Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 12 Νοεμβρίου 2013

«Νίκησε» η επικοινωνία του νέου διπολισμού

Έδωσαν και πήραν το τελευταίο τριήμερο οι βαθυστόχαστες αναλύσεις και οι βαρύγδουπες εκτιμήσεις για το παρασκήνιο, τη σημασία, τη σκοπιμότητα και την αποτελεσματικότητα της πρότασης μομφής του ΣΥΡΙΖΑ κατά της κυβέρνησης που συζήτησε η Βουλή.
Ορισμένοι, μάλιστα, αναλυτές έσπευσαν να ανακηρύξουν νικητές πριν καν εξελιχθεί η αναμέτρηση, την οποία αμφιβάλω αν οι ίδιοι είχαν την υπομονή να παρακολουθήσουν, με εξαίρεση, ενδεχομένως, το τελευταίο μέρος της που περιείχε τις «μονομαχίες» κορυφής, από τις οποίες και πάλι αμφισβητώ ότι στα μάτια του χειμαζόμενου μέσου πολίτη αναδείχθηκε κάποιος νικητής και τροπαιούχος.
Έχει ζήσει πολλές άσχημες στιγμές το ελληνικό Κοινοβούλιο στο πρόσφατο όπως και στο απώτερο παρελθόν. Νομίζω, όμως, ότι το τελευταίο τριήμερο ήταν μια από τις ασχημότερες, εξαιτίας, κυρίως, του επιπέδου της αντιπαράθεσης που περισσότερο από κάθε άλλη φορά υποτάχθηκε σε έναν εκατέρωθεν ανούσιο επικοινωνιακό τακτικισμό, ο οποίος δείχνει τόσο, μα τόσο, μακρινός από την πραγματικότητα που όλοι βιώνουμε.
Όντας από εκείνους που παρακολούθησαν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της τριήμερης διαδικασίας για λόγους επαγγελματικού καθήκοντος, το οποίο από κάποια στιγμή μπορεί να μετατρέπεται και σε… διαστροφή, αναρωτήθηκα αρκετές φορές αν όλα όσα εκτυλίχθηκαν τούτες τις μέρες στο Κοινοβούλιο είχαν κάποια αντιστοίχιση με την Ελλάδα της κρίσης, την Ελλάδα που είναι παγιδευμένη στο μνημόνιο, όπως κατήγγελλαν οι μεν, την Ελλάδα που πασχίζει να βγει από το μνημόνιο, όπως αντέτειναν οι δε.
Ήταν, άλλωστε, τόσο προβλέψιμη η επιχειρηματολογία που ένθεν κακείθεν επιστρατεύθηκε και τόσο υποβαθμισμένη η ποιότητα του λόγου, με τις φθηνές και, εν πολλοίς, προκάτ ατάκες,  που επέλεξε η συντριπτική πλειονότητα των ομιλητών, ώστε να δίνεται δικαιολογημένα το έναυσμα για να γίνει, τουλάχιστον τις δύο πρώτες ημέρες, κυρίαρχη δημοσιογραφική «είδηση» το κλισέ για τα «άδεια έδρανα» ενώπιον των οποίων εναλλάσσονταν στο βήμα οι ρήτορες.
Με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, μια από τις οποίες υπήρξε ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Αθανάσιος Τσαυτάρης που περιορίστηκε να μιλήσει για το σχέδιο του, συνέστησε «συνεννόηση και ομόνοια» και, προφανώς επειδή δεν πολιτεύεται, δεν δυσκολεύθηκε να διαπιστώσει ότι οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την αγροτική ανάπτυξη δεν είναι ασύμβατες με τις κυβερνητικές, βασική επιδίωξη των περισσοτέρων που έλαβαν το λόγο ήταν να αποδείξουν τα λάθη των «άλλων» και όχι να αναπτύξουν τη δική τους πρόταση.
Οι αντιπολιτευόμενοι επιδόθηκαν σε κριτική και μόνον κριτική προς την κυβέρνηση. Οι κυβερνητικοί ανάλωναν το χρόνο τους σχολιάζοντας τις θέσεις και τη στάση της αντιπολίτευσης. Χωρίς καμία έμπνευση, δίχως την παραμικρή πρωτοτυπία. Και με μείζον ζήτημα της αντιπαράθεσης το διαδικαστικό της υπόθεσης, αν, δηλαδή, η πρόταση δυσπιστίας συσπειρώνει την συγκυβέρνηση ή αν είχε ως κίνητρο τις εσωτερικές διαμάχες της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αν κάτι, πάντως, μένει από όλα αυτά και κυρίως μέσα από τους οξείς και προσβλητικούς προσωπικούς χαρακτηρισμούς που εκτοξεύθηκαν, του τύπου «κοιμάστε ήσυχος τα βράδια;» ή «δεν σας κοιτάω για να μη γελάσω», είναι ότι ο νέος διπολισμός που δημιουργείται στο πολιτικό μας σύστημα μοιάζει να είναι πολύ πιο σκληρός και διχαστικός από τον κλασσικό δικομματισμό που βιώσαμε στη μεταπολιτευτική και ίσως στη μεταπολεμική Ελλάδα.
Η λογική του «ο μη ών μεθ' ημών, καθ' ημών εστί», που απέπνεε σε όλη τη διάρκεια της η κοινοβουλευτική αντιπαράθεση του τελευταίου τριήμερου, στενεύει, δυστυχώς, αφόρητα τα περιθώρια για συνεννόηση, συναίνεση και συνεργασία. Και, ανεξάρτητα από τις όποιες μελλοντικές εκλογικές εξελίξεις, καθιστά, αναμφίβολα, ακόμη πιο δύσκολη την προσπάθεια εξόδου της χώρας από την κρίση.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 11.11.2013)

