Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Ο πόνος για την Κεντροαριστερά




Θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό, αν δεν ήταν τόσο πολύ εξοργιστικό, το όψιμο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν και την τεράστια αγωνία που εκφράζουν πολλοί από το κυβερνητικό στρατόπεδο για την πορεία της Κεντροαριστεράς.
Είναι μάλλον αστείο, για παράδειγμα, να βλέπει κανείς να δημοσιεύεται ανήμερα των γενεθλίων του ΠΑΣΟΚ άρθρο για τον ιδρυτή και γεννήτορα του με την υπογραφή του πρωθυπουργού -αλήθεια ποιος να το έγραψε, γιατί στα 43 του δύσκολα γίνεται κανείς αρθογράφος;  Είναι, όμως, συνάμα εξοργιστικό να επιχειρεί ο Αλέξης Τσίπρας να χωρέσει στο μέτρο της δικής του μικρότητας το πολιτικό μέγεθος που μοναδικού Ανδρέα Παπανδρέου.
Είναι, επίσης, διασκεδαστικό ότι η σύγκριση που θέλει να κάνει ο κ. Τσίπρας γίνεται μέσα από το ερώτημα αν «ήταν ψεύτης ο Ανδρέας», καθώς έτσι αναγνωρίζει –μάλλον άθελά του- ποια άποψη πιστεύει ο ίδιος ότι έχει ο κόσμος για εκείνον. Έχει πει, εξάλλου, και άλλες φορές ότι μπορεί να κατηγορηθεί για ψεύτης, αλλά όχι για κλέφτης. Μόνον, όμως, που γίνεται εξοργιστικό το ιστορικό άλλοθι το οποίο αναζητεί από την τόσο διαφορετική πολιτική διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου. Και το οποίο παραπέμπει περισσότερο στη γνωστή παροιμία «και η μυλωνού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες».
Είναι, άλλωστε, προφανές και για τον πλέον ανυποψίαστο πολίτη ότι η απροσχημάτιστη καπηλεία της μνήμης του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ στην οποία κατέφυγε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Μαξίμου δεν είναι άσχετη με όσα τεκταίνονται αυτή την περίοδο στον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο. Αν ήταν άλλωστε διαφορετικά τα πράγματα, ο Αλέξης Τσίπρας θα είχε πάρει… χαρτί και μολύβι για να γράψει για τον Ανδρέα και όλα τα προηγούμενα χρόνια που το ημερολόγιο έδειχνε 3 Σεπτεμβρίου.
Δεν το έκανε γιατί τότε ήταν ακόμη καβάλα στο κύμα που τον οδηγούσε στην εξουσία, σε αντίθεση με τώρα που, εξαιτίας του ασύστολου αμοραλισμού που επιδεικνύει καθημερινά,  φαίνεται ότι το κύμα άλλαξε φορά. Και πλέον τον κατευθύνει πίσω στις ξέρες της πολιτικής περιθωριοποίησης από τις οποίες προέρχονται ο ίδιος και η μεγάλη πλειονότητα των συνεργατών του.
Τώρα, λοιπόν, που ξέφτισε το αντιμνημονιακό παραμύθι και αντιλήφθηκαν πολλοί Έλληνες ότι τα λεφτόδενδρα είναι μη καρποφόρα προϊόντα που ευδοκιμούν μόνο στη φαντασία πολιτικών απατεώνων, το κυβερνητικό καραβάνι άλλαξε ρότα. Και το έκανε επειδή βλέπει ότι όλοι εκείνοι τους οποίους κορόιδευε παλαιότερα με επιχειρήματα όπως τα προαναφερθέντα μπορούν πλέον να συγκρίνουν το χθες με το σήμερα και να αναζητήσουν εναλλακτικές διακυβέρνησης που να μη στηρίζονται σε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.
Η επιχειρούμενη ανασυγκρότηση είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που μπορεί να συμβάλει στην εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων στα διχαστικά ψευτοδιλήμματα  του τύπου «ή με τον Τσίπρα ή με τον Μητσοτάκη» που θέλουν ορισμένοι να επιβάλουν στους πολίτες. Γι΄ αυτό και τα κυβερνητικά φερέφωνα έχουν επιδοθεί σε έναν αδυσώπητο αγώνα για την υπονόμευση του ενοποιητικού εγχειρήματος που -για πρώτη καταβάλλεται με τόση ελπίδα επιτυχίας- στον χώρο του Κέντρου.
Στην αρχή κάποιοι φιλοΣΥΡΙΖΑίοι αρθρογράφοι έχυναν –προφανώς καθ΄ υπαγόρευση, όπως πρόδιδε η ομοιομορφία των «επιχειρημάτων» τους- αφειδώς κροκοδείλια δάκρυα επειδή τάχατες θα διαλυόταν το ΠΑΣΟΚ με τον σχηματισμό του καινούργιου φορέα. Μετά οι ίδιοι απαιτούσαν από τους επίδοξους ηγέτες πιστοποιητικά αντιδεξιών φρονημάτων, θέλοντας στην πραγματικότητα να μετατραπεί ο νέος σχηματισμός σε παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε να μην έχει λόγο ύπαρξης. Και, αφού κατέρρευσε κι αυτή η επιχείρηση, τώρα τους… πήρε ο πόνος για τον κίνδυνο που, όπως ισχυρίζονται, σηματοδοτεί το γεγονός ότι είναι πολλοί οι διεκδικητές της ηγεσίας.
