Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μνημόνιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μνημόνιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2019

«Έθνος ανάδελφον», αλλά…

Αναμφισβήτητα είναι πολύ ενθαρρυντικό το συναινετικό πνεύμα το οποίο εκπέμφθηκε από το Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής της περασμένης Τρίτης που συνήλθε για να συζητήσει τις προκλήσεις με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη η χώρα μας εξαιτίας της κλιμακούμενης τουρκικής επιθετικότητας.
Διαχρονικά, άλλωστε, η ελληνική πολιτική τάξη δεν μας έχει συνηθίσει στον νηφάλιο διακομματικό διάλογο και στην αποφυγή της πλειοδοσίας πατριωτισμού. Ειδικά, μάλιστα, στα χρόνια της πολυεπίπεδης κρίσης που βιώνουμε την τελευταία δεκαετία, η αδυναμία συνεννόησης ανάμεσα στις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις υπήρξε ο κυρίαρχος κανόνας που χαρακτήριζε τη δημόσια ζωή που γινόταν άνω κάτω ακόμη και όταν, εκόντες – άκοντες, οι περισσότεροι ενστερνίζονταν τις πολιτικές των Μνημονίων.
Όπως και σε όλα τα υπόλοιπα, έτσι και στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, τα οποία στην Ελλάδα αρεσκόμεθα να χαρακτηρίζουμε «εθνικά θέματα», είναι λογικό και επιτρεπτό να υπάρχουν και να διατυπώνονται διαφορετικές οπτικές, ακόμη και διαφωνίες για τους κάθε φορά τακτικούς διπλωματικούς χειρισμούς που γίνονται ή που θα έπρεπε να γίνουν.
Το παράλογο και το ανεπίτρεπτο είναι οι κατηγορίες περί ενδοτικότητας που συχνά εκτοξεύονται από όσους είναι «έξω από τον χορό». Όπως και η συνήθης άρνηση των κυβερνώντων να ενημερώσουν την αντιπολίτευση για τις πραγματικές διαστάσεις των θεμάτων που αντιμετωπίζει η εξωτερική μας πολιτική. Ή, ακόμη χειρότερα, οι εύκολες καταγγελίες περί πατριδοκαπηλίας που εξακοντίζονται ως αντίλογος στην κριτική.
Το «Μακεδονικό» ζήτημα που ταλαιπώρησε οικτρά την πολιτική μας ζωή επί σειρά ετών είναι μια χαρακτηριστική υπόθεση, στην οποία οι μικροκομματικοί υπολογισμοί δεν επέτρεψαν τη συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων, δηλητηρίασαν την ατμόσφαιρα, δίχασαν τους πολίτες και, εν τέλει, έβλαψαν το εθνικό συμφέρον.
Τα πράγματα θα ήταν σίγουρα καλύτερα αν ο συμβιβασμός της Συμφωνίας των Πρεσπών που επελέγη με τους βόρειους γείτονες μας ήταν προϊόν ψύχραιμης συνεννόησης που θα είχε γίνει αποδεκτή από την πλειονότητα της κοινής γνώμης και όχι κατάληξη η οποία προήλθε από συνδυασμό ακραίου βολονταρισμού και κακώς εννοούμενου κομματικού ωφελιμισμού που κατακερμάτισε το εθνικό μέτωπο.
Είναι ευτύχημα, λοιπόν, που μόλις έναν χρόνο μετά την διχαστικά τοξική αντιπαράθεση για το «Μακεδονικό» η πολιτική τάξη της χώρας δείχνει ωριμότητα και εκφράζει σοβαρή διάθεση να συνομιλήσει, να διαβουλευθεί και να συνεννοηθεί, αποφεύγοντας τις αλληλοκατηγορίες και τις διαφωνίες για χάρη των διαφωνιών.
Η αλήθεια είναι ότι οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν παρά να έχουν συναισθανθεί ότι η απειλή την οποία δέχεται η χώρα μας σε αυτή τη φάση είναι ίσως η ισχυρότερη που έχει δεχθεί τα τελευταία 45 χρόνια. Στο πρόσφατο παρελθόν γίναμε μάρτυρες και άλλων προκλήσεων από τους εξ Ανατολών γείτονες.
Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, της Συμφωνίας που συνήψε το καθεστώς Ερντογάν με τα ενεργούμενά του στην Τρίπολη, που παριστάνουν την κυβέρνηση της πολύπαθης Λιβύης, η κατάσταση έχει φθάσει σε αυτό που θεωρείται «μη περαιτέρω».
Αν δεν κηρυχθεί άκυρη η παντελώς αγεωγράφητη επινόηση της Άγκυρας να αποκτήσει θαλάσσια σύνορα με τη Λιβύη, θα είναι η πρώτη φορά στην πρόσφατη ιστορία των διεθνών σχέσεων που μια χώρα παραβλέπει τόσο απροκάλυπτα το διεθνές δίκαιο και καταπατά τόσο προκλητικά τα δικαιώματα γειτόνων της.
Υπό αυτή την έννοια, όλοι πλέον συνειδητοποιούν ότι οποιαδήποτε αδιανόητη απόπειρα του Ερντογάν να εφαρμόσει την παράνομη Συμφωνία που ο ίδιος υπαγόρευσε στις μαριονέτες του που εδρεύουν στην Τρίπολη, δεν μπορεί να μείνει αναπάντητη από την Ελλάδα, η οποία, εφόσον η Άγκυρα ανοίξει την «πόρτα του φρενοκομείου», παραβιάζοντας τα ελληνικά σύνορα, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να πλήξει τον επίδοξο εισβολέα.
Το τελευταίο διάστημα, είναι πολλοί και από διαφορετικές πλευρές εκείνοι που επισημαίνουν ότι σε ένα τέτοιο απευκταίο ενδεχόμενο, η χώρα μας θα είναι μόνη της. Και προειδοποιούν ότι σε ένα πιθανό θερμό επεισόδιο οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις δεν θα βρουν από πουθενά συνδρομή στην υπεράσπιση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων.
Οι επισημάνσεις και οι προειδοποιήσεις αυτού του είδους, που θυμίζουν έντονα τη ρήση του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας (1985-1990) Χρήστου Σαρτζετάκη, σύμφωνα με την οποία «εμείς οι Έλληνες είμεθα “Έθνος ανάδελφον”», δεν πρέπει να μας κάνουν να διστάζουμε, αλλά αντιθέτως θα πρέπει να μας κινητοποιούν.
Το αρραγές εθνικό μέτωπο, οι σχεδιασμένες διπλωματικές πρωτοβουλίες και η διακήρυξη προς κάθε κατεύθυνση της αποφασιστικότητας να αποκρουσθεί κάθε προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένου εις βάρος των κατοχυρωμένων από το διεθνές δίκαιο συμφερόντων μας, είναι το τρίπτυχο που μπορεί να εγγυηθεί ταυτοχρόνως τόσο την εθνική αξιοπρέπεια όσο και την ειρήνη.
Αρκεί να αποδείξουμε σε εχθρούς και φίλους ότι, εκτός από «ανάδελφο», είμαστε και Έθνος δραστήριο…

Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2019

Θα μας τρελάνει ο… Αραφάτ! Παραιτήθηκε για «μια στραβή στη βάρδια του»



