδίο τα ζητήματα αυτά είναι, λίγο ως πολύ, λυμένα και ξεκάθαρα.

Παρά τους ισχυρισμούς των φανατικών οπαδών του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου για το «τέλος της ιστορίας», η παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008 και οι διαφορετικές πολιτικές που ακολουθήθηκαν για το ξεπέρασμά της στην Αμερική του Ομπάμα και στην Ευρώπη της Μέρκελ έδειξε ότι υπάρχουν περισσότεροι του ενός δρόμοι.

Γι΄ αυτό και η αμερικανική οικονομία, παρότι έχει μεγάλα συσσωρευμένα χρέη, προτάσσοντας την ανάπτυξη, έχει εδώ και καιρό αρχίσει να δημιουργεί θέσεις εργασίας. Την ίδια περίοδο η Ευρώπη βολοδέρνει στο φαύλο κύκλο της ύφεσης, παρακολουθώντας σχεδόν άπραγη την εκτόξευση της ανεργίας, επειδή είχε και έχει ως μονοδιάστατο στόχο τον περιορισμό των ελλειμμάτων και την τιθάσευση του χρέους.

Τι δείχνουν όλα αυτά; Μάλλον κάτι αυτονόητο: ότι η οικονομία δεν υπήρξε ποτέ «ουδέτερο» ζήτημα και η εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής είχε πάντοτε -και θα εξακολουθήσει, μάλλον, στους αιώνες των αιώνων- να έχει ιδεολογικό πρόσημο.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.7.2013)

Κυριακή 7 Ιουλίου 2013

Το μυνήγι της ουράς μας



Στο «παρά πέντε» -ή ακόμη και στο «και πέντε»- ένας ακόμη έλεγχος της τρόικας ολοκληρώνεται και μια ακόμη δόση -τμηματικά ή εφάπαξ- θα καταβληθεί τις επόμενες ημέρες, αφού αγκομαχώντας η Βουλή θα ψηφίσει ένα ακόμη κατεπείγον πολυνομοσχέδιο για τα προαπαιτούμενα, που, ως συνήθως, καθυστέρησαν και αν παραστεί ανάγκη μπορεί να υιοθετηθούν με μια ακόμη πράξη νομοθετικού περιεχομένου.
Αλήθεια, έχουν κάποιο νόημα όλα αυτά; «Έχουν», ίσως πουν κάποιοι από τους ελάχιστους εναπομείναντες αισιόδοξους που διατηρούν ενδεχομένως κάποιες αμυδρές ελπίδες ότι «δεν μπορεί κάποτε θα αρχίσει εκείνη η περιβόητη ανάκαμψη» που όλο την ακούμε και ποτέ δεν την βλέπουμε.
Ακόμη, όμως, και αν έχουν δίκιο οι αισιόδοξοι, που σωστά ενδεχομένως ισχυρίζονται ότι «καμιά κρίση δεν υπήρξε αιώνια», στη δική μας περίπτωση δημιουργείται η αίσθηση ότι η επανάληψη για πολλοστή φορά του ίδιου σκηνικού, όπως αυτό περιγράφεται πιο πάνω, όχι μόνον δεν συμβάλει στην έγκαιρη έλευση της ανάκαμψης, αλλά μάλλον λειτουργεί ως τροχοπέδη.
Χωρίς να ενστερνίζομαι την άποψη που, δυστυχώς, όλο και περισσότεροι διατυπώνουν ότι «όλα είναι στημένα», προβληματίζομαι, ειλικρινά, με όσα διαμείβονται σε αυτές τις περιβόητες «διαπραγματεύσεις» με την τρόικα. Τι νόημα, για παράδειγμα, έχει αυτή η περίφημη κινητικότητα στο δημόσιο τομέα, όπως εξελίσσεται; Ποια μεταρρυθμιστική πνοή θα φυσήξει στη χώρα αν οι εργαζόμενοι στη δημοτική αστυνομία πάψουν να ανήκουν στην ευθύνη των δημάρχων και περάσουν στη δικαιοδοσία της ΕΛΑΣ;
«Βλέπεις το τυρί και δεν βλέπεις τη φάκα, που είναι ότι τους περισσότερους εξ αυτών τους πάνε για απόλυση», θα αντιτάξει πιθανότατα ένας περισσότερο καχύποπτος που μπορεί να έχει δίκιο. Και σε αυτή την περίπτωση, όμως, ποιο θα είναι το αποτέλεσμα; Θα μειωθεί, έστω κατ΄ ελάχιστον, η ύφεση που κατατρώει τις σάρκες της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας;  Δεν νομίζω. Το πιο πιθανό, για να μην πως το απολύτως βέβαιο, είναι ότι οι απολύσεις θα βαθύνουν την αδηφάγο ύφεση.
Ξέρω ότι πολλοί από τους αυτόκλητους –υποτιθέμενους- συνηγόρους των ανέργων, θα σπεύσουν να επαναλάβουν τη γνωστή επωδό που εκφράζεται με το δήθεν αθώο, πλην, όμως, άκρως υποκριτικό και συνάμα παραπλανητικό ερώτημα: «Οι εκατοντάδες χιλιάδες απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα δεν έχουν ψυχή;».
Χωρίς καμία διάθεση να υπερασπιστώ την αναμφίβολα κακή ποιότητα των υπηρεσιών που παρέχει το ελληνικό δημόσιο, αμφισβητώ ότι το «πήγαινε έλα» που θέλουν να επιβάλουν στους υπαλλήλους του, θα βοηθήσει πραγματικά έστω και έναν άνεργο του ιδιωτικού τομέα να ξαναβρεί τη χαμένη του δουλειά.
Γι' αυτό και όλα αυτά που γίνονται μου θυμίζουν τον σκύλο που κυνηγάει την ουρά του και ποτέ δεν την πιάνει. Όσο οι περισπούδαστοι εκπρόσωποι των εταίρων και δανειστών μας και μαζί τους οι δικοί μας κυβερνητικοί ιθύνοντες αναλώνονταν σε «διαπραγματεύσεις», όπως αυτές που είδαμε τις τελευταίες μέρες, η ημιθανής ελληνική οικονομία εξακολουθούσε να αιμορραγεί εξαιτίας της ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας που υποτίθεται ότι θα σταματούσε με την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Θα μπορούσε να αντιτάξει κανείς πολλά πιο ουσιώδη ζητήματα από την κινητικότητα που θα βοηθούσαν την οικονομία να ανακάμψει αν υπάρχει όντως ενδιαφέρον γι΄ αυτό.  Οι μεγάλοι οδικοί άξονες, επί παραδείγματι, στους οποίους έγιναν εικονικά εγκαίνια πριν από δυόμισι μήνες, δημιουργώντας ελπίδες ότι θα ξαναέδιναν δουλειά σε κάποιους από τους ανέργους, χάσκουν ακόμη ημιτελείς. Και, όμως, ούτε οι τροϊκανοί, ούτε οι εδώ συνομιλητές τους έδειξαν να ενδιαφέρονται. 
Το γιατί μοιάζει ανεξήγητο. Εκτός πια και αν το ζητούμενο είναι να κυνηγάμε την ουρά μας στο πλαίσιο ενός νέου «πειράματος» στο οποίο ενδεχομένως θέλουν να μας υποβάλουν οι «ταλιμπάν» που αποφασίζουν για μας.

