Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγανακτισμένοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγανακτισμένοι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Η βία ως… μαμή τερατογεννήσεων

Η 12η Φεβρουαρίου 2012, είναι χαραγμένη βαθιά στη μνήμη μου, όχι μόνον γιατί αποτελεί ένα εθνικό ορόσημο, αφού είναι η ημερομηνία ψήφισης της περίφημης δανειακής σύμβασης, αλλά και για έναν προσωπικό λόγο, καθώς είναι η μέρα, ή μάλλον η νύχτα, που ένοιωσα, περισσότερο από ποτέ στη ζωή μου, την απειλή του αφιονισμένου όχλου και της «τυφλής» πολιτικής (;) βίας, για την οποία μιλάμε αυτές τις μέρες με αφορμή την… «πρωινάδικη» τηλεοπτική βιαιοπραγία.
Λίγη ώρα πριν από την ολοκλήρωση της έντονης πολιτικής αντιπαράθεσης και την έναρξη της κρίσιμης ψηφοφορίας, χρειάστηκε, εκτάκτως και για λόγους ανωτέρας βίας, να εξέλθω της Βουλής, και, αψηφώντας την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που επικρατούσε στη -φλεγόμενη από τους εμπρησμούς κτιρίων και πνιγμένη από δακρυγόνα- ευρύτερη περιοχή του Συντάγματος, ακολούθησα, ελλείψει άλλης, τη συνήθη διαδρομή. 
Έχοντας παρακολουθήσει από κοντά τα περισσότερα από τα μεγάλα συλλαλητήρια των πολλών τελευταίων χρόνων, άλλοτε από επαγγελματική υποχρέωση και άλλοτε από επαγγελματική «διαστροφή», δεν φαντάστηκα ότι η διακριτική αποχώρησή μου από τον αποκαλούμενο «ναό της δημοκρατίας» μπορούσε να με καταστήσει στόχο, επειδή κάποιος, που όταν με προσέγγισε, μου δημιούργησε την εντύπωση πως δεν ήταν παρά ένας διαταραγμένος, άρχισε να μου επιτίθεται φραστικά και να τρέχει ωρυόμενος ξωπίσω μου, παρασύροντας και άλλους στην ίδια κατεύθυνση.
Με απάλλαξαν από τα χειρότερα που θα μπορούσαν να μου συμβούν, αρχικά, η εξάντληση των αποθεμάτων αυτοκυριαρχίας, που μου επέτρεψε να σταθώ και να αντιμετωπίσω, με όση ψυχραιμία μπορούσα να επιστρατεύσω, τις άγριες διαθέσεις του πλήθους που με είχε περικυκλώσει, και, κατόπιν, η επίκληση της επαγγελματικής ιδιότητας, η οποία, ευτυχώς, για ορισμένους, απετέλεσε επαρκή δικαιολογητική βάση για την παρουσία μου στο κτίριο.
Δεν μπόρεσα να καταλάβω, και όσο το σκέφτομαι τόσο καταλήγω ότι ίσως δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, ποια ήταν η ιδεολογική προσέγγιση όσων μου επιτέθηκαν και ήταν έτοιμοι να... αυτοδικήσουν, απέναντι σε έναν άνθρωπο, σε έναν  πολίτη που το «έγκλημά» του ήταν ότι είχε βγει από τη Βουλή, την οποία, αν οι ίδιοι είχαν δύναμη, ισχυρότερη από την εξοπλισμένη Αστυνομία, εκείνη αλλά και πολλές άλλες νύχτες θα την είχαν πυρπολήσει και θα την είχαν ισοπεδώσει.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, άλλωστε, η πλατεία Συντάγματος, πέρα από χώρος δικαιολογημένης διαμαρτυρίας πληττόμενων ανθρώπων, είχε γίνει το «στέκι» ενός αλλοπρόσαλλου συνονθυλεύματος που το μόνο που το ένωνε ήταν, κυρίως, το βίαιο πάθος κατά των κοινοβουλευτικών θεσμών, όπως μαρτυρεί το ανιστόρητο κεντρικό πανό που, επειδή έκανε ρίμα με το «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία», ισχυριζόταν ότι «η χούντα δεν τελείωσε το ΄73»!
