Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατρούγκαλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κατρούγκαλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 28 Απριλίου 2016

Κρυμμένοι στα περίκλειστα τείχη του Μαξίμου



            Με ύφος που λίγο απείχε από εκείνο των μυθικών Μαινάδων, η κυβερνητική εκπρόσωπος εγκάλεσε –κατά την προσφιλή της τακτική- την αντιπολίτευση για τη στάση που τηρεί στο μείζον ζήτημα της –υποτιθέμενης- διαπραγμάτευσης και πιο συγκεκριμένα επειδή δεν αποφασίζει «αν έχουμε πει “ναι σε όλα” ή αν οδηγούμε τη χώρα στα βράχια».  
            «Διότι και τα δύο δεν μπορεί να συμβαίνουν», απεφάνθη η Όλγα Γεροβασίλη με τη γνωστή αμετροεπή επιθετικότητα που χαρακτηρίζει τον πυρήνα των ανθρώπων που στελεχώνουν τους τελευταίους 15 μήνες το Μέγαρο Μαξίμου. Ανθρώπους, οι οποίοι μέσα στα περίκλειστα «τείχη» στα οποία ζουν φαίνεται να αγνοούν την πραγματικότητα που διαμορφώνεται πίσω από τα αστυνομικά οχήματα που προστατεύουν το πρωθυπουργικό γραφείο.
            Αν η κυρία εκπρόσωπος και οι υποβολείς της είχαν στοιχειώδη επαφή με όσα συμβαίνουν στην ελληνική κοινωνία δεν θα έθεταν τέτοια υποτιθέμενα διλήμματα. Θα είχαν αντιληφθεί ότι η πεποίθηση όλο και περισσότερων Ελλήνων είναι, πλέον, ότι και «ναι σε όλα» θα συνεχίσουν να λένε και, εν τέλει, θα οδηγήσουν τη χώρα στα βράχια.
            Μόνο στη δημοσκόπηση που δημοσίευσε η «Αυγή» την περασμένη Κυριακή να είχαν ρίξει μια ματιά θα καταλάβαιναν. Και ποια είναι τα μέχρι τώρα αποτελέσματα της πολιτικής τους. Και, πολύ περισσότερο, που οδηγούν τη χώρα. Να θυμίσω, εν τάχει, τα ευρήματα της έρευνας που έκανε η Public Issue; Το 88% των πολιτών θεωρούν ότι τα πράγματα στη χώρα πηγαίνουν σε λάθος κατεύθυνση, έναντι του 7% που πιστεύει το αντίθετο.
            Ακόμη ηχηρότερος, όμως, είναι ο κόλαφος που δέχεται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ από τις απαντήσεις που δίνουν οι συμμετέχοντες στην έρευνα για τη θέση της χώρας στον κόσμο, σε σύγκριση μ΄ έναν χρόνο πριν. Το 65% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι έγινε πιο αδύνατη, το 30% ότι παρέμεινε ίδια και μόλις στο 5% φθάνουν όσοι πιστεύουν ότι έγινε πιο ισχυρή, καταπίνοντας το παραμύθι της δήθεν «περήφανης διαπραγμάτευσης».
            Μπήκα στον κόπο και αναζήτησα την ανάλογη έρευνα που είχε διενεργήσει η ίδια εταιρία πριν ακριβώς ένα χρόνο και είχε επίσης δημοσιευτεί στην «Αυγή». Το 63% των ερωτηθέντων δήλωνε ότι ενέκρινε τους χειρισμούς της κυβέρνησης για το ζήτημα του χρέους, ενώ στο 82% έφθαναν οι πολίτες που εξέφραζαν «αίσθημα εθνικής περηφάνιας».
            Να το δούμε και με τα πρόσωπα των πρωταγωνιστών; Πέρυσι τέτοια εποχή, ο Αλέξης Τσίπρας απολάμβανε μιας πρωτοφανούς δημοφιλίας: το 78% των πολιτών είχαν θετική γνώμη για το πρόσωπο του και μόλις το 20% είχε αρνητική. Για τον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και πρώην πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά οι όροι ήταν σχεδόν αντεστραμένοι: το 70% είχε αρνητική γνώμη και το 28% θετική. Ενώ και στη λεγόμενη καταλληλότητα για την πρωθυπουργία η απόσταση υπήρξε εξίσου χαώδης υπέρ του νέου ενοίκου του Μαξίμου: 62% συγκέντρωνε ο κ. Τσίπρας, 20% ο κ. Σαμαράς.
