Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεϊμαράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μεϊμαράκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2015

«Go forward madam Merkel et monsieur… Ηοllandreou»



            Πέρασε μάλλον απαρατήρητη, σε σχέση τουλάχιστον με το βάρος της, η βαρύτατη καταγγελία του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Ευάγγελου Μεϊμαράκη για τις –«αιτήσει της ελληνικής κυβέρνησης»!- πιέσεις που ασκεί η Ευρωπαϊκή Κεντροδεξιά προς τη Νέα Δημοκρατία για να συνεχίσει να βάζει πλάτη στην κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου προκειμένου να περάσουν οι εφαρμοστικοί νόμοι του τρίτου και βαρύτερου κατά τα φαινόμενα Μνημονίου.  
«Μαθαίνω ότι χθες στη συζήτηση με την κ. Μέρκελ τής είπε ότι η αντιπολίτευση δε θα ψηφίσει το πολυνομοσχέδιο, το αδερφό κόμμα δε θα το ψηφίσει», είπε από το βήμα της Βουλής ο αρχηγός της ΝΔ και χωρίς περιστροφές απευθύνθηκε στον πρωθυπουργό με διατυπώσεις και ισχυρισμούς που, υπό άλλες συνθήκες, θα προκαλούσαν πολιτική σύρραξη και συζητήσεις που θα κρατούσαν μέρες και εβδομάδες, αν όχι μήνες και χρόνια.
«Φτάσατε στο σημείο να κάνετε σαν το παιδάκι που φωνάζει τη μαμά για να μας κάνει “ντα”, να μας πει η κυρία Μέρκελ να το ψηφίσουμε…», κατήγγειλε ο πρόεδρος της ΝΔ. «Εσείς ο αντι-Μερκελιστής, εσείς εκείνος ο οποίος υβρίζατε όλη την Ευρώπη, όλους τους ξένους, να τους βάλετε τώρα να μας μαλώσουνε; Ε, λοιπόν, πάει πολύ», συμπλήρωσε.
Πολύ, ξε-πολύ, στην πραγματικότητα δεν κουνήθηκε φύλλο. Άλλωστε, ο ίδιος ο κ. Τσίπρας που φωνασκούσε προεκλογικά το περίφημο πλέον «Go back, κυρία Μέρκελ, κύριε Σόιμπλε, κυρίες και κύριοι της συντηρητικής νομενκλατούρας της Ευρώπης», δεν ένοιωσε καν την ανάγκη να σχολιάσει τους ισχυρισμούς του κ. Μεϊμαράκη και, έστω για τα μάτια του κόσμου, βρε αδελφέ, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις από τις βαριές καταγγελίες ότι «καρφώνει» τους πολιτικούς του αντιπάλους του στο εξωτερικό.
Δεν πάει, εξάλλου, πολύς καιρός από τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ χαλούσε τον κόσμο κάθε φορά που έρχονταν στη δημοσιότητα φράσεις αξιωματούχων της προηγούμενης συγκυβέρνησης του τύπου «μην μας πιέζετε άλλο για επιπλέον μέτρα, γιατί θα έχετε να διαπραγματευτείτε με τον Τσίπρα…». Οι χαρακτηρισμοί «εθελόδουλοι», «Γερμανοτσολιάδες» και «προδότες»  δονούσαν την πολιτική ατμόσφαιρα.
Τα έφερε, όμως, έτσι η ζωή που η προφητεία της… σαμαροβενιζελικής διακυβέρνησης λειτούργησε σχεδόν ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία: Οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι, που υποτίθεται ότι ήθελαν «οικεία πρόσωπα» στη διακυβέρνηση των Αθηνών, πίεσαν μέχρι εκεί που δεν έπαιρνε άλλο την προηγούμενη κυβέρνηση («μας μετακινούν συνεχώς τα γκολπόστ», διαπίστωνε, όντας ακόμη στο Μαξίμου, ο Αντώνης Σαμαράς), επιταχύνοντας την έλευση του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία για να του επιβάλλουν στη συνέχεια ένα Μνημόνιο που οι προηγούμενοι –ακόμη και αν το δεχόταν- ούτε στον αιώνα τον άπαντα δεν επρόκειτο να περάσουν.
