Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σημίτης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Αυγούστου 2018

Τον Τσίπρα και αν τον «πλένεις»…



«Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», ήταν η καταληκτική φράση στο διαβόητο «διάγγελμα» του Αλέξη Τσίπρα το οποίο θα περάσει στην Ιστορία ως απαράμιλλο μνημείο πόλωσης και διχασμού από έναν πολιτικό που δεν μπορεί να ξεπεράσει τις συνθήκες που τον έφεραν στην διακυβέρνηση μαζί με μια δράκα αμοραλιστών τους οποίους ο ελληνικός λαός επί δεκαετίες νωρίτερα κατέτασσε μονίμως στο περιθώριο της πολιτικής ζωής.
Δικαίως, λοιπόν, δεν ήταν λίγοι εκείνοι οι οποίοι υποστήριξαν ότι αυτός ο… κούφιος δήθεν συμβολισμός στον οποίο κατέφυγε ο κ. Τσίπρας είχε περισσότερο χαρακτήρα… απειλής για τα όσα μας επιφυλάσσει η συνέχεια της παραμονής του ίδιου και της ομάδας που τον περιστοιχίζει στην άσκηση της διακυβέρνηση.
Άλλωστε, η μισαλλοδοξία, η εχθροπάθεια και η δαιμονοποίησηαπό την οποία διαπνεόταν από την αρχή ως το τέλος του το σχεδόν 8λεπτο πρωθυπουργικό μήνυμα που διαβάστηκε με φόντο τα ήρεμα νερά του Ιονίου ήταν μάλλον πιο τρομακτικά από τα ίδια τα επίμονα ψέματα και τους θρασείς ισχυρισμούς τουότι «δεν θα διαπράξουμε την ύβρη να αγνοήσουμε τα διδάγματα της Ελλάδας των μνημονίων».
Στεκόμενος απέναντι στον τηλεϋποβολέα (το autocue, για τους μυημένους με τα τηλεοπτικά), μιλούσε ως να βρισκόμαστε ακόμη στις αρχές του 2015,όταν ο ίδιος διέθετε ακόμη την… αντιμνημονιακή παρθενία. Εκτόξευε, χωρίς αιδώ, πολεμικές κραυγές όχι μόνον συλλήβδην κατά των προκατόχων του αλλά και κατά των συνοδοιπόρων του οι οποίοι τον εγκατέλειψαν για να μην τον ακολουθήσουν στην εξευτελιστικές κωλοτούμπες που έκανε τη μια μετά την άλλη. 
«Δεν θα αφήσουμε τη λήθη να μας παρασύρει.Δεν θα γίνουμε λωτοφάγοι.Δεν θα ξεχάσουμε ποτέ τις αιτίες και τα πρόσωπα που οδήγησαν τη χώρα στα μνημόνια», ισχυριζόταν. Και με ανυπέρβλητη θρασύτητα διέγραφε μονοκονδυλιά τις μοναδικές αυταπάτες τις απίστευτες φαντασιώσεις και τις χωρίς προηγούμενο ψευδαισθήσεις που στοίχισαν πανάκριβα τον ελληνικό λαό.
Στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές, όπως προσπάθησε να μας πείσει ο κ. Τσίπρας ότι είναι η λήξη του τρίτου κατά σειράν ευρωπαϊκού προγράμματος για τη διάσωση της ελληνικής οικονομίας, οι ηγέτες –διεθνείς και εγχώριοι- επιλέγουν την ενότητα και τη συμφιλίωση των πολιτικών δυνάμεων που αποτελούν προωθητικό παράγοντα προς την κατεύθυνση της οικονομικής ανάκαμψης.
Αυτή, για παράδειγμα, υπήρξε η επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή όταν έλαβε τη μεγάλη απόφαση, κόντρα στην οξεία αντίδραση της τότε αντιπολίτευσης, να προχωρήσει την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Έτσι πορεύτηκεστη συνέχεια ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά και ο Κώστας Σημίτης που έβαλε τη χώρα στην ευρωζώνη σε πείσμα των αντιπάλων του που μιλούσαν για «τραβεστί οικονομία» και τον κατηγορούσαν για «δημιουργική λογιστική». Αν η Ελλάδα δεν ήταν στην Ευρωζώνη, ας μη σκεφτόμαστε καλύτερα ποια θα ήταν η τύχη της σήμερα….
Με τη βεβαιότητα ότι έκαναν το σωστό, οι πολιτικοί που έχουν περάσει στο πάνθεον των ηγετών, δεν ανάλωναν τον χρόνο τουςυβρίζονταςόσους τους ασκούσαν την κριτική. Και αυτή είναι η τεράστια διαφορά τους από τον κ. Τσίπρα, ο οποίος ξέρει ότι όλα όσα ισχυρίζεται δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Γι΄ αυτό και καταφεύγει στην επίθεση κατά πάντων. Το κάνει, αφενός, διότι δεν ανέχεται την κριτική, αλλά κυρίως, επειδή, όπως έχει αποδείξει πολλές φορές, ξέρει ότι το «αφήγημά» του δεν έχει συνοχή και ειρμό.
Γι΄ αυτό και είναι ειλικρινά απορίας άξιον πως αισθάνθηκαν όλοι όσοι φιλοτεχνούν τελευταία το πορτρέτο του δήθεν «σοσιαλδημοκράτη Τσίπρα που λογικεύτηκε» και του τάχατες «κεντρώου ΣΥΡΙΖΑ που άφησε πίσω τις ριζοσπαστικές ακρότητες». Θεωρούν ότι έχει λογική η απόπειρα στοχοποίησης προσώπων όπως ο Λουκάς Παπαδήμος και ο Γιάννης Στουρνάρας που συνιστούσε ο ισχυρισμός ότι τα προηγούμενα χρόνια«η δημοκρατία ευτελίστηκε», επειδή «τραπεζίτες έγιναν πρωθυπουργοί και υπουργοί έγιναν τραπεζίτες»;
Συνάδουν με το ευρωπαϊκό δημοκρατικό κεκτημένο βερμπαλιστικές ακρότητες όπως οι παρακάτω: «Δεν θα ξεχάσουμε τίποτα από όσα ζήσαμε, γιατί δεν είναι απλά η ύλη για τους ιστορικούς του μέλλοντος.Αλλά είναι τα εφόδια μιας χώρας που γράφει τη νέα σελίδα της ιστορίας της, σε χρόνο ενεστώτα.Φτάσαμε στον προορισμό μας, βγήκαμε από τα μνημόνια, αλλά δεν τελειώσαμε εδώ.Νέες μάχες είναι τώρα μπροστά μας.Οι σύγχρονοι μνηστήρες είναι εδώ και στέκονται ακόμα απέναντι»;
Ας μην υπάρχουν, λοιπόν, αυταπάτες. Ο κ. Τσίπρας ήρθε στην εξουσία εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το διχαστικό κλίμα που επικράτησε στην ελληνική κοινωνία όταν ξεκίνησε η κρίση που έκανε αναπόφευκτο το Μνημόνιο, δηλαδή το πρόγραμμα διάσωσης της ελληνικής οικονομίας με τη χορήγηση φθηνού δανεισμού από τους εταίρους της χώρας. Αν δεν είχε υπάρξει το Μνημόνιο, θα ήταν αιωνίως στο περιθώριο, όπως είναι σχεδόν παντού οι ομοϊδεάτες του.
