Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντιπολίτευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αντιπολίτευση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2023

Η πραγματικότητα σε… ρόλο αντιπολίτευσης

            Αιφνιδιάστηκα ευχάριστα όταν, πριν από λίγες μέρες, διασχίζοντας νωρίς το πρωί το κέντρο Αθήνας με το αυτοκίνητο, συνάντησα τροχονόμους που διευκόλυναν την κίνηση των οχημάτων η οποία είχε αρχίσει να πυκνώνει καθώς οι περισσότεροι κάτοικοι της πρωτεύουσας είχαν επιστρέψει από τις διακοπές και η πολύβουη μεγαλούπολη, στην οποία έχουμε συγκεντρωθεί ο μισός πληθυσμός της Ελλάδος, έπαιρνε τους γνωστούς ρυθμούς της.

Ο αιφνιδιασμός μου οφειλόταν στο γεγονός ότι είχα πολλούς μήνες -ίσως και… χρόνια- να συναντήσω σε ώρες κυκλοφοριακής αιχμής επαρκή αριθμό ανδρών και γυναικών της Τροχαίας που να ρυθμίζουν την κίνηση των οχημάτων και να αποτρέπουν την προσφιλή τακτική πολλών συμπατριωτών μας που, όντας βιαστικοί, σταθμεύουν όπου βρουν ή -ακόμη χειρότερα- κλείνουν τις διασταυρώσεις σε κεντρικές οδικές αρτηρίες κάνοντας κόλαση τη ζωή των υπολοίπων οδηγών και μαζί, φυσικά, και τη δική τους.

Έχοντας, ωστόσο, ανοιχτό το ραδιόφωνο για την πρωινή μου ενημέρωση βρήκα την εξήγηση γι΄ αυτή τη σπάνια -και μάλλον ειδυλλιακή- εικόνα που έβλεπα μπροστά μου. Ο αρμόδιος υπουργός Προστασίας του Πολίτη φιλοξενούνταν εκείνη ακριβώς την ώρα στο στούντιο ραδιοφωνικού σταθμού και μιλούσε για τα προβλήματα που παρέλαβε στον τομέα ευθύνης μου. Για να μην τον… αδικήσω αναζήτησα την επίσημη απομαγνητοφώνηση της συνέντευξής του στο site του υπουργείου και παραθέτω αυτούσια τα λεγόμενα του κ. Γιάννη Οικονόμου.

«Η αποδυνάμωση της Τροχαίας πρέπει να σταματήσει. Τελεία παύλα», είπε ο υπουργός και με σχετικά δραματικούς τόνους συμπλήρωσε: «Μόνο μέσα στο 2023 υπήρξαν κάπου 250 με 256 -αυτή είναι η τάξη μεγέθους, πάνω κάτω- αποσπάσεις ανθρώπων από την Τροχαία ή άλλες υπηρεσίες». Με την ίδια -περισσότερο διαπιστωτική διάθεση- συνέχισε: «Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να γυρίσουνε πίσω. Κυρίως σε ό,τι αφορά τα μεγάλα αστικά κέντρα και την Αθήνα. Χωρίς να έχεις δυναμικό, χωρίς να έχεις ανθρώπους, η πραγματικότητα είναι ότι δεν μπορείς να κάνεις θαύματα. Άρα πρώτον πρέπει να σταματήσει η αποδυνάμωση της Τροχαίας, είναι προτεραιότητα μας, είναι στον σχεδιασμό μας…».

Ο ίδιος αμέσως μετά εξηγούσε ότι «ήδη αύριο (σ.σ.: 4 Σεπτεμβρίου) έχουμε μία πολύ μεγάλη σύσκεψη στο Αρχηγείο της Ελληνικής Αστυνομίας για θέματα οδικής ασφάλειας και τροχαίας. Η αντιμετώπιση του διπλοπαρκαρίσματος είναι ένα από τα πρώτα πράγματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε ουσιαστικά, έτσι ώστε να δημιουργήσουμε συνθήκες για όσο το δυνατόν λιγότερη κυκλοφοριακή συμφόρηση».

