Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 11 Φεβρουαρίου 2015

Η «κότα» και το τιμόνι

Η ψήφος εμπιστοσύνης που έλαβε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ συνιστά, εκ των πραγμάτων, ένα σημαντικό ορόσημο που χωρίζει τις προεκλογικές εξαγγελίες από τη μετεκλογική πραγματικότητα.
Έτσι, πέρα από τους πολλούς –συνήθεις και μη- βερμπαλισμούς (όπως τα περί… ιστορικότητας και άλλα ηχηρά παρόμοια) που ακούστηκαν κατά τις τρεις μέρες συζήτησης στη Βουλή επί των προγραμματικών δηλώσεων της κυβέρνησης, η ψήφος των κυβερνητικών βουλευτών οριοθετεί μια καινούργια αφετηρία, ένα ξεκίνημα που δρομολογεί εξελίξεις οι οποίες, όμως, δεν θα είναι ευθύγραμμες.
Τα δύσκολα, εξάλλου, μόλις τώρα αρχίζουν για τη νέα κυβέρνηση, καθώς οι ευνοϊκοί συσχετισμοί που –παραπέμποντας σε έναν απόλυτα ανέφελο «μήνα του μέλιτος»- είχε να αντιμετωπίσει στο ελληνικό Κοινοβούλιο δεν έχουν σχέση με τους συσχετισμούς που θα βρει στις επικείμενες συνεδριάσεις του Eurogroup ή στη Σύνοδο Κορυφής των Ευρωπαίων ηγετών.
Στο σκληρό παιχνίδι που θα παιχθεί εκεί και το οποίο θα καθορίσει πιθανότατα τις τύχες της Ελλάδας για τα πολλά επόμενα χρόνια, δεν χωρούν και δεν μπορούν να αποτελέσουν άλλοθι εύκολες και εύηχες επικλήσεις περί της λαϊκής κυριαρχίας (που συμβαίνει να μην είναι η πρώτη φορά που εκφράζεται…)
Όλα τα προγνωστικά, άλλωστε, δείχνουν ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα παιχνίδι στρατηγικής βγαλμένο μέσα από την αγαπημένη «Θεωρία Παιγνίων» του πρωταγωνιστή των ημερών, υπουργού Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη: το περίφημο «chicken game» ή επί το ελληνικότερο «παιχνίδι της κότας».
Όπως περιγράφεται στα πανεπιστημιακά εγχειρίδια, ορισμένα από τα οποία μάλιστα υπογράφονται και από τον ίδιο τον κ. Βαρουφάκη, το συγκεκριμένο παιχνίδι αφορά δύο κατ΄ αρχήν λογικά άτομα τα οποία ανταγωνίζονται σε ένα εξόχως επικίνδυνο στοίχημα που έχει ως εξής: ξεκινούν με τα αυτοκίνητά τους από αντίθετες κατευθύνσεις και κινούνται ο ένας απέναντι στον άλλο σε πορεία σύγκρουσης.
Όποιος από τους δύο στρίψει πρώτος για να αποφύγει τη μετωπική θα είναι ο δειλός (η «κότα», δηλαδή) και θα χάσει το στοίχημα, ενώ αν στρίψουν και οι δύο τότε το παιχνίδι θα κριθεί ισόπαλο και δεν θα υπάρξει ούτε νικητής ούτε ηττημένος.
