Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Novartis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Novartis. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2020

«Βόρβορος» μέσα στο Μαξίμου


Είναι δύσκολο να υποστηρίξει κάποιος ότι πέφτει από τα σύννεφα με όσα βορβορώδη αποκαλύπτονται αυτές τις μέρες στην Προανακριτική Επιτροπή της Βουλής που διερευνά το παραδικαστικό κύκλωμα το οποίο, με αφορμή την υπόθεση Novartis, έστησε μια σκευωρία για να εξουδετερώσει τους βασικούς πολιτικούς αντιπάλους της προηγούμενης κυβέρνησης.
Όποιος έχει έστω και κατ΄ ελάχιστον ασχοληθεί με αυτή την ιστορία, δεν δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι εξυφάνθηκε μια μάλλον ερασιτεχνική συνωμοσία με επιστράτευση κουκουλοφόρων ψευδομαρτύρων που στόχο είχε να ελεγχθούν οι πολιτικές εξελίξεις και να παραταθεί η παραμονή στην εξουσία του συνονθυλεύματος που αποκαλούνταν «πρώτη φορά Αριστερά» ενώ στην πραγματικότητα απαρτιζόταν από κάθε είδους πολιτικό απολειφάδι που είχε απομακρυνθεί από το παλαιό πολιτικό σύστημα και είχε αναβαπτιστεί στην κολυμβήθρα του «αντιμνημονιακού» Σιλωάμ.
Δεν παύει, ωστόσο, να προκαλεί έκπληξη και σοβαρές απορίες το απροσμέτρητο θράσος με το οποίο ομολογείται ότι το Μέγαρο Μαξίμου είχε επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης μετατραπεί σε χώρο διεκπεραίωσης ιδιωτικών υποθέσεων και διευθέτησης συμφερόντων ανθρώπων που σε κανονικές χώρες δεν θα έπρεπε να περνούν ούτε από το απέναντι πεζοδρόμιο του πρωθυπουργικού γραφείου.
«Πριν από 4 χρόνια με παρακάλεσε ο κ. Παππάς να συναντηθούμε στο γραφείο του με τον κ. Μιωνή επικαλούμενος πιέσεις από την Ισραηλινή Κυβέρνηση», παραδέχεται ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος λίγη ώρα μετά τις ανατριχιαστικές αποκαλύψεις του επιχειρηματία Σάμπυ Μιωνή ότι δέχθηκε μέσα στο Μέγαρο Μαξίμου εκβιασμό για να καταβάλει χρήματα σε εκδότη προκειμένου να σταματήσει τον πόλεμο που του είχε κηρύξει.
Ο ίδιος ο εκδότης, ο οποίος υποτίθεται ότι κινείται στον χώρο της Δεξιάς, αλλά –τι ειρωνεία;- δεν έχανε και εξακολουθεί να μην χάνει ευκαιρία να ασκεί πολεμική στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, επιβεβαιώνει την ετερόκλητη… μάζωξη στο πρωθυπουργικό γραφείο: «Στις αρχές 2016, κλήθηκα εκ νέου στο Μέγαρο Μαξίμου», αναφέρει σε δήλωσή του. «Αυτή τη φορά από τον τότε υπουργό Επικρατείας κ. Ν. Παππά, πάλι με αίτημα τον εξωδικαστικό συμβιβασμό με τον κ. Μιωνή και πάλι με τη δικαιολογία παρεμβάσεων από το Ισραήλ», προσθέτει.
Και αμέσως μετά, ο άνθρωπος που έχει υπό τον έλεγχό του μέσα ενημέρωσης τα οποία υποτίθεται ότι αντιπολιτεύονταν σφόδρα την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, συμπληρώνει: «Το 2018 έγινε ακόμα μια προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού, πάλι στο γραφείο του κ. Παππά –αυτή τη φορά στο υπουργείο Ψηφιακής Πολιτικής. Η συνάντηση οδήγησε στην υπογραφή συμφωνητικού συμβιβασμού με αμοιβαία αποχή από δικαστικές ενέργειες που τηρήθηκε μέχρι πρόσφατα».