Δεν ξέρω τι έγινε σε αυτή τη σύσκεψη που προανήγγειλε ραδιοφωνικά ο κ. Οικονόμου. Εκείνο, ωστόσο, που ξέρω μετά βεβαιότητος είναι ότι στα οργανωμένα κράτη -πολύ περισσότερο όταν φιλοδοξούν να λέγονται «επιτελικά»- δεν χρειάζεται να γίνονται ειδικές συσκέψεις για τα αυτονόητα. Σε όλο τον (πολιτισμένο) κόσμο οι τροχονόμοι είναι στους δρόμους στις ώρες της κυκλοφοριακής συμφόρησης και κανείς δεν μπορεί να τους αποσπά από αυτό το καθήκον.

Τα ερωτήματα που ευλόγως προκύπτουν από τις παραδοχές του υπουργού είναι πολλά: Πως είναι δυνατόν μέσα σε οκτώ μήνες να έχουν αποσπαστεί σε αλλότρια καθήκοντα 256 τροχονόμοι; Ποιος ή ποιοι ζήτησαν αυτές τις μετακινήσεις. Και ποιος ή ποιοι υπέγραψαν για να γίνουν; Που είναι… κρυμμένοι όλοι αυτοί οι άνθρωποι και πιθανόν πολλοί ακόμη που αποσπώνται από άλλες υπηρεσίες της Αστυνομίας αλλά και γενικότερα του δημόσιου τομέα; Και, τέλος, γιατί πρέπει να γίνει ειδική σύσκεψη για να επιστρέψουν στη δουλειά για την οποία προσλήφθηκαν;

Όσο και αν οι προφανείς απαντήσεις είναι ότι έχουμε να κάνουμε με φαινόμενα τα οποία είναι διαχρονικά και λίγο ως πολύ όλες οι πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια έχουν «λερώσει τα χέρια τους» με τέτοιες μεθόδους, το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει είναι ότι η σημερινή κυβέρνηση, που έχει πλέον μια προϊστορία πενήντα μηνών, σε πάρα πολλούς τομείς δεν έχει καταφέρει να ξεφύγει από την πεπατημένη. Παρά, βεβαίως, τις περί του αντιθέτου διακηρύξεις.

Από τον τρόπο που διαχειρίστηκε στη διάρκεια της πρώτης τετραετίας μια αλληλουχία κρίσεων με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη, όπως η πανδημία, το μεταναστευτικό και η υβριδική επίθεση στον Έβρο, οι πληθωριστικές πιέσεις και η εκτίναξη των τιμών της ενέργειας, ειδικά μετά την εισβολή των Ρώσων στην Ουκρανία, δημιουργήθηκε η εντύπωση τόσο στο εσωτερικό, όπως έδειξαν οι πρόσφατες βουλευτικές κάλπες, όσο και στο εξωτερικό, με την ολοένα και πιο αναβαθμισμένη διεθνή αξιοπιστία της χώρας, ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα της πιο αποτελεσματικής ομάδας διακυβέρνησης που γνώρισε η χώρα. Τουλάχιστον από την εποχή που ενέσκηψε η μνημονιακή κρίση και εντεύθεν.

Από την επομένη, ωστόσο, των τελευταίων εκλογών η εικόνα άλλαξε και με αποκορύφωμα τους χειρισμούς στις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες που έπληξαν τη Θεσσαλία, η κυβέρνηση δείχνει να μην μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες των πολιτών για βελτίωση της καθημερινής τους ζωής. Παρόλο που τα ίδια πρόσωπα πάνω κάτω συνθέτουν το κυβερνητικό σχήμα, με βάση το rotation που αποφάσισε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται μοιάζει πολύ διαφορετική.

