Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 30 Ιουνίου 2023

Οφείλουμε χάριτες στο… μαξιλάρι του κ. Τσίπρα

 

Όπως ολόκληρη η διαδρομή του στη δημόσια ζωή, έτσι και η ανακοίνωση της απόφασης του Αλέξη Τσίπρα να εγκαταλείψει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ -τη λέξη παραίτηση ο ίδιος δεν την εκστόμισε- ήταν γεμάτη αντιφάσεις.

Η τετραήμερη καθυστέρηση, άλλωστε, με την οποία προχώρησε το αυτονόητο, το οποίο θα έκανε από την πρώτη στιγμή οποιοσδήποτε υπεύθυνος ηγέτης έβλεπε να χάνει με τόσο συντριπτικό τρόπο και μάλιστα από έναν αντίπαλο που ο ίδιος ισχυριζόταν ότι «ήταν ο χειρότερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης», έδειξε ότι το σκέφθηκε και το ξανασκέφθηκε πριν αντιληφθεί ότι δεν μπορούσε να μείνει άλλο κολλημένος στην αρχηγική καρέκλα.

«Έχω πια την εμπειρία αυτές τις αποφάσεις να μην τις λαμβάνω εν θερμώ. Να τις παίρνω στο μαξιλάρι μου και να τις βασανίζω. Να αποφασίζω με ψυχραιμία. Και αυτό έκανα για τρία εικοσιτετράωρα», ανέφερε εξάλλου επί λέξει στη δήλωσή του από το Ζάππειο, όπου εμφανίστηκε καταφανώς θλιμμένος για την τροπή που πήρε η πολιτική του καριέρα. Γι΄ αυτό και όσοι μιλούν για «γενναία πρωτοβουλία», πρέπει να υποδείξουν σε τι συνίσταται η γενναιότητα.

Όσο και αν είναι αλήθεια τα αυτοεπαινετικά λόγια που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας όταν είπε ότι «πήρε σε ηλικία 34 ετών την ηγεσία ενός μικρού κόμματος της Αριστεράς» και έγινε επτά χρόνια αργότερα «ο πρώτος αριστερός πρωθυπουργός στην Ευρώπη», εξίσου αλήθεια όμως είναι και αυτά που παρέλειψε να πει. Με κυριότερο ότι για να συμβούν τα παραπάνω χρειάστηκε να έρθει ο κόσμος ανάποδα και ο ίδιος να εκμεταλλευτεί με τον χειρότερο δυνατό την ανεπανάληπτη κρίση που επέπεσε επί της κεφαλής της ελληνικής κοινωνίας.

Ακούω με ενδιαφέρον εκείνους που εμφανίζονται ενοχλημένοι επειδή ασκείται κριτική, αντί να αποδίδονται τιμές, στον αποχωρούντα(;) από το προσκήνιο Αλέξη Τσίπρα. Δεν μπορώ, όμως, να μην αναρωτηθώ που ήταν όλοι αυτοί όταν ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του καταμαρτυρούσαν τα μύρια όσα στους αντιπάλους τους και δεν δίσταζαν να ενορχηστρώσουν κάθε είδους αθλιότητες που νόμιζαν ότι θα τους αποκόμιζαν κομματικά οφέλη. Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις μικρότητες; Τη στοχοποίηση; Τη διαρκή εχθροπάθεια κατά όσων δεν συμφωνούσαν με τον ΣΥΡΙΖΑ; Τις σκευωρίες;

Και πιο συγκεκριμένα: Τον «Πινοσέτ» Γιώργο Παπανδρέου; Τις έρευνες κατά των μελών της οικογένειας του Κώστα Σημίτη; Την πολύχρονη δικαστική ταλαιπωρία του επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ Ανδρέα Γεωργίου για να μη θιγεί η διακυβέρνηση Καραμανλή; Την άρνηση του πρωθυπουργού Τσίπρα να επισκεφθεί στο νοσοκομείο τον Λουκά Παπαδήμο που δέχθηκε βομβιστική επίθεση; Τα χαχανητά των βουλευτών του όταν ο χυδαίος συγκυβερνήτης τους απευθυνόταν από του βήματος της Βουλής στα στελέχη της αντιπολίτευσης με τη φράση «στα τέσσερα εσείς, στα τέσσερα…»;

Ο κατάλογος είναι πολύ πιο μακρύς και θα χρειαζόταν τόμοι ολόκληροι για να καταγραφούν οι μικρότερες ή μεγαλύτερες αθλιότητες εις βάρος όσων δεν έδιναν γη και ύδωρ στην συριζαϊκή εξουσία. Κι όλα αυτά την ίδια ακριβώς ώρα που έμεναν στο απυρόβλητο όσοι ήταν έτοιμοι να αλλαξοπιστήσουν και να προσκυνήσουν τον αρχηγό Τσίπρα. Θυμηθείτε, άλλωστε, πόσοι «Γερμανοτσολιάδες» από το ΠΑΣΟΚ και άλλα κόμματα έγιναν κατόπιν ηγετικά στελέχη και βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν ξέρω ειλικρινά αν ήταν ενδεδειγμένος -τουλάχιστον για έναν πολιτικό ηγέτη ο οποίος ανεδείχθη ξεκάθαρος νικητής των εκλογών- ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην αποχώρηση Τσίπρα. Είμαι όμως απολύτως βέβαιος ότι τα πράγματα θα ήταν πολύ χειρότερα αν οι όροι ήταν αντίστροφοι. Αν, δηλαδή, είχε νικήσει στις εκλογές ο Αλέξης Τσίπρας και είχε υποχρεωθεί σε αποχώρηση από την ηγεσία της παράταξής του ο Μητσοτάκης. Η αντίδραση του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν αναμφίβολα πολύ πιο επιθετική.

Κακά τα ψέματα, εκείνο με το οποίο έχει πρωτίστως συνδεθεί και θα αφήσει πίσω της η παρουσία του Αλέξη Τσίπρα στη δημόσια σφαίρα είναι η λέξη «kolotoumpa», η οποία έχει πλέον λάβει και διεθνή… πιστοποίηση, εξαιτίας των όσων έγιναν στη χώρα μας από τον Ιανουάριο του 2015 έως τον Ιούλιο του 2019. Είναι πολλές δεκάδες, αν όχι και εκατοντάδες, οι παλινωδίες του πολιτικού ο οποίος δεν αποφάσισε ποτέ αν ανήκει στη ριζοσπαστική αριστερά ή στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά παρά ταύτα δεν είχε πρόβλημα να θέσει υπό τη σκέπη του κάθε ακροδεξιό απολειφάδι.

Υπό αυτή την έννοια, μάλλον χρωστάμε χάριτες στο… μαξιλάρι του κ. Τσίπρα που τον έπεισε ότι πρέπει, κατά την έκφρασή του, να «παραμερίσει». Διότι ο ίδιος, όπως φαίνεται, δεν ήταν καθόλου διατεθειμένος να μας απαλλάξει από την παρουσία του. Μας προειδοποίησε, άλλωστε, λέγοντας: «Μπορεί κάποιοι να χαίρεστε με την απόφασή μου. Και κάποιοι να λυπάστε. Αλλά τα επόμενα χρόνια δε θα είναι εύκολα για κανένα μας».

Λέτε να τον ξαναβρούμε μπροστά μας; Τίποτε δεν αποκλείεται. Αλλά ίσως αυτό που έχει σημασία είναι να μη συμπέσει με μια νέα κρίση και ένα νέο αντιμνηνιακό βούρκο που αποτελεί τον βιότοπο ανάδειξης πολιτικών αυτού του διαμετρήματος.

Υ.Γ.: Α, και κάτι τελευταίο, επειδή κάποιοι θα πουν ότι πολεμάμε τον Τσίπρα ακόμη και τώρα που είναι στα κάτω του. Η αλήθεια είναι ότι τη ζημιά στον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ δεν του την κάναμε εμείς που του ασκούσαμε κριτική. Εκείνοι που τον κατέστρεψαν και δεν τον άφηναν να δει την πραγματικότητα είναι όσοι του παρουσίαζαν ψεύτικες δημοσκοπήσεις και τον έπειθαν ότι ήταν άχαστος. Ελπίζω να του το είπε και αυτό το μαξιλάρι του.

Δευτέρα 26 Ιουνίου 2023

Η αλαζονεία καραδοκεί και το «τέλος της ιστορίας» δεν επέρχεται

Είναι αναμφίβολα πολύ ευχάριστο να ακούει κανείς τον νικητή των εκλογών να διαβεβαιώνει τους πολίτες ότι θα πολεμήσει «κάθε στάση που θα περιφρονεί την εμπιστοσύνη της κοινωνίας», καθώς επίσης και ότι δεν πρόκειται να ανεχθεί «καμία έπαρση και καμία αλαζονική συμπεριφορά».

Αναμφίβολο είναι επίσης ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, στον οποίο ανήκουν αυτές οι διαβεβαιώσεις, δεν αποτελεί τον πρώτο θριαμβευτή της κάλπης που στην επινίκια δήλωσή του δεσμεύεται ότι θα είναι «πρωθυπουργός όλων των Ελλήνων».

Κακά τα ψέματα, τέτοιες μεγαλοστομίες έχουμε ξανακούσει και άλλες φορές στο παρελθόν, όπως και τη συνοδευτική επιχειρηματολογία, που χρησιμοποίησε ο επανεκλεγείς πρωθυπουργός, σύμφωνα με την οποία «τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα και οι πολίτες, ιδίως οι πιο αδύναμοι, πρέπει να αισθάνονται το κράτος δίπλα τους σε κάθε δυσκολία».

Οι Έλληνες ψηφοφόροι με την ετυμηγορία της περασμένης Κυριακής έδωσαν στον Κυριάκο Μητσοτάκη σχεδόν όλα όσα τους ζήτησε. Του έδωσαν, κατ΄ αρχάς, μια άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία 158 εδρών που είναι μέσα στις προδιαγραφές της ασφαλούς αυτοδυναμίας που είχε εκφράσει ο ίδιος ως επιθυμητή προσδοκία. Τοποθέτησαν, κατά δεύτερον, απέναντί του την πιο κατακερματισμένη και, ως εκ τούτου, την πλέον αποδυναμωμένη αντιπολίτευση που έχει υπάρξει στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Μεταπολίτευσης.

