Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2020

Το συμφέρον… über alles

Επί δεκαετίες ολόκληρες η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας για τις διπλωματικές επιλογές μας ήταν –και, εν πολλοίς, παραμένει- εγκλωβισμένη σε παιδαριώδεις μυθολογικές προσεγγίσεις για το ποιος είναι φίλος ή εχθρός είτε πρόκειται για τη γειτονιά μας, είτε ευρύτερα για τη διεθνή σκηνή.
Παρότι από την περίοδο της Ανεξαρτησίας ή και νωρίτερα –ποιος θυμάται τα «Ορλοφικά»;- έχει αποδειχθεί ότι τα ζητήματα αυτά δεν προσεγγίζονται με λογικές άσπρο ή μαύρο, τα πικρά παθήματα που συχνά – πυκνά υπέστημεν ως Έθνος στην πάροδο των αιώνων, εξαιτίας της ευκολοπιστίας, δυστυχώς δεν μας έγιναν μαθήματα.
Ειδικά, από τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και ύστερα όταν, υπό το κράτος του Ψυχρού Πολέμου που επέβαλε τον παγκόσμιο διπολισμό σε ολόκληρο τον πλανήτη, το ελληνικό πολιτικό σύστημα –κυρίαρχο και μη- και, κατ’ επέκταση, οι Έλληνες πολίτες, έσπευδαν να λάβουν θέση υπέρ των μεν ή των δε.
Με επιδερμικά απλουστευτικές αναλύσεις για το «καλό» και το «κακό» και με υιοθέτηση ανυπόστατων κριτήριων του τύπου ότι «ο τάδε ξένος ηγέτης είναι ομοϊδεάτης μας» ή ότι «ο δείνα λαός είναι ομόδοξος και θα μας στηρίξει».
Ήταν σχεδόν επιβεβλημένο να διαλέγουμε στρατόπεδο. Όσοι από παράδοση, ατταβισμό ή επιλογή ήταν «δεξιοί» δεν μπορούσαν παρά να ενστερνίζονται το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Ενώ όσοι δήλωναν «αριστεροί» ήταν υποχρεωτικό να είναι αντιαμερικανοί, εξεγειρόμενοι για τον Πόλεμο του Βιετνάμ αλλά δικαιολογούντες την εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων στις ανατολικοευρωπαϊκές πρωτεύουσες ή στο Αφγανιστάν.
Κάπως έτσι, για παράδειγμα, ανδρωθήκαμε πολιτικά δύο, ίσως και τρεις, γενιές Ελλήνων με την εμμονή να τασσόμαστε γενικώς και αορίστως στο πλευρό των Αράβων, αγνοώντας και αυτούς τους ίδιους τους εσωτερικούς τους διχασμούς που τους οδηγούσαν στον αλληλοσκοτωμό. Και αφού οι Άραβες ήταν κατά του Ισραήλ, έπρεπε και εμείς να είμαστε κατά της κρατικής οντότητας την οποία δια πυρός και σιδήρου προσπαθούσαν να στήσουν οι Εβραίοι της Διασποράς.
Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ζούσε με την αυταπάτη των επενδύσεων που θα έρχονταν από τα αραβικά «πετροδόλλαρα», τα οποία ποτέ δεν τα είδαμε. Έγινε, έτσι, η τελευταία ευρωπαϊκή χώρα που αναγνώρισε το κράτος του Ισραήλ παρόλο που είχε προφανή συμφέροντα, μεταξύ άλλων και σε σχέση με τη διαχείριση των Αγίων Τόπων που βρίσκονται εντός των ορίων του.
Το διπλωματικό κεφάλαιο που χάσαμε όλο το προηγούμενο διάστημα είναι αμφίβολο εάν καταφέραμε να το αναπληρώσουμε από το 2010 που –επί των ημερών του, όσο και αν δεν αρέσει να το παραδέχονται αρκετοί, Γιώργου Παπανδρέου- αποφασίσαμε να αλλάξουμε τη στρατηγική μας και να συσφίξουμε τις σχέσεις μας με το Τελ Αβίβ.