            Ένα χρόνο αργότερα, τίποτε δεν είναι ίδιο, κυρίως επειδή η εικόνα του κ. Τσίπρα έχει καταρρεύσει στα μάτια των πολιτών. Οι θετικές γνώμες στο πρόσωπό του είναι λιγότερες και από εκείνες που είχε πέρυσι ο κ. Σαμαράς, καθώς φθάνουν στο 25%, ενώ οι αρνητικές εκτοξεύονται στο 73%. Αντιθέτως, ο νέος αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης επιτυγχάνει κάτι που ίσως κανείς προκάτοχος του δεν κατάφερε σε τόσο σύντομο χρόνο. Όχι μόνον αναδεικνύεται σε δημοφιλέστερο πολιτικό αρχηγό με 43% θετικές γνώμες (στο 54% οι αρνητικές), αλλά προπορεύεται στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία με 38% έναντι 24% του κ. Τσίπρα.
            Υπό άλλες –κανονικές- συνθήκες, η δημοσκόπηση που είδε το φως στην «Αυγή» και όχι σε κάποια, κατά τον Κατρούγκαλο, «ναυαρχίδα του κιτρινισμού» ή σε ένα από, σύμφωνα με τον Πολλάκη, «βοθροκάναλα της διαπλοκής», που θέλει να κλείσει η κυβέρνηση, θα προκαλούσε πολιτικό σεισμό. Ο τόσο άγρια αποδοκιμαστέος από την κοινή γνώμη πρωθυπουργός θα προσπαθούσε να βρει τι έφταιξε και οι συνεργάτες του θα του έκαναν εισηγήσεις περί του πρακτέου.
Φεύ, όμως! Χωρίς αιδώ, υφίστανται τη μια ταπείνωση μετά την άλλη, αγνοώντας ότι οι πάντες, εντός και –κυρίως- εκτός Ελλάδος έχουν προεξοφλήσει ότι, προκειμένου να διατηρήσουν τις καρέκλες τους, είναι διατεθειμένοι να υπογράψουν τα πάντα. Τα τρικ της «δραματοποίησης» στα οποία καταφεύγουν κάθε φορά που ετοιμάζονται να κάνουν την επόμενη κωλοτούμπα (μαζεύουν τα αποθεματικά, διαρρέουν ότι τηλεφωνούν στους πάντες για να δείξουν ότι τάχατες διαπραγματεύονται, κ.ο.κ.), έχουν πλέον γίνει τόσο προβλέψιμα, που δεν εντυπωσιάζουν κανέναν.
Είναι τόσο εθισμένοι με την εμμονική προσπάθεια διατήρησης της εξουσίας τους που αδυνατούν να αντιληφθούν ότι ακόμη κι εκείνοι οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι που –εν είδει «καλού μπάτσου»- συνεχίζουν να δείχνουν συγκαταβατικοί, τηρούν αυτή τη στάση μέχρις ότου επέλθει η πλήρης παράδοση η οποία δεν θα αργήσει. Όπως κι εμείς, άλλωστε, το έργο το έχουν ξαναδεί κι εκείνοι. Και μπορεί από το καστ που πρωταγωνιστεί στο φετινό σίκουελ της δήθεν σκληρής διαπραγμάτευσης να λείπει ο παράγων Γιάνης Βαρουφάκης, αλλά αυτό κάνει μάλλον πιο προβλέψιμη την κατάληξη.
Έτσι, αντί να καλέσουν σε εθνική πανστρατιά για να κλείσει άμεσα και επιτυχώς η αξιολόγηση, ώστε να μην «καούμε», όπως οι ίδιοι προειδοποίησαν ότι θα συμβεί με την καθυστέρηση που έφθασε και πάλι την κατάσταση της χώρας στο μη περαιτέρω, υποκύπτουν στους ξένους, υβρίζοντας την αντιπολίτευση. Και το μόνο που, εν τέλει, επιτυγχάνουν είναι να φέρνουν πιο κοντά το τέλος τους.