Η παρουσία επτά διαφορετικών κομμάτων στα έδρανα της αντιπολίτευσης μπορεί από μια πρώτη ματιά να θεωρηθεί ως έκφραση του πλουραλισμού που ενδεχομένως επικρατεί στην ελληνική κοινωνία, στην πράξη, όμως, έχει αποδειχθεί ότι ο κατακερματισμός λειτουργεί περισσότερο υπέρ της κακοφωνίας παρά συμβάλλει στην πολυφωνία.

Είναι, τυχαίο, άραγε, ότι στις περισσότερες ώριμες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες ο αριθμός των κομμάτων που διαδραματίζουν ρόλο στα τεκταινόμενα είναι δύο με τρία ή το πολύ τέσσερα; Όπως, επίσης και ότι χώρες πολύ μεγαλύτερες πληθυσμιακά από τη δική μας θέτουν ως κατώφλι για την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση το 5% αντί του 3% το οποίο έχουμε εμείς;

Στην προκειμένη περίπτωση, τα πράγματα γίνονται πολύ χειρότερα εξαιτίας του γεγονότος ότι ρόλο αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Μητσοτάκη διεκδικούν κόμματα που στο σύνολό τους είναι αποδυναμωμένα και, ας είμαστε ειλικρινείς, ανίκανα να αρθρώσουν, σε αυτή τη φάση τουλάχιστον, πειστική εναλλακτική πρόταση για τη διακυβέρνηση της χώρας.

Τα περισσότερα, άλλωστε, είναι προσωποπαγείς σχηματισμοί που χωρίς τον αρχηγό τους στο τιμόνι παύουν να υφίστανται την αμέσως επόμενη στιγμή. Σκεφτείτε λίγο τον ΣΥΡΙΖΑ χωρίς τον Τσίπρα, τους Σπαρτιάτες χωρίς τον Κασιδιάρη, την Ελληνική Λύση χωρίς τον -«επιχειρηματία», κατά δήλωσή του- Βελόπουλο ή την Πλεύση Ελευθερίας χωρίς τη Ζωή Κωνσταντοπούλου.

Υπό αυτές τις συνθήκες, ειλικρινά δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι για τη νεοδημοκρατική πλειοψηφία, η οποία σχηματίστηκε από την κάλπη της Κυριακής, να αποφύγει τη διαχρονική παγίδα της αλαζονείας που καραδοκεί. Και η οποία βρίσκει, σε όλες τις εποχές και σε όλα τα καθεστώτα, περισσότερο πρόσφορο έδαφος όταν οι ασκούντες την εξουσία αισθάνονται ότι δεν απειλούνται με απώλεια των θώκων στους οποίους έχουν θρονιαστεί.

Οι περισσότεροι εξ αυτών υποπίπτουν σε ένα θανάσιμο λάθος, από το οποίο η ιστορική εμπειρία καταδεικνύει ότι ελάχιστοι καταφέρνουν να απεγκλωβιστούν. Ποιο είναι αυτό; Είναι η (ψευδ)αίσθηση ότι η εξουσία αποτελεί αιώνια κατάκτηση. Με αποτέλεσμα να θεωρούν ότι θα την έχουν για πάντα. Τα παραδείγματα από την εγχώρια αλλά και τη διεθνή Πολιτική, όπως και από την ίδια τη ζωή σε όλες τις εκφάνσεις της, που διέπονται από ιεραρχικές σχέσεις, είναι μυριάδες.

Είναι συνήθεις οι ισχυρισμοί για το «τέλος της ιστορίας» που υποτίθεται ότι επέρχεται εξαιτίας της επικράτησης ενός προσώπου ή και μια κατάστασης. Πόσες φορές στο πρόσφατο και στο απώτερο παρελθόν δεν ακούσαμε για το «Imperium», δηλαδή την «απόλυτη κυριαρχία» κάποιων αρχηγών, οι οποίοι στην πρώτη στροφή της ιστορικής εξέλιξης απεδείχθησαν απολύτως αναλώσιμοι. Όπως λέει άλλωστε και η γνωστή στερεότυπη ρήση, «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα αναντικατάστατους».

Κάντε ένα γρήγορο flash back στα πρόσωπα που είχαν πρόσκαιρα κεντρικό ρόλο στα πολιτικά τεκταινόμενα της τελευταίας δεκαπενταετίας και φανταστείτε πόσοι από αυτούς είχαν διάρκεια τέτοια που να τους εξασφαλίζει «διαβατήριο» για να περάσουν στις δέλτους της Ιστορίας. 

Αρκεί ίσως μόνον να σταθεί κάποιος σε ορισμένους που αυτοπροβάλλονταν ως «άχαστοι» και οι οποίοι, ενώ δεν προλαβαίνουν να μετρούν ήττες, επιμένουν να μην απαλλάσσουν τον δημόσιο βίο από την τοξική παρουσία τους.

Γι΄ αυτό, λοιπόν, μακάρι να εννοεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης όσα υποστήριξε μετά τη νέα εκλογική νίκη που κατέκτησε περί της διάθεσής του να πατάξει φαινόμενα έπαρσης και αλαζονείας. Ας μας επιτρέψει, όμως, να δυσπιστούμε, κρίνοντας, αφενός, από κάποια σημάδια της πρώτης τετραετίας και αναλογιζόμενοι, αφετέρου, τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει η απουσία αξιόπιστης αντιπολιτευτικής πρότασης με χαρακτηριστικά εναλλακτικής λύσης.

Καλώς εχόντων των πραγμάτων, εδώ θα είμαστε!

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Πολυφωνία ή κατακερματισμός; Δύο όψεις του ίδιου διλήμματος στην κάλπη της Κυριακής

Σε λίγες ώρες ολοκληρώνεται μια από τις πλέον ιδιότυπες προεκλογικές περιόδους των τελευταίων 180 χρόνων κατά τα οποία γίνονται βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα.

Όσο και αν είναι αλήθεια ότι είχε τις δικές της ιδιαιτερότητες η καθεμιά από τις περίπου 70 φορές που οι Έλληνες κληθήκαμε, από το 1843 και εντεύθεν, στις κάλπες για να εκλέξουμε τα μέλη της Εθνικής Αντιπροσωπείας, ουδείς μπορεί να αρνηθεί ότι η εκλογική διαδικασία που ολοκληρώνεται την προσεχή Κυριακή θα καταλάβει μια ξεχωριστή θέση ανάμεσα στις αναμετρήσεις που διεξήχθησαν από την καθιέρωση των κοινοβουλευτικών θεσμών στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία.

Με απόλυτο ρεαλισμό και χωρίς διάθεση να προκαταλάβουμε την ψήφο των Ελλήνων, νομίζω ότι πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα που λέει ότι είναι η πρώτη φορά στην ελληνική κοινοβουλευτική ιστορία που όλοι είμαστε βέβαιοι για το κόμμα που θα αναδειχθεί πρώτο από τις κάλπες και ο αρχηγός του τη Δευτέρα θα λάβει εντολή για να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση. Όποιος είναι δύσπιστος δεν έχει παρά να αναζητήσει το σποτ του Παύλου Πολάκη με το οποίο ο «αψύς Σφακιανός» κάνει απεγνωσμένη έκκληση στο θυμικό των ψηφοφόρων για τη… σωτηρία της βουλευτικής έδρας του στα Χανιά.

Η απειλή να μείνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης χωρίς έδρα στην περιφέρεια που πολιτεύεται ο κ. Πολάκης είναι πολύ μεγάλη. Όπως το ίδιο θα συμβεί και σε αρκετές άλλες περιφέρειες, ακόμη και αν πετύχει τον άθλο να διατηρήσει τα ίδια ποσοστά που πήρε τον περασμένο μήνα. Όλα τα προγνωστικά λένε ότι η θηριώδης διαφορά η οποία χώριζε το πρώτο από το δεύτερο κόμμα πριν από πέντε εβδομάδες, που έγιναν οι προηγούμενες εκλογές, είναι πιθανότερο να αυξηθεί παρά να μειωθεί.

Η συγκεκριμένη παραδοχή, πάντως, δηλαδή η αναγνώριση ότι η Νέα Δημοκρατία θα αποσπάσει στην επαναληπτική κάλπη ποσοστό που θα της εξασφαλίζει αυτοδυναμία, την οποία θα κατακτήσει -βρέξει, χιονίσει- αν μείνει βρεθεί στην περιοχή του 40% -στις 21 Μαΐου είχε 40,79%- δεν σημαίνει ότι δεν μετράει και η τελευταία ψήφος που θα πέσει στην κάλπη. Εξάλλου, πέρα από την εξασφαλισμένη νεοδημοκρατική πρωτιά, την ερχόμενη Κυριακή θα κριθούν και άλλα ζητούμενα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης.

Το εύρος της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας που θα διαθέτει η ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ένα από αυτά. Για παράδειγμα, με το ίδιο ποσοστό που έλαβε στις τελευταίες εκλογές, η κεντροδεξιά παράταξη θα εξέλεγε 171 βουλευτές, επειδή ήταν πολύ υψηλό το ποσοστό των κομμάτων που δεν κατάφεραν να περάσουν το όριο του 3% για να εκλέξουν βουλευτές. Οι εκτός Βουλής σχηματισμοί έφθασαν στο 16,01% επί του συνόλου του εκλογικού σώματος που είναι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά των μεταπολιτευτικών χρόνων.

Οι προβλέψεις για τις επερχόμενες κάλπες θέλουν το ποσοστό αυτό να περιορίζεται, εξαιτίας του γεγονότος ότι, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, τον πήχη για την εκλογή βουλευτών μπορούν να περάσουν επιπλέον δύο -ή ίσως και τρία- κόμματα. Με μικρότερες ή μεγαλύτερες αξιώσεις, την πόρτα της επόμενης Βουλής, πέραν της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ, του ΚΚΕ και της Ελληνικής Λύσης, που πέρασαν το κατώφλι τον Μάιο, κρούουν αυτή τη φορά η Πλεύση Ελευθερίας, η Νίκη και ενδεχομένως το μόρφωμα «Σπαρτιάτες» που έλαβε τις ευλογίες του έγκλειστου στις φυλακές πρώην χρυσαυγίτη βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη.

