Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2020

Η απέραντη υποκρισία με το Συμβούλιο Αρχηγών

Για όποιον δεν αυταπατάται, η συναίνεση στα λεγόμενα «εθνικά θέματα», στην πραγματικότητα, δηλαδή, η αναζήτηση κοινού τόπου μεταξύ των κομμάτων στους χειρισμούς των ζητημάτων εξωτερικής πολιτικής, δεν υπήρξε ποτέ το ισχυρό χαρτί που ελληνικού πολιτικού συστήματος.

Κατά τη διάρκεια των δύο αιώνων που συμπληρώνονται την επόμενη χρονιά από την Εθνική Παλιγγενεσία, είναι, κακά τα ψέματα, πολύ σπάνιες οι φορές που οι εγχώριες πολιτικές δυνάμεις έβαλαν στην άκρη τα κομματικά συμφέροντα και άφησαν εκτός του πεδίου αντιπαράθεσής τους την εξωτερική πολιτική.

Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, τα βασικά κόμματα ήταν το «Αγγλικό», το «Γαλλικό» και το «Ρωσικό». Αλλά και μεταγενέστερα, ακόμη και σε περιόδους κατά τις οποίες δύσκολα διέκρινε κανείς τις διαφορές που χώριζαν τις κομματικές ηγεσίες, οι τελευταίες «εφεύρισκαν» λόγους για να διαφωνήσουν μεταξύ τους.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, η αντιπολίτευση επέκρινε τις πράξεις και τις παραλείψεις της κυβέρνησης, καταψηφίζοντας τις εισηγήσεις της, ανεξαρτήτως πολύ φορές του γεγονότος ότι, αν είχε την ευθύνη των χειρισμών, και η ίδια θα έκανε πάνω κάτω τα ίδια πράγματα.

Τα παραδείγματα με τη διαρκή επανάληψη του φαινομένου που μπορεί να παραθέσει κάποιος είναι πολλά. Για να μείνουμε μόνον στην περίοδο μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αρκεί να υπενθυμίσουμε τα γεγονότα που σχετίζονται με το Κυπριακό και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας, καθώς και το μνημονιακό δρόμο που υποχρεωτικά ακολουθήσαμε μετά τη χρεωκοπία του 2009-2010.

Άλλη λιγότερο και άλλη περισσότερη, οι (τρεις, πλέον) μεγάλες παρατάξεις που διαχειρίστηκαν τα μείζονα αυτά ζητήματα, τα οποία άπτονται άμεσα και καθοριστικά με τη θέση της χώρας στο διεθνές στερέωμα, ακολούθησαν την ίδια πορεία. Μια πορεία που συχνά ήταν αντίθετη με όσα υποστήριζαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση.

Τι να θυμηθούμε και τι να ξεχάσουμε; Τις αιματηρές ταραχές στην Αθήνα κατά την περίοδο 1955-1959 και το ανελέητο ξύλο που έπεφτε στους δρόμους της πρωτεύουσας εις βάρος αντιπολιτευόμενων διαδηλωτών που ήθελαν την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα; Τις επανειλημμένες εντάσεις γύρω από το λεγόμενο «Μακεδονικό»;

Ή το γεγονός ότι με λίγες εξαιρέσεις –μια από τις οποίες είναι η… Θεοδώρα Τζάκρη που τα ψήφισε όλα!- η συντριπτική πλειονότητα όσων διετέλεσαν βουλευτές τη δεκαετία 2009 – 2019 ψήφισε τουλάχιστον ένα Μνημόνιο και καταψήφισε ένα άλλο; Για όσους δεν θυμούνται οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ψήφισαν το πρώτο και το δεύτερο, της ΝΔ μόνον το δεύτερο και του ΣΥΡΙΖΑ μόνο το τρίτο.

Χωρίς διάθεση συμψηφισμού, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο κατάλογος με τα μικρότερα ή τα μεγαλύτερα «ανομήματα» και τις παλινωδίες όλων των παρατάξεων στους χειρισμούς της εξωτερικής πολιτικής είναι μεγάλος. Άλλοτε υπαινικτικά και άλλοτε ευθέως οι κατηγορίες για «μειοδοσίες» –ου μην αλλά και «προδοσίες»- διατυπώθηκαν από περισσότερες της μιας πλευρές.