Αν, ωστόσο, ο ένας από τους δύο παίκτες αποφασίσει να τα παίξει «όλα για όλα» και να κερδίσει πάση θυσία το στοίχημα, καταφεύγει σε μια κατά τα φαινόμενα παράτολμη, αν όχι και παράλογη, συμπεριφορά: μόλις ξεκινά η πορεία των οχημάτων πετάει από το παράθυρο το τιμόνι του αυτοκινήτου του, στέλνοντας στον αντίπαλο το ηχηρό μήνυμα ότι είναι αποφασισμένος να μην κάνει την «κότα», αφού και να ήθελε να στρίψει, κάτι τέτοιο είναι, πλέον, αδύνατον.
Αν κάνει το ίδιο και ο άλλος οδηγός, πετάξει δηλαδή κι εκείνος το δικό του τιμόνι, η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Ο παράτολμος, όμως, που –ενδεχομένως με μια κραυγή… «ουάου»- πετάει πρώτος το τιμόνι ποντάρει στο ότι ο αντίπαλός του δεν θα απαντήσει στην πρόκληση και  θα προτιμήσει να στρίψει για να αποτρέψει τη μετωπική.
Αν τα δύο οχήματα είναι ισοδύναμης ανθεκτικότητας η σύγκρουση θα επιφέρει αντίστοιχες ζημιές και στους δύο παράτολμους οδηγούς που θα επιδιώξουν τη σύγκρουση.
Τι γίνεται, όμως, αν τα οχήματα διαφέρουν σημαντικά στο επίπεδο της ανθεκτικότητά τους; Ποιο, για παράδειγμα, θα είναι το αποτέλεσμα του παιχνιδιού αν αυτός που πετάξει πρώτος το τιμόνι επιβαίνει σε τεθωρακισμένο όχημα και τι θα κάνει ο αντίπαλος του αν οδηγεί ένα συμβατικό όχημα;
Γνωστοί και φίλοι του κ. Βαρουφάκη από το Πανεπιστήμιο και τα μέσα ενημέρωσης επιμένουν ότι αν η κυβερνητική ηγεσία του δώσει την ευθύνη του οχήματος, το τιμόνι από τα πρώτα λεπτά της κούρσας θα έχει πεταχθεί έξω από παράθυρο. Όπως υποστηρίζουν, οι μεγαλοστομίες που χρησιμοποιεί τις δύο τελευταίες εβδομάδες –έστω και αν κάποιες μετά τις παίρνει πίσω…- μαρτυρούν ότι ζει για τη στιγμή που θα εφαρμόσει τις θεωρίες που τον έκαναν διάσημο.
Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, το ερώτημα είναι τι θα κάνει η πλευρά των εταίρων και δανειστών της Ελλάδας: θα στρίψει εγκαίρως, ρισκάροντας να καταταγεί στην κατηγορία των… «κοτόπουλων» ή θα πετάξει κι εκείνη το τιμόνι, ποντάροντας, πιθανώς, στο διαφορετικό επίπεδο ανθεκτικότητας των οχημάτων;
Ας ελπίσουμε ότι οι νουνεχείς που βρίσκονται τόσο στην εγχώρια κυβερνητική ηγεσία, όσο και στην ευρωπαϊκή, θα φροντίσουν να μην αποσπώνται τα τιμόνια από τα οχήματα των δύο πλευρών, ώστε να εξελιχθούν τα πράγματα όπως φαίνεται ότι πάνε να εξελιχθούν. Χωρίς, δηλαδή, πεισματικά στοιχήματα και πολύ περισσότερο δίχως τη διαφαινόμενη μετωπική που θα ήθελαν οι θερμοκέφαλοι της μιας η της άλλης πλευράς.