Για τους τυχόν… άπιστους, δεν έχει παρά να τους παραπέμψει κάποιος στις πρόσφατες συνεντεύξεις του φοβερού και τρομερού υπουργού Εργασίας Γιώργου Κατρούγκαλου και να τις συγκρίνει με εκείνες του ομολόγου του στην προηγούμενη διακυβέρνηση Γιάννη Βρούτση για να ψάξει να βρει ποιος είναι ο πούρος νεοφιλελεύθερος, ποιος ο κοινωνικά ανάλγητος, ή ποιος αντιστέκεται στους ξένους και στα Μνημόνια.
Δεν είναι, εξάλλου, μόνον η Μέρκελ που πιέζει τους νεοδημοκράτες να είναι υποστηρικτικοί προς τον Τσίπρα. Είναι, πολύ περισσότερο, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία η οποία, χωρίς υπερβολή, τα «δίνει όλα» για να φέρει στα νερά της τον Έλληνα πρωθυπουργό και το κόμμα του, όπως, μάλλον με έκπληξη διαπίστωσαν και όσοι άκουσαν τον Ιταλό πρώην πρωθυπουργό Μάσσιμο Ντ’  Αλέμα σε πρόσφατη εκδήλωση που οργάνωσε η Άννα Διαμαντοπούλου στην Αθήνα.   
Καλώς ή κακώς, στο Βερολίνο, στο Παρίσι και στις Βρυξέλλες βλέπουν πόσο «υπάκουα παιδιά» είναι ο Κατρούγκαλος, ο Ευκλείδης που έχει πειστεί ότι είναι και χιουμορίστας, ο large Φίλης που δεν δίνει σημασία στις πενταροδεκάρες και όλοι οι άλλοι συνάδελφοί τους στην «πρωτοδεύτερη φορά Αριστερά». Βλέπουν επίσης και πόσο αποτελεσματικά… θολώνουν τα νερά με παραμύθια για δήθεν «ισοδύναμα» (που όλο τα ψάχνουν αλλά ποτέ δεν τα βρίσκουν…).
Και γι΄ αυτό, ας μην εκπλήσσεται κανείς, επενδύουν όλα τα λεφτά τους στον μεταμορφωμένο Αλέξη Τσίπρα, τον οποίο δεν αποκλείεται να δούμε και να ακούσουμε στην υποδοχή του Γάλλου Προέδρου, συγκινημένος καθώς θα είναι από τις τιμές και τις φιλοφρονήσεις να θυμηθεί, αίφνης, τον ακτιβιστή εαυτό του και να αρχίσει να φωνάζει: «Go forward madam Merkel et monsieur… Ηοllandreou».
Αλλά και αν (από… συστολή;) αποφύγει ο κ. Τσίπρας να πει ρητά το «Go forward…», οι εταίροι και δανειστές μας μάλλον δεν θα… παρεξηγηθούν. Ξέρουν πια πόσο συνεργάσιμος είναι. Και πόσο αποτελεσματικός. Το έχει, άλλωστε, σηματοδοτήσει με τον τρόπο που πέρασε το Μνημόνιο του παραμονές του Δεκαπενταύγουστου, αλλά και μόλις πρόσφατα τα πρώτα προαπαιτούμενα. Και με τον τρόπο που ετοιμάζεται να περάσει τα επόμενα. Τα πάντα όλα. Εδώ και τώρα.
Ποιος να το περίμενε άραγε; Ίσως μόνον εκείνοι που υπονόμευαν τους προηγούμενους, βλέποντας τους να… σέρνουν τα πόδια τους και να μην επιδεικνύουν τη μνημονιακή αποφασιστικότητα που διέβλεπαν στον κ. Τσίπρα και στον περίγυρό του. Κάτι παραπάνω θα ήξεραν. Go forward, λοιπόν, go…Και όποιος αντέξει!

Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2015

Debate ήταν και πέρασε…



Πόσο σοφότεροι, άραγε,  γίναμε από την πρώτη τηλεμαχία των επτά αρχηγών; Το ρητορικό, κυρίως, αυτό ερώτημα μάλλον δεν θα απαντηθεί παρά μόνον το βράδυ της 20ής Σεπτεμβρίου όταν θα γίνει «ταμείο» για τις «εισπράξεις» ενός εκάστου από τους συμμετέχοντες στο πρώτο αυτό debate.
Τότε πιθανότατα και, προφανώς, σε συνάρτηση με πολλούς ακόμη παράγοντες, που παραδοσιακά καθορίζουν την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών, θα μάθουμε πόσο απέδωσαν οι προετοιμασίες και τα «φροντιστήρια» που έκαναν τα κομματικά επιτελεία ή πόσο «μέτρησαν» οι ατάκες του καθενός από τους αρχηγούς που διαγωνίστηκαν μπροστά στις κάμερες.
Πέρα, πάντως, από τις εκ των πραγμάτων αντιφατικές εκτιμήσεις που ο καθένας μπορεί να κάνει για τους πιθανούς νικητές και τους ενδεχόμενους χαμένους της συγκεκριμένης τηλεοπτικής αντιπαράθεσης, αν υπάρχει ένα σαφές συμπέρασμα που εξάγεται από την τρίωρη τηλε-κόντρα είναι ότι σε αυτή τη χώρα έχουμε μια μοναδική ικανότητα να καθιερώνουμε κανόνες που, εκ των πραγμάτων, είναι ανεφάρμοστοι.
Όπως σε πάρα πολλά ζητήματα της εγχώριας δημόσιας σφαίρας παρατηρούμε να θεσπίζονται όροι και προϋποθέσεις που όλοι αναγνωρίζουμε ότι είναι αναποτελεσματικοί, έτσι και στο debate αλά ελληνικά ισχύουν νόρμες με τις οποίες κανείς δεν φαίνεται να συμφωνεί, πλην, όμως, παρά ταύτα, όλοι τις ακολουθούν και ουδείς αναλαμβάνει την ευθύνη να τις αλλάξει.
Οι ασφυκτικά περιοριστικοί χρόνοι που, όπως φάνηκε, ήταν δύσκολο να τηρηθούν από έμπειρους επαγγελματίες, όπως οι ερωτώντες δημοσιογράφοι, που καθημερινά εργάζονται με το χρονόμετρο που μετράει δευτερόλεπτα, δεν μπορεί να προσδοκά κάποιος ότι είναι δυνατόν να τηρηθούν από πολιτικούς οι οποίοι, εκτός των άλλων, δρουν σε μια κοινοβουλευτική διαδικασία που τα κάθε είδους χρονικά περιθώρια – προσέλευσης ή ομιλίας- είναι συνήθως μόνον… ενδεικτικά.
Τι νόημα, αλήθεια, έχει μια τηλεμαχία με επτά αρχηγούς και έξι τηλεδημοσιογράφους; Και, το κυριότερο, τί μπορεί να μείνει στο τέλος στον μέσο τηλεθεατή - ψηφοφόρο από μια απολύτως αποστεωμένη διαδικασία παράλληλων μονολόγων; Από όσο μπορώ να ξέρω, πουθενά αλλού στον κόσμο δεν υπάρχει κάτι ανάλογα πολύπλοκο και, πάντως, δεν συναντά κανείς τέτοιας έκτασης συζητήσεις για τα διαδικαστικά τόσο πριν όσο και μετά από αυτή καθεαυτή την τηλεμαχία.
Μιλώντας, εξάλλου, κανείς γενικότερα, είναι παγκοίνως παραδεκτό ότι, όπου εμφιλοχωρούν υπερβολικά πολλές ρυθμίσεις, το αποτέλεσμα είναι σχεδόν πάντα η πλήρης… απορρύθμιση. Γι΄ αυτό και στην πρώτη έπειτα από μια εξαετία προεκλογική τηλεοπτική αναμέτρηση που στήθηκε στη χώρα μας, παρατηρήθηκε το φαινόμενο στο πρώτο μέρος να παρακολουθήσουμε μια απίστευτα βαρετή «σούπα», η οποία, κακά τα ψέματα, απέκτησε κάποιο περιορισμένο, σε κάθε περίπτωση, ενδιαφέρον μόνον όταν «καταλύθηκαν» οι κανόνες.
