Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 31 Μαΐου 2024

Γιατί οι πλατείες… γεμίζουν μόνον από οπαδούς αθλητικών ομάδων;

        Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες τις οποίες καταβάλουν οι πολιτικοί αρχηγοί και τα άλλα στελέχη των κομμάτων, η συμμετοχή του κόσμου στις προεκλογικές συγκεντρώσεις, που οργανώνονται μόλις μια βδομάδα πριν από τις ευρωεκλογές, είναι, τηρουμένων των αναλογιών με τα ειωθότα εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας, από πενιχρές έως πλήρως απογοητευτικές.

Οι υποψήφιοι ευρωβουλευτές όλων των κομμάτων, οι οποίοι ασθμαίνοντας περιοδεύουν από πόλη σε πόλη για να μπορέσουν μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα να επικοινωνήσουν με τους ψηφοφόρους όλης της επικράτειας, δυσκολεύονται να βρουν ένα αξιοπρεπές ακροατήριο για να μιλήσουν και να ζητήσουν τον σταυρό των εκλογέων. Και, έτσι, τις περισσότερες φορές εξαντλούν τη δραστηριότητά τους σε μερικές ανόρεκτες χειραψίες που ανταλλάσσουν με συνήθως αδιάφορους θαμώνες καφετεριών ή με καταναλωτές και περιπατητές που κόβουν βόλτες στις αγορές και στα… νυφοπάζαρα.

Η συνθήκη γίνεται ακόμη πιο αποκαρδιωτική αν συγκριθεί με τις τεράστιες κινητοποιήσεις που έγιναν το τελευταίο δεκαπενθήμερο στη Θεσσαλονίκη, στην Αθήνα και στον Πειραιά από οπαδούς των αθλητικών ομάδων του ΠΑΟΚ, του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού οι οποίοι βγήκαν κατά δεκάδες χιλιάδες στους δρόμους και στις πλατείες για να πανηγυρίσουν τις διακρίσεις και τα τρόπαια που απέσπασαν οι σύλλογοι τους οποίους υποστηρίζουν.

Βλέποντας τον κόσμο που συγκεντρώθηκε το βράδυ της Τετάρτης στην πλατεία Κοραή για να γιορτάσει τον ευρωπαϊκό ποδοσφαιρικό τίτλο που κατέκτησε ο Ολυμπιακός, παλαιός πειραιώτης με έκπληξη επεσήμαινε ότι ήταν ο περισσότερος κόσμος από κάθε άλλη συνάθροιση των τελευταίων δεκαετιών. Και, όπως ο ίδιος παρατηρούσε, μόνον με τη συμμετοχή στις μεγάλες προεκλογικές συγκεντρώσεις της δεκαετίας του 1980 θα μπορούσε να βρεθεί μια κάποια αριθμητική αναλογία, παρόλο που τα τελευταία χρόνια δεν έλειψαν οι ευκαιρίες των φίλων της πειραϊκής ομάδας για να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν τη χαρά τους.

Με αποκορύφωμα τη μεγάλη ανάταση του 2004 όταν οι Έλληνες ξεσπάσαμε σε διαδοχικούς πανηγυρισμούς εκφράζοντας τη χαρά μας για τη θετική πορεία της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα που έγινε στην Πορτογαλία, οι μεγάλες αθλητικές επιτυχίες υπήρξαν πάντοτε αφορμές για μαζικές λαοσυνάξεις και συλλογικούς πανηγυρισμούς. Σε κάθε περίπτωση, το φαινόμενο δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό. Το συναντάμε -με διαβαθμίσεις είναι η αλήθεια που έχει να κάνει με την ιδιοσυγκρασία κάθε λαού- σε πολλές χώρες: μικρές και μεγάλες, ευρωπαϊκές και τριτοκοσμικές.

Για την ερμηνεία του θα πρέπει μάλλον να καταφύγουμε στα εργαλεία της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας - ψυχανάλυσης που εστιάζουν στη θεμελιώδη ψυχολογική ανάγκη του «ανήκειν» που χαρακτηρίζει κάθε μέλος του ανθρωπίνου γένους. Οι ειδικοί επιστήμονες θεωρούν ότι το να ανήκουμε σε κάποια ομάδα, είτε πρόκειται για την οικογένειά μας, την κοινότητα των φίλων μας, το σχολικό και εργασιακό περιβάλλον μας, ή τις οποιεσδήποτε άλλες συλλογικότητες, των οποίων για διάφορους λόγους επιλέγουμε να αποτελούμε μέλη, συνιστά έναν σημαντικό παράγοντα κοινωνικοποίησης, ο οποίος μας κάνει να νιώθουμε καλά, μας προσπορίζει οφέλη για τη σωματική και ψυχική υγεία μας και αυξάνει τις πιθανότητες για επαγγελματική επιτυχία.