Θα μπορούσε να ήταν και η είδηση της ημέρας. Και θα ήταν σίγουρα σε μια άλλη εποχή, τότε που ο αντιμνημονιακός οίστρος επέβαλε να μεγιστοποποιείται το φαινόμενο των αυτοκτονιών στην Ελλάδα ή να γίνονται αντικείμενο ακραίας πολιτικής εκμετάλλευσης οι θάνατοι από τα μαγκάλια.
Σύμφωνα με τη λίστα Bloomberg Global Health Index, που αξιολογεί 169 κράτη ως προς την κατάσταση που επικρατεί στην υγεία, η Ελλάδα υποχώρησε κατά έξι θέσεις. Την περασμένη χρονιά –χρονιά που, όπως θέλει η κυβερνητική προπαγάνδα,«τελειώσαμε με τα Μνημόνια»- η χώρα μας βρέθηκε στην 26η θέση της κατάταξης, ενώ το 2017, όταν είχε δημοσιευτεί η προηγούμενη λίστα, βρισκόταν στην 20η.
Και επειδή μπορεί κάποιος με τη νοοτροπία του χρήσιμου ηλίθιου να πεταχθεί για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα με ισχυρισμούς του τύπου «τι άλλο περιμένεις σε μια νεοφιλελεύθερη Ευρώπη;», είναι αναγκαίο να προσθέσει κανείς και μερικά ακόμη ενδιαφέροντα στοιχεία της κατάταξης, όπως ότι στην πρώτη θέση βρίσκεται η Ισπανία που πραγματοποίησε άλμα πέντε θέσεων και ξεπέρασε την Ιταλία που πλέον είναι δεύτερη.
Με άλλα λόγια, το… κατόρθωμα της ελληνικής υποχώρησης δεν φαίνεται να είναι κατ΄ ανάγκην απότοκο της οικονομικής κρίσης, αν κρίνουμε από τις πρωτιές δύο προβληματικών χωρών του ευρωπαϊκού νότου. Ανήκει μάλλον εξ ολοκλήρου στις πολιτικές των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που έχουν όλα αυτά τα χρόνια την ευθύνη του πολύπαθου χώρου της Υγείας και υποτίθεται ότι έδειξαν αυξημένο ενδιαφέρον «για τους πολλούς» και έδωσαν μάχη υπέρ της κάθαρσης, κυνηγώντας χίμαιρες κρυμμένες σε τροχήλατες βαλίτσες που μπαινόβγαιναν στο Μαξίμου.
Τη μέρα, όμως, που έβλεπε το φως της δημοσιότητας η αποκαρδιωτική αυτή λίστα, ο υπουργός Υγείας Ανδρέας Ξανθός πάσχιζε να πείσει –αναληθώς, όπως αποδείχθηκε, αφού είχε ο ίδιος αρθρογραφήσει σχετικά στην Αυγή το 2014 και ως γνωστόν scripta manent- ότι τάχατες ήταν εκείνος που έδωσε το δικαίωμα περίθαλψης στους ανασφάλιστους, το οποίο στην πραγματικότητα καθιερώθηκε επί των ημερών των… κακών μνημονιακών προκατόχων του.
Όσο για τον αναπληρωτή του, τον… πολύ Παύλο Πολάκη, ο οποίος έχει με την ανοχή –η και την ενθάρρυνση- του Αλέξη Τσίπρα έχει αυτοαναγορευτεί σε μέγιστο σκανδαλοθήρα, δεν θα μπορούσε να περιμένει τίποτε καλύτερο από τον συνήθη θόρυβο που κάνουν οι πολιτικοί που θέλουν να είναι στον αφρό χωρίς να έχουν λύσει κανένα πρόβλημα.
Αντί, λοιπόν, το δίδυμο του υπουργείου Υγείας να συγκαλέσει μια –έστω για τα μάτια του κόσμου- σύσκεψη για να δουν τι μπορεί να έφταιξε και οι συνθήκες περίθαλψης των Ελλήνων δυσχεραίνονται, την ίδια ώρα που οι προσλήψεις, όπως λένε οι ίδιοι, αυξήθηκαν και οι ισολογισμοί των νοσοκομείων, που ήταν ελλειμματικοί, έγιναν πλεονασματικοί (!), εκείνοι περί άλλων ετύρβαζαν.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ο κ. Πολάκης ο οποίος, όπως είδαν όσοι παρακολούθησαν το τηλεοπτικό του παραλήρημα στη δημόσια τηλεόραση, έχει στο γραφείο του φακέλους όχι για την κατάσταση των νοσοκομείων αλλά για «σκάνδαλα» που δεν είναι καν του τομέα ευθύνης του. Και έτσι, όταν δεν… ξεκατινιάζεται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ξοδεύει το χρόνο του για να τηλεφωνεί ή να στέλνει γράμματα στον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα, υποδεικνύοντας του πως θα κάνει ελέγχους των δανειοδοτήσεων σε όσους δεν συμφωνούν με την κυβέρνηση.
Σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του πολιτισμένου κόσμου πρωτοβουλίες όπως αυτή του αναπληρωτή υπουργού Υγείας θα είχαν συνέπειες. Αν δεν το αισθανόταν ο ίδιος, γιατί δύσκολα μπορεί να περιμένει κανείς ευαισθησίες από πρόσωπο που δήλωνε ξεδιάντροπα ότι τηρούσε διπλά βιβλία στον Δήμο Σφακίων, κάποιος θα έπρεπε να του το υποδείξει.
Αν ο κ. Τσίπρας ήταν πράγματι ενοχλημένος με τον υπουργό του είχε  πολλές αφορμές να τον ανακαλέσει στην τάξη. Και μόνον η κυνική τοποθέτησή του για τα δεκάδες θύματα της γρίπης, σύμφωνα με την  οποία «δεν είναι και καμία καταστροφή, για να μην τρελαθούμε τώρα…», ήταν επαρκής λόγος για να τον στείλει σπίτι του. Αλλά πώς να συμβεί αυτό όταν μετά την τραγωδία στο Μάτι, δεν είχε συγκινηθεί κανείς στην κυβέρνηση με τον ισχυρισμό του ίδιου ανθρώπου ότι οι νεκροί «θολώνουν την εικόνα» των επιδόσεων της κυβέρνησης;
Ας το πάρουμε, λοιπόν, απόφαση. Η προσωπική ευθιξία είναι είδος εν ανεπαρκεία στις μέρες της Συριζοκρατίας. Με ένα «τι να κάνω που συνέβη μια στραβή στη βάρδια μου;», απαλλάσσονται από πάσα ευθύνη και δεν δίνουν λογαριασμό σε κανέναν. Τους αρκεί που δίνουν όρκους πίστης στον… ηγέτη Αλέξη Τσίπρα και στην… «απεύθυνση ενός πλατιού καλέσματος σε όσους αυτοπροσδιορίζονται –σ.σ.: και ας μην είναι, φυσικά- ως προοδευτικοί».
Βλέπετε, οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ είναι «αριστεροί» και «προοδευτικοί» και δεν είναι σαν κάτι… κορόιδα, όπως ο Αιγύπτιος υπουργός Μεταφορών Χισάμ Αραφάτ, ο οποίος παραιτήθηκε μετά το σιδηροδρομικό δυστύχημα στον σταθμό «Ραμσής» στο κέντρο του Καΐρου που είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν μερικές δεκάδες άνθρωποι, σχεδόν όσοι πνίγηκαν από τις πλημμύρες στη Μάνδρα.
«Το τρένο φέρεται να ανέπτυξε υψηλή ταχύτητα, προτού προσκρούσει σε πλατφόρμα, με αποτέλεσμα να προκληθεί έκρηξη», μεταδίδουν τα διεθνή μέσα ενημέρωσης για τις συνθήκες του δυστυχήματος. Και συμπληρώνουν ότι ο πρωθυπουργός Μουσταφά Μάντμπουλι αποδέχθηκε την παραίτηση του Αραφάτ. Ο οποίος μάλλον δεν κλάφθηκε, όπως η Ρένα Δούρου, για τη «στραβή που συνέβη στη βάρδια του».
Αυτά φυσικά ισχύουν για όσους δεν αυτοανακηρύσσονται –«μην τρελαθούμε κιόλας»!- «αριστεροί» και «προοδευτικοί». Οι δικοί μας έχουν το «ηθικό πλεονέκτημα» που απένειμαν οι ίδιοι στους εαυτούς τους.

Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Ψάξε, ψάξε, δεν θα τη βρεις (την… κάλπη του Οκτωβρίου)



«Ψάχνω να βρω ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο…», δήλωσε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο λόγος του οποίου, ως γνωστόν, αποτελεί… απαράβατο συμβόλαιο. Και, ως εκ τούτου, θα πρέπει να… υποθέσουμε ότι δεν ανακοίνωσε ακόμη την ημερομηνία επειδή δεν του χάρισε κάποιος ένα ημερολόγιο του 2019 ώστε να δει πότε πέφτει Κυριακή για να στήσει την κάλπη.
Πέρα από την ατελείωτη πλάκα που μπορεί να κάνει κανείς με την εγνωσμένη πλέον (αν)αξιοπιστία του κ. Τσίπρα, εκείνο που πρέπει να ληφθεί υπόψιν είναι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που ο νυν πρωθυπουργός «κάνει παιχνίδι» με τον χρόνο των εκλογών, επιχειρώντας να παραπλανήσει τους αντιπάλους του.
Τα ίδια και χειρότερα έκανε το καλοκαίρι του 2015 όταν προκήρυξε πρόωρες εκλογές πιάνοντας στον ύπνο τα κόμματα της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης από τα οποία είχε νωρίτερα υφαρπάσει συναίνεση στο δικό του τρίτο –και χειρότερο- Μνημόνιο. Στις προπαρασκευαστικές συσκέψεις που έγιναν στο Προεδρικό Μέγαρο μετά το ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα της 6ης Ιουλίου είχε δεσμευτεί ότι δεν θα πάει στις κάλπες.
Δέκα μέρες, όμως, αφότου, είπαν το «ναι» τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, καλύπτοντας τις απώλειες από τις μεγάλες διαρροές κυβερνητικών βουλευτών, ο κ. Τσίπρας προκήρυσσε εκλογές, αφήνοντας στα κρύα του λουτρού τον αρχηγό της ΝΔ Βαγγέλη Μεϊμαράκη ο οποίος περίμενε να προσέλθει στο Προεδρικό Μέγαρο ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ για να συζητήσουν τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή…
Με το πολιτικό «ξέπλυμα» που του έκαναν τόσο ο κ. Μεϊμαράκης, όσο και ο Σταύρος Θεοδωράκης με τη Φώφη Γεννηματά, ο Αλέξης Τσίπρας πήγε στις κάλπες του Σεπτεμβρίου. Και, φυσικά, κέρδισε ξανά αφού, παρά τα capital controls και τις υπόλοιπες πληγές που είχαν ανοίξει στο σώμα της ελληνικής οικονομίας οι πειραματισμοί του ανεκδιήγητου κυβερνητικού «asset» που άκουγε στο όνομα Γιάνης Βαρουφάκης, οι ίδιοι οι αντίπαλοι της είχαν απενοχοποιήσει την επικίνδυνα ανερμάτιστη κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, απονέμοντάς στα στελέχη της πιστοποιητικά πολιτικής «κανονικότητας».
Από τότε, ωστόσο, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης και το πιθανότερο είναι ότι οι παθόντες εκείνης της εποχής συγκαταλέγονται στους μαθόντες, ούτως ώστε να μην πατήσουν και πάλι τη μπανανόφλουδα που φαίνεται να θέλει ο κ. Τσίπρας να βάλει κάτω από τα πόδια όσων δεν βολεύονται με την προκήρυξη των εκλογών.
Όσο και αν το 2019 δεν είναι 2015, όλα δείχνουν ότι το Μέγαρο Μαξίμου επενδύει στην πιθανότητα να βρεθούν ξανά «χρήσιμοι ηλίθιοι» που θα διευκολύνουν τους κυβερνητικούς τακτικισμούς, υπερψηφίζοντας τη Συμφωνία των Πρεσπών και στρώνοντας το χαλί στον πρωθυπουργό για να αποφασίσει ο ίδιος την πιο βολική ημερομηνία των εκλογών, την οποία θα ορίσει με τη βούλα του «άτρωτου».          