(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 7.7.2013)

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Οι (αν)ισορροπίες μιας συγκατοίκησης

Με όση καλή προαίρεση και αν αντιμετωπίσει κανείς ορισμένα από τα πολλά ευτράπελα του χθεσινού κυβερνητικού ανασχηματισμού, είναι δύσκολο να τα προσπεράσει για αρκετούς λόγους και κυρίως για τους εξής τρεις:
Πρώτον, διότι η κυβέρνηση που μόλις σχηματίστηκε έρχεται ως συνέχεια μιας σοβαρότατης κρίσης εξαιτίας της οποίας λίγο έλειψε να οδηγηθεί η χώρα σε πρόωρες εκλογές και, εφόσον αυτό γινόταν στις συνθήκες της πολιτικής έντασης που είχαν δημιουργηθεί, ήταν πολύ πιθανό η ελληνική οικονομία να κατέληγε στην άβυσσο.
Δεύτερον, καθώς η γενικευμένη κρίση που διέρχεται ο τόπος μας και πιο ειδικότερα η κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, που εκδηλώνεται με την έντονη αμφισβήτηση του παραδοσιακού πολιτικού προσωπικού, απαιτεί, περισσότερο παρά ποτέ, πολιτικές πρωτοβουλίες που να είναι προϊόν συνεκτικού σχεδίου τόσο για την αντιμετώπιση της σκληρής καθημερινής υφεσιακής πραγματικότητας όσο και για τη συνολική κατεύθυνση της χώρας προς την πορεία εξόδου από το μνημόνιο.
Τρίτον, επειδή το νέο κυβερνητικό σχήμα αποτελεί ένα πρωτόγνωρο «πείραμα», χωρίς προηγούμενο ιστορικό δεδομένο, αφού για πρώτη φορά οι δύο παραδοσιακά κυβερνητικές παρατάξεις αποφάσισαν –κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία- να ενώσουν τις δυνάμεις τους και να συγκυβερνήσουν, σύμφωνα (υποτίθεται) με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Η επισήμανση και μόνον της σπουδής να ανακοινωθούν –με τον τρόπο που ανακοινώθηκαν- ονόματα υπουργών και υφυπουργών, χωρίς να προηγηθεί η -περίφημη πλέον- επικαιροποιημένη προγραμματική σύμβαση, αρκεί, νομίζω, για να γίνει αντιληπτό ότι τίποτε από τα πιο πάνω δεν ελήφθη υπόψη στο σχηματισμό της νέας κυβέρνησης.
Ούτε η πρόσφατη κρίση φαίνεται να έγινε μάθημα για να μην επαναληφθεί το πάθημα με το αυταρχικό λουκέτο της ΕΡΤ, ούτε, πολύ περισσότερο, διεφάνη από κάποια πλευρά διάθεση να γίνει μια πραγματικά νέα αρχή με την οποία θα εκπεμπόταν το μήνυμα ότι μπαίνουν στο περιθώριο οι γνωστές παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, που συνέβαλαν τα μάλα για να βρεθούμε εδώ που είμαστε, και εγκαινιάζεται, επιτέλους, μια καινούργια περίοδος.
Αντιθέτως, ακόμη και αν παραβλέψει κανένας το γεγονός ότι μπήκε το κάρο μπροστά από το άλογο, δηλαδή μοιράστηκαν οι θέσεις προτού να καθοριστούν τα καθήκοντα, ελπίζοντας ότι τις επόμενες ημέρες θα υπάρξει και η νέα προγραμματική συμφωνία, οι επιλογές των προσώπων που –και όπως- έγιναν μαρτυρούν ότι επικράτησε απολύτως η πεπατημένη που χρόνια τώρα ακολουθείται στους εγχώριους κυβερνητικούς σχηματισμούς.
Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι «καραμπόλες» για να βρεθεί οπωσδήποτε θώκος για πρόσωπα που έπρεπε να μείνουν ή να μπουν στην κυβέρνηση, ανεξάρτητα αν πληρούν τα ουσιαστικά προσόντα για το πόστο στο οποίο κατέληξαν ή αν είχαν να παρουσιάσουν κάτι το άξιο λόγου στην προηγούμενη θητεία τους εντός ή εκτός κυβέρνησης.
Στο ίδιο μοτίβο, δεν περνούν εύκολα απαρατήρητες οι λογικές των εσωκομματικών και γεωγραφικών ισορροπιών ή, ακόμη χειρότερα, της «επετηρίδας» που επικράτησαν σε ορισμένες τοποθετήσεις που είναι φανερό ότι έγιναν για να «βολευτούν» κάποιοι «δικοί μας» που, αν έμεναν έξω, θα γκρίνιαζαν, ενώ είναι φανερό ότι δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν, ιδίως σε εποχές κρίσης, όπως αυτή που διερχόμαστε.
Για να μην πούμε, τέλος, για τις εμφανείς καχυποψίες των «συγκατοίκων» που αποπνέει η διανομή των οφιτσίων, με την μια πλευρά να θέλει να διατηρήσει πάση θυσία την μονοκρατορία στα «υπουργεία του κράτους», «θυσιάζοντας», κι αυτό εξ ανάγκης, μόνον το Εξωτερικών, και την άλλη να αρκείται στην αριθμητική (αν)ισορροπία.
Εν κατακλείδι, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, το νέο κυβερνητικό σχήμα φαίνεται, δυστυχώς, να κτίστηκε τα πλέον παλαιά υλικά που ήταν δυνατόν να βρεθούν, ενώ και οι μέθοδοι οικοδόμησης του που ακολουθήθηκαν δεν είχαν τίποτε το καινοτόμο και το εξωστρεφές, όπως απαιτούν οι καιροί.
Μακάρι οι εξελίξεις να με διαψεύσουν και από σήμερα να ξεκινάει μια νέα εποχή…