Παρά ταύτα, η δυνατότητα που είχαν οι πολιτικοί αρχηγοί να υπεκφεύγουν και να μην απαντούν στην ουσία των ερωτημάτων που τους απευθύνονταν, αφήνοντας σε γκρίζες ζώνες ζητήματα, όπως, επί παραδείγματι, το αν και πότε πλήρωσε ΕΝΦΙΑ ο Αλέξης Τσίπρας ή το κατά πόσο είναι ψευδείς οι ισχυρισμοί του Πάνου Καμμένου ότι είναι υπόδικος ο Ευάγγελος Μεϊμαράκης, αποτελούν μάλλον τη σημαντικότερη παθογένεια που αναδείχθηκε από τη συγκεκριμένη αναμέτρηση.
Τούτων δοθέντων, μάλλον «πολύ κακό για το τίποτε» θα ήταν το καταλληλότερο συνοπτικό σχόλιο για όσα διαδραματίστηκαν μπροστά στις οθόνες μας το βράδυ της Τετάρτης. Και ας ευχηθούμε, κλείνοντας, ότι στη νέα αντιπαράθεση που προγραμματίζεται για την προσεχή Δευτέρα, αυτή τη φορά ανάμεσα στους δύο επικρατέστερους πρωθυπουργούς, τον κ. Τσίπρα και τον κ. Μεϊμαράκη, να ισχύουν απλούστεροι κανόνες που θα διευκολύνουν τον διάλογο ανάμεσα στους δυο τους και θα βοηθήσουν όσους εξ ημών παραμένουν αναποφάσιστοι να λάβουν θέση είτε υπέρ του ενός ή του άλλου, είτε –γιατί όχι;- κατά και του ενός και του άλλου….

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Ο αστάθμητος παράγων μιας βιντεοσκόπησης

Ό,τι δεν κατάφερε να κάνει ένα πολυνομοσχέδιο – τέρας που αλλάζει, λιγότερο ή περισσότερο, τις ζωές όλων μας, ό,τι δεν πέτυχαν δύο απανωτές προσφυγές της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πιο ακραία κοινοβουλευτική αντίδραση που συνιστούσαν οι προτάσεις μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα και του προέδρου της Βουλής κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη, έφτασε να το προκαλέσει η δημοσιοποίηση μιας βιντεοσκοπημένης συνομιλίας.
Το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις που έπειτα από πολύ καιρό είχε αποσπάσει η Νέα Δημοκρατία ανατράπηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε και πάλι μπροστά μετά το σάλο που δικαιολογημένα προκλήθηκε από την αποκάλυψη για τις ανάρμοστες σχέσεις ενός κυβερνητικού αξιωματούχου, όπως ήταν ο απελθών γενικός γραμματέας κ. Παναγιώτης Μπαλτάκος με τα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης, όπως είναι με τη δικαστική βούλα οι χρυσαυγίτες και επιβεβαίωσαν με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να εκβιάσουν το ευάλωτο πολιτικό σύστημα και τη Δικαιοσύνη.
Ο αστάθμητος παράγων στην Ιστορία, ακόμη και για όσους δεν έχουν διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του τιμημένου δημοσιογράφου Έρικ Ντούρσμιντ (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ενάλιος»), εύκολα αναγνωρίζεται ότι πολύ συχνά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των γεγονότων, είτε αυτά αφορούν την έκβαση μιας μάχης –ο εν λόγω συγγραφέας ξεκινάει το έργο του με τον Δούρειο Ίππο και τον Τρωικό Πόλεμο- είτε μια πολιτική σύγκρουση.
Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να καταφύγει κανείς στα βάθη της Ιστορίας για να αντιληφθεί ότι οι πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν και δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες. Και σίγουρα δεν προκαθορίζονται από κάποιους σκοτεινούς κύκλους που βυσσοδομούν στο παρασκήνιο, όπως τις θέλουν οι συνήθεις συνωμοσιολογικές θεωρίες που διατρέχουν μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Θεωρίες που τροφοδοτούνται από κουτοπόνηρους πολιτευόμενους, οι οποίοι όταν δεν τους βολεύει μια προοπτική ή δεν τους δικαιώνει μια εξέλιξη αδυνατούν –ή μήπως δεν θέλουν;- να αναγνωρίσουν ότι είναι εκείνοι που κάνουν λάθος και σπεύδουν να αποδώσουν την έκβαση των πραγμάτων σε υποχθόνιες δολοπλοκίες και υπόγειες μηχανορραφίες.
Η αντιμετώπιση των δημοσκοπήσεων είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αποτυπώνουν το φαινόμενο της συνωμοσιολογίας αλά ελληνικά. Έπειτα σχεδόν από κάθε έρευνα που βλέπει το φως –και αναφέρομαι στις πραγματικές έρευνες που γίνονται από δοκιμασμένους επαγγελματίες του χώρου και όχι στις κομπογιαννίτικες μαϊμουδιές που συχνάκις «σκάνε μύτη» κυρίως στον υπόκοσμο του Διαδικτύου…- ακολουθεί ένα γαϊτανάκι αμφισβητήσεων από όσους δεν βρίσκουν βολικά τα συμπεράσματά τους.
Σε όλο τον κόσμο οι δημοσκοπήσεις θεωρούνται «φωτογραφίες της στιγμής» και τα ευρήματά τους δεν αποτελούν παρά τάσεις που επικρατούν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που δίνονται οι απαντήσεις στα ερωτήματα των ερευνητών. Οι τάσεις που καταγράφονται σε μια έρευνα μπορεί να μείνουν αναλλοίωτες για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή δεν μεσολαβούν γεγονότα που μπορούν να τις ανατρέψουν.
Μπορεί, όμως, οι ίδιες τάσεις να ανατραπούν την αμέσως επόμενη στιγμή εφόσον συμβεί κάτι το συνταρακτικό, όπως υπήρξε το βίντεο με τον κ. Μπαλτάκο, το οποίο δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη που το χρέωσε στην κυβέρνηση, αδιαφορώντας για τους ισχυρισμούς ότι η τελευταία ακολούθησε εντελώς διαφορετική γραμμή από εκείνη που ήθελε ο τέως γενικός γραμματέας.
Γενικότερα, πάντως, σε περιόδους βαθειάς κρίσης, όπως αυτή που διέρχεται τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία, καθώς έχει χάσει πολλές από τις σταθερές με τις οποίες πορεύθηκε τις δεκαετίες μετά τον Πόλεμο, οι τάσεις της κοινής γνώμης είναι όλο και λιγότερο αναλλοίωτες και, αντιθέτως, γίνονται όλο και περισσότερο ευμετάβλητες απέναντι σε μεγάλα, αλλά συχνά και σε μικρότερα, γεγονότα, που μπορεί να προσλάβουν χαρακτήρα αστάθμητου παράγοντα.
Ας το έχουμε αυτό όλοι μας κατά νου. Ιδίως στις επόμενες επτά εβδομάδες που ακολουθούν ως τις κάλπες της 25ης Μαΐου, περίοδο κατά την οποία πολλά έχουμε να δούμε και να ακούσουμε γύρω από τις δημοσκοπήσεις που αυτή τη φορά –μάλλον καλύτερα…- θα γίνονται ως την παραμονή της ψηφοφορίας.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που απαιτείται είναι η ψυχραιμία που μπορεί να επιφέρει η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι τόσο οι δημοσκόποι όσο κι εκείνοι που τους παραγγέλνουν τις δημοσκοπήσεις από μια ψήφο έχουν να ρίξουν στην κάλπη. Όπως, δηλαδή, ακριβώς και ο καθένας από μας!         