Τούτων δοθέντων, ωστόσο, έχω την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως αξιωματική αντιπολίτευση με τη στάση που τήρησε στη Βουλή κατά τη διαδικασία επικύρωσης της συμφωνίας για τη μερική οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, δεν ακολούθησε απλώς την πεπατημένη, αλλά μάλλον «υπερέβη τα εσκαμμένα».

«Υπερέβη τα εσκαμμένα», πρώτον, διότι ήρθε σε αντίθεση με όσα ο ίδιος ο αρχηγός του Αλέξης Τσίπρας μόλις πρόσφατα υποστήριξε δημοσίως -και ενώ είχε χάσει τις εκλογές- για μερική οριοθέτηση. Και, δεύτερον, διότι δεν έμεινε στο δικό του πολιτικά αμήχανο «παρών» -αν ήταν τόσο κακή η συμφωνία, ας την καταψήφιζε…-, αλλά υπέβαλε αίτημα ονοματικής ψηφοφορίας για να καθυστερήσει επί ένα εικοσιτετράωρο την υπερψήφισή της.

Αγνόησε, έτσι την ιδιαιτερότητα των στιγμών που συνιστά η πολυήμερη πρόκληση των ερευνών του Ορούτς Ρέις μέσα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, αλλά τις κυβερνητικές εκκλήσεις να αναθεωρήσει τη στάση και να μην παρεμποδίσει ασκόπως την έγκαιρη υπερψήφιση της συμφωνίας.

Δεν θέλει ειδική αναλυτική δεινότητα για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι πίσω από αυτές τις πολιτικές ακροβασίες της Κουμουνδούρου δεν κρύβονται παρά προφανείς μικροκομματικές σκοπιμότητες. Όπως είχαν κάνει και στην περίοδο του «Μακεδονικού», στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ επενδύουν και πάλι τώρα στην εικαζόμενη αντίδραση των «σκληρών» στελεχών της γαλάζιας Κοινοβουλευτικής Ομάδας που με προεξάρχοντα τον Αντώνη Σαμαρά είναι επιφυλακτικοί στην έναρξη διαλόγου με την Άγκυρα.

Όντας στη διακυβέρνηση, με τη συμφωνία των Πρεσπών διέσπασαν την εθνική ενότητα προσδοκώντας ανομολόγητα οφέλη από τον εσωτερικό διχασμό της ΝΔ. Και παρότι διαψεύστηκαν τότε οι προσδοκίες του, με την ίδια συλλογιστική κινούνται και τώρα, ζητώντας μάλιστα από τους βουλευτές να πάρουν θέση ο καθένας χωριστά, κάτι που αν συμβεί η δική τους «γραμμή» για «παρών» θα γίνει κομμάτια και θρύψαλα.

Το πλέον παράδοξο όλων, όμως, είναι ότι έπειτα από τους πρωτοφανείς αυτούς κοινοβουλευτικούς τακτισμούς ζητούν από τη σημερινή κυβέρνηση να κάνει αυτό που οι ίδιοι –και σωστά ίσως- δεν έκαναν με τις διχαστικές «Πρέσπες»: να συγκαλέσει, δηλαδή, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών.

Γιατί άραγε; Για να συζητήσουν τί οι διαφωνούντες αρχηγοί; Ποιο νόημα έχει το Συμβούλιο όταν οι πολιτικές δυνάμεις δεν μπορούν να ψηφίσουν από κοινού για θέματα για τα οποία όταν είχαν την ευθύνη έκαναν τα ίδια πράγματα; Μήπως θα άλλαζαν γνώμη ο Αλέξης Τσίπρας, ο Δημήτρης Κουτσούμπας ή ο Κυριάκος Βελόπουλος εάν τους καλούσε η Πρόεδρος Κατερίνα Σακελλαροπούλου να καθίσουν δίπλα δίπλα με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη Φώφη Γεννηματά, που –χωρίς να συμπίπτουν οι θέσεις τους- λένε «ναι» στη συμφωνία με την Αίγυπτο;

Τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις προφανείς. Όσο προφανής είναι και η απέραντη υποκρισία της αξιωματικής αντιπολίτευσης να προτείνει Συμβούλιο Αρχηγών.