Τι άλλαξε, άραγε, έτσι ώστε σε αυτό το τόσο μικρό διάστημα που μεσολάβησε από την εκκίνηση της νέας τετραετίας και ήδη οδήγησε στην καρατόμηση δύο υπουργών αλλά και στη φημολογία ότι αρκετά ακόμη κυβερνητικά στελέχη δεν… πατούν καλά στα πόδια τους και το αργότερο ως τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου θα πάρουν την… άγουσα για τα αποδυτήρια;

Κακά τα ψέματα, η μόνη ουσιαστική αλλαγή, η οποία έγινε τους τελευταίους μήνες είναι ότι από τις 25 Ιουνίου, οπότε έγιναν οι δεύτερες κατά σειράν εκλογές, η πολιτική ζωή της χώρας απαλλάχθηκε από την ακραία τοξική αντιπολιτευτική τακτική που ακολουθούσαν η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ από το 2019 που έχασαν την εξουσία. Η σύγκριση της περιόδου 2015-2019 με εκείνη της περιόδου 2019-2023 ήταν συντριπτικά υπέρ της δεύτερης.

Για παράδειγμα, μπροστά στον Παύλο Χαϊκάλη που είχε διορίσει αρμόδιο για το Ασφαλιστικό ο Αλέξης Τσίπρας, οποιονδήποτε κι αν διόριζε ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα έμοιαζε τιτάνας της πολιτικής ακόμη και αν δεν ήταν ο αποδεδειγμένα αποτελεσματικός Κωστής Χατζηδάκης. Το ίδιο μπορεί να ισχυριστεί κανείς σχεδόν σε όλους τους τομείς της κυβερνητικής δράσης. Όταν στο εμβολιαστικό πρόγραμμα που εφάρμοζαν όλες οι προηγμένες χώρες, η αξιωματική αντιπολίτευση αντιπαρέβαλε την… ιβερμεκτίνη του Πολάκη, οι πολίτες δεν είχαν δίλλημα ούτε τι να επιλέξουν, ούτε τι να ψηφίσουν.

Τώρα, όμως, που ο ΣΥΡΙΖΑ, βυθισμένος στην εσωστρέφεια που έφερε η βαριά εκλογική ήττα την οποία υπέστη, άφησε το έδαφος της αντιπολίτευσης να το χειρίζεται η… πραγματικότητα, τα πράγματα δυσκόλεψαν για την κυβέρνηση. Γιατί στην Κουμουνδούρου δεν έδιναν δεκάρα για την Τροχαία –«μπάτσοι είναι κι αυτοί, άλλωστε», θα σου έλεγε ένας… δικαιωματιστής. Οι πολίτες, όμως, δεν ανέχονται την κρατική αβελτηρία και ανικανότητα. Είτε αυτή αφορά το συγκριτικά έλασσον ζήτημα της ταλαιπωρίας στους μποτιλιαρισμένους δρόμους. Είτε, πολύ περισσότερο, σχετίζεται με τις αστοχίες και τις εγκληματικές ευθύνες που έπνιξαν στα λασπόνερα του θεσσαλικού κάμπου ανθρώπους, ζώα και καλλιέργειες.

Η πραγματικότητα είναι, εν τέλει, η πιο σκληρή αντιπολίτευση.

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2020

Το πνεύμα του Σημίτη

 Ένας… αόρατος πρωταγωνιστής κυριάρχησε στην 7ωρη συζήτηση των πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για την κατάσταση της πανδημίας και τις βαριές επιπτώσεις που έχει στην ελληνική κοινωνία και στην εθνική της οικονομία. Ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης. Ή, για την ακρίβεια, το πνεύμα που απέπνεε το πρόσφατο πολυσυζητημένο άρθρο του για το καθήκον και την υποχρέωση της αντιπολίτευσης.

Ήταν αρκετοί όσοι έσπευσαν να επικρίνουν και μάλιστα με σφοδρότητα την παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού. Μόνον, όμως, που η επιχειρηματολογία αρκετών εξ αυτών έδειχνε να μην βασίζεται σε αυτές καθαυτές τις θέσεις που διατυπωνόταν στο άρθρο. Στηριζόταν περισσότερο σε «δίκη προθέσεων» που στόχο είχε να υπηρετήσει το «ιδεολόγημα» ότι ο κ. Σημίτης «αβαντάρει τον Κυριάκο Μητσοτάκη».

Δεν ξέρω πόσοι από τους επικριτές του μπήκαν στον κόπο, παρότι επρόκειτο για ένα λιτό κείμενο μόλις 397 λέξεων, να το διαβάσουν. Έχει, ωστόσο, αξία να θυμηθούμε τις βασικές επισημάνσεις του πριν από την απόπειρα να αποδείξουμε τον ισχυρισμό για την ισχυρή επίδραση που είχε η δημόσια παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού στην κοινοβουλευτική αντιπαράθεση για την πανδημία.