Γιατί, αλλιώς, ο… Θεός της Ελλάδας να βάλει το χέρι του!

Τρίτη 3 Φεβρουαρίου 2015

Η… ανακάλυψη της Αμερικής



Αποτελεί σχεδόν μαθηματικού τύπου αξίωμα στην Πολιτική ότι κάθε καινούργια κυβέρνηση που σχηματίζεται θέλει τον χρόνο της για να δώσει το δείγμα γραφής της και να προσαρμοστεί στη μετεκλογική πραγματικότητα που, όσο και αν ορκίζονται οι πάντες για το αντίθετο, συνηθέστατα διαφέρει από την προεκλογική ατμόσφαιρα.

Αξιωματικού χαρακτήρα είναι επίσης και η περίοδος ανοχής που σχεδόν παγίως δίνεται από τους πολίτες στα στελέχη της νεοσχηματισθείσας κυβέρνησης, τόσο από όσους τους ψήφισαν όσο και από εκείνους που δεν τους ψήφισαν, αλλά εύχονται –ειλικρινώς όταν δεν έχουν… αντιτιθέμενα συμφέροντα- να πετύχουν στους στόχους τους οι οποίοι, τις περισσότερες φορές, είναι τόσο... ευρύχωροι που χωρούν τους πάντες.