Παρότι έχει γίνει προ πολλού ο μνημονιακός πρωθυπουργός με τη μεγαλύτερη κυβερνητική θητεία, δεν μπορεί να λειτουργήσει εκτός πόλωσης και σε συνθήκες κανονικότητας. Δεν έχει καμία δυσκολία να αυτοαποθεώνεται για τη δική του μοναδική μνημονιακήπροσήλωση, ούτε να κατηγορεί εκείνους που μας έβαλαν στα Μνημόνια επειδή δεν τα τήρησαν με ευλάβεια. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση μιλά με μισαλλόδοξο πάθος και διάθεση εξόντωσης όποιου –προσώπου ή θεσμού- δεν υποτάσσεται στη βούλησή του.
Αυτός ήταν. Και ο ίδιος και απαράλλακτος παραμένει, όπωςαπέδειξε τόσο όταν καθύβριζε όσους τον Αύγουστο του 2015 τον συνέδραμαν στην ψήφιση του τρίτου και βαρύτερου Μνημονίου, όσο και με το «διάγγελμα» της Ιθάκης. Παραμένει σταθερά ανεπίδεκτος μαθήσεως στα μαθήματα της συναίνεσης και της τήρησης των κανόνων του δημοκρατικού παιχνιδιού τους οποίους είναι δύσκολο να αποδεχτεί ένας πολιτικός που γαλουχήθηκε με το πνεύμα του «καταληψία» και είναι εκείνο από το οποίο εξακολουθεί να διακατέχεται.
Με άλλα λόγια, φαντάζει ότι είναι μάταιος κόπος να περιμένει κανείς να αλλάξει τώρα και να γίνει νουνεχής άνθρωπος της συνεννόησης και της καταλλαγής. Γι΄ αυτό και, παραφράζοντας μια γνωστή παροιμία, εύκολα μπορεί να αντιτείνει κανείς σε όσους βλέπουν «κανονικοποίηση» της σημερινής εξουσίας ότι «τον Τσίπρα και αν τον “πλένεις”…».

Πέμπτη 18 Ιανουαρίου 2018

Ώρα για πάρτι στο Μαξίμου

Πριν από αρκετά χρόνια ο συνήθως προσεκτικός στην τήρηση των αρχών της διάκρισης των εξουσιών πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης υπέπεσε στο «παράπτωμα» να συγκαλέσει στο Μέγαρο Μαξίμου σύσκεψη στην οποία, εκτός από τους υπουργούς του, συμμετείχαν και υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Ήταν, αν θυμάμαι καλά, την περίοδο της ολυμπιακής προετοιμασίας και για να μη χάνεται χρόνος στην κινητοποίηση όλων των μηχανισμών που έπρεπε να ενεργοποιηθούν, κάποιοι πρωθυπουργικοί συνεργάτες σκέφθηκαν ότι για τον καλύτερο συντονισμό θα έπρεπε να βρεθούν όλοι μαζί και επειδή ήταν κυβερνητικό θέμα προτιμήθηκε το γραφείο του πρωθυπουργού και όχι τα γραφεία της Χαριλάου Τρικούπη.
Την επομένη ημέρα -δεν υπήρχαν, βλέπετε, ακόμη το διαδίκτυο και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου ανθούν κάθε είδους τρολ που τις περισσότερες φορές ενεργοποιούνται εν τω γεννάσθαι της είδησης που θέλουν να αποδομήσουν- ξεσηκώθηκε μέγας πολιτικός και δημοσιογραφικός σάλος. Με προεξάρχοντα τα στελέχη του τότε Συνασπισμού (που, μπορεί να βολόδερναν μεταξύ του 3 και του 4% και να θεωρούσαν υπαίτιους γι΄ αυτό την πολυτραγουδισμένη «διαπλοκή», διέθεταν, όμως, ένα αξιοζήλευτο επικοινωνιακό δυναμικό) οι καταγγελίες για το «μέγα ανοσιούργημα» της ταύτισης κόμματος και κράτους υπήρξαν ουρανομήκεις.
Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, πάντως, οι αντιδράσεις ενδεχομένως να μην ήταν και πολύ άδικες. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τα πολιτικά προσχήματα. Δεν πρέπει, άλλωστε, να ξεχνάμε ότι ήταν η εποχή που εύρισκε έρεισμα το σύνθημα «ΠΑΣΟΚ και κράτος, Θεόδωρος Τσουκάτος!». Ένα σύνθημα που ξεκίνησε από το εσωτερικό του τότε κυβερνώντος κόμματος. Και μπορεί να το λάνσαραν οι οπαδοί του Άκη Τσοχατζόπουλου επειδή, κακά τα ψέματα, ήθελαν μεγαλύτερο μερίδιο από τα λάφυρα του πολύπαθου δημοσίου, ωστόσο αυτό δεν μειώνει τη σημασία του. Και κυρίως δεν μπορεί να διασκεδαστούν οι αντιλήψεις που εμπεδώνονταν στην ελληνική κοινωνία. Αντιλήψεις που, δυστυχώς, διέτρεχαν οριζόντια το πολιτικό σύστημα. Και φάνηκε ολοκάθαρα όταν έφυγε από τα πράγματα ο Κώστας Σημίτης...