Οι απόψεις για το κατά πόσο είναι υγιής προοπτική για τη Δημοκρατία ένας τέτοιος κατακερματισμός διίστανται. Στο όνομα της πολυφωνίας, ορισμένοι θεωρούν θετικό γεγονός την είσοδο πολλών κομμάτων στη Βουλή. Ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, ωστόσο, αν και εισήγαγε την απλή αναλογική, που αυτός ακριβώς ο ρόλος της, να εξασφαλίζει δηλαδή ότι θα ακούγονται περισσότερες φωνές στο κοινοβουλευτικό ημικύκλιο, εμφανίστηκε πρόσφατα μετανοημένος. Υποστήριξε ότι «η ΝΔ θέλει μια επτακομματική ή οκτακομματική Βουλή, γραφική και απαξιωμένη». Και γι΄ αυτό ο ίδιος κάλεσε «κάθε προοδευτικό και δημοκρατικό πολίτη να αποτρέψει αυτή την τρομακτική εκδοχή, στην κάλπη».

Αν το καλοσκεφθούμε, βεβαίως, η είσοδος πολλών μικρών κομμάτων στη νέα Βουλή μάλλον θα πλήξει παρά θα ευνοήσει τη Νέα Δημοκρατία. Από τη μια, κατ΄ αυτόν τον τρόπο θα περιοριστεί ο αριθμός των βουλευτών που θα συγκροτούν την επόμενη πλειοψηφία. Με τα εκτός Βουλής κόμματα στο 1% η ΝΔ με, π.χ., 41% θα εκλέξει 154 βουλευτές. Ενώ αν το άθροισμα των ψήφων που δεν θα μετατραπούν σε έδρες φθάσει στο 10% τότε η γαλάζια πλειοψηφία θα απαρτίζεται από 164 βουλευτές. Με λίγα λόγια, το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη θα προσποριστεί επιπλέον δέκα έδρες που θα κάνουν πολύ πιο άνετη την πλειοψηφία του.

Από την άλλη, μια Εθνική Αντιπροσωπεία με οκτώ ή και εννέα κόμματα, έναντι έξι που εκπροσωπούνταν την προηγούμενη τετραετία 2019-2023, είναι εύκολο να αντιληφθεί όποιος ενδιαφέρεται για την ποιότητα του κοινοβουλευτικού διάλογου ότι δεν θα είναι καθόλου λειτουργική. Κάντε εικόνα μια προσεχή συζήτηση των πολιτικών αρχηγών που θα ξεκινά με ομιλία του πρωθυπουργού και θα πρέπει να τοποθετηθούν αλληλοδιαδόχως άλλοι οκτώ ηγέτες και ηγετίσκοι, οι οποίοι θα διαγκωνίζονται και μεταξύ τους για το ποιος θα εκστομίσει την εντυπωσιακότερη ατάκα ώστε να κερδίσει τις εντυπώσεις, προτού ξαναπάρει τον λόγο ο επικεφαλής της κυβέρνησης για να απαντήσει στις αιτιάσεις που θα δεχθεί από τόσες διαφορετικές κατευθύνσεις. Πόσοι άραγε συμπολίτες μας θα έχουν την… υπομονή να περιμένουν να τον ξανακούσουν;

Ας τα έχουμε όλα αυτά υπόψιν μας την Κυριακή που θα πάμε να ψηφίσουμε. Γιατί απαιτείται να πάμε. Και ας ψηφίσει ο καθένας με βάση τις προτιμήσεις και τη συνείδησή του, όπως ακριβώς επιτάσσουν οι κανόνες λειτουργίας ενός δημοκρατικού Πολιτεύματος.

Υ.Γ.: Α, και κάτι τελευταίο. Τρίτη κάλπη για να ξαναδιορθώσουμε την ψήφο μας όσοι μετανιώσουμε και πάλι γι΄ αυτή, δεν προβλέπεται να υπάρξει.

Παρασκευή 16 Ιουνίου 2023

Ούτε αριστερή υποκρισία, oύτε ακροδεξιά αναλγησία

Ψάχνω και δεν βρίσκω φωτογραφίες ή video από τις… επισκέψεις του Αλέξη Τσίπρα στους λασπότοπους της Ειδομένης και στις χιονισμένες σκηνές της Μόριας όπου για βδομάδες και μήνες υπέφεραν χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες οι οποίοι είχαν εγκλωβιστεί εκεί επειδή η Ευρώπη είχε ζητήσει από τους βόρειους γείτονες μας να κλείσουν τα σύνορά τους με την Ελλάδα.

Ο λόγος που δεν βρίσκω είναι πολύ απλός: ο κ. Τσίπρας, αν και ήταν πρωθυπουργός όταν εκτυλίσσονταν εκείνα τα δράματα, δεν πήγε ποτέ ούτε στην Ειδομένη ούτε στη Μόρια. Μπορεί οι υπουργοί που ο ίδιος είχε διορίσει να είχαν χαράξει, από προφανή ιδεοληπτική εμμονή, πολιτική «ανοιχτών συνόρων», που έφερνε την Ελλάδα αντιμέτωπη με ένα δυσανάλογα μεγάλο για τις αντοχές της πρόβλημα, αλλά για εκείνον το πρόβλημα ήταν σα να μην υπήρχε.

Εν συνεχεία, βεβαίως, κατά την προσφιλή του τακτική, δεν είχε πρόβλημα να αλλάξει άρδην την πολιτική της κυβέρνησής του, κλείνοντας τα σύνορα και καταβάλλοντας προσπάθειες να πείσει την Τουρκία να βάλει ένα κάποιο φρένο στους αδίστακτους διακινητές που θησαύριζαν από την πολύ προσοδοφόρα δραστηριότητα της ουσιαστικής δουλεμπορίας που ασκούσαν με την αναμφίβολη ανοχή των αρχών της γειτονικής μας χώρας.

Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, ωστόσο, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ απέφυγε επιμελώς να κάνει αυτό που έκανε τούτες τις μέρες όταν, με αφορμή το τραγικό δυστύχημα στα διεθνή ύδατα ανοικτά της Πύλου, μετέβη εκτάκτως στην Καλαμάτα για να πληροφορεί τις συνθήκες υπό τις οποίες συνέβη το αποτρόπαιο έγκλημα με το πλωτό φέρετρο που ναυάγησε στα ανοιχτά των ελληνικών ακτών και οδήγησε στον υγρό τάφο εκατοντάδες άμοιρους συνανθρώπους μας.

Θα μπορούσε κανείς να παραβλέψει την συμπεριφορά που είχε ως πρωθυπουργός και να θεωρήσει εύλογο το ενδιαφέρον του κ. Τσίπρα να βρεθεί στη Μεσσηνία. Μόνον, όμως, που φρόντισε ο ίδιος να μην γίνει πιστευτό κάτι τέτοιο. 

Όχι μόνον γιατί είχαν λειτουργήσει ως δικοί του προπομποί οι -κατά την ορολογία του Νίκου Βούτση- μεσήλικες «ημιπιτσιρικάδες» της… νεολαίας του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι έψεξαν την προηγούμενη μέρα την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, καθιστώντας την συνυπεύθυνη για το έγκλημα (!) επειδή κάποια στιγμή παλαιότερα φωτογραφήθηκε στον φράκτη του Έβρου. Αλλά και διότι ο ίδιος πήγε εκεί παριστάνοντας τον ειδικό εμπειρογνώμονα επί θεμάτων ναυαγίων και αντιδικώντας μπροστά στις κάμερες με τον υπηρεσιακό υπουργό Πολιτικής Προστασίας.

Δυσκολεύομαι, με κάθε ειλικρίνεια, να αντιληφθώ την ανάγκη η οποία κάνει έναν πρώην πρωθυπουργό, ο οποίος, θεωρητικά τουλάχιστον, είναι υποψήφιος για να επανέλθει στο αξίωμα, να επιφυλάσσει στον εαυτό του μια τέτοια συμπεριφορά. Η εικόνα την οποία εξέπεμψε ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, επ΄ ουδενί δεν συνάδει με την υπευθυνότητα που απαιτείται να εκφράζει ο επικεφαλής του δεύτερου σε εκλογική δύναμη κόμματος.

Είχε κάθε δικαίωμα -και υποχρέωση ίσως- να εκφράσει τον έντονο αποτροπιασμό του για μια ακόμη ανείπωτη τραγωδία που λαμβάνει χώρα στα νερά της Μεσογείου. Με τον τρόπο αυτό θα διερμήνευε και τα συναισθήματα της μεγάλης πλειονότητας των Ελλήνων που όλα δείχνουν ότι βρήκε εύλογη την αντίδραση της επίσημης ελληνικής Πολιτείας, όπως αυτή εκφράστηκε τόσο με την κήρυξη του εθνικού πένθους από τον υπηρεσιακό πρωθυπουργό Ιωάννη Σαρμά όσο και με την επιτόπια μετάβαση της Προέδρου της Δημοκρατίας.

Για μια ακόμη φορά, όμως, ο αμφίθυμος αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, που δυσκολεύεται να αποφασίσει αν είναι υπέρ ή κατά του φράκτη στον Έβρο και καταφεύγει σε γενικότητες του τύπου «δεν λύνεται έτσι το πρόβλημα», επέλεξε να κινηθεί μακριά από τη κοινή λογική από την οποία εμφορείται ο μέσος Έλληνας. Ο οποίος ευλόγως θέλει, από τη μια, να μην είναι η χώρα του ξέφραγο αμπέλι και από την άλλη επιθυμεί να μην χάνουν τις ζωές τους και ούτε να βασανίζονται όλοι αυτοί οι άνθρωποι που επιδιώκουν εναγωνίως και καταβάλλοντας βαρύτατο τίμημα να βρεθούν επί ευρωπαϊκού εδάφους.

Σε κάθε περίπτωση, το Μεταναστευτικό είναι ένα πολυσύνθετο ζήτημα που είναι συνυφασμένο με την εξέλιξη της ανθρωπότητας από αρχαιοτάτων χρόνων. Ως εκ τούτου, οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις δεν μπορεί να το προσεγγίζουν με απλοϊκούς λαϊκίστικους ισχυρισμούς του τύπου «εμείς είμαστε με τον άνθρωπο». Με εξαίρεση, άλλωστε, τους μισάνθρωπους ακροδεξιούς ρατσιστές, όλοι οι κανονικοί άνθρωποι μπορεί να υποστηρίζουν το ίδιο. Μόνον, όμως, που κανείς τους, από όσο φαντάζομαι, δεν επιθυμεί να μεταφερθεί στην Ευρώπη ολόκληρη η Ασία και η Αφρική.