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2013

«Το κεφάλι έξω από το νερό»

Χύθηκε πολύ μελάνη το τελευταίο διάστημα για τον σχολιασμό της εν εξελίξει διαπραγμάτευσης με την τρόικα. Διακινήθηκαν ακόμη και σενάρια εκλογών, με αφορμή τις σκληρές θέσεις των εταίρων και δανειστών μας. Και γενικά δημιουργήθηκε μια πολεμική ατμόσφαιρα σύγκρουσης που η σκοπιμότητά της είναι αμφισβητήσιμη.
Η ελληνική πλευρά εμφανίστηκε για μια ακόμη φορά να πορεύεται χωρίς μπούσουλα, δικαιώνοντας, εν πολλοίς, την, κατά τα άλλα προσβλητική, εκτίμηση του υπουργού Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα ότι το μνημόνιο παραμένει το μόνο σοβαρό κείμενο χάραξης οικονομικής πολιτικής με δεσμευτικούς στόχους.
Όποιος παρακολούθησε την τελευταία τηλεοπτική συνέντευξη του πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά δεν δυσκολεύθηκε, νομίζω, να αντιληφθεί ότι η ελληνική κυβέρνηση, αρχίζει να αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει άλλη επιλογή από τη διαπραγμάτευση με την τρόικα και την παράθεση ουσιαστικών επιχειρημάτων για τα όσα έγιναν και τα όσα μπορούν να γίνουν για να κλείσει ο προϋπολογισμός του 2014.
Η περίφημη «πολιτική διαπραγμάτευση», που ανασύρθηκε, εκ νέου, ως επιχειρηματολογία (ή μήπως ως άλλοθι;) για να περιοριστούν οι πιέσεις των τροϊκανών, αποδείχθηκε και πάλι ανέφικτος στόχος, όπως προσφυώς, θεωρώ ότι, επεσήμανε με πρόσφατο άρθρο του ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης, ο οποίος, ας μην ξεχνάμε, είναι ο μόνος Έλληνας πολιτικός που εγκαίρως και εγκύρως είχε κρούσει, ήδη από τον Δεκέμβριο του 2008, τον κώδωνα του κινδύνου για την υπαγωγή της χώρας μας στη μέγγενη του ΔΝΤ.
Μας αρέσει ή όχι, ο πρώην πρωθυπουργός, στις όχι και τόσο συχνές παρεμβάσεις του, λέει πολλές από τις άβολες αλήθειες που το σημερινό πολιτικό σύστημα δεν θέλει να αναγνωρίσει, προσεγγίζοντας τα ζητήματα με επικοινωνιακή και μόνον διάθεση και δημιουργώντας φρούδες ελπίδες ότι επίκειται η έξοδος της χώρας από το μνημόνιο που στη φαντασίωση ορισμένων μεταφράζεται ως επιστροφή στην  κραιπάλη του παρελθόντος.
Γι΄ αυτό και θεωρώ σημαντικό να επαναλάβω ορισμένες από τις θέσεις του κ. Σημίτη που πριν από μερικές εβδομάδες φιλοξενήθηκαν στο «Πρώτο Θέμα». Ο πρώην πρωθυπουργός επισήμαινε στους συνομιλητές του ότι η πορεία βελτίωσης που θα διαγράψει η ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια θα είναι σταθερή αλλά αργή, ωστόσο η κατάσταση θα παραμείνει «μίζερη» για αρκετά χρόνια.
 Εκτιμούσε, επίσης, ότι θα συνεχιστεί η πίεση των Ευρωπαίων εταίρων μας, κυρίως για την εφαρμογή διαρθρωτικών μέτρων, αλλά, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά, «θα μας αφήσουν να έχουμε το κεφάλι έξω από το νερό».
Με την απόσταση των εβδομάδων που πέρασαν από τη δημοσίευση των εκτιμήσεων του κ. Σημίτη, νομίζω ότι εύκολα μπορεί να αντιληφθεί κανείς ότι υπήρξαν κάτι ως προλεγόμενα των όσων διαμείβονται αυτές τις μέρες με την –καθυστερημένη- έλευση της τρόικας και την έναρξη των διαπραγματεύσεων που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Για όσους δεν τρέφουν αυταπάτες, είναι ξεκάθαρο ότι χωρίς να επικυρωθούν τα στοιχεία που δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία έχει όντως πετύχει τους δημοσιονομικούς της στόχους που ετέθησαν, δεν πρόκειται να υπάρξει η επιθυμητή από την ελληνική πλευρά συνολική λύση του ελληνικού οικονομικού προβλήματος.
Εκτός αυτού, δεν μπορεί να παραβλέπει κανείς και το γεγονός ότι ο κίνδυνος ενίσχυσης των ακραίων αντιευρωπαϊκών κινημάτων στις επικείμενες ευρωεκλογές δεν είναι μόνον ελληνικός. Αφορά ολόκληρη την Ευρώπη και για τον ακριβώς αντίθετο λόγο για τον οποίο υφίσταται αυτή η απειλή στη χώρα μας.
Γιατί, κακά τα ψέματα, τυχόν «πολιτική λύση» σε αυτή τη φάση, που θα προνοεί πρόωρη αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, θα αξιοποιηθεί από μια σειρά λαϊκίστικες δυνάμεις στην Ευρώπη που θα ψηφοθηρήσουν ενόψει των ευρωεκλογών, μιλώντας στο όνομα των δικών τους φορολογουμένων.
Τούτων δοθέντων, νομίζω ότι δεν έχουμε παρά να προετοιμαζόμαστε να κολυμπήσουμε ως τον Μάιο με τον κεφάλι έξω από το νερό. Και μετά τις ευρωεκλογές, ίδωμεν!