Επιστρέφοντας στην αρχή και στις καταγγελίες ότι «οι κομματικοί του ΠΑΣΟΚ βεβήλωσαν το κυβερνητικό κτίριο», πρέπει να επισημάνουμε ότι ο τότε πρωθυπουργός πήρε στα σοβαρά την κριτική που του ασκήθηκε. Και έκτοτε απέφευγε επιμελώς να κάνει συσκέψεις με τους κομματικούς στο Μαξίμου. Τα προσχήματα, που λέγαμε παραπάνω. Ενώ και οι διάδοχοι του -άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο- κινήθηκαν στο ίδιο μοτίβο. Είχαμε, για παράδειγμα, τις επισκέψεις που δεχόταν ο Κώστας Καραμανλής από τον γραμματέα της Νέας Δημοκρατίας Ευάγγελο Μεϊμαράκη, προτού ο τελευταίος αναλάβει κυβερνητικό πόστο, αλλά χαρακτηρίζονταν άτυπες. Γι΄ αυτό και κανείς ποτέ δεν διανοήθηκε να διανείμει φωτογραφίες από το τετ α τετ. Ενώ και ο επισκέπτης ενημέρωνε τους δημοσιογράφους για τα διαμειφθέντα κάτω από τις… νεραντζιές του απέναντι πεζοδρομίου. Άλλοι ένοικοι του Μαξίμου καλούσαν κατά καιρούς ομάδες βουλευτών για να τους μεταφέρουν το κλίμα από τις περιφέρειες τους, κάλεσμα που μπορούσε να δικαιολογηθεί ότι αφορούσε το «γκελ» της κυβέρνησης στην κοινωνία, αλλά ως εκεί…
Τα θυμήθηκα όλα αυτά βλέποντας τις φωτογραφίες από την πανηγυρική ατμόσφαιρα υπό την οποία η βουλευτής Θεοδώρα Μεγαλοοικονόμου, έγινε δεκτή στο Μέγαρο Μαξίμου για να… τιμηθεί η απόφασή της να πάψει να είναι «ανεξάρτητη». Όπως συνέβαινε τους τελευταίους μήνες της πολιτικής της περισυλλογής που ακολούθησε την αποσκίρτηση από την Ένωση Κεντρώων και την εγκατάλειψη του… άμοιρου αρχηγού της (που θεωρούσε τον εαυτό του ισότιμο συνομιλητή του Τσίπρα). Περιχαρής η κυρία βουλευτής, που μετά τον προϋπολογισμό ψήφισε και το πρόσφατο πολυνομοσχέδιο για να εντχθεί ως συνεργαζόμενη στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, πέρασε το κατώφλι του Μαξίμου. Στη συνάντηση με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα τη συνόδευαν η γραμματέα της ΣΥΡΙΖΑϊκής Κ.Ο. Αφροδίτη Θεοπεφτάτου και -άκουσον, άκουσον!- και ο γραμματέας του υπουργικού Συμβουλίου Μιχάλης Καλογήρου.
Το ερώτημα που ανακύπτει είναι προφανές: Τι σχέση έχει η κυρία Μεγαλοοικονόμου με την κυβέρνηση, ώστε συναντήθηκε με τον πρωθυπουργό, παρόντος του γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου; Η βουλευτής μπορεί να είναι άξια θαυμασμού επειδή είδε αίφνης το φως το αληθινό, αλλά η προσχώρησή της στον ΣΥΡΙΖΑ είναι γεγονός που αφορά το κόμμα που τη δέχθηκε μετά βαΐων και κλάδων. Εξάλλου, ακόμη και αν πρέπει να τιμηθεί με υπουργοποίηση για την επιλογή της, ή επειδή είναι, κατά δήλωσή της, «Ταύρος» (στο ζώδιο), απαιτείται πρώτα να πάει να ορκιστεί στο Προεδρικό Μέγαρο και μετά να συνεργαστεί με τον γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου…
Ξέρω, ξέρω, ορισμένοι θα σκεφτούν ότι μπροστά σε τόσα και τόσα που συμβαίνουν γύρω μας, στην τυπικότητα της διάκρισης των εξουσιών θα… κολλήσουμε; Δεν είναι έτσι, όμως. Γιατί στην προκειμένη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που ενώ έχουν υποσχεθεί να είναι «κάθε λέξη του Συντάγματος», καταπατούν απροκάλυπτα τον καταστατικό χάρτη της χώρας. Πιστοί στην τόσο μακρινή από τις παραδόσεις της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας νοοτροπία ότι «πήραμε την κυβέρνηση, αλλά όχι την εξουσία», όπως την εξέφρασε παραστατικά στην πρόσφατη συνέντευξη της η πρωθυπουργική συμβία Μπέτυ Μπαζιάνα, είναι προφανές ότι οι θεωρίες, αλλά και οι πρακτικές περί διάκρισης εξουσιών -Εκτελεστική, Νομοθετική, Δικαστική- είναι απολύτως ξένες με αυτά που πρεσβεύουν και, κατά το σλόγκαν τους, κάνουν πράξη.
Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι για να γιορτάσουν την πρώτη επέτειο από την εκλογική νίκη του 2015 μετέτρεψαν σε πιάνο μπαρ το Μέγαρο Μαξίμου; Κλήθηκαν εκεί αποκλειστικά οι βουλευτές των ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δείχνοντας πόσο σέβονται τους θεσμούς. Η αλήθεια είναι ότι πέρυσι, που έκλεισαν δύο χρόνια δεν το επανέλαβαν. Ίσως επειδή ο… πιανίστας, που για όποιον το λησμόνησε θυμίζουμε ότι ήταν ο Κώστας Ζουράρις, είχε βαριά καθήκοντα στο υπουργείο Παιδείας. Η παραγωγικότητα και το δυσβάστακτο βάρος που -άμοιρη Παιδεία!- είχε επωμιστεί αποδεικνύεται τώρα που αποπέμφθηκε. Για την ακρίβεια, αποκαλύπτεται ότι υπέγραφε μια απόφαση για κάθε μήνα που ήταν υφυπουργός. Που σημαίνει ότι χρειαζόταν έναν ολόκληρο μήνα προετοιμασίας για κάθε υπογραφή!