Όπως και να έχει, με την κατάθεση στο Κοινοβούλιο της Συμφωνίας των Πρεσπών ξεκινάει η αντίστροφη μέτρηση για τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τυχόν κυβέρνηση μειοψηφίας που θα στηρίζεται στην ανοχή του Πάνου Καμμένου, όπως φαίνεται ότι είναι ο νέος σχεδιασμός που λανσάρει το πρωθυπουργικό γραφείο, δεν πρόκειται να αντέξει πέραν του Μαΐου. Σκεφθείτε μόνον τον κ. Καμμένο χωρίς τις στολές παραλλαγής. Ή τους μετακλητούς υπαλλήλους που συνδέονται μαζί του να αφήνουν τις κυβερνητικές θέσεις για την ουρά του ταμείου ανεργίας.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι μόνον η τύχη των στελεχών των ΑΝΕΛ που θα καθορίσει τον χρονικό ορίζοντα μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης μειοψηφίας. Είναι, πολύ περισσότερο, οι δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις που θα σηματοδοτήσει η παράταση της πολιτικής αστάθειας από το γάντζωμα στην εξουσία μιας κυβέρνησης που όχι μόνον δεν θα διαθέτει τη «δεδηλωμένη» της Βουλής, αλλά θα βρίσκεται σε απόλυτη δυσαρμονία με τη βούληση των Ελλήνων πολιτών. Αν τώρα τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων καθιστούν αδύνατο τον δανεισμό του ελληνικού δημοσίου, φανταστείτε τι θα γίνει όταν το τιμόνι της χώρας θα έχει κυβέρνηση μειοψηφίας.
Η προειδοποίηση, άλλωστε, που απηύθυνε τις προηγούμενες ημέρες ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ήταν σαφής: «Στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται βέβαιο ότι η Ελλάδα μετά το 2018 θα προσφύγει γρήγορα στον δανεισμό από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM)», υποστήριξε. Και προέβλεψε: «Αναπόφευκτη συνέπεια θα είναι η επιβολή νέων όρων στην οικονομική πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης».
Για όσους δεν πείθονται από τον αντίλογο που επεχείρησαν να αρθρώσουν… προσωπικότητες του δημόσιου βίου όπως η κυρία Ράνια Σβίγκου, θα πρέπει ίσως να θυμηθούμε ότι ο κ. Σημίτης είναι ο πολιτικός ο οποίος στα 15 χρόνια που πέρασαν αφότου παρέδωσε οικειοθελώς την πρωθυπουργία μιλάει μόνον όταν έχει κάτι να πει. Και το σημαντικότερο είναι ότι στις σπάνιες παρεμβάσεις του μιλάει ανυστερόβουλα και περιγράφει εξελίξεις που σχεδόν πάντα επιβεβαιώνονται.     
 Τον Δεκέμβριο του 2008 υπήρξε ο πρώτος Έλληνας πολιτικός που από το βήμα της Βουλής προειδοποιούσε για τους κινδύνους προσφυγής στο ΔΝΤ όταν οι τότε κυβερνώντες επαίροντο αρειμανίως για τη θωρακισμένη ελληνική οικονομία. Αλλά και πέντε χρόνια αργότερα όταν στην κυβέρνηση ΝΔ- ΠΑΣΟΚ «έβλεπαν» οικονομικό success story, ο πρώην πρωθυπουργός με την ευθυκρισία που τον χαρακτηρίζει διατύπωνε τις ενστάσεις του.
«Είμαι αισιόδοξος, πιο αισιόδοξος απ' όσο ήμουν παλαιότερα», έλεγε στο «Πρώτο Θέμα» (13.10.2013), που είχε συνομιλήσει μαζί του. «Ξέρετε ότι η δική μου αισιοδοξία κυμαίνεται στο όριο που από άλλους μπορεί να θεωρείται απαισιοδοξία», συμπλήρωνε. Διαπίστωνε σημάδια βελτίωσης στο οικονομικό περιβάλλον, αλλά επεσήμαινε πως «για τα επόμενα χρόνια η κατάσταση θα είναι μίζερη» και «οι δυσκολίες δεν θα ξεπεραστούν πριν από το 2020». Ενώ αναφερόμενος στους εταίρους και δανειστές, έλεγε προφητικά: «Θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό…».
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, ούτε αυταπάτες ούτε ψευδαισθήσεις. Οι θέσεις και οι απόψεις τις οποίες με παρρησία διατυπώνει ο κ. Σημίτης, παίρνοντας το… ρίσκο να δυσαρεστήσει την κυρία Σβίγκου, δεν αποτελούν κεραυνό εν αιθρία για το Μέγαρο Μαξίμου. Γι΄ αυτό και όσο και αν ψάξει ο κ. Τσίπρας δεν πρόκειται να βρει ημερομηνία για εκλογές τον Οκτώβριο. Η διακυβέρνησή του είναι υπονομευμένη από τις ίδιες τις αποφάσεις του. Και ο ίδιος το ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον. Εκείνο που όλα μαρτυρούν ότι δεν ξέρει είναι το πότε θα αποδειχθεί λιγότερο πικρό το ποτήρι της ήττας που θα πιει: τον Μάιο  για να το πιεί μια κι έξω, ή, με δόσεις, λίγο νωρίτερα ή λίγο αργότερα;
Διότι, αν αφήσει την κάλπη για τον Οκτώβριο, τότε μάλλον δεν θα βρει ούτε την ψήφο του…