«Η αντιπολίτευση θα έπρεπε να βοηθήσει σε μια πληρέστερη εικόνα της αντιμετώπισης των προβλημάτων αντί να επιβεβαιώνει κάθε φορά μια γνωστή αντιπαλότητα, χωρίς να αναδεικνύει το ουσιαστικό περιεχόμενο των διαφορών», ανέφερε εξ αρχής ο κ. Σημίτης στο άρθρο του που είδε το φως μέσα από την εφημερίδα «Τα Νέα».

Ο πρώην πρωθυπουργός σημείωνε ότι οι δηλώσεις με τις οποίες η αντιπολίτευση αντέδρασε στην ανακοίνωση του δεύτερου lockdown «δεν είναι εξαίρεση σε σχέση με δηλώσεις της και για άλλα θέματα». Και συνόψιζε την επιχειρηματολογία του, υπογραμμίζοντας ότι «ο τρόπος αυτός αντίδρασης δείχνει μία από τις μεγάλες αδυναμίες της ελληνικής πολιτικής ζωής».

Σε πείσμα, μάλιστα, όσων υποστήριξαν ότι ζήτησε, τάχατες, από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κηρύξουν «σιωπητήριο», ο κ. Σημίτης ξεκάθαρα υπογράμμισε ότι «η αντιπολίτευση πρέπει να εκφράζεται». Πρόσθεσε, όμως, αμέσως μετά ότι «χρέος της είναι, όταν επισημαίνει τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας, να έχει και η ίδια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ένα κατανοητό και εφαρμόσιμο σχέδιο αντιμετώπισης».

Χωρίς περιστροφές, μάλιστα, συμπλήρωνε κάτι μάλλον αυτονόητο: Ότι, δηλαδή, στην περίπτωση της επιδημίας και του lockdown «τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν παρουσίασαν ένα δικό τους σχέδιο με βάση διεθνή δεδομένα. Δεν εξήγησαν από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθούν και αρνούνται».

«Αλλά η κοινή γνώμη δεν χρειάζεται την άρνηση. Για να απαιτήσει τα αναγκαία και σωστά από την κυβέρνηση χρειάζεται πληροφόρηση, τεκμηρίωση, δημιουργικότητα», υπογράμμιζε ο πρώην πρωθυπουργός, ο οποίος κατέληγε επισημαίνοντας: «Τότε μόνο θα είναι πρόθυμη να ακολουθήσει δρόμους άλλους από εκείνους που της υπαγορεύει η κυβέρνηση και να αναθέσει σε όσους έχουν διαφορετικές ευθύνες την εξουσία».

Ποιος εχέφρων άνθρωπος μπορεί να διαφωνήσει με την άποψη ότι για να επιβραβευτεί ένα κόμμα της αντιπολίτευσης δεν αρκεί να λέει «όχι σε όλα» όσα κάνει η εκάστοτε κυβέρνησης, χωρίς να προβάλει εναλλακτική πολιτική πρόταση; Νομίζω κανείς.

Γι΄ αυτό και όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση της Πέμπτης δεν πρέπει να δυσκολεύτηκε να αντιληφθεί έναν ασυνήθιστο –και καλώς εννοούμενο- ανταγωνισμό μεταξύ των αρχηγών να πείσουν ότι η θεώρησή τους στην υπόθεση της πανδημίας δεν εξαντλούνταν στην κριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της κυβέρνησης αλλά επεκτεινόταν και στη διατύπωση προτάσεων.

Με προεξάρχουσα την πρόεδρο του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά, η οποία έκανε μια από τις καλύτερες και πιο τεκμηριωμένες ομιλίες της κατά τα τελευταία πεντέμισι χρόνια που είναι αρχηγός κόμματος, ο ένας μετά τον άλλο οι επικεφαλής των κομμάτων της αντιπολίτευσης πάσχισαν να αποδείξουν ότι δεν μένουν μόνον στην κριτική, αλλά διατυπώνουν και προτάσεις.

