Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανεργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ανεργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2012

«Τις πταίει» για την εμπλοκή;

Κάτι πάει πολύ στραβά με την περίφημη διαπραγμάτευση που υποτίθεται ότι γίνεται εδώ και μήνες ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και την τρόικα. Δεκάδες φορές το τελευταίο διάστημα ακούσαμε από επίσημα χείλη την επωδό ότι «το πακέτο κλείνει», αλλά αυτό εξακολουθεί να παραμένει… «ορθάνοιχτο».
Το ένα μετά το άλλο τα «ορόσημα» που έχουν τεθεί –μια η συνεδρίαση του Eurogroup, την άλλη η επίσκεψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ και την παράλληλη η Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής αυτής της εβδομάδας- ξεπερνιούνται και στον ορίζοντα δεν διαφαίνεται λύση για το δράμα που προκαλεί η επιδεινούμενη ημέρα με την ημέρα ύφεση που τρώει τα σωθικά της οικονομίας και της κοινωνίας.
Το δημόσιο ίσα που καταβάλει τσίμα-τσίμα τους μισθούς των δημόσιων υπαλλήλων και τις συντάξεις, ενώ η πραγματική οικονομία στενάζει από την έλλειψη ρευστότητας, καθώς σχεδόν κανείς προμηθευτής του δημοσίου δεν πληρώνεται, προκαλώντας μια μεταδοτική ασφυξία που δοκιμάζει και τις υγιείς επιχειρήσεις.
Το χιλιοειπωμένο «φως στο βάθος του τούνελ», που επανέλαβε ως και η κυρία Μέρκελ, μοιάζει να… σβήνει τις τελευταίες μέρες, αφού, όπως αποδεικνύεται, σε όλα τα «μέτωπα» -Δημόσια Διοίκηση, Υγεία, Εργασιακά, Ασφαλιστικά- υπάρχουν ανοιχτά ζητήματα για τα οποία οι εκπρόσωποι των δανειστών πιέζουν ασφυκτικά και ζητούν όλο και περισσότερα.
Αβίαστα, νομίζω, προκύπτει, το ερώτημα «τις πταίει» για τις επανειλημμένες αναβολές στην οριστικοποίηση της συμφωνίας με την τρόικα, που οι εταίροι μας έχουν αναγάγει σε απόλυτο προαπαιτούμενο για την εκταμίευση της δόσης – «ανάσας» για την ελληνική οικονομία.
Είναι, άραγε, γενεσιουργός αιτία της εμπλοκής η αλαζονεία των «τροϊκανών» που, ενθαρρυμένοι, ίσως, από το γεγονός ότι οι τελευταίες κινητοποιήσεις δεν έδειξαν να έχουν την ορμή παλαιότερων, τα «θέλουν όλα» και αδιαφορούν για τις μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις που θα προκληθούν στις διαθέσεις της ελληνικής κοινωνίας;
Ή μήπως για την ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί ευθύνεται η κυβέρνηση που αρνήθηκε την πρόταση για δημιουργία εθνικής διαπραγματευτικής ομάδας, έριξε το βάρος της στην περίφημη «πολιτική λύση» και πόνταρε μονομερώς στην αποκαλούμενη «ενίσχυση της αξιοπιστίας της χώρας» που, ενδεχομένως, έστειλε στην άλλη πλευρά το λάθος μήνυμα ότι μπορεί να γίνουν δεκτά τα πάντα;
Όπως και να έχει, αυτό που πρέπει να γίνει σαφές σε αυτή την κρίσιμη ώρα είναι ότι η κατάσταση, ως έχει, δεν πάει άλλο. Η ανασφάλεια των δημοσίων υπάλληλων έχει παραλύσει τη χώρα. Η αγωνία των συνταξιούχων –που, μην ξεχνάμε, είναι αυτοί που έδωσαν τη νίκη στον υφιστάμενο κυβερνητικό συνασπισμό- έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Οι επιχειρηματίες είναι σε απόγνωση. Όσο για τους νέους και τους πολυπληθείς ανέργους, αυτοί έχουν προ πολλού χάσει κάθε ελπίδα.
Σε κάθε περίπτωση, η κυβέρνηση χάνει πολύτιμο πολιτικό χρόνο, από τον ελάχιστο που, ούτως ή άλλως, διέθετε και η ζημιά που κινδυνεύει να υποστεί μπορεί να αποβεί ανήκεστος, ανεξαρτήτως ποια θα είναι, εν τέλει, η κατάληξη των διαπραγματεύσεων, εφόσον αυτές παραταθούν επί μακρόν.
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 9 Οκτωβρίου 2012