Διότι, ακόμη και όποιος ειλικρινά ενοχλείται από τους φράκτες, εύκολα αντιλαμβάνεται τι θα συνέβαινε αν δεν είχε κλειδαριές και περίφραξη για το σπίτι, το χωράφι ή το αυτοκίνητο του. Όπως και οι συνέπειες που θα ακολουθούσαν αν αίφνης καταργούνταν τα σύνορα μεταξύ των χωρών και μπορούσε ο καθένας να μετακινείται κατά βούληση. Ωραίο και ιδεαλιστικό ακούγεται όλο αυτό, πλην, όμως, για να εφαρμοστεί απαιτείται το ίδιο αιφνιδιαστικά να μεταφερθούμε σε μια… αταξική κοινωνία και, για να θυμηθούμε τον εθνικό μας ποιητή, «σε έναν όμορφο κόσμο ηθικό και αγγελικά πλασμένο».

Καλώς ή κακώς, πάντως, απέχουμε πολύ από μια τέτοια μεταμόρφωση. Γι΄ αυτό και μέχρι να την επιτύχουμε, όλοι οι εχέφρονες άνθρωποι νομίζω ότι αντιμετωπίζουμε την πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται, κρατώντας αποστάσεις και από την απερίσκεπτη ακροδεξιά αναλγησία και από την ασυλλόγιστη αριστερή υποκρισία.

Υ.Γ.: Για να προλάβω κάποιους φανατικούς του ενός ή του άλλου άκρου, σπεύδω να εξομολογηθώ την εδραία πεποίθηση που έχω ότι η μετανάστευση των γονέων μου στα μεταπολεμικά πέτρινα χρόνια της ελληνικής περιφέρειας δεν συνέβαλε μόνον στην ανοικοδόμηση της χώρας υποδοχής, η οποία, μάλιστα, ευθύνονταν εν πολλοίς για τη διεύρυνση της δικής μας υπανάπτυξης, αλλά απετέλεσε συνάμα και την ευκαιρία για να ξεφύγει η δική μου οικογένεια, όπως και χιλιάδες άλλες, από την καταδίκη στη φτώχεια που προοιωνίζονταν η έλλειψη πλουτοπαραγωγικών πόρων στην Ελλάδα εκείνης της εποχής.

Παρασκευή 9 Ιουνίου 2023

Η «βουβαμάρα» έβγαλε εκπλήξεις, η «αδιαφορία» τι θα βγάλει;

Στις παραμονές των τελευταίων εκλογών όλοι οι ψύχραιμοι παρατηρητές συνομολογούσαμε ότι το κυρίαρχο στοιχείο της προεκλογικής ατμόσφαιρας που διαμορφωνόταν στην πορεία προς τις κάλπες της 21ης Μαΐου ήταν η πρωτοφανής «βουβαμάρα» με την οποία προσέγγιζε τα τεκταινόμενα η πλειονότητα του εκλογικού σώματος.

Ο εικονικός πόλεμος ο οποίος διεξαγόταν, πρωτίστως, στο Διαδίκτυο και, δευτερευόντως, στα τηλεοπτικά πλατό δεν μεταφέρθηκε ούτε στιγμή στους δρόμους, στις πλατείες και γενικά στους χώρους συνάθροισης των πολιτών. 

Τα κόμματα και οι υποψήφιοι οργάνωναν τις εκδηλώσεις τους, μιλούσαν, κατά βάση, αποκλειστικά και μόνον στους οπαδούς τους και όλα κυλούσαν σε ένα κλίμα πρωτόγνωρης ηρεμίας το οποίο ελάχιστα θύμιζε τις θορυβώδεις προεκλογικές καμπάνιες του παρελθόντος που αναστάτωναν τη χώρα από τη μια άκρη έως την άλλη.

Παρά ταύτα και σε πείσμα όσων προφήτευαν ότι αυτό το κλίμα μπορεί να προοιωνιζόταν χαμηλό ενδιαφέρον της ελληνικής κοινωνίας για τις εξελίξεις, η αυξημένη σε σχέση με το 2019 συμμετοχή που καταγράφηκε στην ψηφοφορία έδειξε ότι το ενδιαφέρον των πολιτών δεν βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με τον θόρυβο που δημιουργείται. Εξαιρουμένου του μεμονωμένου περιστατικού με την καταγγελλόμενη απόπειρα εξαγορά ψηφοφόρων στην Καρδίτσα, το οποίο διερευνάται από τη Δικαιοσύνη, ήταν ίσως η πρώτη φορά που στο αστυνομικό δελτίο δεν κατεγράφησαν παρεκτροπές που να συνδέονται με τις εκλογές.

Με ωριμότητα που παρέπεμπε σε στέρεες ευρωπαϊκές δημοκρατίες που έχουν παράδοση στη θεσμική προσήλωση, οι Έλληνες πολίτες εξέφρασαν την ετυμηγορία τους και επέλεξαν τους εκλεκτούς τους με κριτήρια που ανταποκρίνονταν στη βούληση ενός εκάστου. Το ότι οι επιλογές αυτές δεν άρεσαν σε ορισμένους, οι οποίοι όταν έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα αντέδρασαν υβρίζοντας όσους ψήφισαν διαφορετικά από τους ίδιους, δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς τα πράγματα.

Άλλωστε, το «έργο» της ελεεινολόγησης των αντιπάλων το έχουμε δει αρκετές φορές στο παρελθόν. Είναι σύνηθες οι χαμένοι της κάλπης να καταλογίζουν ανωριμότητα σε όσους ψήφισαν διαφορετικά. Για λόγους ψυχολογικής άμυνας απέναντι στη διάψευση των δικών τους προσδοκιών, αισθάνονται βολικά να πιστεύουν ότι είναι οι άλλοι εκείνοι οι οποίοι έσφαλαν.

Στην προκειμένη περίπτωση, πάντως, τα πράγματα αλλάζουν, αφού σε μόλις πέντε εβδομάδες από την προηγούμενη προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία οδηγούμαστε σε επαναληπτική εκλογική διαδικασία. Σε τυπικό επίπεδο όλα ξεκινούν από την αρχή ή για να χρησιμοποιούμε το κυρίαρχο στερεότυπο των ημερών «οι κάλπες που θα ανοίξουν το πρωί της Κυριακής 25 Ιουνίου θα είναι άδειες».

Επί της ουσίας, όμως, με την παρέλευση των σχεδόν δύο εβδομάδων που μας χωρίζουν από το νέο ραντεβού με την κάλπη, εκείνο που στην πραγματικότητα καλούμαστε να κάνουμε όλοι οι ψηφοφόροι είναι να επιβεβαιώσουμε ή να αναιρέσουμε την πρόσφατη επιλογή μας. 

Μπορεί αυτή τη φορά να μην επιλέγουμε τον βουλευτή της αρεσκείας μας -αφού, ως γνωστόν, ισχύει η λίστα με τη σειρά εκλογής που καθορίζουν οι κομματικές ηγεσίες- επιλέγουμε, ωστόσο, αφενός, το κόμμα που θα μας κυβερνήσει και, αφετέρου, τα κόμματα που θέλουμε να ασκήσουν αντιπολίτευση και από ποια θέση.

Το μεγαλύτερο, ωστόσο, ενδιαφέρον στην επερχόμενη αυτή εκλογική αναμέτρηση είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε στις 21 Μαΐου, θα προσέλθουμε στα εκλογικά τμήματα γνωρίζοντας, λιγότερο ή περισσότερο, το «τι τέξεται η επιούσα». Ποιος δηλαδή θα έχει την ευθύνη της διακυβέρνησης της χώρας και ποιοι, πάνω κάτω, θα κάθονται στα έδρανα της αντιπολίτευσης. 

Υπό αυτή την έννοια και όσο κι αν αποτελεί κανόνα απαράβατο της εκλογικής διαδικασίας ότι κάθε νέα ψηφοφορία επιφυλάσσει διαφορετικό αποτέλεσμα, όποιος δεν τρέφει αυταπάτες αναγνωρίζει ότι τα ζητούμενα από την κάλπη της 25ης Ιουνίου είναι μεν περιορισμένα, αλλά δεν είναι ασήμαντα.

Κακά τα ψέματα, το πρώτο και βασικότερο από τα διακυβεύματα αυτής της αναμέτρησης είναι το εύρος της αυτοδυναμίας το οποίο θα έχει η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη, καθώς δεν νομίζω να υπάρχει εχέφρων άνθρωπος που να έχει αμφιβολίες για το ποιο κόμμα θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Θα είναι οριακή ή άνετη η προσδοκώμενη αυτοδυναμία;

Το δεύτερο ζητούμενο είναι ο αριθμός των κομμάτων που θα λάβουν το εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση. Θα είναι πέντε, έξι, επτά, ή, μήπως, οκτώ; Θα υπερβούν το όριο του 3% μόνον η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου και η «Νίκη» των θρησκευόμενων που ζήλωσαν πολιτική δόξα; Ή θα προστεθεί και το ΜέΡΑ 25 του Βαρουφάκη;

Το τρίτο θέμα το οποίο θα μας απασχολήσει όταν θα ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων που θα πέσουν στις κάλπες είναι η πολιτική παράταξη που θα αναδειχθεί ως εναλλακτική δύναμη για τη μελλοντική διεκδίκηση της εξουσίας. 

Θα επιβιώσει στον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα, ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς που δείχνει να έχει μπει σε ρότα αποδρομής, ή θα επιστρέψει στο ΠΑΣΟΚ ο ρόλος του αντίπαλου δέους προς την κεντροδεξιά διακυβέρνηση;

Έχω την αίσθηση ότι αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την έκβαση αυτής της αναμέτρησης ο τρόπος που θα συμπεριφερθεί η κρίσιμη μάζα των ψηφοφόρων οι οποίοι πήγαν στις πρόσφατες κάλπες με την πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδικούσε επί ίσοις όροις την εκλογική πρωτιά. 

Το double score που χώρισε τα δύο μεγαλύτερα κόμματα ήταν μια ψυχρολουσία που δεν θα αφήσει ανεπηρέαστους όσους ψηφίζουν -και δεν είναι λίγοι- με κριτήριο να είναι το βράδυ των εκλογών με εκείνους που πανηγυρίζουν.

Σε κάθε περίπτωση, μπορεί, όπως συνήθως λέγεται, η Δημοκρατία να μην έχει αδιέξοδα, αλλά για να λειτουργήσει αποτελεσματικά θέλει θεσμικά αντίβαρα.

Οπότε, όσο και αν, όπως πολλοί λένε, η «βουβαμάρα» των προηγούμενων εκλογών έχει πλέον δώσει τη σκυτάλη στην «αδιαφορία», με την οποία ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος αντιμετωπίζει τις επερχόμενες κάλπες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εκλογική συμπεριφορά όλων μας θα έχει συνέπειες ή και επιπτώσεις οι οποίες θα φανούν μετά την απομάκρυνση από τα παραβάν των εκλογικών τμημάτων.