Με όση καλή προαίρεση και αν προσεγγίσει κάποιος την υπόθεση, αποδεχόμενος, έστω και ως υπόθεση εργασίας, ότι τόσο ο αναπληρωτής υπουργός όσο και ο εκδότης περιγράφουν τα γεγονότα όπως έγιναν, δεν μπορεί να μην διερωτάται μερικά αυτονόητα πράγματα:
*Από πού και ως που η κυβέρνηση, δια του υπ΄ αριθμόν ένα συνεργάτη του πρωθυπουργού, παρενέβαινε σε ανοικτές δικαστικές υποθέσεις και επεδίωκε συμβιβασμό ανάμεσα σε έναν… αντιπολιτευόμενο εκδότη και έναν ιδιώτη επιχειρηματία, ο οποίος, μάλιστα, επικρινόταν για εμπλοκή στη λίστα Λαγκάρντ που υποτίθεται ότι ήταν το «Ελ Ντοράντο» που θα γέμιζε τα δημόσια ταμεία επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ;
*Αν πιστέψουμε, όπως ισχυρίζονται οι δύο πρωταγωνιστές, ότι οι επίμαχες συναντήσεις έγιναν κατόπιν επιθυμίας της ισραηλινής κυβέρνησης, γιατί ενεπλάκη σε αυτές ο… μέγας διώκτης της διαπλοκής ανάμεσα στα μέσα ενημέρωσης και σε επιχειρηματικά συμφέροντα πρωθυπουργικός συνεργάτης και όχι, για παράδειγμα, το υπουργείο Εξωτερικών, εφόσον όντως απειλούνταν οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις;
*Ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης και γιατί τον κάλεσε στη συνάντηση ο υπουργός Επικρατείας; Δεν είχε ακούσει τίποτε ο κ. Νίκος Παπάς για την διάκριση των εξουσιών και την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που είναι κατοχυρωμένες στο ελληνικό Σύνταγμα;
Θα μπορούσε να συνεχίσει κανείς παραθέτοντας και άλλα ερωτήματα, καθώς η σκληρή αυτή διαμάχη ανάμεσα στον εκδότη και στον επιχειρηματία δεν είναι η μόνη υπόθεση στην οποία, κατά την περίοδο ανάμεσα στον Ιανουάριο του 2015 και τον Ιούλιο του 2019, το Σύνταγμα έγινε κουρελόχαρτο και οι θεσμοί του δημοκρατικού πολιτεύματος καταρρακώθηκαν με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο.
Ας μην αυταπατώμεθα, ωστόσο. Η ομολογημένη συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου ανάμεσα στους κυρίους Παπά, Παπαγγελόπουλο, Φιλιππάκη και Μιωνή δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η μόνη απόδειξη ότι επί των ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης συνέβησαν τέρατα και σημεία που δεν συνάδουν με τους κανόνες που διέπουν μια δημοκρατική Πολιτεία.
Η εχθροπάθεια και η μισαλλοδοξία με την οποία αντιμετωπίστηκαν όσοι δεν έδωσαν γη και ύδωρ στην ΣΥΡΙΖΑϊκή εξουσία δεν έχει προηγούμενο. Άνθρωποι δεινοπάθησαν, υπολήψεις υπονομεύθηκαν, πολιτικές δυνάμεις συκοφαντήθηκαν, μόνον και μόνον γιατί δεν δικαιολογούσαν τις λαϊκίστικες αυταπάτες, τις φαντασιώσεις και τις ψευδαισθήσεις με τις οποίες αρχικά διεκδικήθηκε η διακυβέρνηση και στη συνέχεια κυβερνήθηκε η χώρα.
Στον αντίποδα, όσοι εμφανίζονταν ως συνεργάσιμοι, απολάμβαναν ένα πρωτόγνωρο άλλοθι και μια άνευ προηγούμενου ασυλία, ανεξάρτητα αν προέρχονταν από την Άκρα Δεξιά ή την Άκρα Αριστερά, αν είχε εμπλακεί σε σκάνδαλα ή αν ήταν απλώς ένας ανίκανος ή ένας κοινός απατεώνας που το προηγούμενο σύστημα τον είχε ξεβράσει και αναζητούσε καινούργια στέγη.
