Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΟΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΣΟΚ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Να τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες

Ούτε ένας, ούτε δύο, ενενήντα εννέα Συντηρητικοί βουλευτές από το κόμμα του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον καταψήφισαν αυτή την εβδομάδα τα νέα μέτρα για την αναχαίτιση της πανδημίας του κορωνοϊού που εσπευσμένα εισηγήθηκε η κυβέρνησή τους έπειτα από ένα μεγάλο διάστημα αμεριμνησίας κατά το οποίο δεν ίσχυε σχεδόν κανένας περιορισμός, αφού ακόμη και σε κλειστούς χώρους η χρήση μάσκα ήταν απολύτως προαιρετική.

Υπό άλλες συνθήκες, η εισήγηση του Τζόνσον, ο οποίος είναι βαριά εκτεθειμένος στα μάτια των σκεπτόμενων Βρετανών πολιτών για τον απερίσκεπτο και αλλοπρόσαλλο τρόπο με τον οποίο χειρίζεται την πανδημία ήδη από το ξέσπασμά της, θα απορρίπτονταν και η κυβέρνηση θα κλυδωνίζονταν αφού θα μπορούσε να τεθεί θέμα απώλειας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Χάρις, ωστόσο, στην υπεύθυνη στάση των Εργατικών, του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα μέτρα υπερψηφίστηκαν με ευρεία πλειοψηφία και, έτσι, η κυβέρνηση του λαϊκιστή Βρετανού πρωθυπουργού, παρέμεινε στη θέση της, ενδεχομένως μέχρι την επόμενη μεγάλη κρίση που θα την οδηγήσει στην πτώση.

Ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ απέφυγε να οξύνει την κατάσταση και να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα, επωφελούμενος την ανταρσία των «Τόρις». Κι αυτό παρότι ο αντίπαλός του βρισκόταν στο καναβάτσο καθώς, μεταξύ πολλών άλλων, αντιμετώπιζε και καταγγελίες ότι πέρυσι διοργάνωσε, εν μέσω lockdown, πάρτι στην Ντάουνινγκ Στριτ.

Προσπαθήστε λίγο να το κάνετε όλο αυτό εικόνα, βάζοντας στην εξίσωση τις ελληνικές αναλογίες. Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη υποχρεώνεται να πάρει σκληρά μέτρα που την φέρνουν σε αντιπαράθεση με το εκλογικό ακροατήριο της και μια μερίδα βουλευτών της ετοιμάζεται να καταψηφίσει εισηγήσεις της π.χ. για τον υποχρεωτικό εμβολιασμό των ενστόλων. Άραγε, τι θα έκανε η εγχώρια αξιωματική αντιπολίτευση σε μια τέτοια περίπτωση;

Αν κρίνουμε από το γεγονός ότι στους 21 μήνες, που διαρκεί ήδη η πανδημία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει υπερψηφίσει ούτε ένα από τα –θετικά ή και λιγότερο θετικά- μέτρα κατά της πανδημίας, η απάντηση είναι πολύ εύκολη: Οι βουλευτές της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα καταψήφιζαν με τα δύο χέρια ακόμη και προτάσεις που έχουν διατυπωθεί από τα χείλη δικών της στελεχών.

Τις τελευταίες ημέρες, για παράδειγμα, ένας από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ περιφέρεται στα κανάλια εγκαλώντας την κυβέρνηση επειδή δεν επαναφέρει το αμφιλεγόμενο μέτρο της τηλεργασίας στον δημόσιο τομέα, κάνοντας, μάλιστα, παραλληλισμούς με το ό,τι ισχύει διεθνώς με τις εταιρίες τεχνολογίας. Όταν, ωστόσο, θεσπίστηκε για πρώτη φορά το συγκεκριμένο μέτρο ο περί ού ο λόγος βουλευτής, όπως και όλοι οι συνάδελφοί του, το είχε καταψηφίσει.

Όπως καταψήφισαν ομοθυμαδόν την υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών στους υγειονομικούς, το οικονομικό κίνητρο για τους εμβολιασμούς των νέων, τα πρόστιμα για τους ηλικιωμένους που παραμένουν ανεμβολίαστοι, τις ποινές για τους αρνητές γονείς που δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο. Και τόσα πολλά άλλα που βασικό απότοκό τους δεν ήταν άλλο από τη συγκάλυψη λαθών και παραλείψεων της κυβέρνησης, η οποία προβάλει ως δύναμη ευθύνης και σοβαρότητας.

Δεν πρέπει να έχει υπάρξει άλλη αξιωματική αντιπολίτευση σε όλη την υφήλιο που στη διάρκεια της πανδημίας να έχει πει «όχι σε όλα» και να έχει επιχειρήσει τόσο απεγνωσμένα να εκμεταλλευθεί μια πολύ δύσκολη κατάσταση που ισχύει παγκοσμίως και για την οποία ουδείς είχε έτοιμη τη συνταγή αντιμετώπισης ή βρήκε να εφαρμόσει άλλο αποτελεσματικό αντίδοτο εκτός από τον μαζικό εμβολιασμό.

Ως αποκορύφωμα όλου αυτού του αρνητικού αντιπολιτευτικού κατήφορου ήρθε το παραλήρημα του βουλευτή Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος σε ένα ξέφρενο κρεσέντο λαϊκισμού μίλησε για «δολοφονίες». Ναι, το διέπραξε ο πολιτικός που ως υπουργός Υγείας ήθελε να κάνει υποχρεωτικές ορισμένες προληπτικές εξετάσεις, όπως η κολονοσκόπηση, και απειλούσε ότι όσοι δεν τις έκαναν, εφόσον νοσούσαν, θα τιμωρούνταν με την ποινή της συμμετοχής στο κόστος νοσηλείας.

Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Κουρουμπλής δεν είναι ούτε ο πρώτος διδάξας ούτε ο μοναδικός εκπρόσωπος της αμετροεπούς κοινοβουλευτικής μεγαλοστομίας. Τα τελευταία χρόνια μπουχτίσαμε από τέτοιες υπερβολές. Αποτελεί ωστόσο ένα κλασικό παράδειγμα πολιτικού που έκανε καριέρα με την «ικανότητά» του να υποστηρίζει τα πάντα αλλά και τα αντίθετα.

Είναι αυτό το χαρακτηριστικό του, άλλωστε, που τον οδήγησε να γίνει ένας από τους πρώτους βουλευτές που αποσκίρτησαν από το ΠΑΣΟΚ, καταψηφίζοντας το πρώτο Μνημόνιο όταν διείδε την επερχόμενη πτώση της κυβέρνησης του, χωρίς να διστάσει αργότερα, όταν έγινε υπουργός του ΣΥΡΙΖΑ, να πει «ναι» στο τρίτο και χειρότερο Μνημόνιο που επιβλήθηκε στη χώρα.

