Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοσκοπήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δημοσκοπήσεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Οι δημοσκοπήσεις και τα πέντε στάδια του πένθους

 Παρότι η κυβέρνηση έδειξε διάθεση να… κοιμηθεί στις δάφνες που αποκόμισε από την έγκαιρη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού όταν ξέσπασε η πανδημία του κορωνοϊού στις αρχές της περασμένης άνοιξης, οι πολίτες φαίνεται να της δίνουν ακόμη μεγάλη ανοχή.

Σε δύο νέες δημοσκοπήσεις που είδαν το φως της δημοσιότητας αυτές τις μέρες, επιβεβαιώνεται ότι οι επιδόσεις του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης παραμένουν συγκριτικά πολύ καλύτερες από τις αντίστοιχες του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης και του κόμματός του.

Ο ήπιος πολιτικός λόγος τον οποίο χρησιμοποιεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του φαίνεται να του αποφέρει κέρδη, τα οποία υπερκαλύπτουν τις ζημιές από το γεγονός ότι στους έξι και πλέον μήνες που παρήλθαν από την εμφάνιση του πρώτου κύματος της πανδημίας δεν έγιναν όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν γίνει για να προετοιμαστούν η χώρα και η κοινωνία για το δεύτερο κύμα που τώρα ενσκήπτει εντονότερο.

Στον αντίποδα, ο Αλέξης Τσίπρας όχι μόνον δεν αποκομίζει οφέλη από τον οξύτατο λόγο στον οποίο καταφεύγει για να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση –με αποκορύφωμα την επιμονή του να επιβάλει στο κόμμα του τον όρο «πολιτικός απατεώνας» που προσδίδει στον νυν πρωθυπουργό-, αλλά μάλλον καταγράφει απώλειες με τη στρατηγική της μετωπικής αντιπαράθεσης που έχει χαράξει, αμφισβητώντας προθέσεις και επιτεύγματα των αντιπάλων του που οι πολίτες τους τα πιστώνουν.

Τόσο στην προ δεκαπενθημέρου δίδυμη παρέμβαση του από την Θεσσαλονίκη όσο και στο τελευταίο μήνυμα του προς τους πολίτες ο πρωθυπουργός επέλεξε να παρουσιάσει τις θέσεις και τις απόψεις τους, αποφεύγοντας επιμελώς να ανταποδώσει τα πυρά που εξακοντίζουν εναντίον του οι πολιτικοί του αντίπαλοι. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε δεν έκανε σχεδόν καμία προσωπική αναφορά στον προκάτοχό του. Καλώς ή καλώς επέλεξε σε όλα τα θέματα –πανδημία, οικονομία, ελληνοτουρκικά, κ.ά.- να περιγράψει το δικό του αφήγημα.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας σχεδόν σε όλες τις ερωτήσεις που δέχθηκε στο τετράωρο που διήρκησε η δική του συνέντευξη απάντησε με ονομαστικές αναφορές στον διάδοχό του και με σταθερά επικριτική διάθεση. Δεν περιορίστηκε να ασκήσει κριτική εκεί που όντως η κυβέρνηση δεν τα έχει πάει καλά, αλλά της επιτέθηκε ακόμη και εκεί που ήταν σαφές ότι τα περιθώρια κριτικής μέσα στα οποία μπορούσε να κινηθεί ήταν πολύ στενά. Μοιραία, λοιπόν, δεν κατάφερε να αποφύγει τις αντιφάσεις από τις οποίες χαρακτηρίζεται τον τελευταίο χρόνο η πολιτική του, γεγονός που αντανακλάται και στις διαρκείς εσωκομματικές αναταραχές.

Ο ισχυρισμός, για παράδειγμα, ότι η επιτυχία της Ελλάδας στην πρώτη φάση της πανδημίας οφείλεται αποκλειστικά στην υπευθυνότητα των πολιτών, αλλά όχι στην ενεργοποίηση της κυβέρνησης, είναι τουλάχιστον αντιφατικός όταν συνοδεύεται με έντονη κριτική προς την κυβέρνηση που επικαλείται την ατομική ευθύνη για να αυτοπροστατευθούν οι πολίτες από την εξάπλωση της πανδημίας. Είναι, άλλωστε, ζήτημα κοινής λογικής να αναγνωρίσει κανείς ότι χωρίς την ατομική ευθύνη του καθενός μας, καμία κυβέρνηση και κανένα κράτος δεν μπορεί να φρενάρει τη διάδοση της πανδημίας.