Οι πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο είναι άκρως διδακτικές. Το κουβάρι των περίπλοκων σχέσεων που διαμορφώνονται στη γειτονιά μας δείχνει ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχουν ούτε μόνιμοι φίλοι ούτε αιώνιοι εχθροί. Το αμερικανικό διπλωματικό και στρατιωτικό κατεστημένο, που χρόνια τώρα… λατρεύαμε να μισούμε, έχει γίνει ο κύριος εγγυητής για την ασφάλεια των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων που απειλεί η Άγκυρα.
Καλώς ή κακώς, οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αποτελούν αυτή την περίοδο τους πιο θερμούς συμπαραστάτες μας. Και αυτό επειδή η Ελλάδα είναι ο πιο αξιόπιστος σύμμαχός του. Φρόντισε κυρίως προς τούτο η προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ η οποία –αφήνοντας μια σημαντική παρακαταθήκη στους διαδόχους της- έδωσε όλα όσα χρειαζόταν η Ουάσιγκτον για να εδραιώσει την παρουσία της στη Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Στον αντίποδα, οι Ευρωπαίοι, που θεωρητικώς αποτελούμε σάρκα εκ της σαρκός τους και που τόσα κατά καιρούς έχουμε «επενδύσει» σε εκείνους, αποδεικνύονται στις κρίσιμες τούτες ώρες κατώτεροι των περιστάσεων. Με μόνη εμφανή διαφοροποίηση τη στάση των Γάλλων του Εμάνουελ Μακρόν που θα στείλουν να καταπλεύσει στα μέρη της το αεροπλανοφόρο Σαρλ Ντε Γκολ. Διαφοροποίηση για την οποία κάποιοι λένε ότι… είναι με το αζημίωτο αφού έχουμε συνομολογήσει ότι θα παραγγείλουμε γαλλικές φρεγάτες.
Την ίδια στιγμή, το στερεότυπο που ήθελε την κεντροδεξιά καγκελάριο Μέρκελ να στηρίζει τον ομοϊδεάτη της Έλληνα πρωθυπουργό και για τον επιπλέον λόγο ότι «η οικογένεια Μητσοτάκη είχε παραδοσιακά στενούς δεσμούς με τη γερμανική πολιτική τάξη» αποδεικνύεται ότι δεν παρά μια φαντασίωση όλων όσοι αρέσκονται στις εύκολες αναλύσεις.
Για πολλούς και διαφορετικούς λόγους τα συμφέροντα του Βερολίνου επιβάλουν στην παρούσα συγκυρία να μην έρθει η Άνγκελα Μέρκελ αντιμέτωπη με τον Ερντογάν. Και, ως τούτου, η κάποτε… «ευαίσθητη» καγκελάριος κάνει πια τα στραβά μάτια σε όλα.
Το κάνει στο δράμα των μεταναστών που υποτίθεται παλαιότερα ότι την είχε συγκινήσει. Και το κάνει ακόμη πιο απροκάλυπτα στην προκλητική καταπάτηση του Διεθνούς Δικαίου εκ μέρους της Άγκυρας, εμποδίζοντας την επιβολή κυρώσεων στους θρασείς σφετεριστές των δικαιωμάτων δύο ευρωπαϊκών χωρών, όπως είναι η Ελλάδα και η Κύπρος.
Το συμφέρον, λοιπόν, είναι υπεράνω όλων. «Über alles», όπως εμφαντικά λένε και στη γλώσσα της καγκελαρίου.

Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2020

Επιλογή ανέφελης σταθερότητας


Μπορεί να ακουστεί ως… προφητεία από «μετά Χριστόν προφήτη», αλλά ειλικρινά δεν μπορώ να φανταστώ πιο ταιριαστή (με τον τρόπο που ο ίδιος πολιτεύεται) υποψηφιότητα για την Προεδρία της Δημοκρατίας από εκείνη που έκανε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης στο πρόσωπο της προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου.