Ενδεδυμένοι τον μανδύα του «αγανακτισμένου» και σε απόσταση λίγων μέτρων συγχρωτίζονταν, επί μήνες, «μπαχαλάκηδες» και «χρυσαυγίτες», «χουντικοί» και αριστεριστές, μισαλλόδοξοι ιερωμένοι και ακραίοι κήρυκες της εμφύλιας διαμάχης. Ποιος, αλήθεια, από όσους επαίνεσαν την πράξη του πιο γνωστού αυτόχειρα της τελευταίας περιόδου που αυτοπυροβολήθηκε στην πλατεία Συντάγματος, διάβασε επιμελώς το κείμενο που άφησε και στο οποίο… υμνούσε τη χρήση των “καλάσνικοφ”;  
Βεβαίως, η καταστροφική βία που ζήσαμε την τελευταία διετία δεν μπορεί να αποδοθεί μόνον στις ακραίες μειοψηφίες που είχαν «στρατοπεδεύσει» στο Σύνταγμα, απειλούσαν συλλήβδην τους πολιτικούς με κρεμάλες, μούντζωναν και κραύγαζαν «να καεί, να καεί το μπουρδέλο η Βουλή». Εξίσου, υπεύθυνοι είναι και πολλοί άλλοι από την πολιτική και την ενημέρωση που παρείχαν κάλυψη και «έκλειναν το μάτι» στα άκρα της «πλατείας», αποκαλώντας τις ανά την Ελλάδα, οργανωμένες, στην πλειονότητά τους, βιαιοπραγίες κατά στελεχών του ΠΑΣΟΚ «λαϊκή οργή».
Είδα με τα μάτια μου γνωστό συνδικαλιστή του εκπαιδευτικού, μάλιστα, χώρου, να εκτοξεύει με ντουντούκα υβριστικά συνθήματα κατά του τότε πρωθυπουργού σε συγκέντρωση. Άκουσα με τα αυτιά μου βουλευτή της ΝΔ από όμορη περιοχή με τη Θεσπρωτία να εκφράζεται με μίσος και να εκστομίζει ακραίους χαρακτηρισμούς, όπως «δοσίλογοι», για τα κυβερνητικά στελέχη, για τα οποία ο ίδιος έδωσε λίγες εβδομάδες αργότερα ψήφο εμπιστοσύνης και ενέκρινε μαζί τους τα επόμενα «μνημόνια».
Ποιος, εξάλλου, ξεχνά τη στάση που τήρησαν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου στη βίαιη ματαίωση της παρέλασης της 28ης Οκτωβρίου στη Θεσσαλονίκη; Το «Παπούλια, προδότη παραιτήσου», που εξόργισε τον αντιστασιακό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, μπορεί ενδεχομένως να ακούστηκε από χείλη επίγονων του δοσιλογισμού, πλην, όμως, τη «νομιμοποίησή» του τη βρήκε όχι μόνον από εκείνους που συμμετείχαν στην ανόσια αυτή εκδήλωση, αλλά και από όλους όσοι δεν βρήκαν κατηγορηματικά λόγια καταδίκης για το σύνολο των ακροτήτων.
Γι΄ αυτό και νομίζω ότι έχει μεγάλη δόση υποκρισίας η… ιερή οργή ορισμένων από όσους αντιδρούν στις φασιστικές προκλήσεις των «χρυσαυγιτών», που πιστεύω ότι βρήκαν έδαφος στην απώλεια του μέτρου στην πολιτική αντιπαράθεση που τη βλέπουμε έκδηλη (και) ενόψει της επικείμενης εκλογικής αναμέτρησης. Όσοι, άλλωστε, ενστερνίζονται το  μαρξιστικό “τσιτάτο” ότι «η βία είναι μαμή της ιστορίας», ας έχουν υπόψη τους και τις… τερατογεννήσεις, στις οποίες, σύμφωνα με τη λαϊκή θυμοσοφία, οδηγούν τους τοκετούς οι πολλές καβγαδίζουσες μαμές.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com/.