Πως το λέει ο μέγας Σαββόπουλος στο τραγούδι του με τίτλο «Ας κρατήσουν οι χοροί»; «…των Eλλήνων οι κοινότητες φτιάχνουν άλλο γαλαξία». Για να συμπληρώσει αμέσως μετά ο ίδιος την ευχή η οποία αναμφισβήτητα απηχεί κάθε κοινότητα: «Να μας έχει ο Θεός γερούς πάντα ν' ανταμώνουμε και να ξεφαντώνουμε, βρε, με χορούς κυκλωτικούς κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς». Από αρχαιοτάτων χρόνων, άλλωστε, οι άνθρωποι αναζητούσαν λόγους για να ανταμώνουν και να ξεφαντώνουν. Γι΄αυτό και έστηναν πανηγύρια, διοργάνωναν αγώνες, συμμετείχαν σε θρησκευτικές, πολιτιστικές και άλλες εκδηλώσεις, κάτι που αδιάκοπα συνεχίζεται ως τις μέρες μας.

Τις προηγούμενες πολλές δεκαετίες και κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση, οι Έλληνες εξέφραζαν την ανάγκη του «ανήκειν» και μέσω της κομματικής ένταξης. Τα μεγάλα κόμματα, που ταυτίζονταν με τις παραδοσιακές παρατάξεις, αλλά και κάποια μικρότερα, είχαν εγγεγραμμένους στα μητρώα των μελών τους δεκάδες ή και εκατοντάδες ανθρώπους, ένα σημαντικό μέρος των οποίων συμμετείχε στις εκδηλώσεις που οργάνωνε ο πολιτικός φορέας με τον οποίο ταυτίζονταν.

Αν και σε αρκετές περιπτώσεις ήταν τα ίδια πρόσωπα που μετακινούνταν από περιοχή σε περιοχή για τη δημιουργία εντυπώσεων… λαοθάλασσας, κανείς δεν μπορεί να συγκρίνει, από άποψη συμμετοχής, τις πολιτικές συγκεντρώσεις του παρελθόντος με τις σημερινές. Η μεγάλη τομή και το σημείο καμπής φαίνεται να ήταν η επέλαση του Μνημονίου και η συνακόλουθη κατάρρευση των πελατειακών δικτύων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποτελούσαν τον συνεκτικό δεσμό για τα μέλη των κομμάτων.

Παρόλο που δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία για τον πραγματικό αριθμό των μελών που διαχρονικά είχαν τα κόμματα, καθώς εδώ και χρόνια δεν ακολουθούνται κανόνες εγγραφής και με δύο ευρώ μπορεί ο καθένας να εμφανιστεί για μια και μόνη φορά και να ψηφίσει για την εκλογή αρχηγού, οι αριθμοί των ψηφοφόρων που συμμετέχουν στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις δίνει μια σαφή εικόνα για το ολοένα και μικρότερο ενδιαφέρον των Ελλήνων για το πολιτικό γίγνεσθαι.

Η πολιτική και οι πολιτικοί στη χώρα μας -αλλά η αλήθεια είναι όχι μόνον σε αυτή- έχουν πάψει να παρέχουν θετική προσδοκία, χαρά, ικανοποίηση και αισιοδοξία στους πολίτες. Οπότε είναι μάλλον μοιραία η ολοένα και μεγαλύτερη μείωση του ενδιαφέροντος πολλών -και πάντως όχι μόνον αυτών που χαρακτηρίζαμε παλαιότερα ως «λούμπεν»- για τα πολιτικά τεκταινόμενα, όπως και της διάθεσης για κομματική ένταξη και συμμετοχή στις πολιτικές διαδικασίες.

Στις εκλογές του 2004, για παράδειγμα, πήγαν στις βουλευτικές κάλπες πάνω από 7,5 εκατομμύρια ψηφοφόροι, ενώ στις εθνικές εκλογές του περυσινού Ιουνίου ο αριθμός των ψηφισάντων υποχώρησε κάτω από τα 5,3 εκατ. Η πρόβλεψη των ειδικών για τις επερχόμενες ευρωεκλογές είναι ακόμη πιο δυσοίωνη και δεν είναι λίγοι όσοι προεξοφλούν ότι τη μεθεπόμενη Κυριακή η συμμετοχή στις κάλπες θα είναι τόσο χαμηλή που ενδεχομένως θα αποτελέσει μια από τις μεγάλες ειδήσεις, αν όχι και τη μεγαλύτερη όλων, της εκλογικής βραδιάς. 

Οι άδειες πλατείες, άλλωστε, στις οποίες μιλούν οι πολιτικοί μας και μάλιστα σε μια περίοδο που, όπως έδειξαν τα ξεσπάσματα πανηγυριού και χαράς για τις αθλητικές επιτυχίες των ομάδων τους, οι Έλληνες δεν διστάζουν να βγουν στους δρόμους, είναι ένας οιωνός που δύσκολα ανατρέπεται στις λίγες μέρες που μας χωρίζουν από τις κάλπες.

Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Έλληνες ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι

Η ενασχόληση των πολιτικών δυνάμεων αλλά και των μέσων ενημέρωσης με την επερχόμενη ευρωκάλπη της 9ης Ιουνίου δεν άφησε πολύ χώρο για να αναδειχθούν τα στοιχεία μιας -κατά την άποψή μου- πολύ ενδιαφέρουσας έρευνας η οποία έγινε από τον οργανισμό «ΔιαΝΕΟσις» και φέρει τον τίτλο «τι πιστεύουν οι Έλληνες».

Ανάμεσα στα πολλά και διαφορετικά ερωτήματα, στα οποία κλήθηκαν από την εταιρία «Metron Analysis» να απαντήσουν οι συμμετέχοντες στην δημοσκόπηση, ήταν και ένα που αφορούσε τα συναισθήματα από τα οποία διακατέχεται πιο έντονα σήμερα κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνας.

Οι απαντήσεις οι οποίες δόθηκαν δεν είναι διόλου ευοίωνες για τις κοινωνικές συνθήκες που επικρατούν στη χώρα, καθώς η ανασφάλεια, η απογοήτευση και ο θυμός είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα, τα οποία υπερτερούν σημαντικά από εκείνα της αισιοδοξίας, της υπερηφάνειας, της σιγουριάς και της αυτοπεποίθησης που είναι μειοψηφικά.

Το πλέον δυσοίωνο, όμως, είναι ότι, όπως προκύπτει από τη συγκριτική παράθεση ανάλογων ερευνητικών ευρημάτων που κατεγράφησαν τα προηγούμενα χρόνια, η συναισθηματική κατάσταση των Ελλήνων αντί να βελτιώνεται, καθώς απομακρυνόμαστε από την οικονομική κρίση που έφερε τα απανωτά Μνημόνια, βαίνει επιδεινούμενη.

Οι αριθμοί είναι αποκαλυπτικοί: τον Δεκέμβριο του 2019, οπότε μετά και την κυβερνητική αλλαγή, που είχε προηγηθεί, και εξαιτίας της οποίας είχε αρχίσει να εμπεδώνεται η εντύπωση της επιστροφής στην κανονικότητα, ανασφάλεια δήλωνε ότι αισθανόταν το 38% των Ελλήνων. Το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 45,8% τον Φεβρουάριο του 2022, όταν έκλεινε ο κύκλος της πανδημίας του κορωνοϊού, για να συνεχίσει την ανοδική πορεία και τον Φεβρουάριο του 2024 να φθάσουμε στο σημείο να δηλώνει ότι αισθάνεται ανασφαλής ένας στους δύο Έλληνες και για την ακρίβεια το 49,9% των ερωτηθέντων.

Ανάλογη αυξητική τάση παρουσίασε και το συναίσθημα της απογοήτευσης το οποίο, από 27,2% που ήταν το 2019, στις δύο επόμενες έρευνες έφθασε στο 45,3% και στο 44,3% αντίστοιχα. Ομοίως, ο θυμός από τον οποίο πριν από πέντε χρόνια διακατεχόταν το 17,4% των Ελλήνων, το 2022 και το 2024 απάντησαν ότι ήταν ένα αίσθημα από το οποίο διακατέχονταν πλέον το 29,8% και το 29,7% των συμμετεχόντων στις αντίστοιχες έρευνες.

Στον αντίποδα, από τις ίδιες χρονοσειρές των ερευνών που έγιναν για λογαριασμό της «ΔιαΝΕΟσις», προκύπτει δραματική μείωση του ποσοστού όσων δηλώνουν ότι αισθάνονται αισιοδοξία, αφού από 30% που ήταν το 2019, υποχώρησε σε 21,7% τον τρέχοντα χρόνο. Μικρότερη υποχώρηση από το 14,1% στο 12,4% εμφανίζει το ποσοστό εκείνων που δηλώνουν ότι διακατέχονται από το αίσθημα της υπερηφάνειας.

Σταθερά χαμηλά παραμένουν, εξάλλου, τα ποσοστά όσων εκδηλώνουν αισθήματα αυτοπεποίθησης: 7,3% το 2019 και 7,9% το 2024. Όπως και εκείνων που δηλώνουν αισθήματα σιγουριάς και κινούνται από το 5,7%, που ήταν προ πενταετίας, στο 10,3% στο οποίο ανήλθε στη φετινή μέτρηση. Την ίδια ώρα οι Ελληνίδες και οι Έλληνες που διακατέχονται από αισθήματα ντροπής αυξήθηκαν την τελευταία πενταετία από το 10,2% στο 16,8%.