Όπως και στις δύο άλλες απόπειρες απαξίωσης της αυθυπαρξίας του νέου φορέα, έτσι και στην τελευταία, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι πολλές υποψηφιότητες είναι, εν τέλει, πλούτος για τη Δημοκρατική Παράταξη που αποδεικνύεται ότι διαθέτει αξιόμαχο στελεχιακό δυναμικό το οποίο, αν καταφέρει να ενώσει τις δυνάμεις του και να ξορκίσει το προπατορικό αμάρτημα της πολυδιάσπασης του Κέντρου, θα φέρει πραγματικό νέο αέρα στο πολιτικό σύστημα.     
Όποιος δημοκρατικός πολίτης αμφισβητεί ότι είναι έτσι τα πράγματα δεν έχει παρά απέναντι στους πιθανότατα επτά υποψηφίους για την ηγεσία του νέου φορέα –δηλαδή, με αλφαβητική σειρά, τον Ανδρουλάκη, τη Γεννηματά, τον Θεοδωράκη, τον Καμίνη, τον Κωνσταντινόπουλο, τον Μανιάτη και τον Ραγκούση που, όποιος και αν κερδίσει, όλοι μαζί θα αποτελούν την ηγετική ομάδα της νέας Παράταξης- να αντιπαρατάξει έναν αντίστοιχο αριθμό από αυτούς που κυβερνούν σήμερα τη χώρα.
Αν βρει κάποιος στις τάξεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μια εξάδα στελεχών που να υπερέχει των επίδοξων ηγετών του Κέντρου, δεν έχει παρά να μείνει σπίτι του στις 5 Νοεμβρίου. Ή, έστω, να πάει να κλάψει μαζί με τον Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος, όταν δεν σκέφτεται πως θα κάνει off shore το Άγιο Όρος, ψάχνει νησί που να πουλάει αφορολόγητα μαντίλια για να σκουπίσει τα ασταμάτητα δάκρυα που του τρέχουν από τον… πόνο που του προκαλεί το γεγονός ότι δεν τιμάται επαρκώς η μνήμη του Ανδρέα…

Πέμπτη 31 Αυγούστου 2017

«Πράκτορες από άλλο επάγγελμα»



Έχουν φίλους; Γείτονες; Γονείς; Παιδιά; Τα ερωτήματα αφορούν στους κυβερνώντες. Και αν η απάντηση, σε κάποια έστω από αυτά, είναι καταφατική, ανακύπτει μια ακόμη μεγαλύτερη απορία: Δεν τους λέει κανείς πόσο γελοιοποιούνται με αυτά που λένε και κυρίως με αυτά που κάνουν;
Η περίπτωση, για παράδειγμα, του υπουργού Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου είναι απολύτως ενδεικτική. Ανέλαβε καθήκοντα στον κυβερνητικό ανασχηματισμό του περασμένου Οκτωβρίου, όταν, εξαιτίας των πειραματισμών του, εκπαραθυρώθηκε ο Νίκος Φίλης. Ο οποίος με τη σειρά του είχε παραλάβει το χαρτοφυλάκιο από τον Αριστείδη Μπαλτά που επίσης είχε βρεθεί εκτός υπουργείου αφού είχε επιδοθεί σε κάθε είδους ασκήσεις ιδεοληπτικών εφαρμογών στο πολύπαθο σώμα της ελληνικής εκπαίδευσης.
Θα περίμενε, λοιπόν, κάποιος ότι ο κ. Γαβρόγλου , όντας ο τρίτος κατά σειρά υπουργός των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ στον συγκεκριμένο τομέα, θα ήταν πιο προσεκτικός από τους προκατόχους του που εγκατέλειψαν τόσο άδοξα το πόστο τους. Και, γι΄ αυτό, θα απέφευγε τις βαρύγδουπες εξαγγελίες προτού μετρήσει ποια από αυτά που έλεγε το κόμμα του προεκλογικά είναι εφαρμόσιμα και ποια όχι. Πώς θα το μετρούσε; Απλά, απλούστατα: αν δεν είχε εικόνα ο ίδιος, θα ζητούσε να του ετοιμάσουν μια έκθεση με το τι συμβαίνει διεθνώς και τι είχαν προσπαθήσει να κάνουν οι προηγούμενοι υπουργοί Παιδείας.
Τίποτε, όμως, από όλα αυτά δεν έκανε ο κ. Γαβρόγλου. Εθισμένος με τις μεγαλοστομίες που αστόχαστα –αφού ήταν βέβαιο ότι ποτέ δεν θα εφαρμόζονταν όσα έλεγαν- εκστόμιζε επί χρόνια ο πολιτικός χώρος από τον οποίο προέρχεται, μόλις ανέλαβε τον υπουργικό θώκο έβαλε στόχο να καταργήσει τις Εξετάσεις για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ήταν ένας στόχος που ακουγόταν ευχάριστα στα αυτιά όλων όσοι δεν είχαν –και κυρίως όσων δεν ήθελαν να αποκτήσουν- ευκρινή εικόνα για τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί η δευτεροβάθμια εκπαίδευση στη χώρα μας.