(Δημοσιεύθηκε www.protothema.gr στις 25.6.2013)

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Οι κυβερνήσεις πέφτουν,οι κρατικοδίατοι μένουν

            Τον περασμένο μήνα σε μια ακριτική περιοχή της Ελλάδας, στους Φιλιάτες Θεσπρωτίας, έγιναν τα εγκαίνια μιας νέας μονάδας ανακύκλωσης πλαστικού που εγκαταστάθηκε σε ένα παλαιό εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας το οποίο έβαλε λουκέτο πριν από μερικά χρόνια. Παρότι οι θέσεις εργασίας που δημιουργούνται δεν είναι παρά ένα μικρό ποσοστό –ίσως και κάτω από 10%- όσων απασχολούνταν παλαιότερα στον ίδιο χώρο, η επένδυση θα μπορούσε να θεωρηθεί σημαντική για την περιοχή που δοκιμάζεται από την ερήμωση και την πληθυσμιακή γήρανση.
Ο επιχειρηματίας, ο οποίος είναι ο ίδιος που είχε κλείσει και ένα όμοιο εργοστάσιο στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου, το οποίο είχε επίσης αποκτήσει όταν πριν από δύο δεκαετίες είχε ανακύψει το ζήτημα με τις περιβόητες «προβληματικές» επιχειρήσεις που είχαν περάσει για κάποιο διάστημα στον έλεγχο του δημοσίου, σε μια -μάταιη, όπως αποδείχθηκε- προσπάθεια να διατηρηθούν οι θέσεις εργασίας, ήθελε να γιορτάσει το επιχειρηματικό του “come back” στην περιοχή.
Ετοίμασε, λοιπόν, μια μικρή φιέστα, στην οποία κάλεσε το τοπικό πολιτικό προσωπικό, ενώπιον του οποίου εξαπέλυσε έναν… πύρινο λόγο κατά του ελληνικού κράτους, αλλά και των πολιτικών ταγών του, τέτοιον που θα… ζήλευαν και «πούροι» αντιεξουσιαστές, παρόλο που η ουσία των λεγομένων του δεν διέφερε και πολύ από τα επιχειρήματα των προ ετών «αποκλεισμένων» στα χιόνια κατοίκων των βορείων προαστίων της Αθήνας που διαμαρτυρόταν, μέσω της τηλοψίας, κραυγάζοντες «που είναι το κράτος;».
Οι τοπικοί πολιτικοί παράγοντες, κατά δήλωση ορισμένων από τους παρισταμένους, ένοιωσαν βαριά την προσβολή που τους έγινε –να κληθούν, δηλαδή, σε μια φιέστα για να ακούσουν να τους σύρει ο οικοδεσπότης τα «εξ αμάξης»-, αλλά, παρά ταύτα, κανείς τους δεν αντέδρασε –κάποιοι ενδεχομένως και από ενοχή, αφού δεν αποκλείεται να του είχαν ζητήσει και καμία πρόσληψη πολιτικού τους φίλου ή συγγενούς.
Έτσι, δεν τόλμησε κάποιος να σηκωθεί και να υπενθυμίσει στον συγκεκριμένο επιχειρηματία, ο οποίος χρημάτισε κατά το παρελθόν στην προεδρία του ΣΕΒ, ότι υπήρξε και ο ίδιος πολιτικός και μάλιστα διορισμένος και όχι αιρετός, αφού θήτευσε ως ευρωβουλευτής και στη διάρκεια της «χαρισάμενης» πενταετούς παρουσίας του στις Βρυξέλλες δεν έτυχε να πληροφορηθούμε κάποια ιδιαίτερη επίδοση που να τον διαφοροποιεί από εκείνους τους οποίους τώρα ψέγει με τόση αυστηρότητα.  
Το ακόμη δυστυχέστερο, όμως, είναι ότι δεν σηκώθηκε ένας από τους προσβεβλημένους τοπικούς παράγοντες να του επισημάνει ότι, από τα στοιχεία που ο ίδιος δημοσιοποίησε, το 40% της επένδυσής του είναι από κρατική και κοινοτική επιχορήγηση –χρήματα, δηλαδή, των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων-, ένα επίσης αξιοσέβαστο μέρος προέρχεται από τραπεζικό δανεισμό –τον οποίο χωρίς την εγγύηση του υπερχρεωμένου ελληνικού δημοσίου, μάλλον δεν θα εξασφάλιζε-, ενώ οι καταλήξεις στην επωνυμία των εταιριών που μετέχουν στο επενδυτικό του σχήμα, μαρτυρούν πως, αν δεν είναι offshore, σίγουρα δεν έχουν την έδρα τους στην Ελλάδα, με ό,τι σημαίνει αυτό για τη φοροδοτική τους συμπεριφορά.  
Θυμήθηκα τη μικρή πικρή ιστορία με αφορμή την πρόσφατη γενική συνέλευση του ΣΕΒ, στην οποία τα ηγετικά του στελέχη επιδόθηκαν σε… μαρξιστικές κορώνες και αντιμνημονιακές ρεβεράντζες προς τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ κ. Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο κάλεσαν προφανώς στη λογική του «ποιος ξέρει τι μπορεί να βγάλει η επόμενη κάλπη…» και σε ανάμνηση, ίσως, του «εμείς πρέπει να είμαστε πάντα με το γκουβέρνο», που αποδίδεται στον Μποδοσάκη, στην εμβληματική προσωπικότητα του ελληνικού επιχειρείν του προηγούμενου αιώνα.  
Μια μέρα μετά, όμως, οι αντιμνημονιακές μάσκες έπεσαν παταγωδώς με την άρνηση της ηγεσίας του ΣΕΒ να προσυπογράψει την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τον καθορισμό του κατώτερου μισθού που αποκάλυψε περίτρανα ότι οι Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες –αρκετοί από τους οποίους κατ΄ όνομα και μόνον επιχειρούν- θέλουν ή δεν θέλουν το μνημόνιο ανάλογα με τα κοντόθωρα μικροσυμφέροντά τους.
Γι΄ αυτό και με κάθε ευκαιρία επιτίθενται στον δημόσιο τομέα, όταν φυσικά δεν τον απομυζούν οι ίδιοι, ενώ δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να συμβάλλουν στο ελάχιστο για να περιοριστεί η λαίλαπα που σαρώνει τις εργασιακές σχέσεις (και) στον ιδιωτικό τομέα, παρόλο που η διεθνής εμπειρία δείχνει ότι οι θεσπισμένοι κανόνες του παιχνιδιού στις κοινωνικές σχέσεις συμβάλλουν αποφασιστικά στην υγιή επιχειρηματικότητα.   
Εν κατακλείδι; Οι κυβερνήσεις πέφτουν, αλλά οι κρατικοδίατοι επιχειρηματίες μένουν σταθεροί και απαρασάλευτοι.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 16.5.2013)

