Εν τη ρύμη του λόγου του ο Αλέξης
Τσίπρας στη συνέντευξη που παραχώρησε στην
ΕΡΤ για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους συνομολόγησε τη
συμφωνία με τον ΖόρανΖάεφ για το Μακεδονικό, αναρωτήθηκε:«Ποιο είναι το εθνικό
συμφέρον; Να κλείσουμε ένα θέμα ή να το αφήσουμε ανοικτό;».
Στη φράση αυτή που μάλλον αυθόρμητα
ξεστόμισε και πιο συγκεκριμένα στο ρήμα «κλείσουμε» περιέχεται όλη η ουσία των
κυβερνητικών επιδιώξεων και των χειρισμών που προηγήθηκαν της συμφωνίας για την
οποία κάποια στιγμή θα ερωτηθεί το ελληνικό Κοινοβούλιο.
Με άλλα λόγια ο κ. Τσίπρας ομολόγησε ότι
στις προθέσεις του δεν ήταν να επιλύσει αλλά να «κλείσει» το ζήτημα με την
ονομασία του κράτους των βόρειων γειτόνων μας οι οποίοι δεν θέλουν απλώς να
λέγονται «Μακεδόνες» αλλά –κι εδώ ακριβώς είναι το επίδικο- επιδιώκουν συνάμα
να εμφανίζονται ως κληρονόμοι της αρχαίας ελληνικής ιστορίας, αρνούμενοι την
αδιαμφισβήτητη σλαβική εθνική τους καταγωγή.
Κατόπιν τούτου, μάλλον δεν πρέπει να
προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση η κατηγορηματική ευκολία με την οποία ο Έλληνας
πρωθυπουργός απέρριψε κάθε ενδεχόμενο να ερωτηθεί η Βουλή για το αν διαθέτει η
κυβέρνησή του την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση να δεσμεύσει τη χώρα σε ένα
τόσο κρίσιμης σημασίας ζήτημα.
Θα ανέμενε κανείς ότι αν επρόκειτο για
«μεγάλη διπλωματική νίκη», όπως ο ίδιος έσπευσε να χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα
της διαπραγμάτευσης την οποία έκανε, να ήταν δική του η πρωτοβουλία για να πάει
η συμφωνία στη Βουλή και να εισπράξει τα εύσημα για την υποτιθέμενη επιτυχή
κατάληξη.
Παραδόξως, όμως, συμβαίνει το ακριβώς
αντίθετο. Αντί να είναι ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του οι επισπεύδοντες για
την πανηγυρική επικύρωση της συμφωνίας από το Κοινοβούλιο, διαβλέπει κανείς μια
προσπάθεια να παρακαμφθεί ο θεσμός του Κοινοβουλίου και να δημιουργηθούν
τετελεσμένα με μόνη την υπογραφή του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Κοτζιά.
«Δεν βλέπω κανένα λόγο να βάλουμε
εμπόδια στον εαυτό μας…», ισχυρίστηκε, εξάλλου, ο κ. Τσίπρας όταν ρωτήθηκε τόσο
για την άρνησή του να ζητήσει κοινοβουλευτική έγκριση, όσο και για την
πιθανότητα να ζητηθείηέκφρασητης λαϊκής ετυμηγορίας με την προκήρυξη δημοψηφίσματος, όπως αντιστοίχως
προτίθενται να κάνουν στην άλλη πλευρά των συνόρων.
Η προσχηματική επιχειρηματολογία που
χρησιμοποιείται είναι οι συνταγματικοί τύποι. «Δεν προβλέπεται τέτοια
διαδικασία και ο υπουργός των Εξωτερικών διαθέτει την εξουσία και την αρμοδιότητα
να υπογράφει διακρατικές συμφωνίες», είναι ο αντίλογος. Αντίλογος που δεν
λαμβάνει υπόψιν του ότι πέραν των τύπων, υπάρχει και η ουσία.
Η ουσία στην προκειμένη περίπτωση είναι
ότι ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν δεσμεύτηκε η χώρα για κάτι τόσο σημαντικό χωρίς
να ερωτηθεί η Βουλή των Ελλήνων. Και αυτή την ουσία δεν μπορεί να την
παρακάμψει ο κ. Τσίπρας για να καλύψει τον κυβερνητικό εταίρο του Πάνο Καμμένο
με τον οποίο έχουν «δέσει»τις πολιτικές τους τύχες.
Ο αμοραλισμός, ο οποίος αναδύεται από τη
προφανή μεθόδευση που έχει επιλέξει η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ για να έχει «την
πίττα ολάκερη και τον σκύλο χορτάτο», ας προβληματίσει όλους όσοι -από
ωφελιμισμό ή αυταπάτη;- σπεύδουν να δώσουν άλλοθι στα παιδαριώδη πολιτικά
παιχνίδια των κυβερνώντων που έχουν μοναδικό γνώμονα την –πάση θυσία-
μακροημέρευση στην εξουσία.
Κακά τα ψέματα αυτή η συμφωνία δεν ήρθε
για να επιλύσει το Μακεδονικό. Ήρθε για να επιχειρηθεί η διαβόητη
αναδιάρθρωσητου πολιτικού σκηνικού, όπως ομολογείται από παράγοντες του
κυβερνητικού χώρου. Ακόμη και ο ίδιος ο Τσίπρας, που είχε κάνει «παντιέρα» προ
τριετίας τον όρο «αργυρώνητοι βουλευτές», τώρα επικαλείται εξασφαλισμένη
πλειοψηφία υπέρ του αποτελέσματος της διαπραγμάτευσής του, χωρίς, ωστόσο, να
επιζητεί την έκφρασή της.
Στην αξιωματική αντιπολίτευση
αντελήφθησαν εγκαίρως τις σκοπιμότητες πίσω από τις κινήσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και
ο Κυριάκος Μητσοτάκης έλαβε τα μέτρα του, ξεκαθαρίζοντας εξαρχής τη θέση του με
το «Όχι»στη συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ. Στο Κίνημα Αλλαγής φαίνεται να αδυνατούν να
αντιληφθούν ακόμη και τα προφανή. Και μάλλον θα χρειαστεί να δουν ξανά και ξανά
το βίντεο με τη συνέντευξη του πρωθυπουργού στην ΕΡΤ για να αποφασίσουν τι θα
κάνουν…