Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεννηματά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεννηματά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Συνταγματική αναθεώρηση τώρα; Όχι, ευχαριστώ!



Με τόσο αμοραλισμό και ιδεοληψία που έχει διοχετευθεί στο κοινωνικό σώμα την τελευταία τετραετία και με τέτοια εξαπάτηση και κοροϊδία που υφίστανται όλο αυτό το διάστημα οι πολίτες είναι προφανές ότι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται η κυβέρνηση τη μείζονα θεσμική διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Μια κατ΄ εξοχήν συναινετική διαδικασία, αφού για να αλλάξει το Σύνταγμα απαιτούνται συμπτώσεις και συγκλίσεις από ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις και μάλιστα σε δύο διαφορετικές κοινοβουλευτικές περιόδους, έρχεται στο προσκήνιο με το γνωστό μοντέλο της διχόνοιας που ακολουθείται σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.
Η εκκίνηση έγινε με φιέστα η οποία στήθηκε προ διετίας στο προαύλιο της Βουλής για να ακολουθήσει «τουρνέ» των κυβερνητικών προτάσεων ανά την ελληνική επικράτεια που είναι αμφίβολο αν συγκίνησαν έστω και έναν απλό πολίτη, πέραν των εξ επαγγέλματος και επ΄ αμοιβή εμπλεκομένων σε αυτή τη διαδικασία.  
Το ζήτημα επανέρχεται τώρα στη Βουλή, εκεί που από την αρχή έπρεπε να μείνει, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες διαβούλευσης. Και το πιο αποκαρδιωτικό είναι ότι επανέρχεται μέσα στο ίδιο διχαστικό μοτίβο. Ένα μοτίβο που μόνον εθελοτυφλούντες δεν βλέπουν σε αυτό τη σταθερή και επίμονη επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου να εκτεθεί η αντιπολίτευση και να βρεθεί ο κοινός τόπος για να καταστεί εφικτή η αναθεώρηση και να προχωρήσουν οι συνταγματικές αλλαγές που η κοινωνία θεωρεί ώριμες.
Παρότι είναι σαφές ότι η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως όριζε η παλαιά συνταγματική πρόνοια που έδινε το δικαίωμα στον ανώτατο άρχοντα να διαλύει τη Βουλή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ούτε τη στρατηγική ούτε την τακτική που ακολουθεί τόσα χρόνια. Γι΄ αυτό και ως την τελευταία ώρα που θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την εξουσία θα επιμένει να κατασκευάζει αιτίες για αντιπαράθεση και να αναζητεί αφορμές για σύγκρουση.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος εκστόμισε τον πιο βαρύγδουπο βερμπαλισμό που έχει ακουστεί ποτέ σε προγραμματικές δηλώσεις κυβέρνησης, λέγοντας «είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας και αυτό θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους», έχει εργαλειοποιήσει όσο κανένας άλλος προκάτοχός του τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Φθάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου να τον χρησιμοποιεί ως… φόβητρο κατά των αντιπάλων του.
Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αστεία κριτική την οποία ασκούν οι κυβερνώντες προς την αντιπολίτευση, εκτοξεύοντας τάχατες απειλές για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών που υποτίθεται ότι φοβίζει τους πολιτικούς αντιπάλους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στην πραγματικότητα, όμως, αν υπάρχει κάποιος που πρέπει να φοβάται από την αλλαγή του περιώνυμου άρθρου 86 του Συντάγματος δεν είναι ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη Φώφη Γεννηματά, ούτε κανένα άλλο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που σε τίποτε δεν τους αφορά το θέμα, τουλάχιστον όσο δεν έχουν την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι μόνοι που πρέπει να φοβούνται είναι οι σημερινοί υπουργοί οι οποίοι μπορεί να ελπίζουν ότι θα προστατευθούν και δεν θα διωχθούν από την επόμενη Βουλή με βάση την ισχύουσα  νομοθεσία περί ποινικής ευθύνης των μελών του υπουργικού συμβουλίου, επειδή τα τυχόν αδικήματά τους, π.χ. για τα τέρατα και σημεία του πρώτου εξαμήνου του 2015, θα θεωρηθούν παραγεγραμμένα.
Όπως και να έχει, όμως, η αναθεώρηση του άρθρου 86, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις δηλώνουν σύμφωνες και που για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζεται ως πανάκεια για τη διαφάνεια, μόνον τέτοια δεν είναι. Άλλωστε, όταν προέκυψαν στοιχεία η Δικαιοσύνη ουδόλως εμποδίστηκε από το εν λόγω άρθρο είτε να καταδικάσει τον Άκη Τσοχατζόπουλο είτε, μόλις πρόσφατα, να προφυλακίσει τον Γιάννο Παπαντωνίου.
Ούτε παραγραφές ίσχυσαν, ούτε ατιμωρησία εξασφαλίστηκε. Και αυτό καλό είναι να το ξέρουν ορισμένοι από τους σημερινούς υπουργούς που –για να το διατυπώσουμε όσο πιο κομψά γίνεται- επιτρέπουν να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα ως να είναι λάφυρο που τους παραδόθηκε μαζί με τη διακυβέρνηση.
Με αυτά και με πολλά άλλα, όπως οι επιστολές που εστάλησαν σε ανύπαρκτους αρχηγούς ανύπαρκτων κομμάτων ή ακόμη και η διατύπωση ψευδεπίγραφων προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων ώστε δήθεν να προστατεύονται δημόσια αγαθά, όπως το νερό και το ηλεκτρικό, που επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ιδιωτικοποιούνται με επιμονή μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη κυβέρνηση, εύκολα οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για να γίνει μια ουσιαστική και απροσχημάτιστη αναθεώρηση που να αντιστοιχεί στις ανάγκες της εποχής.
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί τον βαρύνοντα λόγο στην αναθεωρητική διαδικασία να τον έχει το κόμμα που απέρχεται από την εξουσία και θέλει να μπλοκάρει ακόμη και αλλαγές με τις οποίες είναι σύμφωνη η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που έπαθε και έμαθε από τις λαϊκίστικες προσεγγίσεις και τις απατηλές υποσχέσεις των τελευταίων χρόνων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν άλλη επιλογή από το να απορρίψουν την ΣΥΡΙΖΑϊκής εμπνεύσεως  συνταγματική αναθεώρηση, διακηρύσσοντας σε όλους τους τόνους ότι δεν συναινούν στο διχαστικό πνεύμα που θέλει να αφήσει πίσω της, καθώς θα απέρχεται, η σημερινή εξουσία.     