Οι «σωτήρες», οι λίστες και οι αυταπάτες

«Μπορείτε να μου πείτε εσείς γιατί δεν παίρνουμε τα 600 δισεκατομμύρια που μας δίνουν οι ομογενείς για να ξεχρεώσουμε;». Το ερώτημα διατυπωμένο, στο περιστύλιο της Βουλής, από τα χείλη βουλευτή της ελάσσονος αντιπολίτευσης, ξάφνιασε τη μικρή ομήγυρη δημοσιογράφων που… συνελήφθη αδιάβαστη.
Η αρχική απορία των εκπροσώπων του Τύπου, ένας από τους οποίους ήταν και ο γράφων, έγινε καγχασμός, όταν ο βουλευτής μας κατελόγισε συνυπευθυνότητα, επειδή «κρύβουμε το θέμα» με τους Ελληνοαμερικανούς που είχαν συγκεντρώσει το ποσό, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, ξεπερνάει πολλές φορές την περιουσία του πλουσιότερου Αμερικανού Μπιλ Γκέιτζ. Μας υποσχέθηκε να μας στείλει το βίντεο με τη συνέντευξη που είχαν δώσει σε κανάλι της Κρήτης οι… διαμαρτυρόμενοι ομογενείς επειδή το ελληνικό κράτος δεν δέχεται τη… δωρεά τους.
Το βίντεο τελικώς δεν μας εστάλη, ίσως επειδή ο συγκεκριμένος «υπερπατριώτης» βουλευτής είχε άλλες απασχολήσεις. Τις αμέσως επόμενες ημέρες έπρεπε να ρίξει το βάρος του σε ένα άλλο θέμα, το οποίο, αυτή τη φορά, δεν έκρυψε ένας… «κακός» δημοσιογράφος, ο οποίος έγραψε ότι ο εν λόγω «εθνοπατέρας» και η οικογένεια του ήταν μεταξύ εκείνων που κατά τα δύο προηγούμενα χρόνια είχαν βγάλει μέρος από τις καταθέσεις τους στο εξωτερικό.
Ο βουλευτής ισχυρίστηκε ότι τα λεφτά ήταν νόμιμα, καθώς προέρχονταν από πώληση ακινήτων και πήγαν στο εξωτερικό γιατί επρόκειτο να έχει εκεί μέλος της οικογένειας του κάποια επαγγελματική δραστηριότητα. Η δουλειά, βεβαίως, δεν έγινε, αλλά τα χρήματα έμειναν έξω και ο «πούρος» πατριώτης υποσχέθηκε ότι θα τα φέρει πίσω. Δεν το έχει κάνει ακόμη, επειδή, προφανώς, δεν έχει ξεκαθαρίσει το δίλημμα «ευρώ ή δραχμή» (ή, λέτε, μήπως περίμενε να έρθουν πρώτα τα… δολάρια των ομογενών;).  
Το «φιάσκο» με τα δισεκατομμύρια των εξ Αμερικής «σωτήρων» που θα απάλλασσαν, δήθεν, την Ελλάδα, αλλά και την Κύπρο από το σύνολο των χρεών τους, είναι πλέον γνωστό. Στο «παραμύθι», πάντως, που ξεκίνησε από το διαδίκτυο και ορισμένα περιθωριακά μέσα ενημέρωσης, «τσίμπησαν» (από αφέλεια ή και σκοπιμότητες;) και ορισμένοι, κατά τεκμήριο, σοβαροί άνθρωποι. Μεταξύ τους και υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ, με διδακτική, μάλιστα, εμπειρία σε αμερικανικό πανεπιστήμιο και ειδίκευση στα θέματα της περίφημης ΑΟΖ, που έχει αναδειχθεί σε μια ακόμη εναλλακτική πηγή για τη… «σωτηρία» μας.
Όλα αυτά θα ήταν απλές γραφικότητες, αν δεν συνέβαλαν αποφασιστικά στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ένα μεγάλο μέρος της οποίας είναι, δυστυχώς, έτοιμο να πιστέψει ο,τιδήποτε δείχνει τον εύκολο δρόμο της επιστροφής στην Ελλάδα της κραιπάλης με δανεικά. Βλέπετε, υπάρχουν πολλοί ανάμεσά μας που πιστεύουν ότι δεν ζούμε παρά έναν «εφιάλτη» από τον οποίο θα ξυπνήσουμε και δια μιας θα εξαφανιστούν οι συνέπειες της εξάχρονης ύφεσης που μας ταλανίζουν.
Πριν από τους «θείους από το Σικάγο» με τον πακτωλό των δολαρίων, ήταν ο Πούτιν ή και οι Κινέζοι που, υποτίθεται ότι, μας δάνειζαν, αλλά εμείς δεν τα παίρναμε γιατί, τάχατες, ήταν -κατά τη γνωστή συνωμοσιολογική θεωρία, που τείνει να γίνει εδραία πεποίθηση σε αρκετό κόσμο- «προαποφασισμένο να μπούμε στο μνημόνιο».    
 Αντίστοιχης βαρύτητας είναι, εξάλλου, και η συζήτηση που (ξανα-)άνοιξε τελευταία γύρω από διαφόρων μορφών «λίστες» που κυκλοφορούν και αφορούν είτε σε φοροφυγάδες είτε σε μεγαλοκαταθέτες που μετέφεραν, όπως ο βουλευτής που προαναφέραμε, χρήματα στο εξωτερικό, καθώς και σε πολιτικούς που καταγγέλλονται ότι πλούτισαν παράνομα και τους γίνεται έλεγχος από το ΣΔΟΕ.
Κακώς, κάκιστα, υπήρξε η χρόνια αβελτηρία ελέγχου και πάταξης όλων αυτών των φαινομένων που μαρτυρούν τη διάλυση που συνεχίζει να επικρατεί στους ελεγκτικούς μηχανισμούς της Πολιτείας. Και είναι, αναμφίβολα, εκτεθειμένο το τμήμα εκείνο του πολιτικού κόσμου που χειρίστηκε ή χειρίζεται τέτοια ζητήματα, χωρίς να φροντίζει να υπάρξει ταχεία διερεύνηση και διαλεύκανση του συνόλου των υποθέσεων, ώστε να εμπεδωθεί το αίσθημα της δίκαιης κατανομής των βαρών στη δοκιμαζόμενη κοινωνία.
Ας μην αυταπατώμεθα, όμως. Τα δημόσια έσοδα, σίγουρα, μπορεί να βελτιωθούν από την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων. Όπως, άλλωστε, συμβαίνει σε όλες τις σοβαρές χώρες του κόσμου, στις οποίες παρατηρούνται μεν φαινόμενα φοροδιαφυγής και φοροκλοπής, όπως και ξεπλύματος χρήματος ή και παράνομου πλουτισμού από ισχυρούς, αλλά δεν είναι στην έκταση που τα συναντά κανείς στη χώρα μας, εξαιτίας του διαχρονικού καθεστώτος της ατιμωρησίας.
Οι σοβαροί μελετητές του ελληνικού οικονομικού προβλήματος υποστηρίζουν με επιχειρήματα πως ακόμη και αν περιοριζόταν στα διεθνή επίπεδα η φοροδιαφυγή στην Ελλάδα, αυτό που μπορούσε να γίνει είναι να μετριαστούν οι περικοπές των δημοσίων δαπανών ή οι ανάγκες μας για δανειακά. Βεβαίως, δεν είναι κάτι επουσιώδες. Δεν συνιστά, όμως, και «πανάκεια» . Χωρίς αύξηση της παραγωγικότητας και νέες επενδύσεις για την τόνωση της εγχώριας παραγωγής, κανένας «θείος από το Σικάγο» και καμία «λίστα» δεν θα αλλάξει τη σημερινή δυσμενή πραγματικότητα της ύφεσης και της ανεργίας.
tziovaras@protothema.gr

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Εκατό μέρες… ακατάσχετης «μετρολογίας»