Από την άλλη, μια παράταξη που διεκδικεί την εξουσία, από την οποία αποχώρησε μόλις πριν από δεκατέσσερις μήνες, δεν μπορεί να ενστερνίζεται πρωτοβουλίες για καταλήψεις σχολείων που βρίσκουν σύμφωνες μόνον κοινωνικές μειοψηφίες που αρέσκονται στην ακραία ρητορική.

Οι μετριοπαθείς πολίτες που εκλέγουν τις κυβερνήσεις και στην παρούσα φάση ανησυχούν σφόδρα για τις βαριές συνέπειες που έχει στις ζωές τους η πανδημία είναι βέβαιο ότι δεν συγκινούνται από τις καταλήψεις. Είναι, μάλιστα, πολύ πιθανό το ενδεχόμενο να έτειναν ευήκοον ους σε μια στοιχειοθετημένη κριτική για τα πραγματικά προβλήματα και τις αδυναμίες που διαπιστωμένα υπάρχουν στην εκπαίδευση, όπως και σε άλλους τομείς ης δημόσιας ζωής.

Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν είναι διόλου τυχαίο ότι η πλειονότητα των Ελλήνων επιβραβεύει τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του επειδή προφανώς τους συγκρίνει με την πολιτική ομάδα που αποδοκιμάστηκε για τον διχαστικό τρόπο με τον οποίο διακυβέρνησε τη χώρα την προηγούμενη πενταετία και, πάρα ταύτα, επιμένει πεισματικά στο ίδιο ακριβώς μοτίβο της μισαλλόδοξης δαιμονοποίησης όποιου δεν συμφωνεί και δεν συντάσσεται μαζί τους.

Είναι προφανές ότι, με ψυχαναλυτικούς όρους, η ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται στα πολύ πρώιμα στάδια του πένθους που αισθάνονται από την απώλεια της εξουσίας. Οι πιο πολλοί, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον Παύλο Πολάκη και τη Θεοδώρα Τζάκρη, κινούνται ακόμη ανάμεσα στην άρνηση και στον θυμό.

Κάποιοι λίγοι, όπως ίσως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, έχουν περάσει στο τρίτο στάδιο που είναι η διαπραγμάτευση. Όλοι τους, όμως, δείχνουν να θέλουν πολύ χρόνο για να φτάσουν στο τέταρτο στάδιο που είναι η κατάθλιψη. Πόσω μάλλον στο πέμπτο στάδιο που είναι η αποδοχή της πραγματικότητας.

Όσο γρηγορότερα, πάντως, το κάνουν τόσο το καλύτερο για τους ίδιους, το επίπεδο της πολιτικής αντιπαράθεσης αλλά και την ποιότητα της διακυβέρνησης στη χώρα.

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Εκπλήσσεται κανείς από το δημοσκοπικό double score;