Και μόνον, άλλωστε, ότι ο (αποτυχημένος) αρχηγός της ΕΥΠ μιας προηγούμενης κυβέρνησης ανέλαβε υπεύθυνος για τη Δικαιοσύνη και τη Διαφάνεια την οποία δήθεν σκόπευε να επαναφέρει η… αριστερή κυβέρνηση, αρκεί για να αντιληφθεί και ο πιο καλοπροαίρετος πολίτης για το πόσο προσχηματικές ήταν οι διακηρύξεις ότι τάχατες «τελειώνουμε με το παλαιό»…

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2020

Αν υπήρχαν κουκουλοφόροι το 1989 ο Ανδρέας Παπανδρέου θα είχε πάει φυλακή


Υπό άλλες συνθήκες θα ήταν… διασκεδαστική η απέλπιδα προσπάθεια την οποία καταβάλουν τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι συνδεδεμένοι μαζί τους επικοινωνιακοί μηχανισμοί να μην αποκαλυφθούν οι «κουκουλοφόροι» που χρησιμοποιήθηκαν ως μάρτυρες για να εξοντωθούν οι πολιτικοί αντίπαλοι της προηγούμενης κυβέρνησης.
Με την τροπή, όμως, που έχουν πάρει τα πράγματα, κάθε άλλο παρά… διασκεδαστική καταλήγει να είναι η μάχη την οποία δίνουν για να μην βγουν οι κουκούλες. Είναι μια μάχη άκρως αποκαλυπτική. Είναι αποκαλυπτική τόσο για τα μέσα με τα οποία ασκήθηκε η κυβερνητική εξουσία κατά την αλήστου μνήμης υπερτετραετή θητεία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όσο και για το γεγονός ότι η πολλαπλή εκλογική ήττα που υπέστη το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα τον προηγούμενο χρόνο δεν δίδαξε τίποτε ούτε τον ίδιο τον πρώην πρωθυπουργό ούτε τους συνεργάτες του.
Θα περίμενε κανείς από μια πολιτική δύναμη που θέλει να περνιέται ως «προοδευτική» να έχει την παρρησία να ταχθεί, αν όχι και να πρωταγωνιστήσει, υπέρ της πλήρους διαφάνειας σε μια υπόθεση που προαναγγέλθηκε ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο όλων των εποχών» και πλέον όλα μαρτυρούν ότι θα καταλήξει σε ένα χωρίς προηγούμενο φιάσκο για όσους ενορχήστρωσαν μια τόσο κακοφτιαγμένη σκευωρία.
Πέρασαν, άλλωστε, δύο ολόκληρα χρόνια αφότου η προηγούμενη Βουλή αποφάσισε, στηριγμένη στην ανώνυμη μαρτυρία τριών προσώπων, να παραπέμψει δέκα κορυφαίους πολιτικούς. Στο διάστημα αυτό, ωστόσο, δεν προέκυψε κανένα απολύτως στοιχείο που να δικαιολογεί την παραπομπή ή να επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των τριών «κουκουλοφόρων», ένας εκ των οποίων αυτοαποκαλύφθηκε και συνάμα αποκάλυψε την ταυτότητα των άλλων δύο.