Καθώς συμπληρώθηκαν οι πρώτες εκατό μέρες του τρικομματικού κυβερνητικού συνασπισμού, θα είχε, νομίζω, μεγάλο ενδιαφέρον ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς να ζητούσε από τους σαράντα και… βάλε υπουργούς και υφυπουργούς που διόρισε τον περασμένο Ιούνιο να του στείλουν σε μια σελίδα χαρτιού έναν συνοπτικό απολογισμό τι έκανε ο καθένας τους όλο αυτό το διάστημα.
Φοβάμαι ότι οι περισσότεροι δεν θα ήταν σε θέση να συντάξουν ένα τέτοιο χαρτί, εκτός και αν το γέμιζαν με αφόρητες γενικότητες για μελέτη θεμάτων του τομέα τους ή ανούσιες τυπικότητες για οργάνωση των γραφείων τους και… συντονισμό των υπηρεσιών στις οποίες προΐστανται. Εν ολίγοις, με το απόλυτο τίποτε.
Άκουσε κανείς, για παράδειγμα, τί έκανε αυτές τις εκατό μέρες το υπουργείο Μακεδονίας – Θράκης που να δικαιολογεί την απόφαση επανασύστασης του; Έμαθε κανένα νέο από το υπουργείο Εσωτερικών; Πληροφορήθηκε κάποια πρωτοβουλία από το υπουργείο Περιβάλλοντος;  Ανακοινώθηκε η εκκίνηση ή, έστω, η επιτάχυνση ενός συγκεκριμένου έργου από το υπερυπουργείο Ανάπτυξης και Υποδομών; Αισθάνθηκε κάποιος αγρότης την αλλαγή ηγεσίας στο υπουργείο Γεωργίας;
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η κυβερνητική καθημερινότητα δεν περιέχει τίποτε περισσότερο από συζητήσεις επί συζητήσεων για το πακέτο των μέτρων, το οποίο, όμως, δεν μπορεί να αποτελεί «άλλοθι» για την απόλυτη απραξία που επικρατεί στα περισσότερα υπουργεία και στις συνδεδεμένες με αυτά δημόσιες υπηρεσίες, επιχειρήσεις και οργανισμούς.
Αυτό το πνεύμα απραξίας θυμίζει έντονα τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή, όταν τα τότε κυβερνητικά στελέχη επικαλούνταν τους Ολυμπιακούς Αγώνες για να μην κάνουν τίποτε. Ε, μετά αυτό φαίνεται ότι τους έγινε μόνιμη συνήθεια με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.  
Με εξαίρεση, άλλωστε, το οικονομικό επιτελείο και, άντε, τα υπουργεία Εργασίας και Υγείας, δεν είδαμε και κανένα άλλο υπουργείο είτε να συμβάλει στις διαπραγματεύσεις με την τρόικα είτε να προσπαθεί να περικόψει κάποια δαπάνη, έτσι ώστε να αποφευχθεί η «πεπατημένη» του σφαγιασμού μισθών, συντάξεων και επιδομάτων που, όπως όλα δείχνουν, περιλαμβάνει το περίφημο «πακέτο» που όλο «κλείνει» και όλο… μισάνοιχτο βρίσκεται.
Πολύ περισσότερο, όμως, είναι προσχηματική η «μετρολογία» που τείνει να γίνει… μονοαπασχόληση για την κυβερνητική λειτουργία, γιατί, λίγο ως πολύ, τα μέτρα που συζητούνται και ξανασυζητούνται όλο αυτό το διάστημα ήταν περίπου δεδομένα από την εποχή της κυβέρνησης του Λουκά Παπαδήμου, η οποία είχε εκπονήσει και σχετικό χρονοδιάγραμμα για την έναρξη της εφαρμογής τους από τον Ιούνιο.
Τότε, μάλιστα, ορισμένοι από τους σημερινούς κυβερνώντες είχαν αντιδράσει με… «ιερή αγανάκτηση» στην πρωτοβουλία εκείνου του κυβερνητικού επιτελείου να καταγράψει τις (μνημονιακές, κυρίως) υποχρεώσεις, τις οποίες τις έχουμε ακόμη μπροστά μας, επειδή, προφανώς τους χάλαγε την προεκλογική… μπουρδολογία για τα περίφημα «ισοδύναμα» που χάθηκαν στο δρόμο προς τις υπουργικές καρέκλες.
Αντιλαμβάνεται κανείς ότι ύψιστη προτεραιότητα της σημερινής κυβέρνησης αποτελεί η μάχη για την παραμονή της χώρας στο ευρώ και, εν γένει, στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όπως με κάθε ευκαιρία επισημαίνει ο κ. Σαμαράς. Ο στόχος αυτός, όμως, για να υπηρετηθεί, από την πλευρά μας, απαιτεί «πανστρατιά», στην οποία επικεφαλής δεν μπορεί παρά να είναι τα κυβερνητικά στελέχη.   
Η ακατάσχετη «μετρολογία», εξάλλου, προκαλεί  σημαντική ζημιά στην οικονομία και ευρύτερα στην ελληνική κοινωνία, καθώς εντείνει τα φαινόμενα παραλυσίας που επικρατεί σε όλο το εύρος της δημόσιας σφαίρας και συντηρεί την επενδυτική άπνοια, η οποία, με τη σειρά της, συμβάλει στο βάθεμα της ύφεσης και στην εκτίναξη της ανεργίας.
Γι΄ αυτό, κατά τη γνώμη μου, ο πρωθυπουργός και οι πολιτικοί αρχηγοί που στηρίζουν την κυβέρνηση, τώρα που «ο κόμπος έφτασε στο χτένι» και σε λίγες μέρες θα ψηφιστούν τα περιβόητα μέτρα, απαιτείται να λάβουν άμεσα την εξής πρωτοβουλία: να καθίσουν γύρω από το ίδιο τραπέζι, να καθορίσουν στόχους και προτεραιότητες για όλο εύρος της κυβερνητικής λειτουργίας και να… απαγορέψουν εφεξής την ενασχόληση με την… «μετρολογία».  Έτσι, ώστε να γίνει στις επόμενες εκατό ημέρες, αυτό που δεν έγινε στις πρώτες εκατό.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος (πολιτικός συντάκτης στο «Πρώτο Θέμα»), περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

Το «λυκόφως των ειδώλων» και η δύναμη του παραδείγματος


          Η σύλληψη, για χρέη προς το δημόσιο, του μακροβιότερου διευθυντή μεγάλης αθηναϊκής εφημερίδας και η αίτηση να υπαχθεί στο άρθρο 99 του Πτωχευτικού Κώδικα που υπέβαλε η επιχείρηση «Τυποεκδοτική», που ανήκει στην ιδιοκτησία του ΚΚΕ, συνιστούν, κατά την άποψή μου, την επιτομή της βαθιάς και πολύπλευρης κρίσης που μαστίζει τη χώρα. Κρίσης που, μεταξύ άλλων, στο διάβα της γκρεμίζει τοτέμ και απομυθοποιηθεί «είδωλα» μιας ολόκληρης εποχής.

          Όταν οδηγείται στο αυτόφωρο για οφειλή, έστω, λίγων χιλιάδων ευρώ μια «εμβληματική προσωπικότητα» της έντυπης ενημέρωσης και ένα από τα πλέον καλοπληρωμένα στελέχη του «μηντιακού» χώρου, ο οποίος γνώρισε μια πρωτοφανή εκτίναξη κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, η, από πολλές απόψεις, «αδιανόητη», μέχρι πρότινος, αυτή εξέλιξη, δεν μπορεί να αποδίδεται στη φτωχοποίηση που έφερε το «κακό μνημόνιο», όπως θέλουν οι ιδεολογικές δυνάμεις της ευκολίας.

