Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 7 Μαΐου 2020

Δυναμικές μειοψηφίες κολλημένες στη μιζέρια του χθες


            Για όσους ενδεχομένως δεν το πληροφορήθηκαν, που φαντάζομαι είναι η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων, έχει αξία να μάθουν ότι η Ομοσπονδία Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης (ΟΛΜΕ) κάλεσε τους καθηγητές της μέσης εκπαίδευσης, τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπεί, να μην εμφανιστούν στα σχολεία μετά τη δίμηνη ανάπαυλα που τους επέβαλε η πανδημία του κορωνοϊού.
            «Προκηρύσσουμε 3ωρη στάση εργασίας για την Τετάρτη 6 Μαΐου για τις 3 πρώτες ώρες του ημερήσιου και του εσπερινού ωραρίου και καλούμε τις ΕΛΜΕ να προκηρύξουν 3ωρες στάσεις εργασίας για το υπόλοιπο του ωραρίου ως πρώτο βήμα αντίδρασης τόσο για το άνοιγμα των σχολείων όσο και για το κατατεθέν νομοσχέδιο», διαβάζουμε αυτολεξεί στην ανακοίνωση που είναι ανηρτημένη στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας.
            Είναι μια ανακοίνωση πραγματικό «περιβόλι παραδοξολογίας» που ξεκινά από τον τίτλο της, καθώς επιγράφεται ως «Πρόγραμμα δράσης της ΟΛΜΕ για την επαναλειτουργία των σχολείων», ενώ εκείνο το οποίο στην ουσία (επι-)ζητεί είναι να μην ανοίξουν τα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Είναι ένα κείμενο το οποίο βρίθει στρεψοδικιών και προσχηματικών υπεκφυγών μέσω των οποίων επιχειρείται να δώσουν άλλοθι σε όσους καλόμαθαν και δεν θέλουν να επιστρέψουν στη δουλειά τους.
Κατηγορεί, για παράδειγμα, η ανακοίνωση της ΟΛΜΕ το υπουργείο Παιδείας ότι «εξακολουθεί να μην παίρνει κανένα μέτρο προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αιτήματα υγειονομικής προστασίας, όπως αυτά εκφράστηκαν στο υπόμνημα της ΟΛΜΕ (30.4.20) και ταυτόχρονα καλεί τους εκπαιδευτικούς, με οδηγία που εστάλη Σάββατο βράδυ, να παρουσιαστούν στα σχολεία τους στις 6 Μαΐου, παρότι η σχετική ΚΥΑ αναφέρει ρητά ότι τα σχολεία παραμένουν κλειστά μέχρι τις 10 Μαΐου».
Ευλόγως, λοιπόν, αναρωτιέται κάθε εχέφρων άνθρωπος: Τι είναι εκείνο που τους ενόχλησε; Επειδή η οδηγία βγήκε σαββατόβραδο; Ή επειδή φοβούνταν ότι θα εύρισκαν κλειστά τα σχολεία αν μετέβαιναν σε αυτά πριν τις 10 Μαΐου; Και επιπλέον: Αν δεν πάνε νωρίτερα οι εκπαιδευτικοί πως θα προετοιμαστεί το έδαφος για να ληφθούν μέτρα για την υγειονομική προστασία διδασκόντων και διδασκομένων όταν θα ανοίξουν τα σχολεία; Ποιος θα κάνει την προετοιμασία; Η Νίκη Κεραμέως ή η Σοφία Ζαχαράκη;
Με την επόμενη, ωστόσο, άκρως «σχοινοτενή» πρόταση της ανακοίνωσης της ΟΛΜΕ –που ελπίζει κανείς να μην την έγραψε και να μην τη διάβασε, πριν εκδοθεί, εκπαιδευτικός που διδάσκει φιλολογικά μαθήματα- δεν μένουν πολλές απορίες για τις πραγματικές προθέσεις. Θαυμάστε την, όπως ακριβώς είναι γραμμένη και δημοσιευμένη, χωρίς περαιτέρω σχόλια:    