Πέμπτη 13 Δεκεμβρίου 2018

Σπούδασε, στ΄ αλήθεια, μηχανικός ο κ. Τσίπρας;



            Σε μια -μάλλον πρόσκαιρη…- κρίση ειλικρίνειας ο Αλέξης Τσίπρας παραδέχθηκε στην τελευταία ομιλία του στη Βουλή ότι «και εμείς φέραμε αρνητικά μέτρα, δεν το αρνούμεθα». Μόνον που η παραδοχή αυτή δεν ήταν παρά ένας φραστικός ελιγμός που στόχο είχε να βρει έρεισμα για να επιδοθεί στην προσφιλή του τακτική της παραβίασης της κοινής λογικής.
Η συνέχεια, άλλωστε, ήταν αποκαλυπτική για όλους όσοι δεν παρασύρονται από τις βερμπαλιστικές ικανότητες του κ. Τσίπρα. «Ο συνολικός λογαριασμός, η σούμα για όσους ξέρουν να μετράνε και έχουν βγάλει και τα πανεπιστήμια τα καλά που έχετε βγάλει εσείς, είναι 65 δισεκατομμύρια ευρώ αρνητικά μέτρα στην πενταετία των δικών σας μνημονιακών χρόνων», είπε απευθυνόμενος στον αρχηγό της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη. 
 «Τα αρνητικά μέτρα που πήραμε εμείς ήταν κοντά στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ, όταν εσείς σε μια πενταετία πήρατε 65 δισεκατομμύρια ευρώ», συμπλήρωσε. Και με την ίδια… ιερά οργή, με την οποία χρωμάτισε τη φωνή του, πρόσθεσε: «Τι έρχεστε να συγκρίνετε σε αυτήν εδώ την αίθουσα; Τα 65 δισεκατομμύρια ευρώ με τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ; Ποιο είναι βαρύτερο και μεγαλύτερο;».
Σύμφωνα, λοιπόν, με τον κ. Τσίπρα τα δημοσιονομικά μέτρα είναι θέμα βάρους ή μεγέθους και αφού τα ζυγίσουμε ή τα μετρήσουμε μπορούμε να αποφανθούμε ποια είναι πιο βαριά ή πιο μεγάλα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον Φόρο Προστιθέμενης Αξίας (ΦΠΑ), για τον οποίο η υπουργός του κυρία Θεανώ Φωτίου νόμιζε μέχρι πρότινος –και είπε από τη συχνότητα της ΕΡΤ- ότι ήταν φόρος επιχειρήσεων και ότι η κυβέρνησή της θα τον μείωνε.
Την άνοιξη του 2010 και λίγο πριν μπούμε στο πρώτο Μνημόνιο η τότε κυβέρνηση Παπανδρέου αύξησε κατά δύο μονάδες τον υψηλό συντελεστή του ΦΠΑ που από το 19% πήγε στο 21%. Η αύξηση αυτή απεδείχθη ανεπαρκής για τη σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή που επέβαλαν στη χώρα οι δανειστές αμέσως μετά την ένταξη στο χρηματοδοτικό μηχανισμό που δημιουργήθηκε από την ευρωζώνη για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία της χώρας μας. Και έτσι από την 1η Ιουλίου του 2010 έγινε μια ακόμη μεγάλη αύξηση που εκτόξευσε τον συντελεστή στο 23%.
Πράγματι, λοιπόν κατά την πρώτη μνημονιακή περίοδο ο ΦΠΑ αυξήθηκε κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες, γεγονός πρωτοφανές και αξιομνημόνευτο για το οποίο υπήρξαν πολλές διαμαρτυρίες με πιο ισχυρές εκείνες των στελεχών και της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ που ολοφύρονταν για την… αντιλαϊκή αναλγησία των τότε κυβερνώντων. Θα περίμενε, φυσικά, κατόπιν τούτου όταν οι διαμαρτυρόμενοι θα έρχονταν στα πράγματα ότι θα μείωναν τον ΦΠΑ και θα επανέφεραν τον συντελεστή τους στην προτέρα κατάσταση.
Αμ δε! Όχι μόνον δεν μειώθηκε ο ΦΠΑ, αλλά, αντίθετα, τον Μάιο του 2016, ο μεν ανώτατος συντελεστής αυξήθηκε κατά μία επιπλέον μονάδα, πηγαίνοντας στο 24%, οι δε υπόλοιποι αναπροσαρμόστηκαν. Μια σειρά προϊόντων και υπηρεσιών, ακόμη και ευρείας λαϊκής κατανάλωσης, μετατάχθηκαν από τους χαμηλούς συντελεστές στον υψηλό, ο οποίος έκτοτε ισχύει και στη νησιωτική Ελλάδα που ως τότε απολάμβανε ειδικό καθεστώς με χαμηλότερες επιβαρύνσεις από εκείνες της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Αν πάρουμε, λοιπόν, τοις μετρητοίς την… αριθμητική «λογική» του κ. Τσίπρα τότε θα πρέπει να συνομολογήσουμε ότι το σκορ στον αγώνα αύξησης του ΦΠΑ που έδωσαν οι «μνημονιακοί» κόντρα στους «αντιμνημονιακούς» ήταν 4-1. Είναι έτσι όμως; Προφανώς όχι. Από τη στιγμή που το 1% προστίθεται στο 4%, τότε η, κατά την πρωθυπουργική έκφραση, «σούμα» είναι 5% για τους «αντιμνημονιακούς», καθώς απεδείχθη στην πράξη ότι οι «μνημονιακοί» με την αύξηση του 4% ήταν πιο… φειδωλοί στην αντιλαϊκότητα.
Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την προπαγανδιστική μηχανή που έχει στηθεί για τις υπόλοιπες φορολογικές επιβαρύνσεις που όλες ανεξαιρέτως πήραν την ανιούσα την τελευταία τετραετία. Όπως, βεβαίως, και για τις περικοπές των συντάξεων που σε πείσμα των υποσχέσεων ότι θα τις αποκαθιστούσαν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, δίνοντας πίσω και την περίφημη 13η σύνταξη η οποία καταργήθηκε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια.
Αντιδρώντας στην κριτική για τη λαίλαπα του «νόμου Κατρούγκαλου», που δεν άφησε σχεδόν καμία σύνταξη ανεπηρέαστη, οι κυβερνώντες ισχυρίζονται: «Ναι, αλλά οι προηγούμενοι τις είχαν μειώσει δώδεκα φορές…». Είναι η μόνιμη επωδός τους η οποία έχει βεβαίως ακουστεί δεκάδες φορές και από τα χείλη του πρωθυπουργού, επειδή, προφανώς, ο ίδιος και οι συνεργάτες του νομίζουν ότι απευθύνονται σε αφελείς. Σε πολίτες, δηλαδή, που δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι και… μισή φορά όταν κόβει κανείς τις συντάξεις όταν έχουν προηγηθεί και μένουν ως έχουν οι 12 προηγούμενες περικοπές, τότε είναι σαν ο τελευταίος να τις κόβει… δωδεκάμισι φορές και όχι… μισή.
Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος προικισμένος με τη δυνατότητα να κάνει σύνθετες σκέψεις για να αντιληφθεί αυτή την απλή αυτή αλήθεια. Άρα το αναμενόμενο είναι ότι ο κ. Τσίπρας που είναι απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου έχει αυτή τη δυνατότητα. Αν λάβουμε, ωστόσο, υπόψη μας ότι το δίπλωμα του μηχανικού το οποίο διαθέτει δεν τον εμπόδισε να μιλάει για… «στροφή 360 μοιρών», τότε ίσως δικαιολογούνται πολλά από όσα λέει: από τη διαφορά της Λέσβου με τη… Μυτιλήνη έως τον Μεσαίωνα που είναι… ένας άλλος αιώνας.
Πτυχίο μηχανικού έλαβε, όπως και μεταπτυχιακό τίτλο, τον οποίο -όλως τυχαίως- επόπτευσαν πρόσωπα που συνδέθηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τις σπουδές του, όμως, τις έκανε κανονικά ή ασχολούνταν ολημερίς με τις καταλήψεις και την προετοιμασία της πολιτικής του καριέρας;

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

«Παύλος» ή «φαύλος»;