Το ίδιο και η «περιπέτεια» της εκτυπωτικής επιχείρησης του ΚΚΕ, η οποία, ενώ πρωταγωνιστούσε, επί πολλά χρόνια, στον κλάδο της, υποχρεώνεται τώρα, όπως, άλλωστε, δεκάδες άλλες, μικρές και μεγάλες, εταιρίες, ανά την Ελλάδα, να καταφύγει στην προστατευτική ασπίδα του νόμου και να κάνει στάση πληρωμών, δεν μπορεί να ερμηνευθεί με το απλουστευτικό δίπολο «αντιμνημονιακοί» και «μνημονιακοί», με το οποίο επιχειρούν ορισμένοι να χωρίσουν την ελληνική κοινωνία.

Με την υπαγωγή της, άλλωστε, στο άρθρο 99, η εταιρία «Τυποεκδοτική» καλεί, επί της ουσίας, τους πιστωτές της να υπογράψουν ένα «μνημόνιο διάσωσης», που –τηρουμένων των αναλογιών- δεν διαφέρει από εκείνο που υποχρεώθηκε να συνάψει τον Μάιο του 2010 η ελληνική κυβέρνηση, όταν αδυνατούσε να αντλήσει νέα δάνεια για να αποπληρώσει παλαιά χρέη και να καλύψει άλλες υποχρεώσεις.

Το παραδέχεται, χωρίς πολλές περιστροφές, η ίδια η εταιρία, χαρακτηρίζοντας τη -δικαστικού χαρακτήρα- πρωτοβουλία της ως «έσχατο βήμα άμυνας, προκειμένου να ενισχυθούν οι προσπάθειες που κάνει για την εξυγίανσή της και εν τέλει τη διάσωσή της», όπως επί λέξει αναφέρεται στην ανακοίνωση που εξέδωσε και με την οποία υπόσχεται να έρθει σε συμφωνία με τους πιστωτές και να καταρτίσει πρόγραμμα εξυγίανσης με συγκεκριμένα μέτρα που, ωστόσο, δεν τα αναλύει.

«Η υπαγωγή της στη διαδικασία αυτή θα της επιτρέψει να συμφωνήσει με τους πιστωτές της (τράπεζες και προμηθευτές) σε ένα ρεαλιστικό πρόγραμμα ικανοποιήσεως των απαιτήσεών τους και να μπορέσει να εφαρμόσει το επιχειρηματικό σχέδιο που έχει καταστρώσει», προστίθεται στην ίδια ανακοίνωση της «Τυποεκδοτικής».

«Σε κάθε περίπτωση, η εταιρεία θα πάρει όλα τα απαραίτητα μέτρα προκειμένου να καταβληθούν τα δεδουλευμένα των εργαζομένων, να εξοφληθούν τα ασφαλιστικά ταμεία και να ικανοποιηθούν οι πιστωτές της», είναι η διαβεβαίωση που παρέχουν οι ιθύνοντες της εταιρίας, που είναι «επαγγελματικά» στελέχη του ΚΚΕ.

«Με το άνοιγμα της διαδικασίας εξυγίανσης η «Τυποεκδοτική» θα καταφέρει να αντιμετωπίσει με επιτυχία τη βάσιμη απειλή να βρεθεί προσεχώς στη δύσκολη θέση να μην μπορεί να εξοφλεί τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της και σημαντικό μέρος των λειτουργικών εξόδων της», καταλήγει η ανακοίνωση της εταιρίας.

Πιθανολογώ ότι μπορεί να υπάρχουν γύρω μας κάποιοι που επιχαίρουν γι΄ αυτό που συμβαίνει, κάνοντας, ενδεχομένως, συγκρίσεις με τη στάση που τηρούν οι ιδιοκτήτες της εν λόγω εταιρίας, όταν πρόκειται για άλλες επιχειρήσεις. Προσωπικά λυπούμαι βαθιά. Γιατί δεν είμαι από εκείνους που επιχαίρουν με το πάθημα κανενός. Πόσω μάλλον μιας επιχείρησης που δίνει δουλειά σε εκατοντάδες εργαζομένους, οι οποίοι, αν κλείσει, θα προστεθούν στις στρατιές των ανέργων που μέρα με τη μέρα αυξάνουν.

Με λυπεί, εξίσου, και με θλίβει η κράτηση ενός τέως διευθυντή εφημερίδας. Όχι μόνον ως προσωπική δοκιμασία ενός ανθρώπου που υπήρξε το «πρότυπο» για πολλούς από εμάς της νεότερης γενιάς των δημοσιογράφων. Αλλά, κυρίως, γιατί ανησυχώ πως με τον τρόπο που εκδηλώνεται αυτή η ισοπεδωτική κρίση, στο τέλος δεν θα υπάρξουν επαρκείς δυνάμεις για να παλέψουν υπέρ της απαραίτητης ανάταξης της ελληνικής κοινωνίας, που δεν μπορεί να αργήσει για πολύ ακόμη.

Πιστεύω, άλλωστε, ακράδαντα πως, σε αυτή τη διαδικασία της ανάταξης, συνθήκη εκ των ων ουκ άνευ αποτελεί η δύναμη του παραδείγματος. Χρειάζεται, δηλαδή, να υπάρχουν κόμματα που να αγωνίζονται κατά της ανεργίας, χωρίς τα ίδια να την τροφοδοτούν. Όπως χρειάζονται και δημοσιογράφοι που να στηλιτεύουν αξιόπιστα τη φοροδιαφυγή, χωρίς οι ίδιοι να έχουν τέτοιους «σκελετούς στη ντουλάπα» τους.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2011

«Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω…»