«Παρά τις δηλώσεις αρκετών λοιμωξιολόγων, που θεωρούν επικίνδυνη την επαναλειτουργία των σχολείων, παρά τις ελλείψεις σε ατομικά μέτρα προστασίας (μάσκες, γάντια, αντισηπτικά) στα σχολεία, παρά το γεγονός ότι στα περισσότερα σχολεία δεν έχουν γίνει απολυμάνσεις, παρά το ότι δεν υπάρχουν οι απαραίτητες κτιριακές υποδομές (αίθουσες με τα απαραίτητα τετραγωνικά μέτρα), παρά το ότι δεν έχουν προβλεφθεί άδειες για τους εκπαιδευτικούς που έχουν ασθένειες που δεν συμπεριλαμβάνονται στο ΦΕΚ του ΥΠΕΣ ή άτομα που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες στο άμεσο οικογενειακό τους περιβάλλον, ούτε υπάρχει μέριμνα για τις άδειες ειδικού σκοπού των αναπληρωτών, το ΥΠΑΙΘ καλεί τους εκπαιδευτικούς νωρίτερα στα σχολεία και επιμένει στο άνοιγμα Γυμνασίων και Α και Β Λυκείου, παρά την αντίθετη πρόταση της ΟΛΜΕ».
Τα προσχήματα και οι υπεκφυγές κορυφώνονται αμέσως μετά όταν εκφράζεται ανησυχία επειδή οι καθηγητές που θα πάνε στα σχολεία θα σταματήσουν την τηλεκπαίδευση. «Η απόφαση του ΥΠΑΙΘ να καλέσει τους εκπαιδευτικούς να παραστούν στα σχολεία από τις 6 Μαΐου ακυρώνει στην πράξη την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αποκλείοντας τους μαθητές του Γυμνασίου και Α και Β Λυκείου από κάθε μαθησιακή διαδικασία για 2 βδομάδες», ισχυρίζονται. Και δεν ξέρει κανείς αν πρέπει να κλάψει ή να γελάσει με αυτή τη στρεψόδικη «επιχειρηματολογία».
Το γεγονός ότι ο πρόεδρος και η πλειοψηφία της διοίκησης της ΟΛΜΕ ανήκουν στην προσκείμενη στη Νέα Δημοκρατία συνδικαλιστική παράταξη δεν έχει καμία σημασία. Άλλωστε, όποιος κάνει μια μικρή περιήγηση στην ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας, που δημοσιεύει τις ανακοινώσεις όλων των παρατάξεων, δυσκολεύεται να αντιληφθεί το ιδεολογικό υπόβαθρο ενός εκάστου των συνδικαλιστών.
Λίγο ως πολύ, δεξιοί ή ακροαριστεροί συνδικαλιστές, όλοι τους χρησιμοποιούν πανομοιότυπη φρασεολογία. Σε βαθμό που όταν διαβάζεις τις απόψεις τους δεν μπορείς να διακρίνεις αν εμφορούνται από φιλελεύθερες ιδέες ή αν διακατέχονται από… εμμονές υπέρ της «δικτατορίας του προλεταριάτου».
Σχεδόν χωρίς εξαίρεση, όλες τους οι δηλώσεις και οι ανακοινώσεις χαρακτηρίζονται από ακατάσχετες γκρίνιες, μίζερη άρνηση, στείρες διαμαρτυρίες και οπισθοδρομικές καταγγελίες. Αντιθέτως, πουθενά δεν συναντά κάποιος δημιουργική διεκδίκηση που να προωθεί τη χαρά της διδασκαλίας και να εκφράζει τη διάθεση που ξέρουμε ότι έχουν αρκετοί εκπαιδευτικοί, οι οποίοι αδημονούν να βρεθούν το συντομότερο κοντά στους μαθητές τους.
Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, ότι όλες οι συνδικαλιστικές παρατάξεις πολέμησαν και πολεμούν από κοινού κάθε απόπειρα αξιολόγησης του έργου που προσφέρει κάθε εκπαιδευτικός. Ενώ δέχονται ευχαρίστως κάθε κατεδαφιστική προσπάθεια που θέτει εκ ποδών την αξιοκρατία και προωθεί τη λογική της ήσσονος προσπάθειας από καθηγητές και μαθητές.    
Παρά ταύτα, δεν μπορώ να φανταστώ ότι αυτή η ισοπεδωτική εικόνα που αναδύεται από τις απόψεις και τις θέσεις της ΟΛΜΕ αντιπροσωπεύει το σύνολο της εκπαιδευτικής κοινότητας, ακόμη και αν οι αποφάσεις της Ομοσπονδίας είναι συνήθως ομόφωνες, αφού όλες οι παρατάξεις που την απαρτίζουν ακολουθούν την ίδια συνδικαλιστική μανιέρα.
Θέλω να πιστεύω ότι η διοίκηση της ΟΛΜΕ προέκυψε από τις γνωστές πολιτικάντικες διαδικασίες τις οποίες ακολουθούν συνήθως οι δυναμικές μειοψηφίες που είναι κολλημένες στο μίζερο παρελθόν.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι η πραγματική συμμετοχή των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης στις κινητοποιήσεις της ΟΛΜΕ κινείται σε μονοψήφια ποσοστά, αποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με έναν αυτοαναφορικό μηχανισμό που δεν έχει καμία σχέση ή σύνδεση με την ελληνική κοινωνία η οποία επιδεικνύει υψηλή διάθεση προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα που φέρνει η εποχή του κορωνοϊού.

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Αντιπολίτευση του… Νηπιαγωγείου


Στις περισσότερες χώρες στις οποίες ξεκίνησαν διαδικασίες άρσης του απαγορευτικού, όπως σωστά εισηγήθηκε ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης να αποκαλούμε το lockdown, το οποίο καθιερώθηκε για την αναχαίτιση του κορωνοϊού, το άνοιγμα των σχολικών δομών άρχισε από τις μικρότερες τάξεις, δηλαδή από τα Δημοτικά και τα Νηπιαγωγεία.
Ο λόγος που αποφασίστηκε αυτό είναι μάλλον απλός: οι γονείς των περισσότερων παιδιών που είναι μέχρι 12 ετών είναι εργαζόμενοι και πρέπει να επιστρέψουν στις δουλειές τους, αφού πάρουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους τις απαραίτητες προφυλάξεις για να μην προσβληθούν ή να μεταδώσουν τον ιό.
Για λόγους που δεν είναι πολύ κατανοητοί, αλλά που ενδεχομένως μπορεί να εξηγηθούν από όσα θα περιγράφουμε πιο κάτω, στη δική μας χώρα η απόφαση της κυβέρνησης ήταν να ακολουθηθεί η αντίστροφη πορεία: να ανοίξουν, δηλαδή, πρώτα τα Γυμνάσια και τα Λύκεια και να ακολουθήσουν αργότερα τα Δημοτικά και τα Νηπιαγωγεία.
Τι το ήθελε όμως, να το προαναγγείλει; Με το που έγινε γνωστό κάτι τέτοιο, η καθεύδουσα μετά την αστοχία των voucher αξιωματική αντιπολίτευση, αίφνης ξύπνησε και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρασυρμένη προφανώς και από τις εσωτερικές βολές για ανυπαρξία τις οποίες δέχεται από ακραία εσωκομματικά στοιχεία τύπου Πολάκη και Κυρίτση, αποφάσισε να κάνει… επίδειξη ύπαρξης.
