Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολάκης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 30 Απριλίου 2020

Αντιπολίτευση του… Νηπιαγωγείου


Στις περισσότερες χώρες στις οποίες ξεκίνησαν διαδικασίες άρσης του απαγορευτικού, όπως σωστά εισηγήθηκε ο καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης να αποκαλούμε το lockdown, το οποίο καθιερώθηκε για την αναχαίτιση του κορωνοϊού, το άνοιγμα των σχολικών δομών άρχισε από τις μικρότερες τάξεις, δηλαδή από τα Δημοτικά και τα Νηπιαγωγεία.
Ο λόγος που αποφασίστηκε αυτό είναι μάλλον απλός: οι γονείς των περισσότερων παιδιών που είναι μέχρι 12 ετών είναι εργαζόμενοι και πρέπει να επιστρέψουν στις δουλειές τους, αφού πάρουν οι ίδιοι και τα παιδιά τους τις απαραίτητες προφυλάξεις για να μην προσβληθούν ή να μεταδώσουν τον ιό.
Για λόγους που δεν είναι πολύ κατανοητοί, αλλά που ενδεχομένως μπορεί να εξηγηθούν από όσα θα περιγράφουμε πιο κάτω, στη δική μας χώρα η απόφαση της κυβέρνησης ήταν να ακολουθηθεί η αντίστροφη πορεία: να ανοίξουν, δηλαδή, πρώτα τα Γυμνάσια και τα Λύκεια και να ακολουθήσουν αργότερα τα Δημοτικά και τα Νηπιαγωγεία.
Τι το ήθελε όμως, να το προαναγγείλει; Με το που έγινε γνωστό κάτι τέτοιο, η καθεύδουσα μετά την αστοχία των voucher αξιωματική αντιπολίτευση, αίφνης ξύπνησε και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παρασυρμένη προφανώς και από τις εσωτερικές βολές για ανυπαρξία τις οποίες δέχεται από ακραία εσωκομματικά στοιχεία τύπου Πολάκη και Κυρίτση, αποφάσισε να κάνει… επίδειξη ύπαρξης.
Τη Δευτέρα, λοιπόν, και ενώ επέκειντο οι κυβερνητικές ανακοινώσεις για την άρση της καραντίνας, άρχισαν οι διαρροές από την Κουμουνδούρου για τις… ανησυχίες που αισθανόταν ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας για το άνοιγμα των σχολείων.    
«Σύμφωνα με σχετική ενημέρωση, ο κ. Τσίπρας εξέφρασε την ανησυχία και τις έντονες επιφυλάξεις του, που διατυπώνονται τόσο από τους γονείς όσο και από πολλά μέλη της επιστημονικής κοινότητας δημοσίως, για την κυβερνητική απόφαση να ανοίξουν εν μέσω πανδημίας -για μόλις είκοσι μέρες- όλα τα σχολεία και δη τα δημοτικά και τα γυμνάσια», ανέφεραν την ίδια μέρα δεκάδες ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης.
«Σημείωσε χαρακτηριστικά», διαβάζουμε στις ίδιες διαρροές, που την επόμενη ημέρα έγιναν βασικό θέμα στην «Αυγή», «ότι τα σχολεία δεν μπορούν και δεν πρέπει να συγχέονται με το σταδιακό άνοιγμα της οικονομικής δραστηριότητας, ενώ πρόσθεσε πως οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, χώρες οι οποίες μάλιστα κάνουν μαζικά διαγνωστικά τεστ για τον ιό και έχουν καλύτερη εικόνα της διασποράς του στην κοινότητα, δεν προχωρούν στο άνοιγμα των σχολείων».
Το να ρωτήσει κανείς σε ποιες χώρες της Ευρώπης δεν άνοιξαν τα σχολεία, όταν συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο και μπορεί να το διαπιστώσει ο οιοσδήποτε έχει έναν γνωστό του σε ευρωπαϊκή χώρα, είναι μάλλον άδικος χαμένος κόπος.
