Συνολικές προβολές σελίδας

Σάββατο 13 Μαρτίου 2021

Όσο παραμένει ανοιχτός ο… μπεζαχτάς*

 

«Πρωτοφανής αστυνομική βία εις βάρος των πολιτών με πρόσχημα την τήρηση υγειονομικών μέτρων που ο πρωθυπουργός και στελέχη της κυβέρνησης διαρκώς παραβιάζουν», ήταν ο τίτλος της ερώτησης του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξη Τσίπρα που συζητήθηκε την Παρασκευή στη Βουλή στο πλαίσιο της «Ώρας του Πρωθυπουργού».

Μιλώντας σε ιδιαίτερα οξείς τόνους, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε την αγόρευσή του απευθύνοντας ούτε ένα, ούτε δύο, συνολικά δεκατέσσερα «κατηγορώ» στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη. Το πρώτο εξ αυτών, μάλιστα, ήταν ότι «επιχειρείτε να ξεφύγετε από τις ευθύνες σας επιλέγοντας ως βασική σας στρατηγική την ένταση και τον διχασμό».

Ήταν, κατά γενική ομολογία όσων είχαν την υπομονή να ακούσουν ολόκληρη τη συζήτηση, «ένας Τσίπρας από τα… παλιά». Ο οποίος δεν δίστασε να παρουσιάσει ως «αστυνομοκρατούμενη» τη χώρα που στο κέντρο της πρωτεύουσάς της γίνονται κατά μέσο όρο δύο συλλαλητήρια τη ημέρα. Τα μελανά χρώματα της «επιχειρηματολογίας» του ήταν λες και είχαν αντληθεί από τις… πύρινες ομιλίες που εκφωνούσε τα πρώτα μνημονιακά χρόνια, τότε που αποκαλούσε «Πινοσέτ» τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της χώρας.

Όπως τότε, έτσι και τώρα το λεξιλόγιό του ήταν τραχύ: «φόβος», «ανασφάλεια», «απογοήτευση», «τραγωδία», «κατασκευασμένοι αριθμοί», «εξαγορές», «εκβιασμοί» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.

«Αυτό που προκαλέσατε τον τελευταίο χρόνο –και ιδίως αυτές τις μέρες- είναι να ζούμε σε αυτή τη χώρα ένα ζοφερό καθεστώς ανασφάλειας που απλώνεται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής, αλλά και προσωπικής ζωής, στην εργασία, στην προστασία της υγείας, στον φόβο για το αύριο και τώρα τελευταία στον φόβο να βγουν οι πολίτες έξω από τα σπίτια τους στις πλατείες, στις γειτονιές τους», είπε.

Και συνέχισε στο ίδιο μοτίβο: «Σας κατηγορώ, κύριε Μητσοτάκη, γιατί ενώ αποτύχατε στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης που χτυπάει εκατομμύρια νοικοκυριά και οδηγεί σε μια κοινωνία απογοήτευσης εσείς επιμένετε να κρύβεστε πίσω από κατασκευασμένους αριθμούς και να μοιράζετε χάντρες στη μεσαία τάξη και στους εργαζόμενους την ίδια στιγμή που με όσα κάνετε και κυρίως με όσα δεν κάνετε προετοιμάζετε ένα νέο μεγάλο κύκλο οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο».

Ίσως, όμως, επειδή αντελήφθη ότι θα μπορούσε να του αντιτείνει κανείς πως η εικόνα που παρουσιάζει δεν ανταποκρίνεται σε αυτά που όλες οι μετρήσεις της κοινής γνώμης καταγράφουν ως πραγματικότητα, φρόντισε να υποδείξει τον… προσφιλή «εχθρό» του. Που φυσικά δεν είναι άλλος από τα μέσα ενημέρωσης. «Σας κατηγορώ», είπε στον Κυριάκο Μητσοτάκη, «διότι διαβρώσατε συνειδητά έναν από τους πυλώνες της δημοκρατίας που είναι η ενημέρωση του πολίτη με μια πρωτοφανή επιχείρηση εξαγοράς, εκβιασμών και πιέσεων με σημαία σας τις γνωστές λίστες της κρατικής διαφήμισης μετατρέπετε το αγαθό της ενημέρωσης του πολίτη σε προπαγάνδα κυβερνητική».