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Σύγχρονοι «Λουδίτες» από τη Χαλκιδική ως τη Θεσπρωτία


Πριν ακριβώς από δύο αιώνες στη Βρετανία, η οποία απογειωνόταν οικονομικά ως συνέπεια της πρώτης βιομηχανικής επανάστασης που ξεκίνησε στο έδαφός της, κορυφωνόταν η δράση του πρωτότυπου κινήματος του Λουδιτών. Οι Λουδίτες ήταν μια οργάνωση που αντιτασσόταν στην επέλαση της μηχανής και οι μυημένοι σε αυτήν εισέβαλαν στις κλωστοϋφαντουργίες, καταστρέφοντας τους αργαλειούς και τις πλεκτικές μηχανές.
«Δεν θα καταθέσουμε ποτέ τα όπλα μέχρις ότου η Βουλή των Κοινοτήτων να υιοθετήσει νόμο για να απομακρυνθούν όλες οι μηχανές οι οποίες είναι επιζήμιες για τις λαϊκές τάξεις», έγραφαν στις απειλητικές προκηρύξεις τους οι κινηματίες, που εμπνέονταν από τον μυθικό «στρατηγό Νεντ Λουντ», που –αν και αμφισβητείται ιστορικά η ύπαρξή του, υποτίθεται ότι- ηγούνταν του «Στρατού των Εκδικητών» κατά των εργοστασίων.
«Χρειάζεται χρόνος και πείρα, για να μάθει ο εργάτης να διακρίνει τις μηχανές από την κεφαλαιοκρατική τους χρησιμοποίηση και έτσι να στρέφει τις επιθέσεις του όχι ενάντια στα ίδια τα υλικά μέσα παραγωγής, αλλά ενάντια στην κοινωνική μορφή της εκμετάλλευσής τους», έγραφε αργότερα  ο μεγάλος διανοητής Καρλ Μαρξ για το πολιτικά αφελές εκείνο κίνημα.
Θυμήθηκα την ενδιαφέρουσα αυτή ιστορία, που έλαβε χώρα σε μια εποχή που αναπτυσσόταν ο παγκόσμιος καπιταλισμός και η Ελλάδα ήταν ακόμη στην ολότητά της μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρακολουθώντας τα όσα τεκταίνονται στα μεταλλεία χρυσού στις Σκουριές Χαλκιδικής, με την πρόσφατη εμπρηστική επίθεση κατά των εγκαταστάσεων της επιχείρησης που έχει αναλάβει την εξόρυξη του χρυσού, αλλά και τη συγκέντρωση που έγινε το Σαββατοκύριακο από κατοίκους -και «αλληλέγγυους» (!)- κατά της επένδυσης.
Από όσα διάβασα δεξιά και αριστερά δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιος ακριβώς είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο κινητοποιούνται οι αντιδρώντες, οι οποίοι, όπως είδα σε βίντεο που προφανώς μοίρασαν οι ίδιοι στο διαδίκτυο, στην τελευταία ευάριθμη συγκέντρωση που οργάνωσαν κοντά στα μεταλλεία, τραγουδούσαν –μάλλον για να πάρουν… κουράγιο- το άσμα «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς…».
Θεωρούν, πραγματικά, ότι πρόκειται για μια οικονομικά ασύμφορη για το ελληνικό δημόσιο παραχώρηση ή πιστεύουν ακράδαντα ότι οι μέθοδοι εξόρυξης θα αποβούν καταστροφικές για το περιβάλλον της περιοχής; Αν ισχύει το πρώτο και έχουν υπόψη τους κάποιον επενδυτή που θα πρόσφερε περισσότερα, να τον υποδείξουν και να συνταχθούμε όλοι μαζί τους, απαιτώντας επαναδιαπραγμάτευση της σύμβασης. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, θα αρθεί το περιβαλλοντικό ζήτημα και η ανάγκη για ήπια εναλλακτική ανάπτυξη της περιοχής που θέτουν;
  Κρίνοντας, ωστόσο, από το γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων της περιοχής –που προφανώς είναι περισσότεροι από τις περίπου χίλιες οικογένειες που μέλη τους βρήκαν δουλειά στα μεταλλεία- δεν συμμερίζεται τις ενστάσεις τους, μου δημιουργείται η αίσθηση πως οι διαμαρτυρίες δεν εδράζονται παρά σε έναν σύγχρονο «λουδιτισμό», που όσοι τον ασπάζονται, μπορεί να αποδειχθούν πολύ πιο επικίνδυνοι από τους καταστροφείς των πλεκτικών μηχανών στη Βρετανία των αρχών του 19ου αιώνα.
Το φαινόμενο, άλλωστε, είναι ευρέως διαδεδομένο στη χώρα μας και δυστυχώς πλειστάκις αποδεικνύεται «αποτελεσματικό». Πέρασε, για παράδειγμα, απαρατήρητο ότι στην τριεθνή συμφωνία που υπεγράφη τις προηγούμενες μέρες για τη μεταφορά φυσικού αερίου από την Τουρκία στην Ιταλία, ο αγωγός TAP (Transadriatic Pipeline) προβλέπεται να διασχίσει σχεδόν ολόκληρη τη Βόρεια Ελλάδα, αλλά, πριν φτάσει στα σύνορα της Ηπείρου, κάνει παράκαμψη για να καταλήξει στην Αλβανία.
Η χάραξη αυτή αποτελεί τροποποίηση του αρχικού σχεδίου που ήθελε η μεταφόρτωση του αερίου να γίνεται από τα παράλια της Θεσπρωτίας, κοντά στα οποία προβλεπόταν να δημιουργηθεί σταθμός συμπίεσης του αερίου. Η αλλαγή της διαδρομής του αγωγού είναι «επίτευγμα» της δράσης μιας μικρής ομάδας τοπικών «Λουδιτών», οι οποίοι απειλούσαν τους μηχανικούς της ΔΕΠΑ και κινήθηκαν να βυθίσουν τα πλοιάρια που έκαναν έρευνες στη θαλάσσια περιοχή για να βρεθεί η βέλτιστη λύση που θα εκμηδένιζε τις ενδεχόμενες αρνητικές συνέπειες για το περιβάλλον της περιοχής.
Οι θέσεις εργασίας που είναι βέβαιο ότι θα δημιουργούνταν επ΄ ωφελεία του τοπικού πληθυσμού, που αντιμετωπίζει από τα μεγαλύτερα ποσοστά ανεργίας, όπως και τα πολύ πιθανά αντισταθμιστικά ωφελήματα, μεταξύ των οποίων θα ήταν ίσως και η δημιουργία σταθμού διανομής φυσικού αερίου στην απομονωμένη Ήπειρο, έγιναν «δώρο» στη γείτονα χώρα, την οποία ασμένως επέλεξαν οι επενδυτές, αφού και καλοδεχούμενοι είναι και μικρότερες αμοιβές θα δώσουν.
Με αυτά και πολλά άλλα, η ελληνική οικονομία, και μαζί της η δεινοπαθούσα από την ύφεση ελληνική κοινωνία, παραμένουν στην καθήλωση και επιβιώνουν χάρις τις δόσεις που εξασφαλίζουμε από τους όλο και πιο απαιτητικούς εταίρους και δανειστές, την ίδια ώρα που κάποιοι «τσαρλατάνοι», που και οι ίδιοι ζουν από τα δανεικά, υπόσχονται… θαύματα, όπως η (αυτόματη και ανέξοδη) «διαγραφή του επονείδιστου χρέους».
(Δημοσιεύτηκε στο www.protothema.gr στις 26.2.2013)