Δεν χρειάζεται, νομίζω, να είναι κάποιος κοινωνιολόγος ή ειδικός στην κοινωνική ανθρωπολογία για να αντιληφθεί ότι τίποτε θετικό για το μέλλον δεν προοιωνίζεται η έντονη απαισιοδοξία που εκπορεύεται από τα συγκεκριμένα στοιχεία της έρευνας, όπως και από άλλα ευρήματα, τα οποία, π.χ., είναι η διαπιστούμενη έλλειψη αξιοκρατίας και τα προβλήματα στην απονομή της Δικαιοσύνης, που η αναλυτική τους παράθεσή θα επιβεβαίωνε την γενική αρνητική εικόνα.

Είναι προφανές ότι όταν τόσο πολλοί συμπολίτες μας αισθάνονται ανασφαλείς, απογοητευμένοι και θυμωμένοι, μόνον τυχαία δεν μπορεί να θεωρείται η δημογραφική κατάρρευση, με την οποία έρχεται αντιμέτωπη η ελληνική κοινωνία, όπως επίσης και η δυσκολία να αφήσει οριστικά πίσω τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης που μας ταλάνισαν την προηγούμενη δεκαετία.

Μοιραία, τα αρνητικά συναισθήματα της πλειονότητας των Ελλήνων αφήσουν έντονο το αποτύπωμα στον τρόπο που ζούμε και δραστηριοποιούμαστε σε κάθε επίπεδο: προσωπικό και οικογενειακό, τοπικό και εθνικό. Ένας ανασφαλής, απογοητευμένος και θυμωμένος πολίτης είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα καταφέρει να είναι δραστήριος και δημιουργικός, έτσι ώστε, εργαζόμενος για την προσωπική του ευημερία, να συμβάλει στη συνολική κοινωνική πρόοδο.

Δυστυχώς, οι λόγοι για τους οποίους παρατηρούνται τα συγκεκριμένα φαινόμενα, θα ήταν αυταπάτη να αναμέναμε ότι θα γίνουν αντικείμενο συζητήσεων στην προεκλογική περίοδο που διάγουμε. Καθώς εξαντλείται ο χρόνος, αφού απομένουν μόνον δύο εβδομάδες έως ότου προσέλθουμε στις κάλπες, μοιάζει απίθανο να βρεθεί στο επίκεντρο των κομματικών αντιπαραθέσεων και να κάνει τους Έλληνες να ξαναβρούν τη χαμένη ελπίδα και αισιοδοξία.

Ίσως διότι είναι δύσκολο να… χωρέσουν τέτοια ζητήματα σε κάποια ανάρτηση στο Tik tok ανάμεσα στα χαριτωμένα σκυλάκια (τον Peanat και τη Farley) που απέκτησαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τρέχουσα προεκλογική περίοδο. Μια προεκλογική περίοδος, η οποία υπό αυτές τις συνθήκες οδηγεί στην εκτίμηση ότι μπορεί να επισφραγιστεί με νέο ρεκόρ αποχής των ψηφοφόρων από την εκλογική διαδικασία.

Όπως και να έχει, πάντως, και όσο και αν δικαιούνται να ισχυριστούν κάποιοι ότι η ευθύνη για την έλλειψη αισιοδοξίας ανήκει πρωτίστως στη σημερινή κυβέρνηση και τα αίτια της απαισιοδοξίας των πολιτών οφείλονται στην πολιτική της, αυτό δεν καθιστά άμοιρη ευθυνών την πολυποίκιλη και κατακερματισμένη αντιπολίτευση.

Άλλωστε, αν μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα η κυβερνητική παράταξη και ο επικεφαλής της Κυριάκος Μητσοτάκης βρίσκονται σε πορεία προς μια νέα εκλογική νίκη στις 9 Ιουνίου, εκείνες που πρέπει να κοιταχθούν στον καθρέφτη, για να δουν τι φταίει, είναι οι ηγεσίες της αντιπολίτευσης. Ή μήπως όχι;

Παρασκευή 17 Μαΐου 2024

«Τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέπτη»


Σπεύδω να διευκρινίσω ότι τον τίτλο, ο οποίος αποτελεί ρήση του Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργου Σεφέρη, τον «δανείστηκα» από μια πρόσφατη παρέμβαση του καθηγητή Θάνου Βερέμη στην παρουσίαση του συλλογικού βιβλίου «Κύπρος 1974 – 2024, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Ελληνοεκδοτική» και περιέχει τριάντα ενδιαφέροντα διηγήματα τα οποία υπογράφονται από ισάριθμους συγγραφείς.

Ο διαπρεπής καθηγητής της Ιστορίας παρέπεμψε στον μεγάλο μας ποιητή, ο οποίος, ως γνωστόν, υπήρξε και διακεκριμένος διπλωμάτης, δίνοντας με τον τρόπο αυτό απάντηση στο ερώτημα για το πως οδηγηθήκαμε στα δραματικά γεγονότα της Κυπριακής Τραγωδίας και φυσικά στη συνεχιζόμενη για μισό αιώνα τουρκική κατοχή.