Η αλήθεια είναι ότι τη συγκεκριμένη συνταγή ο κ. Τσίπρας τη γνωρίζει καλά. Δεν είναι υπερβολή να παραδεχθούμε ότι την παίζει στα δάκτυλα. Στο παρελθόν, εξάλλου, την εφάρμοσε πολύ επιτυχημένα. Με σχεδόν πανομοιότυπη ρητορική κατάφερε μεταξύ του 2011 και του 2014 να απογειώσει το κόμμα του και να το μετατρέψει σε παράταξη εξουσίας από περιθωριακή πολιτική δύναμη που ήταν ως τότε. Αυτό δεν μπορεί να του το αρνηθεί κανείς. Εκείνο, όμως, που επίσης ουδείς μπορεί να αρνηθεί είναι ότι, όσες δυσκολίες και εάν έχει για τους Έλληνες, το 2021 δεν μπορεί να συγκριθεί με το 2011.

Ανεξαρτήτως με το ποια άποψη μπορεί να έχει ο καθένας για τους λόγους για τους οποίους οδηγηθήκαμε στη μνημονιακή κρίση –και κυρίως αν το Μνημόνιο έφερε την κρίση ή η κρίση το Μνημόνιο, που δυστυχώς παραμένει άλυτο δίλημμα για τον μέσο Έλληνα-, το τότε με το τώρα έχουν τεράστιες διαφορές. Η χρεωκοπημένη Ελλάδα του 2011 ήταν μόνη και έρημη σε ολόκληρο τον πλανήτη. Και κυρίως δακτυλοδεικτούμενη. Οι δε Έλληνες, που αισθάνονταν σαν να τους είχε πέσει ο ουρανός στο κεφάλι τους, ήταν απελπισμένοι. Έβλεπαν τις ζωές τους να ανατρέπονται, τους μισθούς και τις συντάξεις τους να καταβυθίζονται, τις καταθέσεις και την περιουσία τους να εξαϋλώνονται, την ανεργία να τους απειλεί και τα παιδιά τους να μεταναστεύουν.

Όσα προβλήματα και αν έφερε η πανδημία, η οποία αναμφισβήτητα δυσκόλεψε τις ζωές μας, δοκίμασε και δοκιμάζει ακόμη τις αντοχές όλων μας, το 2021 δεν δημιουργεί για τους Έλληνες πολίτες συνθήκες απελπισίας, όπως εκείνες που, καλώς ή κακώς, είχαν δημιουργηθεί τα πρώτα μνημονιακά χρόνια που αναδείχτηκε το πολιτικό ταλέντο του κ. Τσίπρα. Η μεγάλη και ουσιώδης διαφορά είναι ότι, σε πλήρη αντίθεση με τότε, τώρα ο «μπεζαχτάς» -το δημόσιο ταμείο, εν άλλοις λόγοις- είναι ανοικτός. Και η κυβέρνηση έχει μοιράσει –«από αυτά που εμείς μαζεύαμε», μπορεί να ισχυριστεί ο Ευκλείδης Τσακαλώτος και να μην έχει άδικο- περισσότερα από 35 δισ. ευρώ.

Ο μόνος τρόπος, λοιπόν, για να πετύχει εκ νέου η συνταγή του κ. Τσίπρα είναι να κλείσει ο «μπεζαχτάς» προτού να ελεγχθεί η πανδημία. Διότι δεν χρειάζεται μεγάλη πολιτική ευφυΐα για να αντιληφθούμε όλοι ότι αν σηματοδοτηθεί το τέλος της υγειονομικής κρίσης και αρχίσει η οικονομική ανάκαμψη, στην οποία αναμφίβολα προσβλέπει η πλειονότητα των Ελλήνων, τότε η γνωστή παράσταση υπό τον στερεότυπο αντιπολιτευτικό τίτλο «ένας νέος μεγάλος κύκλος οικονομικής και κοινωνικής τραγωδίας στον τόπο» δύσκολα θα κόψει εισιτήρια.