            Ο χειρισμός τον οποίο ακολούθησε η κυβέρνηση στο Εκκλησιαστικό ίσως δεν πρέπει να εκπλήσσει, καθώς δεν απέχει από τον τρόπο με τον οποίο χειρίζεται όλα τα θέματα: μικρά και μεγάλα.
Στην πραγματικότητα είδαμε να εκτυλίσσεται ένας χειρισμός σχεδόν πανομοιότυπος με πολλούς προηγούμενους: από την αλλαγή πλεύσης το ίδιο βράδυ που οι Έλληνες κλήθηκαν να ψηφίσουν «Όχι» στο πιο ψευδεπίγραφο δημοψήφισμα όλων των εποχών έως τη «περήφανη» 17ωρη διαπραγμάτευση που οδήγησε στο τρίτο και πλέον επώδυνο Μνημόνιο και από τη… σωτηρία των συντάξεων που επέφερε ο νόμος Κατρούγκαλου έως τη χορήγηση αναδρομικών και την προοπτική μείωσης των εισφορών που προβάλλονται τώρα ως φιλολαϊκές παροχές προς τους βαρύτατα φορολογούμενους Έλληνες πολίτες.
Στο Εκκλησιαστικό συμποσούνται όλα τα χαρακτηριστικά της φαυλότητας που συνθέτουν τις κυβερνητικές πρωτοβουλίες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ: ιδεοληπτικού τύπου βερμπαλισμοί και μεγαλοστομίες αναντίστοιχες με το μέτρο των πραγμάτων, μικροκομματικοί υπολογισμοί με σταθερή επιδίωξη να προσποριστούν επικοινωνιακά οφέλη και να εκτεθεί η αντιπολίτευση, διαστροφή της πραγματικότητας και επινίκιες ιαχές ακόμη όταν το «Βατερλό» χάσκει μπροστά στα μάτια όλων.
Μην ξεχνάμε ότι στην προκειμένη περίπτωση όλα ξεκίνησαν με τον δήθεν μεγαλεπήβολο στόχο να υλοποιηθεί η παραδοσιακή θέση της Αριστεράς για χωρισμό Εκκλησίας και Κράτους, θέση η οποία συχνά – πυκνά βρίσκει υποστήριξη και από μετριοπαθείς δυνάμεις του Κέντρου και της Δεξιάς. Η αφορμή ήταν, υποτίθεται, η αρξάμενη συνταγματική Αναθεώρηση, στο πλαίσιο της οποίας αναμενόταν η ανακίνηση των ζητημάτων που σχετίζονται με τη διευθέτηση των σχέσεων της Πολιτείας με τους εκπροσώπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας και εν γένει τους θρησκευτικούς λειτουργούς.
Ακολουθώντας, όμως, την πεπατημένη, σύμφωνα με την οποία κάθε φορά που προετοιμάζει μια κωλοτούμπα καταφεύγει σε ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα για να την καλύψει, όπως έκανε με την προκήρυξη του δημοψηφίσματος για να αποπροσανατολίσει από την διάθεσή του να συμβιβαστεί, ο Αλέξης Τσίπρας κάλεσε στο πρωθυπουργικό γραφείο τον Αρχιεπίσκοπο για να ανακοινώσει μια «Ιστορική συμφωνία» που, όπως αποδείχθηκε, ούτε «ιστορική» ήταν, ούτε «συμφωνία».
Από την πρώτη στιγμή διαφάνηκε ότι εκείνο που ουσιαστικά ήθελε ο κ. Τσίπρας ήταν να δικαιολογήσει την απόφασή του να μην προχωρήσει ο χωρισμός της Εκκλησίας από το Κράτος επειδή αυτό θα ήταν εκλογικά επώδυνο για τον ΣΥΡΙΖΑ που ψαρεύει πλέον σε κάθε είδους νερά. Για να το πετύχει, ωστόσο, χρειαζόταν έναν αντιπερισπασμό που θα έστρεφε αλλού το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και θα καταλάμβανε εξ απήνης την αντιπολίτευση.
Έτσι, ανακοίνωσε την πρόθεσή του να προχωρήσει σε μια μικροδιευθέτηση σχετικά με τον τρόπο πληρωμής των κληρικών οι οποίοι δεν θα εισέπρατταν πλέον τον μισθό τους απευθείας από την Ενιαία Αρχή Πληρωμών, αλλά εφεξής το Δημόσιο θα έδινε ισόποση με τους μισθούς τους επιδότηση (άγνωστο σε ποιον…), επειδή δεν θα νοούνται πλέον δημόσιοι υπάλληλοι.
Παραδόξως η αντιπολίτευση -ή τουλάχιστον ένα μέρος της- παραπλανήθηκε. Ίσως γιατί δεν τους έχουν γίνει μαθήματα τα άπειρα παθήματα που τους επιφυλάσσει όλα αυτά τα χρόνια ο κ. Τσίπρας. Όπως όταν τους λοιδωρούσε ενώ έδιναν ψήφο στο δικό του Μνημόνιο. Ή όταν θέτει στο σκανδαλοθηρικό στόχαστρό του όποιο στέλεχος της αντιπολίτευσης μπαίνει εμπόδιο στα σχέδια του ίδιου και της παρέας του να πάρουν εκτός από την κυβέρνηση και όλες τις εξουσίες. 
Δυστυχώς, όμως, για την κυβέρνηση, δεν παραπλανήθηκαν οι ίδιοι οι ενδιαφερόμενοι, δηλαδή η πλειονότητα των κατώτερων και ανώτερων κληρικών που αντέδρασαν εντόνως στους προεκλογικού χαρακτήρα κυβερνητικούς σχεδιασμούς τους οποίους –ηθελημένα ή αθέλητα- διευκόλυνε ο Αρχιεπίσκοπος αποδεχόμενος έστω και ως πρόθεση συμφωνίας τα 15 σημεία του κοινού ανακοινωθέντος της 6ης Νοεμβρίου που κατέτειναν ουσιαστικά σε ένα και μόνο σημείο:  στην «απελευθέρωση», σύμφωνα με την έκφραση του κυβερνητικού εκπροσώπου, θέσεων για νέους διορισμούς στο δημόσιο.
Ο κ. Ιερώνυμος, αν πιστέψουμε τις διαρροές από το αλληλοσπαρασσόμενο περιβάλλον του, δικαιολογήθηκε στους άλλους Ιεράρχες λέγοντας ότι αντιμετώπισε τον Αλέξη Τσίπρα σαν τον άπιστο και απηνή διώκτη των Χριστιανών Σαούλ ο οποίος ανένηψε όταν, στην πορεία από τα Ιεροσόλυμα προς τη Δαμασκό, τού εμφανίστηκε ο Ιησούς και, αφού ασπάστηκε τη νέα πίστη, έγινε, ως Απόστολος Παύλος, πλέον, διαπρύσιος κήρυκας της.
Παρά, εξάλλου, την ευχέρεια των ελιγμών που αναμφισβήτητα διαθέτει ο κ. Τσίπρας, ο ρόλος του «θαυματοποιού» που υποδύθηκε δεν του βγήκε. Όπως δεν του βγαίνουν οι περισσότερες πρωτοβουλίες τώρα που βρίσκεται σε πορεία εξόδου. Τον πρόδωσε και η υπερβολική σπουδή με την οποία έσπευσε να εκμεταλλευθεί την κατ΄ αρχήν αρχιεπισκοπική ευλογία, όπως και την ήπια στάση που τήρησε αρχικά η αξιωματική αντιπολίτευση.
Το… ψευτοθαύμα της υποσχόμενης πρόσληψης 10.000 νέων δημοσίων υπαλλήλων στη θέση των ιερέων οι οποίοι θα εξακολουθούσαν να πληρώνονται μεν από το δημόσιο ταμείο, αλλά με μια μη αποσαφηνισμένη μέθοδο, αποκαλύφθηκε. Και μαζί αποκαλύφθηκε ότι ο κ. Τσίπρας δεν έγινε -και ούτε θα μπορούσε να γίνει ποτέ του- ο… νέος Απόστολος Παύλος.
Στο τέλος – τέλος όταν ξεκινάς με υψιπετείς διακηρύξεις ότι δήθεν θέλεις να χωρίσεις την Εκκλησία από το Κράτος και, αντ΄ αυτού, καταλήγεις σε μεγαλύτερη σύσφιξη, με την διαιώνιση, αφενός, της πληρωμής των μισθών των ιερωμένων από τον δημόσιο κορβανά και, αφετέρου, με ενεργοποίηση της κοινής εταιρίας για αξιοποίηση της αμφισβητούμενης περιουσίας, δεν μεταμορφώνεσαι σε… Παύλο.
Το μόνο που αποδεικνύεις, έτσι, είναι πόσο φαύλος πολιτικός είσαι, αφού το ενδιαφέρον σου και οι πολιτικές που ασκείς περιορίζονται στον στενό ρουσφετολογικό ορίζοντα της επερχόμενης κάλπης.

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Τον Τσίπρα και αν τον «πλένεις»…



«Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», ήταν η καταληκτική φράση στο διαβόητο «διάγγελμα» του Αλέξη Τσίπρα το οποίο θα περάσει στην Ιστορία ως απαράμιλλο μνημείο πόλωσης και διχασμού από έναν πολιτικό που δεν μπορεί να ξεπεράσει τις συνθήκες που τον έφεραν στην διακυβέρνηση μαζί με μια δράκα αμοραλιστών τους οποίους ο ελληνικός λαός επί δεκαετίες νωρίτερα κατέτασσε μονίμως στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Δικαίως, λοιπόν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτός ο… κούφιος δήθεν συμβολισμός στον οποίο κατέφυγε ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερο χαρακτήρα… απειλής για τα όσα μας επιφυλάσσει η συνέχεια της παραμονής του ίδιου και της ομάδας που τον περιστοιχίζει στην άσκηση της διακυβέρνηση.
Άλλωστε, η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίησηαπό την οποία διαπνεόταν από την αρχή ως το τέλος του το σχεδόν 8λεπτο πρωθυπουργικό μήνυμα που διαβάστηκε με φόντο τα ήρεμα νερά του Ιονίου ήταν μάλλον πιο τρομακτικά από τα ίδια τα επίμονα ψέματα και τους θρασείς ισχυρισμούς τουότι «δεν θα διαπράξουμε την ύβρη να αγνοήσουμε τα διδάγματα της Ελλάδας των μνημονίων».
Στεκόμενος απέναντι στον τηλεϋποβολέα (το autocue, για τους μυημένους με τα τηλεοπτικά), μιλούσε ως να βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του 2015,όταν ο ίδιος διέθετε ακόμη την… αντιμνημονιακή παρθενία. Εκτόξευε, χωρίς αιδώ, πολεμικές κραυγές όχι μόνον συλλήβδην κατά των προκατόχων του αλλά και κατά των συνοδοιπόρων του οι οποίοι τον εγκατέλειψαν για να μην τον ακολουθήσουν στην εξευτελιστικές κωλοτούμπες που έκανε τη μια μετά την άλλη. 
«Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει.Δεν θα γίνουμε λωτοφάγοι.Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια», ισχυριζόταν. Και με ανυπέρβλητη θρασύτητα διέγραφε μονοκονδυλιά τις μοναδικές αυταπάτες τις απίστευτες φαντασιώσεις και τις χωρίς προηγούμενο ψευδαισθήσεις που στοίχισαν πανάκριβα τον ελληνικό λαό.
Στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Τσίπρας ότι είναι η λήξη του τρίτου κατά σειράν ευρωπαϊκού προγράμματος για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, οι ηγέτες –διεθνείς και εγχώριοι- επιλέγουν την ενότητα και τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν προωθητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Αυτή, για παράδειγμα, υπήρξε η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν έλαβε τη μεγάλη απόφαση, κόντρα στην οξεία αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, να προχωρήσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι πορεύτηκεστη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη σε πείσμα των αντιπάλων του που μιλούσαν για «τραβεστί οικονομία» και τον κατηγορούσαν για «δημιουργική λογιστική». Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη, ας μη σκεφτόμαστε καλύτερα ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα….
Με τη βεβαιότητα ότι έκαναν το σωστό, οι πολιτικοί που έχουν περάσει στο πάνθεον των ηγετών, δεν ανάλωναν τον χρόνο τουςυβρίζονταςόσους τους ασκούσαν την κριτική. Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά τους από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ξέρει ότι όλα όσα ισχυρίζεται δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Γι΄ αυτό και καταφεύγει στην επίθεση κατά πάντων. Το κάνει, αφενός, διότι δεν ανέχεται την κριτική, αλλά κυρίως, επειδή, όπως έχει αποδείξει πολλές φορές, ξέρει ότι το «αφήγημά» του δεν έχει συνοχή και ειρμό.
Γι΄ αυτό και είναι ειλικρινά απορίας άξιον πως αισθάνθηκαν όλοι όσοι φιλοτεχνούν τελευταία το πορτρέτο του δήθεν «σοσιαλδημοκράτη Τσίπρα που λογικεύτηκε» και του τάχατες «κεντρώου ΣΥΡΙΖΑ που άφησε πίσω τις ριζοσπαστικές ακρότητες». Θεωρούν ότι έχει λογική η απόπειρα στοχοποίησης προσώπων όπως ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας που συνιστούσε ο ισχυρισμός ότι τα προηγούμενα χρόνια«η δημοκρατία ευτελίστηκε», επειδή «τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες»;
Συνάδουν με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο βερμπαλιστικές ακρότητες όπως οι παρακάτω: «Δεν θα ξεχάσουμε τίποτα από όσα ζήσαμε, γιατί δεν είναι απλά η ύλη για τους ιστορικούς του μέλλοντος.Αλλά είναι τα εφόδια μιας χώρας που γράφει τη νέα σελίδα της ιστορίας της, σε χρόνο ενεστώτα.Φτάσαμε στον προορισμό μας, βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ.Νέες μάχες είναι τώρα μπροστά μας.Οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμα απέναντι»;
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, αυταπάτες. Ο κ. Τσίπρας ήρθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διχαστικό κλίμα που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία όταν ξεκίνησε η κρίση που έκανε αναπόφευκτο το Μνημόνιο, δηλαδή το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας με τη χορήγηση φθηνού δανεισμού από τους εταίρους της χώρας. Αν δεν είχε υπάρξει το Μνημόνιο, θα ήταν αιωνίως στο περιθώριο, όπως είναι σχεδόν παντού οι ομοϊδεάτες του.
Παρότι έχει γίνει προ πολλού ο μνημονιακός πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη κυβερνητική θητεία, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός πόλωσης και σε συνθήκες κανονικότητας. Δεν έχει καμία δυσκολία να αυτοαποθεώνεται για τη δική του μοναδική μνημονιακήπροσήλωση, ούτε να κατηγορεί εκείνους που μας έβαλαν στα Μνημόνια επειδή δεν τα τήρησαν με ευλάβεια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση μιλά με μισαλλόδοξο πάθος και διάθεση εξόντωσης όποιου –προσώπου ή θεσμού- δεν υποτάσσεται στη βούλησή του.
Αυτός ήταν. Και ο ίδιος και απαράλλακτος παραμένει, όπωςαπέδειξε τόσο όταν καθύβριζε όσους τον Αύγουστο του 2015 τον συνέδραμαν στην ψήφιση του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου, όσο και με το «διάγγελμα» της Ιθάκης. Παραμένει σταθερά ανεπίδεκτος μαθήσεως στα μαθήματα της συναίνεσης και της τήρησης των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού τους οποίους είναι δύσκολο να αποδεχτεί ένας πολιτικός που γαλουχήθηκε με το πνεύμα του «καταληψία» και είναι εκείνο από το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται.
Με άλλα λόγια, φαντάζει ότι είναι μάταιος κόπος να περιμένει κανείς να αλλάξει τώρα και να γίνει νουνεχής άνθρωπος της συνεννόησης και της καταλλαγής. Γι΄ αυτό και, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κανείς σε όσους βλέπουν «κανονικοποίηση» της σημερινής εξουσίας ότι «τον Τσίπρα και αν τον “πλένεις”…».

Τρίτη 21 Αυγούστου 2018

Γιατί ο Τσίπρας παραχαράσσει τη μνημονιακή «Οδύσσεια»