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2013

Ένας είναι ο φασισμός

           Οι φονικές σφαίρες των αυτόκλητων δήθεν τιμωρών με τις οποίες πυροβολήθηκαν άνανδρα οι τρεις νέοι στο Νέο Ηράκλειο δεν φαίνεται να βρίσκουν τον πραγματικό τους στόχο που δεν ήταν άλλος από τη δημιουργία εμφυλιοπολεμικού κλίματος πολιτικής και κοινωνικής αποσταθεροποίησης, που αποτελεί τον πλέον κατάλληλο βιότοπο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται το απεχθές φαινόμενο της τρομοκρατίας.
Η ομόθυμη και απόλυτη καταδίκη του αποτρόπαιου εγκλήματος από σύσσωμο τον πολιτικό κόσμο, όσο και αν θεωρείται αυτονόητη πράξη, στην παρούσα συγκυρία της κοινωνικής έντασης, που προκαλεί η δεινή οικονομική κρίση, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στις δυνάμεις του μηδενισμού και του χάους. Και ίσως είναι μια από τις σπάνιες φορές που η ενότητα των πολιτικών δυνάμεων διερμηνεύει απόλυτα τα αισθήματα της συντριπτικής πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί δεν νομίζω ότι μπορεί να βρεθεί εχέφρων άνθρωπος σε αυτή τη χώρα που να μην νοιώθει συντριβή από τη δολοφονική επίθεση κατά τριών ανυπεράσπιστων παιδιών, όσο και αν διαφωνεί πολιτικά με τους δρόμους στους οποίους κινούνταν και με τις ιδεολογικές προσεγγίσεις που ακολουθούσαν.
Στις ευνομούμενες κοινωνίες ο σεβασμός στην ανθρώπινη ζωή αποτελεί το υπέρτατο αγαθό και, χωρίς αμφιβολία, ό,τι θέτει σε διακινδύνευση αυτό το αγαθό συνιστά μείζονα απειλή για ολόκληρη την κοινωνία, η οποία, σε διαφορετική περίπτωση, μετατρέπεται σε ζούγκλα, όπου, ως γνωστόν, εκείνο που επικρατεί είναι η δύναμη του ισχυρότερου.
Στη προκείμενη περίπτωση ως δύναμη του ισχυρότερου προβάλει η θρασυδειλία του σκοτεινού οπλοφόρου, ο οποίος έστρεψε το «κουμπούρι» του και πυροβόλησε πισώπλατα τα ανυποψίαστα νεαρά άτομα που βρισκόταν έξω από τα γραφεία της Χρυσής Αυγής. 
Ο πραγματικός στόχος, όμως, του συγκεκριμένου δολοφόνου και όποιων άλλων επιλέγουν τέτοιες μεθόδους, ήταν, αναμφισβήτητα, η δεινοπαθούσα ελληνική κοινωνία, η οποία στα τόσα προβλήματα που την ταλανίζουν, είναι βέβαιο ότι δεν έχει τη διάθεση να προσθέσει και ένα ακόμη μεγαλύτερο, όπως είναι οι επαπειλούμενες ακραίες εμφύλιες διαμάχες και οι δολοφονικές συγκρούσεις στους δρόμους και τις πλατείες των ελληνικών πόλεων.
Γι΄ αυτό και είναι επιτακτικότερη από κάθε άλλη φορά η ανάγκη να συλληφθούν και να προσαχθούν στη Δικαιοσύνη οι δράστες των δολοφονιών που με τις τρομοκρατικές πράξεις τους ενισχύουν, αντί να πλήττουν, το φαινόμενο του φασισμού, όπως, εξάλλου, κατέδειξε η εκμετάλλευση του αίματος που έσπευσαν να κάνουν τα στελέχη της Χρυσής Αυγής με τις εμπρηστικές φραστικές επιθέσεις τους, όχι κατά των τρομοκρατών που θα ήταν απολύτως δικαιολογημένες, αλλά κατά της κυβέρνησης, του πολιτικού κόσμου και των μέσων ενημέρωσης.
Στο τέλος – τέλος, ο φασισμός είναι ένας και αδιαίρετος. Και δεν μπορεί να διακριθεί από το χρώμα που κάθε φορά φοράει. Όπως μία και μοναδική είναι και η βία, όποιον –ακροαριστερό ή ακροδεξιό- μανδύα και αν, κατά περίπτωση, ενδύεται. 