Πέμπτη 14 Απριλίου 2016

Χωρίς τσίπα!




Ποιον να πάρεις; Και ποιον να αφήσεις; Για τους υπουργούς που επέλεξε ο Αλέξης Τσίπρας τα ερωτήματα που με απασχολούν, καθώς αισθάνομαι ότι τα κυβερνητικά στελέχη μοιάζουν τόσο πολύ μεταξύ τους που φαίνεται να είναι όλοι τους «κατ΄ εικόνα και καθ‘  ομοίωση» εκείνου ο οποίος τους διόρισε και είναι ο πρώτος διδάξας τις παλινωδίες.
Ιδίως μετά τις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, παρατηρείται μια απόλυτη ομογενοποίηση των χαρακτηριστικών που διέπουν τους κυβερνώντες. Σαν να τους πέρασε ο Αλέξης Τσίπρας από μια εξονυχιστική «οντισιόν» και να τους επέβαλε να συμπεριφέρονται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο.
Δεν εξηγείται αλλιώς το γεγονός ότι λένε, λίγο ως πολύ, με την ίδια ευκολία, τα ίδια, πάνω κάτω, ψέματα: «η τρόικα εσωτερικού που, σε αγαστή συνεργασία με την ψυχορραγούσα διαπλοκή, δεν μας αφήνει να κυβερνήσουμε», «το κακό ΔΝΤ που μας εμποδίζει να αλλάξουμε την Ευρώπη» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια.
Το εξοργιστικότερο, μάλιστα, είναι ότι δε δείχνουν να διαθέτουν ίχνος πολιτικής ευθιξίας, τέτοιο που, όπως ισχύει διεθνώς, επιβάλει -σε έναν, έστω- να αναλάβει κάποιος το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί για την εξακολουθητική εξαπάτηση στην οποία επιδίδονται.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς και τι να μην ξεχάσει; Τον Δρίτσα ο οποίος ξεφτιλίζεται με τα «είπα – ξείπα» για την παραχώρηση του ΟΛΠ στους Κινέζους; Ή τον Μάρδα που ανακαλύπτει πρόσφυγες επενδυτές μέσα από το ψαχτήρι της google;
Τον Κοντονή που ταπεινώνεται μπροστά στους παράγοντες του ποδοσφαίρου που μπαίνουν στο Μαξίμου από την πίσω πόρτα; Ή τον Τόσκα, ο οποίος δηλώνει ότι, ως δάσκαλος στρατηγικής, εντοπίζει τους… μελλοντικούς τζιχαντιστές, αλλά αδυνατεί να ασκήσει τα στοιχειώδη καθήκοντα για τα οποία ορκίστηκε υπουργός και προτιμά να κλείνει τα μάτια για τις αρμοδιότητες προστασίας των πολιτών που του έχουν ανατεθεί;
Τον Φίλη που όσο και αν προσπαθεί δεν καταφέρνει να κρυφθεί πίσω από τις (ν)τροπολογίες που τον υποχρεώνουν να συνυπογράψει; Ή τον Σπίρτζη με τα κροκοδείλια δάκρια που χύνει για τις αποκρατικοποιήσεις με τις οποίες υποτίθεται ότι διαφωνεί;
Θα μπορούσα να συνεχίσω μέχρι εξαντλήσεως του υπουργικού καταλόγου, αλλά δεν έχει νόημα. Είναι, άλλωστε, τόσο πολλοί, αλλά και τόσο ίδιοι εκείνοι που, ο ένας μετά τον άλλο, γελοιοποιούνται στα μάτια της κοινής γνώμης με όσα λένε ή κάνουν, χωρίς, όπως φαίνεται, σε κανέναν να περνάει από τον νου ότι μπορεί να αφήσει την υπουργική καρέκλα αναλαμβάνοντας την ευθύνη για μια πράξη ή μια παράλειψη.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, όμως, δεν είναι τόσο ότι με όλα όσα συμβαίνουν ούτε ένας δεν νοιώθει την ευαισθησία ή και την ανάγκη να παραιτηθεί για λόγους ευθιξίας. Είναι, πολύ περισσότερο, που κανείς από την κυβερνητική ηγεσία δεν τους ζητεί να το κάνουν.