Όπως εξίσου άδικος χαμένος κόπος θα ήταν να ζητήσει κανείς να μάθει ποια μέλη της επιστημονικής κοινότητας –εξαιρουμένων, βεβαίως, ορισμένων συνδικαλιστών- είχαν αντίθετη άποψη από την ομόφωνη απόφαση της Επιστημονικής Επιτροπής του υπουργείου Υγείας στην οποία, με μόνον μια λευκή ψήφο, τα υπόλοιπα 25 μέλη της εισηγήθηκαν το άνοιγμα των σχολείων. Υπό το φως, βεβαίως, και των νέων επιδημιολογικών δεδομένων στα οποία αναφέρθηκε αναλυτικά την Τετάρτη ο καθηγητής Σωτήρης Τσιόδρας.
Άλλωστε, χωρίς να θέλουμε να κάνουμε δίκη προθέσεων, την πραγματική προαίρεση και στόχευση που είχε η διαρροή περί των πεποιθήσεων του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, την αποκάλυπταν την ίδια μέρα φιλικά προς εκείνον μέσα ενημέρωσης, τα οποία μιλούσαν για «κίνηση ματ του Αλέξη Τσίπρα».
Εκτιμούσαν ότι η πρωτοβουλία του θα αποτελούσε «νίκη για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης» αν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης άλλαζε την κατ΄ αρχήν απόφαση για τα Δημοτικά σχολεία. Όπως και έγινε με την ανακοίνωση την επομένη ότι «Δημοτικά και νηπιαγωγεία παραμένουν κλειστά» και «ενδέχεται να ανοίξουν την 1η Ιουνίου και μόνο αν είμαστε απολύτως σίγουροι ότι η πορεία της επιδημίας βαίνει καθοδικά».
Παρά ταύτα, το «ματ», το οποίο επεδίωκε. μάλλον δεν το πήρε τελικά ο Αλέξης Τσίπρας. Διότι η κυβέρνηση, φρονίμως ποιούσα, ματαίωσε την παρτίδα σκακιού που αποπειράθηκε να παίξει ο τέως πρωθυπουργός στις πλάτες των ανησυχούντων γονέων, κάνοντας αντιπολίτευση που είναι για το… πολιτικό Νηπιαγωγείο.
Άλλωστε, σε καμία σοβαρή χώρα του κόσμου, η αντιπολίτευση δεν κοντράρει την κυβέρνηση για το ποια σχολεία θα ανοίξουν και πότε. Αυτά είναι θέματα που εισηγούνται οι  αρμόδιες επιστημονικές επιτροπές και τα κόμματα δεν μπορούν να έχουν λόγο επ΄ αυτού. Εκτός και αν πιστεύουν τις ανοησίες του Διαδικτύου ότι –άκουσον, άκουσον!- τα σχολεία ανοίγουν για να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εκλογικά κέντρα για τις αιφνιδιαστικές κάλπες που απεργάζονται στο Μέγαρο Μαξίμου. 
Ειλικρινά, δεν ξέρω γιατί δεν μπορούν να αντιληφθούν ότι σε τέτοιες περιόδους, δεν είναι καθόλου κακό οι πολιτικές δυνάμεις να σιωπούν όταν δεν έχουν να πουν κάτι που να τους διαφοροποιεί πολιτικά.
Άραγε, είναι τόσο δύσκολο να αντιληφθούν ότι το άγχος τους για τις εκλογές τελικά τους φθείρει; Ούτε καταλαβαίνουν ότι η σχετική φοβία τους, όπως εκφράστηκε μετά την τελευταία συνεδρίαση της Πολιτικού Συμβουλίου του ΣΥΡΙΖΑ, μπορεί, σε τελευταία ανάλυση, να μετατραπεί σε… αυτοεκπληρούμενη προφητεία;

Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020

Οι κρίσεις απαιτούν ηγεσία και αποφάσεις!


Στα χρόνια που η οικονομική κρίση στην Ελλάδα ήταν στο αποκορύφωμά της συνήθιζα να επισκέπτομαι, για λόγους ρεπορτάζ, το γραφείο ενός αξιωματούχου της εποχής με κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση της κυβερνητικής πολιτικής και δυνατότητα ισχυρής παρέμβασης στον τότε πρωθυπουργό.
Παρά τον σεβασμό που μου ενέπνεαν από τη μια η εμπιστοσύνη που μου έδειχνε και από την άλλη το ασκητικό και διόλου αλαζονικό πνεύμα που χαρακτήριζε την άσκηση της εξουσίας του, οι διαφωνίες μας ήταν συχνές κυρίως εξαιτίας της μεγάλης έκπληξη που αισθανόμουν κάθε φορά που μου εκμυστηρευόταν τις συνθήκες υπό τις οποίες διαμόρφωνε τις απόψεις του.