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 2.11.2013)

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2013

Μαϊμουδιές που βγάζουν μάτια


Το περασμένο καλοκαίρι που η επικαιρότητα φλεγόταν από το ζήτημα της περίφημης κινητικότητας στο δημόσιο, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας με την τρόικα να περιοριστεί ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, από επίσημα κυβερνητικά χείλη ακουγόταν στα τηλεοπτικά πρωινάδικα τερατώδεις υπολογισμοί για το φαινόμενο των προσλήψεων με πλαστά πιστοποιητικά.
Στο στόχαστρο είχαν μπει τότε οι εργαζόμενοι στη Δημοτική Αστυνομία, που για απόλυτα ακατανόητους αποφασίστηκε να μεταφερθούν στην Αστυνομία, δημιουργώντας «τρύπες» στις υπηρεσίες των Δήμων. Για να δικαιολογηθεί η προχειρότητα της απόφασης, κυβερνητικοί αξιωματούχοι υποστήριζαν ότι ένα μεγάλο μέρος της συγκεκριμένης κατηγορίας των υπαλλήλων είχε πετύχει την πρόσληψή του με απατηλούς τρόπους. Και, άρα, μετά τον έλεγχο των στοιχείων τους θα απολυόταν και, έτσι, θα καλυπτόταν ο αριθμός των απομακρύνσεων που είχε συμφωνηθεί με την τρόικα.
Με την ολοκλήρωση, όμως, του ελέγχου αποδείχθηκε ότι από ένα σύνολο πάνω από 3.500 υπαλλήλων των οποίων ελέγχθηκαν τα στοιχεία πρόσληψης, δεν ξεπερνούν τους 30 οι φάκελοι που διαπιστώθηκε ότι περιείχαν διάφορες παρατυπίες και πάντως όχι τόσο κραυγαλέες που να οδηγήσουν στην άμεση απόλυσή τους. Σε κάθε περίπτωση, τα αποτελέσματα του ελέγχου έδειξαν ότι το ποσοστό των προβληματικών προσλήψεων είναι κάτω του 1% και απέχει πολύ από τους υπολογισμούς για 5 με 10% που γινόταν από αρμοδίους μόλις πριν από μερικές εβδομάδες.
Δεν είναι η πρώτη φορά που αποδεικνύεται «άνθρακες ο θησαυρός» που υποτίθεται ότι ανακαλύπτουν κυβερνητικοί «Σέρλοκ Χολμς». Το έργο, δυστυχώς, το έχουμε δει πολλές φορές στο πρόσφατο παρελθόν. Δεν πάει καιρός, άλλωστε, που επισήμως υποστηριζόταν ότι η… μαγική λύση για τη μείωση του δημοσίου θα βρισκόταν από την «δεξαμενή» (sic) των αποκαλούμενων «επίορκων», εφόσον θα επιταχυνόταν ο πειθαρχικός έλεγχός τους.
Η δημοσιότητα επί σειρά μηνών κατακλυζόταν από δηλώσεις αξιωματούχων, οι οποίοι με ύφος ανθρώπων που… ανακάλυψαν την πυρίτιδα, ανακοίνωναν απίθανα νούμερα για την έκταση του φαινομένου, θεωρώντας, προφανώς, ότι μπορούσαν με τον τρόπο αυτό να καλύψουν την αδυναμία τους να προχωρήσει το επίπονο έργο της ουσιαστικής αξιολόγησης δομών και προσώπων που είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για να εξυγιανθεί το ελληνικό δημόσιο.