Χωρίς μελέτη, λοιπόν, έσπευσε να ανακοινώσει «αναμόρφωση του Λυκείου σε βάθος τριετίας, όπου θα παρέχεται ένα ισχυρό εθνικό απολυτήριο, ο βαθμός του οποίου θα ανοίγει χωρίς εξετάσεις την πόρτα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση». Η πολιτική του αυταρέσκεια δεν του επέτρεψε να ρωτήσει έναν από τους προκατόχους του γιατί δεν το έκανε εκείνος. Και δεν τον άφησε ούτε καν να αναρωτηθεί γιατί κανείς άλλος πριν από αυτόν δεν είχε εφαρμόσει αυτή την τόσο απλή λύση που έμοιαζε με το «αυγό του Κολόμβου»: καταργείς τις εξετάσεις, μπαίνουν οι μαθητές στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ της αρεσκείας τους και ούτε… γάτα ούτε ζημιά!
Μέχρι και ο ίδιος ο πρωθυπουργός πήγε τον περασμένο Μάιο στο υπουργείο Παιδείας για να δώσει πανηγυρικό χαρακτήρα στον σχεδιασμό Γαβρόγλου για κατάργηση των εξετάσεων. Φαίνεται, όμως, πως μόλις πήγαν να υλοποιήσουν την εξαγγελία βρέθηκαν προ αδιεξόδου. Οι ίδιοι που μόλις πριν από μερικές εβδομάδες επικαλούνταν ως άλλοθι τη «βαθμοθηρική πίεση» των γονέων που έχουν παιδιά στο Δημοτικό ώστε να επιβάλουν κλήρωση για τον σημαιοφόρο στις παρελάσεις, έπρεπε να νομοθετήσουν την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση με μόνο κριτήριο τον βαθμό του απολυτηρίου...
Και, ω του θαύματος, ο υπουργός Παιδείας ανέκρουσε πρύμναν. «Δεν μιλήσαμε ποτέ για κατάργηση των Πανελλαδικών, αλλά για κατάργηση των εξετάσεων έτσι όπως αυτές έχουν καταγραφεί στη συνείδηση των πολιτών», ισχυρίζεται τώρα ο Κ. Γαβρόγλου. Ο οποίος έπειτα από μήνες παλινωδιών, αντί της κατάργησης, ανακοινώνει διπλές εξετάσεις: και τον Φεβρουάριο και τον Ιούνιο. «Δεν μπορεί άλλωστε να υπάρξει εκπαιδευτικό σύστημα χωρίς εξετάσεις», αποφαίνεται, αναγνωρίζοντας –επιτέλους- το αυτονόητο, το οποίο δικαιολογούνται να αγνοούν μόνον άνθρωποι που δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα τούτης της χώρας.
Το μεγάλο δυστύχημα, βεβαίως, είναι ότι ο κ. Γαβρόγλου δεν αποτελεί την εξαίρεση μεταξύ των προσώπων που έχουν επιλεγεί για να ασκήσουν κυβερνητικά καθήκοντα. Ο κατάλογος με τους αξιωματούχους που αγνοούν προκλητικά την πραγματικότητα είναι μακρύς. Και, με ελάχιστες εξαιρέσεις, περιλαμβάνει σχεδόν σύσσωμο το υπουργικό συμβούλιο που έχει σχηματίσει ο κ. Τσίπρας. Ποιον να ξεχωρίσει κανείς; Τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη, ο οποίος «βλέπει» ξενοδόχους να βάζουν φωτιές στα ορεινά της Ζακύνθου και αγνοεί ότι οι καμμένες εκτάσεις κηρύσσονται αναδασωτέες και αυτό δυσχεραίνει την οικοδόμηση τους; Ή τον υπουργό Ναυτιλίας που τη μια θέλει πλοία με σημαία Αγίου Όρους και την άλλη φαντάζεται νησί με αφορολόγητα;
Όπως καν έχει, πάντως, είναι απορίας άξιον αν όλα αυτά γίνονται με σκοπιμότητα, τη σκοπιμότητα της ψηφοθηρικής εξαπάτησης. Ή αν απλώς πρόκειται για ανθρώπους άσχετους με την πραγματικότητα. Αν έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με… «πράκτορες από άλλο επάγγελμα», όπως έλεγε για τέτοιες περιπτώσεις ο φίλος μου Βασίλης Σ. Με πολιτικούς οι οποίοι έχουν πέσει «θύματα» της αυταπάτης, των φαντασιώσεων και των ψευδαισθήσεων που επί δεκαετίες οι ίδιοι καλλιεργούσαν.