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Με εξάρσεις βίας και χάους δεν «ξορκίζεται» η κρίση


Ο θυμός, η διαμαρτυρία, ακόμη και η ανάγκη για εκτόνωση από την ασφυκτική πίεση, την οποία αισθάνεται η ελληνική κοινωνία, που επί δεκαετίες είχε «εκπαιδευθεί» με εντελώς διαφορετικό τρόπο από εκείνον με τον οποίο καλείται να πορευθεί εφεξής, δικαιολογούνται. Δικαιολογημένη, επίσης, ως ένα βαθμό, μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να θεωρηθεί και η εκδήλωση ασυνήθιστων μορφών αντίδρασης από εκείνους που πλήττονται βάναυσα από την κρίση.
Πίσω, ωστόσο, από τα πρόσφατα θλιβερά έκτροπα, είτε αυτά αφορούν τις προ ημερών συγκρούσεις διαδηλωτών στην πλατεία Συντάγματος, που επεκτάθηκαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, είτε το αποκορύφωμα των ανεξέλεγκτων αντιδράσεων, με τη διακοπή των παρελάσεων κατά την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, ελλοχεύουν πολύ σοβαροί κίνδυνοι για την κοινωνική συνοχή και τη δημοκρατική ομαλότητα.
Οι δυνάμεις της βίας, του χάους και του μηδενισμού που έχουν απελευθερωθεί, βρίσκουν, δυστυχώς, πρόσφορο έδαφος για να προωθήσουν ιδέες και πρακτικές, τι οποίες είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα της κοινωνίας, παρόλο που παρακολουθεί απαθής και αμήχανη τα τεκταινόμενα, απεύχεται να ζήσει τις συνέπειες της πλήρους εφαρμογής τους.  
Η ανομία, η αμαύρωση εθνικών επετείων, η ισοπέδωση θεσμών, η καταστροφική μανία εναντίον δημόσιας, αλλά και ιδιωτικής περιουσίας, η ποδοπάτηση συμβόλων, τα υβριστικά συνθήματα και –γιατί όχι;- οι υπερβολικές και διαστρεβλωτικές αναφορές από πολιτικά πρόσωπα, όπως και από μέσα ενημέρωσης που εκπροσωπούν συγκεκριμένα συμφέροντα, στις διαστάσεις των προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε, σε τίποτε δεν εξυπηρετούν τους αδυνάτους της κοινωνίας μας, στο όνομα των οποίων υποτίθεται ότι εξεγείρονται πολλοί από τους διαμαρτυρόμενους που ανήκουν στην τάξη των βολεμένων.    
Αποτελεί κανόνα απαράβατο πως με την επικράτηση κοινωνικών συνθηκών «ζούγκλας», οι πρώτοι οι οποίοι θίγονται είναι οι αδύναμοι που γίνονται βορά στους ισχυρούς, οι οποίοι έχουν τρόπους να προστατεύουν τα δικά τους «κεκτημένα». Οι δημοκρατικές συνθήκες είναι οι μόνες που επιτρέπουν στους πολλούς να εκφράσουν τη βούλησή τους και, με την συλλογική ή την ατομική  δράση τους, να απαιτήσουν και να επιβάλλουν καλύτερες συνθήκες ζωής.
Η παγκόσμια, αλλά και η ελληνική, ιστορία βρίθουν από επεισόδια επικράτησης αυταρχικών λύσεων από δυναμικές μειοψηφίες, οι οποίες, σχεδόν πάντα, ήρθαν ως επιστέγασμα παρατεταμένων καταστάσεων πολιτικής και κοινωνικής αστάθειας, κατά τις οποίες οι θιασώτες του αυταρχισμού και της βίας, εκμεταλλευόμενοι, κατ΄ εξοχήν,  τις οικονομικές δυσκολίες, είχαν πάρει το «πάνω χέρι», εμφανιζόμενοι ως δήθεν υπερασπιστές των συμφερόντων του λαού.  