Σκεφτείτε, δηλαδή, ότι με όσα έχουν συμβεί τους τελευταίους 15 μήνες, ο μόνος από τον οποίο ζητήθηκε να παραιτηθεί ήταν κείνος ο άμοιρος υφυπουργός Υποδομών Παναγιώτης Σγουρίδης που το… έγκλημα καθοσιώσεως για το οποίο πήρε την άγουσα εκτός κυβέρνησης ήταν ότι παραδέχτηκε δημοσίως πως προεκλογικά είχαν δοθεί από τον κ. Τσίπρα υποσχέσεις στους αγρότες που ήταν αδύνατο να εκπληρωθούν.
Για τόσες άλλες αστοχίες, ου μην αλλά και απροκάλυπτες ψευτιές που ειπώθηκαν, ακόμη και μετά τις εκλογές, δεν αποδόθηκε η παραμικρή ευθύνη σε κανέναν. Γι΄ αυτό προφανώς και δεν είναι λίγοι στην κυβέρνηση εκείνοι που συνεχίζουν να ψεύδονται ασυστόλως, όντας βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να υποστούν την παραμικρή συνέπεια.
Πάρτε, για παράδειγμα, τον φοβερό και τρομερό Κατρούγκαλο ο οποίος εξακολουθεί με αβυσσαλέο θράσος να εγκαλεί τα μέσα ενημέρωσης για παραπληροφόρηση επειδή δεν καταπίνουν αμάσητη την άθλια προπαγάνδα ότι, ενώ θα περικοπεί η συνολική δαπάνη του Ασφαλιστικού κατά τουλάχιστον 1,8 δισ. ευρώ, εκείνος –ως άλλος Χριστός στον γάμο εν Κανά- θα πετύχει να δοθούν αυξήσεις στις συντάξεις!
Δεν σας κρύβω ότι την  ώρα που τον παρακολουθούσα στη συνέντευξη της περασμένης Τρίτης να ισχυρίζεται ότι «για το 80% των μισθωτών, οι νέες συντάξεις είναι υψηλότερες από τις σημερινές», προς στιγμήν κάμφθηκα. Σκέφθηκα ότι ίσως έγινε κάποιο θαύμα και προσήλωσα την προσοχή μου για να αντιληφθώ πως μπορεί να συνέβη κάτι τέτοιο.
Όταν, όμως, τον άκουσα να συμπληρώνει ότι «το νομοσχέδιο θα κατατεθεί την επόμενη εβδομάδα», αλλά «είμαστε σε φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής ορισμένων στοιχείων και με τους θεσμούς» και «πρόκειται να δεχθούμε προφανώς βελτιωτικές προτάσεις εκ μέρους τους», άρχισα να επανέρχομαι στην πραγματικότητα.
Έτσι, μόνο καγχασμό μού προκάλεσε η συνέχεια, όταν τον άκουσα να αρνείται συγκεκριμένα στοιχεία που του (αντι-)παρατέθηκαν, ισχυριζόμενος επί λέξει τα εξής απίθανα: «Αν είχα σκοπό να πω αριθμούς θα τους έλεγα. Απλώς να διορθώσω αυτό που είπα, λέγοντας ότι στην πραγματικότητα λιγότερο και από το 10% του πληθυσμού των συνταξιούχων πρόκειται να θιγούν. Και δεν πρόκειται να δώσω άλλον αριθμό, γιατί όπως σας είπα, είμαστε σε μια φάση ποσοτικοποίησης και ανταλλαγής στοιχείων».
Καταλάβατε; Συζητούμε τουλάχιστον από τον περασμένο Ιούλιο, τουλάχιστον, για τις συμφωνημένες περικοπές στο Ασφαλιστικό, έχει έρθει το πλήρωμα του χρόνου να κατατεθεί στη Βουλή το σχετικό νομοσχέδιο –«μονομερώς», υποτίθεται, κατά τους κυβερνητικούς λεονταρισμούς που κράτησαν λίγες μόνον ώρες-, αλλά ο αρμόδιος υπουργός που, επί τόσους μήνες, δεν «ποσοτικοποίησε» τις αλλαγές, μπερδεύεται και στην αρχή δηλώνει ότι θα αυξηθεί το 80% των συντάξεων, αλλά μετά θυμάται ότι δεν θα θιγεί το 90%.     