Από τα τριάντα και πλέον πιθανά και… απίθανα ονόματα που διακινήθηκαν το τελευταίο δίμηνο στην πολιτικοδημοσιογραφική «αγορά», δύσκολα μπορεί να βρει κάποιος άλλο πρόσωπο που να είναι περισσότερο κατάλληλο για να εκφράσει αυθεντικότερα το πολιτικό στίγμα που τόσο ευδιάκριτα εκπέμπει ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την τετραετία που βρίσκεται στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας και το τελευταίο εξάμηνο που έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας.
Είναι βέβαιο ότι η επιλογή της κυρίας Σακελλαροπούλου δεν… κατέπληξε τα πλήθη. Και το πιθανότερο είναι ότι ο τρόπος με τον οποίο θα ασκήσει τα καθήκοντά της δεν θα εκπλήξει κανέναν. Το ακριβώς αντίθετο, θα συμβεί μάλλον, όπως με ασφάλεια μπορεί να προεξοφλήσει κάποιος κρίνοντας από τον τρόπο με τον οποίο πορεύτηκε στην προηγούμενη κοινωνική και επαγγελματική ζωή της.
Υπήρξε, κατά κοινή παραδοχή, μια προοδευτική γυναίκα αφοσιωμένη στο καθήκον της, μια άξια δικαστής, μια ενεργή πολίτης, μια προσωπικότητα που δεν διακρίθηκε στη δημόσια σφαίρα επειδή έκανε θόρυβο γύρω από τον εαυτό της ή γιατί επιδόθηκε στο άθλημα της προσκολλήσεως, αλλά επειδή ξεχώρισε με τις ικανότητες που διαθέτει, τη μόρφωση που απέκτησε και τη συνέπεια που επέδειξε στη δουλειά της.
Γι΄ αυτό και είναι αναμφισβήτητο, όπως φάνηκε, άλλωστε, από τις πρώτες στιγμές της ανακοίνωσης της υποψηφιότητάς της, ότι οποιοσδήποτε βουλευτής της συμπολίτευσης ή της αντιπολίτευσης, με κομματική εντολή ή προσωπική απόφαση, οδηγηθεί στην καταψήφιση της κυρίας Σακελλαροπούλου θα χρειαστεί να ζοριστεί πολύ για να βρει πειστική επιχειρηματολογία που να δικαιολογεί το «όχι» του.
Όλα τούτα, ωστόσο, κάθε άλλο παρά σημαίνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε στο πρόσωπο της προέδρου του ΣτΕ μια «ουδέτερη» επιλογή, απαλλαγμένη από πολιτικούς υπολογισμούς. Η κατάληξη του πρωθυπουργού στην πρόταση να αναλάβει το ύπατο πολιτειακό αξίωμα η ανώτατη δικαστικός την οποία όρισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – και μάλιστα χωρίς εντάσεις και αντιρρήσεις- στην ηγεσία του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, έγινε με ακραιφνώς «πολιτικά» κριτήρια.
Αποτελεί αναμφίβολα μια απόφαση που συνάδει με μια σειρά ανάλογες κινήσεις και πρωτοβουλίες με τις οποίες ο πρωθυπουργός θέλησε να σηματοδοτήσει ότι δεν βολεύεται παραμένοντας προσκολλημένος στην καρέκλα του αρχηγού της παραδοσιακής ελληνικής Κεντροδεξιάς.
Όποιος ρίξει μια ματιά στα πρόσωπα που απαρτίζουν το επιτελείο του ή στη σύνθεση του υπουργικού συμβουλίου το οποίο συγκρότησε τον περασμένο Ιούλιο εύκολα μπορεί να βγάλει συμπέρασμα για την πρόθεση του κ. Μητσοτάκη να μην περιχαρακωθεί στα τείχη της κλασσικής Δεξιάς και να ανοιχθεί στο Κέντρο, μπολιάζοντας τον χώρο του με νέα πρόσωπα τα οποία είναι ικανά και αποτελούν φορείς νέων ιδεών.