Γι΄ αυτό και πολλά από όσα λέγονται και γίνονται τις πρώτες μέρες της (εκάστοτε) καινούργιας κυβερνητικής θητείας όταν δεν αντιμετωπίζονται με ενθουσιασμό, όπως συνήθως συμβαίνει με πρόσωπα και καταστάσεις χωρίς παρελθόν, συναντούν σίγουρα μεγάλη συγκατάβαση, όπως, γενικώς, συμβαίνει με πράγματα που είναι ή μοιάζουν «φρέσκα» και κάνουν εντύπωση επειδή τραβούν πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας.

Πρόχειρα ανακαλώ στη μνήμη μου τον τίτλο εφημερίδας που διακρίνεται για τη… συνέπεια της αμέριστης στήριξης σχεδόν προς κάθε νέο σχήμα για «κυβέρνηση με μπλουτζίν», όπως ήταν ο χαρακτηρισμός που απέδιδε στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Κώστα Καραμανλή. Για να μην θυμηθώ τον… ενθουσιασμό που σκόρπισαν οι άγνωστοι ως τότε ενδυματολογικοί κώδικες των συνεργατών του Γιώργου Παπανδρέου…

Μέσα σε αυτό το κλίμα, ωστόσο, πάμπολλες φορές καλλιεργούνται μύθοι και αυταπάτες και δημιουργούνται πρόσκαιρες ψευδαισθήσεις που δεν βοηθούν στη συνειδητοποίηση των πραγματικών δεδομένων που συνθέτουν το εσωτερικό και διεθνές πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου καλείται να κινηθεί η (κάθε) νέα κυβέρνηση με ή χωρίς τη χρήση… «ευφημισμών».

Τα διθυραμβικά, για παράδειγμα, σχόλια που συνόδευσαν τις περίφημες πρόσφατες δηλώσεις του Προέδρου Ομπάμα για το ελληνικό οικονομικό ζήτημα, πόσο ανταποκρίνονται στο μέτρο των όσων είπε ο Αμερικανός ηγέτης; Είναι, άραγε, η πρώτη φορά που ακούγονται τέτοιες απόψεις πέραν του Ατλαντικού ώστε να δικαιολογείται η σπουδή των κυβερνητικών στελεχών να πανηγυρίσουν;        

«Όλοι παρακολουθούμε την πρόκληση που αντιμετωπίζει η Ελλάδα να προχωρήσει σε διαρθρωτικές αλλαγές για να μειώσει το χρέος της», δήλωνε τον Αύγουστο του 2013 ο Πρόεδρος Ομπάμα, έχοντας απέναντι του, στο περίφημο Οβάλ Γραφείο του Λευκού Οίκου, τον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.

«Ο πρωθυπουργός μου είπε ότι είναι δεσμευμένος να προχωρήσει, αλλά δεν μπορούμε να πάμε μονοδιάστατα στη λιτότητα. Πρέπει εκτός από τη δημοσιονομική προσαρμογή να υπάρξει ανάπτυξη και δημιουργία θέσεων εργασίας», τόνιζε ο Αμερικανός Πρόεδρος, προσθέτοντας οι ΗΠΑ θα σταθούν στο πλευρό της Ελλάδας παρέχοντας βοήθεια (!...).

Τα ίδια μας είχε πει ενάμισι μήνα νωρίτερα ο Αμερικανός υπουργός Οικονομικών Τζακ Λιου, τον οποίο ο κ. Σαμαράς είχε φιλοξενήσει στο Μουσείο της Ακρόπολης και γενικώς του είχαμε κάνει, ως χώρα, διαφόρων ειδών «ρεβεράντζες», ευελπιστώντας στις καλές του υπηρεσίες προς την  κατεύθυνση της ανάκαμψης, υπηρεσίες που περιορίστηκαν στα «καλά λόγια».

«Ο Σαμαράς επιδιώκει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης από τον Ομπάμα και υποστήριξη στην προσπάθειά του να επανέλθει η ανάπτυξη στην Ελλάδα», έγραφε η εγκυρότερη εφημερίδα της αμερικανικής πρωτεύουσας Washington Post, με μέλη της συντακτικής ομάδας της οποίας είχε συναντηθεί ο Έλληνας πρωθυπουργός στο πλαίσιο του ταξιδιού του στις ΗΠΑ.