Πρόσφατα, αλλά και παλαιότερα, από ιδρύσεως ελληνικού κράτους, υπήρξαν αρκετοί πολιτικοί οι οποίοι, άλλοι εξ ανάγκης, επειδή έτσι το έφεραν οι συγκυρίες, και κάποιοι ενσυνείδητα, είπαν ψέματα στους Έλληνες. Προσωπικά, ωστόσο, όσο  μπορώ να θυμάμαι (ψηφίζω ο ίδιος ανελλιπώς από το 1981…), αλλά και από τα διαβάσματά μου, δεν μπορώ, ειλικρινά, να βρω –και θα είμαι ευγνώμων σε όποιον μου το υποδείκνυε- ανάλογο προηγούμενο με τέτοιας έκτασης συγχορδία διαρκών εξαπατήσεων και εξακολουθητικών διαψεύσεων.
Και το χειρότερο όλων; Χωρίς τσίπα!

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2015

«Πόσο Κατρούγκαλος είσαι πια;»



Με τον κίνδυνο να  θεωρηθώ προκατειλημμένος, σπεύδω να εξομολογηθώ ότι το πρόσωπο του υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου το έχω συνδεδεμένο στη μνήμη μου με ένα πολύ αρνητικό περιστατικό, καθώς έγινε η αφορμή για μια διαφωνία και έναν καβγά με καλό φίλο και συνάδελφό μου, ο οποίος, δυστυχώς, έφυγε πολύ πρόωρα από τούτη τη μάταιη ζωή.
Ήταν κάμποσο καιρό μετά την επιβολή του πρώτου Μνημονίου που ο φίλος μου ο Κώστας, έχοντας επενδύσει τους κόπους μιας ζωής σε έναν ειδησεογραφικό ιστότοπο, είχε γίνει αποδέκτης μιας «γνωμοδότησης», σύμφωνα με την οποία το κείμενο που είχε υπογράψει η τότε κυβέρνηση με τους εταίρους και δανειστές της χώρας και είχε ψηφίσει η Βουλή των Ελλήνων προσέκρουε στο Σύνταγμα. Ήταν, εν ολίγοις, «αντισυνταγματικό» το Μνημόνιο και, άρα, επέκειτο η ακύρωσή του.
Όταν μου τηλεφώνησε ο φίλος μου για να μου αναγγείλει με καμάρι το «λαβράκι» που θα ανέβαζε σε λίγο στο σάιτ του, περίμενε από μένα, εκτός από τη συνδρομή μου στην αναπαραγωγή του σπουδαίου θέματος που θεωρούσε ότι είχε εξασφαλίσει, να... εκστασιαστώ από την αποκάλυψη την οποία πίστευε ο ίδιος ότι θα έκανε. Βλέπετε το κείμενο που είχε στα χέρια του δεν είχε δημοσιευτεί πουθενά αλλού ως τότε. Ήταν, εν ολίγοις, «αποκλειστικό».
Η μάλλον ψυχρή υποδοχή που έκανα στην «αποκάλυψη» του συναδέλφου μου, ο οποίος υπήρξε ένας επίμονος ρεπόρτερ και ένας έξοχος ερευνητής, αλλά με τα πολιτικά δεν τα πήγαινε εξίσου καλά, τον απογοήτευσε και τον θύμωσε. Σε βαθμό που δεν είχε καμία διάθεση να με ακούσει να του εξηγώ ότι από την πολύχρονη θητεία μου στο κοινοβουλευτικό ρεπορτάζ γνώριζα ότι η αντισυνταγματικότητα ενός νόμου κρίνεται στα δικαστήρια.
«Μα, δεν καταλαβαίνεις; Έχω γνωμοδότηση που την υπογράφει ο συνταγματολόγος Κατρούγκαλος και αποδεικνύει ότι το Μνημόνιο είναι αντισυνταγματικό και κάθομαι και το συζητάω μαζί σου πριν το μπουμπουνίσω», μου είπε μάλλον οργισμένος. Και μού έκλεισε άρον άρον το τηλέφωνο για να προλάβει να αναρτήσει το συντομότερο την «αποκλειστικότητα» που νόμιζε ότι έκανε και που η αλήθεια είναι ότι πήρε μια σχετική δημοσιότητα καθώς το κίνημα των «αντιμνημονιακών», που ήταν ακόμη στα σπάργανα, αναζητούσε επιχειρήματα αλλά και καθοδηγητές.