Η άνοδος του ναζισμού και του φασισμού μετά τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την οικονομική κρίση του 1929, ο ελληνικός εμφύλιος που ακολούθησε με το τέλος του δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα Δεκεμβριανά και την αποτυχία εφαρμογής της συμφωνίας της Βάρκιζας –για την οποία η σημερινή ηγεσία της Αριστεράς δυσπιστεί (!) αν έπρεπε να είχαν κατατεθεί τα όπλα και αν καλώς ή κακώς δεν ενταχθήκαμε στον ανατολικό συνασπισμό-, όπως και οι κραυγές «δεν βρίσκεται ένας λοχίας» της περιόδου πριν από το 1967, είναι μόνον μερικά κραυγαλέα παραδείγματα.
Δεν υιοθετώ, ούτε κατά κεραία, τις ανοησίες που γράφηκαν αυτές τις μέρες σε μια γερμανική εφημερίδα για δήθεν κίνδυνο μιας νέας δικτατορίας στην Ελλάδα, γιατί η χώρα μας είναι πλέον μια ανοικτή ευρωπαϊκή κοινωνία που, παρόλα τα τρωτά και τα στραβά και τα ανάποδα που συμβαίνουν στο εσωτερικό της, δεν μπορεί να ποδηγετηθεί και να αποδεχθεί αυταρχικές λύσεις, όπως αυτές ίσως που έχουν κατά νου οι μειοψηφίες που φωνάζουν «Παπούλια, προδότη» (!) και θέλουν «κρεμάλες για όλους τους πολιτικούς», με μόνο στόχο, φυσικά, να πάρουν οι ίδιοι τα ηνία.
Δεν μπορώ, όμως, να κρύψω, την ανησυχία που ένοιωσα παρακολουθώντας τις εξελίξεις στην παρέλαση της Θεσσαλονίκης, αλλά και τη συνέχεια τους, όταν εκπρόσωποι πολιτικών δυνάμεων δεν εύρισκαν λόγια για την αυθωρεί και παραχρήμα καταδίκη της επίθεσης κατά του Προέδρου της Δημοκρατίας ή άλλοι που έστρεφαν τα πυρά τους κατά της –σοφής, κατά τη γνώμη μου- απόφασης να μην επέμβει η Αστυνομία, επέμβαση που, αν είχε γίνει, θα αποτελούσε τη θρυαλλίδα για να μετατραπεί ολόκληρη η χώρα σε «Γης μαδιάμ», όπως ακριβώς επιδιώκουν οι δυνάμεις του αυταρχισμού και του χάους.       
Εκείνο το οποίο, νομίζω, ότι έχει περισσότερο ανάγκη τούτες τις δύσκολες ώρες η κοινωνία μας είναι η περίσκεψη, η ψυχραιμία και η αυτοσυγκράτηση στη δράση τόσο των συλλογικών οντοτήτων, όσο και ενός εκάστου εξ ημών. Με τις ακραίες εκδηλώσεις, τα ξεσπάσματα βίας, τις καταστροφές δεν «ξορκίζεται» η οικονομική κρίση. 
Καθώς βρισκόμαστε στο σκοτεινό και δύσβατο τούνελ της παρατεταμένης κρίσης, το χειρότερο που μπορεί να μας συμβεί είναι να ξεσπάσουμε πάνω στον συρμό που αγκομαχώντας παλεύει να μας βγάλει στο επόμενο ξέφωτο.  Το μόνο που επιτυγχάνουμε με τέτοιες ενέργειες είναι να παρατείνουμε την καθήλωση, στην οποία μας οδήγησαν χρόνιες παθογένειες.  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

Δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον πλανήτη

                «Ξέρεις η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, αλλά αρκετά μεγαλύτερη από την πλατεία που εσύ βλέπεις να επικρατεί πολεμική ατμόσφαιρα.», απάντησε, με το βρετανικό φλέγμα που τον χαρακτηρίζει, επισκέπτης της χώρας μας που δέχθηκε αγωνιώδες τηλεφώνημα από φίλο του στο εξωτερικό, την περασμένη Τετάρτη, όταν όλα τα ξένα ειδησεογραφικά τηλεοπτικά δίκτυα ήταν σε απευθείας σύνδεση με την Αθήνα και μετέδιδαν σκηνές από τη «φλεγόμενη» Πλατεία Συντάγματος.
   Παρακολουθώντας από επαγγελματική υποχρέωση σε καθημερινή βάση τα αναγραφόμενα και αναμεταδιδόμενα για τη χώρα μας στα διεθνή μέσα, δεν βρίσκω άλλη περίοδο της ιστορίας μας που να έχουμε βρεθεί, τόσο πολύ και για τόσο μεγάλη διάρκεια, στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Συνάδελφός μου που είχε εκπονήσει μελέτη για την παρουσία της Ελλάδας στα διεθνή μέσα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80, μου εξηγούσε πόσο σπάνιες ήταν οι αναφορές που μπόρεσε να εντοπίσει, σε βαθμό που σου έδινε την εντύπωση ότι είμαστε για εκείνους από αδιάφοροι έως... ανύπαρκτοι.

   Το δυστύχημα, όμως, είναι ότι τώρα που έχουμε γίνει το επίκεντρο, η πλειονότητα των -ων ουκ έστιν αριθμός- δημοσιευμάτων που αναφέρονται στη χώρα μας, είναι, όπως εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς, αρνητικά και κάθε άλλο παρά τιμητικές είναι οι, σε αρκετές περιπτώσεις υπερβολικές και άδικες, αναφορές στη χώρα μας και στους πολίτες της.

   Σε πολλούς συμπατριώτες μας, αυτή η αρνητική δημοσιότητα ίσως να μη λέει και πολλά και γι΄ αυτό εμφανίζονται να αδιαφορούν για το πώς μας βλέπουν οι άλλοι. Καλυμμένοι πίσω από ιδεολογήματα του τύπου «είμαστε έθνος ανάδελφον» ή «όταν εμείς χτίζαμε Παρθενώνες, αυτοί έτρωγαν βαλανίδια», αδυνατούν να αντιληφθούν τη σημασία που έχει η διεθνής εικόνα της χώρας για την εσωτερική μας ευημερία.

   Όποιος έχει στοιχειώδη αίσθηση της παγκόσμιας ιστορίας, εύκολα αντιλαμβάνεται ότι οι εξωστρεφείς χώρες ήταν εκείνες που, στο διάβα των αιώνων, άκμασαν και οικονομικά και πολιτισμικά. Από την ελληνική αρχαιότητα ως τις μέρες μας τα παραδείγματα που το καταδεικνύουν είναι πάμπολλα.

   Αντιθέτως, οι κλειστές και φοβικές κοινωνίες, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τη γειτονική μας Αλβανία, το μόνο που πέτυχαν ήταν να συντηρούν την υπανάπτυξη και τη μιζέρια, που στην εποχή μας δεν μπορούν να γίνουν και δεν γίνονται ανεκτές, ιδίως σε μια χώρα που η μόνη «βαριά βιομηχανία» που διαθέτει ο τουρισμός.

   Όλα αυτά ισχύουν πολύ περισσότερο σήμερα που η παγκοσμιοποίηση, κυρίως στον τομέα της διακίνησης των πληροφοριών, έχει μετατρέψει τον πλανήτη, όπως λένε παραστατικά οι ειδικοί της επικοινωνίας, σε ένα «παγκόσμιο χωριό», στο οποίο σχεδόν τα πάντα μαθαίνονται και μαθαίνονται πολύ γρήγορα.

   Και όσο και αν μας κακοφαίνεται πολλές φορές από τις επανειλημμένες κακόβουλες αναφορές πουν συντηρούν στα μάτια των βόρειων εταίρων μας το στερεότυπο για τους «τεμπέληδες του νότου», ας έχουμε υπόψη μας ότι, τα περισσότερα τέτοια αρνητικά δημοσιεύματα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας στα ξένα μέσα ενημέρωσης, δεν είναι παρά αναδημοσιεύσεις από τον ελληνικό τύπο. 

   Πέρα από αυτό, όμως, παρατηρείται συχνά το φαινόμενο οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου μας να συμπεριφέρονται με απολύτως αντιφατικό τρόπο που δεν μπορεί να γίνει κατανοητός από τους εταίρους μας στο εξωτερικό. Πάρτε για παράδειγμα την πρόσφατη ψήφιση του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου στη Βουλή των Ελλήνων και τη στάση που τήρησαν όχι μόνον οι διαμαρτυρόμενοι πολίτες, αλλά και τα ελληνικά κόμματα.