*λέξη τουρκικής προέλευσης που σημαίνει: «το ταμείο», «το συρτάρι με τα λεφτά».

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

Όταν ο Μπάιντεν μιλάει για… Νεάντερταλ, εμείς τι να πούμε;

 

Σε… «λογική του Νεάντερταλ» απέδωσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν την απόφαση που έλαβαν οι κυβερνήτες δύο Πολιτειών του αμερικανικού Νότου να καταργήσουν την υποχρέωση των πολιτών τους να φορούν μάσκες όταν κυκλοφορούν δημοσίως.

Δεν εκπλήσσεται μάλλον κανείς από τη διαπίστωση ότι οι περί ων ο λόγος κυβερνήτες του Τέξας και του Μισισιπή εκλέχθηκαν στους θώκους τους με τη σημαία του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, ούτε προφανώς από το γεγονός ότι στις προεδρικές εκλογές του περασμένου Νοεμβρίου οι Πολιτείες τους έδωσαν άνετη πλειοψηφία στον τέως Πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ.

Οι Ηνωμένες Πολιτείες θρηνούν τον τελευταίο χρόνο πάνω από 511.000 θύματα του κορωνοϊού και παρότι έχουν ήδη χορηγηθεί περισσότερες από 100 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, τα κρούσματα σε καθημερινή βάση εξακολουθούν να κυμαίνονται σε υψηλά επίπεδα, φθάνοντας κοντά στις 50 χιλιάδες.

Για τους υποστηρικτές του Τραμπ, όμως, φαίνεται ότι αυτά είναι… λεπτομέρειες. Και γι΄ αυτό δεν αρκούνται μόνον στα μάλλον βεβιασμένα ανοίγματα της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας, σπεύδουν να καταργήσουν και τη χρήση της μάσκας, κάτι που, δεδομένων των επιδημιολογικών συνθηκών, μόνον ως προϊόν ιδεοληπτικής εμμονής ή σε λαϊκίστικης προσέγγισης μπορεί να ερμηνευθεί.

Ο Τζο Μπάιντεν κινείται στον αντίποδα. «Είναι κρίσιμο, κρίσιμο, κρίσιμο, να ακούτε την επιστήμη: πλένετε τα χέρια σας, με ζεστό νερό, συχνά», είπε απευθυνόμενος στους πολίτες των συγκεκριμένων Πολιτειών και κατ΄ επέκταση σε όλους τους Αμερικανούς. «Φοράτε μάσκα και τηρείτε τις αποστάσεις», συμπλήρωσε για να καταλήξει: «Το ξέρω ότι το ξέρετε. Θα ήθελα να το ξέρουν και κάποιοι από τους εκλεγμένους αξιωματούχους μας».

Δεν θα είναι υπερβολή να υποστηρίξει κάποιος ότι στις τόσο απλοϊκές, τουλάχιστον από μια πρώτη ανάγνωση, προτροπές του Αμερικανού Προέδρου συμπυκνώνεται η διαχωριστική γραμμή που χωρίζει την πρόοδο από την συντήρηση, η γραμμή που χωρίζει τη λογική από την παράνοια και την πίστη στην επιστήμη από την προσκόλληση στον τσαρλατανισμό.

Κρίνοντας και εξ ιδίων, είναι προφανές ότι η παρατεταμένη περίοδος των περιορισμών έχει προκαλέσει μεγάλη κόπωση στους πολίτες ολόκληρης της υφηλίου. Κανείς δεν είναι ικανοποιημένος από αυτό που δώδεκα μήνες τώρα συμβαίνει και στη χώρα μας. Όλοι μας έχουμε κουραστεί με τις πρωτοφανείς συνθήκες εγκλεισμού και απομόνωσης που βιώνουμε, με τις μάσκες που πρέπει να φοράμε και με τις κεραίες μας που πρέπει να τις έχουμε συνεχώς ανοικτές για να μην πλησιάσουμε κανέναν και μη μας πλησιάσει κανείς.