Τα περισσότερα σαββατοκύριακα, σύμφωνα με τις διηγήσεις του, επισκεπτόταν μονές ανά την ελληνική επικράτεια προκειμένου να αντιληφθεί το κλίμα που εισέπρατταν οι ηγούμενοι και οι λοιποί μοναχοί από το… χριστεπώνυμο ποίμνιο με τον οποίο έρχονταν σε επαφή. Ήταν εδραία η πεποίθησή του ότι οι μονές ήταν τα καλύτερα «βαρόμετρα» για να αντιληφθεί ο ίδιος –που δήλωνε «αμετανόητος αντιμνημονιακός»- για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης και να τις μεταφέρει στο Μέγαρο Μαξίμου.
Δεν εμπιστευόταν ούτε τις δημοσκοπήσεις, ούτε τους βουλευτές ή τα στελέχη του κόμματός του. Θέσφατο για εκείνον ήταν αυτό που «λένε οι καλόγηροι», επειδή πίστευε ότι ήταν ανιδιοτελείς. Το επιχείρημα ότι αυτά που του μετέφεραν άνθρωπο απομονωμένοι από τον έξω κόσμο μπορεί να μην είχαν σχέση με την πραγματικότητα δεν τον έπειθε και ούτε τον απασχολούσε.
Ο πρωταγωνιστής της μικρής αυτής ιστορίας κάποια στιγμή βρέθηκε, για άλλους αλλά όχι πολύ διαφορετικούς λόγους, κακήν κακώς εκτός κυβέρνησης. Αλλά και η κυβέρνηση στην οποία συμμετείχε δεν είχε και καλύτερη κατάληξη. Ίσως και επειδή συνέχισε να ασκεί την πολιτική της ακολουθώντας αντίστοιχες νόρμες.
Ανέσυρα τούτες τις μέρες στη μνήμη του τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, παρακολουθώντας τη διστακτικότητα της κυβέρνησης και των άλλων φορέων της Πολιτείας να πάρουν σαφή θέση και να πουν ξεκάθαρα για το μείζον ζήτημα της προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κορωνοϊό αυτό που χθες είπε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης. Το αυτονόητο, δηλαδή, σύμφωνα με το οποίο: «Ό,τι ισχύει για τις δημόσιες συναθροίσεις, ισχύει και για τις εκκλησίες μας».
Είναι η δεύτερη φορά μέσα σε δύο εβδομάδες που ο πρωθυπουργός αποφάσισε να «σπάσει αυγά» και να λάβει τις αποφάσεις που απαιτούσαν οι δύσκολες περιστάσεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη η κυβέρνησή του. Η πρώτη ήταν όταν αντέδρασε άμεσα και αποτελεσματικά στην τεράστια πρόκληση του Τούρκου Προέδρου να αποπειραθεί να εκβιάσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, καταλύοντας τα σύνορα της Ελλάδας.
Η απόφαση για το κλείσιμο των συνόρων και η συνακόλουθη ριζική αλλαγή της παθητικής μεταναστευτικής πολιτικής που πέντε χρόνια τώρα ακολουθεί η χώρα μας, ήταν μια αποφασιστική κίνηση η οποία έδειξε ηγεσία. Το ίδιο έδειξε και η πρωθυπουργική πρωτοβουλία να αναλάβει ο ίδιος να μιλήσει στους πιστούς Χριστιανούς για το τι επιβάλλεται να κάνουν και τι όχι.
Σε μια καθοριστική στιγμή για αυτή καθεαυτή την υπόσταση της ελληνικής Πολιτείας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ανέλαβε δύο επιβεβλημένες πρωτοβουλίες που δεν ικανοποιούν απλώς το λαϊκό αίσθημα αλλά στέλνουν ένα ισχυρό μήνυμα για την κινητοποίηση και την εγρήγορση της ελληνικής κοινωνίας που βρίσκεται αντιμέτωπη με τεράστιους κινδύνους.