Τώρα όμως που απαλλάχθηκε από τα βαριά καθήκοντα του υφυπουργού, μπορεί άνετα να προσληφθεί από τον, κατά την κρίση του, «σοφό» πρωθυπουργό για να συνεχίσει την προσφορά του ως πιανίστας. Διότι μπορεί η κυρία Μεγαλοοικονόμου να έγινε δεκτή χωρίς μουσική υπόκρουση, οι επόμενοι, όμως, που προανήγγειλε ότι περιμένει ο κ. Τσίπρας να του παράσχουν στήριξη, πως θα περάσουν το κυβερνητικό κατώφλι; Χωρίς ούτε ένα πάρτι; Θα κάνουν οι σημερινοί κυβερνώντες τα ίδια που έκανε και το… «παλαιό πολιτικό σύστημα»; Παίρνεται έτσι η εξουσία;
Ώρα για πάρτι, λοιπόν. Τώρα, εξάλλου, που βγαίνουμε και από το Μνημόνιο. Όχι; Πως όχι;

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

«Μπλοκάκι» ή εκδρομικός σάκος;



Η πρόσφατη τηλεοπτική εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ήρθε να υπογραμμίσει με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την αέναη διαπάλη ανάμεσα στις δύο Ελλάδες: την Ελλάδα της σοβαρότητας, των τεκμηριωμένων θέσεων και της εστίασης στο αποτέλεσμα, που  αντιπαλεύει με την Ελλάδα της μπουρδολογίας, των μεγαλόστομων διακηρύξεων και της επιδίωξης των πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων. 
Η εικόνα του πρώην πρωθυπουργού (στον Σκάι) να επιχειρηματολογεί, παραθέτοντας πίνακες με στοιχεία σχεδόν για κάθε τι το οποίο έλεγε, υπήρξε εντυπωσιακή, κυρίως αν επιχειρήσει να την αντιπαραβάλει κανείς με το θέαμα που εμφανίζουν αρκετοί από εκείνους οι οποίοι στελέχωσαν τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την οκταετία Σημίτη με τα γνωστά αποτελέσματα και της μιας και της άλλης περιόδου.
Τι να πρωτοθυμηθεί κάποιος; Τον υπουργό Οικονομικών της διάδοχης κυβέρνησης ο οποίος άφησε άναυδη τη νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ όταν, κατά τον ισχυρισμό της τελευταίας, κάνοντας λογαριασμούς πάνω στη… χαρτοπετσέτα από το τραπέζι που της παρέθετε, προσπάθησε να την πείσει ότι είχε καταφέρει να σώσει από την παγκόσμια κρίση την ελληνική οικονομία που μερικούς μήνες αργότερα χρεοκόπησε;
Αλλά δεν είναι μόνο η… σημειολογία των λογαριασμών της χαρτοπετσέτας που μπορεί να θεωρηθεί και μεμονωμένο περιστατικό. Είναι, πολύ περισσότερο, το «σύνδρομο του… εκδρομικού σάκου» που φαίνεται να βαρύνει τους περισσότερους ιθύνοντες της ελληνικής οικονομίας κατά την μνημονιακή περίοδο. Το θέαμα της προσέλευσης στις συνεδριάσεις του Ecofin ή του Eurogroup με εκδρομικό σάκο πλάτης αντί για χαρτοφύλακα είναι αποκλειστικά ελληνική πατέντα. Και αποτελεί μάλλον δηλωτικό της νοοτροπίας που διακατέχει όσους ακολουθούν τον συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα. 
Με αποκορύφωμα την περίοδο Βαρουφάκη, που η προσέλευση της ελληνικής αντιπροσωπείας περιλάμβανε και την μοναδικότητα των εμφανίσεων στις επίσημες συνεδριάσεις με… τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος για τη σκοπιμότητα τέτοιων επιλογών. Όποια εξήγηση, ωστόσο, και αν δοθεί, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι… εκδρομικοί τύποι που μας εκπροσωπούν στις Βρυξέλλες και αλλού αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που δεν αρέσκεται στα στοιχεία, απορρίπτει την αντιπαράθεση που βασίζεται σε αυτά και προτιμά την καταφυγή στην ευκολία αστείων επιχειρημάτων του τύπου «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς».
Όλοι αυτοί, όπως και όσοι συμπορεύονται μαζί τους, αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που θεωρούσε και θεωρεί τον Κώστα Σημίτη «λογιστάκο». Την Ελλάδα που λοιδορούσε το περιβόητο «μπλοκάκι» στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός κατέγραφε όλα όσα αφορούσαν τη δουλειά τη δική του και των συνεργατών του: σχεδιασμούς, προτεραιότητες, εκκρεμότητες, εξαγγελίες και ό,τι άλλο έπρεπε να υλοποιηθεί εντός ορισμένου χρονικού ορίου.  
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα του Σημίτη δεν ήταν… επίγειος παράδεισος. Χάρις, όμως, και στο πολυσυζητημένο «μπλοκάκι», υπήρξε, από πολλές απόψεις και κυρίως από τη σκοπιά της γενικής ευημερίας των Ελλήνων, η καλύτερη περίοδος από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, όπως καταδεικνύουν οι… επάρατοι αριθμοί. Γι’ αυτό, μάλλον μόνον όποιος φοράει παραμορφωτικούς φακούς μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 ήταν μια χώρα που προσέγγιζε την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Ήταν, αναμφισβήτητα, η πλέον αισιόδοξη εποχή που βίωσε η χώρα, η οποία, με τα καλά της και τα στραβά της, έβαζε υψηλούς στόχους, πάσχιζε γι΄ αυτούς και τις περισσότερες φορές τούς πετύχαινε. Όση, για παράδειγμα, προπαγανδιστική διαστρέβλωση και αν ασκηθεί από τους αρνητές των αριθμών, η Ολυμπιάδα του 2004 δεν πρόκειται να πάψει να είναι το πιο περίπλοκο εγχείρημα που έφερε εις πέρας η μικρή Ελλάδα. Αν μάλιστα είχαν αξιοποιηθεί καταλλήλως από τους επόμενους τα έργα, τα οποία μαζί με τις συνοδευτικές υποδομές κόστισαν, σύμφωνα με επίσημη μελέτη, περίπου 10 δισ. ευρώ, οι Αγώνες όχι μόνον δεν θα συνέβαλαν στην χρεοκοπία, που εξελίχθηκε πέντε χρόνια μετά, αλλά θα μπορούσαν να την είχαν αποτρέψει.
Σε αντίθεση με τους μάλλον μετριοπαθείς τόνους που χαρακτήρισαν την κριτική την οποία άσκησε ο πρώην πρωθυπουργός στη συνέντευξή του, οι αντιδράσεις από τους επικριτές του υπήρξαν οξύτατες. Δεν προκαλεί, πάντως, εντύπωση ότι οι περισσότεροι από όσους αντέδρασαν στα λεγόμενά του –τωρινοί αλλά και παλαιότεροι κυβερνώντες, κατά βάση- δεν βρήκαν σοβαρά στοιχεία για να τον αντικρούσουν.