Τότε, λοιπόν, άκουσα για πρώτη φορά το όνομα «Κατρούγκαλος» το οποίο, προϊόντος του χρόνου, έγινε, μέσω των πρωινάδικων, προς τα οποία του άνοιξαν τον δρόμο οι αντιμνημονιακές «γνωμοδοτήσεις», τόσο γνωστό στο πανελλήνιο που εκείνος που το έφερε εξελέγη –με σταυρό παρακαλώ!- ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ. Αφού προηγουμένως πρόλαβε να συνάψει κάποιες εκατοντάδες –ή μήπως χιλιάδες;- εργολαβικά με μνημονιακά θύματα που είχαν δει τους μισθούς τους και τις συντάξεις τους να πετσοκόβονται.
Ο φίλος μου που τόσο είχε παθιαστεί με την αρχική γνωμοδότηση δεν έζησε, δυστυχώς, να δει τη συνεχεία που είχε η αποκάλυψή του, καθώς το πάθος του για τη δουλειά και ο άνισος αγώνας που έδινε να ορθοποδήσει επαγγελματικά σε ένα δυσμενές περιβάλλον για τα μικρά και ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης τον λύγισαν. Έτσι, μόνον από «ψηλά» μπορεί να «είδε» τη συνέχεια την οποία είχε το «πουλέν» του που έγινε υπουργός.
Στην αρχή στο Εσωτερικών, όπου διακρίθηκε για τον περιβόητο νόμο με τον οποίο επέστρεψαν στο δημόσιο όλοι οι επίορκοι που είχαν απομακρύνει οι προκάτοχοί του. Και κατόπιν στο Εργασίας, όπου από απαράμιλλος εγγυητής των συντάξεων που εμφανιζόταν πριν από τις τελευταίες εκλογές μεταβλήθηκε σε ανεπανάληπτο σφαγέα, που στο πέρασμα του δεν θα αφήσει τίποτε όρθιο. Και θα κάνει ενδεχομένως  περισσότερα και από όσα του ζητούν οι δανειστές.
Πόσο κυνικός, αλήθεια, μπορεί να είναι κάποιος ώστε να αναλαμβάνει να εφαρμόσει το ακόμη σκληρότερο μνημόνιο παρόλο που μπήκε στην πολιτική και έκανε καριέρα ως αντιμνημονιακός; Πώς μπορεί, ειλικρινά, ένας άνθρωπος που διακρίθηκε για τις δικαστικές αγωγές κατά των αλλαγών στο ασφαλιστικό και των περικοπών στις συντάξεις, να αναλαμβάνει να τα ισοπεδώνει, ο ίδιος που λίγο πριν αρνούνταν κατηγορηματικά και διέψευδε με φανατισμό ότι θα δεχόταν ποτέ να ασκήσει μια τέτοια πολιτική;
Προφανώς και δεν του αρνείται κανένας το δικαίωμα να ήθελε να γίνει υπουργός από τότε ίσως που ήταν «φοιτητοπατέρας» στη Νομική. Θα μπορούσε, αν είχε, έστω, μικρή δόση αυτοσεβασμού, να ζητήσει να πάει σε άλλο υπουργείο και να μην είναι αυτός που με τα ίδια του τα χέρια θα κάνει πράξη τον ασφαλιστικό και συνταξιοδοτικό Αρμαγεδδώνα.
Φαίνεται, όμως, ότι τέτοιες ευαισθησίες συνιστούν περιττή πολυτέλεια για όλους όσοι μας κυβερνούν την τελευταία περίοδο. Η εξουσία, η οποία για πολλούς εξ αυτών υπήρξε απλησίαστος πόθος μιας ζωής, είναι πλέον αυτοσκοπός που για την επίτευξή του υποτάσσονται τα πάντα.