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Πόση αντιπολιτευτική γκρίνια χωράει η πανδημία;

 Αναμφίβολα, δεν είναι όλα καλώς καμωμένα με την αντιμετώπιση της πανδημίας από τον ελληνική Πολιτεία και κατ΄ ουσίαν από την κυβέρνηση που έχει την πρώτη και κύρια ευθύνη για τη λήψη και την εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για τον περιορισμό της εξάπλωσης του κορωνοϊού.

Όλο το προηγούμενο διάστημα έχουμε γίνει συχνά μάρτυρες παλινωδιών αλλά και αστοχιών που χαρακτήριζαν τις αποφάσεις της κυβέρνησης για τα υγειονομικά πρωτόκολλα, ενώ επανειλημμένα ήταν και τα φαινόμενα της έλλειψης ελέγχων για τη συμμόρφωση μιας μερίδας του πληθυσμού στους κανόνες, όπως και των καθυστερημένων παρεμβάσεων σε τομείς που έχρηζαν άμεσης δράσης.

Τα μπρος πίσω με την καθημερινή ενημέρωση των πολιτών, οι αμφιταλαντεύσεις με τη χρήση της μάσκας στα εμπορικά κέντρα, οι αντιφατικές εικόνες στις πύλες εισόδου της χώρας, που τη μια στιγμή και σε ορισμένες περιοχές θύμιζαν οργανωμένο κράτος που έκανε επισταμένους ελέγχους στους επισκέπτες, ενώ σε πολλές περιπτώσεις και σε αρκετά σημεία αφίξεων στην ελληνική επικράτεια η είσοδος ήταν παντελώς ανεξέλεγκτη, είναι μερικά μόνο από τα «αμαρτήματα» που βαραίνουν τους κυβερνητικούς ιθύνοντες. Όπως επίσης και ο περιορισμένος αριθμός των τεστ για την ανίχνευση των ασυμπτωματικών φορέων του ιού.

Για να είναι, ωστόσο, κανείς δίκαιος και να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα χρειάζεται να δει την μεγάλη εικόνα που δεν είναι άλλη από την αναμφισβήτητη πραγματικότητα ότι, λιγότερο ή περισσότερο, ολόκληρος ο πλανήτης αντιμετώπισε σχεδόν τα ίδια ακριβώς προβλήματα και οι κυβερνήσεις όλων των χωρών κλήθηκαν να διαχειριστούν τα ίδια ακριβώς διλλήματα.

Είναι ίσως από τις λίγες φορές στην Ιστορία του ανθρωπίνου γένους που η έννοια «παγκόσμιο χωριό» βρήκε τόσο πλήρη επιβεβαίωση. Πλούσιες και φτωχές χώρες της υφηλίου, από την Κίνα και τις ΗΠΑ έως τη Λατινική Αμερική και την Αφρική, από το Ισραήλ έως το Ιράν και από τη Γερμανία έως την Αυστραλία, έζησαν τον ίδιο εφιάλτη και πλήρωσαν και πληρώνουν βαρύτατο τίμημα τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε οικονομικές απώλειες.

Με μικρές παραλλαγές ίδιες ήταν οι προκλήσεις που αντιμετώπισαν με την ετοιμότητα των συστημάτων υγείας, την εφαρμογή των lockdown και το επακόλουθο σταδιακό άνοιγμα της οικονομίας, τη λειτουργία των σχολείων, τα ωράρια των επιχειρήσεων, την κυκλοφορία των μέσων μαζικής μεταφοράς, τη χρήση της μάσκας και άλλων προστατευτικών μέσων, αλλά και τη συνωμοσιολογικού χαρακτήρα άρνηση ενός μέρους του πληθυσμού να παραδεχθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης.