Η απόρριψη, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνει δια της αποχής. Μπορεί να γίνει εξίσου αν όχι ακόμη πιο αποτελεσματικά και δια της συμμετοχής. Ο ρόλος των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων, που ενδιαφέρονται ειλικρινά για το αύριο της χώρας, είναι να μπουν στη συζήτηση, με τον επιπλέον στόχο να αποκαλύψουν τα προσχήματα. Και όταν έρθει, αν έρθει, η ώρα της ψηφοφορίας μπορούν να αποφασίσουν την αποχή για να εμποδίσουν μια «κολοβή» αναθεώρηση που θα μεταθέτει για σχεδόν μια δεκαετία τις ώριμες αλλαγές.
            Έτσι θα αφήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί απερίσπαστος στον… δρόμο της προόδου που έχει επιλέξει με τους παλαιούς και νέους του συμμάχους: τον Πάνο Καμμένο, τον Νίκο Νικολόπουλο, την Κατερίνα Παπακώστα και άλλους «πρόθυμους» που τυχόν θα βρεθούν.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Ποιο ΠΑΣΟΚ και ποια ΝΔ ορέγονται οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;

Στη χώρα της… φαιδράς πορτοκαλέας, όπως έγραφαν οι σχολιαστές του προηγούμενου αιώνα για να περιγράψουν τις νεοελληνικές παραδοξότητες, ένα αυτοδιοικητικό αίτημα δεκαετιών, όπως είναι η οικονομική αυτοτέλεια των Δήμων και των Περιφερειών, για την υιοθέτηση του οποίου πρωτοστατούσε η Αριστερά, βαφτίζεται αίφνης «ταξικό» και «νεοφιλελεύθερο» μέτρο μήπως και έτσι ξεμπερδέψουν μια και έξω οι κυβερνώντες με τις προτάσεις που διατυπώνουν οι πολιτικοί αντίπαλοι τους.
Στην εποχή, άλλωστε, που το «κατόπιν ενεργειών μου» γνωρίζει μέρες δόξης λαμπρές και τα πολιτικά γραφεία των κυβερνητικών βουλευτών συναγωνίζονται ποιο θα εκδώσει πρώτο ανακοίνωση για να διεκδικήσει μερίδιο από τη δόξα της διαμεσολάβησης για να δοθούν μερικά ψυχία στον δήμο της… Κολοπετινίτσας, προτάσεις, όπως αυτή που διατύπωσε την περασμένη Κυριακή ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την εκχώρηση των εισπράξεων από τον ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, είναι «επικίνδυνες».
Είναι τόσο επικίνδυνες που έκαναν τον Παναγιώτη Κουρουμπλή και άλλους εκλεκτούς ΣΥΡΙΖΑίους να ζητήσουν από τους δημάρχους να ξεσηκωθούν για να μην ισχύσουν. Δικαίως του λόγου, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, αναλογιζόμενος τους πραγματικούς κινδύνους για το πελατειακό κράτος που συνιστούν οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής.
Αν κάθε υποψήφιος δήμαρχος ξέρει ποια είναι τα οικονομικά δεδομένα της θητείας για την οποία διεκδικεί να εκλεγεί, πώς θα μπορέσει να τάξει… γεφύρια σε ποτάμια που δεν υπάρχουν; Ενώ άμα δεν ξέρει, μπορεί να… τάζει τον ουρανό με τα άστρα, προβάλλοντας τις σχέσεις του με κάθε λογής... Κουρουμπλήδες της πολιτικής μα ζωής με τους οποίους θα… ανταλλάσσουν «κουκιά». Και από κοινού θα διαιωνίζουν ένα άθλιο σύστημα που θα κρατάει αιωνίως καθηλωμένη τη χώρα. 
Η παθιασμένη υπεράσπιση του πελατειακού κράτους σε όλα τα επίπεδα (με προσλήψεις και μονιμοποιήσεις από τα «παράθυρα» και με κάθε είδους διευθετήσεις υπέρ των «ημετέρων») δεν είναι το μοναδικό κρούσμα που συνθέτει μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να γυρίσουν το ρολόι της Ιστορίας πίσω στον χρόνο.
Αγγίζει, αν δεν ξεπερνάει κιόλας, τα όρια του παρανοϊκού διπολισμού να βλέπει και να ακούει κανείς πολιτικούς που πήραν την εξουσία με το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό», από τη μια, να εξιλεώνουν, εντάσσοντάς τα στην κυβέρνησή τους πρόσωπα τα οποία εξέβρασε το παλαιό καθεστώς, και, από την άλλη, να εμφανίζονται ως κληρονόμοι του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που υποτίθεται ότι είναι καταδικασμένα στις συνειδήσεις των πολιτών.
Όσο έκοβε εισιτήρια το έργο με τα αντιμνημονιακό παραμύθι, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Πάνος Καμμένος θεωρούσαν αποσυνάγωγο όποιον, εντός ή εκτός Ελλάδος, σχετιζόταν με το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία που ήταν συνώνυμα του απόλυτου κακού. Στις τοπικές εκλογές του 2014, για παράδειγμα, όποιο αυτοδιοικητικό στέλεχος δεν έδινε γη και ύδωρ στον κάθε ΣΥΡΙΖΑίο της περιοχής του, καθυβριζόταν ως «Γερμαντοτσολιάς».
Μετά την μνημονιακή μετάλλαξη, όμως, που υπέστησαν στα χρόνια που απολαμβάνουν τις καρέκλες της εξουσίας, όλα δείχνουν διαφορετικά. Ο Τσίπρας, ο οποίος «τρουπώνει» κάθε τρεις και λίγο στους ευρωσοσιαλιστές, τους οποίους κάποτε στηλίτευε, τώρα εκθειάζει τους εκλεγμένους με το ΠΑΣΟΚ περιφερειάρχες, όπως τον Σταύρο Αρνατουτάκη στην Κρήτη και τον Απόστολο Κατσιφάρα στη Δυτική Ελλάδα, τους οποίους θέλει να στηρίξει μπας και διασωθεί σε τουλάχιστον ένα από τα πολλά εκλογικά ναυάγια που τον περιμένουν στις επερχόμενες κάλπες.  
Στην πρόσφατη επέτειο από τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη 1974» προβεβλημένοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ κόντεψαν να… κάψουν περισσότερο λιβάνι από την ίδια την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά. Και μην παραξενευτείτε αν σε λίγες μέρες που είναι και η επέτειος από την ίδρυση της ΝΔ, ο Πάνος Καμμένος και η Κατερίνα Παπακώστα να διατάξουν τελετές και παρελάσεις, αφού, ως γνωστόν, επιφυλάσσουν για τους εαυτούς τους ρόλους συνεχιστών και αυθεντικών  εκφραστών της… καραμανλικής Νέας Δημοκρατίας.
