Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΡΙΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΣΥΡΙΖΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

«Λογοδοσία» για τις «αστοχίες» των voucher δεν προβλέπεται;

Σπανίως τόσο λίγες λέξεις δεν έκρυβαν τόσο μεγάλη υποκρισία, όσο αυτή που περιείχαν οι ένδεκα λέξεις στην καταληκτική πρόταση της δήλωσης με την οποία ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα στο φιάσκο με την υποτιθέμενη τηλεκατάρτιση των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων μέσω των διαβόητων «voucher».
«Τυχόν αστοχίες, όπως έγινε και σε άλλες περιπτώσεις, εντοπίζονται και διορθώνονται», έγραψε ο κ. Βρούτσης στην ανακοίνωση που εκών άκων εξέδωσε για να δημοσιοποιήσει ότι «με απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης επιστημόνων με τηλεκατάρτιση καταργείται».
Τα αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία ευλόγως και ανεξαρτήτως της μανίας του ΣΥΡΙΖΑ για να βρει αντιπολιτευτικές ραφές, προκύπτουν από την υποκριτική υπεκφυγή του υπουργού Εργασίας είναι πολλά και δεν είναι καθόλου εύκολο να υπερκεραστούν με ισχυρισμούς ότι «ξεκινά αξιολόγηση των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης μέσω ενδελεχούς ελέγχου της ποιότητας των προγραμμάτων κατάρτισης και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού».
Αλήθεια; Πότε θα αρχίσει ο ενδελεχής έλεγχος; Και ως τώρα γιατί δεν άρχιζε; Ήταν όλα καλά; Ή έτσι νόμιζε ο ρέκτης υπουργός; Ο οποίος –τι σύμπτωση!- ήταν στην ίδια θέση και πριν από το 2015 και άρα ήξερε –ή, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να ξέρει- την κατάσταση που επικρατεί γύρω από τα περίφημα ΚΕΚ τα οποία χρόνια τώρα έχουν, στην πλειονότητά τους, δώσει δείγματα γραφής για την «ποιότητα» των υπηρεσιών που παρέχουν.
Ο ισχυρισμός ότι «δεν είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να κουνά το δάχτυλο για τα ΚΕΚ όταν η αρμόδια για τη διαχείριση κοινοτικών πόρων επί κυβέρνησης Τσίπρα παραιτήθηκε καταγγέλλοντας φωτογραφικούς διαγωνισμούς και εύνοια του Υπουργείου Εργασίας υπέρ των μεγάλων Κέντρων», μπορεί να ήταν άλλοθι τον Απρίλιο του 2019. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν αποτελεί άλλοθι τον Απρίλιο του 2020.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Στο τελευταίο μήνυμα που απηύθυνε προς τους πολίτες την Μεγάλη Δευτέρα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υπογραμμίσει με έμφαση τη σημασία της λογοδοσίας που πρέπει να υπάρξει για το αναπόφευκτο γεγονός ότι σε αυτή την ιδιαίτερη συγκυρία της επέλασης του κορωνοϊού λαμβάνονται αποφάσεις υπό συνθήκες εκτάκτων αναγκών.
«Στην αρχή αυτής της περιπέτειας, ζήτησα την ισχύ της εμπιστοσύνης σας», είχε πει ο πρωθυπουργός. «Και μου την προσφέρατε απλόχερα. Πιστεύω ότι, με σκληρή δουλειά, σας την ανταποδίδω καθημερινά. Δεν ξεχνώ, όμως, ότι αυτή η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον», συμπλήρωσε.
Και αμέσως μετά, ανέλαβε σαφείς δεσμεύσεις: «Μετά την κρίση, η κάθε εξουσία οφείλει να εγκαταλείπει το απυρόβλητο της ανάγκης, δυναμώνοντας την λογοδοσία. Γιατί καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να αμφισβητεί τη δημοκρατική ευαισθησία», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα σε όσους τον άκουσαν.
Κάποιοι… μυαλοφυγόδικοι έσπευσαν να εκφράσουν την άποψη –ή μήπως τις φοβίες τους;- ότι η πρωθυπουργική αναφορά στην λογοδοσία ήταν προαναγγελία προθέσεων για να –αν είναι δυνατόν!- να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές. Οι λογικοί και οι νουνεχείς, ωστόσο, αντιλήφθηκαν το αυτονόητο που ισχύει στα δημοκρατικά καθεστώτα και που δεν είναι άλλο από το ότι οι κυβερνήσεις δίνουν πάντοτε λόγο για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
Όπως και να έχει, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έπειτα από την -ηθελημένη ή μη- παραδοχή του κ. Βρούτση ότι υπέπεσε σε «αστοχία», η επόμενη αυτονόητη κίνησή του είναι η υποχρέωση να λογοδοτήσει στους πολίτες που δοκιμάζονται τόσο από την τεράστια υγειονομική κρίση όσο και από την απότοκη μεγάλη οικονομική κρίση.