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

«Όταν δεν ξέρεις που πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί»


Τα νομικά δεν είναι –και δεν θα μπορούσαν να είναι- το «ισχυρό χαρτί» του προέδρου κ. Αλέξη Τσίπρα. Γι΄ αυτό και μόνο κακοί σύμβουλοι μπορούν να χαρακτηριστούν όσοι τον οδήγησαν στον χειρισμό που επέλεξε να κάνει στο ζήτημα του πολυνομοσχεδίου με την υποβολή της πρότασης μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα και εν συνεχεία κατά του προέδρου της Βουλής κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη.
Ο νομικός μανδύας, με τον οποίο θέλησε ο κ. Τσίπρας να επενδύσει μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία, όπως ήταν η πρόθεσή του να καθυστερήσει την ψήφιση της συμφωνίας με την τρόικα, αποδείχθηκε διάτρητος. Και δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική κατάληξη η κίνησή του, αφού το γήπεδο στο οποίο επεχείρησε να παίξει ήταν, εκ προοιμίου, άγονο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι αντίπαλοί του, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, εν προκειμένω, είχαν αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα.
Το κρίσιμο, όμως, λάθος του κ. Τσίπρα, δεν είναι τόσο ότι δεν είχε έτοιμη πειστική επιχειρηματολογία –δείγμα ότι η πρότασή του δεν είχε τύχει ανάλογης επεξεργασίας- για να αντικρούσει την κυβερνητική απόρριψη, όσο ότι έδειξε ανέτοιμος να αξιοποιήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση για να προβάλει μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση εξουσίας που είναι το ζητούμενο για κάθε αξιωματική αντιπολίτευση που θέλει να δώσει την εντύπωση ότι βαδίζει ακάθεκτη προς την κυβέρνηση.  
Άλλωστε, ακόμη και αν η κυβέρνηση αποδεχόταν τη δική του, ανίσχυρη, ερμηνεία και διακοπτόταν η συζήτηση του πολυνομοσχεδίου για να προηγηθεί η πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομικών, τα ενδεχόμενα επικοινωνιακά κέρδη που προσδοκούσαν οι συνεργάτες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από τον κοινοβουλευτικό αιφνιδιασμό που επιστράτευσε, μάλλον θα ήταν μικρότερα από τη ζημιά που, ούτως ή άλλως, του προκαλεί ο ανέξοδος και στείρος ακτιβισμός στον οποίο επιδόθηκε.
Δεν χρειάζεται, εξάλλου, κανείς να ενστερνίζεται την κυβερνητική επιχειρηματολογία για να διαπιστώσει ότι η αμφισβήτηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ή η εκ των προτέρων διαμαρτυρία για το ενδεχόμενο επιστροφής της χώρας στις αγορές, μαρτυρούν ότι η αξιωματική αντιπολίτευση επενδύει στην αποτυχία της κυβέρνησης που στην παρούσα συγκυρία περισσότερο παρά ποτέ ταυτίζεται με την καταστροφή της χώρας.
Από μια υπεύθυνη αντιπολίτευση που φιλοδοξεί –και μάλιστα «οσονούπω», όπως ισχυρίζονται τα στελέχη της- να κυβερνήσει τη χώρα, το αναμενόμενο είναι να αξιοποιήσει μια τόσο κρίσιμη κοινοβουλευτική διαδικασία για να αποδομήσει άρθρο προς άρθρο και διάταξη προς διάταξη τη συμφωνία με την τρόικα και να αντιπαραβάλει τις εναλλακτικές προτάσεις της για όλα τα κρίσιμα ζητήματα που ρυθμίζονται με το κυβερνητικό πολυνομοσχέδιο.
Δυστυχώς, όμως, το προφανές άγχος που, όπως φαίνεται, καταλαμβάνει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν, η μια μετά την άλλη, να διαψεύδουν τις ελπίδες της να κατακτήσει την εξουσία, άκοπα και μόνον από τα λάθη των κυβερνώντων, όπως είχε προεξοφλήσει, αντί να τους οδηγεί σε αναθεώρηση της τακτικής του «ώριμου φρούτου» που ακολουθούν από την επομένη των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, τους κάνει να επιμένουν στην αφελή στρατηγική ότι η κυβέρνηση θα πέσει «εκ των έσω».   