Τη Δευτέρα, λοιπόν, και ενώ επέκειντο οι κυβερνητικές ανακοινώσεις για την άρση της καραντίνας, άρχισαν οι διαρροές από την Κουμουνδούρου για τις… ανησυχίες που αισθανόταν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας για το άνοιγμα των σχολείων.    
«Σύμφωνα με σχετική ενημέρωση, ο κ. Τσίπρας εξέφρασε την ανησυχία και τις έντονες επιφυλάξεις του, που διατυπώνονται τόσο από τους γονείς όσο και από πολλά μέλη της επιστημονικής κοινότητας δημοσίως, για την κυβερνητική απόφαση να ανοίξουν εν μέσω πανδημίας -για μόλις είκοσι μέρες- όλα τα σχολεία και δη τα δημοτικά και τα γυμνάσια», ανέφεραν την ίδια μέρα δεκάδες ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.
«Σημείωσε χαρακτηριστικά», διαβάζουμε στις ίδιες διαρροές, που την επόμενη ημέρα έγιναν βασικό θέμα στην «Αυγή», «ότι τα σχολεία δεν μπορούν και δεν πρέπει να συγχέονται με το σταδιακό άνοιγμα της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ πρόσθεσε πως οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, χώρες οι οποίες μάλιστα κάνουν μαζικά διαγνωστικά τεστ για τον ιό και έχουν καλύτερη εικόνα της διασποράς του στην κοινότητα, δεν προχωρούν στο άνοιγμα των σχολείων».
Το να ρωτήσει κανείς σε ποιες χώρες της Ευρώπης δεν άνοιξαν τα σχολεία, όταν συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο και μπορεί να το διαπιστώσει ο οιοσδήποτε έχει έναν γνωστό του σε ευρωπαϊκή χώρα, είναι μάλλον άδικος χαμένος κόπος.
Όπως εξίσου άδικος χαμένος κόπος θα ήταν να ζητήσει κανείς να μάθει ποια μέλη της επιστημονικής κοινότητας –εξαιρουμένων, βεβαίως, ορισμένων συνδικαλιστών- είχαν αντίθετη άποψη από την ομόφωνη απόφαση της Επιστημονικής Επιτροπής του υπουργείου Υγείας στην οποία, με μόνον μια λευκή ψήφο, τα υπόλοιπα 25 μέλη της εισηγήθηκαν το άνοιγμα των σχολείων. Υπό το φως, βεβαίως, και των νέων επιδημιολογικών δεδομένων στα οποία αναφέρθηκε αναλυτικά την Τετάρτη ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας.
Άλλωστε, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε δίκη προθέσεων, την πραγματική προαίρεση και στόχευση που είχε η διαρροή περί των πεποιθήσεων του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, την αποκάλυπταν την ίδια μέρα φιλικά προς εκείνον μέσα ενημέρωσης, τα οποία μιλούσαν για «κίνηση ματ του Αλέξη Τσίπρα».
Εκτιμούσαν ότι η πρωτοβουλία του θα αποτελούσε «νίκη για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης» αν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης άλλαζε την κατ΄ αρχήν απόφαση για τα Δημοτικά σχολεία. Όπως και έγινε με την ανακοίνωση την επομένη ότι «Δημοτικά και νηπιαγωγεία παραμένουν κλειστά» και «ενδέχεται να ανοίξουν την 1η Ιουνίου και μόνο αν είμαστε απολύτως σίγουροι ότι η πορεία της επιδημίας βαίνει καθοδικά».
Παρά ταύτα, το «ματ», το οποίο επεδίωκε. μάλλον δεν το πήρε τελικά ο Αλέξης Τσίπρας. Διότι η κυβέρνηση, φρονίμως ποιούσα, ματαίωσε την παρτίδα σκακιού που αποπειράθηκε να παίξει ο τέως πρωθυπουργός στις πλάτες των ανησυχούντων γονέων, κάνοντας αντιπολίτευση που είναι για το… πολιτικό Νηπιαγωγείο.