Αλήθεια, όμως, ποιο ΠΑΣΟΚ ορέγονται να υποκαταστήσουν οι ΣΥΡΙΖΑίοι του Αλέξη Τσίπρα που πολύ πριν παρομοιάσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον Πινοσέτ, έκαναν, χρόνια πριν, το ίδιο με τον Γιώργο Παπανδρέου; Και ποια Νέα Δημοκρατία θεωρούν ότι μπορούν να υποκαταστήσουν οι ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου που προτού να συμπράξει με τον ΣΥΡΙΖΑ φλέρταραν στην Ευρώπη με τύπους σαν τον Νάιτζελ Φάρατζ και τώρα εγκαλούν το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι στεγάζει… ακροδεξιούς;
Αν κρίνει κανείς από τα πρόσωπα τα οποία προσεταιρίστηκαν παλαιότερα ή δέχθηκαν πρόσφατα στις τάξεις τους, είναι σαφές ότι εκείνο που τους ενδιαφέρει δεν είναι παρά η στελεχιακή «λεηλασία» εκείνων που υποτίθεται ήθελαν να εξαφανίσουν πολιτικά. Οι συνεργασίες, εξάλλου, τις οποίες έκαναν, δεν εντάσσονται σε κανέναν κώδικα αξιών. Δεν τήρησαν ούτε καν τη υποτιθέμενη διακηρυγμένη δέσμευσή τους ότι δεν θα δέχονταν όσους ψήφισαν Μνημόνια.
Αλλά πώς να το τηρήσουν όταν οι ίδιοι ψήφισαν το τρίτο και χειρότερο από όλα τα προηγούμενα Μνημόνια; Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι η πλειονότητα όσων συμπορεύτηκαν ως τώρα μαζί τους είναι από την κατηγορία εκείνων οι οποίοι ευθύνονται που η χώρα οδηγήθηκε στη μνημονιακή μέγγενη. Και όχι από εκείνους που προέταξαν τα πολιτικά τους στήθη για να αποτρέψουν τα χειρότερα και την… άλα Βενεζουέλα πλήρη χρεοκοπία που μας ανέμενε με τις τερατώδεις υποσχέσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Γι΄ αυτό και δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφική εμβάθυνση για να αντιληφθεί κανείς ότι βρισκόμαστε στη φάση του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Εξού και οι ρεβεράντζες προς το πάλαι ποτέ καταδικασμένο «παλαιό» που όλως αιφνιδίως έγινε περιζήτητο, με αποτέλεσμα να ξαναγίνει υπουργός ακόμη και η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου. Το θέμα είναι αν θα βρεθούν αφελείς ναυαγοσώστες που θα αναλάβουν την πολιτική διάσωση των πιο ακραίων αμοραλιστών που γνώρισε τούτος  ο τόπος…

Πέμπτη 3 Μαΐου 2018

Αντέχονται άλλοι 18 μήνες εμφυλιοπολεμικής τοξικότητας;

Έπραξε άριστα η επικεφαλής του Κινήματος Αλλαγής Φώφη Γεννηματά που ενστερνίστηκε με τόσο ξεκάθαρο τρόπο το αίτημα για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες με το κείμενο το οποίο κατέθεσε στη Βουλή για να απαιτήσει να ανοίξει η συζήτηση για το περιβόητο «ολιστικό» πρόγραμμα με το οποίο οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ετοιμάζονται να δεσμεύσουν τη χώρα για τα επόμενα χρόνια.
Μόνον όποιος εθελοτυφλεί, ή βάζει την καρέκλα του πάνω από το συμφέρον της χώρας, δυσκολεύεται να αναγνωρίσει τη βασιμότητα της επιχειρηματολογίας της κυρίας Γεννηματά σύμφωνα με την οποία «τώρα είναι η ώρα να αποφασίσει ο ελληνικός λαός τους όρους και τις εγγυήσεις για τη βιώσιμη έξοδο από την κρίση και να επιλέξει σε ποιους θα εμπιστευθεί να οδηγήσουν αυτή την πορεία».
Είτε οδηγούμαστε στην «καθαρή έξοδο», όπως διατείνονται οι κυβερνώντες, κόντρα σε όλα τα δεδομένα και τα ήδη ψηφισμένα από τους ίδιους περιοριστικά μέτρα που θα εφαρμοστούν τα επόμενα χρόνια, είτε ισχύουν οι ισχυρισμοί των στελεχών της αντιπολίτευσης που επιμένουν ότι ο στενός μνημονιακός κορσές δεν πρόκειται να χαλαρώσει, με το τέλος του ισχύοντος προγράμματος δεν πρέπει να επαναληφθεί το λάθος που έγινε την άνοιξη του 2010 όταν η τότε κυβέρνηση πήρε το βάρος της υπογραφής του πρώτου Μνημονίου χωρίς να διαθέτει την πολιτική νομιμοποίηση που απαιτούσε μια τόσο σοβαρή απόφαση.
Κακά τα ψέματα, μόνον μια κυβέρνηση με νωπή λαϊκή εντολή νομιμοποιείται να δεσμεύσει τη χώρα για τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν τα προσεχή χρόνια για να καταφέρει η ελληνική οικονομία να επιστρέψει σε βιώσιμους ρυθμούς μεγέθυνσης που θα συνοδεύονται από αύξηση της απασχόλησης αλλά και των εισοδημάτων των Ελλήνων που καταβυθίστηκαν την τελευταία οκταετία.
Πέραν τούτου, ωστόσο, υπάρχει και ένας ακόμη εξίσου σοβαρός λόγος για να πάμε το συντομότερο δυνατόν σε πρόωρες εκλογές: είναι η εκτράχυνση της πολιτικής ζωής που για πρώτη ίσως φορά συμβαίνει με ευθύνη του ίδιου του πρωθυπουργού, όπως ομολόγησε ο εκπρόσωπος της κυβέρνησής του Δημήτρης Τζανακόπουλος δηλώνοντας ότι την ευθύνη τόσο για τις ανακοινώσεις που εκδίδονται όσο και για τα διαβόητα non paper που διακινούνται από το Μαξίμου την έχει κατ΄ αποκλειστικότητα ο Αλέξης Τσίπρας.
Αν και δεν είπε κάτι αφύσικο ο κ. Τζανακόπουλος, η παραδοχή του έχει ξεχωριστή αξία διότι είναι σύνηθες το φαινόμενο αξιωματούχοι της συγκεκριμένης κυβέρνησης να αρνούνται την ευθύνη για πράξεις, παραλείψεις και δηλώσεις, φθάνοντας μέχρι του σημείου να… ενοχοποιούν τα ανήλικα παιδιά τους για αθλιότητες στις οποίες πρωταγωνίστησαν οι ίδιοι.