Οι Βελόπουλοι, οι Πολλάκηδες (για φαντασθείτε ο περί ου να ήταν ακόμη υπουργός αρμόδιος για τα θέματα της δημόσιας Υγείας και να χειριζόταν τη συγκεκριμένη κρίση;), οι Κραουνάκηδες, οι Αμβρόσιοι υπήρχαν από παλαιά και μάλλον θα υπάρχουν και στο μέλλον, βουτηγμένοι μέσα στη μικρότητα του «ελληναράδικου» περίγυρου τους…
Γι΄ αυτό και το ζητούμενο σε τέτοιες ώρες μεγάλων κρίσεων είναι οι δυνάμεις της λογικής και της υπευθυνότητας να ασκούν τον ρόλο τους, παίρνοντας ξεκάθαρες θέσεις χωρίς να αφήνουν στους κάθε είδους λαϊκιστές τον ζωτικό χώρο που διεκδικούν για να προμοτάρουν την -εμπορική, ιδεοληπτική ή όποια άλλη- «πραμάτειά» τους.
Οι ετερόκλητες δυνάμεις του παραλογισμού ανθούν εκεί που απέχουν οι εχέφρονες ταγοί. Και οι παρεμβάσεις τους βρίσκουν έδαφος όταν οι πολίτες αφήνονται έρμαια τους. Το βιώσαμε πολλές φορές στο απώτερο και το πρόσφατο παρελθόν. Η χώρα μπήκε σε μεγάλες περιπέτειες και οι Έλληνες πλήρωσαν βαρύ τίμημα κάθε φορά που πήραν το «πάνω χέρι» οι εμφορούμενοι από αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις.
Ας ελπίσουμε να μην ξανασυμβεί. Ούτε με τη μεταναστευτική κρίση. Ούτε με την κρίση της πανδημίας του κωρονοϊού. Οι κρίσεις και για να προληφθούν, αλλά και για να αντιμετωπιστούν, απαιτούν ηγεσία και αποφάσεις!

Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2019

Φτάνει πια με τα «μανιφέστα» και τα… «πραξικοπήματα»


Θα είχε ενδιαφέρον αν καταπιανόταν κάποιος από τους τηρούντες τα αρχεία της Βουλής των Ελλήνων με το εγχείρημα να καταγράψει πόσες φορές από τη Μεταπολίτευση και ύστερα τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν καταγγείλει την εκδήλωση «κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος».
Το αποτέλεσμα της καταγραφής είναι σίγουρο ότι θα εξέπληττε τους πάντες, διότι είναι ασύλληπτη η συχνότητα με την οποία ακούγεται η φράση «κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» στη Βουλή μιας χώρας η οποία έχει ζήσει πραγματικά ανώμαλες περιόδους και έχει βιώσει κανονικά πραξικοπήματα και κατάληψη της εξουσίας δια της βίας των όπλων.
Οι συντάκτες που παρακολουθούσαμε τα παλαιότερα χρόνια το ρεπορτάζ της Βουλής είχαμε εντοπίσει έναν συγκεκριμένο κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο κόμματος, ο οποίος δεν έχανε ευκαιρία να διατυπώσει τέτοιους ισχυρισμούς ακόμη και για πράγματα που μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως … ψύλλου πήδημα.
Όπως, για παράδειγμα, η υιοθέτηση μιας εκπρόσθεσμης τροπολογίας ή ο περιορισμός του χρόνου ομιλίας των βουλευτών επειδή είχε είχαν παρέλθει προ πολλού τα μεσάνυχτα που είχε συμφωνηθεί να λήξει η συνεδρίαση. Οι πρακτικές αυτού του είδους ήταν μεν ολίγον τι θεσμικά ανορθόδοξες, πλην, όμως, εύρισκαν έρεισμα στον Κανονισμό του Σώματος.
Ο ρέκτης βουλευτής, ωστόσο, δεν πτοούνταν από τέτοιες… λεπτομέρειες. Και την καταγγελία του για «πραξικόπημα» την έκανε ούτως ή άλλως, παραβλέποντας ότι στην πραγματικότητα ίσχυε η ρήση «μόνος του τα έλεγε, μόνος τα άκουγε».