Όλων αυτών είχε προηγηθεί ο τεράστιος θόρυβος για τους «μαϊμού» αναπήρους, οι οποίοι εξασφάλιζαν βοηθήματα ή συντάξεις που δεν δικαιούνταν. Ακούγοντας τις περιγραφές, έμενε κανείς με την εντύπωση ότι η έκταση ήταν τέτοια που είχε βρεθεί η «πανάκεια» για την οριστική επίλυση του Ασφαλιστικού, χωρίς να γίνει απολύτως τίποτε άλλο.
Το θέμα έδωσε αρκετά πρωτοσέλιδα στη σκανδαλοθηρική γερμανική Bild και βρήκε θέση σε δημοσιεύματα ακόμη και σοβαρών εντύπων του εξωτερικού που αναμασούσαν όσα γράφονταν στα εγχώρια μέσα ενημέρωσης και είχαν προέλευση επίσημες πηγές. Και τι δεν ακούστηκε και δεν γράφτηκε για «τυφλούς» ταξιτζήδες και για ολόκληρα νησιά που το σύνολο των κατοίκων τους λάμβαναν «μαϊμού» συντάξεις!
Από τον επανέλεγχο, όμως, που ξεκίνησε για όλες τις αναπηρικές συντάξεις, στο πλαίσιο του οποίου ζητήθηκε ακόμη και από κατάκοιτους ανθρώπους να παρουσιασθούν σε Επιτροπές για να αποδείξουν ότι δεν τους… ξεναφύτρωσαν τα ακρωτηριασμένα άκρα τους, τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν πενιχρά. Τόσο πενιχρά που ούτε τον θόρυβο δικαιολογούσαν, ούτε, πολύ περισσότερο, έλυσαν το Ασφαλιστικό.
Δεν ισχυρίζομαι ότι κακώς έγιναν και συνεχίζουν να γίνονται οι έλεγχοι για «μαϊμού» προσλήψεις, αναπηρίες ή συνταξιοδοτήσεις. Αντιθέτως. Θεωρώ ότι είναι υποχρέωση του Κράτους και επιτακτική ανάγκη, όπως και ζήτημα δικαιοσύνης στους δύσκολους αυτούς καιρούς των οριζόντιων περικοπών και της υπερφορολόγησης των συνεπών πολιτών, να συνεχιστούν με ακόμη μεγαλύτερη ένταση και να φθάσουμε, ει δυνατόν, στην πλήρη εκρίζωση τέτοιων φαινομένων.
Όσο, όμως, με προσβάλει ως πολίτη να υπάρχουν συμπολίτες μου που απομυζούν τους ούτως ή άλλως περιορισμένους πόρους του ελληνικού δημοσίου, είτε εξασφαλίζοντας παροχές που δεν δικαιούνται, είτε αποφεύγοντας, ενώ έχουν τη δυνατότητα, να εκπληρώσουν τις φορολογικές υποχρεώσεις τους, άλλο τόσο με ενοχλεί η στάση κυβερνητικών παραγόντων που, αντί να κάνουν αθόρυβα και ουσιαστικά τη δουλειά τους, με περισσή ευκολία ανοίγουν το στόμα τους και εκστομίζουν τερατολογίες που κάνουν την Ελλάδα διεθνώς ρεζίλι.
Είναι καιρός, νομίζω, να τελειώνουμε με τις «μαϊμουδιές» που… βγάζουν μάτι. Όπως και με τις λαϊκίστικες υπεκφυγές των κυβερνητικών αξιωματούχων που για να δικαιολογήσουν την αδράνεια τους, καταφεύγουν σε δηλώσεις που… βγάζουν τα μάτια της χώρας και με τις υπερβολές τους την έχουν καταστήσει διεθνές συνώνυμο της «λαμογιάς». Δεν μας αξίζει ούτε το ένα ούτε το άλλο.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr τη 1.11.2013)