Η εχθροπάθεια που διακρίνει τις κυβερνητικές ανακοινώσεις και το μίσος από το οποίο ξεχειλίζουν τα non paper που εκδίδονται για να στοχοποιηθούν όσοι δεν δίνουν γη και ύδωρ στην εξουσία του κ. Τσίπρα δεν έχουν προηγούμενο στην πρόσφατη, τουλάχιστον, ιστορία του τόπου. Και το πλέον παράδοξο είναι ότι με τους περισσότερους από όσους βάλλονται και κατονομάζονται ως εκπρόσωποι της διαπλοκής νωρίτερα οι ίδιοι κυβερνώντες είχαν επιχειρήσει να συνδιαλλαγούν!
Ποτέ στο παρελθόν δεν έχουν μπει τόσοι πολλοί επιχειρηματίες από την πίσω πόρτα του πρωθυπουργικού γραφείου. Ούτε βεβαίως έχουν υπάρξει τόσες απροκάλυπτες ύβρεις, απειλές και εκβιασμοί εναντίον των μέσων ενημέρωσης που ασκούν κριτική στην κυβέρνηση. Όπως επίσης δεν υπάρχει προηγούμενο να εκδίδονται σε περιόδους πολιτικής ομαλότητας τόσες αμετροεπείς κυβερνητικές ανακοινώσεις για να καταγγελθούν τα μέσα ενημέρωσης ότι δεν αξιολογούν την επικαιρότητα με τον τρόπο που θέλει να υπαγορεύσει ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του.
Όλος αυτός ο πρωτοφανής παροξυσμός, που κάθε μέρα που περνά γίνεται εντονότερος, καθώς πέφτουν στο κενό όλες οι προσπάθειες για να ανακάμψουν οι δημοσκοπικές επιδόσεις των κυβερνητικών κομμάτων, καθιστά επιτακτική την ανάγκη να ενώσουν τις φωνές τους οι δυνάμεις της δημοκρατικής αντιπολίτευσης και να απαιτήσουν από κοινού την άμεση προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία.
Το υψηλής τοξικότητας δηλητήριο που χύνεται καθημερινά στη δημόσια ζωή από τον ίδιο τον κ. Τσίπρα και τους συνεργάτες του, κάθε άλλο παρά συμβάλει στην επιστροφή της χώρας στην περιλάλητη κανονικότητα. Γι΄ αυτό και αναρωτιέται κανείς αν μπορεί να παραταθεί αυτή η νοσηρή ατμόσφαιρα μέχρι το φθινόπωρο του 2019 που ολοκληρώνεται η θητεία αυτής της Βουλής. Με τη φόρα, εξάλλου, που έχουν πάρει οι κυβερνώντες είναι ζήτημα αν θα αποφευχθεί ο επιδιωκόμενος εμφύλιος σπαραγμός στους 18 μήνες που τυπικά απομένουν μέχρι τη συνταγματική προθεσμία για τη διενέργεια των επόμενων βουλευτών εκλογών.

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Τα κορόιδα κάποτε τελειώνουν…



«Αυτό είναι ανεύθυνη κοινοβουλευτική στάση και αυτός είναι πολιτικός διπολισμός», ξιφουλκούσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής κατά των στελεχών της αντιπολίτευσης που αρνούνταν να του δώσουν σανίδα σωτηρίας υπερψηφίζοντας την τροπολογία για τα μειονοτικά σωματεία της Θράκης την οποία καταψήφιζαν οι κυβερνητικοί σύμμαχοι του ΣΥΡΙΖΑ βουλευτές των ΑΝΕΛ.
Οι σφοδρές επικρίσεις, όμως, που σε έντονο ύφος εξαπέλυε ο ΣΥΡΙΖΑίος υπουργός, έδειχναν να διασκεδάζουν τους επικρινόμενους. «Τί είσαστε; Πολιτικά σχιζοφρενείς;», αναρωτιόνταν εκείνος. Και τους εγκαλούσε επειδή, παρόλο που αρκετοί εξ αυτών συμφωνούσαν με την προωθούμενη ρύθμιση, που αφορούσε συμμόρφωση της χώρας με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων, δεν ήταν διατεθειμένοι να δώσουν  θετική ψήφο.
Αντιθέτως, με μάλλον σαδιστικό τρόπο, ξεκαθάριζαν ότι θα καταψήφιζαν την τροπολογία για να καταδείξουν ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αυτό το αριστεροδεξιό και εξουσιομανές συνονθύλευμα, είχε για μια φορά ακόμη μείνει χωρίς τη «δεδηλωμένη». Δεν διέθετε, δηλαδή, την απαιτούμενη πλειοψηφία, στο όνομα της οποίας κάνει όσα κάνει στη χώρα τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Με τη στάση της αντιπολίτευσης αμφισβητήθηκε η πλειοψηφία που επιτρέπει στον υπουργό Άμυνας και αναγορευθέντα από τον ίδιο τον πρωθυπουργικά σε ηγέτη της «πατριωτικής Κεντροδεξιάς» να ταξιδεύει στο Λονδίνο και να… πετάγεται ως τα Selfridgesμε την Jaguar που πληρώνουμε όλοι μας και να λέει ότι το έκανε για να ψωνίσει Barbie για παιδιά του.
Με την άρνηση να ψηφίσουν την τροπολογία Κοντονή ετέθη εν αμφιβόλω η εξουσία που επιτρέπει στον υπουργό Ναυτιλίας να λέει με θράσος ότι «δεν θα παραιτηθώ ποτέ», η ίδια εξουσία που δίνει την άνεση στον πρωθυπουργικό σύμβουλο στρατηγικού σχεδιασμού να στέλνει «στα τσακίδια» τους επενδυτές που θίγουν τις άκρως επιλεκτικές οικολογικές… ευαισθησίες της κυβέρνησής του.
Γι΄ αυτό και θα πρέπει να ξεκαρδίστηκαν ακόμη και τα… έδρανα του Κοινοβουλίου από την ιερά οργή με την οποία αντιδρούσε ο υπουργός Δικαιοσύνης, κυρίως όταν ισχυρίστηκε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο που ήταν στην αντιπολίτευση υπερψήφιζε (!) όλα εκείνα με τα οποία συμφωνούσε. Βέβαια όταν προκλήθηκε να θυμηθεί πότε συνέβη κάτι τέτοιο ανέφερε μια και μόνη φορά –κάποιες διατάξεις για τα ναρκωτικά, όπως είπε- που ακόμη και έτσι αν είναι δεν είχαν καμία σημασία.