«Οι Τούρκοι είναι Τούρκοι και όλοι ξέρουμε την αδηφαγία της ηγεσίας τους. Το ερώτημα είναι εμείς τι κάνουμε και γιατί δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας ώστε να υποστηρίξουμε τα δικά μας συμφέροντα», εξήγησε ο κ. Βερέμης προκαλώντας την επιδοκιμασία του ακροατηρίου στην πικρή αναγνώριση ότι τα πράγματα θα είχαν πάρει άλλη τροπή για την Κύπρο αν οι εκάστοτε ηγεσίες στην Αθήνα και στη Λευκωσία τα εύρισκαν μεταξύ τους και κινούνταν στη ίδια γραμμή.

Η πραγματικότητα ήταν ωστόσο διαφορετική και ήδη από τις παραμονές της υπογραφής των Συνθηκών Ζυρίχης και Λονδίνου οι Έλληνες διχάστηκαν. Ένας διχασμός που αποσταθεροποιούσε τη νεοσχηματισθείσα Κυπριακή Δημοκρατία και είχε ως αποκορύφωμα το άφρον πραξικόπημα της ανατροπής του Μακαρίου από τη Χούντα των Αθηνών που έδωσε το πρόσχημα στην Άγκυρα για να εισβάλει στην ελληνική Μεγαλόνησο και να κατέχει μισό αιώνα τώρα το 40% των εδαφών της.

Το Κυπριακό δεν είναι, δυστυχώς, το μόνο από τα εθνικά μας ζητήματα στα οποία ιδεοληπτικές εμμονές και μικροκομματικοί υπολογισμοί γίνονται αντικείμενο σφοδρών εσωτερικών συγκρούσεων και εμποδίζουν τη χάραξη μιας ενιαίας εθνικής γραμμής.

Το λεγόμενο «Μακεδονικό» είναι μια από τις πλέον χαρακτηριστικές υποθέσεις, όπως εξάλλου επιβεβαιώθηκε με τα πρόσφατα γεγονότα που ακολούθησαν τη εκλογική νίκη των εθνικιστών στα Σκόπια.

Αντί, λοιπόν, να στείλει συντονισμένα αυστηρό τελεσίγραφο για σεβασμό του διεθνούς δικαίου προς την προκλητική νεοεκλεγείσα Πρόεδρο της Βόρειας Μακεδονίας Γκορντάνα Σιλιάνοφσκα, η οποία αμφισβήτησε εν τοις πράγματι τη Συμφωνία των Πρεσπών, η ελληνική πολιτική τάξη επιδόθηκε σε αντιπαραθέσεις που δύσκολα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι εξυπηρετούν τα εθνικά μας συμφέροντα.

Η 71χρονη νομικός και πανεπιστημιακός, η οποία κέρδισε με άνεση την κούρσα για το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα στα Σκόπια, αρνήθηκε να ορκιστεί στην ονομασία που καθιέρωσε η Συμφωνία των Πρεσπών για τη χώρα της και είναι «Βόρεια Μακεδονία». Δικαιολόγησε, ωστόσο, τη στάση της επικαλούμενη το υποτιθέμενο δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού, καθώς, όπως ισχυρίστηκε στις μετέπειτα εξηγήσεις της, λειτούργησε ως «Μακεδόνας πρόεδρος».

Και εμείς πως αντιδράσαμε στην αναμφισβήτητα… κουτοπόνηρη και αυθεντικά λαϊκίστικη συμπεριφορά της εθνικίστριας Προέδρου της γειτονικής χώρας, με την οποία έσπευσε να συμφωνήσει ο επίσης νεοεκλεγείς πρωθυπουργός και αρχηγός του VMRO Κριστιάν Μίτσκοσκι;

Δεν ασχοληθήκαμε, όπως θα ήταν το λογικό και το αναμενόμενο, με το πως η αυθάδης κυρία Σιλιάνοφσκα θα έπαιρνε το μάθημα ότι η παραβίαση των διεθνών συνθηκών δεν μπορεί παρά να έχει συνέπειες και για την ίδια και για τη χώρα της.

Αντιθέτως, στην ελληνική δημόσια σφαίρα αναδείχθηκε ως κυρίαρχο το έλασσον ζήτημα για τη σκοπιμότητα επικύρωσης ή μη από το ελληνικό Κοινοβούλιο κάποιων ήσσονος πολιτικής σημασίας πρωτοκόλλων που απορρέουν από τη Συνθήκη.

Για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας, δεν μπορεί κάποιος να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά ότι αν -ανεξάρτητα από τους λόγους που δεν το έκανε- η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε επικυρώσει τα συγκεκριμένα πρωτόκολλα, τότε ο Μίτσκοσκι και η Σιλιάνοφσκα θα άφηναν κατά μέρος τις εθνικιστικές ιδεοληπτικές και αλυτρωτικές εμμονές τους με τις οποίες κατέλαβαν την εξουσία.