Χωρίς να λείψουν παντελώς οι υπερβολές, όπως αυτή για τον διορισμό υπουργών κοινής αποδοχής, ούτε οι πλειοδοσίες για τον αριθμό των διορισμών που πρέπει να γίνουν, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι, εκτός από την κυρία Γεννηματά, που ήταν σαφές ότι με την ομιλία της «απαντούσε» και στις επισημάνσεις του Κώστα Σημίτη, όλοι τους, από τον Αλέξη Τσίπρα και τον Δημήτρη Κουτσούμπα έως τον Κυριάκο Βελόπουλο και τον Γιάνη Βαρουφάκη, έδειξαν να συναισθάνονται ότι η αντιπολίτευση δεν μπορεί να αποτελεί συνώνυμο της άρνησης και της χαιρέκακης προσμονής να πάνε στραβά τα πράγματα.

Η στάση αυτή, μάλιστα, της αντιπολίτευσης αναγνωρίστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος στην καταληκτική τριτολογία του, με την οποία έκλεισε τη συζήτηση, εξέφρασε διάθεση να υιοθετήσει προτάσεις από όλες τις πτέρυγες, όπως του Αλέξη Τσίπρα για τη χορήγηση υπολογιστών σε μαθητές και την ενίσχυση των οικονομικά αδύναμων ενόψει των Χριστουγέννων, της Φώφης Γεννηματά για τη διενέργεια μαζικών τεστ στα σχολεία και σε άλλες μαζικές δομές και του Κυριάκου Βελόπουλου για την αναστολή των πλειστηριασμών.

Για να αποδειχθεί, έτσι, ότι, παρά τις επικρίσεις που δέχθηκε, η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη «έπιασε τόπο». Και, πολύ περισσότερο, ότι η συναίνεση, η λογική και η συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων προάγουν την πολιτική και συνιστούν κέρδος για την κοινωνία.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

Και αν η αντιπολίτευση έκανε «μορατόριουμ»;

 Ο βασικός ρόλος της αντιπολίτευσης είναι, αναμφίβολα, το καθήκον και συνάμα η υποχρέωση να ασκεί κριτική στα πεπραγμένα και τις παραλείψεις της κυβερνητικής πολιτικής. Όταν μάλιστα, πράγμα σπάνιο, ο ρόλος αυτός ασκείται ταυτοχρόνως με τη διατύπωση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, τότε μιλάμε για την απόλυτα επιτυχημένη αντιπολιτευτική τακτική.

Όλα αυτά βεβαίως ισχύουν όταν οι χώρες βρίσκονται σε καθεστώς κανονικότητας, τέτοιο που να επιτρέπει την απρόσκοπτη λειτουργία των θεσμών του πολιτικού συστήματος. Αντιθέτως, όταν επικρατούν ακραία έκτακτες συνθήκες, όπως, π.χ., ένας πόλεμος ή μια πανδημία, η κατάσταση αλλάζει δραματικά, καθώς εκείνο που, εκ των πραγμάτων, προέχει σε τέτοιες περιστάσεις είναι η διάσωση της κοινωνίας από τις ασύμμετρες απειλές με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη.

Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι αμέσως μετά την κήρυξη πολέμου κατά της Ελλάδας από την Ιταλία του Μουσολίνι, τον Οκτώβριο του 1940, ακόμη και τα φυλακισμένα από το διδακτορικό καθεστώς Μεταξά στελέχη του κομμουνιστικού κόμματος, ζήτησαν να επιστρατευθούν και να πολεμήσουν για την υπεράσπιση της εθνικής αξιοπρέπειας. Είκοσι χρόνια νωρίτερα, εξάλλου, οι οξείες πολιτικές αντιδικίες και οι αθέμιτου ανταγωνισμοί των δύο μεγάλων παρατάξεων της εποχής είχαν διευκολύνει τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στο ερώτημα αν μπορεί να συγκριθούν οι πολεμικές συρράξεις, όπως οι προαναφερόμενες, με την τρέχουσα υγειονομική κρίση, η απάντηση είναι προφανώς θετική. Και τούτο διότι το τίμημα που καλούμαστε να πληρώσουμε εξαιτίας της τρέχουσας υγειονομικής κρίσης τόσο σε χαμένες ανθρώπινες ζωές όσο και στη μείωση της οικονομικής δραστηριότητας ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν είναι συγκρίσιμο με πολεμικές κρίσεις.