Κακά τα ψέματα, όμως, λογοδοσία χωρίς ανάληψη ευθύνης δεν υπάρχει. Γι΄ αυτό και δεν αρκεί που ο υπουργός Εργασίας μίλησε γενικώς και αορίστως για «αστοχίες». Στοιχειώδης υποχρέωσή του είναι να αναλάβει και τις ευθύνες για τις άστοχες πρωτοβουλίες και να προχωρήσει στο επόμενο βήμα, το οποίο κάθε υπεύθυνος πολιτικός σε κοινοβουλευτική δημοκρατία ξέρει ποιο είναι και δεν χρειάζεται να του το υποδείξει κανείς.
Το μέλλον του κ. Βρούτση, εξάλλου, είναι μάλλον… εξασφαλισμένο. Μπορεί άνετα να «μονιμοποιηθεί» ως σχολιαστής στα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Άλλωστε και μέχρι τώρα δεν έκανε και πολύ διαφορετικά πράγματα…

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο Φίσερ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η βοώσα πραγματικότητα


Ο Αμερικανός καθηγητής Ίρβινγκ Φίσερ (1867 - 1947) υπήρξε σπουδαίος μαθηματικός οικονομολόγος και οι θεωρίες τις οποίες ανέπτυξε, στην επιστήμη της Στατιστικής και όχι μόνον, υπήρξαν πρωτοποριακές σε τέτοιο βαθμό που διδάσκονται έως τις μέρες μας.
Μεσουράνησε στο πρώτο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα και έχει καταγραφεί στην ιστορία ως ο πρώτος διάσημος («celebrity», στη γλώσσα του) οικονομολόγος παγκοσμίως.
Εκτός από φημισμένος οικονομολόγος που σπούδασε αλλά και δίδαξε στο Γέιλ, ήταν μέγας επενδυτής και ένας εξ όσων είχαν συσσωρεύσει μεγάλα κέρδη από την τεράστια άνοδο που σημείωσε το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με λίγα λόγια, όλα στη ζωή του Φίσερ πήγαιναν όπως τα ήθελε, έως ότου ξέσπασε η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1929.
Στο ξεκίνημα της μεγάλης κατρακύλας στη Γουόλ Στριτ, ο διάσημος οικονομολόγος όχι μόνον δεν είδε το τσουνάμι που ερχόταν και δεν έσπευσε να πουλήσει τα «χαρτιά» του, όπως έκαναν πανικόβλητοι πολλοί άλλοι επενδυτές, αλλά προέβαινε σε καθησυχαστικές δηλώσεις ισχυριζόμενος ότι η χρηματιστηριακή αγορά «είχε φτάσει σε ένα μόνιμα υψηλό οροπέδιο».
Ακόμη και μήνες μετά το Κραχ και ενώ η Μεγάλη Ύφεση επεκτεινόταν παγκοσμίως, ο Φίσερ, επικαλούμενος τα «μοντέλα» του, συνέχιζε να διαβεβαιώνει τους επενδυτές ότι η ανάκαμψη ήταν πολύ κοντά. Το αποτέλεσμα της επιμονής του να αγνοεί την πραγματικότητα και να μην βλέπει εκείνο που όλοι οι άλλοι –ειδικοί και μη- έβλεπαν, ήταν να χάσει μεγάλο μέρος τόσο από τον προσωπικό του πλούτο όσο και από την ακαδημαϊκή του φήμη.
Όποιος παρακολουθεί τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων, εύκολα διαπιστώνει ότι αντίστοιχο κίνδυνο με τον Αμερικανό οικονομολόγο, που η κρίση του είχε θολώσει εξαιτίας της αλαζονείας του και δεν τον άφηνε να «διαβάσει» σωστά όσα συνέβαιναν γύρω του το δυστοπικό 1929, κινδυνεύει η αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα μας επειδή αρνείται να αναγνωρίσει τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται με την επέλαση του κορωνοϊού και την τιτάνια μάχη για την ανάσχεσή του.