Ο παμπόνηρος, όπως τον περιγράφουν όσοι τον γνωρίζουν καλά, 70χρονος πολιτικός από το Ματσούκι Αιτωλοακαρνανίας, διερμηνεύοντας την πολεμική ατμοσφαιρα που δημιουργούσε το κόμμα του γύρω από το ζήτημα των ΜΕΘ, θεώρησε ότι ήταν η ώρα να κερδίσει ο ίδιος τις εντυπώσεις. Όπως συμβαίνει όμως με τους περισσότερους λαϊκιστές, που θέλουν να είναι πάντα στον αφρό, έτσι και ο κ. Κουρουμπλής ξεπέρασε, μάλλον χωρίς να το αντιληφθεί, τα εσκαμμένα.

Με την άρνησή του, μάλιστα, να ανασκευάσει, ο κ. Κουρουμπλής έδωσε την ευκαιρία στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ να τον διαγράψει, προβαίνοντας, ίσως, στην πρώτη υπεύθυνη πράξη του από την έναρξη της πανδημίας. Ο ίδιος, εξάλλου, ο Αλέξης Τσίπρας και οι πιο στενοί του συνεργάτες έχουν ως τώρα δώσει αρκετά αρνητικά δείγματα γραφής στον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνταν στα θέματα της πανδημίας.

Όπως και να έχει, πάντως, η εξέλιξη που είχε η υπόθεση του Αιτωλοακαρνάνα πολιτικού είναι μάλλον ευοίωνη. Διότι μπορεί αποτελέσει αφορμή για να… τελειώνουμε με τους (κάθε λογής) Κουρουμπλήδες που η συμπεριφορά τους δίνει άλλοθι στους αρνητές. Κάτι που κάνει τη χώρα μας να έχει ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμού και μοιραία ένα από τα υψηλότερα ποσοστά θνητότητας από τους νοσούντες με Covid.

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Το κενό του Νίκου Ανδρουλάκη

 Η ευρεία νίκη την οποία πέτυχε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον επαναληπτικό γύρο των εκλογών του Κινήματος Αλλαγής και η πανηγυρική ανάδειξή του στην ηγεσία του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ δεν απετέλεσε έκπληξη για όποιον μπορεί και βλέπει τα πράγματα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των… wishful thinking (ευσεβών πόθων, ελληνιστί).

Έκπληξη επίσης δεν μπορεί να απετέλεσε ούτε η αθρόα συμμετοχή των μελών και των φίλων του ΠΑΣΟΚ που –σε αναλογία τρεις στους τέσσερις- πήγαν και στο δεύτερο γύρο για να στηρίξουν την ισχυρή εντολή για ανανέωση της παράταξής του, αλλά και ευρύτερα του πολιτικού σκηνικού που είχαν δώσει ήδη από την πρώτη Κυριακή.

Χιλιάδες πολίτες έστειλαν εκ νέου το μήνυμά τους, σε πείσμα όλων των συνωμοσιολογικού τύπου δαιμονολογιών για έξωθεν παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία που διακινήθηκαν, κυρίως στις παραμονές του πρώτου γύρου, από ανθρώπους που σκέφτονται με όρους του χθες και δυσκολεύονται να δουν τη νέα πολιτική γεωγραφία που αρχίζει να προβάλλει καθώς η χώρα, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που κουβαλάει από το κοντινό αλλά και το μακρινό παρελθόν, κάνει σοβαρά βήματα επιστροφής στην κανονικότητα.

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης της σημασίας που δικαιολογημένα δίνεται στη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, αρκεί να επισημάνουμε ότι η υποψήφια της Δεξιάς παράταξης στη Γαλλία Βαλερί Πεκρές η οποία θα τρέξει την προσεχή άνοιξη στην κούρσα της Προεδρίας απέναντι στον Εμάνουελ Μακρόν, τη Μαρί Λεπέν και τους υπολοίπους υποψηφίους, που θα διεκδικήσουν την εκλογή τους στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αναδείχθηκε από ένα σώμα ψηφοφόρων που αριθμούσε μόνον τα 140.000 μέλη που είναι εγγεγραμμένα στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων.

Υπό αυτή την έννοια, οι συνθήκες υπό τις οποίες ο 42χρονος ευρωβουλευτής από την Κρήτη γίνεται αρχηγός του τρίτου, μεν, στην κατάταξη κόμματος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά κομβικού για τις εξελίξεις των επόμενων ετών, μοιάζουν να είναι πολύ ευοίωνες. Το εμφανές, εξάλλου, πολιτικό κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς που άφησε η εκλογική συρρίκνωση, την οποία, δικαίως ή αδίκως, υπέστη το ΠΑΣΟΚ την περίοδο της μνημονιακής κρίσης, είναι εκεί και περιμένει τον κ. Ανδρουλάκη να το (επανα)καταλάβει.

Καλώς ή κακώς, ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο μετακόμισε απογοητευμένη η μεγαλύτερη μάζα των παλαιών ΠΑΣΟΚικών ψηφοφόρων, δεν κατάφερε να τους παράσχει μόνιμη στέγη. Είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή δεν μπόρεσε. Όταν ο αρχηγός του δηλώνει στα σοβαρά ότι προτίθεται «να στρίψει Αριστερά για να βρεθεί στο Κέντρο», είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά με την «ανάγνωση» της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια και αποτυπώνεται σε όλες τις μετρήσεις για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Μόνον, για παράδειγμα, ένας που εθελοτυφλεί δεν βλέπει το πολιτικό παράδοξο που συνιστά η φθορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η αδυναμία της να επωφεληθεί από τα λάθη της κυβέρνησης. 

Πρόκειται, ωστόσο, για παράδοξο που είναι εύκολα ερμηνεύσιμο για όποιον παρακολουθεί την αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αρνείται, με αστεία προσχήματα, να συναινέσει ακόμη και σε πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης που αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, οι πολύ σημαντικές αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Το βασικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα η μεγάλη ευκαιρία για τον νέο ηγέτη του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται μέσα από την κυνική παραδοχή που είχε κάνει πριν από μερικούς μήνες η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου ότι «η κανονικότητα στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά». 

Άλλωστε, παρά τις άκομψες προσπάθειες που έκανε ο αρχηγός του για να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και δεν μπόρεσε να μεταμορφωθεί στο κόμμα του Κέντρου που είχε ανάγκη η σταδιακή υπέρβαση της κρίσης.

Παρά το γεγονός ότι πολλά βήματα για την επιστροφή στην κανονικότητα έγιναν και επί των ημερών που είχε η ίδια την ευθύνη της διακυβέρνησης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με τη διάθεση της κοινωνίας για ευημερία μέσα από την ανάπτυξη και τη διεύρυνση του συλλογικού πλούτου. 