Είναι προφανές ότι η κυρία Σακελλαροπούλου δεν ήταν ούτε η μόνη ικανή ούτε η μοναδική που θα μπορούσε να θεωρηθεί φορέας νέων ιδεών ανάμεσα στα πρόσωπα που ακούστηκαν ως πιθανές επιλογές του πρωθυπουργού. Κακά τα ψέματα, υπήρξαν και άλλοι ικανοί και άξιοι που μπορούσαν να επιλεγούν και να εκλεγούν ακόμη και αν συγκέντρωναν λιγότερες ψήφους.
Μετά την αποσύνδεση, άλλωστε, της προεδρικής εκλογής από την απειλή της πρόωρης προσφυγής σε βουλευτικές κάλπες, ο αριθμός των ψήφων που θα συγκεντρώσει ο/η Πρόεδρος θα ξεχαστεί την επόμενη ημέρα της ψηφοφορίας και θα τον θυμούνται μόνον όσοι ασχολούνται με την… τήρηση στατιστικών.
Το βασικό, λοιπόν, κριτήριο το οποίο, μαζί ενδεχομένως και με την εμφανή απουσία αντιθέσεων στο πρόσωπό της, διαφοροποίησε την επιλογή της προέδρου του ΣτΕ από όλους τους άλλους «διεκδικητές» του προεδρικού θώκου είναι ότι εξασφαλίζει στον πρωθυπουργό και στην κυβέρνηση πολιτικά αδιατάρακτη και θεσμικά ανέφελη πορεία με ορίζοντα το επόμενο ραντεβού των πολιτών με τις κάλπες που είναι στο… μακρινό 2023.
Ο τρόπος, άλλωστε, με τον οποίο χειρίστηκε ο κ. Μητσοτάκης τη συνταγματική αναθεώρηση, την αλλαγή του εκλογικού νόμου, αλλά και την προεδρική εκλογή δείχνει ότι κύριο μέλημά του είναι η εμπέδωση της πολιτικής σταθερότητας, η οποία αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την οικονομική ανάκαμψη και την επαναφορά της χώρας στην «κανονικότητα».
Φυσικά δεν είναι η μόνη προϋπόθεση, αφού η πολιτική είναι δυναμική διαδικασία, όπως και η ζωή, αλλά το να αφαιρείς εμπόδια από τον δρόμο του και να το διαλύεις σύννεφα που μπορεί να φέρουν καταιγίδες, είναι σίγουρα προσόντα που οι πολίτες τις περισσότερες φορές επιβραβεύουν.

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Πόσο καλύτερα από το Δημόσιο λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας;


Κάποιοι με μένος και… ιερά οργή, άλλοι πιο ψύχραιμα, οι περισσότεροι αντιδράσαμε στην… ασύμμετρη στάση εργασίας την οποία προκήρυξαν την Τρίτη οι εργαζόμενοι στο Μετρό, δημιουργώντας κομφούζιο στην πρωτεύουσα που ταλαιπώρησε αναίτια εκατομμύρια πολιτών και οδήγησε σε σημαντική απώλεια εργατοωρών.
Είναι αλήθεια ότι από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους ο δημόσιος τομέας λειτουργούσε και λειτουργεί κατά τρόπο προβληματικό και ανορθολογικό. Γι΄ αυτό και το Δημόσιο και οι υπάλληλοί του υπήρξαν ανέκαθεν προσφιλής στόχος για όσους ήθελαν να ασκήσουν δικαιολογημένη κριτική για τα κακώς κείμενα στη χώρα ή να βρουν άλλοθι και δικαιολογίες για όσα άσχημα συμβαίνουν γύρω μας.