Οι αγωνιώδεις και μάλλον απέλπιδες προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να βρουν αφορμές ώστε να αμφισβητήσουν τη θετικά διαφοροποιημένη εικόνα που επικρατεί στην Ελλάδα σε σχέση με πολλές άλλες χώρες, όχι μόνον δεν αποδίδει καρπούς στο μέχρι πριν από λίγους μήνες κυβερνών κόμμα, αλλά μάλλον το εκθέτει ανεπανόρθωτα.
Όταν μέσα ενημέρωσης και προσωπικότητες από ολόκληρο τον πλανήτη προβάλλουν την Ελλάδα ως το θετικό παράδειγμα, οι συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα επιτίθενται με ανοίκειο τρόπο στον «σταρ της πανδημίας», στον δημοφιλέστερο Έλληνα που πανθομολογουμένως είναι ο εξαίρετος καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας.
Την ίδια ώρα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ «κατασκευάζουν» δικής τους επινόησης στατιστικές με τις οποίες επιχειρούν να αμφισβητήσουν την αποτελεσματικότητα που είχε η έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων και αποτυπώνεται παραστατικά στον αριθμό των κρουσμάτων που έχουμε στη χώρα μας και των θυμάτων που θρηνούμε.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς ούτε από το άνοιγμα της ψαλίδας στην πρόθεση ψήφου υπέρ της ΝΔ και στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι, άλλωστε, ακόμη πιο αποκαλυπτικό το γεγονός ότι το 80,4% των πολιτών, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη μέτρηση της εταιρίας Marc, θεωρεί αναγκαία τα μέτρα που λήφθηκαν λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και μόνο το 8,7% τα βρίσκει υπερβολικά.
Ούτε βεβαίως μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι μόλις και μετά βίας το 20,7% των ερωτηθέντων βρίσκουν ρεαλιστικά τα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το 43,8% των πολιτών τα βρίσκει μη ρεαλιστικά και ανάμεσα τους είναι οι μισοί από όσους ψήφισαν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις τελευταίες εκλογές.
Υπάρχει βεβαίως και ένα ποσοστό της τάξης του 26,9% που δηλώνει ότι «δεν έχει ακούσει» για τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που ίσως μπορεί να επιχειρηθεί να αποτελέσει ένα είδος μάχης οπισθοφυλακής, από αυτές που συνηθίζει δίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορώντας συλλήβδην τα μέσα ενημέρωσης ότι δεν προβάλουν τις θέσεις του επειδή η κυβέρνηση τα «εξαγόρασε» με το… ιλιγγιώδες ποσό των 11 εκατ. ευρώ.
Δεν το αντιλαμβάνονται, μάλλον, αλλά η αντιπολιτευτική στρατηγική αυτού του είδους είναι άγονη και αδιέξοδη. Γιατί, αλήθεια, με εξαίρεση τους λίγους φανατικούς, ποιος πολίτης μπορεί να πιστέψει ότι είναι άλλη η πραγματικότητα από αυτήν που βλέπει, επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε, όπως και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να στηρίξει τον χειμαζόμενο κλάδο της ενημέρωσης;
Μπορεί, οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος να πιστέψει ότι τα μέσα ενημέρωσης τα οποία σέβονται τον εαυτό του και στελεχώνονται από επαγγελματίες δεν θα ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη εάν είχε συμπεριφερθεί όπως οι κυβερνήσεις του Τραμπ, του Ερντογάν, του Τζόνσον ή –ακόμη, ακόμη- και του Μακρόν ο οποίος, όταν εδώ στην Ελλάδα έκλειναν τα σχολεία, επέτρεπε στη Γαλλία τη διεξαγωγή δημοτικών εκλογών;
Αντί, λοιπόν, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσπαθεί να βγάλει… από τη μύγα ξύγκι», θα ήταν αποδοτικότερο και για την ίδια και για τους πολίτες να έπαυε να φαντασιώνεται συνωμοσίες και να έβλεπε κατάματα την πραγματικότητα, όπως αποτυπώνεται στις απαντήσεις σύμφωνα με τις οποίες μόνον ένας στους δέκα Έλληνες πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ενώ το 51% πιστεύει ότι θα ήταν χειρότερα.