Παρέμεινε προσκολλημένη σε παρωχημένα δόγματα οργανώνοντας εν μέσω πανδημίας πορείες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τρομοκρατών ή κλείνοντας το μάτι σε κάθε λογής αντιεμβολιαστές που θολώνει την εικόνα της δυσμενούς πραγματικότητας και συσκοτίζει την ατολμία και τη διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης.

Κακά τα ψέματα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν με επάρκεια στα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα και προέβαλε ως η εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει καταλάβει ένα μέρος του Κέντρου, η διαδικασία για την εκλογή νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ δεν θα κινητοποιούσε τόσο κόσμο και ούτε θα προκαλούσε τόσες συζητήσεις.

Όλα αυτά συνέβησαν διότι είναι πολλοί εκείνοι που βλέπουν το κενό που υπάρχει στο γήπεδο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ένα κενό το οποίο καλείται να καλύψει ο νέος παίκτης που ακούει στο όνομα Νίκος Ανδρουλάκης και μπαίνει από σήμερα στο τερέν.

Το πολιτικό momentum που δημιούργησε η εκλογή του, ευνοεί τον νέο ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Από τον ίδιο και τα χαρίσματά του, που περιμένουν να ξεδιπλώσει όσοι τον ψήφισαν, θα εξαρτηθεί αν θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες που θα συναντήσει, ασκώντας σκληρή κριτική προς την κυβέρνηση, από την πλευρά της λογικής, του μέτρου και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τις προτάσεις του.

Όπως, στο τέλος – τέλος, αρμόζει σε ένα κόμμα και σε έναν αρχηγό της σύγχρονης και αυθεντικής Κεντροαριστεράς που κοιτάει μπροστά.

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Το ΠΑΣΟΚ «προώρισται να ζήσει και θα ζήσει»

 Η αθρόα και κατά πολλούς αναπάντεχη συμμετοχή των πολιτών στην εκλογική διαδικασία για την ανάδειξη νέου ηγέτη του κινήματος Αλλαγής συνιστά από μόνη του ένα πολυσήμαντο πολιτικό γεγονός που δεν μπορεί παρά να χαιρετιστεί από κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο που πιστεύει στους δημοκρατικούς θεσμούς και θέλει να ζει σε μια κοινωνία που απαρτίζεται από μέλη τα οποία συμμετέχουν στα κοινά και δείχνουν συμπεριφορά υπεύθυνου πολίτη.

Εκ πρώτης, λοιπόν, όποιος βρέθηκε την Κυριακή σε οποιαδήποτε από τις πολλές ουρές που σχηματίστηκαν στους χώρους που ψήφιζαν τα μέλη και οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ, είναι βέβαιο ότι πήρε μια καλή γεύση από μια κομματική διαδικασία που εξελίχθηκε σε νίκη της Πολιτικής και θρίαμβο της δημοκρατικής συμμετοχής.

Αψηφώντας τις ειδικές συνθήκες που συνιστούσε το γεγονός ότι, εν μέσω της ευρισκόμενης σε έξαρση πανδημίας του κορωνοϊού, έπρεπε να στηθούν σε ουρές για να μπουν και να ψηφίσουν σε κλειστές αίθουσες, ηλικιωμένοι στην πλειονότητά τους συμπολίτες μας περίμεναν καρτερικά και χωρίς διαμαρτυρίες να έρθει η σειρά τους για να εκπληρώσουν το δημοκρατικό τους καθήκον. Ένα καθήκον που στους περισσότερους το επέβαλε η συνείδησή τους και μόνο.

Είναι, άλλωστε, πολύ δύσκολο να βρει κάποιος άλλο λόγο που να εξηγεί την προσέλευση τόσων πολλών ανθρώπων στις κάλπες ενός κατά τεκμήριο μικρού, πλέον, κόμματος το οποίο είναι για σχεδόν επτά χρόνια έξω από τη νομή της κυβερνητικής εξουσίας, πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί κοινή πεποίθηση όλων αυτών πως όταν είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας προσέφερε θετικές υπηρεσίες στην πατρίδα και στους πολίτες. Ήταν, κακά ψέματα, μια ψήφος πρωτίστως ευγνωμοσύνης και δευτερευόντως προσδοκίας.

Η ίδια, πιθανότατα, προαίρεση είναι και αυτή που καθόρισε και τη σειρά κατάταξης των υποψήφιων. Για όσους δεν αρέσκονται στις συνωμοσιολογικές εξηγήσεις των πραγμάτων και τείνουν ευήκοον ους στα εκάστοτε μηνύματα της κοινωνίας, η καθαρή επικράτηση του Νίκου Ανδρουλάκη υπήρξε μια σαφής επιβράβευση του 42χρονου ευρωβουλευτή ο οποίος, από τη μια, δεν απομακρύνθηκε από το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της φθοράς του και, από την άλλη, όντας ο νεότερος από τους βασικούς διεκδικητές της ηγεσίας είναι εκείνος που δεν έχει στην πλάτη του τα βαρίδια της εφαρμογής μνημονιακών πολιτικών.

Οι φίλοι του Κινήματος Αλλαγής παραγνώρισαν το γεγονός ότι ο νέος εκλεκτός τους δεν έχει τη βουλευτική ιδιότητα και άρα η παράταξή τους θα είναι κατά κάποιον τρόπο κοινοβουλευτικά ακέφαλη για το διάστημα (μικρό ή μεγαλύτερο, ουδείς γνωρίζει) που απομένει ως τις επόμενες εκλογές. Του συγχώρησαν επίσης πολλές από τις αδυναμίες που επέδειξε, ανάμεσα στις οποίες ήταν αναμφισβήτητα η αναποφασιστικότητα να πιάσει τον ταύρο από τα κέρατα. Προέκριναν μάλλον το γεγονός ότι είναι πολιτικός της νέας εποχής που δεν αρέσκεται στις συγκρούσεις.

Όλα δείχνουν ότι η νίκη του κ. Ανδρουλάκη δεν είναι τίποτε λιγότερο και τίποτε περισσότερο από έκφραση του αισθήματος πολιτικής αυτοσυντήρησης των κοινωνικών δυνάμεων που εκφράστηκαν τα τελευταία 47 χρόνια από το ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου, του Κώστα Σημίτη, του Γιώργου Παπανδρέου, του Ευάγγελου Βενιζέλου και της Φώφης Γεννηματά.

Γι΄ αυτό και εάν υπάρχει ένα κεντρικό συμπέρασμα που εξάγεται από την κάλπη για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, νομίζω ότι αυτό συμπυκνώνεται στην παράφραση μιας διάσημης φράσης του Χαριλάου Τρικούπη που στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι το ΠΑΣΟΚ «προώρισται να ζήσει και θα ζήσει».