Προτίμησαν, έτσι, να οχυρωθούν πίσω από γενικότητες για τα κρούσματα διαφθοράς και διαπλοκής που σημειώθηκαν επί των ημερών του. Λες και η Ελλάδα πριν ή μετά τη δική του εποχή ήταν το απαύγασμα της διαφάνειας ή ότι μετέπειτα τα έργα δεν τα έπαιρναν και τα παίρνουν οι ίδιοι ακριβώς εργολάβοι. Πόσω μάλλον που ο ίδιος όχι μόνον δεν ενεπλάκη προσωπικά σε σκοτεινές υποθέσεις –παρόλο που κάποιοι αετονύχηδες ενθυλάκωσαν μέχρι τη σύνταξη του καθηγητή που είχε παραχωρήσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- αλλά, οπότε υπέπεσαν στην αντίληψή του καταγγελίες ή στοιχεία, υπήρξε άτεγκτος με τον περίγυρό του.
Για να έχουμε, πάντως, ένα μέτρο των πραγμάτων, αρκεί να δει κανείς τη σύνθεση των επικριτών του: η μεγάλη πλειονότητά τους προέρχεται είτε από την κατηγορία εκείνων που επικρότησαν το άρον – άρον κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τυχόν αδικήματα που θα μπορούσαν να βαρύνουν πολιτικούς της επόμενης περιόδου είτε από τις τάξεις όσων τους είχαν συνεπάρει… πρωτότυπες ιδέες όπως το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» και αποκαλούσαν στην αρχή «asset της κυβέρνησης» και εν συνεχεία «ανόητο» τον «διαπραγματευτή με τα πουκάμισα έξω».
Κατά τα φαινόμενα, δεν είναι τυχαία η συμπόρευση των δύο αυτών κατηγοριών. Τους ενώνει η απέχθεια προς τα στοιχεία που μπορεί να είναι καταγεγραμμένα σε «μπλοκάκια» και να εκθέτουν όσους προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις με εκδρομικούς σάκους στην πλάτη.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

Κυβέρνηση για όσους «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν»



            Η πολιτική ευθιξία δεν ήταν ποτέ ψηλά στον κώδικα αξιών του εγχώριου πολιτικού συστήματος. Γι΄ αυτό και είναι μάλλον σπάνιες οι περιπτώσεις ανάληψης πολιτικής ευθύνης και συνακόλουθα οι παραιτήσεις πολιτικών αξιωματούχων για λάθη, παραλείψεις, αστοχίες, διαψεύσεις ή αδυναμία τήρησης των υπεσχημένων και στοιχειώδους εκπλήρωσης των προσδοκιών με τις οποίες κάποιος αναρριχήθηκε στο αξίωμα που κατέχει.
Όπως εύκολα, ωστόσο, μπορεί ο καθένας από μας να θυμηθεί, είτε επειδή έχει προσωπικές μνήμες από παλαιότερες περιόδους, είτε επειδή το διάβασε στην Ιστορία, όσο και αν σπάνιζε και κατά το παρελθόν το φαινόμενο της υποβολής παραιτήσεων για λόγους ευθιξίας, ενέργειες αυτού του είδους, ποτέ δεν εξέλιπαν, έστω και ως εξαιρέσεις στον κανόνα, από τα πολιτικά θέσμια οι παραιτήσεις.
Σε ορισμένες, μάλιστα, περιπτώσεις η ίδια η παραίτηση ή και η αποδοχή της θεωρούνταν τιμητικές πράξεις είτε για τους παραιτούμενους είτε για εκείνους, τους πολιτικούς προϊσταμένους, οι οποίοι ζητούσαν τις παραιτήσεις ανταποκρινόμενοι σε απαίτηση της κοινωνίας ή εκφράζοντας ελάχιστο σεβασμό σε αυτό που αποκαλούμε «κοινό περί δικαίου αίσθημα».   
 Ο αείμνηστος Αναστάσης Πεπονής, ο Σταύρος Δήμας και ο Κώστας Σημίτης είναι μόνον τρία από τα πρόσωπα τα οποία, χωρίς ιδιαίτερη έρευνα, μπορώ να ανασύρω στη μνήμη μου για να επισημάνω ότι ενίσχυσαν κατακόρυφα το προσωπικό τους κύρος εγκαταλείποντας τις υπουργικές καρέκλες. Και ας μην ξεχνούμε πόσο ισχυρότεροι ήταν οι πρωθυπουργοί που απέπεμπαν που και που κάποιον από τους υπουργούς τους.
Τέτοιες πρωτοβουλίες, όμως, μοιάζουν πλέον να αποτελούν πολύ μακρινό παρελθόν. Στη μίζερη, αντιθέτως, πραγματικότητα που βιώνουμε την τελευταία διετία με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, κανείς από τους κατέχοντες μικρότερα ή μεγαλύτερα αξιώματα δεν αισθάνεται να θίγεται με όσα πρωτοφανή συμβαίνουν γύρω μας και για τα οποία δεν μπορεί να μην έχουν κάποιοι τη λεγόμενη «αντικειμενική πολιτική ευθύνη». Ούτε, βεβαίως, κανείς από τους υψηλότερα ιστάμενους δεν τους ζητάει να παραιτηθούν όσο και αν υποπίπτουν σε –πολιτικά και όχι μόνον- «παραπτώματα».
Από το καλοκαίρι του 2015, οπότε συντελέστηκε η μαζική έξοδος από τον ΣΥΡΙΖΑ των στελεχών που ακολούθησαν τον Παναγιώτη Λαφαζάνη στην ίδρυση της Λαϊκής Ενότητας, θα έλεγε κανείς ότι οι εναπομείναντες στον κυβερνητικό μηχανισμό δείχνουν να θεωρούν τους εαυτούς τους τόσο… σπουδαία πολιτικά μεγέθη που ό,τι και να συμβεί αυτοί δεν πρόκειται ποτέ τους να εγκαταλείψουν την εξουσία.
Μπορεί να λένε και να κάνουν τα πάντα, αλλά και τα ακριβώς αντίθετά τους. Χωρίς να δίνουν ή να τους ζητούνται εξηγήσεις. Πόσω μάλλον να υφίστανται την παραμικρή  κύρωση. Σε όποιον τους ασκεί κριτική, εντός ή εκτός Ελλάδος, του κολλούν τη ρετσινιά ότι είναι «κατευθυνόμενος» ή «διαπλεκόμενος» και... καθαρίζουν.