Άλλωστε, η προηγούμενη κυβέρνηση, ακόμη και όταν αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ του Φώτη Κουβέλη, δεν είχε αντιμετωπίσει ζήτημα δεδηλωμένης. Και, άρα, είτε υπερψήφιζε είτε καταψήφιζε η τότε αντιπολίτευση, η στάση της δεν είχε καμία ιδιαίτερη πολιτική σημασία αφού δεν άλλαζαν οι λεπτές, σε κάθε περίπτωση, ισορροπίες που επικρατούσαν.
Φαίνεται, όμως, ότι η μνήμη των κυβερνητικών στελεχών τα οποία, όπως ο υπουργός Δικαιοσύνης, επικαλούνται τώρα την… κοινοβουλευτική υπευθυνότητα, είναι τόσο ασθενική που δεν περιλαμβάνει μείζονα γεγονότα, όπως η πρόκληση των εκλογών του Ιανουαρίου του 2015 επειδή οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είχαν συμπήξει μέτωπο, συμμαχώντας ακόμη και με τη Χρυσή Αυγή, για να εμποδίσουν να σχηματιστεί προεδρική πλειοψηφία και να καταφέρουν –με τα γνωστά επακόλουθα- να οδηγηθεί η χώρα στις πρόωρες κάλπες.
Θα έχουν επίσης διαγράψει από το μυαλό τους την απίστευτη αθλιότητα με την οποία αντιμετωπίστηκαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης αμέσως μόλις έδωσαν, τον Αύγουστο του 2015, την ψήφο τους για να μείνει η χώρα στο ευρώ και και στην Ευρώπη και να διασωθεί ο διαλυμένος ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αλέξης Τσίπρας αντί για ευχαριστώ, τους εξαπάτησε προκηρύσσοντας εκλογές τις οποίες κέρδισε με το απίθανο σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό».  
Ούτε επίσης θα θέλουν να θυμηθούν την ψυχρολουσία που δοκίμασαν η Φώφη Γεννηματά και ο Σταύρος Θεοδωράκης όταν την επομένη των εκλογών -21 Σεπτεμβρίου, σαν σήμερα ήταν-δέχθηκαν τηλεφωνήματα από τον τότε πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς που περιχαρής τους συνέχαιρε για τη… συμμετοχή τους στην κυβέρνηση Τσίπρα.
Τι είχε συμβεί; Ο νυν αρχηγός του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος (SPD) είχε επικοινωνήσει νωρίτερα με τον νικητή των εκλογών της 20ής Σεπτεμβρίου είχε καταλάβει ότι ετοίμαζε «προοδευτική κυβέρνηση» με τη Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι. Κάτι φυσικά που ποτέ δεν συνέβη, επειδή ο κ. Τσίπρας ήταν και παραμένει σφιγκαγκαλιασμένος με τον Πάνο Καμμένο από τον καιρό που ασκούσαν «υπεύθυνη»- κατά τον κ. Κοντονή- αντιπολίτευση, δημιουργώντας εντυπώσεις με καταγγελίες περί δήθεν εξαγοράς βουλευτών που ποτέ δεν αποδείχθηκαν.
Παρά ταύτα, τα κόμματα της αντιπολίτευσης επέδειξαν όλο αυτό το διάστημα απεριόριστη ανοχή στα κάθε λογής κοινοβουλευτικά καμώματα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, επιτρέποντας πότε σε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και πότε σε συναδέλφους του των ΑΝΕΛ να παριστάνουν ότι διαφοροποιούνται σε διάφορα ζητήματα για λόγους… συνείδησης.
Το έκαναν, φυσικά,  εκ του ασφαλούς επειδή γνώριζαν ότι κάποια «κορόιδα» από τον χώρο της αντιπολίτευσης θα παρενέβαιναν και με την ψήφο τους θα διέσωζαν την πλειοψηφία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και θα επέτρεπαν στους τελευταίους να απολαμβάνουν το μέλι της εξουσίας που αποτελεί τη μόνη συγκολλητική ουσία που ενώνει το κυβερνητικό συνονθύλευμα που απαρτίζουν θαυμαστές του Στάλιν, ακόλουθοι του Τραμπ, οπαδοί του Βελουχιώτη και θιασώτες του Φάρατζ.
Το επετειακό «χουνέρι», όμως, που επεφύλαξαν στην κυβέρνηση οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗ.ΣΥ., του Ποταμιού και της Ένωσης Κεντρώων, ακριβώς την ημέρα που συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από τις τελευταίες εκλογές, έδειξε ότι τα κορόιδα τελείωσαν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης έστειλαν ξεκάθαρο μήνυμα ότι δεν πρόκειται να διασώσουν ξανά την ετερόκλητη κυβερνητική πλειοψηφία.
Ήταν, αναμφίβολα, μια πολυσήμαντη πρωτοβουλία. Μια πρωτοβουλία που σηματοδοτεί ότι Τσίπρας και Καμένος, ΣΥΡΙΖΑ και ΑΝΕΛ, όπως σφιχταγκαλιασμένοι και με μεγάλο θόρυβο αναρριχήθηκαν στην εξουσία, έτσι σφιχταγκαλιασμένοι και με μεγάλο πάταγο θα την εγκαταλείψουν. Αργά ή γρήγορα…

Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Ο πόνος για την Κεντροαριστερά




Θα μπορούσε να είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό, αν δεν ήταν τόσο πολύ εξοργιστικό, το όψιμο ενδιαφέρον που επιδεικνύουν και την τεράστια αγωνία που εκφράζουν πολλοί από το κυβερνητικό στρατόπεδο για την πορεία της Κεντροαριστεράς.
Είναι μάλλον αστείο, για παράδειγμα, να βλέπει κανείς να δημοσιεύεται ανήμερα των γενεθλίων του ΠΑΣΟΚ άρθρο για τον ιδρυτή και γεννήτορα του με την υπογραφή του πρωθυπουργού -αλήθεια ποιος να το έγραψε, γιατί στα 43 του δύσκολα γίνεται κανείς αρθογράφος;  Είναι, όμως, συνάμα εξοργιστικό να επιχειρεί ο Αλέξης Τσίπρας να χωρέσει στο μέτρο της δικής του μικρότητας το πολιτικό μέγεθος που μοναδικού Ανδρέα Παπανδρέου.
Είναι, επίσης, διασκεδαστικό ότι η σύγκριση που θέλει να κάνει ο κ. Τσίπρας γίνεται μέσα από το ερώτημα αν «ήταν ψεύτης ο Ανδρέας», καθώς έτσι αναγνωρίζει –μάλλον άθελά του- ποια άποψη πιστεύει ο ίδιος ότι έχει ο κόσμος για εκείνον. Έχει πει, εξάλλου, και άλλες φορές ότι μπορεί να κατηγορηθεί για ψεύτης, αλλά όχι για κλέφτης. Μόνον, όμως, που γίνεται εξοργιστικό το ιστορικό άλλοθι το οποίο αναζητεί από την τόσο διαφορετική πολιτική διαδρομή του Ανδρέα Παπανδρέου. Και το οποίο παραπέμπει περισσότερο στη γνωστή παροιμία «και η μυλωνού τον άνδρα της με τους πραματευτάδες».