Υπήρξε άλλωστε, αρκούντως αποκαλυπτική η κυνική ομολογία του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα που είπε δημόσια ότι, μόλις έφυγε από το γραφείο του ο διευθύνων σύμβουλος της «Παπαστράτος», ο οποίος τον επισκέφθηκε για να του ανακοινώσει την πρόθεση της εταιρίας του να επενδύσει στη χώρα, εκείνος ρώτησε τον στενό του συνεργάτη Δ. Τζανακόπουλο: «Είσαι σίγουρος ότι δεν μας κοροϊδεύει;». Αποκάλυψε, με άλλα λόγια, ο κ. Τσίπρας ότι για τον ίδιο και τους συνεργάτες του, η πρώτη σκέψη που κάνουν όταν έχουν κάποιον απέναντι τους είναι ότι κοροϊδεύει. Γιατί άραγε; Επειδή, προφανώς, για αυτούς η κοροϊδία είναι, κατά το πως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, «έξις δευτέρα φύσις»…

Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017

«Μόνον Ντόιτς»!



Με… χαρές και πανηγύρια υποδέχθηκε η κυβέρνηση τα στοιχεία που δείχνουν αξιοσημείωτη άνοδο του τουριστικού ρεύματος κατά το πρώτο εξάμηνο της φετινής χρονιάς. Δικαιολογημένα, θα μπορούσε να πει κανείς. Κι αυτό καθώς, σε αντίθεση με τον προηγούμενο χρόνο –που και πάλι πανηγύριζαν οι κυβερνητικοί…-  φέτος, εκτός από τον αριθμό όσων επισκέφθηκαν τη χώρα μας, είναι αυξημένα και τα έσοδα από τις τουριστικές αφίξεις.
Ακόμη, ωστόσο, και αν παρακάμψει κανείς το γεγονός ότι ανάλογη εικόνα παρουσιάζει ολόκληρος ο ευρωπαϊκός Νότος , αφού άνοδος του τουρισμού παρατηρήθηκε και σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί το κατά πόσο η αυξητική τάση έχει μόνιμα χαρακτηριστικά. Όπως και αν τα αυξημένα έσοδα του τουριστικού κλάδου αρκούν για να δοθεί η αναγκαία ώθηση ώστε να αποκτήσει η ελληνική οικονομία την απαραίτητη αναπτυξιακή δυναμική που θα της επιτρέψει να αφήσει πίσω την πολύχρονη κρίση που την κρατά καθηλωμένη.
Επισκεπτόμενος τις προηγούμενες ημέρες την Θεσπρωτία, ένα νομό που στηρίζεται μεν στον τουρισμό της παράλιας ζώνης, αλλά οικονομικά αιμοδοτείται και από τον πρωτογενή τομέα της ενδοχώρας, όπου δρουν μικρές, στη μεγάλη πλειονότητά τους, κτηνοτροφικές μονάδες, βρέθηκα μπροστά στο παράδοξο φαινόμενο να μην υπάρχει σε σούπερ μάρκετ της περιοχής ελληνικό κρέας ούτε για… δείγμα.
«Μόνον ντόιτς!», ήταν η απάντηση που με μάλλον ειρωνικό ύφος έδινε στους καταναλωτές ο αρμόδιος υπάλληλος σε ένα από τα καταστήματα αυτής της κατηγορίας, το οποίο –ας μη βιαστεί κάποιος να βγάλει αντίθετα συμπεράσματα…- ανήκει σε εγχώρια αλυσίδα που διαφημίζει τον ελληνικό χαρακτήρα της. Ενώ, όπως διαπίστωσα στη συνέχεια, το ίδιο λίγο ως πολύ συνέβαινε και σε άλλα σούπερ μάρκετ της περιοχής τα οποία διέθεταν κρέατα γερμανικής ή άλλης προέλευσης, αλλά όχι ελληνικά.
Με άλλα λόγια, οι τουρίστες οι οποίοι καταφθάνουν στη χώρα μας καταναλώνουν –εκόντες, άκοντες- εισαγόμενα προϊόντα. Με αποτέλεσμα ένα μέρος από τις δαπάνες που κάνουν κατά την παραμονή τους στην Ελλάδα να επανεξάγεται άμεσα, αφού η εγχώρια παραγωγή στον αγροτοδιατροφικό τομέα δεν είναι ικανή να καλύψει τις –εγχώριες και μη- ανάγκες.
Για όποιον σκεφθεί ότι το περιγραφόμενο φαινόμενο της κατανάλωσης εισαγόμενου κρέατος σε μια, κατά το μάλλον ή ήττον, κτηνοτροφική περιοχή μπορεί να αποτελεί περιπτωσιολογία ή εξαίρεση, τα στοιχεία για το εμπορικό ισοζύγιο που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η ΕΛΣΤΑΤ είναι συντριπτικά. Και καταδεικνύουν ότι απέχουν πάρα πολύ από την πραγματικότητα οι εικασίες ότι βρισκόμαστε προ του τερματισμού της κρίσης.
Οι αριθμοί είναι αδυσώπητοι. Και δείχνουν ότι, παρά τη μεγάλη «εσωτερική υποτίμηση» την οποία υπέστησαν τα εισοδήματα και η περιουσία των Ελλήνων την τελευταία επταετία, το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, αντί, όπως θα περίμενε κανείς, να περιορίζεται, τουλάχιστον τα δύο τελευταία χρόνια διευρύνεται.