Όχι μόνον δεν απολογούνται για την άνευ προηγουμένου εξαπάτηση των πολιτών με τις υποσχέσεις για σκίσιμο των Μνημονίων και «σεισάχθεια», ενώ εφαρμόζουν την πιο ακραία μνημονιακή λιτότητα, αλλά συμπεριφέρονται σαν να μην τρέχει απολύτως τίποτε. Και δεν δίνουν σε κανένα λόγο ούτε τα… χαμένα εκατομμύρια από τα «πόθεν έσχες» τους ούτε για τις καταθέσεις τους που εξακολουθούν να τις έχουν στο εξωτερικό όταν η πλειονότητα των Ελλήνων στενάζει από τα capital controls που εκείνοι επέβαλαν.
Αρνούνται, φυσικά, να δώσουν λογαριασμό για τα αλισβερίσια που είχαν στο παρελθόν με το δημόσιο χρήμα ή για τους διορισμούς που τώρα κάνουν. Και δεν… συγκινούνται ούτε για το «Βατερλό» στο οποίο κατέληξε η υποτιθέμενη μάχη κατά της διαπλοκής, ούτε, πολύ περισσότερο, από το διεθνές κάζο με τις αμέτρητες κωλοτούμπες και τις επιστολές υποτέλειας που ακολουθούν  τους ψευτοτσαμπουκάδες της δήθεν σύγκρουσης με τους δανειστές.
Μοιάζει ειρωνεία, αλλά από τον εκλογικό Σεπτέμβριο του 2015, το μόνο στέλεχος που αποπέμφθηκε από την κυβέρνηση ήταν ο Παναγιώτης Σγουρίδης, ο προερχόμενος από τους ΑΝΕΛ και απώτερα από το παλαιό ΠΑΣΟΚ πρώην υφυπουργός Υποδομών, ο οποίος έχασε τη θέση του επειδή σε μια κρίση ειλικρίνειας είχε την… αφέλεια να παραδεχθεί δημοσίως αυτό που είναι παγκοίνως γνωστό: ότι δηλαδή «οι πολιτικοί δυστυχώς δεν κρίνονται από αυτά που κάνουν αλλά από αυτά που έλεγαν…»
«Αν δεν τάξεις, δεν σε ψηφίζουν», είχε ομολογήσει σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό της Αλεξανδρούπολης «Maximum 93,6», προσθέτοντας μάλλον αφοπλιστικά: «Όταν σου μιλάει κάποιος ορθολογιστικά δεν είναι καλός. Επειδή είμαι παλιά καραβάνα και επειδή δεν φείδομαι των λόγων μου, πρέπει κάποια στιγμή να πούμε την αλήθεια. Αυτή είναι η αλήθεια».
Δεν απέφυγε, μάλιστα, καθώς στην επικαιρότητα ήταν τότε οι κινητοποιήσεις των αγροτών που ζητούσαν τήρηση των υπεσχημένων από τον Αλέξη Τσίπρα, να κάνει το… μοιραίο λάθος που ήταν η αναγνώριση ότι (και) οι άνθρωποι της υπαίθρου ήταν μεταξύ αυτών που παραπλάνησε ο σημερινός πρωθυπουργός. «Όπως και ο προηγούμενος. “Ζάππειο 1”, “Ζάππειο 2”, “Ζάππειο 3”. Όπως τα “λεφτά υπάρχουν”...», απάντησε ο Παναγιώτης Σγουρίδης όταν ρωτήθηκε σχετικώς.
Αντί, όμως, η απάντηση του άμοιρου πολιτικού από την Ξάνθη να γίνει το όχημα για να προσγειωθούν στο γήπεδο της ειλικρίνειας οι εξωφρενικές κυβερνητικές (αυτ)απάτες, ο ίδιος εξωπετάχθηκε κακήν κακώς από την κυβέρνηση. «Δικαίως», ίσως, αφού πρόκειται για μια κυβέρνηση στην οποία φαίνεται πως υπάρχουν θέσεις μόνον για όσους, κατά τη δημώδη φράση που βρίσκει ισχυρό έρεισμα στην επικαιρότητα των ημερών, «τρώνε, πίνουν και την Άρτα φοβερίζουν…».

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Οι Κασσάνδρες (πάντα) επιβεβαιώνονται!



Είναι απορίας άξιον αν ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (LSE) Νίκος Μουζέλης, θεωρούμενος το πάλαι ποτέ ως «γκουρού» του εγχώριου εκσυγχρονισμού, μπήκε στον κόπο να παρακολουθήσει τη συζήτηση της περασμένης Δευτέρας στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή. Και, πολύ περισσότερο, αν έκανε αυτόν τον κόπο προτού καθίσει και γράψει την επιστολή που έστειλε στους παλαιούς συνοδοιπόρους του από τον χώρο της Κεντροαριστεράς για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στην Κυβερνητική Επιτροπή για την Συνταγματική Αναθεώρηση.
Στην επιστολή του, ο κ. Μουζέλης χαρακτήριζε, ανάμεσα σε άλλα ηχηρά παρόμοια, ως «ακραία “κασσανδρική” φαντασίωση» την κριτική που ασκούν όλο και περισσότεροι προς την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για τη ροπή που εμφανίζει προς οικοδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος καθυπόταξης των μέσων ενημέρωσης, της Δικαιοσύνης και εν γένει των θεσμών που συγκροτούν το πλέγμα λειτουργίας της δημοκρατικής Πολιτείας, όπως την ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα είχε μεγάλη αξία να παρακολουθούσε κανείς τις αντιδράσεις του συγκεκριμένου κυρίου καθηγητή, όπως και ορισμένων άλλων ομοϊδεατών από τον χώρο του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» που ανακάλυψαν αρκετά όψιμα, αφού είναι ήδη συνταξιούχοι, τις αρετές της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που υποτίθεται εκφράζουν οι σημερινοί κυβερνώντες, όταν άκουγαν τον επικεφαλής των τελευταίων Αλέξη Τσίπρα να επιτίθεται στην…  επάρατο εποχή Σημίτη.
Δικαίωμα, προφανώς, του κ. Τσίπρα να έχει τις απόψεις του για οποιαδήποτε πολιτική περίοδο, αλλά δεν ήταν αυτό το ζήτημα που ανέκυψε από τον ανοίκειο και ισοπεδωτικό τρόπο με τον οποίο μίλησε στη συζήτηση στη Βουλή. Εκείνο που περισσότερο εντυπωσίασε ήταν το  ύφος που χρησιμοποίησε και κυρίως το ήθος που απέπνεε ο ακραία διχαστικός λόγος του. Από κοινού με τους ανατριχιαστικούς υπαινιγμούς για τους πολιτικούς του αντιπάλους, όπως την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά.