Όποιος έχει ταξιδέψει αυτό το διάστημα στο εξωτερικό, είτε έχει μιλήσει με ανθρώπους που ζουν εκτός των ελληνικών συνόρων, ή απλώς παρακολουθεί τη διεθνή ειδησεογραφία που διακινείται από αξιόπιστα μέσα ενημέρωσης, εύκολα οδηγείται στο συμπέρασμα ότι οι ομοιότητες είναι περισσότερες από τις διαφορές. Παρά τους κατά καιρούς αφελείς ισχυρισμούς περί του αντιθέτου, χώρα - πρότυπο δεν υπήρξε, αφού κανείς δεν διέθετε τη χρυσή συνταγή κατά του κορωνοϊού.

Οι αβεβαιότητες ήταν συντριπτικά περισσότερες από τις βεβαιότητες και όλοι πήγαιναν ψάχνοντας και παρακολουθώντας τι κάνουν και οι υπόλοιποι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι περισσότερο κερδισμένες βγήκαν οι χώρες που από την πρώτη στιγμή άκουσαν τους επιστήμονες τους και ακολούθησαν τις κατευθύνσεις που εκείνοι έδιναν. Αντιθέτως, στου χαμένους είναι όσοι υιοθέτησαν ανορθόδοξες θεωρίες, όπως η διαβόητη «ανοσία τη αγέλης», υποτίμησαν την απειλή και ανέλαβαν ρίσκα επιχειρώντας να προστατεύσουν την οικονομία τους με τη γνωστή ανεπιτυχή κατάληξη.

Κακά τα ψέματα, η πιο καθοριστική βεβαιότητα που μέχρι τώρα αναδεικνύεται από την πανδημία είναι ότι η εξάπλωσή της είναι πιο περιορισμένη εκεί όπου ο πληθυσμός τηρεί τα μέτρα προστασίας. Αντιθέτως, όπου δεν τηρούνται τα υγειονομικά πρωτόκολλα και επικρατούν συνθήκες συνωστισμού, τα κρούσματα και κατ΄ επέκταση τα θύματα αυξάνονται. Γι΄ αυτό και προκαλεί πολλές απορίες η… γκρίνια με την οποία αντιπολιτευόμενες δυνάμεις αντιδρούν στην επίκληση της ατομικής ευθύνης, μιλώντας για «στοχοποίηση» είτε της νεολαίας, που εμφανίζεται ανυπότακτη, είτε συνολικά της κοινωνίας.

Οι ισχυρισμοί περί της υποτιθέμενης «στοχοποίησης» όλων όσοι δεν τηρούν τους κανόνες αποτελεί ακραία επίδειξη λαϊκισμού, με την οποία αφενός χαϊδεύονται τα αυτιά αντικοινωνικών ανθρώπων και αφετέρου δίνεται άλλοθι στους κάθε λογής… ψεκασμένους που αρνούνται την ύπαρξη του ιού και εμφανίζονται να κάνουν… αντίσταση στη στέρηση της ελευθερίας που υποτίθεται ότι συνιστά η υποχρεωτικότητα στη χρήση της μάσκας.

Οι υπεύθυνοι πολίτες και οι υπεύθυνες πολιτικές δυνάμεις έχουν καθήκον να κάνουν κριτική στην κυβέρνηση, όποτε δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας, αυξάνοντας, για παράδειγμα, τον αριθμό των τεστ, όπως και τους ελέγχους για την εφαρμογή των μέτρων. Έχουν, όμως, την ίδια ώρα υποχρέωση να αντιτάσσονται στα αντικοινωνικές συμπεριφορές των απείθαρχων και να μην ενδίδουν στη φθηνή αντιπολιτευτική γκρίνια, δικαιολογώντας τα αδικαιολόγητα.

Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

Τα είχαν διαλύσει όλα, αλλά τώρα θέλουν... συμψηφισμό με το Καστελόριζο

Το θράσος δεν έλειψε ποτέ από τον Αλέξη Τσίπρα. Θα έλεγε κανείς, μάλιστα, ότι η θρασύτητα είναι το βασικό χαρακτηριστικό που διέπει όλη τη θητεία του στην πολιτική.