Όπως και να έχει και πέρα από τους ισχυρισμούς των φανατικών υποστηρικτών της, η Συμφωνία των Πρεσπών δεν ήταν σε καμία περίπτωση ένα ξεκάθαρο διπλωματικό κείμενο που έλυσε το «Μακεδονικό», ένα ζήτημα το οποίο επί δεκαετίες είχε λάβει μια δυναμική που ήταν δύσκολο να αναστραφεί.

Για την ακρίβεια, οι γείτονες μας είχαν επί πολλές δεκαετίες εγκολπωθεί το κατασκευασμένο αφήγημα ότι, αν και Σλάβοι που ήρθαν τα μέρη μας πολύ αργότερα, υπήρξαν απόγονοι των… αυθεντικών αρχαίων Μακεδόνων του βασιλιά Φιλίππου και του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάτι το οποίο, κακά τα ψέματα, ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί.

Υπό αυτό το πρίσμα, το περιεχόμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών ήταν ένας -μάλλον αποτυχημένος- συμβιβασμός τον οποίο επέβαλε ο διεθνής παράγων -ΗΠΑ και ΕΕ- σε πείσμα της βούλησης των λαών και στις δύο χώρες που η πλειοψηφία τους ήταν αναφανδόν κατά της Συμφωνίας.

Οι ασφυκτικές πιέσεις, ωστόσο, και οι απροκάλυπτοι εκβιασμοί που ασκήθηκαν σε πολιτικούς στα Σκόπια αλλά και στην Αθήνα, κατά την περίοδο που προηγήθηκαν της επικύρωσης της Συμφωνίας από τα δύο Κοινοβούλια, δεν στάθηκαν ικανοί να αλλάξουν το αρνητικό κλίμα.

Η κυβέρνηση του Ζόραν Ζάεφ στα Σκόπια καλοδέχτηκε την εξαγορά των βουλευτών της αντιπολίτευσης ώστε να σχηματιστεί η απαιτούμενη πλειοψηφία. Την ίδια ώρα, στην Αθήνα η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα «επένδυε» τόσο στον διχασμό που πιθανολογούσε ότι θα προκαλέσει στη ΝΔ το γεγονός ότι η ηγεσία της φλέρταρε με μια λύση, όσο και στο αποτέλεσμα που υπέθετε ότι θα έφερναν οι πιέσεις που ασκούνταν και εδώ από τον διεθνή παράγοντα.

Μοιάζει ασύλληπτο, αλλά είναι γεγονός ότι τον πρώτο και μόνον έξω από το κόμμα του που ενημέρωσε ο τότε πρωθυπουργός για το περιεχόμενο της συμφωνίας, που είχε δεχθεί, ήταν -γιατί άραγε;- ο… Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος.

Αντιθέτως, ο Αλέξης Τσίπρας δεν επεδίωξε συνάντηση και συναίνεση ούτε με την αξιωματική αντιπολίτευση ή με την ηγεσία κάποιου άλλου κόμμα, ούτε κατέφυγε στη σύγκληση του Συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να ακούσει τι είχαν να πουν και οι άλλες παρατάξεις.

Αρκέστηκε στις παρασκηνιακές επαφές με κάθε λογής πολιτικά «ρετάλια» τα οποία προσείλκυσε για να καταφέρει εν τέλει να σχηματίσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, η οποία ήταν σαφές για όσους δεν είχαν αυταπάτες ότι βρισκόταν σε δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση.

Έξι χρόνια μετά το πρόβλημα του «Μακεδονικού» είναι και πάλι εδώ. Διότι δεν ήταν δυνατόν να επιλυθεί με τη μεσοβέζικη λύση που επιλέχθηκε και ορίζει ότι η Ελλάδα συνορεύει με μια χώρα η οποία μπορεί ναι μεν λέγεται «Βόρεια Μακεδονία», αλλά οι πολίτες της είναι, όπως διατείνονται η Σιλιάνοφσκα και ο Μίτσκοφσκι, «Μακεδόνες» οι οποίοι ομιλούν «μακεδονική» γλώσσα.

Όλα αυτά, αντί να μας προβληματίζουν και να μας οδηγούν σε αναστοχασμό, μας κάνουν, δυστυχώς, να συγκρουόμαστε μεταξύ μας. Ίσως για να δικαιωθεί ο Σεφέρης που τόσο εύστοχα είχε επισημάνει ότι «τον ξένο και τον εχθρό τον είδαμε στον καθρέπτη».

Παρασκευή 10 Μαΐου 2024

Πόσο μακριά είναι το 2027;


«Είμαστε στο 2024 και η θητεία της κυβέρνησης λήγει το 2027», ήταν η απάντηση την οποία έδωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης όταν ρωτήθηκε (από τον Αντώνη Σρόιτερ στη συνέντευξη που παραχώρησε στο protothema.gr) για την ενδεχόμενη πρόθεσή του να διεκδικήσει και μια τρίτη θητεία στο πρωθυπουργικό αξίωμα.