«Η επίσκεψη μπορεί να δώσει στον Έλληνα πρωθυπουργό την ευκαιρία να στείλει μήνυμα στην Άνγκελα Μέρκελ για χαλάρωση της λιτότητας», συμπέραινε το ίδιο διάστημα το πρακτορείο Bloomberg και υπενθύμιζε ότι η συνάντηση (του Αυγούστου του 2013) προηγείτο κατά μερικές εβδομάδες των γερμανικών εκλογών που έγιναν στις 22 Σεπτεμβρίου και πολλοί περίμεναν ότι η Γερμανίδα καγκελάριος αμέσως μετά θα μετρίαζε την πίεση προς την Ελλάδα.

Για όσους διαθέτουν στοιχειώδη μνήμη, η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Και δεν νομίζω να χρειάζεται να… ανακαλύψει κανείς την Αμερική για να προδικάσει το αποτέλεσμα της (υποτιθέμενης, επιτρέψτε μου) αμερικανικής παρέμβασης υπέρ της χώρας μας.

Μακάρι, λοιπόν, στην επικείμενη συνάντηση του Προέδρου Ομπάμα με την καγκελάριο Μέρκελ να κυριαρχήσει το ελληνικό ζήτημα και βρεθεί λύση που να ελαφρύνει τα βάρη που έχουμε και να βοηθήσει την ανάπτυξη που χρειαζόμαστε.

Ας κρατήσουμε, όμως, μικρό καλάθι, γιατί οι δηλώσεις είναι, συνήθως, ανέξοδες, ενώ οι λύσεις κοστίζουν.

Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Δίχως άλλοθι



Με αρκετή απλοχεριά οι Έλληνες ψηφοφόροι έδωσαν στον Αλέξη Τσίπρα σχεδόν ό,τι τους ζήτησε.
Μπορεί το κόμμα του να μην κατέκτησε την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία που επιζητούσε στη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, η ετυμηγορία, όμως, της κυριακάτικης κάλπης είναι τέτοια που ισοδυναμεί με αυτοδυναμία για τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα εκλογικό αποτέλεσμα που αναδεικνύει τον 40χρονο πολιτικό σε πανίσχυρο πρωθυπουργό, ο οποίος, εφόσον πραγματικά το θελήσει, θα έχει λυμένα τα χέρια του για να προχωρήσει σε όλες εκείνες τις μεγάλες αλλαγές τις οποίες για διαφόρους λόγους δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να κάνουν οι προκάτοχοί του.
«Και ελάχιστα να κάνει από όσα υποσχέθηκε, πάλι καλά θα είναι…», ήταν η σχεδόν στερεότυπη επωδός για ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων που με διαφορετική πολιτική προέλευση προσέτρεξαν και ψήφισαν -μάλλον τον κ. Τσίπρα και όχι το κόμμα του- για να «απαλλαγούν» από όσους κυβέρνησαν τα προηγούμενα χρόνια και η παραμονή τους στην εξουσία ταυτίστηκε στη συνείδηση των πολλών με τα αποτελέσματα της ανυπόφορης ύφεσης.   
Η εκ πρώτης όψεως οριακή πλειοψηφία που διαθέτει το πλειοψηφούν κόμμα στη νέα Βουλή, από μειονέκτημα που φαντάζει κατ΄ αρχήν, μπορεί άνετα να μετατραπεί σε απόλυτο πλεονέκτημα που θα του δώσει την ευκαιρία και τη δύναμη στο νέο πρωθυπουργό να μην υποκύψει σε καμία εσωκομματική ή άλλη πίεση και να προχωρήσει αταλάντευτα προς τα μπρος, υπερνικώντας τα όποια εμπόδια ορθωθούν στον δρόμο του.
Η ποικιλία των επιλογών, άλλωστε, που έχει για να συνάψει τις απαραίτητες κάθε φορά πολιτικές συμμαχίες ώστε να προχωρήσει τις προγραμματικές προτεραιότητες και τους υπόλοιπους σχεδιασμούς του, του δίνει μεγάλη ελευθερία κινήσεων που, αν την χρησιμοποιήσει με σύνεση, μόνον οφέλη μπορεί να προσδοκά.
Είναι στην απόλυτη ευχέρεια του κ. Τσίπρα να επιδιώξει τη διακομματική συνεννόηση για τα μείζονα ζητήματα, επιλέγοντας συναινετικές διαδικασίες και πρωτοβουλίες διακομματικού διαλόγου με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του δημοκρατικού τόξου.
Μπορεί, για παράδειγμα, να επιχειρήσει να συνομιλήσει με τη Νέα Δημοκρατία, τερματίζοντας το ιδιότυπο εμφυλιοπολεμικό κλίμα της τελευταίας μνημονιακής πενταετίας που σκιάζει την ελληνική πολιτική ζωή και εμποδίζει τον πρωθυπουργό να συνομιλεί με τους αρχηγούς των κομμάτων της αντιπολίτευσης.
Έχει, επίσης, τη δυνατότητα να συγκροτήσει ένα κυβερνητικό σχήμα με ευρύτερη στήριξη, όπως δήλωνε προεκλογικά ότι ήταν στις προθέσεις του να κάνει, ανεξαρτήτως του αν είχε ή όχι αυτοδυναμία. Μπορεί, λοιπόν, να επιλέξει συμμαχία τόσο με τους ΑΝ.ΕΛ., όσο και με το Ποτάμι ή το ΠΑΣΟΚ, χωρίς κατ΄ ανάγκη να μοιραστεί μαζί τους τα «οφίτσια» που αναλογούν στη νέα εξουσία.
Οι επιλογές που θα κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ τόσο στο μοντέλο διακυβέρνησης όσο και στα πρόσωπα που θα χρησιμοποιήσει –κομματικά στελέχη ή επιστήμονες με γνώση και πολιτική βούληση για αλλαγές;- θα αποτελέσουν ένα καθοριστικό πρώτο δείγμα γραφής το οποίο θα αξιολογηθεί τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και διεθνώς.
Γιατί, κακά τα ψέματα, άλλο πράγμα είναι η επιμονή στα μονοδιάστατα διχαστικά σχήματα του παρελθόντος –«αντιμνημονιακοί» ενάντια στους «μνημονιακούς»- και εντελώς διαφορετικά μηνύματα μπορεί να εκπέμψει ο προσανατολισμός της νέας εξουσίας στην αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που προβάλουν ενόψει της σκληρής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους και δανειστές που είναι υποχρεωμένη να ξεκινήσει άμεσα η κυβέρνηση.
Μετά τη θριαμβική νίκη της Κυριακής, οι λεπτές εσωκομματικές ισορροπίες που διαμορφώνονται στον ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να είναι το μόνο εμπόδιο που προβάλει στην πορεία που έχει χαράξει ο κ. Τσίπρας για να γίνει, εκτός από ικανός και, ένας αποτελεσματικός ηγέτης.
Όντας στην αντιπολίτευση τα προηγούμενα χρόνια, επέδειξε ταλέντο στην υπέρβαση των ενδοκομματικών αντιθέσεων, επιτυγχάνοντας σε μεγάλο βαθμό την ομογενοποίηση του  κόμματός του, το οποίο -ως εκ της φύσεως του, καθότι αποτελεί δημιούργημα πολλών συνιστωσών- είχε προβλήματα ενιαίας έκφρασης.
Αν το ταλέντο του κ. Τσίπρα, ο οποίος δεκαπλασίασε τη δύναμη του κόμματός του μέσα σε μια εξαετία, μπορεί να λειτουργήσει εξίσου αποτελεσματικά και τώρα που καλείται να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, μένει να αποδειχθεί το αμέσως επόμενο διάστημα που θα αρχίσουν να… ηχούν τα εσωκομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ.
Εκείνο που είναι βέβαιο -και μάλλον δεν χρειάζεται να περιμένει κανείς να αποδειχθεί- είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν έχει τον χρόνο με το μέρος του και πρέπει να κινηθεί άμεσα για τον σχηματισμό κυβέρνησης και την έναρξη των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους της χώρας. Όπως είναι βέβαιο ότι ο νέος πρωθυπουργός δεν διαθέτει κανένα απολύτως άλλοθι για τυχόν παλινωδίες στην ξεκάθαρη εντολή να προχωρήσει δυναμικά που του έδωσε τόσο απλόχερα η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Θα τολμήσει;

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Τέλος εποχής;