Στην αρχή ήταν οι λαϊκές κινητοποιήσεις που θα ανέτρεπαν την κυβερνητική πολιτική και θα εκφραζόταν με το… σκίσιμο του Μνημονίου στο Σύνταγμα. Μετά ήρθαν οι εκκλήσεις προς τους κυβερνητικούς βουλευτές να καταψηφίσουν τα νομοσχέδια. Στην πρώτη περίπτωση αποκαλύπτεται η αδυναμία να ερμηνευθεί το πραγματικό λαϊκό αίσθημα. Ενώ στη δεύτερη αναδεικνύεται η δυσκολία να εκτιμηθεί το αίσθημα αυτοσυντήρησης των  βουλευτών.  
Το αποτέλεσμα όλων αυτών το είδαμε την Κυριακή τόσο στις λαϊκές κινητοποιήσεις όσο και στην ψήφο των βουλευτών. Πολύ περισσότερο, όμως, το είδαμε στις έρευνες της κοινής γνώμης που δείχνουν την αξιωματική αντιπολίτευση καθηλωμένη. Και, παρά τα σκληρά μνημονιακά μέτρα των τελευταίων είκοσι μηνών, να εμφανίζεται αδύναμη να συσπειρώσει ακόμη και πολίτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και είδαν τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται.
Τι άλλο, άραγε, από έλλειψη πειστικής εναλλακτικής πρότασης εξουσίας αποκαλύπτει αυτό; Και ποιος μπορεί να ελπίσει ότι κοινοβουλευτικοί τακτικισμοί με προσχηματικές προτάσεις μομφής μπορούν να καλύψουν το τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας που δείχνει να βαραίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αναδύεται μέσα από τις κραυγαλέες εσωτερικές προγραμματικές αντιφάσεις και τις αλλοπρόσαλλες επιλογές προσώπων στις αυτοδιοικητικές εκλογές;         
Με αυτά και με πολλά άλλα έχω την αίσθηση ότι στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να βρίσκει την εφαρμογή του ο αφορισμός του Άγγλου συγγραφέα Λιούις Κάρολ, σύμφωνα με τον οποίο «όταν δεν ξέρεις που πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί».

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Η δημοσιότητα και το «κόρακας κοράκου…»

Η ανακίνηση του ζητήματος με την εμπλοκή πολιτικών σε υποθέσεις διαφθοράς και παράνομου πλουτισμού ορισμένων εξ αυτών, φέρνει στο προσκήνιο μια χρόνια παθογένεια της ελληνικής Δημοκρατίας που δεν είναι άλλη από την αδυναμία αποτελεσματικής λειτουργίας των ελεγκτικών θεσμικών της Πολιτείας.
Ο επί δεκαετίες προσχηματικός τρόπος υποβολής των ετήσιων δηλώσεων «πόθεν έσχες», σε συνδυασμό με τη διαχρονική ατιμωρησία, έχουν, δυστυχώς, προκαλέσει ένα αδιαπέραστο υπόστρωμα καχυποψίας στην ελληνική κοινωνία, η οποία, βοηθούσης και της οικονομικής κατάρρευσης, είναι έτοιμη να πιστέψει κάθε πιθανή και απίθανη καταγγελία που στρέφεται κατά οποιουδήποτε εκπροσώπου του πολιτικού κόσμου και κυρίως κατά όσων ανήκουν στα κόμματα που άσκησαν εξουσία τα προηγούμενα χρόνια. 
Το κλίμα επιβαρύνεται από μια σειρά «θεσμικά εμπόδια», όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και το πλαίσιο της βουλευτικής ασυλίας, που επιβραδύνουν τις έρευνες, ενώ περιπλοκές και καθυστερήσεις προκαλεί και το πολυδαίδαλο «κουβάρι» των ελεγκτικών αρχών που εμπλέκονται στη διερεύνηση των υποθέσεων: ΣΔΟΕ, τακτική Δικαιοσύνη, οικονομικοί εισαγγελείς και Επιτροπή της Βουλής για τα οικονομικά βουλευτών και κομμάτων.