          «Η κρίση έπληξε και πλήττει καθημερινά εκατοντάδες επιχειρήσεις, άλλες κλείνουν, άλλες συρρικνώνονται. Ο “902” προσπαθεί να διατηρηθεί ζωντανός καταφεύγοντας σε απολύσεις, όχι για να σωθούν τα κέρδη κάποιων μετόχων –τέτοιοι ασφαλώς δεν υπάρχουν- αλλά για να συνεχίσει να προβάλλει τις θέσεις του ΚΚΕ και τους αγώνες των εργαζομένων, να αποκαλύπτει την ουσία της αντιλαϊκής πολιτικής».
          Ποιος μπορεί να διαφωνήσει με τις επισημάνσεις αυτές που προέρχονται από άρθρο που δημοσιεύτηκε προ ημερών (16/9) στον «Ριζοσπάστη» για να δικαιολογηθούν οι απολύσεις στις οποίες υποχρεώθηκε να κάνει το κόμμα στον ραδιοτηλεοπτικό του σταθμό, τον «902», ο οποίος, όπως σχεδόν το σύνολο των, ανά το πανελλήνιο, μέσων ενημέρωσης, έχει βρεθεί σε δυσχερή θέση;
«Ο οικονομικός αιμοδότης του σταθμού, το ΚΚΕ, έχει υποστεί μεγάλη συρρίκνωση των οικονομικών του. Η δυνατότητα χρηματοδότησης του σταθμού έχει μειωθεί δραστικά και το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί. Οι απολύσεις είναι αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης και όχι ομοιότητα του ΚΚΕ με την καπιταλιστική εργοδοσία», προσθέτει ο αρθρογράφος του «Ριζοσπάστη» που είναι κι ο ίδιος εργαζόμενος στον «902».
  Δεν μπορώ να διακρίνω που σταματούν, όπως λέει ο αρθρογράφος, οι ομοιότητες της δύσκολης κατάστασης, στην οποία περιήλθε ο «902», με την κρίση που χτύπησε τις άλλες επιχειρήσεις και ειδικά αυτές των μέσων ενημέρωσης, αλλά, με αυτή την αφορμή, μου δίνεται η ευκαιρία να διατυπώσω μια απορία που από καιρό έχω.
Πόσο, αλήθεια, αξιόπιστη μπορεί να είναι η οξύτατη κριτική που ασκούν όλοι αυτοί που εξακοντίζουν τα δηλητηριώδη βέλη τους αποκλειστικά και μόνο κατά της σημερινής κυβέρνησης ή και του λεγόμενου «δικομματισμού» για τη δυσχερή οικονομική θέση στην οποία έχει οδηγηθεί η χώρα;
Είναι πολύ εύκολο να εκτονώνεται κανείς και, ταυτοχρόνως, να ικανοποιεί το ακροατήριό του, χαϊδεύοντας τους τ΄ αυτιά, με το να καθυβρίζει τους «300» της σημερινής Βουλής ή έστω τους 250 εξ αυτών που τα κόμματα τους κυβέρνησαν τη χώρα. Χρήσιμο, όμως, θα ήταν, μετά την εκτόνωση, να μας υποδείκνυε και το «πρότυπο» που θα έπρεπε να είχαμε ακολουθήσει.
Έχω αναρωτηθεί, για παράδειγμα, πολλές φορές πόσο καλύτερα διαμορφώθηκαν τα πράγματα σε συνδικαλιστικές οργανώσεις ή σε αυτοδιοικητικές μονάδες που δεν ήταν πάντα προνομιακός χώρος των κομμάτων εξουσίας και τη διοίκησή τους, κατά καιρούς, την ανέλαβαν πρόσωπα από άλλους πολιτικούς χώρους. Με ειλικρινή λύπη, όμως, διαπιστώνω ότι, δυστυχώς, δεν τους κατέστησαν «οάσεις».  
Προφανώς και δεν απαλλάσσω τους κατά καιρούς κυβερνώντες από τις βαρύτατες ευθύνες που πρωτίστως εκείνοι φέρουν. Θέλω, όμως, να εστιάσω στη μονομέρεια της κριτικής που ασκείται. Και το κάνω όχι τόσο επειδή πιστεύω ότι είναι άδικη –το αντίθετο, ισχύει-, αλλά επειδή θεωρώ ότι είναι αναποτελεσματική και δεν οδηγεί σε σωστά συμπεράσματα, τέτοια που θα μπορούσαν να μας βγάλουν από την τρέχουσα γενικευμένη κρίση που διέρχεται η ελληνική κοινωνία.
Πιστεύω ότι είναι τουλάχιστον αποπροσανατολιστικό να ακούς από τα χείλη «χρυσοκάνθαρων» της τηλοψίας ή να διαβάζεις από τη γραφίδα τους κηρύγματα απαξίωσης των πολιτικών και υπόθαλψης των τραμπουκισμών και της ανομίας του «δεν πληρώνω», χωρίς την ίδια στιγμή ο λόγος τους να περιέχει ίχνος αυτοκριτικής για τους κρατικοδίαιτους γίγαντες με τα πήλινα πόδια που δημιουργήθηκαν την τελευταία εικοσαετία στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, στον οποίο διοχετεύθηκαν αρκετά από τα δανειακά με τα οποία επιβαρύνθηκε το ελληνικό δημόσιο.
Παρότι κι ο ίδιος προσωπικά επωφελήθηκα από αυτή την κατάσταση, εργαζόμενος, ωστόσο, σχεδόν αποκλειστικά στον ιδιωτικό τομέα και ποτέ αργόμισθος, δεν νοιώθω καμία δυσκολία να επαναλάβω τη φράση του Ιησού Χριστού: «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθο βαλέτω».
Διότι έχω την άποψη και την έχω επαναλάβει αρκετές φορές από τούτη τη στήλη πως αν δεν συνειδητοποιήσουμε τι πραγματικά μας έφερε εδώ που βρισκόμαστε, το μόνο που πετυχαίνουμε είναι να αυτοϊκανοποιούμαστε, επιμηκύνοντας την καθήλωσή μας.
 