Αν πιστέψει κανείς τους φανατικούς οπαδούς της μιας πλευράς, τούτη την Κυριακή πέφτει μια… φασιστική κυβέρνηση. Αντιθέτως, αν δώσει βάση στα λεγόμενα των έξαλλων της άλλης πλευράς, από τη Δευτέρα η χώρα θα έχει μια… κομμουνιστική κυβέρνηση.
Δυστυχώς, όμως, για όσους είτε, πράγματι, πίστευαν είτε, απλώς, προπαγάνδιζαν για ψηφοθηρικούς λόγους όλα αυτά τα απίθανα, και ευτυχώς για όλους τους νουνεχείς πολίτες, οι οποίοι ούτε τρόφιμα αποθήκευσαν, ούτε χρήματα έκρυψαν σε στρώματα και μαξιλάρια, κανένα από τα πιο πάνω εφιαλτικά ενδεχόμενα δεν πρόκειται να συμβεί.
            Η Ιστορία, άλλωστε, διδάσκει ότι καμία πραγματικά φασιστική κυβέρνηση δεν ανατράπηκε πουθενά στον κόσμο μέσα από εκλογές. Γιατί απλά οι φασίστες δεν κάνουν εκλογές. Τις καταργούν. Όπως επίσης ποτέ και πουθενά δεν εγκαθιδρύθηκε κομμουνιστικό καθεστώς μέσα από κοινοβουλευτικές διαδικασίες και με στήσιμο κάλπης.
Γι΄ αυτό και πέρα από όσα βαρύγδουπα ειπώθηκαν το προηγούμενο διάστημα για τη σημασία που έχουν οι κάλπες της 25ης Ιανουαρίου, ας μου επιτραπεί να προσθέσω την εκτίμηση ότι η συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για να αποτελέσει ένα ιστορικό ορόσημο που χωρίζει δύο εποχές.
Όλα δείχνουν ότι με τη διαφαινόμενη ήττα της απερχόμενης κυβέρνησης κλείνει η πλέον διχαστική φάση στην ελληνική πολιτική ζωή της τελευταίας τεσσαρακονταετίας που εγκαταστάθηκε στη χώρα μαζί με το Μνημόνιο. Για πολλούς -ενδογενείς, κυρίως, λόγους- οι κυβερνήσεις της τελευταίας πενταετίας στάθηκαν ανίκανες να αντιμετωπίσουν τις μεγάλες προκλήσεις με τις οποίες ήρθαν αντιμέτωπες.
Που, πραγματικά, έφταιξαν οι πολιτικές ηγεσίες που διαχειρίστηκαν τα πράγματα; Παλινώδησαν; Λιποψύχησαν; Έμειναν από δυνάμεις; Δεν βρήκαν τις κατάλληλες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες; Σε ό,τι και αν από όλα αυτά αναζητήσει κάποιος τις αιτίες του φάσματος που προβάλει μπροστά μας, περιορισμένη, ίσως, σημασία θα έχουν τα όποια ευρήματα. Πολύ περισσότερο που οι παράγοντες που διαμορφώνουν τόσο περίπλοκες καταστάσεις δεν είναι σχεδόν ποτέ μονοδιάστατοι.
Στο τέλος εποχής, εξάλλου, που σηματοδοτούν τούτες οι κάλπες, μεγαλύτερη, μάλλον, αξία έχει να επιχειρήσει κάποιος να ανιχνεύσει τη νέα εποχή που προβάλει στον ορίζοντα. Μια εποχή που, τουλάχιστον στην πρώτη φάση, μοιραία μοιάζει με την προηγούμενη, αφού έρχεται ως συνέχεια της και η χώρα, θέλοντας και μη, θα κινείται λίγο ως πολύ στο ίδιο μνημονιακό πλαίσιο, ακόμη και αν απαγορευτεί δια… νόμου η εφεξής χρήση της λέξης «μνημόνιο» και των παραγώγων της.
            Αν, όμως, το πλαίσιο είναι ίδιο, τότε τι είναι εκείνο που ορίζει τη νέα εποχή, μπορεί να αναρωτηθεί, ευλόγως, ο καθένας. Το «νέο», εν προκειμένω, είναι η προσγείωση στην πραγματικότητα. Είναι το τέλος της αυταπάτης. Είναι η επερχόμενη αναγνώριση από ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού αυτής της χώρας ορισμένων απλών και αυτονόητων πραγμάτων. Όπως, για παράδειγμα, ότι ούτε «είμαστε υπό την κατοχή της Μέρκελ», ούτε «μας ψεκάζουν και, γι΄ αυτό, ψηφίζαμε ως τώρα… φιλομνημονιακά».
            Χωρίς να αποκλείεται να εξακολουθήσουν αρκετοί συνέλληνες να αμφισβητούν το τέλος των ψεκασμών, παρά την αντιμνημονιακή ψήφο που αναμένεται να δώσουν, πλειοψηφικά, οι Έλληνες εκλογείς, είναι, ωστόσο, πολύ πιθανό τώρα που τις τύχες της χώρας πρόκειται να αναλάβουν ομοϊδεάτες της κυρίας Ραχήλ Μακρή να αντιληφθούν αρκετά περισσότεροι συμπατριώτες μας ότι ο ήχος από τα νταούλια, όσο δυνατός και αν είναι, δεν μπορεί να ενεργοποιήσει τις εκτυπωτικές μηχανές του νομισματοκοπείου.
Όσο, λοιπόν, και αν οι ωδίνες από τον τοκετό της νέας εποχής μοιάζουν δύσκολες, από τη στιγμή που ο ελληνικός λαός ήθελε να τελειώσει με αυτό που είχε και να δοκιμάσει κάτι άλλο, δεν υπήρχε δύναμη που μπορούσε να αλλάξει τη βούληση του. Διαμορφώθηκαν έτσι οι συνθήκες που η συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, αντί για αυτονόητη νοητική διαδικασία, μετατράπηκε σε επώδυνη κοινωνική αναγκαιότητα.
Ας είναι, όμως... Οι λαοί έχουν δικαίωμα και στις σωστές και στις λάθος αποφάσεις, όπως και στους πειραματισμούς. Αυτό, άλλωστε, είναι το μεγαλείο της Δημοκρατίας. Και είμαστε υποχρεωμένοι να το σεβόμαστε, ακόμη και όταν διαφωνούμε με την κυρίαρχη βούληση και τις συνέπειές της.

Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2015

Η τέχνη του να βγάζεις «από τη μύγα ξίγκι»



            Δεν είναι ασύνηθες στις προεκλογικές περιόδους να λέγονται από όσους πολιτεύονται και διεκδικούν την εξουσία και… «μερικές κουβέντες παραπάνω». Θα περίμενε, ωστόσο, κανείς ότι μετά τις τόσες διαψεύσεις που βιώσαμε την τελευταία πενταετία, οι πολιτικοί μας ταγοί να ήταν πιο μετρημένοι, κυρίως σε μείζονα και επείγοντα ζητήματα τα οποία θα τα βρουν μπροστά τους την επομένη των εκλογών.
            Διάβαζα, για παράδειγμα, την Κυριακή τις θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα για το χρέος, όπως τις διατύπωνε στην «Καθημερινή» και, ειλικρινά, αναρωτιόμουν τι είναι προτιμότερο: να τα πιστεύει όλα αυτά ο εν δυνάμει επόμενος πρωθυπουργός της Ελλάδας ή απλά να καλλιεργεί προσδοκίες, που ξέρει ότι δεν θα εκπληρωθούν, αλλά μέχρι να έρθει η ώρα των κρίσιμων αποφάσεων, θα έχει τον χρόνο για να προσγειώσει στην πραγματικότητα τις βαρύγδουπες εξαγγελίες;
            Έχει ενδιαφέρον, άλλωστε, ότι οι πιο πρόσφατες θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη διευθέτηση του χρέους απέχουν αρκετά από τις προηγούμενες που μιλούσαν για διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους και άλλα ηχηρά παρόμοια, τα οποία πλέον δεν λέγονται ρητά αλλά υπονοούνται, επειδή ενδεχομένως ακόμη και έτσι λειτουργούν ψηφοθηρικά, αφού υπαινίσσονται… ηρωική διάθεση για σύγκρουση με τους δανειστές.
            Ας δούμε, όμως, ασχολίαστα, κατ΄ αρχήν, ποιες είναι οι τωρινές θέσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ. «Όσο το δημόσιο χρέος της χώρας παραμένει δυσθεώρητο, μη βιώσιμο και η εξυπηρέτησή του δυσβάστακτη, τότε ούτε αξιόπιστη και βιώσιμη δημοσιονομική εξυγίανση μπορεί να υπάρξει, ούτε βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά ούτε και η δυνατότητα για συστηματική χρηματοδότηση από τις αγορές με λογικούς όρους», αναφέρει αυτολεξεί ο κ. Τσίπρας.
            Και συμπληρώνει: «Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη βιωσιμότητα του χρέους και την υπερχρέωση της Ευρωζώνης με “Ευρωπαϊκή Διάσκεψη για το Χρέος”, με βάση τη Διάσκεψη του Λονδίνου το 1953, γίνονται αντικείμενο διαλόγου στην Ευρώπη και δημόσιας αποδοχής, όχι μόνον από προοδευτικούς οικονομολόγους και την ευρωπαϊκή Αριστερά, αλλά από συντηρητικές κυβερνήσεις, όπως της Ιρλανδίας, διά στόματος του υπουργού Οικονομικών».
            Ακόμη και αν καλόπιστα συμφωνούσε κανείς με την πρώτη επισήμανση του κ. Τσίπρα, ότι δηλαδή το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο (ζήτημα, ωστόσο, για το οποίο υπάρχει ισχυρός αντίλογος), πώς θα μπορούσε να δεχθεί τη δεύτερη; Από πού, άραγε, προκύπτει ότι γίνεται αντικείμενο διαλόγου και δημόσιας αποδοχής η -πολύ ωραία, κατά τα άλλα- ιδέα του κόμματός του για την Ευρωπαϊκή Διάσκεψη;
Πόσοι και ποιοι είναι αυτοί οι περίφημοι «προοδευτικοί οικονομολόγοι»; Τι εκπροσωπεί η Αριστερά στην Ευρώπη και σε ποια θεσμικά όργανα λήψης αποφάσεων έχει βαρύνοντα λόγο; Πόσο μετράει η γνώμη του Ιρλανδού υπουργού Οικονομικών, ο οποίος (χωρίς να είναι βέβαιο ότι τα έχει πει ακριβώς έτσι, αλλά και αν τα είπε –και μακάρι) δεν είναι παρά ένας από τους 18 του Eurogroup; Και γιατί επικαλούμαστε τον Ιρλανδό και όχι τον Ισπανό ομόλογό του που μας θύμισε προ ημερών ότι η –επίσης «φαλιρισμένη»- χώρα του μας έχει δανείσει 26 δισ. ευρώ και τα θέλει πίσω;
            Έχω την αίσθηση ότι και σε αυτό το ζήτημα, όπως σε αρκετά άλλα, οι επιτελείς της Κουμουνδούρου επιχειρούν να βγάλουν «από τη μύγα ξίγκι». Είναι μια ωραία και αποδοτική μέθοδος όταν είσαι στη βολή που σου εξασφαλίζει η αντιπολίτευση, αλλά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι ισχύει το ίδιο όταν βρίσκεσαι με το ένα πόδι στην εξουσία. Πόσω μάλλον όταν επίκειται να βρεθείς και με τα δύο.
Γιατί είναι εύκολο, π.χ., να συγκεντρώνεις ανέξοδες υποσχέσεις στήριξης, όπως τις παραμονές των τελευταίων ευρωεκλογών που κάθε τρεις και λίγο ακούγαμε για… στρατιές διανοούμενων –τύπου Ζίζεκ- που στήριζαν τον κ. Τσίπρα, χωρίς αυτό να έχει κάποιο σπουδαίο αντίκρισμα στην πανευρωπαϊκή κάλπη.
Και, πάντως, είναι εντελώς διαφορετικό να βρεθείς αντιμέτωπος με τους δανειστές σε ένα διεθνές όργανο και την ώρα που μπαίνει στο τραπέζι η αναδιάρθρωση του χρέους, με πιθανή επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και μείωση του ήδη χαμηλού επιτοκίου, εσύ να πρέπει νωρίτερα να εξηγήσεις στους συνομιλητές σου τις –ας ελπίσουμε μόνον προεκλογικές- θεωρίες για τον ζουρνά και τον πεντοζάλη…
Μέχρι τότε, η απορία που προσωπικά θα με τρώει -για το χρέος και όχι μόνον- είναι: Πρόκειται για (σκόπιμη) προεκλογική παραπλάνηση ή διακατέχονται από (άδολη) άγνοια κινδύνου που τους κάνει να πιστεύουν ότι μπορεί να κυβερνήσουν βγάζοντας «από τη μύγα ξίγκι»;