Πιο συγκεκριμένα, με βάση τα επίσημα συγκριτικά στοιχεία για το πρώτο εξάμηνο του έτους, η αξία των εισαγωγών (χωρίς τα πετρελαιοειδή) από 16,2 δισ. ευρώ που ήταν το 2015, ανέβηκαν στα 17,5 δισ. ευρώ, την ίδια ώρα που οι εξαγωγές από 9,1 δισ. ευρώ μόλις που ανέβηκαν στα 9,7 δισ. Αποτέλεσμα; Το έλλειμμα του εμπορικού μας ισοζυγίου από 7,1 δισ. ευρώ που ήταν το 2015, ανέβηκε στα 7,4 το 2016 και στα 7,7 δισ. ευρώ το 2017.
Συνολικά, μάλιστα, μαζί με τους λογαριασμούς των πετρελαιοειδών, το έλλειμμα για το φετινό πρώτο εξάμηνο διαμορφώθηκε στα 11,5 δισ. ευρώ, ποσό που αν αναχθεί σε ετήσια βάση οδηγεί στο αποκαρδιωτικό συμπέρασμα ότι για να επιζήσει η Ελλάδα χρειάζεται ετήσια ενίσχυση από το εξωτερικό που ξεπερνά τα 20 δισ. ευρώ.
Το γεγονός ότι το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου ήταν υπερδιπλάσιο κατά το παρελθόν –είχε εκτιναχθεί στα 42,5 δισ. ευρώ το 2007 και έφθασε στο ποσό ρεκόρ των 44,3 δισ. ευρώ το 2008- μπορεί για κάποιους να αποτελεί παρηγοριά, σε καμία, όμως, περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογία για να συνεχίσουμε να ταΐζουμε τους τουρίστες που μας επισκέπτονται με κρέατα γερμανικής ή άλλης προέλευσης.
Διότι, όπως και να το κάνουμε, μπορεί σε τόσους άλλους τομείς (εργαλεία, μηχανές, αυτοκίνητα, κλπ)  η Γερμανία να διαθέτει το συγκριτικό πλεόνασμα, δεν είναι όμως ανεκτό να συμβαίνει το ίδιο και με την αγροτική παραγωγή.
Γι΄ αυτό και, πολύ περισσότερο, δεν εν μπορεί το συνεχιζόμενο υψηλό εμπορικό μας έλλειμμα να αποτελεί -μια ακόμη…- αφορμή για να… βγάλουμε τα απωθημένα κατά των Γερμανών και του Σόιμπλε ή για να ισχυριστούμε ότι μας κατέστρεψε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως, δυστυχώς, εμφανίζεται να πιστεύει η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων αγροτών οι οποίοι επιβιώνουν χάρις στις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Η ίδια, άλλωστε, ΚΑΠ που ισχύει για τους δικούς μας παραγωγούς αγροτικών προϊόντων, ισχύει και για τους συναδέλφους τους στη Γερμανία και στη Δανία, από όπου επίσης προμηθευόμαστε το μεγαλύτερο μέρος από το χοιρινό κρέας για το… ελληνικό σουβλάκι και τον… ελληνικό γύρο που καταναλώνουμε στα εγχώρια σουβλατζίδικα.
Άρα, κάτι διαφορετικό κάνουν εκεί που δεν το κάνουμε εμείς εδώ. Και, αναμφίβολα, όσο δεν το κάνουμε, όταν πηγαίνουμε στα ελληνικά σούπερ μάρκετ και ζητάμε ντόπιο κρέας, οι υπάλληλοι θα μας λένε: «Μόνον ντόιτς»!

Τετάρτη 26 Ιουλίου 2017

Ανεπίδεκτοι μαθήσεως



             Με τη γενικόλογη παραδοχή «έκανα λάθη, μεγάλα λάθη» και με μόνη την επεξήγηση ότι το μεγαλύτερο λάθος του μπορεί να ήταν «η επιλογή των ανθρώπων σε θέσεις-κλειδιά», ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας προσπάθησε με τη συνέντευξη που εκτάκτως παραχώρησε στον βρετανικό Guardian να αποφύγει τον ασφυκτικό αρνητικό επικοινωνιακό κλοιό υπό τον οποίο βρέθηκε εξαιτίας των όσων έφερε στο φως το πάλαι ποτέ κυβερνητικό asset που ακούει στο όνομα Γιάν(ν)ης Βαρουφάκης και που τώρα έγινε αίφνης αποσυνάγωγος και «alter ego του Σόιμπλε».
Είτε, ωστόσο, στέκεται κανείς επιφυλακτικά απέναντι στα όσα γράφει στο βιβλίο του ο ναρκισσευόμενος οικονομολόγος τον οποίο ο κ. Τσίπρας -για κακή τύχη της πολύπαθης χώρας μας- όρισε υπουργό των Οικονομικών σε μια από τις κρισιμότερες στιγμές της πρόσφατης ιστορίας, είτε πιστεύει ότι ο πληγωμένος εγωισμός του Βαρουφάκη για τα όσα του καταμαρτυρούν οι πρώην σύντροφοι και θαυμαστές του θα τον κάνει να δώσει σύντομα στη δημοσιότητα τις ηχογραφημένες συνομιλίες που λέει ότι έχει στην κατοχή του, το μόνο βέβαιο είναι ότι η αναγνώριση της λανθασμένης επιλογής δεν απαλλάσσει τον πρωθυπουργό από τις βαρύτατες ευθύνες που έχει για τη ζημιά που από κοινού προκάλεσαν στη χώρα.