Υπό αυτό το πρίσμα, είναι μάλλον απορίας άξιον γιατί οι αντιπολιτευτικές δυνάμεις στη χώρα μας, διαγ(κ)ωνιζόμενες μεταξύ τους, «χαλούν τον κόσμο» με την κριτική τους για το νέο lockdown στο οποίο εκούσα άκουσα οδηγήθηκε η κυβέρνηση μετά τη «φοβερή ταχύτητα» που, σύμφωνα με τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, παρουσίασε τις τελευταίες ημέρες η μετάδοση της πανδημίας.

Είναι περισσότερο από προφανές ότι για να φθάσουμε στην εκθετική αύξηση των κρουσμάτων, που παρατηρήθηκε τις τελευταίες ημέρες, έγιναν λάθος χειρισμοί. Χειρισμοί για τους οποίους, χωρίς να απαλλάσσονται όλοι όσοι δεν τηρούν τους κανόνες αυτοπροστασίας, την κύρια, αλλά όχι την αποκλειστική, ευθύνη την έχουν αναμφισβήτητα οι κυβερνητικοί ιθύνοντες.

Εστιάζοντας, άλλωστε, κανείς στη μεγάλη εικόνα, η οποία δεν είναι άλλη από την κατάσταση που επικρατεί στις περισσότερες χώρες του πλανήτη και είναι αναλογικά πολύ χειρότερη από εκείνη που αντιμετωπίζει η χώρα μας, δεν μπορεί να μην επισημάνει ότι η σφοδρή κριτική που γίνεται από κάποιες αντιπολιτευτικές δυνάμεις είναι αναντίστοιχη με την πραγματικότητα.

Πολύ περισσότερο που η κριτική αυτή δεν συνοδεύεται και από την υπόδειξη των συγκεκριμένων λανθασμένων χειρισμών και την παράθεση εφικτών εναλλακτικών προτάσεων, αλλά αναλώνεται σε αστεία αιτήματα για… δημοσιοποίηση πρακτικών (!) από τις συνεδριάσεις της Επιτροπής των Λοιμοξιολόγων.

Δεν μπορεί, για παράδειγμα, από τη μια να επικρίνεται η κυβέρνηση τον Μάιο για καθυστέρηση στο άνοιγμα του τουρισμού και τον Αύγουστο να της ασκείται κριτική επειδή επέτρεψε την έλευση τουριστών. Ούτε είναι λογικό να στηλιτεύεται η μη έγκαιρη λήψη μέτρων όταν ελάχιστες μέρες νωρίτερα χαρακτηριζόταν «πρόσχημα» το κλείσιμο της εστίασης, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης πήγαινε σε θεατρική παράσταση με στόχο να υποδηλώσει τη διαφωνία του με την αναστολή των πολιτιστικών εκδηλώσεων.

Όπως και έχει, πάντως, το μόνο βέβαιο είναι ότι, όπως προκύπτει και από τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, οι πολίτες, όσο και αν είναι δυσαρεστημένοι με όσα συμβαίνουν γύρω μας, δεν δείχνουν να επικροτούν τη στάση της αντιπολίτευσης. Η διαρκής γκρίνια, ιδίως όταν συνδυάζεται με χαιρέκακη προσέγγιση και λαϊκίστικο χάιδεμα των αυτιών όλων όσοι πλήττονται από το lockdown, δεν λογίζεται ως εποικοδομητική στάση και ως εκ τούτου φαίνεται να ενοχλεί την πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας.

Με δεδομένη, λοιπόν, τη δυσκολία της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί και την κρισιμότητα των στιγμών, θα είχε ενδιαφέρον αν κάποιο κόμμα έπαιρνε την πρωτοβουλία να κηρύξει ένα, έστω μονομερές, «μορατόριουμ» στην αντιπαράθεση με την κυβέρνηση για τις επόμενες τρεις εβδομάδες που ισχύει το νέο απαγορευτικό το οποίο θα μας κλείσει και πάλι τους περισσοτέρους εξ ημών στα σπίτια μας.