Άλλωστε, σε καμία σοβαρή χώρα του κόσμου, η αντιπολίτευση δεν κοντράρει την κυβέρνηση για το ποια σχολεία θα ανοίξουν και πότε. Αυτά είναι θέματα που εισηγούνται οι  αρμόδιες επιστημονικές επιτροπές και τα κόμματα δεν μπορούν να έχουν λόγο επ΄ αυτού. Εκτός και αν πιστεύουν τις ανοησίες του Διαδικτύου ότι –άκουσον, άκουσον!- τα σχολεία ανοίγουν για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εκλογικά κέντρα για τις αιφνιδιαστικές κάλπες που απεργάζονται στο Μέγαρο Μαξίμου. 
Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι σε τέτοιες περιόδους, δεν είναι καθόλου κακό οι πολιτικές δυνάμεις να σιωπούν όταν δεν έχουν να πουν κάτι που να τους διαφοροποιεί πολιτικά.
Άραγε, είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι το άγχος τους για τις εκλογές τελικά τους φθείρει; Ούτε καταλαβαίνουν ότι η σχετική φοβία τους, όπως εκφράστηκε μετά την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να μετατραπεί σε… αυτοεκπληρούμενη προφητεία;

Πέμπτη 23 Απριλίου 2020

«Λογοδοσία» για τις «αστοχίες» των voucher δεν προβλέπεται;

Σπανίως τόσο λίγες λέξεις δεν έκρυβαν τόσο μεγάλη υποκρισία, όσο αυτή που περιείχαν οι ένδεκα λέξεις στην καταληκτική πρόταση της δήλωσης με την οποία ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης προσπάθησε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα στο φιάσκο με την υποτιθέμενη τηλεκατάρτιση των αυτοαπασχολούμενων επιστημόνων μέσω των διαβόητων «voucher».
«Τυχόν αστοχίες, όπως έγινε και σε άλλες περιπτώσεις, εντοπίζονται και διορθώνονται», έγραψε ο κ. Βρούτσης στην ανακοίνωση που εκών άκων εξέδωσε για να δημοσιοποιήσει ότι «με απόφαση του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη το πρόγραμμα οικονομικής στήριξης επιστημόνων με τηλεκατάρτιση καταργείται».
Τα αμείλικτα ερωτήματα, τα οποία ευλόγως και ανεξαρτήτως της μανίας του ΣΥΡΙΖΑ για να βρει αντιπολιτευτικές ραφές, προκύπτουν από την υποκριτική υπεκφυγή του υπουργού Εργασίας είναι πολλά και δεν είναι καθόλου εύκολο να υπερκεραστούν με ισχυρισμούς ότι «ξεκινά αξιολόγηση των Κέντρων Επαγγελματικής Κατάρτισης μέσω ενδελεχούς ελέγχου της ποιότητας των προγραμμάτων κατάρτισης και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού».
Αλήθεια; Πότε θα αρχίσει ο ενδελεχής έλεγχος; Και ως τώρα γιατί δεν άρχιζε; Ήταν όλα καλά; Ή έτσι νόμιζε ο ρέκτης υπουργός; Ο οποίος –τι σύμπτωση!- ήταν στην ίδια θέση και πριν από το 2015 και άρα ήξερε –ή, σε κάθε περίπτωση, όφειλε να ξέρει- την κατάσταση που επικρατεί γύρω από τα περίφημα ΚΕΚ τα οποία χρόνια τώρα έχουν, στην πλειονότητά τους, δώσει δείγματα γραφής για την «ποιότητα» των υπηρεσιών που παρέχουν.