Μερικά, ωστόσο, ερωτήματα που ευλόγως απασχολούν όλους όσοι δεν προσεγγίζουν το ζήτημα με εύκολες ιδεοληπτικές προκαταλήψεις είναι τα εξής:
*Πόσο διαφορετικά από το Δημόσιο λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας;
*Αν κοιτάξουμε γύρω μας θα διαπιστώσουμε κάποιο χάσμα που χωρίζει την αποτελεσματικότητα των δημόσιων από τους ιδιωτικούς υπαλλήλους;
*Σε άλλες χώρες (π.χ. Γερμανία ή ΗΠΑ) διαφέρει ριζικά η παραγωγικότητα ανάμεσα στις δύο αυτές κατηγορίες;
Τις απαντήσεις τις ξέρουμε λίγο ως πολύ όλοι όσοι συναλλάσσονται με ιδιωτικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα και κυρίως με τις μεγαλύτερες εξ αυτών που υποτίθεται ότι απευθύνονται σε μεγαλύτερο αριθμό πελατών και άρα η προσέλκυση των τελευταίων αποτελεί σημαντικό όρο για την οικονομική τους βιωσιμότητα.
Αντιμέτωπος με ανεκπαίδευτο και κακοπληρωμένο προσωπικό που προσλαμβάνουν πολλές επιχειρήσεις, ο Έλληνας πολίτης – καταναλωτής προϊόντων ή συνδρομητής υπηρεσιών, χρειάζεται να τραβήξει των παθών του τον τάραχο στην προσπάθεια του να βρει κάποια άκρη.
Μεγάλο μέρος της εγχώριας επιχειρηματικής τάξης, εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι ο υγιής ανταγωνισμός δεν ισχύει στη χώρα μας για να κερδοσκοπήσουν με εύκολους τρόπους. Βλέπετε οι αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες να ελέγξουν την εφαρμογή των κανόνων που διέπουν τα συναλλακτικά ήθη, αποστρέφουν το πρόσωπό τους από τις εναρμονισμένες πρακτικές που κατά κόρον ακολουθούνται. Όπως και από τα εμπόδια που ορθώνονται σε τυχόν νέους παίκτες που προσπαθούν να μπουν στην ούτως ή αλλιώς μικρή σε μέγεθος ελληνική αγορά.
Αλλά για να μιλήσουμε με παραδείγματα, θα πρέπει να πούμε ότι όποιος πέσει θύμα ηλεκτρονικής απάτης και δει στην πιστωτική του κάρτα του χρέωση για αγορά που δεν έκανε ο ίδιος, θα… νοσταλγήσει τις ουρές στην εφορία, που, κακά τα ψέματα, έχουν μειωθεί λόγω του Taxisnet, από τις άπειρες ώρες που θα χάσει για να αποδείξει ότι δεν είναι… ελέφαντας και να πετύχει να του επιστραφούν τα χρήματα.
Τα πράγματα μπορεί να αποδειχθούν ακόμη χειρότερα για όποιον παραγγείλει ηλεκτρονικά κάποιο προϊόν, το οποίο μπορεί να αποδειχθεί ελαττωματικό. Για να την επιστροφή των χρημάτων που έχει υποχρεωτικά προκαταβάλει, μπορεί να χάσει περισσότερες ώρες από όσες έχασαν οι Αθηναίοι οδηγοί με την προαναφερθείσα στάση εργασίας.
Το στερεότυπο «όλες οι γραμμές μας είναι κατειλημμένες» θα το ακούσεις έως και εκατοντάδες φορές έως ότου ένας αγχωμένος υπάλληλος απαντήσει στην κλήση διαμαρτυρίας του για να σου επιβεβαιώσει ότι ο πελάτης είναι ο «αδύναμος κρίκος» στη σχέση με το ελληνικό επιχειρείν.