Με απύθμενο θράσος, άλλωστε, αναρριχήθηκε στην εξουσία, αντιμετωπίζοντας με μακιαβελικό τρόπο όλους όσους θεώρησε αντιπάλους του, εντός και εκτός της παράταξης του. Και με την ίδια κυνική θρασύτητα εργαλειοποίησε και έθεσε στην προσωπική του υπηρεσία κάθε θεσμό της ελληνικής Δημοκρατίας: το Κοινοβούλιο, τη Δικαιοσύνη, την Παιδεία, την Δημόσια Διοίκηση, τις Ένοπλες Δυνάμεις, την Αστυνομία και κάθε τι άλλο.

Αλλά και τον τελευταίο χρόνο που βρίσκεται εκτός διακυβέρνησης, φροντίζει σε κάθε ευκαιρία που του δίνεται να διαψεύδει οικτρά όλους όσοι ισχυρίζονται ότι «ωριμάζει» ή αυταπατώνται ότι μπορεί να μεταμορφωθεί σε ένα πολιτικό του μέτρου και της συνεννόησης. Το απέδειξε περίτρανα στη συζήτηση της Τετάρτης στη Βουλή για την παραπομπή του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου στο Ειδικό Δικαστήριο, την οποία δεν δίστασε να συνδέσει με τις προκλήσεις της Άγκυρας ανοικτά του Καστελόριζου.

Ξεπερνώντας και τον πιο θρασύ εαυτό του, ο τέως πρωθυπουργός καταφέρθηκε από το βήμα της Βουλής κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη υποστηρίζοντας ότι «ενώ γνωρίζει την κλιμάκωση της τουρκικής πλευράς, δύο μήνες τώρα, επέλεξε να δυναμιτίσει το πολιτικό κλίμα». Για να συμπληρώσει με ακόμη μεγαλύτερη αμετροέπεια ότι «την πιο κρίσιμη στιγμή με όλον τον τούρκικο στόλο στο νότιο Αιγαίο, επιλέγει να έρχεται εδώ να  στήσει κάλπη για να δικάσει τον πολιτικό του αντίπαλο».

Τα είπε όλα αυτά, εντελώς ανενδοίαστα, ο πολιτικός ο οποίος με μαρτυρίες κουκουλοφόρων έστησε σόου με δέκα κάλπες στη Βουλή για να «κρεμάσει στα μανταλάκια» κορυφαία στελέχη των αντιπάλων κομμάτων. Ο ίδιος που τώρα υποστηρίζει ότι διαταράσσεται η εθνική ενότητα επειδή, κατά την αντίληψή του, η κυβέρνηση οδηγεί «με σχέδιο τη πολιτική ζωή του τόπου στο βούρκο».

Πως το κάνει αυτό; «Με τις κασέτες των παράνομων παρακολουθήσεων, με τις παράνομες παρακολουθήσεις υπουργών την περίοδο της διακυβέρνησής μας. Τις παρακολουθήσεις από πρακτόρικους μηχανισμούς των πολιτικών σας αντιπάλων. Και με τους φακέλους που χτίζατε τόσα χρόνια και τους κρατάγατε στα συρτάρια σας για να τους αναδείξετε σε μια κρίσιμη στιγμή, όταν θα αισθάνεστε πολιτική αδυναμία. Για να πλήξετε τους πολιτικούς σας αντιπάλους με ύπουλα, υποχθόνια μέσα».

Ο κυβερνήτης, ο οποίος επί των ημερών του νομιμοποιήθηκαν οι παρακολουθήσεις για λίγο διάστημα, όσο χρειαζόταν για να στοχοποιηθούν οι αντίπαλοί του και στη συνέχεια ξαναέγιναν παράνομες, εξακοντίζει πυρά κατά εκείνων σε βάρος των οποίων δεν υπήρχε άθλια μεθόδευση που να μην επιστράτευσε. Και κάνει λόγο για «ύπουλα και υποχθόνια μέσα» εκείνος που η κυβέρνησή του είχε τη φαεινή ιδέα να… αξιοποιήσει τις ηχογραφήσεις των στελεχών του ΔΝΤ στην Ελλάδα για να τους… πιέσει.