Κοντός ψαλμός, αλληλούια!

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Οι εκλογές και το Διαδίκτυο ή όταν «το μέσο (δεν) είναι το μήνυμα»

Δύο επώνυμα στελέχη της -τέως και μελλοντικής κατά πάσα βεβαιότητα- κυβερνητικής παράταξης, ήταν μεταξύ εκείνων που έγιναν τις προηγούμενες ημέρες οι καλύτεροι διαφημιστές του κόμματος της Ζωής Κωνσταντοπούλου, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, έχει στις νεότερες ηλικίες υπερδιπλάσια απήχηση από εκείνη που καταγράφει στο συνολικό εκλογικό σώμα.

Ως άλλοι… αστυνόμοι Σαΐνηδες οι δύο γαλάζιοι βουλευτές έσπευσαν να καταγγείλουν μέσα από τους λογαριασμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι το site της Πλεύσης Ελευθερίας, ανάμεσα στους εθελοντές που αναζητούνταν για να βοηθήσουν το κόμμα της πρώην προέδρου της Βουλής, περιλαμβανόταν και η ειδική κατηγορία «ληστής τραπεζών». Για να γίνουν μάλιστα περισσότερο πιστευτοί διευκρίνιζαν: «προσοχή δεν είναι τρολιά».

Έλα, όμως, που, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν όντως μια τρολιά, η οποία λειτούργησε ως μια αριστοτεχνική παγίδα στην οποία έπεσαν μέσα πολλοί και ανάμεσά του τα συγκεκριμένα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τα οποία, επειδή θεώρησαν τους εαυτούς τους ειδήμονες στο Διαδίκτυο, ανέλαβαν άκοντες το έργο της διαφήμισης του διαδικτυακού ιστότοπου του κόμματος της Ζωής Κωνσταντόπουλου.

Η πρώην πρόεδρος της Βουλής θα έπρεπε να δαπανήσει πολλά χρήματα για να πετύχει το ίδιο διαφημιστικό αποτέλεσμα για να μπει τόσος κόσμος στο κομματικό της site. Η δε κίνησή της αυτή ίσως αποδειχθεί πιο αποδοτική και από την εξίσου εντυπωσιακή πρωτοβουλία της να δημοσιοποιήσει τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της για να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της όποιος ψηφοφόρος το επιθυμεί.

Παρατηρώντας κανείς μακροσκοπικά αυτή καθεαυτή τη συγκεκριμένη ιστορία αλλά και την ευρύτερη επήρεια που φαίνεται να είχαν οι διαδικτυακές καμπάνιες κομμάτων και υποψηφίων στα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, έχω την αίσθηση ότι εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η χρήση του Διαδικτύου είναι μεν μια αναγκαία συνθήκη για τον προεκλογικό αγώνα, πλην, όμως, δεν είναι διόλου ικανή για να αλλάξει άρδην τα δεδομένα.

Με άλλα λόγια, είναι πασιφανές και από την έκβαση που είχε η αναμέτρηση της 21ης Μαΐου ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται οι εκλογές στο Διαδίκτυο. Ή, ίσως για να ακριβολογούμε, δεν κερδίζονται μόνον στο Διαδίκτυο. Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαία η ψυχρολουσία την οποία υπέστησαν οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ στο Διαδίκτυο όταν το βράδυ των πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης είδαν τον φαντασιακό κόσμο τους να έρχεται ανάποδα και αισθάνθηκαν σαν να τους πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι.

Επί μήνες και χρόνια είχαν επενδύσει σε μια εικονική πραγματικότητα η οποία σχηματιζόταν μέσα από τα «μου αρέσει» και τις «καρδούλες» που συγκέντρωσαν οι αναρτήσεις τις οποίες έκαναν στο Facebook και στο Twitter και, κατά βάση, απευθύνονταν σε ένα πολύ περιορισμένο μικρόκοσμο το οποίο δεν είχε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Το δικό τους σύμπαν ήταν πλήρως αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο.

Έκαναν υποτιθέμενες «δημοσκοπήσεις» μεταξύ τους οι οποίοι έβγαζαν… σταλινικά ποσοστά υπέρ των απόψεων τους. Το επετύγχαναν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αφού νωρίτερα είχαν μπλοκάρει και αποκλείσει από την ψηφοφορία οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη από τη δική τους. Και παρ’ όλ΄ αυτά αναρωτιόνταν αν υπήρχαν ψηφοφόροι οι οποίοι το 2019 είχαν επιλέξει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στις 21 Μαΐου θα άλλαζαν την ψήφο τους. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν πάρα πολλοί αλλά οι ίδιοι αδυνατούσαν να τους εντοπίσουν επειδή αρέσκονταν να διαβάζουν τις προβλέψεις του Ευάγγελου Αντώναρου.

Η περίπτωση της προσωρινής απόφασης του Αλέξη Τσίπρα να θέσει στο περιθώριο τον βουλευτή Χανίων Παύλο Πολάκη είναι ίσως ενδεικτική της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας που μπορεί να προκαλέσει η άκριτη προσήλωση στις τάσεις του Διαδικτύου. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε την ειλημμένη απόφασή του να θέσει εκ ποδών τον «αψύ Σφακιανό» επειδή πείστηκε ότι οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν μέσω του Διαδικτύου ήταν αντιπροσωπευτικές της βούλησης της κοινωνίας.

Η αλήθεια, όμως, που αναδείχθηκε μέσα από την κάλπη, είναι ότι ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας, ο οποίος αποτέλεσε εμβληματική προσωπικότητα της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν θορυβοποιό που συσπείρωνε μεν γύρω από το πρόσωπό του τον σκληρό πυρήνα των φανατικών της παράταξης του, την ίδια ώρα, όμως, απωθούσε πολύ περισσότερους.

Μια ματιά στο αποτέλεσμα των Χανίων αρκεί να πείσει και τον πλέον δύσπιστο: η Νέα Δημοκρατία σε αυτή την περιφέρεια κέρδισε επτά μονάδες περισσότερες από το 2019 (από το 34,05% ανέβηκε στο πρωτοφανές στα χρονικά ποσοστό του 41,16%), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε δεκαεπτά ολόκληρες μονάδες (από το 37,35% υποχώρησε στο 20,64%) που πρέπει να είναι η μεγαλύτερη ζημιά που υπέστη σε όλη την Επικράτεια. Τι και αν σταύρωσαν τον κ. Πολάκη 10.950 από τους συνολικά 18.439 Χανιώτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ;

Εν κατακλείδι, λοιπόν, μπορεί αρκετοί να έχουν παγιδευτεί στην περιώνυμη φράση του θεωρούμενου ως «γκουρού» της επικοινωνίας καθηγητή Μακ Λούαν σύμφωνα με την οποία «το μέσο είναι το μήνυμα», η πραγματική ζωή αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία ότι, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο όποιο μέσο -παραδοσιακό ή σύγχρονο- και αν χρησιμοποιεί κανείς, η κενότητα δεν γεφυρώνεται και ούτε καλύπτεται.

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Πόσο «χαρισματικός» είναι αλήθεια ο Αλέξης Τσίπρας;

Η εικόνα του 77χρονου Στέφανου Τζουμάκα να σηκώνεται όρθιος το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο τηλεοπτικό πλατό για να επιβάλει με έκδηλο θυμό σιωπή στον εκπρόσωπο Τύπου του ΠΑΣΟΚ Δημήτρη Μάντζο, χρησιμοποιώντας σε άψογη αρτινή προφορά τη γαλλική κραυγή «Σιλάνς!», ήταν ένα στιγμιότυπο που νομίζω ότι μπορεί να ερμηνεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου καλύτερα από όλες τις εισηγήσεις που ζήτησε ο Αλέξης Τσίπρας να καταθέσουν τα πενθούντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Για όσους ίσως δεν το γνωρίζουν ο κ. Τζουμάκας, ο οποίος εξελέγη βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ το… μακρινό 1977, δηλαδή πέντε ολόκληρα χρόνια προτού να γεννηθεί ο κ. Μάντζος που εκλέγεται τώρα για πρώτη φορά στο ίδιο αξίωμα, ορίστηκε τον περασμένο Νοέμβριο επικεφαλής σε Επιτροπή που συγκρότησε ο Αλέξης Τσίπρας για την Πολιτική Στρατηγική και Ανάλυση.

Ανέτρεξα στο Διαδίκτυο για να βρω το έργο της συγκεκριμένης Επιτροπής, για την οποία ομολογώ ότι δεν είχα ακούσει το παραμικρό όλους τους προηγούμενους μήνες, πλην, όμως, εις μάτην. Με εξαίρεση τα διθυραμβικά δημοσιεύματα της περιόδου που διορίστηκε η Επιτροπή, τα οποία έγραφαν για την κίνηση ματ που έκανε ο κ. Τσίπρας με την «αξιοποίηση» του παλαιότατου στελέχους του ΠΑΣΟΚ, δεν βρήκα το παραμικρό.

Θα μπορούσε, βεβαίως, να αντιτείνει κάποιος ότι η πολιτική στρατηγική που κατέστρωσε και οι αναλύσεις που έκανε η «Επιτροπή Τζουμάκα» υπήρξε έργο αθόρυβο. Και ίσως γι΄ αυτό ο εξ Άρτης ορμώμενος παμπάλαιος πολιτικός εξεμάνη όταν ο κατά πολύ νεώτερος του και απόλυτα ευπρεπής κ. Μάντζος αμφισβήτησε τα αισθήματα… ματαίωσης που δήλωσε ότι αισθάνεται ο όψιμος ΣΥΡΙΖΑίος κ. Τζουμάκας, όπως και τον αφορισμό του τελευταίου ότι -τι ειρωνεία αλήθεια!- «το ΠΑΣΟΚ κατέστρεψε τη χώρα»...