Είναι, άλλωστε, προφανές και για τον πλέον ανυποψίαστο πολίτη ότι η απροσχημάτιστη καπηλεία της μνήμης του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ στην οποία κατέφυγε ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Μαξίμου δεν είναι άσχετη με όσα τεκταίνονται αυτή την περίοδο στον ενδιάμεσο πολιτικό χώρο. Αν ήταν άλλωστε διαφορετικά τα πράγματα, ο Αλέξης Τσίπρας θα είχε πάρει… χαρτί και μολύβι για να γράψει για τον Ανδρέα και όλα τα προηγούμενα χρόνια που το ημερολόγιο έδειχνε 3 Σεπτεμβρίου.
Δεν το έκανε γιατί τότε ήταν ακόμη καβάλα στο κύμα που τον οδηγούσε στην εξουσία, σε αντίθεση με τώρα που, εξαιτίας του ασύστολου αμοραλισμού που επιδεικνύει καθημερινά,  φαίνεται ότι το κύμα άλλαξε φορά. Και πλέον τον κατευθύνει πίσω στις ξέρες της πολιτικής περιθωριοποίησης από τις οποίες προέρχονται ο ίδιος και η μεγάλη πλειονότητα των συνεργατών του.
Τώρα, λοιπόν, που ξέφτισε το αντιμνημονιακό παραμύθι και αντιλήφθηκαν πολλοί Έλληνες ότι τα λεφτόδενδρα είναι μη καρποφόρα προϊόντα που ευδοκιμούν μόνο στη φαντασία πολιτικών απατεώνων, το κυβερνητικό καραβάνι άλλαξε ρότα. Και το έκανε επειδή βλέπει ότι όλοι εκείνοι τους οποίους κορόιδευε παλαιότερα με επιχειρήματα όπως τα προαναφερθέντα μπορούν πλέον να συγκρίνουν το χθες με το σήμερα και να αναζητήσουν εναλλακτικές διακυβέρνησης που να μη στηρίζονται σε αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.
Η επιχειρούμενη ανασυγκρότηση είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που μπορεί να συμβάλει στην εξεύρεση εναλλακτικών λύσεων στα διχαστικά ψευτοδιλήμματα  του τύπου «ή με τον Τσίπρα ή με τον Μητσοτάκη» που θέλουν ορισμένοι να επιβάλουν στους πολίτες. Γι΄ αυτό και τα κυβερνητικά φερέφωνα έχουν επιδοθεί σε έναν αδυσώπητο αγώνα για την υπονόμευση του ενοποιητικού εγχειρήματος που -για πρώτη καταβάλλεται με τόση ελπίδα επιτυχίας- στον χώρο του Κέντρου.
Στην αρχή κάποιοι φιλοΣΥΡΙΖΑίοι αρθρογράφοι έχυναν –προφανώς καθ΄ υπαγόρευση, όπως πρόδιδε η ομοιομορφία των «επιχειρημάτων» τους- αφειδώς κροκοδείλια δάκρυα επειδή τάχατες θα διαλυόταν το ΠΑΣΟΚ με τον σχηματισμό του καινούργιου φορέα. Μετά οι ίδιοι απαιτούσαν από τους επίδοξους ηγέτες πιστοποιητικά αντιδεξιών φρονημάτων, θέλοντας στην πραγματικότητα να μετατραπεί ο νέος σχηματισμός σε παρακολούθημα του ΣΥΡΙΖΑ έτσι ώστε να μην έχει λόγο ύπαρξης. Και, αφού κατέρρευσε κι αυτή η επιχείρηση, τώρα τους… πήρε ο πόνος για τον κίνδυνο που, όπως ισχυρίζονται, σηματοδοτεί το γεγονός ότι είναι πολλοί οι διεκδικητές της ηγεσίας.
Όπως και στις δύο άλλες απόπειρες απαξίωσης της αυθυπαρξίας του νέου φορέα, έτσι και στην τελευταία, ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι πολλές υποψηφιότητες είναι, εν τέλει, πλούτος για τη Δημοκρατική Παράταξη που αποδεικνύεται ότι διαθέτει αξιόμαχο στελεχιακό δυναμικό το οποίο, αν καταφέρει να ενώσει τις δυνάμεις του και να ξορκίσει το προπατορικό αμάρτημα της πολυδιάσπασης του Κέντρου, θα φέρει πραγματικό νέο αέρα στο πολιτικό σύστημα.     
Όποιος δημοκρατικός πολίτης αμφισβητεί ότι είναι έτσι τα πράγματα δεν έχει παρά απέναντι στους πιθανότατα επτά υποψηφίους για την ηγεσία του νέου φορέα –δηλαδή, με αλφαβητική σειρά, τον Ανδρουλάκη, τη Γεννηματά, τον Θεοδωράκη, τον Καμίνη, τον Κωνσταντινόπουλο, τον Μανιάτη και τον Ραγκούση που, όποιος και αν κερδίσει, όλοι μαζί θα αποτελούν την ηγετική ομάδα της νέας Παράταξης- να αντιπαρατάξει έναν αντίστοιχο αριθμό από αυτούς που κυβερνούν σήμερα τη χώρα.
Αν βρει κάποιος στις τάξεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ μια εξάδα στελεχών που να υπερέχει των επίδοξων ηγετών του Κέντρου, δεν έχει παρά να μείνει σπίτι του στις 5 Νοεμβρίου. Ή, έστω, να πάει να κλάψει μαζί με τον Παναγιώτη Κουρουμπλή, ο οποίος, όταν δεν σκέφτεται πως θα κάνει off shore το Άγιο Όρος, ψάχνει νησί που να πουλάει αφορολόγητα μαντίλια για να σκουπίσει τα ασταμάτητα δάκρυα που του τρέχουν από τον… πόνο που του προκαλεί το γεγονός ότι δεν τιμάται επαρκώς η μνήμη του Ανδρέα…

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η… σωτηρία του «εγώ από αυτόν δεν χάνω…»


«Εγώ από αυτόν δεν χάνω…», είναι η φράση που, σύμφωνα με συνομιλητές του, χρησιμοποιεί πολύ συχνά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κάθε φορά που αναφέρεται στον βασικό αντίπαλό του, τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, σε βάρος του οποίου καταμαρτυρεί τα μύρια όσα.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι κατ΄ ιδίαν συζητήσεις του πρωθυπουργού που αποπνέουν την αλαζονική αμετροέπεια με την οποία συνηθίζει να εκφράζεται τόσο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και για τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, όπως για τη Φώφη Γεννηματά και τον Σταύρο Θεοδωράκη. 