Τα ερωτήματα, ωστόσο, που ανακύπτουν για κάθε εχέφρονα άνθρωπο είναι τα εξής: Ποια είναι η εναλλακτική μας; Ακόμη και αν οι αρμόδιες αρχές και η κυβέρνηση δεν τα έχουν κάνει όλα καλά –που δεν τα έχουν κάνει!- δικαιολογείται οποιοσδήποτε να μην τηρεί τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και να μην φορά σωστά τη μάσκα του; Συνιστά η αδιαμφισβήτητη κούραση όλων μας επαρκή λόγο για να διοργανώνονται κορωνοπάρτι ή να γίνονται διαδηλώσεις χωρίς τη στοιχειώδη τήρηση αποστάσεων;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αρκετά από τα μέτρα που λαμβάνονται δεν διεκδικούν τον χαρακτηρισμό «έξυπνα». Ακόμη, όμως, και αν καλοπροαίρετα συμφωνήσει κανείς με εκείνους που τα χαρακτηρίζουν «χαζά», δύσκολα θα αρνηθεί ότι είναι περισσότερο… χαζή η τάχατες εξυπναδίστικη κριτική την οποία δέχονται.

Από τον πρόσφατο ισχυρισμό σύμφωνα με τον οποίο «δεν μπορεί ο κορωνοϊός να κολλάει μόνον σε όσους απομακρύνονται περισσότερο από δύο χιλιόμετρα από το σπίτι τους», τα παραδείγματα ανείπωτης βλακείας που μπορεί να παρατεθούν είναι πολλά. Με κορυφαίο ίσως το δήθεν «επιχείρημα» σύμφωνα με το οποίο «αφού όχι μόνον δεν εξαλείφθηκαν τα κρούσματα, αλλά παραμένουν πολλά, το lockdown απέτυχε και άρα δεν έχει νόημα να συνεχίζεται».

Υπάρχουν, δυστυχώς, γύρω μας ευάριθμοι συμπολίτες μας οι οποίοι δυσκολεύονται να διακρίνουν το αίτιο από το αιτιατό μιας πράξης ή ενός φαινομένου. Δεν είναι λίγοι για παράδειγμα εκείνοι που όταν βλέπουν τροχονόμο σε μια διασταύρωση που υπάρχει μποτιλιάρισμα οχημάτων, εξάγουν το συμπέρασμα ότι η παρουσία του εκεί προκάλεσε το πρόβλημα και όχι το αντίθετο, ότι δηλαδή ο τροχονόμος βρέθηκε εκεί επειδή υπήρχε πρόβλημα.

Για πολλά χρόνια η Ελλάδα αδυνατούσε να βρει βηματισμό εξόδου από την οικονομική κρίση επειδή η πλειονότητα των Ελλήνων είχε πειστεί ότι το Μνημόνιο ήταν εκείνο που έφερε την πτώχευση και όχι το αντίθετο. Ότι, δηλαδή, εξαιτίας της πτώχευσης που προηγήθηκε η χώρα δεν είχε, όπως αποδείχθηκε και από τέσσερις διαφορετικές κυβερνήσεις που ακολούθησαν την ίδια πολιτική, άλλη σανίδα σωτηρίας από την ένταξή της στα Μνημόνια που ήταν η μόνη οδός για την εξασφάλιση της αναγκαίας χρηματοδότησης.

Όποιος δυσκολεύεται να αντιληφθεί ότι το όριο των δύο χιλιομέτρων ή η απαγόρευση μετακίνησης με αυτοκίνητο για λόγους σωματικής άσκησης είναι μέτρα που στοχεύουν στον περιορισμό του συνωστισμού σε χώρους που γίνονται μαζικές συναθροίσεις, είναι αδύνατο να σκεφθεί σε τι κατάσταση θα ήμασταν αν δεν είχαν κηρυχθεί τα lockdown.

Με παρόμοιο σκεπτικό, άλλωστε, οι κυβερνήτες του Τέξας και του Μισισιπή κατήργησαν την υποχρεωτικότητα της μάσκας, υποχρεώνοντας τον Πρόεδρο Μπάιντεν να τους καταμαρτυρήσει… «λογική του Νεάντερταλ». Εμείς, η σιωπηλή πλειοψηφία που επιμένουμε να τηρούμε όσο μπορούμε τα μέτρα, για τους «δικούς μας» διαμαρτυρόμενους τι μπορούμε, άραγε, να πούμε;

Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2021

Ο αδυσώπητος πόλεμος των διαδικτυακών στρατών

 

Αν πιστέψουμε τον διαδικτυακό στρατό που υποστηρίζει την κυβερνητική παράταξη, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κέρδισε κατά κράτος τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ στη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή.