Ο ισχυρισμός ότι «δεν είναι δυνατόν ο ΣΥΡΙΖΑ να κουνά το δάχτυλο για τα ΚΕΚ όταν η αρμόδια για τη διαχείριση κοινοτικών πόρων επί κυβέρνησης Τσίπρα παραιτήθηκε καταγγέλλοντας φωτογραφικούς διαγωνισμούς και εύνοια του Υπουργείου Εργασίας υπέρ των μεγάλων Κέντρων», μπορεί να ήταν άλλοθι τον Απρίλιο του 2019. Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν αποτελεί άλλοθι τον Απρίλιο του 2020.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Στο τελευταίο μήνυμα που απηύθυνε προς τους πολίτες την Μεγάλη Δευτέρα, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε υπογραμμίσει με έμφαση τη σημασία της λογοδοσίας που πρέπει να υπάρξει για το αναπόφευκτο γεγονός ότι σε αυτή την ιδιαίτερη συγκυρία της επέλασης του κορωνοϊού λαμβάνονται αποφάσεις υπό συνθήκες εκτάκτων αναγκών.
«Στην αρχή αυτής της περιπέτειας, ζήτησα την ισχύ της εμπιστοσύνης σας», είχε πει ο πρωθυπουργός. «Και μου την προσφέρατε απλόχερα. Πιστεύω ότι, με σκληρή δουλειά, σας την ανταποδίδω καθημερινά. Δεν ξεχνώ, όμως, ότι αυτή η κατάσταση δεν θα συνεχιστεί επ’ αόριστον», συμπλήρωσε.
Και αμέσως μετά, ανέλαβε σαφείς δεσμεύσεις: «Μετά την κρίση, η κάθε εξουσία οφείλει να εγκαταλείπει το απυρόβλητο της ανάγκης, δυναμώνοντας την λογοδοσία. Γιατί καμία έκτακτη συνθήκη δεν μπορεί να αμφισβητεί τη δημοκρατική ευαισθησία», υπογράμμισε ο πρωθυπουργός, προκαλώντας ανάμεικτα συναισθήματα σε όσους τον άκουσαν.
Κάποιοι… μυαλοφυγόδικοι έσπευσαν να εκφράσουν την άποψη –ή μήπως τις φοβίες τους;- ότι η πρωθυπουργική αναφορά στην λογοδοσία ήταν προαναγγελία προθέσεων για να –αν είναι δυνατόν!- να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές. Οι λογικοί και οι νουνεχείς, ωστόσο, αντιλήφθηκαν το αυτονόητο που ισχύει στα δημοκρατικά καθεστώτα και που δεν είναι άλλο από το ότι οι κυβερνήσεις δίνουν πάντοτε λόγο για τις πράξεις και τις παραλείψεις τους.
Όπως και να έχει, τα πολλά λόγια είναι φτώχεια. Έπειτα από την -ηθελημένη ή μη- παραδοχή του κ. Βρούτση ότι υπέπεσε σε «αστοχία», η επόμενη αυτονόητη κίνησή του είναι η υποχρέωση να λογοδοτήσει στους πολίτες που δοκιμάζονται τόσο από την τεράστια υγειονομική κρίση όσο και από την απότοκη μεγάλη οικονομική κρίση.
Κακά τα ψέματα, όμως, λογοδοσία χωρίς ανάληψη ευθύνης δεν υπάρχει. Γι΄ αυτό και δεν αρκεί που ο υπουργός Εργασίας μίλησε γενικώς και αορίστως για «αστοχίες». Στοιχειώδης υποχρέωσή του είναι να αναλάβει και τις ευθύνες για τις άστοχες πρωτοβουλίες και να προχωρήσει στο επόμενο βήμα, το οποίο κάθε υπεύθυνος πολιτικός σε κοινοβουλευτική δημοκρατία ξέρει ποιο είναι και δεν χρειάζεται να του το υποδείξει κανείς.
Το μέλλον του κ. Βρούτση, εξάλλου, είναι μάλλον… εξασφαλισμένο. Μπορεί άνετα να «μονιμοποιηθεί» ως σχολιαστής στα τηλεοπτικά πρωινάδικα. Άλλωστε και μέχρι τώρα δεν έκανε και πολύ διαφορετικά πράγματα…