   Από τους συντηρητικούς του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, που πίεσαν ασφυκτικά τον Πρόεδρο της ΝΔ Αντώνη Σαμαρά να συναινέσει, ως τους Οικολόγους Πράσινους που η ηγεσία τους στις Βρυξέλλες χαιρέτισαν την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης, την ίδια ώρα που οι ομοϊδεάτες τους στην Αθήνα ζητούσαν την καταψήφιση του Προγράμματος, οι ευρωπαϊκές πολιτικές οικογένειες, στις οποίες ανήκουν οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, προσέγγισαν το ζήτημα της οικονομικής «διάσωσης» της Ελλάδας με εντελώς διαφορετικό τρόπο από εκείνον με τον οποίον τοποθετούνταν τα περισσότερα κόμματα της εσωτερικής αντιπολίτευσης.

   Εκείνο, λοιπόν, που νομίζω ότι χρειάζεται να αντιληφθούμε -πολιτική τάξη και πολίτες- είναι ότι δεν είμαστε μόνοι μας σε αυτόν τον πλανήτη και η περιχαράκωση στην εθνική μας αυταρέσκεια, όχι μόνον δεν είναι αποδοτική, αλλά στο μόνο που οδηγεί είναι στην επιδείνωση της δυσμενούς θέσης στην οποία έχουμε βρεθεί.



  *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 15 Ιουνίου 2011

«Μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει η Πατρίδα για σένα...»