«Δεν είναι εδώ η κ. Γεννηματά για να της πω ότι μαθαίνω τώρα τελευταία ότι οργανώνει και δείπνα με βασικό μενού την ίδια», ήταν η αποστροφή που βγήκε από το στόμα ενός πρωθυπουργού, ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Μουζέλη, «πρέπει να στηριχθεί από όλους που δεν επιθυμούν το grexit». Τον ίδιο πρωθυπουργό που με μοναδική θρασύτητα συνέχισε λέγοντας: «Δεν ξέρω, βεβαίως, αν σε αυτά τα δείπνα συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων. Έτσι ακούω, ότι συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων».
Τον πρωθυπουργό που μάλλον χωρίς την παραμικρή επίγνωση του ποιος μιλάει και σε ποιον απευθύνεται συμπλήρωσε:  «Και μην νομίζετε ότι επειδή τώρα τελευταία έρχεστε εδώ στη Βουλή και μιλάτε μια γλώσσα που μοιάζει περισσότερο σε αυτά που λέει ο κ. Λαφαζάνης, δεν φοράτε αυτά τα φορέματα. Αυτά τα φορέματα φοράτε. Τα φορέματα των κυβερνήσεων Σημίτη και των σκανδάλων εκείνης της περιόδου που θα σας κυνηγάνε πολιτικά».
Το ότι χειροκροτήθηκε η συγκεκριμένη αποστροφή του από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δεν προκάλεσε καμία ιδιαίτερη εντύπωση. Τουλάχιστον τόση εντύπωση όση έκανε το γεγονός ότι ουσιαστικά είχε «πάρει πάσα» για να επιχειρήσει να αποδομήσει την περίοδο Σημίτη από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην αρχηγό της ΕΥΠ επί κυβερνήσεων Καραμανλή και τώρα αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελλόπουλο.
 Αν και παλαιός δικαστικός, ο κ. Παπαγγελλόπουλος δεν είχε καμία συστολή ή δυσκολία, να εκφράσει τις απόψεις του ακόμη και επί υποθέσεων που τελούν υπό δικαστική εκκρεμότητα. «Ξέχασα, επίσης, να πω ότι στο πάρτι των εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν είναι δυνατόν να πληρώνουν μόνον ο Τσοχατζόπουλος και ο Σμπώκος, ότι υπήρχε και ένα ΚΥΣΕΑ», ανέφερε. Και αφού αναρωτήθηκε: «Εκεί τουλάχιστον δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες;», συνέχισε ο υπουργός του κ. Τσίπρα: «Επίσης, υπήρξε και ένα “Σουάπς”, που ξέχασα να το πω».
Και ήταν αυτά τα λόγια που λειτούργησαν ως προπομπός για τη συνέχεια που έδωσε ο ίδιος πρωθυπουργός με την επίθεση που εξαπέλυσε στη Φώφη Γεννηματά και την προσπάθεια που κατέβαλε να αντικρούσει την κριτική της αντιπολίτευσης για «ορφανά του Τσοχατζόπουλου» που περιμάζεψε στο κόμματου. Και τα οποία για τον ίδιο δεν είναι παρά «αγωνιστές που κάποια στιγμή, μέσα στο κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν έβλεπαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τα ιδανικά που ανιδιοτελώς υπηρετήσαν με αγώνες για χρόνια, και συνάντησαν το ΣΥΡΙΖΑ».
Όλα αυτά, προφανώς, συμβάλουν προς τον «εκδημοκρατισμό του Πολιτεύματος» που φαίνεται να αποτελεί τον καινούργιο στόχο στον οποίο έχει στρατευθεί ο άλλοτε «εκσυγχρονιστής» κ. Μουζέλης που ψέγει όσους δεν συμμερίζονται  τις απόψεις του. Και φθάνει μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι «όλες τις δημοκρατικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις πρέπει να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη κριτική προς την κυβέρνηση για να μην δημιουργηθεί η επικίνδυνη εντύπωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται για ένα κόμμα εκτός του λεγόμενου “δημοκρατικού τόξου”».
Τι ωραία, αλήθεια! Είναι η… μη ισορροπημένη κριτική της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, την οποία αποφάσισε να υπηρετήσει ο κ. καθηγητής, που ευθύνεται για τον επαπειλούμενο «διχασμό που θα υπέσκαπτε το με θυσίες αποκτημένο μεταπολιτευτικό δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας». Και όχι τα λόγια και, πάνω από όλα, οι πράξεις του πρωθυπουργού και των υπουργών του οι οποίοι, ως εάν να είναι ακόμη στην αντιπολίτευση, απειλούν να μην αφήσουν λίθον επί λίθου στην –προβληματική, σε κάθε περίπτωση- μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Και κάτι τελευταίο: Ας έχουν υπόψιν τους όλοι όσοι χρησιμοποιούν στερεοτυπικά την ομηρική παραβολή με τις «κασσάνδρειες» προβλέψεις, τούτο:  Όλες οι προφητείες της Κασσάνδρας, που περιγράφονται στην Ιλιάδα, αποδείχθηκαν αληθινές, ασχέτως εάν δεν τις πίστευαν όσοι τις άκουγαν. Γι΄ αυτό και -σε πείσμα του κ. Μουζέλη- ας ευχηθούμε να μην αποδειχθεί «κασσανδρική» η κριτική που ασκείται προς την αγαπημένη του κυβέρνηση.  

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ο μακιαβελισμός των Θρησκευτικών



            Έχουν φαίνεται εθιστεί τόσο πολύ στην υποκρισία και στο ψέμα τα περισσότερα –αν όχι όλα- τα κυβερνητικά στελέχη, που θαρρεί κανείς πως τους έχουν γίνει δευτέρα φύσις. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα καταφεύγουν σε τόσο προφανείς αναλήθειες που αναρωτιέται κανείς για τη σκοπιμότητα που υποκρύπτει αυτό το διαρκές «δεν είναι αυτό που νομίζετε» στο οποίο καταφεύγουν και όταν δεν υπάρχει λόγος για να αρνούνται την πραγματικότητα.   
«Δεν έχω διαβάσει την πολυσέλιδη επιστολή που έστειλε σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος», δήλωσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης όταν στην προ ημερησίας διατάξεως συνεδρίαση πήρε τον λόγο για να τοποθετηθεί πολλές ώρες αφότου είχε γίνει γνωστό το περιεχόμενο των θέσεων που είχε εκθέσει ο προκαθήμενος της ελλαδικής Εκκλησίας στους πολιτικούς αρχηγούς για το ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στη μέση εκπαίδευση.