Αν, πάντως, ήταν αυτού του επιπέδου η «Τζουμάκειος» στρατηγική πολιτική ανάλυση, ενδεχομένως έτσι εξηγούνται και πολλά άλλα στιγμιότυπα των οποίων γίναμε μάρτυρες σε αυτή την προεκλογική περίοδο. Θέλω να σταθώ μόνον σε ένα από αυτά που νομίζω ότι αποτελεί την ερμηνευτική επιτομή της εκλογικής κατάρρευσης την οποία υπέστη το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα:

Σε ένα από τα προεκλογικά τηλεοπτικά τραπέζια στα οποία μετείχε η -επίσης νεόκοπη στη Κουμουνδούρου- εκπρόσωπος Τύπου Πόπη Τσαπανίδου άρπαξε από τα χέρια του εκπροσώπου της κυβέρνησης Άκη Σκέρτσου το έγγραφο που εκείνος επικαλείτο για να υποστηρίξει ότι το κόστος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνούσε τα 80 δισ. ευρώ σε τετραετή ορίζοντα. Το μέλημα, ωστόσο, της κ. Τσαπανίδου ήταν να αποδείξει ότι δεν είχε σφραγίδες του Γενικού Λογιστηρίου, από το οποίο είχε υποστηρίξει ο κ. Σκέρτσος ότι άντλησε τα στοιχεία για το κόστος.

Η ίδια, η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προφανώς και κανείς άλλος από το κόμμα της σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να αμφισβητήσει μέτρο – μέτρο την ουσία των ισχυρισμών της κυβέρνησης. Κατά το παρελθόν, η αντίκρουσή τους περιοριζόταν στη στερεότυπη κορωνίδα του λαϊκισμού τους ότι «πάνω από τους αριθμούς είναι οι άνθρωποι». Στην πορεία προς την τελευταία εκλογική αναμέτρηση δεν επικαλούνταν ούτε καν αυτό. Ενδεχομένως, με τη συμβολή και των… αναλύσεων του κ. Τζουμάκα, να ήταν τόσο βέβαιοι για τη νίκη τους ώστε να απαξιούν να καταφύγουν ακόμη και σε μια τέτοια επιχειρηματολογία.

Έτσι ίσως εξηγείται και το γεγονός ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ το βράδυ της Κυριακής, έχοντας υποστεί το σοκ της πρωτοφανούς και αναπάντεχης κατάρρευσης των εκλογικών του επιδόσεων, φέρεται να εγκάλεσε τους συνεργάτες του επειδή δεν τον είχαν προϊδεάσει για το οδυνηρό αποτέλεσμα που του επεφύλαξαν οι κάλπες. Από την άλλη, ωστόσο, η συγκεκριμένη αντίδραση αποτέλεσε την απόλυτη επιβεβαίωση του πραγματικού πολιτικού διαμετρήματος του κ. Τσίπρα.

Με την ίδια ευκολία με την οποία οι συγκυρίες της μνημονιακής χρεοκοπίας τον ανέβασαν στο ζενίθ της δόξας του, κάνοντας αρκετούς να μιλούν για έναν «χαρισματικό» πολιτικό, η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα τον προσγείωσε στο ναδίρ, δίνοντας την αφορμή σε πολλούς να διαπιστώνουν την προϊούσα απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας από το περίτεχνα φιλοτεχνημένο προφίλ του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Για όποιους, εξάλλου, όλα τα τελευταία χρόνια δεν έτρεφαν αυταπάτες, το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Ήταν αναπόδραστο ότι κάποια στιγμή θα έσπαγε η φούσκα του… άχαστου ηγέτη που δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτε και ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα. 

Πολεμούσε, υποτίθεται, τη Δεξιά, αλλά δεν είχε πρόβλημα να ξεπλένει τις αμαρτίες και τις ευθύνες των κατ΄ εξοχήν ανθρώπων της που επιτάχυναν την χρεοκοπία. Αποδομούσε, τάχατες, το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ αλλά χορηγούσε συγχωροχάρτι και στους πλέον σκληρούς υβριστές του, αρκεί να ήταν έτοιμοι να μεταμορφωθούν σε θαυμαστές του.

Ήταν για γέλια και για κλάματα, η σύνθεση με τις πρώτες σειρές των καθισμάτων της τελευταίας συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που συνήλθε την Πέμπτη για να αποτιμήσει τα αίτια της εκλογικής ήττας. 

Μπορεί να μην ικανοποιήθηκε ο -ΣΥΡΙΖΑίος τελευταίας εσοδείας- Ευάγγελος Αντώναρος από την θερμότητα του χειροκροτήματος με την οποία έγινε δεκτός ο ηγεμόνας, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι που βρέθηκαν μπροστά μπροστά ήταν παλαιοί επικριτές του, αν όχι και υβριστές του: από τον Χατζησωκράτη της ΔΗΜΑΡ και τον Κόκκαλη των ΑΝΕΛ έως τα πρωτοπαλίκαρα του ΓΑΠ Γιάννη Ραγκούση και Συμεών Κεδίκογλου. 

Αρκεί ίσως μόνον να επισημάνουμε ότι ο τελευταίος είχε προφητεύσει ότι «θα έρθει η ώρα που ο κ. Τσίπρας δεν θα μπορεί να διαχειριστεί την αθλιότητα που δημιούργησε».

Αν κρίνουμε από τις τελευταίες δημόσιες παρουσίες του, το πιθανότερο είναι ότι, με την υποστήριξη και όσων η ύπαρξή τους εξαρτάται απολύτως από τη δική του παραμονή στο πολιτικό γίγνεσθαι, δεν θα απαλλαγούμε από τον κ. Τσίπρα ούτε μετά τη νέα ήττα που όλα δείχνουν ότι τον περιμένει στις 25 Ιουνίου. 

Ακόμη και έτσι, όμως, ο πρωθυπουργός που παρέδωσε για 99 χρόνια ολόκληρη την περιουσία της χώρας στους δανειστές της, ο πολιτικός αρχηγός που έκανε υπουργό τον Πάνο Καμμένο, υφυπουργούς τον Χαϊκάλη και τον Ζουράρι και βουλευτή τη Ραχήλ Μακρή, ο διώκτης στα λόγια της Ακροδεξιάς που δεν εύρισκε αίθουσα για τη δίκη της Χρυσής Αυγής και ψάρευε ψήφους στα θολά νερά των οπαδών του Κασιδιάρη, ο αποτυχημένος μίμος ασύγκριτων προσωπικοτήτων του παρελθόντος, θα πάψει οριστικά να θεωρείται «χαρισματικός».

Ο καιρός γαρ εγγύς!

Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Τέλος εποχής (;) για τη… μνημονιακή παράνοια

Είτε το δει κάποιος ως θρίαμβο του Κυριάκου Μητσοτάκη, είτε το προσεγγίσει ως βατερλώ του ΣΥΡΙΖΑ, το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα συνιστά χωρίς υπερβολή έναν ιστορικών διαστάσεων πολιτικό σεισμό, που όμοιός του δεν έχει καταγραφεί στα κοινοβουλευτικά χρονικά του τόπου μας. Και που, κατά πάσα πιθανότητα, συνιστά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, της εποχής της μνημονιακής παράνοιας.

Είναι, άλλωστε, χωρίς προηγούμενο, τουλάχιστον στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η διπλή παραδοξότητα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης που συνθέτουν από τη μια η εντυπωσιακή ενίσχυση της εκλογικής απήχησης του κόμματος που ασκούσε επί μια τετραετία -και τι τετραετία!- την εξουσία και από την άλλη η ραγδαία φθορά την οποία υπέστη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρά ταύτα και χωρίς τη διάθεση διεκδίκησης ρόλου μετά Χριστόν προφήτη, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν πέσαμε από τα σύννεφα όλοι όσοι ήμασταν αποδέκτες των δημοσκοπικών ευρημάτων.

Οι προσεισμικές δονήσεις που προοιωνίζονταν τον επερχόμενο μεγάλο σεισμό ήταν παραπάνω από αισθητές για όποιον δεν μετέτρεπε την επιθυμία του σε πραγματικότητα, δεν είχε αυταπάτες και δεν είχε καταληφθεί από ψευδαισθήσεις, όπως αυτές που πλήρωσε πανάκριβα η χώρα μας μετά τις πρώτες εκλογές του 2015 και πριν από την κωλοτούμπα που ακολούθησε το επόμενο καλοκαίρι.

«Αν επιβεβαιωθούν από την κάλπη αυτά που βλέπουμε στις έρευνες, πίστεψέ με ότι το βράδυ της 21ης Μαΐου όλοι οι Έλληνες θα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το κοινό exit poll που θα δώσουν όλες μαζί οι δημοσκοπικές εταιρίες», έλεγε στον γράφοντα την πρώτη βδομάδα μετά την επίσημη προκήρυξη των εκλογών ο βασικός εκλογικός αναλυτής της κυβερνητικής παράταξης.

Ο συνομιλητής μου συνόδευσε αυτή την άκρως προφητική, όπως περίτρανα αποδείχθηκε κατά τη χθεσινή εκλογική διαδικασία, εκτίμηση με την απορία του για τις ακραίες επιθέσεις που είχε εξαπολύσει εκείνες τις μέρες η Κουμουνδούρου εναντίον των εταιριών που έκαναν μετρήσεις. 

«Η πιάτσα είναι πολύ μικρή και ξέρουμε ότι και ο Τσίπρας παίρνει τα ίδια ακριβώς στοιχεία τα οποία παίρνουμε κι εμείς», παρατηρούσε. «Επειδή αποκλείω να του τα κρύβουν οι συνεργάτες του, αναρωτιέμαι ειλικρινά τον λόγο για τον οποίο συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχουν…», συμπλήρωνε.

Το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και ο στενός πυρήνας των συνεργατών του στην Κουμουνδούρου ήταν ενήμεροι για τα δημοσκοπικά ευρήματα επιβεβαίωναν το ίδιο διάστημα σε κατ΄ ιδίαν συνομιλίες τους οι περισσότεροι από τους υπεύθυνους των εταιριών ερευνών. Οι ίδιοι, μάλιστα, παραδέχονταν ότι είχαν διαμηνύσει στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «εύρισκαν τον ΣΥΡΙΖΑ κοντά στο 20%».

Επειδή, όμως, φοβούνταν ότι θα αυξανόταν το ούτως ή άλλως ασύλληπτο «μπούλινγκ» το οποίο δέχονταν -και με καταγγελίες περί διαπλοκής με την κυβέρνηση- όσοι έδειχναν ότι η ψαλίδα της διαφοράς με τη ΝΔ διαρκώς άνοιγε, για να φυλάξουν τα νώτα τους, έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που είχε το δείγμα τους. 