Τρίτη 29 Οκτωβρίου 2013

Η ανασφάλεια του Ασφαλιστικού

«Θα προλάβω;». Το αγωνιώδες αυτό ερώτημα που ταλανίζει αυτές τις μέρες πολλούς ασφαλισμένους που βρίσκονται κοντά στην ηλικία των πενήντα ετών και μπορούν, αλλά δεν θέλουν, να βγουν σε πρόωρη σύνταξη, δείχνει νομίζω το μέτρο της ανασφάλειας που προκαλεί στους πολίτες η παντελής έλλειψη κυβερνητικού μπούσουλα, ιδιαίτερα στον πολύπαθο δημόσιο τομέα.
Τα τρομοκρατικά σενάρια που, μέσω «διαρροών» από κυβερνητικές πηγές, είδαν το φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες από όλα τα μέσα ενημέρωσης και ήθελαν να αυξάνονται, έως και κατά 15 χρόνια, τα όρια ηλικίας για όσους έχουν κατοχυρώσει δικαίωμα πρόωρης σύνταξης, πανικόβαλαν πολύ κόσμο.   
Χιλιάδες υποψήφιοι συνταξιούχοι, κυρίως γυναίκες με ανήλικα παιδιά, αμφιταλαντεύονται αν πρέπει να αφήσουν τη δουλειά τους σε μια παραγωγική περίοδο της ζωής τους και να προτιμήσουν τη συνταξιοδότηση, επιβαρύνοντας το ήδη προβληματικό Ασφαλιστικό σύστημα της χώρας που παράγει διαρκώς ελλείμματα αφού η Ελλάδα μετατρέπεται, μέρα με τη μέρα, σε χώρα συνταξιούχων και ανέργων.
Η εναλλακτική επιλογή που θεωρητικά έχουν όσοι δεν βιαστούν να φύγουν με τη γλίσχρα πρόωρη σύνταξη είναι να μείνουν και να συνεχίσουν την εργασία τους μέχρι να συμπληρώσουν τα νέα όρια ηλικίας. Με τη διαφορά, όμως, ότι μένοντας κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με την διαθεσιμότητα, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην απόλυσή τους και να τους αφήσει χωρίς κανένα απολύτως εισόδημα.
Η κυβέρνηση και η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας, αφού άφησαν επί μέρες να κυκλοφορούν διάφορες φήμες για επικείμενες δυσμενείς αλλαγές που θα επέφερε το νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, επέλεξε την παραμονή της κατάθεσής του στη Βουλή, να βγει ο υπουργός Γιάννης Βρούτσης σε ένα τηλεοπτικό πρωινάδικο για να διαβεβαιώσει ότι δεν προτίθεται να αυξήσει τα όρια ηλικίας.
Η στάση του συγκεκριμένου υπουργού, όπως και αρκετών άλλων συναδέλφων του στο κυβερνητικό σχήμα, είναι, το ηπιότερο που μπορεί κανείς, ακατανόητη. Για ποιον λόγο, αλήθεια, χρειάστηκε να αναστατωθούν τόσοι άνθρωποι για να λάβει, επιτέλους, θέση σε ένα τόσο σοβαρό ζήτημα; Και έπρεπε αυτό να γίνει με την εμφάνισή του σε μια τηλεοπτική εκπομπή και όχι με την επίσημη ανακοίνωση των προθέσεων του από ένα άλλο πιο επίσημο βήμα;
Η ζημιά, στο μεταξύ, έχει γίνει. Άνθρωποι που ήθελαν να συνεχίσουν να εργάζονται έσπευσαν να υποβάλλουν αιτήσεις για πρόωρη συνταξιοδότηση τόσο επειδή καθυστέρησαν οι διαψεύσεις όσο και επειδή από αρκετούς δεν γίνονται πιστευτές οι διαβεβαιώσεις του κ. Βρούτση, που μπορούν, όπως λένε, να αλλάξουν τον επόμενο μήνα, υπό την πίεση της τρόικας ή την αλλαγή των δεδομένων στο Ασφαλιστικό που αντιμετωπίζει πρόβλημα πόρων εξαιτίας και των πάμπολλων πρόωρων συνταξιοδοτήσεων.
Δεν ξέρω, ειλικρινά, σε ποιον περίκλειστο κόσμο ζουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο υπουργός Εργασίας, ο οποίος, μάλιστα, κατά το παρελθόν υπήρξε και συνδικαλιστής στο χώρο του δημοσίου, αλλά έχω την αίσθηση ότι έχουν χάσει κάθε επαφή με την κοινωνία και πορεύονται σε ένα δικό τους… σύμπαν που μοιάζει ασύμβατο με την καθημερινή πραγματικότητα των κανονικών ανθρώπων.
Μόνον, έτσι, εξηγείται η συμπεριφορά τους και η αδιαφορία τους για την ανασφάλεια που προκαλούν στους πολίτες και κατ΄ επέκταση στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας με τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 28.10.2013)