Ό,τι και αν φαντασιώνονται διάφοροι ΣΥΡΙΖΑίοι αξιωματούχοι, δεν νομίζω να υπάρχει εχέφρων πολίτης αυτής της χώρας που να μην ευαρεστείται επειδή, έστω και με τόσο μεγάλη καθυστέρηση, ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για το τυπικό τέλος των προγραμμάτων διάσωσης της ελληνικής οικονομίας. Ου μην αλλά και της ελληνικής κοινωνίας η οποία, αν τα πράγματα κυλούσαν διαφορετικά, είναι πλέον ή βέβαιο ότι θα πλήρωνε ακόμη βαρύτερο τίμημα από το ήδη βαρύ που ήδη κατέβαλε στη διάρκεια της δεκαετούς μνημονιακής «Οδύσσειας».
Καθώς, όμως, ο μεγάλος αυτός κύκλος δείχνει να κλείνει, αφού τέταρτο χρηματοδοτικό πρόγραμμα δεν πρόκειται να μας δοθεί, το ζητούμενο δεν είναι –ή μάλλον δεν θα έπρεπε να είναι- αν θα στηθούν ή όχι πανηγύρια για να γιορτάσουμε κάτι για το οποίο μόνον μελαγχολικά συναισθήματα προκαλούνται στο συλλογικό κοινωνικό υποσυνείδητο, αφού, εκτός όλων των άλλων, υπάρχουν «ουρές» με επερχόμενα νέα επώδυνα μέτρα.  
Το μεγάλο ζητούμενο, αντιθέτως, είναι –ή θα έπρεπε να είναι- η αναζήτηση για το τι αφήνει πίσω του αυτός ο δεκαετής κύκλος της κρίσης. Με άλλα λόγια, το «ορόσημο» της 21ης Αυγούστου 2018 θα ήταν πιο χρήσιμο να αποτελέσει αφορμή όχι για τελετές και παρελάσεις, αλλά για αναστοχασμό των δεδομένων που μας οδήγησαν στα Μνημόνια και για αποτίμηση των λόγων που μας κράτησαν καθηλωμένους σε αυτά επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα.
Με ευθύνη πρωτίστως των κυβερνώντων, δυστυχώς, δεν διαφαίνεται καμία απολύτως τέτοια πρόθεση. Με τις ίδιες αυταπάτες, φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις που οδηγηθήκαμε στην κρίση, η οποία έφερε τα Μνημόνια, κινούμαστε και προς την υποτιθέμενη πορεία εξόδου. Άλλωστε, ακόμη και στην μάλλον αυτονόητη αλληλουχία των γεγονότων –η κρίση έφερε το Μνημόνιο ή το Μνημόνιο την κρίση;- δεν έχουμε καταφέρει να συνεννοηθούμε οι πολιτικές δυνάμεις και οι πολίτες σε αυτή τη χώρα.
Μια σημαντική μερίδα συμπατριωτών μας, που δεν αποκλείεται να αποτελεί και πλειονότητα, θεωρεί ακόμη και σήμερα ότι η ένταξη στα Μνημόνια δεν ήταν παρά «προϊόν συνωμοσίας από τις δυνάμεις του κακού» που η σύνθεσή τους ποικίλλει ανάλογα με τις δοξασίες ενός εκάστου: ορισμένοι αρκούνται στην απλοϊκή προσέγγιση ότι «συνεννοήθηκε ο Γιώργος Παπανδρέου με το ΔΝΤ», άλλοι που διαθέτουν πιο οργιώδη φαντασία εμπλέκουν περισσότερους «δράκους» στο συνωμοσιολογικό παραμύθι που κυκλοφορεί σε δεκάδες εκδοχές.
Μπορεί ο Αλέξης Τσίπρας να μην είναι ο πρώτος διδάξας τη «δαιμονοποίηση» της πραγματικότητας, καθώς υπήρχαν πριν από αυτόν και άλλοι που επεδίωξαν και -ως ένα βαθμό έκαναν- καριέρα ως «αντιμνημονιακοί», ωστόσο ο νυν πρωθυπουργός είναι εκείνος που χρεώνεται πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο το γεγονός ότι επί των ημερών του τερματίστηκε ο αμοραλιστικός λαϊκισμός εξαιτίας του οποίου η ελληνική κοινωνία εμποδίζεται να βγάλει σωστά συμπεράσματα ώστε να της γίνουν μαθήματα τα δεινά μνημονιακά παθήματα.
Όσες και όποιες δικαιολογίες και αν είχε παλαιότερα ο κ. Τσίπρας, όταν επικαλούνταν τις αυταπάτες που προέρχονταν από την απειρία του, η επιμονή του στις παραπλανητικές περιγραφές της κατάστασης στην οποία βρίσκει τη χώρα η λήξη του τρίτου και βαρύτερου (ολοδικού του) προγράμματος είναι απολύτως αναντίστοιχη με την πραγματικότητα αλλά και με τις προσδοκίες που έχει πλέον η κοινή γνώμη.
Κακά τα ψέματα, δεν χρειάζεται να είναι κάποιος -κατά τους χαρακτηρισμούς του συρμού- «φιλοΣΥΡΙΖΑ» ή «αντιΣΥΡΙΖΑ» για να παραδεχθεί ότι η Ελλάδα του σήμερα είναι φτωχότερη και πιο αδύναμη από ότι ήταν στο πρόσφατο παρελθόν. Είναι φτωχότερη και πιο αδύναμη όχι μόνον από την Ελλάδα του 2004, όταν έφτασε στο απώγειο της αμέριμνης ευημερίας, ή του 2008, όταν ξεκίνησε η ύφεση, αλλά και από την Ελλάδα του 2010, που άκουσε το… παρηγορητικό «kalo kouragio» του Όλι Ρεν, και του 2015 που επέλεξε να πειραματιστεί με τον ανεκδιήγητο Για(ν)νη Βαρουφάκη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, είναι ότι η Ελλάδα έγινε φτωχότερη και πιο αδύναμη όχι μόνον οικονομικά. Έγινε φτωχότερη και πιο αδύναμη σε όλους τους τομείς. Οι θεσμοί της είναι σε μεγαλύτερη κρίση και το πελατειακό κράτος, που όλοι έδειχναν ως μια από τις βασικές πηγές των δεινών, αντί να συρρικνώνεται διευρύνεται. Οι νέοι και εν γένει οι δημιουργικές δυνάμεις του τόπου «παίρνουν των ομματιών τους» και αφήνουν το πεδίο ελεύθερο σε όσους βολεύονται με ρουσφέτια και ψιλοεπιδόματα.        
Γι΄ αυτό και θα περίμενε κανείς από έναν υπεύθυνο πρωθυπουργό, αντί να αναζητεί συμβολισμούς προς άγρα πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων, να έβγαινε σε αυτή την συγκυρία και να έλεγε όλη την αλήθεια τόσο για την περίοδο πριν από το Μνημόνιο, όσο και για τα όσα έγιναν -ή θα μπορούσαν να αποφευχθούν- στη διάρκεια των μνημονιακών χρόνων, όπως και για τις πραγματικές –θετικές και αρνητικές- προοπτικές που διανοίγονται μπροστά μας.
Δεν πρόκειται, ωστόσο, να κάνει κάτι τέτοιο ο κ. Τσίπρας. Και δεν θα το κάνει για δύο κυρίως λόγους: Πρώτον, διότι δεν έχει μάθει να το κάνει, όπως έδειξαν οι προσωπικοί του χειρισμοί κατά την πρόσφατη τραγωδία στο Μάτι, όταν, αντί να καρατομήσει την ίδια νύχτα τους υπαίτιους για την εκατόμβη των θυμάτων που παραπλάνησαν και τον ίδιο, επέλεξε να τους καλύψει με επικοινωνιακά τερτίπια. Και δεύτερον, διότι οι κόλακες που τον περιστοιχίζουν –όπως συνήθως συμβαίνει σε όλες τις αυλές των ηγεμόνων- φαίνεται ότι τον έχουν πείσει ότι «δεν χάνεις εσύ από τον Μητσοτάκη».
Όπως και να έχει, δεν θα είναι ο πρώτος που θα πέσει θύμα αυτής της αυταπάτης. Πόσω μάλλον που μιλάμε για τον πρωθυπουργό που έκανε υπουργό Οικονομικών τον Βαρουφάκη επειδή τον θεωρούσε «asset»!