Επειδή, ωστόσο, στην πολιτική οι εξελίξεις δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες, το πως θα ζήσει το ΠΑΣΟΚ -και για την ακρίβεια αν θα αποκτήσει εκ νέου πρωταγωνιστικό ρόλο ή θα συνεχίσει να περιορίζεται σε ρόλο κομπάρσου στην πολιτική ζωή του τόπου- εξαρτάται εν πολλοίς από την ηγετική στόφα που θα επιδείξει ο νέος αρχηγός του.

Υπό αυτή την έννοια, ο κ. Ανδρουλάκης, ο οποίος όλα δείχνουν ότι θα είναι εκείνος που θα κόψει πρώτος το νήμα και την επόμενη Κυριακή, καλείται να πάρει γενναίες πρωτοβουλίες αφενός για να επιτύχει την ενότητα της Κεντροαριστεράς και αφετέρου για να προβάλλει αξιόπιστη εναλλακτική πρότασης εξουσίας. Κάτι που αδυνατεί να κάνει δυόμισι χρόνια τώρα το κόμμα που αναδείχθηκε τον Ιούλιο του 2019 στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Άλλωστε, μόνον όποιος εθελοτυφλεί μπορεί να παραγνωρίζει ότι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ σπατάλησε τη μοναδική ευκαιρία που της δόθηκε, καθώς αποδείχθηκε ανίκανη να εκμεταλλευθεί την τύχη που επεφύλαξε η μνημονιακή κρίση σε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς, το οποίο αποδείχθηκε ανίκανο να καλύψει το κενό που βρήκε στον χώρο του Κέντρου, που είναι χώρος ευθύνης και λογικής.

Όπως και να έχει, πάντως, η προσπάθεια για να αποκατασταθεί η τάξη πραγμάτων στον χώρο του Κέντρου και της Κεντροαριστεράς δεν τέλειωσε αυτή την Κυριακή ούτε θα τελειώσει την επόμενη με την πανηγυρική κατά τα φαινόμενα ανάδειξη του νέου αρχηγού στο Κίνημα Αλλαγής. Με τη στάση που τήρησαν, οι 270 χιλιάδες πολίτες που πήγαν στην κάλπη έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχη στον επόμενο πρόεδρο του, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τον υπερβεί αν θέλει να δικαιώσει την εντολή που ζήτησε και έλαβε.

Ανεξαρτήτως, εξάλλου, εκλογικού αποτελέσματος, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι επόμενες βουλευτικές κάλπες θα δώσουν το έναυσμα για μια ριζική αναδιάρθρωση του υφιστάμενου εκλογικού σκηνικού, το οποίο, όπως μαρτυρούν όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης και κατέδειξαν οι κάλπες του ΚΙΝΑΛ, βρίσκεται σε φάση μετάβασης.

Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

Δύο εικόνες, πολλές σκέψεις για τον διχασμό και τη συμφιλίωση

Το χειροκρότημα με το οποίο έγινε δεκτή η Ντόρα Μπακογιάννη από τον κόσμο που είχε συγκεντρωθεί έξω από τη Μητρόπολη Αθηνών για το κατευόδιο της Φώφης Γεννηματά, αλλά και οι αποδοκιμασίες με τις οποίες υποδέχθηκε μια μερίδα συνδικαλιστών τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τα οποία, με επικεφαλής τον Τρύφωνα Αλεξιάδη, βρέθηκαν στις εγκαταστάσεις της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά για να συμπαρασταθούν στους εργαζόμενους, που είχαν κάνει συγκέντρωση διαμαρτυρίας για τον θάνατο ενός συναδέλφου τους, είναι δύο τόσο αντικρουόμενες όσο και αντιπροσωπευτικές εικόνες της ελληνικής πραγματικότητας.

Η εκδημία της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, μιας γυναίκας πολιτικού που σε όλη τη διαδρομή της στον δημόσιο βίο αγωνίστηκε με θέρμη για τις ιδέες της, αλλά έχοντας ως γνώμονα το μέτρο στις αντιπαραθέσεις που είχε με τους αντιπάλους της, έγινε αφορμή για πάνδημο πένθος και καταλλαγή των πολιτικών παθών. Στον αντίποδα ο άδικος θάνατος ενός εργαζομένου, ο οποίος μόλις είχε τελειώσει τη βάρδια του στο λιμάνι και θα επέστρεφε στην οικογένειά του, αντί να αποτελέσει το έναυσμα για να συμβάλουν όλες οι παρατάξεις στην προσπάθεια να ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα ασφαλείας που θα αποτρέψουν την επανάληψη ενός ανάλογου τραγικού δυστυχήματος, έγινε η αιτία για να αναμοχλευθούν τα πάθη και να συντηρηθούν οι διχαστικές πρακτικές και οι διαχωρισμοί.

Κακά τα ψέματα, η κοινωνία μας έχει μακρύ παρελθόν εσωτερικών διχασμών και εμφυλίων συγκρούσεων. Ένα παρελθόν που μας στοίχισε πολύ ακριβά σε αίμα, σε οικονομική δύναμη και εν γένει σε σπατάλη δυνάμεων εξαιτίας της οποίας, ήδη από τα χρόνια της Εθνικής Παλιγγενεσίας, τέθηκε πολλές φορές εν αμφιβόλω η εθνική κυριαρχία και η εδαφική μας ακεραιότητα. Μεταπολεμικά, ως αποτέλεσμα των συνεπειών του Εμφυλίου, αλλά κυρίως μεταπολιτευτικά -και αφού πληρώσαμε το βαρύ τίμημα του ακρωτηριασμού της Κύπρου στο οποίο μας οδήγησε η χουντική εκτροπή, στην πολιτική ζωή του τόπου έγιναν μεγάλα και σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση της εθνικής συμφιλίωσης.

Στο Κοινοβούλιο, στην Αυτοδιοίκηση, στον συνδικαλισμό, αλλά και στην καθημερινή ζωή, άνθρωποι από διαφορετικές παρατάξεις μιλούσαν, συνδιαλέγονταν, συμφωνούσαν ή διαφωνούσαν χωρίς ο ένας να αντιμετωπίζει τον άλλο ως θανάσιμο εχθρό που έπρεπε να προλάβει να τον εξοντώσει για να μην κινδυνεύσει η δική του ζωή. Προϊόντος του χρόνου, μάλιστα, ακόμη και τα διαβόητα «γαλάζια» και «πράσινα» καφενεία έπαψαν να λειτουργούν με θαμώνες από μια παράταξη κάνοντας τους οπαδούς της αντίπαλης να αναζητούν τον δικό τους χώρο. Στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 η ευημερούσα ευρωπαϊκή Ελλάδα άφηνε σιγά σιγά πίσω της τα οξυμένα κομματικά πάθη και τις ακραίες αντιπαραθέσεις. Κανείς δεν χρειαζόταν πλέον να κρύβει την εφημερίδα που διάβαζε, ούτε του απαγορευόταν να εκφράζει καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τις απόψεις του.