Καθώς το πρώτο κύμα της πανδημίας του κορωνοϊού φαίνεται να ακολουθεί πλέον φθίνουσα πορεία, ίσως είναι η κατάλληλη ώρα για έναν πρώτο απολογισμό σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισαν οι βασικές εγχώριες πολιτικές δυνάμεις την πρωτόγνωρη αυτή δοκιμασία για ολόκληρο τον πλανήτη.
Η στάση και η συμπεριφορά της κυβέρνησης είναι λίγο ως πολύ γνωστές. Και μάλλον μη αμφισβητούμενες, τουλάχιστον από την μεγάλη πλειονότητα της κοινής γνώμης, η οποία, όπως όλες οι μετρήσεις δείχνουν, επιβραβεύει τον πρωθυπουργό και την κυβερνητική παράταξη.
Σχεδόν από παντού, άλλωστε, αναγνωρίζεται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το επιτελείο του κινήθηκαν εγκαίρως, κινητοποίησαν όλες τις δυνάμεις που διέθετε η χώρα, ενώ έπεισαν και τους πολίτες να ακολουθήσουν τις υποδείξεις των ειδικών.
Η συνταγή που ακολούθησαν οι κυβερνώντες ήταν πολύ απλή. Χωρίς να χρειαστεί να… εφεύρουν εκ νέου την πυρίτιδα, κατέφυγαν στους ειδικούς ζητώντας τα φώτα των γνώσεων τους. Άφησαν κατά μέρος τις κομματικές παρωπίδες που έκαναν αρκετά από τα στελέχη του χώρου τους να ζητούν μέχρι πρότινος την αποκαθήλωση του ΕΣΥ.
Αποφεύγοντας, μάλιστα, τις ακραίες υποδείξεις αντιπάλων τους για «εδώ και τώρα» επίταξη του ιδιωτικού τομέα της υγείας, προώθησαν τη συνεργασία με το δημόσιο σύστημα υγείας, αυξάνοντας τη «δύναμη πυρός» με την οποία το τελευταίο οργάνωσε την άμυνα απέναντι στην πανδημία.
Αλλά και στο οικονομικό πεδίο οι κυβερνητικοί ιθύνοντες κινήθηκαν χωρίς ιδεοληπτικές εμμονές. Υιοθετώντας στην πράξη τις αρχές του κεϋνσιανισμού, αναγνώρισαν χωρίς περιστροφές ότι «η αγορά δεν έχει πάντα τις λύσεις» και άπλωσαν δίχτυ προστασίας για τη διάσωση των επιχειρήσεων και των θέσεων εργασίας.
Αν για κάτι, λοιπόν, διακρίθηκε το κυβερνητικό επιτελείο τους τελευταίους μήνες, κακά τα ψέματα αυτό δεν ήταν τίποτε άλλο από τον υψηλό βαθμό προσαρμοστικότητας στην πραγματικότητα που επέδειξαν ο πρωθυπουργός και οι στενοί του συνεργάτες.        
Από την άλλη είναι αποκαρδιωτικό να βλέπει κανείς τους αντιπάλους της κυβέρνησης και κατά βάση την ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να… αντιπολιτεύονται την πραγματικότητα. Και για μην θεωρηθεί ότι ενέχει στοιχεία υπερβολής η συγκεκριμένη επισήμανση, ας δούμε την εξέλιξη που είχαν κάποια συγκεκριμένα γεγονότα.    