Θα μπορούσε, χωρίς φυσικά να δίνει συγχωροχάρτι, να συλλέγει στοιχεία με τα τυχόν λάθη και τις αστοχίες που θα συμβούν σε αυτό το διάστημα. Και όταν αλλάξουν τα πράγματα να κάνει μια συνολική, υπεύθυνη και αξιόπιστη αποτίμηση της κατάστασης, καταλογίζοντας τις πραγματικές ευθύνες εκεί που όντως ανήκουν. Το κέρδος από μια τέτοια πρωτοβουλία θα ήταν πολλαπλό. Θα ήταν πρωτίστως κέρδος, το οποίο θα το καρπώνονταν οι πολίτες. Οι οποίοι, εν τέλει, είναι βέβαιο ότι θα το μεταβίβαζαν στην πολιτική δύναμη που κήρυξε το «μορατόριουμ».

Καταλήγοντας, αν με ρωτάτε πόσες πιθανότητες δίνω να συμβεί κάτι τέτοιο, η απάντηση που μου έρχεται αβίαστα στον νου είναι η εξής: μηδαμινές. Όσο, άλλωστε, ασκείται κριτική από κοινοβουλευτικά στελέχη επειδή ο πρωθυπουργός αποκαλούσε με το μικρό του όνομα τον καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα, όχι «μορατόριουμ» δεν θα δούμε, αλλά δεν θα περάσει μέρα που κάποιοι γνωστοί και μη εξαιρετέοι δεν θα δημιουργούν συνθήκες εικονικής πολεμικής σύρραξης, αφού είναι οι μόνες που τους «τρέφουν»…

Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014

«Μεταρρυθμίσεις», «εγκλήματα» ή τρύπες στο νερό;