Αν λάβουμε υπόψη μας, όμως, τα όσα αποκόμισε από την ίδια συνεδρίαση ο διαδικτυακός στρατός που είναι ταγμένος στο πλευρό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τότε πρέπει να δεχθούμε ότι ο Αλέξης Τσίπρας «ισοπέδωσε» με τη μέθοδο του οδοστρωτήρα τον Κυριάκο Μητσοτάκη.

Τόσο κατά τη διάρκεια της τετράωρης κοινοβουλευτικής αντιπαράθεσης, οπότε, κατά την προσφιλή τους, είχαν στηθεί στα ηλεκτρονικά τους χαρακώματα για να δημιουργήσουν τις εντυπώσεις, όσο και με την ολοκλήρωσή της, οι δύο στρατοί, τα τρολ, όπως είναι πλέον γνωστά στην καθομιλουμένη, έδωσαν ρεσιτάλ.

Ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που τους αφιερώθηκε μια ολόκληρη συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων. Και έπρεπε μάλλον να δικαιώσουν τη φήμη τους, αλλά και τη μεγάλη συμμετοχή που τους αναγνωρίζεται ότι έχουν πλέον στο πολιτικό γίγνεσθαι.

Είναι αλήθεια ότι οι πολιτικές συγκρούσεις μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν συνιστούν ελληνική εφεύρεση. Αντιθέτως συνιστούν πλέον ένα παγκόσμιο φαινόμενο το οποίο αναδύθηκε κατά τη δεύτερη δεκαετία του εικοστού πρώτου αιώνα και κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος εξοβελίζοντας ή περιθωριοποιώντας τους παραδοσιακούς τρόπους της πολιτικής διαμεσολάβησης και αντιπαράθεσης.

Στη χώρα μας, ειδικότερα, μοιάζει να έχουμε να κάνουμε με ένα υβρίδιο των παραδοσιακών καφενείων, που ήταν συχνά χωρισμένα σε «πράσινα» και «γαλάζια», και των εντύπων που υποστήριζαν φανατικά μια συγκεκριμένη πολιτική παράταξη.

Όπως, όμως, συμβαίνει με τα περισσότερα υβρίδια, τα χαρακτηριστικά των τρολ είναι πολύ πιο έντονα από τα πατρογονικά στοιχεία από τα οποία προέρχονται. Βοηθούσης και της ανωνυμίας που εξασφαλίζει το Διαδίκτυο, οι αντιπαραθέσεις που γίνονταν στους παλαιούς καφενέδες ή μέσα από τους ξύλινους τίτλους και την υπόλοιπη αρθρογραφία των εφημερίδων του παρελθόντος ήταν επιπέδου Παρθεναγωγείου συγκριτικά με τον φανατισμό, τη μισαλλοδοξία και την εχθροπάθεια που εκφράζεται στις μέρες μας μέσα από τις αναρτήσεις στα νέα μέσα: Facebook, Twitter, blogs, κλπ.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έφεραν σημαντικές αλλαγές στις σύγχρονες κοινωνίες και συνέβαλαν αποφασιστικά στην ταχύτερη μετάδοση των πληροφοριών. Μεγάλη επίσης υπήρξε η συνδρομή τους στην εμπέδωση συνθηκών διαφάνειας, αφού η αδιαμεσολάβητη πληροφόρηση παρέκαμψε πολλά εμπόδια που ορθώνονταν παλαιότερα λόγω του περιορισμένου αριθμού των μέσων εκπομπής που, ως εκ τούτου, επέτρεπαν περισσότερο έλεγχο, αλλά και μεγαλύτερη χειραγώγηση στις πληροφορίες που διακινούνταν στη δημόσια σφαίρα και έφθαναν στους πολίτες.