«Ο σοφός μαθαίνει από τα λάθη των άλλων, ο έξυπνος από τα δικά του και ο βλάκας δεν μαθαίνει ποτέ» λέει ένα γνωστό απόφθεγμα που ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση του κ. Τσίπρα. Ο οποίος, ό,τι και αν λένε τα λογής - λογής φερέφωνα που για διαφόρους λόγους έχουν ταχθεί στην υπηρεσία του, δεν μαθαίνει ούτε από τα λάθη των άλλων ούτε από τα δικά του. Και γενικώς αποδεικνύεται με κάθε ευκαιρία ότι τόσο ο ίδιος όσο και ο κύκλος που τον περιβάλλει είναι στη μεγάλη πλειονότητά τους πρόσωπα ανεπίδεκτα μαθήσεως, που, παρά τα υψηλά δίδακτρα που καταβάλλει ο ελληνικός λαός δεν πρόκειται να μάθουν. 
Από το σκίσιμο των Μνημονίων έως την αύξηση του κατώτατου μισθού, από το άφρων δημοψήφισμα που εν μια νυκτί  μετέτρεψαν το «Όχι» σε «Ναι» έως την κατάργηση του ΕΝΦΙΑ που καλούσαν τον κόσμο να μην τον πληρώσει, από το διαβόητο «Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», που δεν το πίστευαν ούτε οι ίδιοι που το συνέταξαν, έως το εξίσου ψευδεπίγραφο «Παράλληλο Πρόγραμμα» με το οποίο υπέκλεψαν για δεύτερη φορά την ψήφο των αφελών ψηφοφόρων, ο κατάλογος των ψευδαισθήσεων, των αυταπατών και των εξαπατήσεων δεν έχει τέλος.
Και, πάντως, το αντίδοτο για όλα αυτά δεν είναι και δεν μπορεί να είναι η δικαιολογία ότι «αν βγεις έξω στο δρόμο και ρωτήσεις για αυτή την κυβέρνηση, πολλοί μπορεί να μας πουν ψεύτες αλλά κανείς δεν θα πει ότι είμαστε διεφθαρμένοι ή ανήθικοι ή ότι βάλαμε το δάχτυλο στο βάζο με το μέλι», την οποία επικαλέστηκε ο κ. Τσίπρας στη συνέντευξη στον Guardian. Και δεν είναι διότι ο πρωθυπουργός έχει φαίνεται πολύ καιρό να βγει από το περίκλειστο Μαξίμου ή να συναγελαστεί με πρόσωπα που δεν ενστερνίζονται την υψηλή αισθητική και τον απαράμιλλο πολιτικό πολιτισμό που διακρίνουν τις μεταμεσονύκτιες διαδικτυακές αναρτήσεις του αναπληρωτή υπουργού Υγείας Παύλου Πολλάκη.
Αν, παρ΄ ελπίδα, αποφάσιζε να αρχίσει να βγαίνει παραέξω θα μάθαινε πολλά τα οποία ίσως δεν ξέρει επειδή δεν του τα λένε οι γύρω του. Ή που, ενδεχομένως, τα ξέρει και δεν θέλει να μαθευτούν παραέξω. Γι΄ αυτό, πιθανότατα, αρνείται πεισματικά τη σύσταση Εξεταστικών Επιτροπών τόσο για τα όσα έγιναν το πρώτο εξάμηνο του 2015 όσο και για το σκάνδαλο με το ναρκωπλοίο Νoor 1. Και στις δύο αυτές υποθέσεις συμβαίνει να πρωταγωνιστούν πρόσωπα που ο ίδιος επέλεξε και που δεν θα γλυτώσει έτσι εύκολα ψελλίζοντας το γενικόλογο  «έκανα λάθη, μεγάλα λάθη» που είπε στη βρετανική εφημερίδα.     
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι τόσο το παρελθόν που μαρτυρά την αδυναμία του κ. Τσίπρα και των ανθρώπων του να διδαχθούν είτε από τα λάθη των άλλων είτε από τα δικά τους λάθη. Είναι, πολύ περισσότερο, το αδυσώπητο παρόν, η ανελέητη καθημερινή πραγματικότητα που δείχνει περίτρανα ότι δεν έχουν καμία δυσκολία να κάνουν συνεχώς τα ίδια και τα ίδια λάθη. Όπως επίσης και ότι τίποτε δεν είναι σε θέση να τους εμποδίσει να επαναλάβουν ξανά και ξανά την ίδια κωλοτούμπα όταν τεθούν σε διακινδύνευση οι θέσεις εξουσίας.