Η συζήτηση για την παραπομπή Παπαγγελόπουλου ήταν η –μάλλον τελευταία- ευκαιρία του Αλέξη Τσίπρα για να αποδείξει ότι έχει διδαχθεί κάτι από τα λάθη του παρελθόντος και ότι  είναι αλλάξει κάποια πράγματα. Διότι δεν είναι δυνατόν να βγαίνουν όσα βγαίνουν στο φως για τα έργα και τις ημέρες των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στη Δικαιοσύνη, στην Αστυνομία στην Πυροσβεστική ή στα Μέσα Ενημέρωσης και η απάντηση των πολιτικά υπεύθυνων για όλες αυτές τις παθογένειες να είναι οι μηνύσεις κατά μέσων ενημέρωσης και οι επικλήσεις περί της… παρανομίας των ηχογραφήσεων.

Στην πραγματικότητα, δηλαδή, σφυρίζουν αδιάφορα αντί να συγκλονίζονται από τις αποκαλύψεις για τα πυκνά φαινόμενα κακοδιοίκησης και λειτουργίας κρατικών αξιωματούχων με μεθόδους υποκόσμου που συνέβησαν επί των ημερών της διακυβέρνησής τους. Θα είχαν, ενδεχομένως, δίκιο να υποστηρίξουν ότι παρέλαβαν έναν διεφθαρμένο κρατικό μηχανισμό. Δεν μπορούν, όμως, να το επικαλεστούν διότι, όπως αποδεικνύεται, με ελάχιστες εξαιρέσεις χρησιμοποίησαν σε θέσεις ευθύνης τους χειρότερους των χειρότερων.

Οι περισσότερες επιλογές αξιωματούχων της περιόδου 2015-2019 έγιναν με κριτήρια υποταγής και όχι αξιοσύνης. Στόχος ήταν να ελεγχθούν οι «αρμοί της εξουσίας». Έτσι, όποιος έδινε γη και ύδωρ στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιβραβευόταν. Αντίθετα, όποιος δεν δήλωνε πίστη στην υποτιθέμενη «πρώτη φορά Αριστερά», χαρακτηριζόταν «εχθρός του λαού» και αντιμετώπιζε διαδικασίες εξοβελισμού. Όπως δε αποδεικνύεται τώρα, τόσο ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας όσο και οι υπουργοί του, ήξεραν όλα αυτά που εμείς τώρα μαθαίνουμε. Και δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τα αποτρέψουν.

Ήξεραν για την εμφύλια διαμάχη στη Δικαιοσύνη που πυροδότησαν οι επιλογές του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου. Γνώριζαν τη συνεργασία στελεχών της Αστυνομίας με τον υπόκοσμο από τις καταγραφές της ΕΥΠ που έμειναν στα εισαγγελικά συρτάρια. Είχαν πληροφορηθεί τα άθλια παιχνίδια στην Πυροσβεστική που έκαιγαν ολόκληρες περιοχές για λόγους εσωτερικού ανταγωνισμού. Και παρά ταύτα δήλωναν θρασύτατα μετά το Μάτι ότι έψαχναν να βρουν που έκαναν λάθος και δεν εύρισκαν.

Σκεφθείτε, για παράδειγμα, πόσο διαφορετικά θα ήταν τα πράγματα για του ίδιους και για τη χώρα, εάν η Όλγα Γεροβασίλη έπαιρνε πίσω τη μήνυση στην «Καθημερινή» και ζητούσε συγνώμη που η κυβέρνησή της έχρισε αρχηγό της Πυροσβεστικής τον Ματθαιόπουλο. Ή αν ο κ. Τσίπρας ζητούσε από τους βουλευτές του να ψηφίσουν την παραπομπή του Παπαγγελόπουλου, όχι κατ΄ ανάγκην επειδή πείστηκε για την ενοχή του, αλλά επειδή, όπως ο κάθε πολίτης που κατηγορείται, πρέπει να πάει στη Δικαιοσύνη για να βρει το δίκιο του.

Δεν το έκαναν, όμως, ούτε η Γεροβασίλη ούτε ο Τσίπρας, επειδή, αν κρίνουμε από τα λεγόμενα του πρώην πρωθυπουργού, ακόμη δεν έχουν αντιληφθεί το μεγάλο κακό που έγινε επί της διακυβέρνησή τους σε τόσους πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής.