«Ποιος ξέρει τι μπορεί να μεσολαβήσει από τώρα μέχρι το ‘27;», αναρωτήθηκε ο ίδιος προσθέτοντας, αφενός, ότι «στην Ελλάδα δεν έχουμε συνταγματικούς περιορισμούς στο πόσες φορές μπορεί ένας πρωθυπουργός να εκλέγεται» και, αφετέρου, ότι «η αποχώρηση από την πολιτική δεν είναι κάτι που περνά από το μυαλό μου», καθώς, όπως συμπλήρωσε, «αισθάνομαι δημιουργικός» και «έχω ενέργεια να προσφέρω».

Παρότι τις περισσότερες φορές ο ψόγος της σπουδής για πρόβλεψη των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων βαρύνει τους δημοσιογράφους, οι οποίοι, ως εκ του ρόλου τους, θέτουν σχετικά ερωτήματα ή μεταφέρουν εκτιμήσεις, η αλήθεια είναι ότι ανέκαθεν η κοινή γνώμη αρέσκεται να μαθαίνει πληροφορίες για τα μελλούμενα, ακόμη και όταν αυτές είναι συχνά προϊόν εικασιών και υπολογισμών ή δεν αποτελούν στην πραγματικότητα τίποτε περισσότερο από απλές επιθυμίες και ευσεβείς πόθους.

Όπως και να έχει, γενικότερα μιλώντας, η προσπάθεια αντιμετώπισης των αβεβαιοτήτων που προέρχονται από το εκ των πραγμάτων άδηλο -βραχυπρόθεσμο ή και μακροπρόθεσμο- μέλλον είναι συνυφασμένη με την ανθρώπινη φύση. 

Και παρά το γεγονός ότι πάμπολλες φορές δεν επιβεβαιώνονται οι προβλέψεις σε μια σειρά από λιγότερο ή περισσότερο σημαντικά ζητήματα (αποτελέσματα αθλητικών αγώνων ή εκλογών, κληρώσεις λαχείων ή πρόγνωση του καιρού), οι άνθρωποι ποτέ δεν παύουν να πασχίζουν να μάθουν το «τι τέξεται η επιούσα» ή το, κατά το κοινώς λεγόμενο, τι τους ξημερώνει.

Τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο περίπλοκα όταν επιχειρούνται προβλέψεις σε τομείς της δημόσιας ζωής που σχετίζονται με τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι από τους πλέον απρόβλεπτους παράγοντες καθώς είναι ευεπίφορη σε μεταβολές οι οποίες μπορεί να προκληθούν από πολλές και διαφορετικές αιτίες που σε κάποιες περιπτώσεις είναι εγγενείς και άλλοτε έχουν εξωγενή προέλευση.

Ο Αριστείδης, ο οποίος εξοστρακίστηκε από την αρχαία Αθήνα επειδή οι συμπολίτες του είχαν… κουραστεί να ακούν ότι είναι «δίκαιος», όπως και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος καταψηφίστηκε στις εκλογές του 1920, παρόλο που επί των ημερών της ηγεσίας του είχαν πολλαπλασιαστεί τα εδάφη του ελληνικού κράτους, είναι δύο πρόσφορα παραδείγματα που δείχνουν ότι ο παράγων άνθρωπος δεν είναι εύκολα προβλέψιμος.

Επιστρέφοντας στο σήμερα και στο ερώτημα για τι μπορεί να ισχύει στην εγχώρια πολιτική σκηνή σε τρία χρόνια από τώρα, δηλαδή το 2027, οπότε, υπό κανονικές συνθήκες, οι Έλληνες ψηφοφόροι θα έχουμε το επόμενο ραντεβού με τις κάλπες, είναι ίσως σκόπιμο να κάνουμε μια αναδρομή στο πρόσφατο παρελθόν για να καταδειχθεί ευχερέστερα πόσο επισφαλές είναι να προεξοφλούνται εξελίξεις.

Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να πάμε πολύ μακριά για να φανεί ότι κάτι το οποίο σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή φαντάζει βέβαιο και σταθερό, την επομένη μπορεί να αποδειχθεί ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι όπως κάποιοι υπολόγιζαν, σχεδίαζαν ή επιθυμούσαν.

Πόσοι, για παράδειγμα, το -όχι και τόσο μακρινό- 2021, από το οποίο μας χωρίζουν μόλις τρία χρόνια, μπορούσαν να διαβλέψουν τους πολιτικούς συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν μετά τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις του περασμένου χρόνου;

Πέραν πάσης -δημοσκοπικής ή άλλης- προσδοκίας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενίσχυσε περαιτέρω την πρωτοκαθεδρία που είχε στην πολιτική ζωή του τόπου, την ίδια ώρα που ο βασικός του αντίπαλος Αλέξης Τσίπρας υφίστατο οδυνηρή και απροσδόκητη, όπως ο ίδιος παραδέχθηκε, ήττα.