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 13 Σεπτεμβρίου 2011

Και… Ρεχάγκελ να γίνει ο Σόιμπλε, το γκολ εμείς πρέπει να το βάλουμε

           Παραφράζοντας την παιγνιώδη και παροιμιώδη ρήση του Άγγλου ποδοσφαιριστή Γκάρι Λίνεκερ, σύμφωνα με την οποία «το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι στο οποίο 22 άνθρωποι κυνηγούν μια μπάλα και στο τέλος… κερδίζει η Γερμανία», στην τρέχουσα επικαιρότητα θα μπορούσε άνετα να ισχυριστεί κανείς ότι «η ευρωζώνη είναι μια νομισματική ένωση 17 χωρών που έγινε για… να κερδίζει η Γερμανία».
Το 2004, ωστόσο, που, από πολλές απόψεις, υπήρξε η χρονιά της εθνικής μας απογείωσης, η Ελλάδα… διέψευσε τον Λίνεκερ και βρέθηκε στην κορυφή της ποδοσφαιρικής Ευρώπης. Το μοναδικό αυτό επίτευγμα συνδέθηκε, τότε, από πολλούς με την παρουσία στον ελληνικό πάγκο ενός Γερμανού, του Όττο Ρεχάγκελ, ο οποίος με την πρωσική οργάνωση κατάφερε να αναδείξει το ταλέντο, να τιθασεύσει τον μεσογειακό ενθουσιασμό και να μετουσιώσει το πάθος των Ελλήνων παικτών για διάκριση σε νικηφόρο αποτέλεσμα.
Η υιοθέτηση του ευρώ και η συμμετοχή μας στην ευρωζώνη που, αναμφίβολα, συνέβαλαν τα μέγιστα στην οικονομική ανάπτυξη και στην –έστω δάνεια- ευημερία που γνώρισε η χώρα μας την προηγούμενη δεκαετία, με τη συνεχή άνοδο των πραγματικών εισοδημάτων της πλειονότητας του πληθυσμού, σήμερα μοιάζει να έχει μεταβληθεί σε ένα βρόχο στο λαιμό όλων μας που μας καθηλώνει και μας οδηγεί στην πιο βαθιά ύφεση που γνώρισε η ελληνική οικονομία σε ειρηνικές περιόδους.
Κακά τα ψέματα, όμως, δεν είναι το ευρώ που μας έφερε στην τωρινή δυσχερή θέση. Είναι, κυρίως, επειδή το «πάρτι» που ξεκίνησε μετά την εισαγωγή μας στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, συνεχίστηκε μετά το 2004, τη χρονιά ορόσημο που επιβαλλόταν να γίνουν οι διορθωτικές κινήσεις για να τιθασευτεί το δημόσιο χρέος που έχει επισωρευτεί από τους πολυδάπανους Ολυμπιακούς Αγώνες και να συγκρατηθούν τα ελλείμματα τόσο στη δημοσιονομική διαχείριση όσο, πολύ περισσότερο, στο εμπορικό ισοζύγιο της  χώρας, που επιδεινώνονταν χρόνο με το χρόνο. 
Δεν είμαι από εκείνους που θα ισχυριστούν ότι όλα τα δεινά που μας βρήκαν από το 2008 και ύστερα, είναι προϊόν μόνον της πολιτικής του «άσ΄ το γι΄ αργότερα» της καραμανλικής διακυβέρνησης. Τα προβλήματα στην ελληνική οικονομία έχουν βαθύτερες ρίζες και πιστεύω ότι η ιστορία, μαζί με τα πολλά θετικά που θα πιστώσει, θα επιμερίσει ευθύνες και στην προηγούμενη κατάσταση, για την ατολμία της να δώσει λύσεις σε προβλήματα όπως το ασφαλιστικό, ο υπερδανεισμός των ΔΕΚΟ, αλλά και για τη στόχευση της μισθολογικής σύγκλισης με την υπόλοιπη Ευρώπη, από την οποία μας χώριζαν χάσματα παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας.
Όλα αυτά, βεβαίως, επιδεινώθηκαν τη «μοιραία πενταετία 2004-2009» , για να δανειστώ τον τίτλο σχετικού βιβλίου του καθηγητή Γιάννη Βούλγαρη, που περιγράφει την «πολιτική της αδράνειας», η οποία, κατά τη δική μου προαίρεση, έφθασε μέχρι του σημείου να μετατρέψει σε κεντρικά προεκλογικά συνθήματα, αλλά, κυρίως, σε μετεκλογικές πολιτικές την κατάργηση του ΣΔΟΕ και του ΛΑΦΚΑ, τη μονιμοποίηση όλων των συμβασιούχων, την καθιέρωση της συνέντευξης για την πρόσληψη στο δημόσιο και τα «ρουσφέτια» των stage.
Όταν η εγχώρια διακυβέρνηση είχε αυτού του είδους τα προτάγματα, η γερμανική πολιτική τάξη εκμεταλλευόταν στο έπακρο τα θετικά του ευρώ και έπαιρνε έγκαιρα –ήδη από την εποχή που ήταν καγκελάριος ο Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος εφάρμοσε την περίφημη «Ατζέντα 2010», όπως έχει επισημανθεί και Πάλι από αυτή τη στήλη- μέτρα για την ανάταξη της δικής τους οικονομίας, με στόχο την καταπολέμηση της ανεργίας.
Τους καρπούς αυτών των μέτρων, αλλά κυρίως της έγκαιρης προετοιμασίας της για το μέλλον, απολαμβάνει σήμερα η Γερμανία, η οποία, εξ ου, ακόμη και σε αυτή την δύσκολη φάση που η ευρωζώνη κλυδωνίζεται, αποκομίζει οφέλη, αφού δανείζεται φθηνότερα, καθώς τα ομόλογα που εκδίδει το γερμανικό δημόσιο θεωρούνται τα πλέον ασφαλή, αποκτώντας, έτσι, πλεονέκτημα έναντι των εταίρων και ανταγωνιστών της.
Γι΄ αυτό και η ευρισκόμενη σε πολιτικά δύσκολη θέση καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ, που πιέζεται από τους νεοφιλελεύθερους κυβερνητικούς συμμάχους της, αλλά και τον λαϊκίστικο γερμανικό Τύπο, την περασμένη Τετάρτη που τέθηκε προς συζήτηση στη γερμανική Βουλή το ζήτημα της νέας βοήθειας προς την Ελλάδα, δήλωσε πως «αν αποτύχει το ευρώ, θα αποτύχει η Ευρώπη».
Η Γερμανία, λοιπόν, που κατέχει την πολιτική και οικονομική πρωτοκαθεδρία της Ευρώπης –τη δεύτερη μπορεί να την αποκτήσει και τυπικά, αν, όπως λέγεται, αναλάβει στην αρχή του νέου χρόνου την προεδρία της ευρωζώνης ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε- ξέρει ότι η αποπομπή της Ελλάδας ή άλλης χώρας από την ευρωζώνη, εκτός του ότι δεν προβλέπεται θεσμικά, δεν συμφέρει πολιτικά  και δεν αποδίδει οικονομικά για την ίδια.
Αυτό, ωστόσο, δε σημαίνει ότι εμείς πρέπει να μείνουμε με τα χέρια σταυρωμένα, εφόσον θέλουμε να αποφύγουμε τον ρόλο του μόνιμου Ευρωπαίου «παρία», ρόλο που δεν λίγοι εκείνοι που, εντός και εκτός Ελλάδας, πιστεύουν ότι θα αποφύγουμε ενστερνιζόμενοι τις κατευθύνσεις της Μέρκελ και του Σόιμπλε με την ίδια ζέση που οι Έλληνες ποδοσφαιριστές ακολούθησαν  τις οδηγίες του Ρεχάγκελ το… μακρινό 2004.  Έτσι ή αλλιώς το γκολ εμείς πρέπει να το βάλουμε!