Γι΄ αυτό και έχω την αίσθηση ότι όταν, αργά ή γρήγορα, ολοκληρωθεί η θητεία της συγκεκριμένης κυβέρνησης και του εν λόγω υπουργού, η έκφραση «Κατρούγκαλος» θα χρησιμοποιείται ως… υπερθετικό για να αποδώσει τον αμοραλισμό των πολιτικών, οι οποίοι μπορούν ανερυθρίαστα να εκλέγονται με μια σημαία, να υπηρετούν με την ίδια άνεση μια άλλη και να λένε, φυσικά, ψέματα και στις δύο περιπτώσεις.
Οι εκφράσεις «Μη γίνεσαι Κατρούγκαλος» ή «Πόσο Κατρούγκαλος είσαι πια;», νομίζω ότι εφεξής θα αποτελούν στοιχεία της πολιτικής ορολογίας.

Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Η ενημέρωση στην εποχή του Κατρούγκαλου



            Το ανέκδοτο με τον... στριμωγμένο Σοβιετικό πολίτη, ο οποίος, βλέποντας να διαψεύδονται οι προβλέψεις για τη συνέπεια άφιξης των κομμουνιτικών συρμών του μετρό, που τον ντρόπιασε στα μάτια του Αμερικανού ανταγωνιστή του, αντέδρασε προβάλλοντας το... επιχείρημα “κι εσείς γιατί βασανίζετε τους μαύρους;”, είναι, πιστεύω, γνωστό στους περισσότερους.
            Το θυμήθηκα πολλές φορές αυτές τις μέρες διαβάζοντας και ακούγοντας τα στερεότυπα (δήθεν) επιχειρήματα με τα οποία στελέχη αλλά και φίλοι των συγκυβερνώντων κομμάτων προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα στις καταγγελίες για τα... αντιμνημονιακά “εργολαβικά” του αναπληρωτή υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης Γιώργου Κατρούγκαλου.
            “Γιατί τώρα;”, ήταν το δήθεν αθώο ερώτημα που με προφανή δαιμονολογική διάσταση υποβαλλόταν ως εισαγωγή στη βαριά καταγγελία περί της σκοτεινής συνωμοσίας που εξυφάνθηκε με στόχο να αποτύχει η συνάντηση του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα με τη Γερμανίδα Άνγκελα Μέρκελ. Χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζεται αν οι -αντεθνικώς δρώντες- συνωμότες προέρχονταν ή όχι από τις τάξεις των (παλαιότερων ή των νεότερων, άραγε;)... μερκελιστών.
            “Τό ήξεραν από μέρες ο Γεωργιάδης με τον Βορίδη”, είναι ο αμέσως επόμενος  ισχυρισμός που διατύπωναν όσοι ήθελαν να αποφύγουν την ουσία της συζήτησης για το κατά πόσο οι... αγωνιστές κατά του Μνημονίου αμείβονταν με ποσοστά. Και επειδή κι αυτό δεν φαινόταν να κάνει και τόσο μεγάλη εντύπωση, για να εκτραπεί η κουβέντα πετούσαν κι ένα “ναι, αλλά δεν είχε πάρει μεγάλη δημοσιότητα ότι ο Βορίδης ως κυβερνητικός βουλευτής είχε αναλάβει συνήγορος των επιχειρηματιών που πρωταγωνίστησαν στο σκάνδαλο της Energa”.
            Το σουρεαλιστικό της υπόθεσης είναι ότι οι ίδιοι που -σωστά, ίσως- θεωρούν έγκλημα καθοσιώσεως την ανάληψη της υπεράσπισης από κυβερνητικό βουλευτή κατηγορουμένων που είναι σε αντιδικία με το δημόσιο (υπόθεση Βορίδη – Energa), δεν βρίσκουν τίποτε το επιλήψιμο στη δράση ευρωβουλευτή, ο οποίος, ενώ διεκδίκησε την ψήφο των πολιτών για να αγωνιστεί κατά του... επονείδιστου μνημονίου, συνήπτε εργολαβικά με εργαζομένους στο δημόσιο για ποσοστιαία αμοιβή από τις διεκδικήσεις τους.
            Το χειρότερο όλων, όμως, δεν είναι ούτε η ακραία συνωμοσιολογία, με την οποία,άλλωστε, έχτισαν καριέρα πολλοί από τους σημερινούς κυβερνώντες. Ούτε η σουρεαλιστική μονομέρεια που κάνει αρκετούς εξ αυτών να δυιλίζουν των κώνωπα και να καταπίνουν την κάμηλο, καταφεύγοντας σε επιχειρήματα του τύπου “κι εσείς βασανίζετε τους μαυρους”.