Στην Κουμουνδούρου, μάλιστα, είχαν επίγνωση αυτού του γεγονότος, αλλά αντί να κάνουν κάτι για να διορθώσουν τη λάθος πορεία που είχαν χαράξει, καλούσαν τις εταιρίες να δώσουν στη δημοσιότητα τα πρωτογενή ευρήματά τους, δηλαδή χωρίς τις σταθμίσεις με τις οποίες ουσιαστικά η δύναμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανιζόταν να είναι μεγαλύτερη από την πραγματική που διαπίστωναν οι έρευνες.

Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι προβλέψεις των δημοσκόπων έπεσαν εντελώς έξω σε αυτές τις εκλογές. Και αυτό, κακά τα ψέματα, αποτελεί αναμφισβήτητα μια μεγάλη αλήθεια που δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους. 

Μέχρι την τελευταία στιγμή έδιναν το προβάδισμα της ΝΔ να κυμαίνεται από τις 5 έως τις 7 ποσοστιαίες μονάδες και εντέλει η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν τριπλάσια, αφού ξεπέρασε τις είκοσι μονάδες. 

Βρήκαν, βεβαίως, σε γενικές γραμμές τη σειρά κατάταξης των κομμάτων, αλλά αυτό δεν είναι παρήγορο και ούτε μπορεί να αποτελέσει «άλλοθι» για το γεγονός ότι υπέκυψαν στον εκβιασμό.

Όπως και να έχει, πάντως, το βασικό ζήτημα το οποίο αναδείχθηκε από τις χθεσινές κάλπες δεν είναι τα φοβικά σύνδρομα των δημοσκόπων. Είναι η στάση και η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ που κατέρρευσαν με τον ίδιο παταγώδη τρόπο με τον οποίο κατέρρευσαν τα εκλογικά του ποσοστά. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι καθυστέρησε να έρθει αυτή η ώρα. 

Στα ένδεκα χρόνια που παρήλθαν από τη μετεωρική ανέλιξη που εμφάνισε το συγκεκριμένο κόμμα μετά τις εκλογές του 2012, στις οποίες πιστοποιήθηκε η διάλυση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, οι άνθρωποι που το στελέχωσαν πορεύτηκαν με πρωτοφανή ερασιτεχνισμό και ασύλληπτη θρασύτητα.

Ενώ υιοθέτησαν τις χειρότερες μορφές του παλαιοκομματισμού, από αποστασίες και ρουσφέτια έως εξαγορές ψήφων, εμφανίζονταν να διαθέτουν το διαβόητο, πλέον, «ηθικό πλεονέκτημα» που οι ίδιοι απένειμαν στους εαυτούς τους. Κουνούσαν το δάκτυλο στους αντιπάλους τους, ενώ οι ίδιοι είχαν ακολουθήσει τις πλέον αντιλαϊκές πολιτικές της περιόδου των Μνημονίων, με αποκορύφωμα το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μέσω του Υπερταμείου.

Όλα αυτά τα χρόνια παρίσταναν τους δήθεν προοδευτικούς, αλλά δεν είχαν πρόβλημα να κανακεύουν και να συνεργάζονται με τα πλέον συντηρητικά στοιχεία του πολιτικού φάσματος, φθάνοντας μέχρι του σημείου να απορροφήσουν το σύνολο των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Παρίσταναν τους πολέμιους των ακροδεξιών, αλλά δεν εύρισκαν αίθουσα για να δικάσουν τους εγκληματίες της Χρυσής Αυγής, αφού θεωρούσαν τις ψήφους τους ευπρόσδεκτες, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν ανερυθρίαστα τους οπαδούς του Κασιδιάρη να προτιμήσουν τη δική τους κάλπη.

Έχασαν τις εκλογές του 2019 αλλά δεν διδάχθηκαν τίποτε. Συνέχισαν να πολιτεύονται και ως αξιωματική αντιπολίτευση με τον ίδιο αρνητισμό που είχαν προτού γίνουν κυβέρνηση. Δεν ήθελαν ή ίσως δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι οι καιροί είχαν αλλάξει. 

Επιδίδονταν -και αυτό ήταν το μόνο τους ταλέντο- σε δολοφονίες χαρακτήρα των πολιτικών τους αντιπάλων και οποιουδήποτε άλλου τους ασκούσε κριτική, που με αναίδεια τον αποκαλούσαν «πετσωμένο».

Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια ανορθογραφία την οποία μας κληρονόμησαν οι ακραίες μνημονιακές πολιτικές που δοκίμασαν την κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα που χρεοκόπησε. 

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που είχε η τετραετία που πέρασε, φάνηκε στη διάρκειά της ότι οι ακραίες μνημονιακές πολιτικές είναι πλέον παρελθόν. 

Παρά τις δυσκολίες της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, τα εισοδήματα των Ελλήνων αυξήθηκαν και πολλοί συμπατριώτες μας βρήκαν δουλειές. Σίγουρα δεν λύθηκαν τα προβλήματά μας. 

Με την ίδια σιγουριά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η πλειονότητα των Ελλήνων δεν βολεύεται με την παράνοια την οποία βιώσαμε τα μνημονιακά χρόνια και εκφράστηκε με τις αντιφάσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, καλλιέργησαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του.

Υπό αυτή την έννοια, η κατάρρευση του αφηγήματός τους που αναδείχθηκε μέσα από τις χθεσινές κάλπες συνιστά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την απαρχή μιας νέας. 

Η οποία, ας ελπίσουμε, ότι θα χαρακτηριστεί από την αλήθεια και την επαναφορά στην κανονικότητα της κοινής λογικής και της στοιχειώδους συνεννόησης. Και γι΄ αυτά που λέμε. Και γι΄αυτά που εννοούμε.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Οι εκλογές και το «ουκ επ΄ άρτω ζήσεται άνθρωπος….»*

Η πέραν πάσης προσδοκίας επικράτηση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις κάλπες που στήθηκαν στη γείτονα χώρα την περασμένη Κυριακή συνιστά αναμφίβολα μια εξέλιξη που δεν μπορεί να ικανοποιεί οποιονδήποτε πολίτη ο οποίος εμφορείται από ειλικρινή δημοκρατικά αισθήματα. Διότι, σε κάθε περίπτωση, η ήττα ενός αυταρχικού ηγέτη είναι κέρδος για τους όπου γης θιασώτες της Δημοκρατίας.

Ανεξάρτητα, πάντως, αν, από γεωστρατηγική άποψη, η νίκη του Τούρκου Προέδρου είναι υπέρ ή κατά των εθνικών συμφερόντων της δικής μας χώρας -οι απόψεις διίστανται, με αρκετούς να θεωρούν ότι αποβαίνει υπέρ ημών και άλλους να υποστηρίζουν το αντίθετο-, η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης στη γειτονική χώρα αποτελεί ένα πολυσήμαντο γεγονός που η ανάλυσή του δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

Σε αντίθεση, εξάλλου, με τις θετικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο, δεν επιδέχονται ερμηνείες που βασίζονται είτε στην ερμηνεία την οποία μπορεί να έδωσε ένα πείραμα το οποίο έγινε στο εργαστήριο είτε μια παρατήρηση ενός φαινομένου που συνέβη στο φυσικό περιβάλλον. Ο κανόνας που θέλει και τα δύο αυτά να δίνουν τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα όσες φορές και αν επαναληφθούν δεν ισχύει όταν στην εξίσωση μπαίνει ο παράγων ανθρώπινη βούληση ή προσδοκία.

Υπό αυτή την έννοια, τα αναπάντητα ερωτήματα που αναδείχθηκαν από τις κάλπες στη γείτονα είναι πολλά με πρώτο και κύριο το εξής: Γιατί, άραγε, έπεσαν τόσο έξω σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι την πρωτιά στη λαϊκή ψήφο θα αποσπούσε ο αντίπαλος του Τούρκου «Σουλτάνου» που διοικεί με πυγμή τη χώρα του για πάνω από δύο δεκαετίες;

Οι απλοϊκές ερμηνείες του τύπου «οι δημοσκόποι δεν αποτυπώνουν την εικόνα στην κοινωνία, αλλά την διαμορφώνουν», όπως αυτές που ακούμε στη χώρα μας από τους εκάστοτε υποψήφιους χαμένους των εκλογών, δεν βρίσκουν κανένα απολύτως έρεισμα στην προκειμένη περίπτωση. Πολύ περισσότερο που έχω την αίσθηση ότι ουδείς… ζηλεύει την τύχη που μπορεί να περιμένει τους υπευθύνους των τουρκικών εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης μετά τη δραματική διάψευση των προβλέψεων τους.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, ερώτημα που χρήζει ευρύτερης ανάλυσης σχετίζεται με αυτή καθεαυτή την εκλογική συμπεριφορά των Τούρκων πολιτών: Πως είναι δυνατόν οι ψηφοφόροι μιας χώρας με τόσο οξείες κοινωνικές ανισότητες να επιβραβεύουν έναν ηγέτη και μια κυβέρνηση που ασκούν την εξουσία σε μια περίοδο που ο επίσημος πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη, το εθνικό νόμισμα είναι υπό κατάρρευση, ενώ η φτώχεια η οποία μαστίζει τον μέσο Τούρκο διευρύνεται;

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, εκείνο που περισσότερο από τις δημοσκοπήσεις κατέρρευσε στις κάλπες της γείτονος είναι ο στερεοτυπικός ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο «οι περισσότεροι άνθρωποι ψηφίζουν με κριτήριο την τσέπη τους», που δεκαετίες τώρα βρίσκει έρεισμα στην περίφημη φράση «είναι η οικονομία ηλίθιε!» που αποδίδεται στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον. Ακόμη και αν αυτός είναι ο κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι εξαιρέσεις δεν είναι λίγες.

Το απέδειξε περίτρανα, η εκ τους αποτελέσματος αποτυχημένη προεκλογική καμπάνια που ακολούθησε ο αντίπαλος του Ερντογάν, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, εστιάζοντας την εκστρατεία του στην ακρίβεια και συγκεκριμένα στη εκτίναξη της τιμής που κατέγραψε το… κρεμμύδι και είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να το προμηθευτούν τα περισσότερα νοικοκυριά. 

Όμως, ούτε το πανάκριβο κρεμμύδι μέτρησε, ούτε -δυστυχώς, δυστυχέστατα- η εκτεταμένη καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών του τουρκικού λαού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αντιπάλων της καθεστωτικού τύπου αυταρχικής τουρκικής κυβέρνησης.

Καλώς ή κακώς, η περίπτωση της Τουρκίας κατέδειξε ότι η εκλογική συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι ψηφοφόροι ανά την υφήλιο δεν υπακούουν πάντα σε προκαθορισμένα ορθολογικά κριτήρια που σχετίζονται με το στενό οικονομικό συμφέρον, προσωπικό ή ταξικό, ενός εκάστου. 