Γι΄ αυτό και μάλλον δεν έχει πλέον κανένα νόημα το δήθεν κρυφτούλι που εξακολουθεί να παίζεται για το ποιοι είναι οι υποτιθέμενοι «ανώνυμοι» μάρτυρες. Είναι πρόσωπα που τα γνωρίζει όποιος από το πανελλήνιο έχει στοιχειωδώς ασχοληθεί με την βορβορώδη αυτή υπόθεση. Γνωρίζουν επίσης οι πάντες ότι όταν κλήθηκαν να καταθέσουν με τα κανονικά τους ονόματα δεν είχαν να εισφέρουν απολύτως τίποτε για να «δεθούν» οι κατηγορίες για δωροδοκίες πολιτικών που εκτόξευσαν πίσω από τις κουκούλες.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι οι ίδιοι οι εισαγγελικοί λειτουργοί οι οποίοι είχαν πάρει τις αρχικές καταθέσεις των «κουκουλοφόρων» και έστειλαν στη Βουλή τον φάκελο της δικογραφίας, στον οποίο περιείχοντο οι διαβόητοι ισχυρισμοί για… τροχήλατες βαλίτσες με μαύρο χρήμα και άλλα ευφάνταστα σενάρια κινηματογραφικού τύπου, υποχρεώθηκαν να αρχειοθετήσουν τις κατηγορίες για τους περισσότερους πολιτικούς.
Πρέπει μάλιστα να υπογραμμιστεί ότι τις αρχειοθέτησαν αφού προηγουμένως άνοιξαν… διάπλατα τους τραπεζικούς λογαριασμούς και ερεύνησαν ακόμη και τις θυρίδες όλων όσοι στοχοποιήθηκαν, χωρίς, σε πείσμα ενός ορυμαγδού δημοσιευμάτων ότι εντοπίστηκαν μίζες, να βρεθεί στους ίδιους ή σε συγγενείς τους κανένα ίχνος που να παραπέμπει σε δωροδοκία ή άλλη διάσταση διαφθοράς που να επιβεβαιώνει, έστω και κατ΄ ελάχιστον, τις καταθέσεις των κουκουλοφόρων.
Κατόπιν όλων αυτών, τι πιο λογικό από το να εξεταστούν οι συγκεκριμένοι μάρτυρες από τα μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής της Βουλής ώστε να διαπιστωθούν τα κίνητρα που τους οδήγησαν να καταθέσουν όσα κατέθεσαν και τα οποία κανείς άλλος δεν επιβεβαίωσε;
Αν υποθέσουμε ότι το έκαναν επειδή ήταν οι ίδιοι εμπλεκόμενοι στο σκάνδαλο ή διότι κάποιος τους υποσχέθηκε ότι θα αμειφθούν, π.χ. από το FBI, για την ψευδομαρτυρία τους, οι πρώτοι που θα έπρεπε να θέλουν την αποκάλυψη της αλήθειας είναι η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ που, αν δεν συμμετείχε στην ενορχήστρωση, όπως πολλοί υποπτεύονται και εξαιτίας της τωρινής αντίδρασης, τότε «έπεσε θύμα απατεώνων».
Κάποιος, άλλωστε, από τα εκατοντάδες παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ που είναι τώρα στρατευμένα στον ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να θυμίσει στους «συντρόφους» της Κουμουνδούρου ότι αν το 1989 είχαν καταθέσει με κουκούλες οι ψευδομάρτυρες που είχαν εμφανιστεί να δηλώνουν ότι «ο Ανδρέας Παπανδρέου έπαιρνε χρήματα σε κούτες πάμπερς», η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου θα ήταν μάλλον διαφορετική από εκείνη που, κόντρα στη βούληση πολλών στελεχών του τότε Συνασπισμού, εκδόθηκε τελικά.
Αν δεν εμφανιζόταν με τις… φάτσες τους ενώπιον του δικαστικού ακροατηρίου «μπουμπούκια», όπως ο Μαμανέας και άλλοι σωματοφύλακες του Κοσκωτά, που υποτίθεται ότι ήταν αυτόπτες μάρτυρες της μεταφοράς των χρημάτων, δεν θα είχαν καταρρεύσει με πάταγο οι αρχικές καταθέσεις τις οποίες –«δασκαλεμένοι», προφανώς- είχαν δώσει στις εισαγγελικές αρχές.