Δυστυχώς, οι αυτονόητες για μια χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης «κατακτήσεις» αυτές, δέχθηκαν σοβαρά πλήγματα κατά την προηγούμενη μνημονιακή δεκαετία. Ο σεβασμός στους δημοκρατικούς κανόνες υποχώρησε και έδωσε τη θέση τους στη μισαλλοδοξία που συκοφαντούσε και απειλούσε ακόμη και με φυσική εξόντωση όσους εξέφραζαν διαφορετική άποψη που δεν ακολουθούσε το κυρίαρχο λαϊκίστικο αφήγημα. Ετερόκλητες δυνάμεις από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος συνασπίστηκαν, καταλαμβάνοντας πλατείες, στήνοντας κρεμάλες, πολιορκώντας τις ταβέρνες που έτρωγαν πολιτικοί αντιπάλων παρατάξεων και φθάνοντας μέχρι του σημείου να διαλύσουν τη στρατιωτική παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου 2011 και να αποδοκιμάσουν τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια, έναν σεβάσμιο πολιτικό που στα νιάτα του είχε αγωνιστεί κατά της φασιστικής Κατοχής.

Με το τέλος, ωστόσο, των ψευδαισθήσεων στο οποίο οδήγησε κατά βάση η διακυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, που κατέδειξε την αυταπάτη των απλουστευτικών προτάσεων για «κατάργηση του Μνημονίου με ένα νόμο και ένα άρθρο», τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άλλη τροπή. Από τη μια η χρεωκοπία των διακηρύξεων του τύπου «ή αυτοί ή εμείς», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», από την άλλη η καταδίκη της «Χρυσής Αυγής» ως εγκληματικής οργάνωσης, τα πάθη φάνηκε ότι άρχισαν βαθμηδόν να καταλαγιάζουν. Χωρίς να εξαφανιστούν οι ακραίοι, οι οποίοι λιγότερο ή περισσότερο δεν λείπουν σχεδόν από κανέναν πολιτικό χώρο, οι δυνάμεις της λογικής και της συνεννόησης άρχισαν να ξαναπαίρνουν το πάνω χέρι.

Το πνεύμα της ενότητας και της ομοψυχίας που ενέπνευσε η αδόκητη φυγή της Φώφης Γεννηματά έδειξε ότι, όσο και αν αντιστέκονται τα ζιζάνια του διχασμού, σαν αυτά που έκαναν κάποιους άλλους να συμπεριφέρονται στα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όπως συμπεριφέρονταν και οι τελευταίοι παλαιότερα, η ελληνική κοινωνία θέλει να προχωρήσει μπροστά. Στο τέλος - τέλος, αν χειροκροτούν τη Ντόρα Μπακογιάννη άνθρωποι που δακρύζουν για την απώλεια της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής και, κατά τεκμήριο, ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ, γιατί δεν μπορούν να τιμήσουν όλοι μαζί οι αριστεροί τη μνήμη ενός αδικοχαμένου εργαζομένου;            

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2021

Ποιος κομίζει το «νέο» στο ΚΙΝΑΛ;

 Πολλά λέγονται και γράφονται υπέρ και κατά της απόφασης του Γιώργου Παπανδρέου να διεκδικήσει την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής. Εκείνο, ωστόσο, που κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί είναι ότι η υποψηφιότητα του πρώην πρωθυπουργού τάραξε τα λιμνάζοντα ύδατα και έδωσε νέα διάσταση σε μια πολιτική διαδικασία, όπως είναι η κούρσα για την ηγεσία του ενός ιστορικού κομματικού σχηματισμού, η οποία κινδύνευε να περάσει απαρατήρητη και να αποτελέσει υπόθεση μόνον των δεκάδων χιλιάδων μελών και φίλων του ΠΑΣΟΚ που ανόρεκτα και με βαριά καρδιά θα πήγαιναν να ψηφίσουν στις 5 Δεκεμβρίου.

Είτε συμφωνεί είτε διαφωνεί κάποιος με την τωρινή ή την παλαιότερη στάση του, αποτελεί αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η παρουσία του κ. Παπανδρέου και –μην το ξεχνάμε!- γιου του ιδρυτή της παράταξης σε αυτή τη διεκδίκηση αύξησε κατακόρυφα το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης και, αναπόφευκτα, των μέσων ενημέρωσης. Με τον τρόπο αυτό είναι βέβαιο ότι μπήκε ψηλότερα ο πήχης για το σύνολο των επτά υποψηφίων, ή όσων τελικά θα είναι εκείνοι που μείνουν μέχρι τέλους στην κούρσα, στη διάρκεια των έξι εβδομάδων που απομένουν ως τις εσωκομματικές κάλπες.

Ο καθένας εξ αυτών θα πρέπει να δικαιολογήσει την υποψηφιότητά του, αποδεικνύοντας ότι έχει κάτι να εισφέρει στην παράταξή του και ευρύτερα στην πολιτική. Διότι οι κεντροαριστεροί πολίτες που θα πάνε στις κάλπες θα αξιολογήσουν κατ΄ αρχήν την προσωπικότητα και την μέχρι τώρα προσφορά ενός εκάστου των υποψηφίων. Πλην όμως, όπως διδάσκει η ιστορία, η πλειονότητα των ψηφοφόρων δεν μένει μόνον σε αυτά τα στοιχεία τα οποία κατά βάση κινητοποιούν όσους είναι ενταγμένοι σε οργανωτικούς μηχανισμούς ή λειτουργούν ατταβιστικά.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το βασικό χαρακτηριστικό που τις περισσότερες φορές σταθμίζουν οι πολίτες κάθε φορά που καλούνται να συμμετάσχουν σε κάποια εκλογική διαδικασία είναι οι προοπτικές που διανοίγονται μπροστά τους για ανατροπή των υφιστάμενων συσχετισμών και κυρίως για βελτίωση των συνθηκών της καθημερινής ζωής όλων μας που φέρνουν οι ιδέες από τις οποίες εμφορείται κάθε υποψήφιος που διεκδικεί είτε κάποιον κομματικό θώκο είτε την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.    

Όποιος δεν έχει παρωπίδες και δεν φορά παραμορφωτικούς φακούς εύκολα αναγνωρίζει ότι κατά το παρελθόν ο Γιώργος Παπανδρέου είχε πει και είχε κάνει πολλά πρωτοπόρα πράγματα. Από την εποχή που ήταν ο πρώτος πολιτικός ο οποίος εμφανιζόταν με laptop σε κομματικές συνεδριάσεις και οι περισσότεροι τον έβλεπαν ως… «εξωγήινο» έως την περίοδο που μιλούσε με άγνωστους για το εγχώριο πολιτικό σύστημα όρους και έννοιες, όπως η ηλεκτρονική διακυβέρνηση, η διαύγεια, η ψηφιοποίηση, η δια βίου μάθηση, η κλιματική αλλαγή και η πράσινη ανάπτυξη, ο πρώην πρωθυπουργός άνοιξε δρόμους στους οποίους λιγότερο η περισσότερο περπατούν όλοι στις μέρες μας.