Αν διανοηθείς να τους προειδοποιήσεις ότι μπορεί να προσφύγεις στον Συνήγορο του Πολίτη ή του Καταναλωτή όχι μόνον δεν ιδρώνει το αυτί τους, αλλά, αν δεν σε βρίσουν, σίγουρα θα σε ειρωνευθούν. Το ίδιο θα υποστείς αν ζητήσεις, όπως έχεις δικαίωμα, να μην σου τηλεφωνούν στο σταθερό ή στο κινητό τηλέφωνο σου επιμένοντας φορτικά και με αγένεια να σου πωλήσουν κάποιο προϊόν που δεν θέλεις ή να σε κάνουν συνδρομητή μιας υπηρεσίας που δε σε ενδιαφέρει.
Τηλεφωνικά κέντρα που έχουν συγκροτήσει –συχνά με πρόσωπα έξω από το συμβατικό στελεχιακό τους δυναμικό (outsourcing)- εταιρίες κινητής τηλεφωνίας, πώλησης ρεύματος ή φυσικού αερίου, συνδρομητικής τηλεόρασης, καθώς και τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρίες, συναγωνίζονται στο ποιος θα γίνει πιο πιεστικός προς τους υποψήφιους πελάτες, οι οποίοι θα πρέπει να… λογοδοτήσουν όταν διανοούνται να απαντήσουν ότι δεν θέλουν τη συγκεκριμένη υπηρεσία.
«Μα, είστε τόσο πλούσιος που δεν θέλετε να πληρώνετε πιο φθηνά το ρεύμα σας;», είναι ένα από τα συνήθη σχόλια με τα οποία έχουν προφανώς διδαχθεί να αντιδρούν όταν ευγενικά τους πληροφορείς ότι δεν σε ενδιαφέρει η προσφορά τους και δεν έχεις χρόνο για να το συζητήσεις. Αν τους πεις ότι αυτό που κάνουν, εκτός από ενοχλητικό, είναι παράνομο, όχι μόνον δεν ζητούν συγνώμη αλλά μάλλον καγχάζουν με την… αφέλεια σου να μιλάς για νομιμότητα σε μια χώρα με τόσο εκτεταμένη ανομία.
Και όμως, από το 2006 και κατ΄ εφαρμογήν σχετικής Κοινοτικής Οδηγίας, ισχύει το άρθρο 11 του Νόμου 3471/2006, «δεν επιτρέπεται η πραγματοποίηση μη ζητηθεισών επικοινωνιών, με ή χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, για σκοπούς απευθείας εμπορικής προώθησης προϊόντων ή υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς».
Με την ίδια διάταξη, μάλιστα, κάθε πάροχος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, «οφείλει να τηρεί έναν ειδικό κατάλογο (“Μητρώο”) με στοιχεία των συνδρομητών του, οι οποίοι έχουν ζητήσει να μην δέχονται τηλεφωνικές κλήσεις για απ' ευθείας εμπορική προώθηση προϊόντων και υπηρεσιών και για κάθε είδους διαφημιστικούς σκοπούς».
Η ειρωνεία, βεβαίως, είναι ότι οι εταιρίες τηλεφωνίας που είναι υποχρεωμένες να τηρούν το προαναφερθέν «Μητρώο», στο οποίο έχεις ζητήσει να περιληφθείς και να μη δέχεσαι οχλήσεις, είναι οι πρώτες που παραβιάζουν τον νόμο, ποντάροντας, προφανώς, ότι ο πολίτης τον οποίο ενοχλούν δεν θα μπορέσει να βρει το δίκιο του.
Τι διαφορετικό, άραγε, κάνουν οι ελάχιστοι απεργοί οι οποίοι ακινητοποιούν για ψύλλου πήδημα επί τέσσερις ώρες όλους τους συρμούς του Μετρό; Και εκείνοι στο ίδιο ποντάρουν: Ότι ο νόμος που προβλέπει συνέπειες για καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος στην απεργία δεν εφαρμόζεται.