Η ρήση του Ευαγγελίου σύμφωνα με την οποία «ουκ επ΄ άρτω ζήσεται άνθρωπος»* νομίζω ότι αποδίδει και μάλλον ερμηνεύει καλύτερα τη στάση την οποία τηρεί μια αξιοπρόσεκτη μερίδα του εκλογικού σώματος, πολύ πέρα από τα τουρκικά σύνορα. Με άλλα λόγια, συχνά οι άνθρωποι ψηφίζουν χωρίς να έχουν σε πρώτο πλάνο αυτό που δείχνει να επιβάλει το στενό οικονομικό τους συμφέρον. 

Από μια πρώτη άποψη, που μένει να επιβεβαιωθεί και στις 28 Μαΐου, που είναι ο δεύτερος γύρος των τουρκικών προεδρικών εκλογών, προκύπτει ότι ο Ερντογάν κέρδισε κατά κράτος τον ευρύ συνασπισμό των αντιπάλων του, ο οποίος στηρίχθηκε αφειδώς και από παράγοντες εκτός της Τουρκίας, επειδή παρουσίασε στους συμπατριώτες του ένα οραματικό αφήγημα που υπερέβαινε τις τιμές του κρεμμυδιού και της φραντζόλας.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Τούρκος Πρόεδρος, που δεν είναι τυχαίο ότι επικρατεί στη μια εκλογική αναμέτρηση μετά την άλλη τα τελευταία είκοσι χρόνια, φαίνεται να κέρδισε τους συμπατριώτες του επειδή μίλησε στις καρδιές του για τον «νέο αιώνα της Τουρκίας», κάτι το οποίο, με ό,τι και αν συνεπάγεται για μας που η γεωγραφία μάς… καταδίκασε να ζούμε στην ίδια γειτονιά, δεν μπορεί και δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους.

Πηγαίνοντας, λοιπόν, κι εμείς σε λιγότερο από 48 ώρες στις δικές μας κάλπες, ας ψηφίσουμε όχι μόνον για το ψωμί μας, δηλαδή για το στενό οικονομικό μας συμφέρον, αλλά και για όλα τα άλλα που εξασφαλίζουν ένα καλύτερο μέλλον για μας και τα παιδιά μας. Επιλογές έχουμε, ας κάνουμε την καλύτερη. 

 

*Η φράση προέρχεται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο, ο οποίος περιγράφει την απάντηση την οποία έδωσε ο πεινασμένος Ιησούς όταν στη διάρκεια πολυήμερης νηστείας που έκανε στην έρημο τον πλησίασε ο διάβολος, προκαλώντας τον, αφού είναι γιος του Θεού, να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά. Εκείνος του απάντησε ότι «ο άνθρωπος δεν ζει μόνον με ψωμί αλλά με όλα τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του Θεού». («…οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ»).

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Οι Τούρκοι με ροζ βίντεο κι εμείς με την… Παναγιά την γκέισα

Μπορεί αρκετοί πολιτικοί να επιμένουν να χρησιμοποιούν τις διόλου πρωτότυπες και απολύτως στερεοτυπικές εκφράσεις ότι «αυτές οι εκλογές είναι οι πιο κρίσιμες της Μεταπολίτευσης», η ατμόσφαιρα, ωστόσο, η οποία επικρατεί στην κοινωνία, μόλις μια εβδομάδα πριν πάμε να ψηφίσουμε, δεν φαίνεται να συνάδει με τόσο βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς.

Με εξαίρεση, άλλωστε, τις τοξικές «μάχες του πληκτρολογίου» τις οποίες δίνουν τα ένθεν κακείθεν τρολ του Διαδικτύου, επιχειρώντας να βγάλουν… «από τη μύγα ξύγκι» για να δικαιολογήσουν προφανώς τον λόγο της ύπαρξής τους, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω μας δείχνει ότι οδεύουμε στην πιο ήπια εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών.

Η πλειονότητα των Ελλήνων φαίνεται να τηρεί τις δέουσες αποστάσεις από τη συνήθη οξύτητα η οποία παραδοσιακά συνοδεύει τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα κόμματα. Αλλά και οι κομματικές ηγεσίες και τα επιτελεία τους δείχνουν επίσης με τη σειρά τους να συνειδητοποιούν ότι οι ψηφοφόροι δεν είναι ευεπίφοροι στην υπερβολή και δεν… τσιμπούν, τουλάχιστον όσο εύκολα τσιμπούσαν παλαιότερα, σε καμπάνιες που προσπαθούν να αποδείξουν ότι «οι εκλογές είναι πόλεμος στον οποίο αναμετρώνται το φως με το σκοτάδι».

Έχω την αίσθηση ότι η τηλεμαχία της περασμένης Τετάρτης με τους έξι πολιτικούς αρχηγούς που βρέθηκαν στα στούντιο της ΕΡΤ απετέλεσε μια τέτοια ένδειξη, αφού ήταν εμφανής η προσπάθεια όλων να επιδείξουν, έστω και για το φαίνεσθαι, υπευθυνότητα και αξιοπιστία.

Μπορεί να μην απουσίασαν πλήρως οι λαϊκίστικες κορώνες, όπως το κρεσέντο του Κυριάκου Βελόπουλου για την υποτιθέμενη προπαγάνδα των σχολικών βιβλίων υπέρ της… Παναγιάς της γκέισας, αλλά, εδώ και που τα λέμε, δεν ήταν και προς… θάνατον. 

Εξάλλου, ο εν λόγω επιχειρηματίας -κατά δήλωσή του- είχε κατά το παρελθόν επιδοθεί και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία, αν κρίνουμε από τα περιουσιακά του στοιχεία, στο εμπόριο των επιστολών του Ιησού. Μπροστά σε αυτό, η στηλίτευση των κινδύνων κατά της κοινωνίας που υποτίθεται ότι συνιστά το γεγονός ότι τα παιδιά του Δημοτικού στα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν ότι άλλοι λαοί αποτυπώνουν διαφορετικά την Παναγία, μοιάζει… πταίσμα. 

Αν εξέλιπαν, άλλωστε, παντελώς οι περιθωριακές γραφικότητες αυτού του είδους, ίσως να ήταν πιο δύσκολη η επιλογή μας. Εφόσον όλοι όσοι διεκδικούν την ψήφο μας ήταν ίδιοι και απαράλλακτοι, με ποιο, άραγε, κριτήριο, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε; 

Στο τέλος τέλος ούτε οι ψηφοφόροι είμαστε ίδιοι μεταξύ μας. Μας διαφοροποιούν, από τη μια, τα συμφέροντα (ταξικά, επαγγελματικά και άλλα) που ο καθείς (επιθυμεί να) εκπροσωπεί και, από την άλλη, οι νοοτροπίες από τις οποίες διακατεχόμεθα όλοι μας. Νοοτροπίες που σχετίζονται με τις απόψεις, τις θέσεις και τις ιδεολογικές προσεγγίσεις ενός εκάστου και οι οποίες κάποιες φορές υποτάσσονται στα συμφέροντα μας και άλλες φορές -κυρίως όταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε ιδεοληψία- υπερτερούν και είναι εκείνες που δίνουν τον τόνο της συμπεριφοράς μας.

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που διέπουν τη σύγχρονη ελληνική πολιτική πραγματικότητα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στα προεκλογικά πεπραγμένα της γειτονικής Τουρκίας, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι υπάρχουν και χειρότερα. Πολύ χειρότερα. 

Εμείς ούτε απόσυρση υποψηφίου είχαμε υπό την απειλή της μετάδοσης ροζ βίντεο, ούτε καταγγελίες για ανάμειξη ξένων δυνάμεων -της Ρωσίας, εν προκειμένω- στα εσωτερικά μας ακούσαμε να διατυπώνονται, όπως συμβαίνει στη γειτονική χώρα η οποία πάει στις κάλπες αυτής της Κυριακής μέσα σε συνθήκες που ουδείς μπορεί να προδικάσει την έκβασή τους.

Είναι πολλοί εκείνοι που προεξοφλούν ότι αν κερδίσουν την εκλογική αναμέτρηση οι αντίπαλοι του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίοι σύμφωνα με τις δημοκοπήσεις έχουν το προβάδισμα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η διαδοχή στην εξουσία θα γίνει με ομαλό τρόπο.

Κακά τα ψέματα, από τη μια η μακρά πλέον μεταπολιτευτική μας παράδοση του σεβασμού στην εναλλαγή των κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας και από την άλλη τα παθήματα της μνημονιακής περιόδου, κατά την οποία πληρώσαμε ακριβά τις ακραίες συμπεριφορές και τις ασύστολες υποσχέσεις, φαίνεται να μας οδηγούν ολοένα και κοντύτερα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. 

Είδαμε, άλλωστε, πως μαζεύτηκαν άρον – άρον στην τηλεμαχία αρκετές από τις ακρότητες για παράλληλα νομίσματα ή για ορθάνοικτα σύνορα που δεν χωρούν στην κοινή λογική από την οποία εμφορείται η πλειονότητα των πολιτών.

Πολλές και ποικίλες ερμηνείες μπορούν να δοθούν για αυτή τη διαφοροποίηση στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου που βλέπουμε συγκριτικά ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν. Αλλά επειδή μπορεί να έχουμε και μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, αμέσως μετά την επερχόμενη πρώτη, ίσως είναι σώφρον να μη σπεύσουμε να βγάλουμε οριστικό πόρισμα για το κατά πόσο θα κρατήσει αυτή η ατμόσφαιρα στο διηνεκές.

Στη παρούσα φάση, κατά την οποία μας χωρίζει μόλις μια βδομάδα από την κάλπη της 21ης Μαΐου, αρκεί ίσως να εκφράσουμε την ελπίδα και την αισιοδοξία μας ότι το κλίμα της δημοκρατικής ομαλότητας που βιώνουμε σε τούτη την προεκλογική περίοδο θα διατηρηθεί χωρίς μείζονες παρεκκλίσεις και την επομένη της λαϊκής ετυμηγορίας. 

Αν λείψουν και οι λαϊκισμοί για την… Παναγιά την γκέισα, τα πράγματα θα είναι ακόμη καλύτερα. (Αλλά ίσως δεν θα πρέπει να τα θέλουμε όλα δικά μας από τη μια στιγμή στην άλλη…).