«Εξ όνυχος τον λέοντα» θα σκεφθεί, ενδεχομένως, κάποιος. Είναι, όμως, μια ενδεικτική περίπτωση για τη μόνιμη τακτική –την λες και εμμονή!- των ανθρώπων που πλαισιώνουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να μην παραδέχονται την αλήθεια. Είτε πρόκειται για την αλήθεια που σχετίζεται με μεγάλα ζητήματα, όπως το Μνημόνιο που υπέγραψαν, ή την παράδοση της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των ξένων με κατάληξη στους ιδιώτες, τις συντάξεις που κατακρεουργήθηκαν και το ΕΚΑΣ που εξαφανίστηκε.
Είτε αφορά, απλώς, τη διαμόρφωση της πραγματικότητας για καθημερινά ζητήματα, όπως ότι, όσοι από τους κυβερνώντες μπορούν, στέλνουν –οι περισσότεροι, μάλλον- τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία του εσωτερικού και στα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ή ότι συμπεριφέρονται όπως ακριβώς, αν όχι και χειρότερα, οι προκάτοχοι τους όταν είναι να υπερασπιστούν προσωπικά ή κομματικά προνόμια κάθε είδους (δάνεια, διορισμούς, κ.ο.κ.).  
Το εξοργιστικό στην περίπτωση του ισχυρισμού του υπουργού Παιδείας, ότι δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει την επιστολή του Αρχιεπισκόπου, είναι πως ο κ. Φίλης δεν είναι ένας αμελής τύπος από εκείνους που μπορεί να πιστέψεις ότι απλώς αδιαφόρησε για τις θέσεις της Ιεραρχίας. Το απέδειξε με το ότι ήταν εφοδιασμένος μέχρι και με τα -από κάθε άποψη- απαράδεκτα φυλλάδια του μητροπολίτη Αιγιαλείας Αμβρόσιου. Το πάθος, άλλωστε, με το οποίο υπερασπίστηκε τις απόψεις του για το επίμαχο ζήτημα μαρτυρά ότι πήγε στη Βουλή προετοιμασμένος και έτοιμος για να δώσει συνέχεια σε μια ανώφελη σύγκρουση που ο ίδιος επέλεξε να έχει με την Ιεραρχία.
Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι όταν ο υπουργός Θρησκευμάτων εξαπολύει επίθεση στην Εκκλησία για τη στάση που είχε ο κλήρος σε ανώμαλες περιόδους, όπως η Κατοχή και η χούντα, στοχεύει ειλικρινά σε αλλαγές στα Θρησκευτικά. Αλλαγές που, όποιος εχέφρων πολίτης πάρει στα χέρια του κάποια από τα σχολικά εγχειρίδια από τα οποία διδάσκεται το μάθημα στα σχολεία, δεν θα έχει την παραμικρή δυσκολία να συμφωνήσει ότι είναι επιβεβλημένες.
Όπως και κάθε άνθρωπος με ανοικτό πνεύμα θα συμφωνήσει μάλλον με τη κατεύθυνση ότι «τα Θρησκευτικά από ομολογιακό μάθημα γίνονται μάθημα γνώσεων θρησκειών». Πολύ περισσότερο, ακόμη και αν είναι κανείς πιστός, όταν συνοδεύεται με την προσθήκη ότι θα δίνεται «βεβαίως προτεραιότητα στην ορθοδοξία, με ό,τι σημαίνει αυτό που είναι ένα ευρύτερο θέμα», όπως ακριβώς δήλωσε ο υπουργός Παιδείας στη Βουλή.
Ποιά σχέση, όμως, έχει η κατεύθυνση αυτή με το «τι έκαναν οι δεσποτάδες» στο παρελθόν; Πως σχετίζονται τα δύο ζητήματα; Το ένα αφορά το σχολείο του σήμερα και του αύριο, ενώ το άλλο είναι αντικείμενο της ιστορίας που μπορεί να τίθεται στον δημόσιο διάλογο και στην αντιπαράθεση, αλλά χωρίς συσχετισμό με τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Εκτός πια και αν αλλάζουμε τα Θρησκευτικά όχι επειδή είναι ώριμο αίτημα της εποχής, αλλά γιατί πρέπει να… τιμωρηθεί η Εκκλησία για τη στάση της στο παρελθόν.
Είναι αλήθεια ότι ο υπουργός Παιδείας έχει μια μανία με το παρελθόν. Αν τον ακούσει κανείς να μιλάει, τον «συλλαμβάνει» να «τσαλαβουτάει» στα θολά νερά της ιστορίας, ψαρεύοντας επιχειρήματα χωρίς συγκεκριμένο έρμα. Εκεί που επικαλείται τη Ρόζα Ιμβριώτη και τον Ευάγγελο Παπανούτσο, ξάφνου πετιέται στον Γεώργιο Ράλλη και στον Ευάγγελο Αβέρωφ. Καμιά φορά θυμάται και τον Κώστα Σημίτη, του οποίου, όμως, ούτε το όνομα δεν ψέλλισε όταν αναφέρθηκε στην αντιπαράθεση για τις ταυτότητες που ο πρώην πρωθυπουργός έφερε εις πέρας χωρίς να βάλει την ουρά στα σκέλια όπως κάνουν οι ομοτράπεζοι του κ. Φίλη στο υπουργικό συμβούλιο που δηλώνουν: «Εμείς δεν θα συμφωνήσουμε σε τίποτε εάν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Ιεραρχίας»!        
Είναι ακριβώς αυτό το «τσαλαβούτημα» που υποψιάζει ορισμένους ότι όλα αυτά δεν συνιστούν πολιτικό χειρισμό από έναν υπουργό Παιδείας που θέλει να δώσει λύση σε υπαρκτά εκπαιδευτικά προβλήματα, ένα από τα οποία –και πάντως όχι από τα μεγαλύτερα- είναι και αυτό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Και, μάλλον ευλόγως, αναρωτιούνται μήπως δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από έναν απλό πολικάντικο τακτικισμό που βρήκε στο πρόσωπο του υβριστή του, μητροπολίτη Αιγιαλείας, το έρεισμα του «βολικού εχθρού» που αναζητούσε.
Αν, πάντως, έτσι γίνεται κανείς «αριστερός» και «προοδευτικός», τότε μάλλον τύφλα να έχει ο Νικολό Μακιαβέλι…