Από τη Δημόσια Διοίκηση και το άθλιο παιγνίδι με τους πελατειακούς διορισμούς έως την Παιδεία και τους γελοίους πειραματισμούς επιστροφής στο παρελθόν, από τις ιταμές προκλήσεις εις βάρος της Δικαιοσύνης έως την καταστρατήγηση των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού που συνιστούν οι ρουσφετολογικές επιλογές στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκηση, με αποκορύφωμα την ανεκδιήγητη απόφαση για μετάθεση των επόμενων εκλογών, δεν υπάρχει τομέας της δημόσιας ζωής στον οποίο να μην ανατρέπονται περισσότερες από μια φορές οι γενικά παραδεδεγμένοι κανόνες που η εφαρμογή τους θα συμβάλει αποφασιστικά στην επιστροφή της χώρας στην κανονικότητα.
Η καλύτερη ίσως απόδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα που είναι ανεπίδεκτα μαθήσεως είναι η σπουδή να βγουν πρόωρα στις αγορές, κόντρα στις προειδοποιήσεις σοβαρών ανθρώπων, όπως ο Μάριο Ντράγκι, ο Γιάννης Στουρνάρας και ο Κλάους Ρέγκλινγκ, που έχοντας γνώση των συνθηκών συνιστούσαν υπομονή. Η παρέα του Μαξίμου, όμως, δεν διδάχθηκε από το λάθος των προηγούμενων που βιάστηκαν να βγουν στις αγορές και πήραν εξ αυτού υψηλό επιτόκιο που δεν τους επέτρεψε να ξαναβγούν. Και δεν φαίνεται να διδάσκονται ούτε από το δικό τους λάθος που είχε ως αποτέλεσμα να πληρώσουμε –με όρους spread τουλάχιστον- υψηλότερο επιτόκιο. Γι΄ αυτό και καταφεύγουν, κατά την προσφιλή τους τακτική, σε ψεύτικους πανηγυρισμούς περί επιτυχούς εξόδου. Πανηγυρισμοί οι οποίοι δείχνουν ότι δεν μαθαίνουν. Και, δυστυχώς, δεν πρόκειται να μάθουν.

Τετάρτη 19 Ιουλίου 2017

Οι ρεπουμπλικανές είναι πιο γενναίες από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ



«Πώς είναι να ζεις στην Αμερική του Τραμπ;», ήταν το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει ο Μάθιου, ένας βρετανικής καταγωγής δημοσιογράφος ο οποίος εργάζεται στις Ηνωμένες Πολιτείες  και επισκέφθηκε πρόσφατα την Ελλάδα για διακοπές. «Από μια πρώτη ματιά δεν έχει αλλάξει τίποτε, αλλά στη χώρα υπάρχει μια ζοφερή ατμόσφαιρα που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι τίποτε δεν είναι ίδιο», απάντησε. 
Επιχειρώντας, εν συνεχεία, να εξηγήσει στους συνομιλητές του τον ζόφο στον οποίο αναφερόταν, οι περιγραφές του για τη «θεσμική αναίδεια» της νέας εξουσίας στην Ουάσιγκτον θύμιζαν εν πολλοίς τα όσα βιώνουμε στην Ελλάδα την τελευταία διετία. «Υπάρχει διάχυτη μια αίσθηση ότι όλα μπορεί να ειπωθούν από τον Πρόεδρο και τους συνεργάτες του στο Λευκό Οίκο και τα πάντα μπορεί να συμβούν», επεσήμανε ο δημοσιογράφος, κάνοντας όσους από την ομήγυρη είχαν γνώση της ελληνικής πραγματικότητας να συμφωνήσουν ότι «κι εδώ το ίδιο ζούμε!».
Για τους παροικούντες στην εγχώρια «Ιερουσαλήμ», άλλωστε, ήταν πολύ οικεία η εμφατική αναφορά στις συνεχείς –και απρόκλητες τις πιο πολλές φορές- επιθέσεις που εξαπολύει ο Τραμπ στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία δεν είναι της αρεσκείας του, όπως και σε οποιονδήποτε θεσμό της αμερικανικής δημοκρατίας θεωρεί ότι είναι εμπόδιο στις επιδιώξεις του. Διότι κι εδώ τα μέσα ενημέρωσης που ασκούν κριτική και η Δικαιοσύνη που δεν βγάζει τις αποφάσεις που θέλουμε είναι οι «υπέρτατοι εχθροί» που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Με την επιστράτευση πότε της «μεταλήθειας», που συνιστούν τα fake news, και άλλοτε της λαϊκίστικης διαβολής ότι δήθεν αντιστρατεύονται τα συμφέροντα των μαζών.     
Μην ξεχνάμε, εξάλλου, πως η ομολογία του υιού Τραμπ ότι ασχολούνταν προεκλογικά με τη συλλογή στοιχείων για την υπονόμευση της υποψηφιότητας της αντιπάλου του πατρός του, δεν έχει πολλά να ζηλέψει από το σχέδιο υπονόμευσης της εκλογής του Σταύρου Δήμα που εκπονήθηκε το φθινόπωρο του 2014 από κορυφαία στελέχη της σημερινής διακυβέρνησης τα οποία πρωταγωνίστησαν στις διαδόσεις περί δήθεν απόπειρας εξαγοράς βουλευτών των ΑΝΕΛ από τους τότε κυβερνώντες.