Η αλήθεια είναι ότι όλες αυτές οι διακηρύξεις του κ. Παπανδρέου έλαβαν χώρα σε μια άλλη, μάλλον μακρινή, εποχή. Κάποιοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι οι απόψεις του ήταν πολύ πρόωρες και, ως εκ τούτου, ανεφάρμοστες διότι δεν συγχρονίζονταν με τις τότε προσλαμβάνουσες της ελληνικής κοινωνίας. Άλλοι αντιτείνουν ότι απλώς ήταν… άτυχος διότι ως πρωθυπουργός ήρθε αντιμέτωπος με τα ελλείμματα των προκατόχων του και η οικονομική κρίση που μοιραία προέκυψε, από τη στιγμή που η χώρα δεν μπορούσε πλέον να δανειστεί από τις αγορές για να καλύψει τις υπέρογκες κρατικές δαπάνες, η προσφυγή στο ΔΝΤ ήταν αναπόφευκτη και οι δυνατότητες εφαρμογής των ρηξικέλευθων μεταρρυθμιστικών ιδεών που λάνσαρε στη δημόσια σφαίρα ήταν άκρως περιορισμένες.

Όσο βάσιμος, ωστόσο, και αν είναι ο ισχυρισμός ότι «μνημόνια εφάρμοσαν και οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ που διαδέχθηκαν την κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου», η αναζήτηση… δικαίωσης δεν συνιστά ουσιαστική πολιτική πρόταση που μπορεί να εμπνεύσει και να κινητοποιήσει τους πολίτες για να αποκαταστήσουν το ΠΑΣΟΚ και τα στελέχη του που πλήρωσαν βαρύτατο τίμημα, το οποίο, κατά πολλούς, ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο από το μερίδιο των ευθυνών που τους αναλογούσαν.

Καλώς ή κακώς οι πολίτες δεν ψηφίζουν για όσα συνέβησαν στο παρελθόν, επιβραβεύοντας όσους τυχόν τους ευνόησαν κατά το παρελθόν. Τις περισσότερες φορές η ψήφος τους κατευθύνεται προς όσους καλλιεργούν ελπίδες και δημιουργούν προσδοκίες για το μέλλον. Ο σχεδόν απαράβατος αυτός κανόνας δεν μπορεί παρά να ισχύσει και στην εκλογική αναμέτρηση για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής.

Με άλλα λόγια, μπορεί ο κ. Παπανδρέου, λόγω του αδιαμφισβήτητου ειδικού βάρους το οποίο διαθέτει, αλλά και του αμφιλεγόμενου παρελθόντος που τον συνοδεύει, να κατάφερε να ανεβάσει τον δείκτη του ενδιαφέροντος για την κούρσα ηγεσίας στη συρρικνωμένη πλέον παράταξή του, αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι η μάχη κρίθηκε υπέρ του. Πολύ περισσότερο, επίσης, δεν σημαίνει ότι οι παλαιοί ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ, οι οποίοι στις βουλευτικές κάλπες που στήθηκαν μετά το 2009 σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους, κάνοντας διαφορετικές επιλογές, θα σπεύσουν να… επαναπατριστούν άμα τη εμφανίσει του στην εκλογική κονίστρα.

Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, το (πρόσκαιρο;) ενδιαφέρον που προκαλείται εξαιτίας και του γεγονότος ότι το Κίνημα Αλλαγής έχει, ενόψει και της απλής αναλογικής, ρόλο - κλειδί στις προσεχείς πολιτικές εξελίξεις, δεν μεταφράζεται αυτομάτως σε ενίσχυση της εκλογικής επιρροής του. Εκείνο που απαιτείται από τους υποψηφίους για την ηγεσία του είναι να πείσουν ότι εκπροσωπούν το «νέο» όσους θα πάνε να ψηφίσουν, σε πρώτη φάση, για την ηγεσία του χώρου τους και, εν συνεχεία, το ευρύ εκλογικό σώμα που θα αποφασίσει ποιοι θα κυβερνήσουν, ποιοι θα παραμείνουν στην αντιπολίτευση και ποιοι θα εξαφανιστούν από προσώπου… πολιτικής!   