Λίγο ως πολύ, στο ίδιο μήκος κινείται και ο δημόσιος λόγος του, στον οποίο κυριαρχούν οι μισαλλόδοξες συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις, η δίκη προθέσεων και η δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων του. Ένα μικρό απάνθισμα από την τελευταία ομιλία του στη Βουλή είναι άκρως χαρακτηριστικό. 
«Εσείς τα δίνετε όλα στον κ. Μητσοτάκη», έψεξε την επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης που λίγο νωρίτερα είχε αποκαλύψει το κάλπη-κο σχέδιό του για την εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου που ήταν έτοιμος να δρομολογήσει, με σαφή πρόθεση να διαιωνίσει την παραμονή του στο Μαξίμου και να κόψει τον δρόμο του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας προς την πρωθυπουργία.
Έβαλε ακόμη εναντίον της κυρίας Γεννηματά, υποστηρίζοντας ότι δεν συμφωνούν με την κριτική της προς τον ΣΥΡΙΖΑ «η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία», αλλά και «ο κόσμος που ακολουθεί ιστορικά την παράταξή σας», εμφανιζόμενος ως αυθεντικός εκφραστής τόσο των ευρωσοσιαλιστών όσο και των οπαδών του ΠΑΣΟΚ.
Αλλά εκεί που έδειξε όλο το μένος του ήταν κατά του προέδρου της ΝΔ. «Είναι βαθιά η ταξική αντιπαλότητα που βγάζετε μέσα από τις πολιτικές σας αναφορές», του είπε, υπερασπιζόμενος τον διάσημο συνεργάτη του Νίκο Καρανίκα, ο οποίος μέχρι να στρογγυλοκαθίσει στην παχυλά αμειβόμενη θέση του πρωθυπουργικού συμβούλου υποστήριζε ότι «η καριέρα είναι χολέρα». 
«Το μοναδικό σας σχέδιο είναι: “Βάστα Σόιμπλε και βάστα ΔΝΤ”», ισχυρίστηκε ακόμη απευθυνόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Για να καταλήξει στην ομιλία του λέγοντας: «Οι διαχωριστικές γραμμές, όμως, έχουν ήδη χαραχθεί. Εμείς με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, εσείς με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και μ’ αυτή την αλαζονική, αντιαισθητική ελίτ να παλεύετε για την παλινόρθωσή σας, αλλά ο τροχός της ιστορίας έχει ήδη γυρίσει».
Αναγνωρίζοντας και «του στραβού το δίκιο», πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που εμφανίζεται πεπεισμένος για το μόνιμο γύρισμα του τροχού της ιστορίας υπέρ της δικής του εξουσίας. Τα ίδια, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, πίστευαν οι περισσότεροι προκάτοχοί του. Οι οποίοι επίσης διακατέχονταν από την αυτάρεσκη βεβαιότητα του «εγώ από αυτόν δεν χάνω…» όταν αναφέρονταν στους αντιπάλους τους.
Ποιον να πρωτοθυμηθούμε; Τον Κώστα Καραμανλή που πίστευε ότι ήταν άτρωτος απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου μέχρι που ηττήθηκε με διαφορά δέκα μονάδων; Ή τον Αντώνη Σαμαρά που δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την ιδέα της επικράτησης του Αλέξη Τσίπρα; Για να μην πάμε πίσω στην… αιώνια αντιπαλότητα Παπανδρέου-Μητσοτάκη που δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους δύο να πιστέψει ότι θα έχανε από τον άλλο.
Παρά ταύτα και χωρίς να έχουν πει τόσα μαζεμένα ψέματα ή να  έχουν διαψεύσει τόσες προσδοκίες, όπως ο νυν πρωθυπουργός, ουδείς τους ξέφυγε από το μοιραίο γύρισμα του τροχού της ιστορίας που έφερε τους αντιπάλους τους στην εξουσία και εκείνους στην αντιπολίτευση. Γι΄ αυτό και είναι πλέον ή βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί και με τον κ. Τσίπρα.
Πόσω μάλλον που, σύμφωνα με όλες ανεξαιρέτως τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι ο μόνος εν ενεργεία πρωθυπουργός που υπολείπεται τόσο πολύ σε όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα –πρόθεση ψήφου, δημοφιλία, παράσταση νίκης, κλπ- από τον βασικό αντίπαλο του. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, η οίηση, η οποία είναι εμφανές πλέον ότι έχει καταλάβει τον Αλέξη Τσίπρα, όπως εύκολα διαπίστωνε όποιος παρακολούθησε την τελευταία κόντρα που είχε με τους άλλους αρχηγούς στη Βουλή, μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί η… σωτηρία της ταλαιπωρημένης από την αέναη στασιμοχρεοκοπία χώρας.
Αν πράγματι ο σημερινός ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου έχει όντως πιστέψει στο «εγώ από αυτόν δεν χάνω…», υπάρχει μια ελπίδα να αποτολμήσει την προσφυγή στις κάλπες το επόμενο διάστημα καθώς θα πληθαίνουν τα αδιέξοδα στον ορίζοντα. Αλλιώς, η λύση στο ελληνικό δράμα θα αργήσει. Και οι συνέπειες της αργοπορίας θα είναι, αναμφίβολα, πολύ οδυνηρές.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Οι Κασσάνδρες (πάντα) επιβεβαιώνονται!



Είναι απορίας άξιον αν ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (LSE) Νίκος Μουζέλης, θεωρούμενος το πάλαι ποτέ ως «γκουρού» του εγχώριου εκσυγχρονισμού, μπήκε στον κόπο να παρακολουθήσει τη συζήτηση της περασμένης Δευτέρας στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή. Και, πολύ περισσότερο, αν έκανε αυτόν τον κόπο προτού καθίσει και γράψει την επιστολή που έστειλε στους παλαιούς συνοδοιπόρους του από τον χώρο της Κεντροαριστεράς για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στην Κυβερνητική Επιτροπή για την Συνταγματική Αναθεώρηση.