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2013

Γιατί δεν μας… χόρτασε ο λόγος του Φρανσουά Ολάντ

«Ο λόγος σου μάς χόρτασε και το ψωμί σου φάτο...», θα λέγαμε υπό άλλες συνθήκες στον Γάλλο Πρόεδρο Φρανσουά Ολάντ που μας επεφύλαξε, κατά την επίσκεψή του στη χώρα μας, θερμούς παρηγορητικούς λόγους και μας έδωσε πολλές υποσχέσεις για γαλλικές επενδύσεις στην Ελλάδα.
Θα μπορούσαμε, ίσως, να το πούμε αυτό αν είχε σταματήσει η πορεία της συνεχούς διολίσθησης στην οποία φαίνεται να έχουμε εγκλωβιστεί και από την οποία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε, όσο και αν ακούμε επαίνους από τους εταίρους μας για τα οικονομικό πρόγραμμα της Ελλάδας που, όπως λένε, «βρίσκεται εντός τροχιάς», προσπαθώντας μάλλον να λειτουργήσει ο λόγος τους ως… αυτοεκπληρούμενη προφητεία.
Δεν ξέρω για ποια τροχιά ομιλούν, αλλά όποιος βιώνει την ελληνική πραγματικότητα, μόνον… εκτροχιασμένες καταστάσεις συναντά και σωστά ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας προειδοποίησε, απευθυνόμενος στον Γάλλο ομόλογό του, για τον κίνδυνο κοινωνικής έκρηξης εξαιτίας της βαθύτατης ύφεσης στην οποία έχουμε παγιδευτεί.
Η ανεργία εξακολουθεί να καλπάζει με χίλιους συμπολίτες μας (όσοι οι κάτοικοι μιας κωμόπολης!) να χάνουν κάθε μέρα τη δουλειά τους και πολύ περισσότερους να δουλεύουν μεν αλλά να είναι απλήρωτοι, γιατί οι εργοδότες τους δεν μπορούν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους.
Οι πολυδιαφημισμένες δόσεις που εξασφαλίσαμε τον περασμένο Δεκέμβριο δεν φαίνεται να είχαν τη θετική επίπτωση που αναμενόταν, αφού οι τράπεζες, προς τις οποίες κατευθύνθηκαν το μεγαλύτερο μέρος αυτών των πόρων, όχι μόνον δεν διοχέτευσαν ρευστότητα στην ασφυκτιούσα αγορά, αλλά το τελευταίο διάστημα κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση έχοντας κλείσει απολύτως τις στρόφιγγες της χρηματοδότησης για όλες τις επιχειρήσεις.
Η απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων, για τα οποία τόσες φορές… πανηγυρίσαμε που τα εξασφαλίσαμε, παραμένει σε απαράδεκτα χαμηλούς ρυθμούς, γεγονός που επιβεβαιώθηκε από την ανάγκη που ένοιωσε ο πρωθυπουργός να ορίσει, μόλις την περασμένη εβδομάδα, τον Κυριάκο Βιρβιδάκη  ως νέο υφυπουργό για το ΕΣΠΑ, από το οποίο, μέχρι τώρα, τα περισσότερα χρήματα που εκταμιεύονται είναι για –μάλλον «εικονικά»- επιμορφωτικά σεμινάρια.
Την ίδια ώρα τα γραφειοκρατικά εμπόδια που είναι ορθωμένα παντού γίνονται όλο και πιο απροσπέλαστα, από τα δικαστήρια που δίνουν πρώτη δικάσιμο σε δύο με τρία χρόνια, ως το ΓΕΜΗ που δημιουργήθηκε ως «σημείο μιας στάσης» για τις επιχειρήσεις και, παρότι ανήκει στην αρμοδιότητα του προέδρου του ΕΒΕΑ Κωνσταντίνου Μίχαλου, τον οποίο βλέπουμε συχνά να κατακεραυνώνει γενικώς και αορίστως το κράτος, κάνει πάνω από ενάμισι μήνα για να διεκπεραιώσει μια απλή δημοσίευση καταστατικού εταιρίας.
Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, οι υποσχέσεις για επενδύσεις που μας έδωσε ο Γάλλος Πρόεδρος δεν μοιάζουν ικανές να ανατρέψουν τη δυσμενή πραγματικότητα που έχει δημιουργηθεί στη χώρα. Ακόμη και αν αύριο το πρωί οι Γάλλοι επιχειρηματίες που έφερε μαζί του ο κ. Ολάντ και έδειξαν ενδιαφέρον να επενδύσουν στη χώρα μας, ξαναπάρουν το αεροπλάνο για την Αθήνα, φθάνοντας εδώ θα βρεθούν αντιμέτωποι με τέτοιο χάος που γρήγορα θα γυρίσουν άπραγοι στο Παρίσι.
Χωρίς να θέλω να μειώσω τη σημασία των διεθνών επαφών, έχω την αίσθηση ότι οι χαρές και τα πανηγύρια που στήσαμε για την –αναμφίβολα αναγκαία και απολύτως πετυχημένη σε συμβολικό επίπεδο συμβολισμού- επίσκεψη του Γάλλου Προέδρου, σύντομα θα ξεχαστούν, γιατί θα αποδειχθούν στην πράξη άνευ ουσιαστικού αντικειμένου.
Δεν χρειάζεται, άλλωστε, κανείς να είναι εξειδικευμένος οικονομολόγος για να αντιληφθεί ότι στις μέρες μας η προσέλκυση επενδύσεων δεν γίνεται με διακρατικές συμφωνίες κορυφής, αλλά με τη δημιουργία φιλικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος. Και αυτό ακριβώς είναι που λείπει από τη χώρα μας, όχι μόνον επειδή μια δράκα κουκουλοφόρων επιτίθεται στις εγκαταστάσεις του χρυσωρυχείου της Χαλκιδικής, ούτε γιατί ένας γενικός γραμματέας πιστεύει ότι έχουμε ακόμη υψηλό κατώτατο μισθό.
Για να υπάρξει ουσιαστική προσέλκυση επενδύσεων στην Ελλάδα χρειάζεται να αλλάξουν πολλά. Με κυριότερο τις νοοτροπίες του παρελθόντος που ευθύνονται για την κρίση και που αυτή, δυστυχώς, δεν έχει καταφέρει ακόμη να τις εξαλείψει.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 20.2.2013).