Μοιραία, λοιπόν, το ζήτημα μεγεθύνεται, οι υποψίες γενικεύονται και η οργή της κοινής γνώμης στρέφεται κατά δικαίων και αδίκων, αφού, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, οι θεσμοί της Πολιτείας δεν λειτουργούν, οι ευθύνες δεν εξατομικεύονται για τους πραγματικά υπευθύνους και το πολιτικό σύστημα αποσταθεροποιείται στο σύνολό του.
Σε έναν «ουδέτερο» πολιτικό χρόνο όλα αυτά μπορεί να είχαν μικρότερη σημασία από αυτή που προσλαμβάνουν στην παρούσα συγκυρία, καθώς το πιθανότερο είναι ότι σύντομα αρκετές από τις φοβερές καταγγελίες θα… ξεχαστούν, είτε επειδή θα καταπέσουν, είτε γιατί θα αποδειχθεί ότι αφορούν μια μικρή μειοψηφία του πολιτικού κόσμου, αντίστοιχη με αυτή που υπάρχει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και, αν θέλετε, σε όλες τις κοινωνίες.
Η κατάσταση, όμως, διαφοροποιείται σε αυτή τη φάση, καθώς η βαριά σκιά της καχυποψίας που δημιουργείται πάνω από τη Βουλή, προκαλεί πολιτικό αναβρασμό σε μια οριακή στιγμή για την πολιτική σταθερότητα, πριν καν συμπληρωθούν 100 μέρες από τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, αλλά και την παραμονή της λήψης των νέων επώδυνων μέτρων περικοπής μισθών, συντάξεων και επιδομάτων.
Η κίνηση εκτόνωσης από την πλευρά του προέδρου της Βουλής Ευάγγελου Μεϊμαράκη να απόσχει από τα καθήκοντα του μέχρις ότου διαλευκανθούν οι εις βάρος του καταγγελίες για εμπλοκή σε «ξέπλυμα χρήματος» μέσω αγοραπωλησιών ακινήτων, δείχνει αίσθημα πολιτικής ευθιξίας, δεν λύνει, όμως, το πολιτικό ζήτημα που δημιουργείται με την «στοχοποίηση» ενός ανώτατου πολιτικού παράγοντα.
Γι΄ αυτό και δικαίως κατά την άποψή μου ο πολύπειρος πρώην πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης εγκάλεσε τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα για το έγγραφο που έστειλε στη Βουλή και το οποίο «άνοιξε τον ασκό του Αιόλου» με τη διατύπωση ότι το ΣΔΟΕ ελέγχει 32 υποθέσεις εμπλοκής πολιτικών, χωρίς να τους κατονομάσει.
«Ποια αξία θα έχει για τη χειραγωγούμενη κοινή γνώμη η ψήφος υπέρ των μέτρων οποιουδήποτε στιγματιζόμενου ανευθύνως βουλευτή, όταν οι απλοί πολίτες θα αμφιβάλλουν αν είναι καρπός πατριωτικής επιλογής και όχι συναλλαγής ή εκβίασης, όπως η 5η φάλαγγα θα διαρρέει και η κοινή γνώμη θα είναι πρόσφορη να πιστέψει;», είναι το εύλογο ερώτημα που έθεσε ο κ. Κακλαμάνης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένο ότι η απαίτηση για ταχεία διερεύνηση των επίμαχων υποθέσεων, μάλλον δεν πρόκειται να βρει πρόσφορο έδαφος, η μόνη λύση του «δράματος» για να διασωθεί, έστω, ένα μέρος  από την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου είναι η πλήρης διαφάνεια. Να δοθούν, δηλαδή, όλες οι λίστες των εκκρεμών υποθέσεων στη δημοσιότητα και να δημοσιοποιηθούν όλα τα ονόματα των εμπλεκομένων, όπως και το σύνολο των καταγγελιών που ερευνώνται και των στοιχείων που υπάρχουν.
Ό,τιδήποτε άλλο, καλώς ή κακώς, θα ρίξει «νερό στο μύλο» όσων αρέσκονται στις θεωρίες της συγκάλυψης των ισχυρών και ασπάζονται τη λογική του… «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.