             Γνωστοί και φίλοι που ξέρουν την κοσμοθεωρία μου με ρωτούν αν συμμετέχω στις εκδηλώσεις των «Αγανακτισμένων» που με εμπορική λαγνεία προωθούν τα κατεστημένα μέσα ενημέρωσης. Όσοι δεν με γνωρίζουν καλά και έχουν, απλώς ακούσει, ότι συμμετείχα σε όλες τις κινητοποιήσεις κατά του μνημονίου, εκπλήσσονται αρχικώς με την αρνητική μου απάντηση στο ερώτημα αν πήγα στο Σύνταγμα.
 Οι καλοπροαίρετοι, ωστόσο, νομίζω ότι πείθονται από τα επιχειρήματά μου, ένα από τα οποία είναι ότι δεν θα μπορούσα να είμαι συμμέτοχος σε μια κινητοποίηση που εγκολπώθηκε από την πρώτη στιγμή ο «Άγιος» Καλαβρύτων, ο γνωστός Αμβρόσιος, που με εγκύκλιό του, η οποία είχε -παρακαλώ- δημοσιευτεί στο ΦΕΚ, έδινε οδηγίες στους ιερείς της Μητρόπολής του πως δεν θα αποδίδουν στο κράτος -που, κατά τα άλλα πληρώνει τους μισθούς τους- τους αναλογούντες φόρους από το «παγκάρι».
 Δεν συμμετέχω και δεν θα μπορούσα να συμμετάσχω σε εκδηλώσεις χωρίς συγκεκριμένα αιτήματα ή με νεφελώδεις γενικότητες του τύπου «να φύγει η τρόικα και το μνημόνιο», όταν έχω εδραία πεποίθηση ότι οι πρωτοβουλίες αυτού του είδους δεν οδηγούν στην κοινωνική πρόοδο, αλλά, αντιθέτως, συμβάλλουν στη διατήρηση της σημερινής κατάστασης, αν δεν την επιδεινώνουν κιόλας.
 Όπως, πιστεύω, η συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, έχω κι εγώ πολλούς λόγους για να αγανακτώ. Μόνον που, προφανώς, οι λόγοι αυτοί δεν είναι οι ίδιοι για τους οποίους εξεγείρονται οι «βολεμένοι» καλλιτέχνες, οι «καλοθρεμμένοι» ιερωμένοι και οι «επαγγελματίες» πολιτικοί που δηλώνουν αλληλέγγυοι με το -εισαγόμενο κι αυτό!- κίνημα των «Αγανακτισμένων».        
Αγανακτώ, για παράδειγμα, με την καφενόβια κριτική που διατυπώνεται από ανθρώπους που εξακολουθούν να ζουν στην εποχή του «δε βαριέσαι αδερφέ».
Αγανακτώ με τους κάθε λογής αποδεδειγμένους κλέφτες που φωνάζουν δυνατότερα από τους άλλους το «φέρτε πίσω τα κλεμμένα», αφήνοντας τους εαυτούς τους στο απυρόβλητο.
Αγανακτώ με κάθε είδους ανομία και, πολύ περισσότερο, με όσους δεν πληρώνουν τους φόρους τους και δεν ανταποκρίνονται στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους έναντι του κοινωνικού συνόλου.
Αγανακτώ με όσους δεν συνειδητοποιούν τους λόγους για τους οποίους φθάσαμε εδώ που φθάσαμε, συνειδητοποίηση που αποτελεί την εκ των ων ου άνευ προϋπόθεση για να αναζητήσουμε την διέξοδο.
Αγανακτώ με όσους δεν δείχνουν την παραμικρή διάθεση να ξεβολευτούν από «κεκτημένα» που δεν ανταποκρίνονται στην ατομική τους προσφορά και ευθύνη.
Αγανακτώ με όσους θεωρούν ότι για όλα όσα υφιστάμεθα εδώ και πάνω από ένα χρόνο φταίνε άλλοι, οι ξένοι που κακώς μας δάνειζαν και άρα εμείς τώρα δεν πρέπει να ξεπληρώσουμε τα δανεικά.
Αγανακτώ με τις θεωρίες συνωμοσίας που θέλουν να είναι «όλα στημένα», επειδή, έτσι, βολεύει τον εθνικό μας «αυτισμό» που δεν μας αφήνει να δούμε πως εξελίσσεται το παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Αγανακτώ με τους ολοφυρόμενους τηλεαστέρες που επιδίδονται σε «ιερεμιάδες» κατά των φορολογικών επιβαρύνσεων που επιβάλλονται και αδιαφορούν για το μείζον ζήτημα της ανεργίας.
Αγανακτώ με τους δήθεν πατριώτες που έτρεξαν να αποσύρουν τα λεφτά τους από τις τράπεζες και να στείλουν -όσοι μπόρεσαν- στο εξωτερικό.
Αγανακτώ με όσους στρέφονται συλλήβδην κατά της Βουλής και του συνόλου της πολιτικής, αγνοώντας ότι η λύση δεν μπορεί παρά να έρθει από εκεί και από πουθενά αλλού.
Αγανακτώ με τους επίορκους δημόσιους λειτουργούς, τους αργόμισθους και τους φυγόπονους, αλλά και με όσους τους καλύπτουν, εξασφαλίζοντας τους ατιμωρησία.
Αγανακτώ με τους πολιτικούς της απραξίας και της αδράνειας που επιδίδονται σε σχολιασμό της κατάστασης και χαϊδεύουν αυτιά για ψηφοθηρικούς λόγους.
Για όλα αυτά -και ακόμη περισσότερα που δε χωράει η στήλη να τα απαριθμήσω- θα μπορούσα να κατασκηνώσω κι εγώ στο Σύνταγμα και παρέα με τον κ. Αμβρόσιο -το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, αλήθεια, πως δεν το επιστράτευσε, όπως τότε με τις ταυτότητες;-, τον Κωνσταντίνο Γλύξμπουργκ -που είναι κι αυτός «Αγανακτισμένος», επειδή ίσως του τελειώνουν τα δισ. που του πληρώσαμε προ ολίγων ετών για το Τατόι-, τον Αλέξη Τσίπρα και όποιον άλλο.
Με μια επιπλέον προϋπόθεση: να καλέσουμε όλους τους Έλληνες να ενστερνιστούν τη ρήση του Αμερικανού Προέδρου Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι «μη ρωτάς τι μπορεί να κάνει για σένα η Πατρίδα, ρώτα τι μπορείς εσύ να κάνεις για την Πατρίδα». 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.