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2012

Οι φόροι και οι μύθοι

Παρακολουθώ, όχι με ιδιαίτερη έκπληξη είν΄ αλήθεια, αφού πρόκειται περί πολυπαιγμένου έργου και μάλιστα με τους ίδιους, σχεδόν, πρωταγωνιστές, τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο λεγόμενος «δημόσιος διάλογος» για το φορολογικό νομοσχέδιο. Τα όσα, ωστόσο, ακούγονται, κυρίως κατά τη διάρκεια του άφθονου χρόνου που αφιερώνουν τα βραδινά τηλεοπτικά δελτία –και των πρωινάδικων, όπως πληροφορούμαι, αλλά δεν έχω ιδία αντίληψη, γιατί τα αποφεύγω-, είναι, κατά την άποψή μου, εξοργιστικά.
Με… ιερά οργή οι σχολιαστές των «οκτώ» κατακεραυνώνουν κάθε -εικαζόμενη, πολλές φορές- ρύθμιση που μπορεί να συμβάλει στην δικαιότερη κατανομή των βαρών, ίσως επειδή αναγκαστικά περνάει μέσα από την αύξηση της δικής τους φορολογικής επιβάρυνσης, υπερασπιζόμενοι ακόμη και την κατάργηση φοροαπαλλαγών που αποδείχθηκαν ατελέσφορες, την ίδια ώρα που με ικανοποίηση χαιρετίζουν κάθε μέτρο που μειώνει τα συνολικά έσοδα του κράτους. 
Υποτίθεται ότι μιλούν από την πλευρά του… λαού και της κοινωνίας, θέλοντας να πείσουν ότι, τάχατες, προασπίζουν τα συμφέροντα τους από τους… φορομπήχτες του υπουργείου Οικονομικών. Και για να ενισχύσουν ακόμη περισσότερο το υποτιθέμενο αντιμνημονιακό τους προφίλ, τραβάνε και ένα καταχέριασμα στους ανάλγητους τροϊκανούς… κατακτητές.
Στην πραγματικότητα, όμως, όλοι αυτοί στρέφονται κατά των αδυνάτων, οι οποίοι, όσο και αν ακούγεται παράδοξο μέσα στη θολούρα στην οποία καλείται να βρει άκρη η ελληνική κοινωνία, είναι εκείνοι που πριν από όλους πλήττονται όταν μειώνονται τα έσοδα του κράτους ή περιορίζονται οι εισπράξεις από την άμεση φορολογία και γίνεται επιτακτική ανάγκη η αύξηση των έμμεσων φόρων.
Το ενάμισι εκατομμύριο των ανέργων, όπως και η συντριπτική πλειονότητα των μικροσυνταξιούχων και χαμηλόμισθων, όχι μόνον δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την αύξηση των αμέσων φόρων, αλλά αν ήταν σωστά ενημερωμένοι και αν, επιπλέον, είχαν στοιχειώδη εμπιστοσύνη στην αποτελεσματικότητα του κράτους, θα έπρεπε να εύχονται την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση της φορολογίας επί των υψηλότερων εισοδημάτων, όπως, άλλωστε, συμβαίνει στις περισσότερες σοβαρές χώρες του κόσμου.
Γνωρίζω τον –κατ΄ εμέ- εύκολο αντίλογο όλων αυτών των κηνσόρων, όπως και των πολιτικάντηδων που επενδύουν σε αυτή την πολιτική ατζέντα, καθώς επαναλαμβάνεται σχεδόν μονότονα κάθε βράδυ μέσα από το μυθοποιημένο στερεότυπο ερώτημα: «Και τι θα γίνει με την κατανάλωση; Τι θα κάνει η αγορά που έχει στεγνώσει, με αποτέλεσμα να κλείνουν χιλιάδες καταστήματα;».