Το καλύτερο, λοιπόν, που έχουν να κάνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού μόλις πριν από λίγους μήνες παρέδωσε την εξουσία, είναι να διεκδικήσουν μερίδιο από την επιτυχία. Το οποίο θα μπορέσουν να αποσπάσουν υποστηρίζοντας με θετική προαίρεση ότι δεν έγιναν όλα το τελευταίο εννεάμηνο, αντί να γκρινιάζουν αρνούμενοι την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια και στα αυτιά όλης της υφηλίου.
Όσο αρνούνται την βοώσα πραγματικότητα, θα πληρώνουν βαρύ τίμημα, χάνοντας πλούτο και φήμη, όπως ο καθηγητής Φίσερ…        

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

«Βόρβορος» μέσα στο Μαξίμου


Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κάποιος ότι πέφτει από τα σύννεφα με όσα βορβορώδη αποκαλύπτονται αυτές τις μέρες στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής που διερευνά το παραδικαστικό κύκλωμα το οποίο, με αφορμή την υπόθεση Novartis, έστησε μια σκευωρία για να εξουδετερώσει τους βασικούς πολιτικούς αντιπάλους της προηγούμενης κυβέρνησης.
Όποιος έχει έστω και κατ΄ ελάχιστον ασχοληθεί με αυτή την ιστορία, δεν δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι εξυφάνθηκε μια μάλλον ερασιτεχνική συνωμοσία με επιστράτευση κουκουλοφόρων ψευδομαρτύρων που στόχο είχε να ελεγχθούν οι πολιτικές εξελίξεις και να παραταθεί η παραμονή στην εξουσία του συνονθυλεύματος που αποκαλούνταν «πρώτη φορά Αριστερά» ενώ στην πραγματικότητα απαρτιζόταν από κάθε είδους πολιτικό απολειφάδι που είχε απομακρυνθεί από το παλαιό πολιτικό σύστημα και είχε αναβαπτιστεί στην κολυμβήθρα του «αντιμνημονιακού» Σιλωάμ.
Δεν παύει, ωστόσο, να προκαλεί έκπληξη και σοβαρές απορίες το απροσμέτρητο θράσος με το οποίο ομολογείται ότι το Μέγαρο Μαξίμου είχε επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης μετατραπεί σε χώρο διεκπεραίωσης ιδιωτικών υποθέσεων και διευθέτησης συμφερόντων ανθρώπων που σε κανονικές χώρες δεν θα έπρεπε να περνούν ούτε από το απέναντι πεζοδρόμιο του πρωθυπουργικού γραφείου.
«Πριν από 4 χρόνια με παρακάλεσε ο κ. Παππάς να συναντηθούμε στο γραφείο του με τον κ. Μιωνή επικαλούμενος πιέσεις από την Ισραηλινή Κυβέρνηση», παραδέχεται ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος λίγη ώρα μετά τις ανατριχιαστικές αποκαλύψεις του επιχειρηματία Σάμπυ Μιωνή ότι δέχθηκε μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου εκβιασμό για να καταβάλει χρήματα σε εκδότη προκειμένου να σταματήσει τον πόλεμο που του είχε κηρύξει.
Ο ίδιος ο εκδότης, ο οποίος υποτίθεται ότι κινείται στον χώρο της Δεξιάς, αλλά –τι ειρωνεία;- δεν έχανε και εξακολουθεί να μην χάνει ευκαιρία να ασκεί πολεμική στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει την ετερόκλητη… μάζωξη στο πρωθυπουργικό γραφείο: «Στις αρχές 2016, κλήθηκα εκ νέου στο Μέγαρο Μαξίμου», αναφέρει σε δήλωσή του. «Αυτή τη φορά από τον τότε υπουργό Επικρατείας κ. Ν. Παππά, πάλι με αίτημα τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με τον κ. Μιωνή και πάλι με τη δικαιολογία παρεμβάσεων από το Ισραήλ», προσθέτει.
Και αμέσως μετά, ο άνθρωπος που έχει υπό τον έλεγχό του μέσα ενημέρωσης τα οποία υποτίθεται ότι αντιπολιτεύονταν σφόδρα την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, συμπληρώνει: «Το 2018 έγινε ακόμα μια προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού, πάλι στο γραφείο του κ. Παππά –αυτή τη φορά στο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής. Η συνάντηση οδήγησε στην υπογραφή συμφωνητικού συμβιβασμού με αμοιβαία αποχή από δικαστικές ενέργειες που τηρήθηκε μέχρι πρόσφατα».