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 28 Ιουνίου 2011

Για όσους «παίρνουν των ομματιών τους» ποιός θα κλάψει;

Το βράδυ της περασμένης Πέμπτης που ο Ευάγγελος Βενιζέλος προανήγγειλε τα νέα μέτρα του εφαρμοστικού νόμου του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής (τι... ωραίος και εύηχος τίτλος αλήθεια!), μαζευτήκαμε για να αποχαιρετίσουμε τον Στέφανο. Την άλλη μέρα το πρωί θα έπαιρνε το αεροπλάνο για την Αμερική, από την οποία είχε επιστρέψει στην Ελλάδα -«για πάντα», όπως έλεγε τότε- πριν από 13 χρόνια.
Ευτυχώς εκείνο το «για πάντα» δεν το πήρε ο ίδιος τοις μετρητοίς και, έτσι, έχοντας κρατήσει το αμερικανικό διαβατήριο -παρότι πολλοί, όταν γύρισε, του λέγαμε «τι το θέλεις και το ανανεώνεις, είμαστε πια Ευρωπαίοι πολίτες και δεν θα σε χρειαστεί»-, τώρα που το οικονομικό αδιέξοδο δεν τον κρατούσε άλλο στην Ελλάδα, μπόρεσε και έφυγε, αναζητώντας, για δεύτερη φορά, τα προς το ζην στο Νέο Κόσμο, όπως θέλουν να κάνουν, αλλά δεν μπορούν, εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι άνεργοι συμπατριώτες μας.
Ακούγοντας το απόγευμα της Παρασκευής τους συναδέλφους μου στο γραφείο να «ολοφύρονται» για τη σκληρότητα των μέτρων που μόλις είχαν ανακοινωθεί από τον κ. Βενιζέλο, το μυαλό μου ταξίδεψε στο Κλήβελαντ, όπου εκείνη την ώρα θα έπρεπε να έφθανε ο Στέφανος για να πιάσει δουλειά από την επομένη, να μαζέψει όσα χρήματα καταφέρει μέσα στο καλοκαίρι, ώστε να μπορέσουν να συνεχίσουν τα παιδιά του τις σπουδές τους.
Αναρωτιόμουν πως θα αντιδρούσε αν τους άκουγε να βρίζουν... Θεούς και δαίμονες επειδή θα πλήρωναν αυξημένη φορολογία για εισοδήματα που έχουν και περιουσία που κατέχουν, την ίδια ώρα που κάποιοι, όπως ο ίδιος, χρεωμένος ως το λαιμό και χωρίς δουλειά, «παίρνουν των ομματιών τους» και ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια μακριά από το σπίτι τους και την οικογένεια τους για να εξασφαλίσουν μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή επιβίωση.
Θα τους έλεγε, πιστεύω, ότι εκείνος, όπως και η πλειονότητα των άνεργων που καθημερινώς πληθαίνουν στον ιδιωτικό τομέα, προσπάθησε όλα τα προηγούμενα χρόνια, να στηριχθεί στις δικές του δυνάμεις. Παιδί υπερπολυμελούς οικογένειας, έφυγε από το χωριό του και ξεκίνησε να δουλεύει «μπακαλόγατος» από πολύ τρυφερή ηλικία.
Προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄70, όταν το ελληνικό όνειρο για τους περισσότερους ήταν να «τρουπώσουν» στο δημόσιο, εκείνος, καθώς δεν είχε «μπάρμπα στην Κορώνη», προτίμησε να κυνηγήσει τη χίμαιρα του «αμερικάνικου ονείρου». Δεν του βγήκε, όμως, ίσως και γιατί το μυαλό ήταν «πίσω». Και έτσι, εκεί προς τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, που η Ελλάδα έμοιαζε να μπαίνει σε καινούργια ρότα, άφησε τις δύο δύσκολες δουλειές που είχε στη Νέα Υόρκη και επέστρεψε για να μεγαλώσει τα παιδιά του στην Ελλάδα.
Το πάλεψε επιστρέφοντας, αλλά οι καιροί είχαν αλλάξει. Ο αγροτικός τομέας, που επέλεξε να ασχοληθεί, είχε πλέον άλλες απαιτήσεις. Μόνον ως επιχείρηση μπορεί να λειτουργήσει αποδοτικά. Και για να δημιουργήσεις επιχείρηση -κακά τα ψέματα- θέλεις κεφάλαιο που εκείνος δεν είχε. Οι επιδοτήσεις, με τον τρόπο που δίνονται, λειτουργούν -με ευθύνη της Πολιτείας, αλλά και των ίδιων των αγροτών- ως κίνητρο για να πάψουν να παράγουν οι Έλληνες αγρότες και σιγά - σιγά να συρρικνωθεί η ελληνική γεωργοκτηνοτροφία, με αποτέλεσμα το τεράστιο έλλειμμα που αντιμετωπίζουμε (και) στον αγροτοδιατροφικό τομέα.
Κοιτούσα το εκκαθαριστικό που μου έστειλε αυτές τις μέρες η εφορία με την «καινοτομία» της αναγραφής στο έντυπο της κατανομής των φόρων που πληρώνουμε. Εκεί, όχι και τόσο έκπληκτος, «ανακάλυψα» ότι το μεγαλύτερο μέρος των φόρων που πληρώνουμε πηγαίνει για την κοινωνική ασφάλιση και τις συντάξεις, στις οποίες -παρότι όλοι, υποτίθεται, ότι πληρώνουμε τις εισφορές μας- αντιστοιχεί το 26% των φόρων, ποσοστό που είναι μεγαλύτερο και από τους τόκους του δημοσίου χρέους που φθάνει στο 20%.
Δεν υπάρχει χωριστή κατηγορία για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, αλλά είναι βέβαιο ότι θα είναι κάπου κοντά στο ποσοστό των συντάξεων, όταν για την αγροτική ανάπτυξη και το περιβάλλον μαζί, το ποσοστό μόλις που φθάνει το 2,5% και από αυτό, πιθανότατα, το μεγαλύτερο μέρος δίνεται για την πληρωμή των μισθών των εργαζομένων στους δύο αυτούς τομείς.
Συμπέρασμα; Όσο διαιωνίζεται αυτή η κατάσταση και οι λιγοστοί πόροι που, λόγω της τεράστιας φοροδιαφυγής, καταφέρνει να συγκεντρώσει το δημόσιο, κατανέμονται κατ΄ αυτόν τον τρόπο, οι συνεπείς φορολογούμενοι θα διαμαρτύρονται, αλλά την ίδια ώρα οι άνεργοι θα ζουν το δικό τους δράμα ή, όσοι μπορούν, όπως ο Στέφανος της ιστορίας μας, θα φεύγουν για το εξωτερικό. Και θα φεύγουν. άκλαφτοι.
Για να κλείσουμε, όμως, αισιόδοξα, σας λέω ότι ο Στέφανος μάς έδωσε ραντεβού για το Σεπτέμβριο που θα γυρίσει. Μακάρι ως τότε η χώρα να έχει αλλάξει προσανατολισμό και να μπορέσει να κρατήσει εδώ κι εκείνον και όλους τους δημιουργικούς ανθρώπους που θέλουν να μείνουν και να δουλέψουν. Τους έχει ανάγκη άλλωστε!