Η απάντηση, κατά τη γνώμη μου, είναι απλή: Αν είναι να δουλεύει η αγορά, όπως δούλευε τόσα χρόνια, πουλώντας κάθε είδους εισαγόμενα προϊόντα και αδιαφορώντας για την καταστροφή που συντελέστηκε στην εγχώρια παραγωγή και οδήγησε στην απόλυτη ανισορροπία του εμπορικού ισοζυγίου –τη βασική, δηλαδή, πηγή των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας-, οι πολίτες αυτής της χώρας δεν πρόκειται να… σωθούν ακόμη και αν  –προς χαράν των τηλεσχολιαστών- μηδενιζόταν οι φορολογικοί συντελεστές.
Οι όψιμοι, δήθεν, «κεϊνσιανιστές», μέσα στον αντιμνημονιακό τους οίστρο, παραβλέπουν, για παράδειγμα, την τεράστια ζημιά που προκλήθηκε όταν στις αρχές του 2009 κάποιοι οικονομικοί «φωστήρες» είχαν την φαεινή έμπνευση (;) να δώσουν κίνητρα – επιχορηγήσεις και μείωση φόρων- για την αγορά κλιματιστικών και μεγάλου κυβισμού αυτοκινήτων, έχοντας την ψευδαίσθηση ότι η επίπλαστη ευημερία που στηρίζονταν στα δανεικά, τα οποία δινόταν ακόμη αφειδώς, χάρις και στην παραποίηση των στατιστικών στοιχείων, θα ήταν αιώνια.    
Αντ΄ αυτών, θα μπορούσαν, ακόμη και τώρα μπορούν, να ισχύσουν κίνητρα για την τόνωση του εσωτερικού τουρισμού, για την ενίσχυση καινοτόμων επιχειρήσεων ή για την επιδότηση εταιριών που δημιουργούν θέσεις εργασίας σε κλάδους που στηρίζουν τα παραγωγικά συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας. Γι΄ αυτά, όμως, δεν γίνεται κανένας δημόσιος διάλογος, ούτε εκδηλώνεται ενδιαφέρον από τα τηλεοπτικά δελτία, προφανώς γιατί αυτοί που τα σχεδιάζουν βολεύονται με τη μείωση της φορολογίας.  
Από… ιδρύσεως κόσμου, όμως, η φορολογία -και η δη η άμεση- είναι το κατ΄ εξοχήν, αναδιανεμητικό μέτρο που διαθέτει μια στοιχειωδώς οργανωμένη Πολιτεία. Μέσω της φορολόγησης αποφεύγονται συνθήκες κοινωνικής ζούγκλας και στηρίζονται τα εισοδηματικά πιο αδύναμα μέλη κάθε κοινωνίας που έχουν την ανάγκη του δασκάλου για τα παιδιά τους, του αστυνομικού που να εμπεδώνει το κλίμα ασφάλειας στις γειτονιές τους, του δικαστή από τον οποίο μπορεί να βρουν το δίκιο τους.
Αρκεί, βεβαίως, η Πολιτεία αυτή να διαθέτει αποτελεσματικούς ελεγκτικούς μηχανισμούς που να συλλέγουν τους αναλογούντες φόρους, αλλά να κατοικείται και από συνειδητούς πολίτες που να πληρώνουν πρώτα τους δικούς τους φόρους τους, αναλογικά με τα εισοδήματα και την περιουσία που διαθέτουν και, κατόπιν, να απαιτούν, δικαίως, να πληρώνουν και οι άλλοι. Η φοροδιαφυγή, όμως,  των άλλων, που πολλές φορές οι ίδιοι την υποθάλπουμε, δεν μπορεί να αποτελεί μόνιμο άλλοθι.      
Ξέρω ότι, για ιστορικούς και όχι μόνον λόγους, στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ mainstream (πόσω μάλλον στις μέρες μας, μέρες γενικευμένης σύγχυσης και απολύτως συγκεχυμένων απόψεων για το πώς και το γιατί φθάσαμε εδώ που είμαστε) να τάσσεται κανείς υπέρ των φόρων, αλλά αν τώρα δεν ειπωθεί η αλήθεια και δεν επικρατήσει η λογική δεν πρόκειται να βγούμε ποτέ από τον κρίση.
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2012