Δίπλα, όμως, σε αυτή τη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων, υπάρχει και η σκοτεινή, καθώς ο κάθε διαταραγμένος που έχει στα χέρια του το πληκτρολόγιο ενός υπολογιστή, tablet ή smartphone, μπορεί να μεταδώσει και να μοιραστεί με πολλούς άλλους τις δικές του φαντασιώσεις ή τα κουτσομπολιά και τις ανυπόστατες φήμες, των οποίων έγινε δέκτης ή είναι απλός κατασκευαστής.

Το φίλτρο που έβαζαν παλαιότερα οι επαγγελματίες της ενημέρωσης, καθώς είχαν την ευθύνη αυτού που κυκλοφορούσε, έχει πλέον καταργηθεί. Και μοιραία επέρχεται η ισοπέδωση των πάντων και εμπεδώνεται το αίσθημα ότι «όλα επιτρέπονται», πολύ περισσότερο όταν αυτό γίνεται ανωνύμως και χωρίς συνέπειες.

Όλα όσα έγιναν τις προηγούμενες ημέρες με τις άθλιες και χυδαίες διαδόσεις που επιχειρούσαν να συνδέσουν την κυβέρνηση με κυκλώματα παιδεραστίας αποτελούν ένα πολύ χαρακτηριστικό δείγμα των επικινδύνων ατραπών στις οποίες οδηγείται η κομματική αντιπαράθεση όταν η πληροφόρηση γίνεται έρμαιο στις σκοτεινές επιδιώξεις των διαδικτυακών στρατών που συνήθως μισθώνονται, αλλά σε πολλές περιπτώσεις στρατεύονται, με σκοπό να εξαπολύουν επιθέσεις κατά των αντίπαλων στρατοπέδων, αδιαφορώντας αν όλα αυτά που εκπέμπονται δεν αποτελούν παρά δηλητήριο που καταστρέφει την κοινωνική συνοχή και συμβίωση.

Όποιος παρακολούθησε τη συζήτηση στη Βουλή αντιλήφθηκε τη δυσκολία του κ. Τσίπρα να αποκηρύξει το φαινόμενο. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και τέως πρωθυπουργός πήρε μεν κάποιες αποστάσεις από τις ακρότητες περί κυβερνητικής παιδεραστίας, δεν τόλμησε, όμως, να πάει ένα βήμα παραπέρα και να στηλιτεύσει τα στελέχη και τους πολιτικούς της παράταξής του που εκπέμπουν διχαστικό λόγο, είναι διακινητές fakenews ή συκοφαντικών επιθέσεων κατά πολιτικών του αντιπάλων.

Από την άλλη, βεβαίως, και ο νυν πρωθυπουργός χειρίστηκε με το… γάντι τους μαχητές του δικού του πολιτικού χώρου που εκφράζονται ακραία κατά των δικών του αντιπάλων. Έδειξε μάλιστα να δικαιολογεί τις επιθέσεις όταν οι… αγωνιστές του πληκτρολογίου είναι απλοί πολίτες και όχι αξιωματούχοι.

Εν ολίγοις, λοιπόν, το βασικό συμπέρασμα το οποίο εξήχθη από τη συζήτηση που έγινε στη Βουλή κάθε άλλο παρά δικαίωσε τον σκοπό για τον οποίο διεξήχθη και αφορούσε «την ποιότητα της Δημοκρατίας και του Δημοσίου Διαλόγου» στον απόηχο του απόλυτου ξεστρατίσματος που κινδυνεύει να υποστεί το ελληνικό «#metoo» προκειμένου να δικαιολογήσουν τον ρόλο τους οι διαδικτυακοί κομματικοί στρατοί.

Και αν υπολογίσει κανείς ότι –τυπικά, τουλάχιστον- απέχουμε είκοσι οκτώ ολόκληρους μήνες από τις επόμενες εκλογές, μπορείτε να αναλογιστείτε τι μας επιφυλάσσει ακόμη ο αδυσώπητος πόλεμος των διαδικτυακών στρατών που όσο θα πλησιάζουν οι κάλπες θα γίνεται όλο και πιο σκληρός…