            Πριν από περίπου ενάμιση μήνα, όταν η πανδημία ήταν στην κορύφωσή της, ο πρώην πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό «Κόντρα», δήλωνε επί λέξει: «Διότι εάν είναι (η Ελλάδα) η τελειότερη στον κόσμο, τι να πούνε οι γείτονές μας, γιατί δεν είναι μόνο η Ιταλία γειτονική χώρα. Δηλαδή ο Ράμα που έχει μόνο 25 θανάτους είναι θεός. Ή ο Μπορίσοφ που έχει 35 είναι και αυτός ημίθεος. Δεν είναι έτσι τα πράγματα».
Στο ανώτατο, δηλαδή, επίπεδο, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης αμφισβητούσε ευθέως τη θετική έκβαση που όλοι έβλεπαν ότι είχε η προσπάθεια περιορισμού της υγειονομικής κρίσης.
Στο ίδιο μήκος κύματος αρκετά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ επιμένουν ακόμη και τώρα να αποδίδουν τη πανθομολογούμενη ευνοϊκή εξέλιξη που είχε η εγχώρια καμπύλη με τα κρούσματα, αλλά και τα θύματα της πανδημίας πότε στην καλή τύχη της χώρας και πότε στη γεωγραφική της θέση.
Είναι, όμως, τα πράγματα, όπως τα… θέλουν οι αξιωματούχοι της αντιπολίτευσης; Οι αριθμοί, όταν δεν «μαγειρεύονται», λένε πάντα την αλήθεια. Εξετάζοντας, λοιπόν, συγκριτικά μια δεκάδα χωρών της ευρύτερης περιοχής των Βαλκανίων βρίσκουμε τα εξής αδιαμφισβήτητα στοιχεία:
Η Τουρκία, παρόλο που άργησε πολύ καιρό να ανακοινώσει τους πρώτους προσβληθέντες από τον ιό και ο Ερντογάν πανηγύριζε για το… τουρκικό DNA, διατηρεί πλέον τα πρωτεία, έχοντας προσώρας 1.965 κρούσματα ανά εκατομμύριο πληθυσμού.
Ακολουθούν στη δεύτερη θέση η Σερβία με 1.318 κρούσματα ανά εκατομμύριο, στην τρίτη θέση η Βόρεια Μακεδονία με 1.196, στην τέταρτη η Ρουμανία με 1.022 και στην πέμπτη η Βοσνία με 777. Έκτη είναι η Σλοβενία με 710, έβδομη η Κροατία με 547, όγδοη η Αλβανία με 411, ένατη η Βουλγαρία με 368 και δέκατη η Ελλάδα με 282 κρούσματα για κάθε εκατομμύριο κατοίκων της χώρας.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός επιδημιολόγος για να αντιληφθεί ότι η περιορισμένη εξάπλωση που είχαν τα κρούσματα στη χώρα μας ήταν προϊόν της αποτελεσματικότητας που είχαν τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν. Ούτε απαιτούνται γνώσεις λοιμωξιολογίας για να αποδεχθεί κάποιος ότι η έγκαιρη ιχνηλάτηση των επαφών όσων διαπιστώθηκε ότι προσβλήθηκαν από τον ιό είναι η κατάλληλη μέθοδος για να περιοριστεί η διασπορά της πανδημίας.
Τούτων δοθέντων, λοιπόν, οι Έλληνες πολίτες, χωρίς να είναι ούτε επιδημιολόγοι ούτε λοιμωξιολόγοι, βλέπουν την πραγματικότητα την οποία αρνείται να δει η ηγεσία και το στελεχιακό δυναμικό της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Και γι΄ αυτό δίνουν σε όλες τις πρόσφατες μετρήσεις δημοσκοπικό double score στον Κυριάκο Μητσοτάκη και στο κυβερνών κόμμα.
Εκπλήσσεται κανείς;