Πέμπτη 16 Ιουλίου 2020

Τρέμε κορωνοϊέ τώρα που μπήκε στη μάχη και το… ΣΥΚΕΑΑΠ

Η ατομική ευθύνη, σε συνδυασμό αναμφισβήτητα με τον φόβο, απεδείχθη σε καθοριστικό παράγοντα για τον χαμηλό δείκτη μετάδοσης του κορωνοϊού που παρατηρήθηκε στη χώρα μας τουλάχιστον κατά την πρώτη φάση της πανδημίας της Covid-19.

Η πλειονότητα των Ελλήνων τήρησε όντως τα μέτρα που επέβαλαν οι αρχές. Αποτελεί, όμως, αυταπάτη να πιστεύει κανείς ότι αίφνης οι συμπατριώτες μας μεταμορφώθηκαν σε έναν λαό ο οποίος συνειδητοποίησε ευρέως την ανάγκη για επίδειξη κοινωνικής υπευθυνότητας.

Αν ήταν, άλλωστε, έτσι, δεν θα βλέπαμε γύρω μας τόσο συχνά φαινόμενα αντικοινωνικής συμπεριφοράς σε τόσους πολλούς τομείς της δημόσιας ζωής: από τα σκουπίδια που δεν μας ενοχλεί εφόσον είναι στην αυλή του γείτονα έως την οδηγική συμπεριφορά στους δρόμους και από τις άναρχες διαδηλώσεις των πενήντα ατόμων που παραλύουν τη ζωή στις πόλεις έως το περιβόητο «γρηγορόσημο» το οποίο κάποιοι δίνουν και κάποιοι παίρνουν για να παρακάμπτεται η προτεραιότητα.

Όσο αλήθεια και αν είναι πως δεν μπορεί να υπάρχει ένας ελεγκτής δίπλα από κάθε πολίτη, εξίσου αληθές είναι ότι χωρίς τον έλεγχο και την απειλή της κύρωσης να επικρέμαται πάνω από τα κεφάλια όλων μας είναι αδύνατο να υπάρξει συμμόρφωση των πάντων. Αν θέλουμε, άλλωστε, να είμαστε ειλικρινείς και να μην βαυκαλιζόμαστε, κρυβόμενοι πίσω από το δάκτυλό μας, οι συνειδητοί πολίτες –και στη χώρα μας, αλλά και παγκοσμίως- αποτελούν μειοψηφία.

Χωρίς, λοιπόν, τους εκτεταμένους ελέγχους που διενεργούνταν την περίοδο του lockdown, είναι απολύτως βέβαιο ότι δεν είχαμε τα θετικά αποτελέσματα που επέφερε ο εγκλεισμός στα σπίτια μας. Διότι, κακά τα ψέματα, οι απόπειρες να παραβιαστούν οι περιοριστικοί κανόνες ήταν πάμπολλες τόσο από κάποιους που αναζητούσαν παραδρόμους για να ξεφύγουν από τα αστικά κέντρα προς την περιφέρεια ή τα εξοχικά τους όσο και από άλλους που δεν έχαναν ευκαιρία να καταστρατηγούν τα παραθυράκια με το delivery και το take away.

Στην πορεία του χρόνου, δυστυχώς, οι έλεγχοι ατόνησαν. Όποιος μπει σε λεωφορείο ή σε ένα ταξί διαπιστώνει ότι η υποχρεωτικότητα στη  χρήση της μάσκας, αλλά και τα κενά καθίσματα στα οχήματα και στους συρμούς, έχουν καταργηθεί στην πράξη. Η χρήση της μάσκας επαφίεται στον… πατριωτισμό του επιβάτη, ενώ οι σημάνσεις για τα καθίσματα που δεν πρέπει να κάθεται κανείς έχουν εξαφανιστεί.