Σε αντίθεση, πάντως, με την απαισιοδοξία που διακατείχε την ομήγυρη για την εξέλιξη των ελληνικών πραγμάτων, καθώς ήταν οι μέρες που είχε ξεκινήσει η απροσχημάτιστη προσπάθεια της κυβέρνησης να παρεμποδιστεί η έρευνα για την καταγγελλόμενη εμπλοκή του υπουργού Εθνικής Άμυνας στην υπόθεση με το Noor 1, o υπερατλαντικός επισκέπτης ήταν αισιόδοξος: «Η αμερικανική Δημοκρατία είναι ανθεκτική, διαθέτει ανακλαστικά για να αντισταθεί και ισχυρά αντίβαρα που μπορεί να ενεργοποιήσει για να μπουν φραγμοί στα προεδρικά καπρίτσια και στις αντιδημοκρατικές παρεκκλίσεις», απεφάνθη. Και τα γεγονότα μάλλον τον δικαιώνουν.
Διότι, όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε στη συζήτηση, «μπορεί ο Τραμπ να αποτόλμησε να παραχωρήσει την καρέκλα του στη θυγατέρα του Ιβάνκα κατά την πρόσφατη Σύνοδο των G 20 στο Αμβούργο, στο εσωτερικό πεδίο δεν περνάει τα πάντα αβρόχοις ποσί. Η αντίσταση που βρήκε από την Δικαιοσύνη η ρατσιστική και αντισυνταγματική επιμονή του Προέδρου να προωθήσει το διάταγμα κατά της μετανάστευσης υπήρξε άκρως χαρακτηριστική για τη λειτουργία των θεσμών στις ΗΠΑ. Ακόμη πιο χαρακτηριστική είναι και η αδυναμία της κυβέρνησης του να επιβάλλει την κατάργηση του περίφημου Obamacare, χωρίς να το αντικαταστήσει από εναλλακτικό σχέδιο για τη μεταρρύθμιση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης και περίθαλψης.
Τρεις γυναίκες γερουσιαστές, εκλεγμένες με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, ανακοίνωσαν ότι δεν θα ψηφίσουν υπέρ της ανάκλησης του προγράμματος πρόσβασης των ανασφάλιστων Αμερικανών στις υπηρεσίες υγείας, που είχε προωθήσει ο προηγούμενος πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα. Και έτσι στο αμερικανικό Κογκρέσο δεν συγκεντρώνεται η απαιτούμενη πλειοψηφία για να υλοποιηθεί η επίσης εμβληματική εμμονή του Τραμπ κατά του Obamacare, το οποίο είχε επίσης πολεμηθεί λυσσωδώς από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
Μακριά από κάθε έννοια κομματικής πειθαρχίας και αψηφώντας τις εκκλήσεις που -μέσω του προσφικούς του Twitter, φυσικά…- απηύθυνε ο Τραμπ, οι τρεις ρεπουμπλικανές έδειξαν τον δρόμο της προσωπικής αξιοπρέπειας που ακολουθούν –στις ΗΠΑ, αλλά και σε άλλες Δημοκρατίες- οι πολιτικοί οι οποίοι προτάσσουν το δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον των πολιτών έναντι του κομματικού συμφέροντος. Είναι ο δρόμος που δεκάδες φορές αρνήθηκαν να βαδίσουν οι βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ οι οποίοι χωρίς ίχνος αξιοπρέπειας ψήφισαν επανειλημμένα όχι μόνον ενάντια στο δημόσιο συμφέρον, όπως οι ίδιοι το είχαν ορίσει νωρίτερα, αλλά και κόντρα τόσο στις διακηρύξεις τους όσο και στην προηγούμενη ψήφο τους.
Δεν είναι ούτε μία, ούτε δύο οι διατάξεις και τα νομοσχέδια –από την αύξηση του κατώτατου μισθού ως το αποκαλούμενο «παράλληλο πρόγραμμα»- που ψηφίστηκαν και… ξεψηφίστηκαν από όλους όσοι συγκροτούν την τωρινή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, χωρίς ούτε ένας τους να έχει την πολιτική γενναιότητα να πει «όχι, δεν αναιρώ τον εαυτό μου και δεν παίρνω πίσω την ψήφο μου». Είναι παροιμιώδης και χωρίς προηγούμενο ο τρόπος με τον οποίο αποδέχονται και επικροτούν κάθε τι που τους επιβάλλεται. Χωρίς, μάλιστα, να έχουν την παραμικρή δυσκολία αμέσως μετά να αποδεχθούν και να επικρατήσουν και το ακριβώς αντίθετό του.
Γι΄ αυτό και δύσκολα -ενδεχομένως ακόμη και σε παγκόσμια κλίμακα- θα βρει κανείς ανάλογο προηγούμενο τόσο μαζικής αυτοαναίρεσης είτε αφορά την άνεση με την οποία υιοθετούν τα μνημονιακά μέτρα, με τα οποία εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι δεν συμφωνούν, είτε σχετίζεται με την «επιχειρηματολογία» που επιστρατεύουν για να δικαιολογήσουν την επιχειρούμενη κατάλυση των θεσμών και την ισοπεδωτική καθυπόταξη και κατασυκοφάντηση οποιουδήποτε δεν δίνει «γη και ύδωρ» στην εξουσία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.