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο Φίσερ, ο ΣΥΡΙΖΑ και η βοώσα πραγματικότητα


Ο Αμερικανός καθηγητής Ίρβινγκ Φίσερ (1867 - 1947) υπήρξε σπουδαίος μαθηματικός οικονομολόγος και οι θεωρίες τις οποίες ανέπτυξε, στην επιστήμη της Στατιστικής και όχι μόνον, υπήρξαν πρωτοποριακές σε τέτοιο βαθμό που διδάσκονται έως τις μέρες μας.
Μεσουράνησε στο πρώτο τέταρτο του προηγούμενου αιώνα και έχει καταγραφεί στην ιστορία ως ο πρώτος διάσημος («celebrity», στη γλώσσα του) οικονομολόγος παγκοσμίως.
Εκτός από φημισμένος οικονομολόγος που σπούδασε αλλά και δίδαξε στο Γέιλ, ήταν μέγας επενδυτής και ένας εξ όσων είχαν συσσωρεύσει μεγάλα κέρδη από την τεράστια άνοδο που σημείωσε το Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Με λίγα λόγια, όλα στη ζωή του Φίσερ πήγαιναν όπως τα ήθελε, έως ότου ξέσπασε η μεγάλη χρηματιστηριακή κρίση του 1929.
Στο ξεκίνημα της μεγάλης κατρακύλας στη Γουόλ Στριτ, ο διάσημος οικονομολόγος όχι μόνον δεν είδε το τσουνάμι που ερχόταν και δεν έσπευσε να πουλήσει τα «χαρτιά» του, όπως έκαναν πανικόβλητοι πολλοί άλλοι επενδυτές, αλλά προέβαινε σε καθησυχαστικές δηλώσεις ισχυριζόμενος ότι η χρηματιστηριακή αγορά «είχε φτάσει σε ένα μόνιμα υψηλό οροπέδιο».
Ακόμη και μήνες μετά το Κραχ και ενώ η Μεγάλη Ύφεση επεκτεινόταν παγκοσμίως, ο Φίσερ, επικαλούμενος τα «μοντέλα» του, συνέχιζε να διαβεβαιώνει τους επενδυτές ότι η ανάκαμψη ήταν πολύ κοντά. Το αποτέλεσμα της επιμονής του να αγνοεί την πραγματικότητα και να μην βλέπει εκείνο που όλοι οι άλλοι –ειδικοί και μη- έβλεπαν, ήταν να χάσει μεγάλο μέρος τόσο από τον προσωπικό του πλούτο όσο και από την ακαδημαϊκή του φήμη.
Όποιος παρακολουθεί τα ευρήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων, εύκολα διαπιστώνει ότι αντίστοιχο κίνδυνο με τον Αμερικανό οικονομολόγο, που η κρίση του είχε θολώσει εξαιτίας της αλαζονείας του και δεν τον άφηνε να «διαβάσει» σωστά όσα συνέβαιναν γύρω του το δυστοπικό 1929, κινδυνεύει η αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα μας επειδή αρνείται να αναγνωρίσει τη νέα κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα που διαμορφώνεται με την επέλαση του κορωνοϊού και την τιτάνια μάχη για την ανάσχεσή του.
Οι αγωνιώδεις και μάλλον απέλπιδες προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να βρουν αφορμές ώστε να αμφισβητήσουν τη θετικά διαφοροποιημένη εικόνα που επικρατεί στην Ελλάδα σε σχέση με πολλές άλλες χώρες, όχι μόνον δεν αποδίδει καρπούς στο μέχρι πριν από λίγους μήνες κυβερνών κόμμα, αλλά μάλλον το εκθέτει ανεπανόρθωτα.
Όταν μέσα ενημέρωσης και προσωπικότητες από ολόκληρο τον πλανήτη προβάλλουν την Ελλάδα ως το θετικό παράδειγμα, οι συνεργάτες του Αλέξη Τσίπρα επιτίθενται με ανοίκειο τρόπο στον «σταρ της πανδημίας», στον δημοφιλέστερο Έλληνα που πανθομολογουμένως είναι ο εξαίρετος καθηγητής Λοιμωξιολογίας Σωτήρης Τσιόδρας.
Την ίδια ώρα βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ «κατασκευάζουν» δικής τους επινόησης στατιστικές με τις οποίες επιχειρούν να αμφισβητήσουν την αποτελεσματικότητα που είχε η έγκαιρη λήψη περιοριστικών μέτρων και αποτυπώνεται παραστατικά στον αριθμό των κρουσμάτων που έχουμε στη χώρα μας και των θυμάτων που θρηνούμε.