Ακόμη και ο «σκληρός» Βασίλης Κόκκινος που προήδρευε του Ειδικού Δικαστηρίου, υποχρεώθηκε να αποπέμψει ορισμένους εξ αυτών, αντιλαμβανόμενος ότι δεν μπορούσαν να υποστηρίξουν όσα είχαν καταθέσει στην ανάκριση. Αν είχαν καταφέρει να το κάνουν από την ασφάλεια που θα μπορούσε να τους εξασφαλίσει η ανωνυμία της κουκούλας, πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η καταδίκη του πρώην πρωθυπουργού και ενδεχομένως και η φυλάκισή του θα ήταν αναπόφευκτες.
Ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο οποίος έζησε στο πετσί του το άθλιο κλίμα εκείνης της εποχής και είναι τώρα νομικός παραστάτης του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου, θα μπορούσε, αν ήθελε, να επισημάνει στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ τις ολέθριες συνέπειες που μπορεί να έχει η επιστράτευση ψευδομαρτύρων.
Αν δεν το κάνει ο παθών κ. Τσοβόλας, που πλέον δεν πολιτεύεται, ας ελπίσουμε ότι θα βρεθεί κάποιος άλλος από τους προερχόμενους από το ΠΑΣΟΚ που βρήκαν στέγη στην Κουμουνδούρου, για να προειδοποιήσει τον κ. Τσίπρα ότι στη Δημοκρατική Παράταξη, στην παράταξη του μέτρου και της λογικής, δεν μπορεί να φιλοδοξεί ότι θα ηγηθεί κάποιος ο οποίος βλέπει μπροστά του να εκτυλίσσεται μια σκευωρία και, αντί να ζητάει να πέσει φως στην υπόθεση, μάχεται για να επικρατήσει το σκοτάδι.

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Φτάνει πια με τα «μανιφέστα» και τα… «πραξικοπήματα»


Θα είχε ενδιαφέρον αν καταπιανόταν κάποιος από τους τηρούντες τα αρχεία της Βουλής των Ελλήνων με το εγχείρημα να καταγράψει πόσες φορές από τη Μεταπολίτευση και ύστερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν καταγγείλει την εκδήλωση «κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος».
Το αποτέλεσμα της καταγραφής είναι σίγουρο ότι θα εξέπληττε τους πάντες, διότι είναι ασύλληπτη η συχνότητα με την οποία ακούγεται η φράση «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» στη Βουλή μιας χώρας η οποία έχει ζήσει πραγματικά ανώμαλες περιόδους και έχει βιώσει κανονικά πραξικοπήματα και κατάληψη της εξουσίας δια της βίας των όπλων.
Οι συντάκτες που παρακολουθούσαμε τα παλαιότερα χρόνια το ρεπορτάζ της Βουλής είχαμε εντοπίσει έναν συγκεκριμένο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο κόμματος, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να διατυπώσει τέτοιους ισχυρισμούς ακόμη και για πράγματα που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως … ψύλλου πήδημα.
Όπως, για παράδειγμα, η υιοθέτηση μιας εκπρόσθεσμης τροπολογίας ή ο περιορισμός του χρόνου ομιλίας των βουλευτών επειδή είχε είχαν παρέλθει προ πολλού τα μεσάνυχτα που είχε συμφωνηθεί να λήξει η συνεδρίαση. Οι πρακτικές αυτού του είδους ήταν μεν ολίγον τι θεσμικά ανορθόδοξες, πλην, όμως, εύρισκαν έρεισμα στον Κανονισμό του Σώματος.
Ο ρέκτης βουλευτής, ωστόσο, δεν πτοούνταν από τέτοιες… λεπτομέρειες. Και την καταγγελία του για «πραξικόπημα» την έκανε ούτως ή άλλως, παραβλέποντας ότι στην πραγματικότητα ίσχυε η ρήση «μόνος του τα έλεγε, μόνος τα άκουγε».