            Αν πιστέψουμε την κυβέρνηση τις προηγούμενες ημέρες, με την ψήφιση από το Θερινό Τμήμα της Βουλής του νομοσχεδίου για τη λεγόμενη «μικρή ΔΕΗ», έγινε ένα μεγάλο… μεταρρυθμιστικό βήμα που παρέμενε μετέωρο για πάνω από μια δεκαετία. Και τις επόμενες ημέρες μπορεί να ξανακούσουμε να γίνεται ένα ακόμη –το λες και μεγαλύτερο…- βήμαμε την ψήφιση του νομοσχεδίου για τον αιγιαλό που, αν δώσουμε βάση στις εξαγγελίες, θα κάνει την Ελλάδα έναν απέραντο Σαιν Τροπέ.   
            Αν πάρουμε, από την άλλη, τοις μετρητοίς τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης, τις μέρες που πέρασαν συντελέστηκε ένα (ακόμη…) πελώριο «εθνικό έγκλημα» ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Και, οσονούπω, όπως λένε και κάποια πανό που έχουν αναρτήσει κομματικές οργανώσεις που, κατά τα άλλα, ομνύουν πίστη και αφοσίωση στην προστασία του περιβάλλοντος, ετοιμάζεται κι ένα ακόμη μεγαλύτερο «έγκλημα» ξεπουλήματος του αιγιαλού στις παραλίες από άκρου εις άκρον της χώρας.
            Δεν ξέρει κανείς ακόμη τι θα γίνει με το νομοσχέδιο για τους αιγιαλούς, καθώς το κείμενο του νομοσχεδίου δεν έχει εμφανιστεί στο προσκήνιο. Αν κρίνουμε, ωστόσο, από το προηγούμενο της ΔΕΗ, μάλλον τα πράγματα θα εξελιχθούν με τρόπο που ούτε οι κυβερνητικοί ισχυρισμοί περί δήθεν μεταρρύθμισης θα ισχύσουν, ούτε οι βερμπαλιστικές προβλέψεις της αντιπολίτευσης για το «μεγάλο ξεπούλημα» θα εκπληρωθούν.
            Τι έγινε με τη ΔΕΗ; Πίσω από το θόρυβο για το υποτιθέμενο δημοψήφισμα που ήθελε να προκαλέσει η αντιπολίτευση και τη σπουδή της κυβερνητικής πλευράς να το περάσει άρον – άρον, όπως ζητούσε η τρόικα, ψηφίστηκε ένα νομοθέτημα το οποίο οι ίδιοι που τον ενέκριναν παραδέχονται ότι δεν πρόκειται να εφαρμοστεί έτσι όπως διατυπώθηκαν οι όροι για την κατάτμηση της δημόσιας επιχείρησης ηλεκτρισμού.
            Με λίγα λόγια προβλέφθηκε ότι το τμήμα της ΔΕΗ, το 30%, που θα αποσπαστεί από τη σημερινή επιχείρηση με στόχο να πωληθεί σε ιδιώτες θα αποτελεί στην πραγματικότητα έναν «κλώνο» της, ο οποίος για τουλάχιστον μια πενταετία από την κατακύρωση του διαγωνισμού θα λειτουργεί επί της ουσίας με τα ίδια κριτήρια που λειτουργεί η σημερινή ενιαία –και, μην ξεχνάμε, καταχρεωμένη και άρα ανίκανη να κάνει νέες επενδύσεις- εταιρία.
            Υπό αυτές τις συνθήκες μάλλον μόνον ένας… τρελός μπορεί να εμφανιστεί ως επενδυτής και να βάλει τα λεφτά του στον «κλώνο» μιας επιχείρησης που έχει μεγάλα προβλήματα, τα οποία δεν θα μπορεί να τα αντιμετωπίσει καθώς θα είναι υποχρεωμένος να διατηρήσει, για παράδειγμα, απαράλλακτο το εργασιακό καθεστώς, όπως επίσης και τους (πολυτελείς) όρους αποζημίωσης που ισχύουν για απαλλοτριώσεις σε περιοχές που υπάρχουν ή θα αναπτυχθούν εργοστάσια της επιχείρησης.
            «Πιο πιθανό είναι να γίνω εγώ… αστροναύτης, παρά να βρεθεί αγοραστής για τη μικρή ΔΕΗ…», έλεγε τις μέρες της –υποτιθέμενης, κατά το δημοσιογραφικό στερεότυπο, «θυελλώδους»- συζήτησης στη Βουλή σοβαρός κοινοβουλευτικός που ήταν από τους λίγους που είχε μελετήσει το νομοσχέδιο και είχε γνώση των τελικών ρυθμίσεων, όπως ψηφίστηκε μέσα στη κομματική διαπάλη για το αν θα επιτύγχανε η «πρόζα τζενεράλε» της αντιπολίτευσης για τη συγκέντρωση των 121 βουλευτών που μπορεί να μπλοκάρουν την επικείμενη προεδρική εκλογή.
            Η έγνοια των περισσοτέρων βουλευτών και από εκείνους που το ψήφισαν και από όσους το καταψήφισαν, εξαντλήθηκε στο παιχνίδι των πολιτικών εντυπώσεων γύρω από τις 120 υπογραφές για το δημοψήφισμα (που ούτως ή άλλως δεν θα γινόταν, αφού στην τελική φάση ήθελε 180 ψήφους) και σχεδόν κανείς δεν ασχολήθηκε με το περιεχόμενο του νομοσχεδίου το οποίο διαμορφώθηκε με τρόπο που καθιστά αδύνατη την αποκρατικοποίηση.
            Θυμίζοντας εκείνο το αμίμητο που έλεγαν στο πάλαι ποτέ ανατολικό μπλοκ ότι «το κράτος έκανε πως μας πλήρωνε κι εμείς κάναμε πως δουλεύουμε», οι κυβερνητικοί ιθύνοντες υπό την πίεση της τρόικας (η οποία είναι ακόνη εδώ…)  έκαναν μια υποτιθέμενη «μεταρρύθμιση», η οποία θα αποδειχθεί στην πράξη «μια τρύπα στο νερό».   
            Και, δυστυχώς, όσο διαρκεί η ατέρμονη προεκλογική περίοδος στην οποία βρισκόμαστε μόνον «τρύπες στο νερό» θα γίνονται…