Υπό αυτές τις συνθήκες, μάλλον δεν πρέπει να εκπλήσσεται κανείς ούτε από το άνοιγμα της ψαλίδας στην πρόθεση ψήφου υπέρ της ΝΔ και στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Είναι, άλλωστε, ακόμη πιο αποκαλυπτικό το γεγονός ότι το 80,4% των πολιτών, σύμφωνα με την πλέον πρόσφατη μέτρηση της εταιρίας Marc, θεωρεί αναγκαία τα μέτρα που λήφθηκαν λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού και μόνο το 8,7% τα βρίσκει υπερβολικά.
Ούτε βεβαίως μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο ότι μόλις και μετά βίας το 20,7% των ερωτηθέντων βρίσκουν ρεαλιστικά τα μέτρα που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ, ενώ το 43,8% των πολιτών τα βρίσκει μη ρεαλιστικά και ανάμεσα τους είναι οι μισοί από όσους ψήφισαν το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης στις τελευταίες εκλογές.
Υπάρχει βεβαίως και ένα ποσοστό της τάξης του 26,9% που δηλώνει ότι «δεν έχει ακούσει» για τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που ίσως μπορεί να επιχειρηθεί να αποτελέσει ένα είδος μάχης οπισθοφυλακής, από αυτές που συνηθίζει δίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατηγορώντας συλλήβδην τα μέσα ενημέρωσης ότι δεν προβάλουν τις θέσεις του επειδή η κυβέρνηση τα «εξαγόρασε» με το… ιλιγγιώδες ποσό των 11 εκατ. ευρώ.
Δεν το αντιλαμβάνονται, μάλλον, αλλά η αντιπολιτευτική στρατηγική αυτού του είδους είναι άγονη και αδιέξοδη. Γιατί, αλήθεια, με εξαίρεση τους λίγους φανατικούς, ποιος πολίτης μπορεί να πιστέψει ότι είναι άλλη η πραγματικότητα από αυτήν που βλέπει, επειδή η κυβέρνηση αποφάσισε, όπως και άλλες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, να στηρίξει τον χειμαζόμενο κλάδο της ενημέρωσης;
Μπορεί, οποιοσδήποτε εχέφρων άνθρωπος να πιστέψει ότι τα μέσα ενημέρωσης τα οποία σέβονται τον εαυτό του και στελεχώνονται από επαγγελματίες δεν θα ασκούσαν κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη εάν είχε συμπεριφερθεί όπως οι κυβερνήσεις του Τραμπ, του Ερντογάν, του Τζόνσον ή –ακόμη, ακόμη- και του Μακρόν ο οποίος, όταν εδώ στην Ελλάδα έκλειναν τα σχολεία, επέτρεπε στη Γαλλία τη διεξαγωγή δημοτικών εκλογών;
Αντί, λοιπόν, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προσπαθεί να βγάλει… από τη μύγα ξύγκι», θα ήταν αποδοτικότερο και για την ίδια και για τους πολίτες να έπαυε να φαντασιώνεται συνωμοσίες και να έβλεπε κατάματα την πραγματικότητα, όπως αποτυπώνεται στις απαντήσεις σύμφωνα με τις οποίες μόνον ένας στους δέκα Έλληνες πιστεύει ότι θα ήταν καλύτερα τα πράγματα αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, ενώ το 51% πιστεύει ότι θα ήταν χειρότερα.
Το καλύτερο, λοιπόν, που έχουν να κάνουν στον ΣΥΡΙΖΑ, αφού μόλις πριν από λίγους μήνες παρέδωσε την εξουσία, είναι να διεκδικήσουν μερίδιο από την επιτυχία. Το οποίο θα μπορέσουν να αποσπάσουν υποστηρίζοντας με θετική προαίρεση ότι δεν έγιναν όλα το τελευταίο εννεάμηνο, αντί να γκρινιάζουν αρνούμενοι την πραγματικότητα που βοά μπροστά στα μάτια και στα αυτιά όλης της υφηλίου.
Όσο αρνούνται την βοώσα πραγματικότητα, θα πληρώνουν βαρύ τίμημα, χάνοντας πλούτο και φήμη, όπως ο καθηγητής Φίσερ…        