Συχνά, μάλιστα, ορισμένοι από τους εργαζόμενους στη Βουλή –αφενός χάριν… παιδιάς και αφετέρου επειδή δεν άντεχαν άλλο άσκοπο ξενύχτι- τον προέτρεπαν να… «ρίξει από νωρίς την καταγγελία για “πραξικόπημα” και να αποχωρήσει διαμαρτυρόμενος». Έτσι ώστε να πάμε όλοι μια ώρα αρχύτερα στα σπίτια μας…
Θυμήθηκα τούτες τις ιστορίες του παρελθόντος παρακολουθώντας αυτές τις μέρες ακόμη και –κατά τεκμήριο- νουνεχή στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης να υιοθετούν χαρακτηρισμούς για «πρωτοφανές κοινοβουλευτικό πραξικόπημα» προκειμένου να αντιδράσουν στην απόφαση να εξαιρεθούν οι βουλευτές Παύλος Πολάκης και Δημήτρης Τζανακόπουλος από μέλη της Προανακριτικής Επιτροπής που θα διερευνήσει την ενδεχόμενη εμπλοκή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στην πιθανολογούμενη σκευωρία γύρω από το σκάνδαλο Novartis.
Υπό κανονικές συνθήκες σε μια ευνομούμενη χώρα οι δύο βουλευτές θα έπρεπε οι ίδιοι να είχαν εκφράσει την ευθιξία να μη συμμετάσχουν ως «ανακριτές» στην εν λόγω Επιτροπή για να μπορέσουν κατόπιν να καταθέσουν ως μάρτυρες. Και -γιατί όχι;- να… ξετινάξουν τις «άδικες» αιτιάσεις στο πρόσωπό τους ότι μετείχαν στο στήσιμο της σκευωρίας για την ενοχοποίηση των αντιπάλων τους.
Πέρα από νομικές περικοκλάδες, αντιλαμβάνεται ο κάθε λογικός άνθρωπος ότι δεν μπορεί κάποιος να είναι ταυτόχρονα στην ίδια υπόθεση ανακριτής και μάρτυς. Άρα, από τη στιγμή που, καλώς ή κακώς, έχουν προταθεί ως μάρτυρες, είναι προφανές ότι δεν μπορούν να είναι και «ανακριτές».
Αν, πολύ περισσότερο, θεωρούν ότι εμπλέκονται αδίκως από τους αντιπάλους τους –ο μεν γιατί μετέβη στον Άρειο Πάγο λίγο πριν την εσπευσμένη αποστολή του φακέλου της δικογραφίας στη Βουλή, ο δε επειδή δήλωνε δημόσια στην τηλεόραση ότι ήξερε τα ονόματα και τον ρόλο των προστατευόμενων μαρτύρων-, θα ανέμενε κανείς να προτιμήσουν τον ρόλο του μάρτυρα προκειμένου να αποσείσουν τα όσα τους αποδίδονται.
Στο τέλος – τέλος από τους 86 –ζωή να έχουν…- βουλευτές που διαθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ στην παρούσα σύνθεση της Βουλής, αποκλείεται να μην έχει άλλους δύο ικανούς για να ασκήσουν τα ανακριτικά καθήκοντα που επιφυλάσσουν το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής στα μέλη της Προανακριτικών Επιτροπών. Δεν μπορεί οι μόνοι ικανοί να είναι ο Πολάκης μα τον Τζανακόπουλο.
Είναι αλήθεια ότι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, είμαστε λαός της υπερβολής και έχουμε μια ροπή προς τον βερμπαλισμό, που είναι τόση έντονη ώστε να αισθάνεται κανείς ότι οι λέξεις μιας τόσο πλούσιας στην έκφραση γλώσσας χάνουν το νόημα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν εκπλήσσεται κάποιος διαπιστώνοντας ότι με την ίδια ευκολία που βουλευτές καταγγέλλουν –χωρίς ουσιώδη λόγο και πραγματική αιτία- «πραξικοπήματα», μια παρέα από κοριτσόπουλα βαφτίζουν «μανιφέστο»(!) τη… σχολική έκθεση για τα πλεονεκτήματα της παγκόσμιας ειρήνης με την οποία επιχείρησαν να «ντύσουν ιδεολογικά» το φθηνό happening που οργάνωσαν τη μέρα της εθνικής επετείου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Με αυτά και με αυτά, λοιπόν, στη χώρα στην οποία γεννήθηκε το μέτρο αισθάνεται κανείς ότι δεν είναι λίγοι όσοι –από το πολιτικό προσωπικό, αλλά και τους απλούς πολίτες- επιλέγουν τα άκρα και καταφεύγουν στα «ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα» που τις περισσότερες φορές είναι χωρίς αντίκρισμα.
Γιατί, άραγε; Και, κυρίως, ως πότε;