Στην επιστολή του, ο κ. Μουζέλης χαρακτήριζε, ανάμεσα σε άλλα ηχηρά παρόμοια, ως «ακραία “κασσανδρική” φαντασίωση» την κριτική που ασκούν όλο και περισσότεροι προς την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για τη ροπή που εμφανίζει προς οικοδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος καθυπόταξης των μέσων ενημέρωσης, της Δικαιοσύνης και εν γένει των θεσμών που συγκροτούν το πλέγμα λειτουργίας της δημοκρατικής Πολιτείας, όπως την ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα είχε μεγάλη αξία να παρακολουθούσε κανείς τις αντιδράσεις του συγκεκριμένου κυρίου καθηγητή, όπως και ορισμένων άλλων ομοϊδεατών από τον χώρο του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» που ανακάλυψαν αρκετά όψιμα, αφού είναι ήδη συνταξιούχοι, τις αρετές της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που υποτίθεται εκφράζουν οι σημερινοί κυβερνώντες, όταν άκουγαν τον επικεφαλής των τελευταίων Αλέξη Τσίπρα να επιτίθεται στην…  επάρατο εποχή Σημίτη.
Δικαίωμα, προφανώς, του κ. Τσίπρα να έχει τις απόψεις του για οποιαδήποτε πολιτική περίοδο, αλλά δεν ήταν αυτό το ζήτημα που ανέκυψε από τον ανοίκειο και ισοπεδωτικό τρόπο με τον οποίο μίλησε στη συζήτηση στη Βουλή. Εκείνο που περισσότερο εντυπωσίασε ήταν το  ύφος που χρησιμοποίησε και κυρίως το ήθος που απέπνεε ο ακραία διχαστικός λόγος του. Από κοινού με τους ανατριχιαστικούς υπαινιγμούς για τους πολιτικούς του αντιπάλους, όπως την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά.
«Δεν είναι εδώ η κ. Γεννηματά για να της πω ότι μαθαίνω τώρα τελευταία ότι οργανώνει και δείπνα με βασικό μενού την ίδια», ήταν η αποστροφή που βγήκε από το στόμα ενός πρωθυπουργού, ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Μουζέλη, «πρέπει να στηριχθεί από όλους που δεν επιθυμούν το grexit». Τον ίδιο πρωθυπουργό που με μοναδική θρασύτητα συνέχισε λέγοντας: «Δεν ξέρω, βεβαίως, αν σε αυτά τα δείπνα συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων. Έτσι ακούω, ότι συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων».
Τον πρωθυπουργό που μάλλον χωρίς την παραμικρή επίγνωση του ποιος μιλάει και σε ποιον απευθύνεται συμπλήρωσε:  «Και μην νομίζετε ότι επειδή τώρα τελευταία έρχεστε εδώ στη Βουλή και μιλάτε μια γλώσσα που μοιάζει περισσότερο σε αυτά που λέει ο κ. Λαφαζάνης, δεν φοράτε αυτά τα φορέματα. Αυτά τα φορέματα φοράτε. Τα φορέματα των κυβερνήσεων Σημίτη και των σκανδάλων εκείνης της περιόδου που θα σας κυνηγάνε πολιτικά».
Το ότι χειροκροτήθηκε η συγκεκριμένη αποστροφή του από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δεν προκάλεσε καμία ιδιαίτερη εντύπωση. Τουλάχιστον τόση εντύπωση όση έκανε το γεγονός ότι ουσιαστικά είχε «πάρει πάσα» για να επιχειρήσει να αποδομήσει την περίοδο Σημίτη από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην αρχηγό της ΕΥΠ επί κυβερνήσεων Καραμανλή και τώρα αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελλόπουλο.
 Αν και παλαιός δικαστικός, ο κ. Παπαγγελλόπουλος δεν είχε καμία συστολή ή δυσκολία, να εκφράσει τις απόψεις του ακόμη και επί υποθέσεων που τελούν υπό δικαστική εκκρεμότητα. «Ξέχασα, επίσης, να πω ότι στο πάρτι των εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν είναι δυνατόν να πληρώνουν μόνον ο Τσοχατζόπουλος και ο Σμπώκος, ότι υπήρχε και ένα ΚΥΣΕΑ», ανέφερε. Και αφού αναρωτήθηκε: «Εκεί τουλάχιστον δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες;», συνέχισε ο υπουργός του κ. Τσίπρα: «Επίσης, υπήρξε και ένα “Σουάπς”, που ξέχασα να το πω».
Και ήταν αυτά τα λόγια που λειτούργησαν ως προπομπός για τη συνέχεια που έδωσε ο ίδιος πρωθυπουργός με την επίθεση που εξαπέλυσε στη Φώφη Γεννηματά και την προσπάθεια που κατέβαλε να αντικρούσει την κριτική της αντιπολίτευσης για «ορφανά του Τσοχατζόπουλου» που περιμάζεψε στο κόμματου. Και τα οποία για τον ίδιο δεν είναι παρά «αγωνιστές που κάποια στιγμή, μέσα στο κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν έβλεπαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τα ιδανικά που ανιδιοτελώς υπηρετήσαν με αγώνες για χρόνια, και συνάντησαν το ΣΥΡΙΖΑ».
Όλα αυτά, προφανώς, συμβάλουν προς τον «εκδημοκρατισμό του Πολιτεύματος» που φαίνεται να αποτελεί τον καινούργιο στόχο στον οποίο έχει στρατευθεί ο άλλοτε «εκσυγχρονιστής» κ. Μουζέλης που ψέγει όσους δεν συμμερίζονται  τις απόψεις του. Και φθάνει μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι «όλες τις δημοκρατικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις πρέπει να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη κριτική προς την κυβέρνηση για να μην δημιουργηθεί η επικίνδυνη εντύπωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται για ένα κόμμα εκτός του λεγόμενου “δημοκρατικού τόξου”».
Τι ωραία, αλήθεια! Είναι η… μη ισορροπημένη κριτική της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, την οποία αποφάσισε να υπηρετήσει ο κ. καθηγητής, που ευθύνεται για τον επαπειλούμενο «διχασμό που θα υπέσκαπτε το με θυσίες αποκτημένο μεταπολιτευτικό δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας». Και όχι τα λόγια και, πάνω από όλα, οι πράξεις του πρωθυπουργού και των υπουργών του οι οποίοι, ως εάν να είναι ακόμη στην αντιπολίτευση, απειλούν να μην αφήσουν λίθον επί λίθου στην –προβληματική, σε κάθε περίπτωση- μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Και κάτι τελευταίο: Ας έχουν υπόψιν τους όλοι όσοι χρησιμοποιούν στερεοτυπικά την ομηρική παραβολή με τις «κασσάνδρειες» προβλέψεις, τούτο:  Όλες οι προφητείες της Κασσάνδρας, που περιγράφονται στην Ιλιάδα, αποδείχθηκαν αληθινές, ασχέτως εάν δεν τις πίστευαν όσοι τις άκουγαν. Γι΄ αυτό και -σε πείσμα του κ. Μουζέλη- ας ευχηθούμε να μην αποδειχθεί «κασσανδρική» η κριτική που ασκείται προς την αγαπημένη του κυβέρνηση.