Πέμπτη 30 Μαΐου 2019

Δεν ψιχάλισε, κύριε Τσίπρα, την Κυριακή. Σας έφτυσαν!


Είναι, από μια άποψη, άκρως διασκεδαστικό να ακούει και να διαβάζει κανείς αυτές τις πρώτες μετεκλογικές ημέρες στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και… «ενσωματωμένους» δήθεν εμβριθείς αναλυτές από τον χώρο των μέσων ενημέρωσης, οι οποίοι μέχρι το απόγευμα της Κυριακής εκθείαζαν τη «μεγάλη πολιτική στόφα» του Αλέξη Τσίπρα, να προσπαθούν τώρα να βρουν έναν ή περισσότερους αποδιοπομπαίους τράγους για να τους φορτώσουν την ευθύνη για τη συντριβή στις ευρωκάλπες.
Ψάχνουν, με άλλα λόγια, θύματα ούτως ώστε να μείνει στο απυρόβλητο ο… «άχαστος» αρχηγός και να μη γίνει ούτε τώρα αντιληπτός ο σανός με τον οποίο τάιζαν επί τέσσερα και πλέον χρόνια το ακροατήριό τους, επιμένοντας, κόντρα στην πραγματικότητα, να αρνούνται την αλήθεια των αριθμών που έδειχναν ότι ο κ. Τσίπρας είχε χάσει προ πολλού την έξωθεν καλή μαρτυρία που είχε όσο ήταν στην αντιπολίτευση, αλλά και τον πρώτο καιρό της διακυβέρνησής του όταν επιδίδονταν σε λεονταρισμούς δήθεν αντίστασης προς τους δανειστές.
Από τις αρχές του 2016, οπότε εξελέγη στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έγινε ο πρώτος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης  που υποσκέλιζε τον εν ενεργεία πρωθυπουργό στο ερώτημα για το ποιος είναι καταλληλότερος για να αναλάβει το αξίωμα. Κάτι τέτοιο δεν είχε συμβεί ποτέ νωρίτερα. Ούτε με τον Κώστα Καραμανλή, που δεν ξεπέρασε ποτέ τον Κώστα Σημίτη. Ούτε με τον Γιώργο Παπανδρέου, που ήταν σταθερά πίσω από τον Καραμανλή, ακόμη και όταν τον κέρδισε με 10 μονάδες. Ούτε με τον Αντώνη Σαμαρά, ο οποίος θεωρείτο καταλληλότερος του κ. Τσίπρα μέχρι τη στιγμή που ηττήθηκε στην αναμέτρηση του Ιανουαρίου του 2015.
Κατά έναν παράδοξο τρόπο και σε πείσμα της αριθμητικής πραγματικότητας, η οποία μέχρις ενός χρονικού σημείου αποτυπωνόταν και στον φιλοκυβερνητικό Τύπο (η Αυγή και η Εφημερίδα Συντακτών δημοσίευαν τακτικά έρευνες, αλλά σταμάτησαν να το κάνουν αφότου όλα τα ευρήματα ήταν αρνητικά για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ), η περιρέουσα ατμόσφαιρα που εντέχνως δημιουργούνταν ήταν ότι «ο Αλέξης Τσίπρας “τον έχει” τον Κυριάκο Μητσοτάκη». Μέχρι που αποδείχθηκε το αντίθετο όταν άνοιξε η κάλπη της περασμένης Κυριακής και έγιναν καταγέλαστοι οι πολυποίκιλοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί που αναμασούσαν όσα περιλαμβανόταν στα διαβόητα non paper των υπογείων του Μαξίμου.       
Οι ίδιοι, λοιπόν, οι οποίοι έλεγαν και έγραφαν συνεχώς και ακαταπαύστως ότι «ο πρωθυπουργός παίρνει πάνω του το παιχνίδι», ότι «κλείνει την ψαλίδα» και δεν «χάνει από τον Μητσοτάκη», εμφανίζονται πλέον ως να έχουν απωθήσει πλήρως από τη μνήμη τους τους δοξαστικούς ύμνους που ανέπεμπαν μέχρι χθες για τις ικανότητες του «ηγέτη». Και, αντ΄ αυτού, επιτίθενται στην «αυλή του Μαξίμου», στους «μηχανισμούς της Κουμουνδούρου», στον «αψύ» Παύλο Πολλάκη, στους «μουσαφίρηδες» παλαιοΠΑΣΟΚους που έπιασαν τα πόστα, στον Χριστόφορο Βερναρδάκη και στις εταιρίες που έδιναν λανθασμένη εικόνα για τις πραγματικές διαθέσεις της κοινής γνώμης.