Πέμπτη 21 Μαΐου 2020

Άμα είσαι δημιούργημα του κομματικού σωλήνα…


«Κουτσομπολιά» είναι σύμφωνα με τον ευρωβουλευτή του Κινήματος Αλλαγής Νίκο Ανδρουλάκη οι πρόσφατες αποκαλύψεις ότι ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου Δημήτρης Παπαδημούλης αγόρασε οκτώ ακίνητα σε έναν χρόνο και τα μίσθωσε σε ΜΚΟ για να… εκπληρώσει την προτροπή των πολιτικών του αντιπάλων που έλεγαν «πάρτε τους μετανάστες στα σπίτια σας…».
Με μια ανεξήγητη αμηχανία, ο 41χρονος σοσιαλδημοκράτης πολιτικός, όταν ρωτήθηκε στον «Θέμα FM» από τον Γιάννη Πρετεντέρη για το ζήτημα που ανέκυψε με το «πόθεν έσχες» του κ. Παπαδημούλη, προτίμησε να «καταπιεί αμάσητη» την ακραία υποκρισία του συναδέλφου του στα ευρωβουλευτικά έδρανα και να καταφύγει σε «ξύλινες» φραστικές κοινοτυπίες που θύμιζαν τα μοντέλα των καλλιστείων που, ό,τι και αν τους ρωτήσουν οι κριτές, απαντούν για το πόσο λαχταρούν την… παγκόσμια ειρήνη.
Θαυμάστε την «επιχειρηματολογία» με την οποία επιχείρησε να εξηγήσει τον χαρακτηρισμό «κουτσομπολιά» που εξ αρχής εκστόμισε: «Όλα τα υπόλοιπα είναι θέματα καθαρά επικοινωνιακά. Γι΄ αυτό πρέπει να πάμε σε μία ουσιώδη διαδικασία του πόθεν έσχες και όχι αυτό που συμβαίνει μία πασαρέλα ειδήσεων, που πολλές φορές είναι και άνευ αντικρίσματος», είπε.
Δεν έμεινε, όμως, εκεί, αλλά με την με την ίδια διάθεση κενής τιποτολογίας, συνέχισε ακάθεκτος: «Και πρέπει η Βουλή να κάνει μία ειδική μέριμνα για αυτό, διότι αραχνιάζουν τα πόθεν έσχες σε διάφορα υπόγεια, χωρίς να έχουν έναν πραγματικό έλεγχο που αυτό πρέπει να γνωρίζει ο απλός πολίτης, εάν ο πλούτος που έχει κάθε πολιτικός είναι από νόμιμες δραστηριότητες ή υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες πλήττουν το δημόσιο συμφέρον».
Είναι ειλικρινά πολύ λυπηρό να ακούει κανείς έναν φέρελπι πολιτικό, ο οποίος μάλιστα υποτίθεται ότι επιδιώκει να διαδραματίσει κεντρικό πολιτικό ρόλο, όπως έδειξε η απόπειρά του να διεκδικήσει την ηγεσία της παράταξης του, να μην είναι σε θέση να αρθρώσει πολιτικό λόγο που να είναι ουσιαστικός και να γίνεται καταληπτός από εκείνους στους οποίους απευθύνεται.
Τι είναι, αλήθεια, εκείνο που κάνει τον κ. Ανδρουλάκη να υποστηρίζει ότι φταίνε τα (ανύπαρκτα) αραχνιασμένα υπόγεια της Βουλής για το γεγονός ότι ένας υπέρμαχος της παραμονής στην Ελλάδα όλων των μεταναστών που φτάνουν στη χώρα σπεύδει να αγοράσει ακίνητα για να μισθώσει προκειμένου να αυξήσει το ήδη μεγάλο οικογενειακό του εισόδημα;
Πόσο δύσκολο είναι, άραγε, να αντιληφθεί την οφθαλμοφανή σύγκρουση συμφερόντων, που προκύπτει ακόμα και από τα… ανέλεγκτα πόθεν έσχες του κ. Παπαδημούλη, όταν ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος καρπώνεται χρήματα από ευρωπαϊκούς πόρους για τους οποίους πιέζει; Ακόμη και αν δεν διαπιστώνει κάτι μη νόμιμο σε όλα αυτά, από ηθικής πλευράς είναι όλα εντάξει;
Μια εξήγηση για το γεγονός ότι τέτοια ερωτήματα δεν απασχολούν τον κ. Ανδρουλάκη, ίσως βρίσκεται στο βιογραφικό. Εκεί διαπιστώνει κανείς ότι «εξ απαλών ονύχων» και ήτοι από το 2001, οπότε «εξελέγη για πρώτη φορά μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Νεολαίας ΠΑΣΟΚ», ο γεννημένος το 1979 πολιτικός μηχανικός από το Ηράκλειο Κρήτης έχει μακρά θητεία στα κομματικά αξιώματα του κόμματός του.
Είναι, με άλλα λόγια, παραδοσιακό «γέννημα του κομματικού σωλήνα» και δημιούργημα των κλειστών κομματικών μηχανισμών που –κακά τα ψέματα- για να γίνεις ο εκλεκτός τους χρειάζεται να ελίσσεσαι και απαιτείται να αποφεύγεις τις μετωπικές συγκρούσεις. Με προίκα, άλλωστε, αυτές τις ιδιότητες, ο κ. Ανδρουλάκης εξελέγη δύο φορές ευρωβουλευτής χάρις στο δίκτυο των «δικών του ανθρώπων» που διέθετε σε όλη τη χώρα.
Αντιθέτως, όταν χρειάστηκε να απευθυνθεί στην κοινωνία για να ηγηθεί της παράταξης του, απεδείχθη άτολμος και έχασε καθαρά από την Φώφη Γεννηματά, αναβάλλοντας για κάποια στιγμή στο μέλλον τη ρεβάνς που σχεδιάζει να πάρει, αλλά πιστεύει ότι θα του δοθεί στο… πιάτο επειδή ο μηχανισμός, του οποίου ηγείται, θα είναι εκεί και θα δουλεύει για να βολεύεται εκείνος στις Βρυξέλλες.
Ως τότε θα ακολουθεί το κύμα, δεν θα σπάει κανένα αυγό, θα αναμασά αφόρητες πολιτικάντικες κοινοτυπίες, θα είναι αλληλέγγυος με όλα τα δημιουργήματα του κομματικού σωλήνα και δεν αποκλείεται να πιστεύει ότι μπορεί μεγαλώνοντας να γίνει… Παπαδημούλης, ο οποίος στην ηλικία του είχε ένα χωράφι και τώρα μετρά 28 ακίνητα.
Πως το έλεγε ο Βάρναλης; «Aχ, πού ΄σαι, νιότη, πού ΄δειχνες, πως θα γινόμουν άλλος!». Δεν είναι αποκαρδιωτικό να το αναρωτιούνται για κάποιον πριν καν… γεράσει;

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2020

Γιατί (δεν) φθάνουν ως την Ελλάδα τα «πετροδόλαρα»;