            Εκείνο που περισσότερο από όλα εντυπωσιάζει στην προκειμένη περίπτωση είναι οι ευθείες, όσο και γενικευμένες, απειλές κατά των μέσων εμημέρωσης που εκτοξεύονται από όσους κυβερνητικούς, αυτόκλητοι ή όχι, αισθάνονται την ανάγκη να τοποθετηθούν αν η επαγγελματική δραστηριότητα του κ. Κατρούγκαλου, πριν αλλά και μετά την υπουργοποίησή του, εκτός από νόμιμη, είναι και ηθική.
            Τι σχέση, άραγε, έχει η -δίκαιη ή άδικη- κριτική για τα εργα και τις ημέρες ενός κυβερνητικού στελέχους με τις άδειες των καναλιών που 25 χρόνια τώρα δεν χορηγούνται; Και πως, άραγε, σχετίζεται το δημοσίευμα μιας εφημερίδας με τα συσσωρευμένα χρέη με τα οποία βαρύνονται τα περισσότερα -πλην “ΘΕΜΑτος”- εγχώρια μέσα ενημέρωσης; 
            Η ώρα της εξυγίανσης στον χώρο της ενημέρωσης έχει σημάνει από πολύ καιρό. Το τεράστιο αυτό ζήτημα, όμως, που αφορά τις άδειες, τα χρέη, τα πνευματικά δικαιώματα και τόσα άλλα, δεν μπορεί να συγχέεται με το αν τα μέσα καταπίνουν αμάσητη την κυβερνητική προπαγάνδα ή αν ασκούν κριτική για πράξεις και παραλείψεις της εξουσίας και των ανθρώπων της. 
            Ας μην ξεχνούν, άλλωστε, οι σημερινοί κυβερνώντες τα παθήματα των προακατόχων τους. Και, αν έχουν αμφιβολίες, ας αποτανθούν στα τόσο φιλικά προς εκείνους στελέχη της καραμανλικής διακυβέρνησης για να τους πληροφορηθούν την κατάληξη που είχαν τα κουτοπόνηρα σχέδια για τον περιβόητο “βασικό μέτοχο”.
            Στην εποχή του διαδικτύου, ειδικά, ας μην τρέφουν αυταπάτες ότι, συντηρώντας το άθλιο καθεστώς της ομηρίας που δημιούργησαν οι προηγούμενοι, θα καταφέρουν να καθυποτάξουν ολοκληρωτικά την ενημέρωση και θα επιβάλουν την ομοιόμορφη δημοσιογραφία των non paper η οποία καταχρηστικά ασκείται το τελευταίο δίμηνο.           
            Αν είναι στις προθέσεις τους να βάλουν τάξη στο ραδιοτηλεοπτικό τοπίο και αν αισθάνονται σίγουροι ότι όντως αυτό θέλουν να κάνουν, ας νομοθετήσουν τώρα που διαθέτουν το απαραίτητο πολιτικό κεφάλαιο, θεσπίζοντας κανόνες με γνώμονα τη διαφάνεια και αφήνοντας κατά μέρος τις απειλές οι οποίες, εν είδει δαμόκλειας σπάθης, επισείονται.
            Το ότι το έκαναν και οι άλλοι, όπως προοιωνίζονται οι αντιδράσεις στην υπόθεση με το “Κατρούγκαλος gate”, που θυμίζουν εκείνη του Σοβιετικού από το γνωστό ανέκδοτο με το οποίο ξεκινήσαμε, δεν είναι λόγος για να συνεχιστεί το φαινόμενο. Είναι λόγος για να τερματιστούν και να μην επαναληφθούν.
            Γι΄ αυτό και οι πιέσεις στο παρασκήνιο, για να μην αναδειχθούν αστοχίες, ή οι συνεννοήσεις κάτω από τα τραπέζι, για να διαστραφούν πραγματικότητες, αργά ή γρήγορα, θα έρθουν στο φως. Και θα γίνουν μπούμερανγκ. Που θα πλήξουν, όπως και στο παρελθόν, θανάσιμα όλους όσοι αλλαζονικά νομίζουν ότι έχουν τον έλεγχο των πάντων.