Από που και έως που, όμως, είναι μόνος υπεύθυνος ο Βερναρδάκης για τη λανθασμένη εικόνα του κ. Τσίπρα; Δεν θα μείνουμε μόνον στο προφανές ερώτημα «ποιος διόρισε υφυπουργό τον Βερναρδάκη;», αλλά θα πάμε και ένα βήμα παραπάνω: Άλλα κανάλια πληροφόρησης δεν είχε ο πρωθυπουργός; Του έκρυβαν την πραγματικότητα; Ή απέστρεφε ο ίδιος το πρόσωπό του από την αληθινή εικόνα για να μη χαλάσει τις αυταπάτες του;
Το «Θέμα» την περασμένη Κυριακή κατέγραψε 21 διαφορετικές δημοσκοπήσεις που διενεργήθηκαν και είδαν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο δίμηνο. Ο μέσος όρος της διαφοράς ΝΔ - ΣΥΡΙΖΑ που προέκυπτε από τις μετρήσεις αυτές, που έγιναν από εννέα διαφορετικές εταιρίες, ήταν 7,5 μονάδες. Και με απλή αναγωγή της αδιευκρίνιστης ψήφου, εύκολα κατέληγε κανείς στο συμπέρασμα ότι το γαλάζιο προβάδισμα προσέγγιζε το 9%.
Η εφημερίδα κυκλοφόρησε το πρωί του Σαββάτου. Άραγε, μέχρι το μεσημέρι της Κυριακής που άρχισαν να βγαίνουν τα στοιχεία από τα exit polls, δεν πέρασε κανένα φύλο στο Μέγαρο Μαξίμου για να προϊδεαστούν για την επερχόμενη ψυχρολουσία; Είναι δυνατόν να μη τα έβλεπε αυτά ο κ. Τσίπρας και, αντιθέτως, να πίστευε τα fake news που διακινούσε ο Ευάγγελος Αντώναρος ή τις «δημοσκοπήσεις των πρεσβειών» που ονειρευόταν το στέλεχος της Κουμουνδούρου που ακούει στο όνομα Σκορίνης;
Ας μην αυταπατώμεθα κι εμείς, όμως. Τα πράγματα είναι μάλλον απλά, ακόμη και μέσα στη φαινομενική πολυπλοκότητά τους. Τώρα, εξάλλου, διαθέτουμε απτά στοιχεία για να τεκμηριώσουμε όλα όσα υποστηρίζαμε τα τελευταία χρόνια για τον απερχόμενο πρωθυπουργό. Κακά τα ψέματα, ο Αλέξης Τσίπρας δεν εισέφερε τίποτε καινούργιο στην πολιτική ζωή της χώρας. Εκτός από το περισσό θράσος που τον χαρακτηρίζει και το οποίο αξιοποίησε στο έπακρο.
Θα περάσει στην ιστορία ως ο μακροβιότερος μνημονιακός πρωθυπουργός που πέτυχε αυτό το ρεκόρ για συγκυριακούς και μόνον λόγους: διατηρήθηκε στην εξουσία με ασύλληπτους εκμαυλισμούς και με πρωτοφανείς παλαιοκομματικές μεθοδεύσεις που μπροστά τους ωχριά η Αποστασία του 1965. Όλα αυτά τα χρόνια μηρύκαζε συνθήματα του παρελθόντος που ήταν σε ευθεία αντίθεση με την κυβερνητική πρακτική, αλλά και την προσωπική συμπεριφορά, που ακολουθούσε.
Διατυμπάνιζε ότι εκπροσωπούσε «την Ελλάδα των πολλών», ενώ είναι ο άνθρωπος που κατήργησε το ΕΚΑΣ. Αναπαρήγαγε συμπεριφορές καταδικασμένες στη συλλογική μνήμη, υβρίζοντας –απευθείας ή δια του… Πολάκη- σκαιότατα τους αντιπάλους του και όποιον άλλον ο ίδιος και η παρέα του κατέτασσαν σε αυτή την κατηγορία. Προσέβαλε χωρίς αιδώ τους Έλληνες, μοιράζοντάς τους προεκλογικά φιλοδωρήματα, καθώς δεν διέθετε ούτε την ιστορική γνώση, ούτε τη συναισθηματική νοημοσύνη, για να αντιληφθεί την έκταση και τις συνέπειες της προσβολής.  
Για όλα αυτά και για πολλά άλλα (για τα οποία αποφεύγουν να μιλούν όσοι πιστεύουν ότι έτσι προσφέρουν υπηρεσίες προστασίας στην εξουσία), αποδοκιμάστηκαν ο κ. Τσίπρας και το κόμμα του. Αντί, λοιπόν, να τα ρίχνουν στον Βερναρδάκη ή στον Μπίστη, στον Σκουρλέτη ή στον Ραγκούση, στη Σβίγκου ή στην Τασία Χριστοδουλοπούλου, η οποία –πιστή στο… δόγμα ΣΥΡΙΖΑ- «δεν βλέπει ήττα», ας πάρει κάποιος την ευθύνη και ας του πει αφτιασίδωτη την αλήθεια που περικλείεται σε ένδεκα λέξεις: Κύριε Τσίπρα, δεν ψιχάλισε την περασμένη Κυριακή. Οι πολίτες σας έφτυσαν!