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

Χρειάζονται πολλές... Ιουλίες

                  Δυο όψεις είχαν οι πανελλαδικής κλίμακας  απεργιακές κινητοποιήσεις της περασμένης Τετάρτης.  Από τη μια, εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι διατράνωσαν με ειρηνικό τρόπο την αντίθεσή τους στις οριζόντιες περικοπές μισθών και συντάξεων, στην απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και στη μείωση των θέσεων εργασίας που ταΐζουν το Μινώταυρο της ανεργίας και των «λουκέτων» στην αγορά.
        Από την άλλη, όμως, διέψευσαν τις φρούδες ελπίδες ορισμένων «σεχταριστών» (για να θυμηθούμε την παλαιά φρασεολογία της Αριστεράς με την οποία περιγραφόταν οι ομάδες που διακρίνονται, σύμφωνα με την λεξικογραφική έννοια του όρου, για  «τη στενότητα πνεύματος και την έλλειψη ανεκτικότητας»), οι οποίοι, στην προκειμένη περίπτωση, φαντασιωνόταν να μετατρέψουν την Πλατεία Συντάγματος σε... Πλατεία Ταχρίρ του Καΐρου.
         Είναι περισσότερο από βέβαιο ότι κανένας Έλληνας δεν είναι ικανοποιημένος  που η χώρα μας χρειάστηκε να καταφύγει σε επαχθή ξένο δανεισμό για να μπορέσει να καλύψει τους -έστω «κουτσουρεμένους»- μισθούς και τις συντάξεις, επειδή όλα τα προηγούμενα χρόνια ένα μέρος του πληθυσμού (μικρότερο ή μεγαλύτερο, λίγη σημασία έχει για το αποτέλεσμα της υπερχρέωσης του ελληνικού δημοσίου) ζούσε πέρα από τις πραγματικές παραγωγικές δυνατότητες του τόπου μας.
          Με την ίδια βεβαιότητα, ωστόσο, θεωρώ προσωπικά πως «θα τρίζουν τα κόκκαλα» των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, που, αντιμέτωποι με πραγματικούς κατακτητές, βγήκαν στο βουνό και θυσίασαν την ίδια τους τη ζωή, ακούγοντας τις ανιστόρητες -ας μου επιτραπεί να γράψω- μπουρδολογίες που εκφωνούνται από τηλεοράσεως ή λέγονται μέσα στη Βουλή για την υποτιθέμενη... «κατοχή της χώρας από τις δυνάμεις του Μνημονίου και της τρόικας».
          Αναρωτιέμαι, αλήθεια, αν όλοι όσοι εκστομίζουν τέτοιες βαρύγδουπες μεγαλοστομίες, έχουν συναίσθηση των ιστορικών αναλογιών ή αν συνειδητά χρησιμοποιούν «παχιά λόγια» για να δημιουργήσουν -σε ποιους άραγε;- ψευδείς εντυπώσεις.
           Γνωρίζουν αλήθεια πολλές... κατεχόμενες ή δικτατορικά κυβερνώμενες χώρες, στον αραβικό κόσμο ή στην -πάλαι ποτέ- κομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη, στις οποίες οι αρχηγοί των «ανταρτών», όπως καμώνονται οι ίδιοι πως είναι, να έχουν στη διάθεσή τους το βήμα του εθνικού Κοινοβουλίου για να αναπτύσσουν κάθε είδους συνωμοσιολογικές θεωρίες για «σκόπιμη υποδούλωση της χώρας»;
           Για να έρθουμε, όμως, λίγο και στα δικά μας, θέλω να εξομολογηθώ ότι μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση η αντίδραση της τοπικής οργάνωσης του ΚΚΕ στα όντως εντυπωσιακά στοιχεία για την οικονομική διαχείριση του Νοσοκομείου Φιλιατών που ανακοίνωσε πρόσφατα η διοικήτρια κυρία Ιουλία Μαρκούλα.
           Η μείωση, κατά 37, 64%, τον περασμένο χρόνο των εξόδων του Νοσοκομείου για φάρμακα, χημικά αντιδραστήρια, υγειονομικό και ορθοπεδικό υλικό, αποδίδεται από την οργάνωση του ΚΚΕ στη Θεσπρωτία στις «συνέπειες της πολιτικής εμπορευματοποίησης της υγείας». Την ίδια ώρα δεν βρίσκεται -στην, κατά τα άλλα, μακροσκελή ανακοίνωση που εξέδωσε- ούτε μια λέξη καταδίκης για το «πάρτι των προμηθειών», τις άσκοπες δαπάνες, τις «μίζες», τα «φακελάκια» και τα τόσα άλλα θλιβερά που συνέβαιναν τα προηγούμενα χρόνια -και πιθανόν συμβαίνουν ακόμη- (και) στα νοσοκομεία όλης της χώρας, υπονομεύοντας το δημόσιο χαρακτήρα του Εθνικού Συστήματος Υγείας.         
           Πάει πολύ να περιμένει κανείς από ένα κόμμα της αντιπολίτευσης να επαινέσει, όπως, κατά τη δική μου προαίρεση, αξίζει, εν προκειμένω, το αποτέλεσμα της προσπάθεια της διοικήτριας του νοσοκομείου και των συνεργατών της στο Νοσοκομείο Φιλιατών, αλλά είναι τουλάχιστον μεμψιμοιρία να επικρίνεται κιόλας για το νοικοκύρεμα που πέτυχε.
           Ένα νοικοκύρεμα που αν επεκτεινόταν παντού, όπου παρατηρούνται φαινόμενα ανορθολογισμού, κακοδιαχείρισης και σπατάλης, θα μπορούσαμε και καλύτερη ποιότητα υπηρεσιών να απολαύσουμε, αλλά και να απαλλαγούμε μια ώρα αρχύτερα από τους επαχθείς όρους του μνημονίου που επέβαλαν  οι δανειστές μας.
           Επειδή, όμως, ένας «κούκος δεν φέρνει την άνοιξη», χρειαζόμαστε πολλές... Ιουλίες.

           *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου.
(Δημοσιεύθηκε στη "Θεσπρωτική" την 1η Μαρτίου 2011)