Η σπατάλη και το «αντάρτικο»


Ακούγοντας από το ραδιόφωνο διαφήμιση για Πρόγραμμα Κοινωνικής Εργασίας που «τρέχει» Δήμος της Αττικής με χρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους –το ΕΣΠΑ, για την ακρίβεια- σκέφθηκα πόσο ενδιαφέρον θα είχε να μαθαίναμε κάποια στιγμή τα αποτελέσματα εφαρμογής των «ποικιλώνυμων» ευρωπαϊκών προγραμμάτων.
Είναι καιρός τώρα που αναρωτιέμαι γιατί μια κυβερνητική υπηρεσία, ένα ερευνητικό ινστιτούτο, κάποιο από τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, η ίδια, αν θέλετε, η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν αναλαμβάνει πρωτοβουλία για να γίνει μια εμπεριστατωμένη έρευνα για τη συμβολή που έχουν τα ευρωπαϊκά προγράμματα που κατά καιρούς ανατίθενται και υλοποιούνται σε κρίσιμους για την κοινωνία τομείς όπως η κατάρτιση ή η απόκτηση δεξιοτήτων, καθώς και στην απασχόληση και εν γένει στην οικονομική ανάπτυξη.
Φοβάμαι ότι τα αποτελέσματα μιας τέτοιας έρευνας θα ήταν απολύτως απογοητευτικά, καθώς, στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα προγράμματα αυτά, στην πράξη δεν λειτουργούν παρά ως μια απλή εισοδηματική ενίσχυση για όσους –ιδιωτικές εταιρείες συμβούλων ή ημικρατικές «αναπτυξιακές» επιχειρήσεις Επιμελητηρίων, οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, κ.ά.-  αναλαμβάνουν να τα υλοποιήσουν και για όσους είναι δικαιούχοι των σχετικών επιδοτήσεων.
Τα γράφω αυτά, επειδή έχω υπόψη μου δύο πολύ πρόσφατα χαρακτηριστικά περιστατικά που σχετίζονται με τον τρόπο υλοποίησης του προαναφερόμενου Προγράμματος Κοινωνικής Εργασίας, τα οποία εκτυλίχθηκαν σε δύο διαφορετικές γεωγραφικές της ελληνικής επικράτειας.
Το πρώτο αφορά ακριτική περιοχή, στην οποία ο τοπικός Δήμος χρηματοδοτήθηκε για να προσλάβει ανέργους με πεντάμηνης διάρκειας σύμβαση, οι οποίοι θα απασχολούνταν σε καθαρισμούς και αποψιλώσεις δρόμων απομακρυσμένων κοινοτήτων.
Μόνον, όμως, που οι ιθύνοντες δεν φρόντισαν να εξοπλίσουν τους απασχολούμενους με τον κατάλληλο εξοπλισμό, δηλαδή αξίνες και κασμάδες, με αποτέλεσμα να μεταφέρονται σχεδόν καθημερινά στους τόπους εργασίας και να επιστρέψουν λίγες ώρες αργότερα στα σπίτια τους, παντελώς άπρακτοι. Με αυτόν τον τρόπο, η εκτέλεση του Προγράμματος Κοινωνικής Εργασίας όχι μόνον δεν πρόσφερε κανενός είδους εργασία, αλλά επιβάρυνε και τον καταχρεωμένο Δήμο με την… βενζίνη της μεταφοράς των ανέργων!
Αντίστοιχη εικόνα στην Αττική, με μακροχρόνια ανέργους που εντάχθηκαν σε πρόγραμμα το οποίο υλοποιείται από το ΕΒΕΑ και -υποτίθεται ότι- ως οδηγοί θα μετέφεραν τα συνεργεία Δήμου που κάνουν διάφορες επισκευαστικές εργασίες.
Ο Δήμος, όμως, στον οποίο τοποθετήθηκαν οι επιδοτούμενοι άνεργοι φαίνεται ότι δεν είχε ανάγκες για οδηγούς, ίσως και επειδή τα συνεργεία για επισκευαστικά έργα που διέθετε δεν ήταν και τόσο πολλά, με αποτέλεσμα οι απασχολούμενοι να πίνουν με τις ώρες καφέδες στην πλατεία μπροστά στο δημαρχείο, περιμένοντας να περάσει το… πεντάμηνο και να επιστρέψουν στα γκισέ του ΟΑΕΔ.  
Σίγουρα, τα δύο αυτά παραδείγματα δεν είναι τα μοναδικά και ο καθένας μας στον περίγυρό του θα έχει συναντήσει ανάλογα φαινόμενα κατασπατάλησης κοινοτικών πόρων χωρίς καμία προστιθέμενη αξία για το κοινωνικό σύνολο. Και, ασφαλώς, υπαίτιοι γι΄ αυτή την απαράδεκτη κατάσταση δεν είναι οι άνεργοι που εντάσσονται σε αυτά τα προγράμματα για να εξασφαλίσουν ένα… γλίσχρο εισόδημα –που δεν ξεπερνά τα 500 ευρώ το μήνα- για τις οικογένειες τους.
Δεν μπορεί, όμως, να μην φταίει κανένας. Με πρώτους τους «επαναστάτες» δημάρχους και περιφερειάρχες που έχουν βγει αυτές τις μέρες στο… κλαρί, με αφορμή τις διαθεσιμότητες των υπαλλήλων και κάνουν «αντάρτικο», κλείνοντας -για να τιμωρήσουν άραγε ποιον;- δήμους και περιφέρειες.
Αλήθεια, τι άλλο χώρα -πέρα από την ταπείνωση και την ασφυξία που βιώνουμε όλοι τρία χρόνια τώρα- πρέπει να (μας) συμβεί σε αυτή τη χώρα, για να αναλάβει ο καθένας (μας) τις ευθύνες του;
   
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.