Έχουν περάσει σχεδόν σαράντα από το φθινόπωρο του 1981 όταν μια επανεκδιδόμενη, τότε, λαϊκή εφημερίδα, που καθιέρωσε το σχήμα ταμπλόιντ στα μέρη μας, κυκλοφορούσε το πρώτο φύλλο της με κεντρικό τίτλο «Έρχονται πετροδόλαρα».
Ήταν ένας τίτλος, ο οποίος βασιζόταν στην προσδοκία ότι με την επερχόμενη πολιτική αλλαγή στη χώρα μας και την ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο ακολουθούσε σαφώς πιο φιλοαραβική πολιτική από την απερχόμενη κυβέρνηση, θα άνοιγαν οι κρουνοί και ένα μέρος από τα τεράστια κεφαλαιακά πλεονάσματα που συσσώρευαν οι πετρελαιοπαραγωγές χώρες της Αραβικής Χερσονήσου θα κατευθυνόταν προς την Ελλάδα.
Οι προσδοκίες τις οποίες αποτύπωνε το εν λόγω πρωτοσέλιδο δεν εκπληρώθηκαν ποτέ. Παρά την έντονα φιλοαραβική και φιλοπαλαιστινιακή πολιτική που χάραξε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, η Ελλάδα δεν είδε ούτε καν το… χρώμα των «πετροδόλαρων», τα οποία κινήθηκαν προς πολλές άλλες κατευθύνσεις και επενδύθηκαν σχεδόν παντού, αλλά όχι στην Ελλάδα.
Οι βασιλικές οικογένειες των χωρών του Κόλπου και οι κάθε λογής σεΐχηδες και μονάρχες που νέμονταν την εξουσία στις χώρες τους, όσο εύκολα και αν έβγαζαν τα δολάρια από τις πωλήσεις του πετρελαίου –εξ ου και ο όρος «πετροδόλαρα»- δεν τα τοποθετούσαν όπου - όπου, παρά μόνο εκεί που αυτά είχαν περισσότερη σιγουριά και μεγαλύτερες πιθανότητες για να αποκομίσουν κέρδη.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα οι Άραβες «πετρελαιάδες» είναι από τους μεγαλύτερους κατόχους του υπέρογκου δημοσίου χρέους των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Με τα έσοδα, δηλαδή, από το πετρέλαιο οι «σεΐχηδες» αγόραζαν χρεόγραφα του αμερικανικού δημοσίου και, όπως έλεγε μια παλαιά ελληνική διαφήμιση για επενδύσεις στους τίτλους τράπεζας που δεν υπάρχει σήμερα, «είχαν σίγουρα λεφτά και εισόδημα μεγάλο».
Κατά την τελευταία τεσσαρακονταετία ακούστηκαν και άλλες φορές πολλά και ελπιδοφόρα για τις αραβικές επενδύσεις που θα έρχονταν στην Ελλάδα, αλλά ποτέ δεν έφθασαν. Επανειλημμένα πήγαν και ήρθαν υπουργικές αντιπροσωπείες επιδιώκοντας, από τη μια, να πείσουν τους Άραβες κεφαλαιούχους να επενδύσουν στην Ελλάδα και, από την άλλη, ελληνικές επιχειρήσεις να κάνουν δουλειές στον Κόλπο, όπου παρουσιαζόταν μια τεράστια (αν)οικοδομική δραστηριότητα, παράλληλα με την αλλαγή και τη σημαντική αύξηση των καταναλωτικών συνηθειών εκατομμυρίων ανθρώπων που είχαν δει τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατακόρυφα.
Τα αποτελέσματα των επισκέψεων Ελλήνων αξιωματούχων, αλλά και επιχειρηματιών, υπήρξαν από πενιχρά έως ανύπαρκτα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι στις δεκαετίες του 1970 και του 1980 αρκετές ελληνικές τεχνικές εταιρίες είχαν πάρει συμβόλαια στη Σαουδική Αραβία όπου είχαν δουλέψει κάποιες χιλιάδες μηχανικοί και άλλοι εργαζόμενοι στον κατασκευαστικό κλάδο. Συν τω χρόνω, όμως, η ελληνική επιχειρηματική παρουσία στην Αραβική Χερσόνησο αντί να αυξάνεται, μειωνόταν.
Ξένοι ανταγωνιστές, αλλά και τα παιδιά και τα εγγόνια των Βεδουίνων που είχαν σπουδάσει και είχαν ενστερνισθεί τον ρόλο της επιχειρηματικότητας, εξοβέλισαν τους Έλληνες επιχειρηματίες που είχαν βρεθεί πρώτοι εκεί, αλλά, όπως αποδείχθηκε, δεν έκαναν όλα όσα χρειάζονταν για να εδραιώσουν τη θέση την οποία είχαν κατακτήσει.
Ακόμη και τα χρόνια της κρίσης που η Ελλάδα «φθήνυνε», οι Άραβες, όπως και πολλοί άλλοι κεφαλαιούχοι, έμειναν μακριά της. Η πιο σημαντική… οικονομική είδηση όλων αυτών των χρόνων από το μέτωπο των ελληνοαραβικών σχέσεων ήταν ότι το πολυτελές κέντρο διασκέδασης της Μυκόνου «Nammos» άνοιξε παράρτημα στο Ντουμπάι.
Αντιθέτως, όλα τα άλλα deals, τα οποία κατά καιρούς ακουγόταν ότι «ψήνονται», ναυάγησαν. Για παράδειγμα όταν ένας μεγαλόσχημος εγχώριος επιχειρηματίας πήγε να ιδρύσει μεγάλο ιατρικό κέντρο στα Εμιράτα, το σχέδιο του «κόπηκε» στην αξιολόγηση επειδή μαθεύτηκε ότι είχε μπλεξίματα με την Ελληνική Δικαιοσύνη για ζητήματα διαφθοράς.
Ο Σαουδάραβας υπουργός Εμπορίου και Επενδύσεων, που ήταν ο πρώτος επίσημος τον οποίο συνάντησε τη Δευτέρα στο Ριάντ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, προσπάθησε να δικαιολογήσει την επενδυτική αποχή της χώρας του με το επιχείρημα ότι «η οικονομική κρίση (σ.σ.: της Ελλάδας) και μια σειρά άλλων παραγόντων είχαν δημιουργήσει ένα σύννεφο αβεβαιότητας με αρνητικές επιπτώσεις για την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις».
Συμπλήρωσε ότι «τώρα υπάρχει ένα σημάδι ελπίδας ότι επιστρέφουν», αλλά με έμμεσο τρόπο ξεκαθάρισε ότι κάτι τέτοιο δεν θα γίνει αυτόματα. Γι΄ αυτό και ζήτησε από τους συνομιλητές του να του υποδείξουν τις πιθανές επενδυτικές ευκαιρίες. «Και εμείς», πρόσθεσε, «θα δημιουργήσουμε μια επιχειρηματική αποστολή για να επισκεφθεί την Ελλάδα και να διερευνήσει αυτές τις ευκαιρίες, να συναντήσει τους κατάλληλους ανθρώπους και να αντιληφθούν ποιο είναι το νέο πλαίσιο που ευνοεί τις επενδύσεις…».
Με άλλα λόγια, ο Σαουδάραβας αξιωματούχος είπε χωρίς περιστροφές το αυτονόητο που είναι ότι κανείς δεν επενδύει για την… καλή καρδιά του άλλου, παρά μόνον αν εκείνος που τον καλεί να επενδύσει, τον πείσει ότι υπάρχει ευκαιρία για να βγάλει χρήματα. Τα ίδια, πάνω – κάτω, άκουσαν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του και την επόμενη μέρα που είχαν επαφές με την ηγεσία των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στο Αμπού Ντάμπι.
Κακά τα ψέματα, λοιπόν, οι μπίζνες και εν γένει οι οικονομικές σχέσεις δεν αναπτύσσονται με ψευδαισθήσεις ότι κάποιοι «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» ή με αυταπάτες ότι θα μας έστελνε η Ρωσία… σωτήρια προκαταβολή έξι δισεκατομμυρίων ευρώ για έναν αγωγό αερίου ο οποίος, ούτως ή άλλως, δεν θα γινόταν ποτέ.
Οι ιθύνοντες της κυβέρνησης ισχυρίζονται ότι ταξίδεψαν στην Αραβική Χερσόνησο έτοιμοι και έδωσαν τη λίστα με τις «επενδυτικές ευκαιρίες» που ζήτησε η άλλη πλευρά. Το αν είναι έτσι, θα το μάθουμε τους προσεχείς μήνες. Και τότε ίσως θα δούμε το… χρώμα του «πετροδόλαρου». Και, ενδεχομένως, έτσι να υποχρεωθούμε να βγάλουμε και το παρενθετικό «δεν» από τον τίτλο τούτου του κειμένου.