Έτσι κι αλλιώς αποτελούν πλέον μακρά ανάμνηση οι πομπώδεις ανακοινώσεις του υπουργού Υποδομών Κώστα Καραμανλή ότι από τη Δευτέρα 4 Μαΐου σε όλους τους σταθμούς τους μετρό που θα έχουν ανταπόκριση με λεωφορεία θα είναι παρόντες οι «βοηθοί επιβατών», οι οποίοι θα καθοδηγούν και θα συμβουλεύουν το επιβατικό κοινό για το πως πρέπει να κινείται. Μόλις έφυγαν οι κάμερες, έφυγαν και οι «βοηθοί». Έτσι οι επιβάτες των λεωφορείων κάνουν ό,τι νομίζουν ερήμην του οδηγού ο οποίος αρκείται στο να μη ανοίγει η πόρτα που είναι δίπλα του και να μην καλύπτονται τα καθίσματα που είναι ακριβώς πίσω του.

Την ίδια διαπίστωση της απόλυτης χαλάρωσης στην εφαρμογή των περιοριστικών μέτρων κάνει και όποιος βρεθεί στην πλειονότητα των σούπερ μάρκετ, ακόμη και των φαρμακείων. Η χρήση μάσκας από το προσωπικό είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Όσο για τα εστιατόρια και τις καφετέριες, το μέτρημα των αποστάσεων από τραπέζι σε τραπέζι σταμάτησε αφότου δεν επαναλήφθηκε η επίσκεψη -συνοδεία τηλεοπτικών συνεργείων και με τις μεζούρες ανά χείρας- που πραγματοποίησε η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Ανάπτυξης σε καταστήματα της Καλλιθέας.

Η δουλειά των υπουργών βεβαίως δεν είναι να μετρούν αποστάσεις στα τραπέζια και ούτε να κάνουν ελέγχους. Με ή χωρίς κάμερες. Δουλειά τους είναι κάθε πρωί που πάνε στο γραφείο να ζητούν ενημέρωση για το πόσα συνεργεία ελέγχου έχουν βρει στους δρόμους. Και το βράδυ της ίδιας μέρας να έχουν μια εικόνα για τα αποτελέσματα των ελέγχων που διενεργήθηκαν. Τέτοια εικόνα, δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει. Και αν υπάρχει, δεν βγαίνει προς τα έξω έτσι ώστε να λειτουργήσει παιδευτικά.

Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι τα όργανα ελέγχου είναι τόσα πολλά που χάνεται η ευθύνη για το ποιος ελέγχει τι. Μέχρι τώρα ξέραμε ότι ελέγχους διενεργούν η Αρχή Διαφάνειας, η Ελληνική Αστυνομία, η Δημοτική Αστυνομία (στην Αθήνα, τουλάχιστον, όταν περισσεύει κόσμος από τη φύλαξη του «Μεγάλου Περίπατου») καθώς και το Λιμενικό. Τι τελευταίες μέρες μάθαμε ότι με το ίδιο αντικείμενο ασχολείται και το άγνωστο μέχρι πρότινος «Συντονιστικό Κέντρο Εποπτείας της Αγοράς  και  Αντιμετώπισης του Παραεμπορίου» (ΣΥΚΕΑΑΠ) της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου & Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων».

Η εμπειρία έχει δείξει πως όσο περισσότεροι ελεγκτικοί μηχανισμοί εμπλέκονται στο ίδιο αντικείμενο, τόσο πιο αναποτελεσματικοί είναι οι έλεγχοι που διενεργούνται. Κάτι, δηλαδή, σαν τις «πολλές μαμές», που, όπως λέει η γνωστή λαϊκή παροιμία, «βγάζουν τυφλό το μωρό». Δεν αποκλείεται, όμως, ο εμπνευστής του ΣΥΚΕΑΑΠ να έχει βρει το μυστικό υπερόπλο που θα… εξαφανίσει τον κορωνοϊό.     

        Υ.Γ: Αργά το απόγευμα της Τετάρτης και ενώ μόλις είχε ολοκληρωθεί η σύσκεψη στο Μέγαρο Μαξίμου που συγκάλεσε ο πρωθυπουργός για να ζητήσει την εντατικοποίηση των ελέγχων και την αυστηρή εφαρμογή των υφιστάμενων μέτρων, στο κέντρο της Αθήνας έκαναν την εμφάνισή τους αστυνομικοί οι οποίοι έμπαιναν στα λεωφορεία ελέγχοντας τη χρήση μάσκας. Στοιχηματίζετε για το πόσες μέρες θα κρατήσει;