Τρίτη 22 Οκτωβρίου 2013

Η αυτοεκπληρούμενη προφητεία της δραματοποίησης

            Ο ένας μετά τον άλλο διάφοροι κυβερνητικοί αξιωματούχοι, όπως και βουλευτές της συγκυβέρνησης, δραματοποιούν, το τελευταίο διάστημα, τις σχέσεις της χώρας με την τρόικα, σαλπίζοντας πολεμικές ιαχές για επερχόμενη ρήξη και σύγκρουση με τους εταίρους και δανειστές εφόσον οι τελευταίοι επιμείνουν στην επιβολή νέων οικονομικών μέτρων.
            Οι περισσότεροι εμφανίζονται αρνητές των λεγόμενων οριζόντιων μέτρων που θα οδηγούν σε νέες περικοπές μισθών και κύριων συντάξεων, αφήνοντας, όμως, ανοιχτό το ενδεχόμενο να αποδεχθούν μόνον τις αποκαλούμενες διαρθρωτικές –ή και στοχευμένες- παρεμβάσεις, έναν όρο αρκετά… ευρύχωρο που μπορεί, εν τέλει, να περιλάβει τα πάντα.
            Όταν, όμως, καλλιεργείται από την επίσημη κυβερνητική πλευρά κλίμα αντιπαράθεσης, στη δυναμική που, μοιραία, δημιουργείται δεν χάνουν την ευκαιρία να πάρουν ακόμη πιο σκληρές θέσεις τα κόμματα της αντιπολίτευσης, όπως και οι βουλευτές της συμπολίτευσης που και στο παρελθόν ήταν αντίθετοι σε κάθε τι που αντιστρατεύεται το γνωστό πειρασμό των «παροχών», από τον οποίο, εξάλλου, δεν έχει απαλλαγεί η ίδια η κυβερνητική ηγεσία που έσπευσε να διανείμει το πρωτογενές πλεόνασμα πριν καν αυτό επιτευχθεί.
            Δεν ξέρω αν είναι η επίδραση που ασκεί στους πολιτικούς μας ταγούς η επικείμενη εθνική επέτειος του «Όχι», αναρωτιέμαι, όμως, μήπως όλα αυτά δεν είναι παρά για εσωτερική κατανάλωση, αφού οι θεωρούμενες ως «κατοχικές δυνάμεις» είναι εδώ επειδή εμείς τις καλέσαμε. Πως αλλιώς, άλλωστε, μπορεί να εκλάβει κανείς τις «διαρροές» για προετοιμασία κυβερνητικής αντίστασης, αλλά και τους «λεονταρισμούς» που ακούστηκαν δημοσίως από υπουργικά χείλη, περί πιθανής πρόωρης προσφυγής στις κάλπες εφόσον οι πιστωτές μας συνεχίσουν τις πιέσεις;
Στην κρίσιμη αυτή περίοδο που η ελληνική οικονομία πασχίζει να ξαναστηθεί στα πόδια της και κατά την οποία διαμορφώνονται λεπτές ισορροπίες στο ευρωπαϊκό επίπεδο και στις σχέσεις μεταξύ των εταίρων και πιστωτών μας, είναι απορίας άξιον ποιος διανοήθηκε να εισηγηθεί την αποστολή ενός τόσο «αυτιστικού» μηνύματος που εντείνει την εικόνα της αστάθειας.
Είναι γνωστό ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας δεν ευνοούν την προκήρυξη εκλογών και το έδειξαν τον περασμένο Ιούνιο όταν, με αφορμή την κυβερνητική κρίση που προκάλεσε το λουκέτο στην ΕΡΤ, παρενέβησαν και απέτρεψαν τις προετοιμασίες που ορισμένοι θερμοκέφαλοι του κυβερνητικού επιτελείου είχαν ξεκινήσει να κάνουν, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που μπορεί να είχε μια τέτοια πρωτοβουλία.
Το ζήτημα, ωστόσο, δεν είναι τι ευνοούν ή όχι οι εταίροι μας, αλλά τι πραγματικά συμφέρει τη χώρα μας. Και είναι βέβαιο ότι σε αυτή τη φάση, το μόνο που δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χειμαζόμενης πλειονότητας των Ελλήνων πολιτών –που δεν προκρίνουν ως λύση της πρόωρες κάλπες- είναι η αστάθεια που μοιραία επιφέρουν τα εκλογικά σενάρια, ακόμη και όταν οι ίδιοι εκείνοι που τα διακινούν δεν τα πολυπιστεύουν και, μάλλον, δεν τα εννοούν.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, δεν είναι ούτε Γερμανία, ούτε Βέλγιο, ούτε Λουξεμβούργο, ούτε καν Ιταλία, δεν ανήκει, δηλαδή, στις χώρες που διαθέτουν την πολυτέλεια να συζητούν επί εβδομάδες και μήνες για τον σχηματισμό κυβέρνησης, χωρίς αυτό να επηρεάζει την καθημερινότητα των πολιτών τους και, πολύ περισσότερο, να οδηγεί στην πλήρη παραλυσία, εφόσον, όπως συμβαίνει εδώ, δεν υπάρξει, έστω και για λίγο, κυβερνητική σταθερότητα.
Βλέποντας το πόσο καθυστερούν αυτονόητες αποφάσεις για τη συλλογή των φόρων ή την πάταξη της γραφειοκρατίας και την αξιολόγηση των δομών του δημοσίου, ενώ υπάρχει κυβέρνηση που έχει πάνω από το κεφάλι της τη δαμόκλειο σπάθη των πιστωτών, μπορεί εύκολα να φανταστεί ο καθένας τι θα συμβεί όταν οδηγηθούμε στις κάλπες με όλες τις πολιτικές δυνάμεις του τόπου να φορούν τον αντιμνημονιακό μανδύα.   
Υπό αυτή την έννοια μόνον κακές υπηρεσίες προσφέρουν στους εαυτούς τους, αλλά και στη χώρα, όλοι όσοι αφήνουν να εννοηθεί ότι η πίεση των εταίρων μας μπορεί να οδηγήσει τη χώρα σε εκλογές, δραματοποιώντας τις διαπραγματεύσεις που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν, ενόψει κρίσιμων αποφάσεων που πρέπει να ληφθούν το επόμενο διάστημα για τον προϋπολογισμό του επόμενου χρόνου και την βιωσιμότητα του χρέους.
Ο κίνδυνος να λειτουργήσει, εν τέλει, ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία η δραματοποίηση που γίνεται, μάλλον για επικοινωνιακούς λόγους, είναι μεγάλος. Και οι επιπτώσεις του πρέπει να σταθμιστούν καλύτερα από όσους αναλαμβάνουν τέτοια ρίσκα.
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 22.10.2013)

Πέμπτη 17 Οκτωβρίου 2013

Το μνημόνιο στη χώρα του «χύμα στο κύμα»