Συχνά, μάλιστα, ορισμένοι από τους εργαζόμενους στη Βουλή –αφενός χάριν… παιδιάς και αφετέρου επειδή δεν άντεχαν άλλο άσκοπο ξενύχτι- τον προέτρεπαν να… «ρίξει από νωρίς την καταγγελία για “πραξικόπημα” και να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενος». Έτσι ώστε να πάμε όλοι μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια μας…
Θυμήθηκα τούτες τις ιστορίες του παρελθόντος παρακολουθώντας αυτές τις μέρες ακόμη και –κατά τεκμήριο- νουνεχή στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υιοθετούν χαρακτηρισμούς για «πρωτοφανές κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» προκειμένου να αντιδράσουν στην απόφαση να εξαιρεθούν οι βουλευτές Παύλος Πολάκης και Δημήτρης Τζανακόπουλος από μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει την ενδεχόμενη εμπλοκή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στην πιθανολογούμενη σκευωρία γύρω από το σκάνδαλο Novartis.
Υπό κανονικές συνθήκες σε μια ευνομούμενη χώρα οι δύο βουλευτές θα έπρεπε οι ίδιοι να είχαν εκφράσει την ευθιξία να μη συμμετάσχουν ως «ανακριτές» στην εν λόγω Επιτροπή για να μπορέσουν κατόπιν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Και -γιατί όχι;- να… ξετινάξουν τις «άδικες» αιτιάσεις στο πρόσωπό τους ότι μετείχαν στο στήσιμο της σκευωρίας για την ενοχοποίηση των αντιπάλων τους.
Πέρα από νομικές περικοκλάδες, αντιλαμβάνεται ο κάθε λογικός άνθρωπος ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα στην ίδια υπόθεση ανακριτής και μάρτυς. Άρα, από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, έχουν προταθεί ως μάρτυρες, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να είναι και «ανακριτές».
Αν, πολύ περισσότερο, θεωρούν ότι εμπλέκονται αδίκως από τους αντιπάλους τους –ο μεν γιατί μετέβη στον Άρειο Πάγο λίγο πριν την εσπευσμένη αποστολή του φακέλου της δικογραφίας στη Βουλή, ο δε επειδή δήλωνε δημόσια στην τηλεόραση ότι ήξερε τα ονόματα και τον ρόλο των προστατευόμενων μαρτύρων-, θα ανέμενε κανείς να προτιμήσουν τον ρόλο του μάρτυρα προκειμένου να αποσείσουν τα όσα τους αποδίδονται.
Στο τέλος – τέλος από τους 86 –ζωή να έχουν…- βουλευτές που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα σύνθεση της Βουλής, αποκλείεται να μην έχει άλλους δύο ικανούς για να ασκήσουν τα ανακριτικά καθήκοντα που επιφυλάσσουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής στα μέλη της Προανακριτικών Επιτροπών. Δεν μπορεί οι μόνοι ικανοί να είναι ο Πολάκης μα τον Τζανακόπουλο.
Είναι αλήθεια ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είμαστε λαός της υπερβολής και έχουμε μια ροπή προς τον βερμπαλισμό, που είναι τόση έντονη ώστε να αισθάνεται κανείς ότι οι λέξεις μιας τόσο πλούσιας στην έκφραση γλώσσας χάνουν το νόημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν εκπλήσσεται κάποιος διαπιστώνοντας ότι με την ίδια ευκολία που βουλευτές καταγγέλλουν –χωρίς ουσιώδη λόγο και πραγματική αιτία- «πραξικοπήματα», μια παρέα από κοριτσόπουλα βαφτίζουν «μανιφέστο»(!) τη… σχολική έκθεση για τα πλεονεκτήματα της παγκόσμιας ειρήνης με την οποία επιχείρησαν να «ντύσουν ιδεολογικά» το φθηνό happening που οργάνωσαν τη μέρα της εθνικής επετείου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Με αυτά και με αυτά, λοιπόν, στη χώρα στην οποία γεννήθηκε το μέτρο αισθάνεται κανείς ότι δεν είναι λίγοι όσοι –από το πολιτικό προσωπικό, αλλά και τους απλούς πολίτες- επιλέγουν τα άκρα και καταφεύγουν στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» που τις περισσότερες φορές είναι χωρίς αντίκρισμα.
Γιατί, άραγε; Και, κυρίως, ως πότε;