Με όση καλή προαίρεση και αν προσεγγίσει κάποιος την υπόθεση, αποδεχόμενος, έστω και ως υπόθεση εργασίας, ότι τόσο ο αναπληρωτής υπουργός όσο και ο εκδότης περιγράφουν τα γεγονότα όπως έγιναν, δεν μπορεί να μην διερωτάται μερικά αυτονόητα πράγματα:
*Από πού και ως που η κυβέρνηση, δια του υπ΄ αριθμόν ένα συνεργάτη του πρωθυπουργού, παρενέβαινε σε ανοικτές δικαστικές υποθέσεις και επεδίωκε συμβιβασμό ανάμεσα σε έναν… αντιπολιτευόμενο εκδότη και έναν ιδιώτη επιχειρηματία, ο οποίος, μάλιστα, επικρινόταν για εμπλοκή στη λίστα Λαγκάρντ που υποτίθεται ότι ήταν το «Ελ Ντοράντο» που θα γέμιζε τα δημόσια ταμεία επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ;
*Αν πιστέψουμε, όπως ισχυρίζονται οι δύο πρωταγωνιστές, ότι οι επίμαχες συναντήσεις έγιναν κατόπιν επιθυμίας της ισραηλινής κυβέρνησης, γιατί ενεπλάκη σε αυτές ο… μέγας διώκτης της διαπλοκής ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης και σε επιχειρηματικά συμφέροντα πρωθυπουργικός συνεργάτης και όχι, για παράδειγμα, το υπουργείο Εξωτερικών, εφόσον όντως απειλούνταν οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις;
*Ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης και γιατί τον κάλεσε στη συνάντηση ο υπουργός Επικρατείας; Δεν είχε ακούσει τίποτε ο κ. Νίκος Παπάς για την διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που είναι κατοχυρωμένες στο ελληνικό Σύνταγμα;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς παραθέτοντας και άλλα ερωτήματα, καθώς η σκληρή αυτή διαμάχη ανάμεσα στον εκδότη και στον επιχειρηματία δεν είναι η μόνη υπόθεση στην οποία, κατά την περίοδο ανάμεσα στον Ιανουάριο του 2015 και τον Ιούλιο του 2019, το Σύνταγμα έγινε κουρελόχαρτο και οι θεσμοί του δημοκρατικού πολιτεύματος καταρρακώθηκαν με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο.
Ας μην αυταπατώμεθα, ωστόσο. Η ομολογημένη συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου ανάμεσα στους κυρίους Παπά, Παπαγγελόπουλο, Φιλιππάκη και Μιωνή δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη απόδειξη ότι επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης συνέβησαν τέρατα και σημεία που δεν συνάδουν με τους κανόνες που διέπουν μια δημοκρατική Πολιτεία.
Η εχθροπάθεια και η μισαλλοδοξία με την οποία αντιμετωπίστηκαν όσοι δεν έδωσαν γη και ύδωρ στην ΣΥΡΙΖΑϊκή εξουσία δεν έχει προηγούμενο. Άνθρωποι δεινοπάθησαν, υπολήψεις υπονομεύθηκαν, πολιτικές δυνάμεις συκοφαντήθηκαν, μόνον και μόνον γιατί δεν δικαιολογούσαν τις λαϊκίστικες αυταπάτες, τις φαντασιώσεις και τις ψευδαισθήσεις με τις οποίες αρχικά διεκδικήθηκε η διακυβέρνηση και στη συνέχεια κυβερνήθηκε η χώρα.
Στον αντίποδα, όσοι εμφανίζονταν ως συνεργάσιμοι, απολάμβαναν ένα πρωτόγνωρο άλλοθι και μια άνευ προηγούμενου ασυλία, ανεξάρτητα αν προέρχονταν από την Άκρα Δεξιά ή την Άκρα Αριστερά, αν είχε εμπλακεί σε σκάνδαλα ή αν ήταν απλώς ένας ανίκανος ή ένας κοινός απατεώνας που το προηγούμενο σύστημα τον είχε ξεβράσει και αναζητούσε καινούργια στέγη.
Και μόνον, άλλωστε, ότι ο (αποτυχημένος) αρχηγός της ΕΥΠ μιας προηγούμενης κυβέρνησης ανέλαβε υπεύθυνος για τη Δικαιοσύνη και τη Διαφάνεια την οποία δήθεν σκόπευε να επαναφέρει η… αριστερή κυβέρνηση, αρκεί για να αντιληφθεί και ο πιο καλοπροαίρετος πολίτης για το πόσο προσχηματικές ήταν οι διακηρύξεις ότι τάχατες «τελειώνουμε με το παλαιό»…