«Ξένισε» πολλούς ο ισχυρισμός που διατύπωσε, προ ημερών, από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Οικονομικών Γιάννης Στουρνάρας ότι «το μνημόνιο που έχουμε, παρ’ όλες τις αδυναμίες του, είναι ίσως το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους στόχους, δεσμευτικούς για το σύνολο του ελληνικού κράτους, είτε μας αρέσει είτε όχι».
Η άποψη του κ. Στουρνάρα είναι όντως μια πολιτικά επιλήψιμη θέση, κυρίως επειδή εκφράζεται από τον κατ΄  εξοχήν υπεύθυνο για την ασκούμενη οικονομική πολιτική τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, κατά τον οποίο η χώρα μπορεί να πέτυχε αυτό που η κυβέρνηση θέλει να αποκαλεί δημοσιονομικό «άθλο», το περίφημο πρωτογενές πλεόνασμα, πλην όμως, αυτός ο «άθλος» συνοδεύτηκε από έναν τεράστιο κοινωνικό πόνο που αποτυπώνεται στην περαιτέρω συρρίκνωση του εθνικού προϊόντος και στην ακόμη μεγαλύτερη εκτίναξη της ανεργίας που σημειώθηκε επί της υπουργίας του.
Πέραν, όμως, του αν δικαιούται ή όχι ο συγκεκριμένος υπουργός να την εκφράζει, ποιος, ειλικρινά, μπορεί να αρνηθεί ότι ο ισχυρισμός του κ. Στουρνάρα, έστω και αν τον εκλάβουμε και ως αυτοκριτική, περιλαμβάνει μια μεγάλη –«μαύρη»- αλήθεια που είναι η παντελής έλλειψη ενός έστω στοιχειώδους στρατηγικού σχεδίου για την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, ικανού να απαλύνει τις δυσμενείς μνημονιακές συνέπειες; 
Το μνημόνιο, καλώς ή κακώς, μας επέβαλε μια σειρά στόχους και δεσμεύσεις -δημοσιονομικής, κυρίως, κατεύθυνσης- που, με πολλά λάθη και περισσότερες αστοχίες, έβαλαν την ελληνική οικονομία στις ράγες που νόμιζαν οι πιστωτές μας ότι οδηγούσαν αποτελεσματικότερα στο στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης και, ουσιαστικά, στην εξασφάλιση των συμφερόντων τους, με την επιστροφή του συνόλου ή έστω ενός μέρους των δανεικών που μας έδιναν στο παρελθόν και εκείνων που συνέχισαν και συνεχίζουν να μας δίνουν.
Σε όλα αυτά, εμείς, αλήθεια, τι ακριβώς αντιτάξαμε; Με ποιο σχέδιο και με ποιους στόχους καθήσαμε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων από την άνοιξη του 2010 που μας φορέθηκε ο ζουρλομανδύας του μνημονίου; Ποια δέσμη ουσιαστικών εναλλακτικών προτάσεων προβάλαμε στις ασφυκτικές μνημονιακές νόρμες για την εσωτερική υποτίμηση;
Στην αρχή είχαμε ως δήθεν εναλλακτική το περιβόητο «όπλο στο τραπέζι», με το οποίο υποτίθεται ότι θα απειλούσαμε τους εταίρους μας, εκβιάζοντας την αλληλεγγύη τους, μέχρι που αποδείχθηκε «νεροπίστολο» στο οποίο δεν έδινε κανένας σημασία. Και, υπό τις ευχές για «kalo kouragio», υπογράψαμε χωρίς να ξέρουμε και οι ίδιοι τι υπογράψαμε.
Μετά εφηύραμε τα περίφημα «ισοδύναμα» των πολλαπλών «Ζαππείων» που αποδείχθηκε στην πράξη ότι δεν ήταν παρά μια δική μας αυταπάτη, την οποία κανείς δεν την πήρε στα σοβαρά, γι΄ αυτό και γρήγορα τα σκέπασε η λήθη που έφερε ένα απλό «ουδείς αναμάρτητος».
Όταν ο κόμπος έφθασε και χρειάστηκε να συγκροτήσουμε την τρικομματική συγκυβέρνηση για να πείσουμε τους εταίρους μας ότι δεν έπρεπε να δρομολογηθεί το «Grexit», που ήταν προ των πυλών, συντάξαμε στο «τσάπρα πάτρα» μια δήθεν προγραμματική συμφωνία που δεν ήταν τίποτε περισσότερο από ένα αφόρητα γενικόλογο «ευχολόγιο» το οποίο, από την επομένη της συνομολόγησής του, οι ίδιοι οι συντάκτες του αναγνώριζαν ότι έχρηζε «επικαιροποίησης».
Το κυβερνητικό σχήμα άλλαξε μετά το «μαύρο» που «έτσι, χωρίς πρόγραμμα» έπεσε στη δημόσια ραδιοτηλεόραση, αλλά η νέα προγραμματική συμφωνία που υποτίθεται ότι θα σηματοδοτούσε μια νέα αρχή, ακόμη δεν έχει συνομολογηθεί. Και στην περίπτωση, πάντως, που… δώσει ο Κύριος και, επιτέλους, συνομολογηθεί τις επόμενες μέρες ή εβδομάδες, μάλλον θα έχει την ίδια τύχη με την προηγούμενη, αφού δεν προηγήθηκε καμία σοβαρή προετοιμασία που να πείθει ότι κάτι άλλαξε. 
Πως, άλλωστε, να πειστεί κανείς ότι κάτι μπορεί να αλλάξει με όλα αυτά που βλέπει να συμβαίνουν γύρω μας και μαρτυρούν την παντελή έλλειψη αναπτυξιακού σχεδίου στη χειμαζόμενη από την ύφεση ελληνική οικονομία;
Τα χρήματα του ΕΣΠΑ, για παράδειγμα, εξακολουθούν να κατασπαταλώνται σε προγράμματα χωρίς καμία αναπτυξιακή προοπτική, όπως η λεγόμενη κοινωνική εργασία που έχει μετατραπεί σε μηχανισμό διανομής επιδομάτων. Θέλετε και το ακόμη χειρότερο; Σε μια εποχή που η χώρα δοκιμάζεται από επενδυτική άπνοια, εξακολουθεί να μην έχει τεθεί σε εφαρμογή ο νόμος για τα αναπτυξιακά κίνητρα επειδή δεν έχουν εκδοθεί, έξι μήνες μετά την ψήφισή του από τη Βουλή, οι εφαρμοστικές αποφάσεις και τα διατάγματα που προβλέπονται.

Υπό αυτές τις συνθήκες, λοιπόν, στη χώρα που κυρίαρχη νοοτροπία είναι το «χύμα στο κύμα», από το οποίο βολεύονται ορισμένοι, το μνημόνιο, όντως, συνιστά «το μοναδικό κείμενο πολιτικής που έθεσε συγκεκριμένους δεσμευτικούς στόχους για το σύνολο του ελληνικού κράτους». Αμφιβάλει κανείς;  

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 17.10.3013)