Ήττα, η οποία τον υποχρέωσε να παραδώσει την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης στον πανελληνίως άγνωστο Στέφανο Κασσελάκη για τον οποίο ουδείς μπορούσε να προβλέψει ένα χρόνο πριν από τώρα ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες θα αποκτούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στα πολιτικά πράγματα.

Εκτός από τον μετέπειτα «ουρανοκατέβατο» πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ και άλλοι από τους αρχηγούς των κομμάτων που μετέχουν στην τρέχουσα κοινοβουλευτική σύνθεση ήταν την ίδια περίοδο παντελώς άγνωστοι.

Ποιος, επί παραδείγματι, ήξερε τον Δημήτριο Νατσιό της Νίκης ή τον Βασίλειο Στίγκα των Σπαρτιατών που παίρνουν τον λόγο στη Βουλή με την ιδιότητα του πολιτικού αρχηγού; 

Ποιος, εξάλλου, είχε φανταστεί ένα χρόνο πριν τον αγώνα ζωής ή θανάτου που θα έδινε για τη δεύτερη θέση της κατάταξης των επικείμενων ευρωεκλογών ο Νίκος Ανδρουλάκης έχοντας αντίπαλο τον Κασσελάκη;

Και ποιος είχε προβλέπει την επανάκαμψη της Ζωής Κωνσταντοπούλου ή την ισχύ που απέκτησε ο Κυριάκος Βελόπουλος συμφωνώντας με την κυβερνητική παράταξη για την αλλαγή των συνθέσεων στις ανεξάρτητες Αρχές;

Υπό αυτή τη συνθήκη και παρότι αμέσως μετά τις επερχόμενες ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου ξεκινά μια τριετής περίοδος στη διάρκεια της οποίας για πρώτη φορά έπειτα από πολλά χρόνια, εκτός εξαιρετικού απροόπτου, δεν προβλέπεται να εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία σε κανένα επίπεδο (τοπικό, περιφερειακό ή εθνικό), το σκηνικό που θα έχει διαμορφωθεί το 2027 δύσκολα θα είναι όμοιο με αυτό που διαμορφώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Ιουνίου.

Ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων που θα βγάλει, η ευρωκάλπη, η οποία θα στηθεί σε τέσσερις εβδομάδες από τώρα, θα αποτελέσει σίγουρα ένα σημείο καμπής για τις εξελίξεις του επόμενου διαστήματος. Τόσο οι κερδισμένοι όσο και οι χαμένοι της επικείμενης αναμέτρησης θα υποχφρεωθούν να «κάνουν ταμείο» και -εκόντες, άκοντες- να επαναπροσδιορίσουν σχεδιασμούς και στόχους.

Σε κάθε περίπτωση, το πλέον πιθανό, αν όχι και βέβαιο, είναι ότι οι εξελίξεις μέχρι τις επόμενες βουλευτικές κάλπες δεν θα είναι ευθύγραμμες.

Τα τρία χρόνια, ιδίως στην εποχή μας, είναι πολλά. Και η ζωή παραμένει, ευτυχώς, απρόβλεπτη. Διότι αλλιώς θα είχε μάλλον πολύ μικρότερο ενδιαφέρον…

Παρασκευή 3 Μαΐου 2024

Το «στοίχημα» των… 4,5 εκατομμύριων: Πόσοι Έλληνες θα πάνε στην ευρωκάλπη;


Όλες οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος οι οποίες βλέπουν το φως της δημοσιότητας δίνουν σχεδόν πανομοιότυπα ευρήματα στην πρόθεση ψήφου των επερχόμενων ευρωεκλογών. Λίγο ως πολύ, το ίδιο, κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες, δείχνουν και οι μετρήσεις που παραγγέλλονται από κομματικά επιτελεία και δεν δημοσιοποιούνται. 

Σε αυτό το πλαίσιο, όλες οι σοβαρές εκτιμήσεις τις οποίες κάνουν ανεξάρτητοι αναλυτές συγκλίνουν στο συμπέρασμα ότι η Νέα Δημοκρατία θα κόψει πρώτη το νήμα της ευρωκάλπης της 9ης Ιουνίου με ένα παραπάνω από ευδιάκριτο προβάδισμα από το δεύτερο στην κατάταξη κόμμα που σε αυτή τη φάση φαίνεται να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ.

Βέβαια, δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι επιμένουν ότι κάθε άλλο παρά έχουν χαθεί οι ελπίδες του ΠΑΣΟΚ να ανακτήσει εκ νέου τη δεύτερη θέση. 

Οι σχεδόν κατά το ήμισυ «νεόκοποι» ψηφοφόροι που προσελκύει η Κουμουνδούρου, αφού το κόμμα του Στέφανου Κασσελάκη δηλώνουν ότι θα ξαναψηφίσει μόνον το 52% από όσους το ψήφισαν πριν από ένα χρόνο, έχουν πολύ μικρότερη βεβαιότητα ψήφου από τους αντίστοιχους της Χαριλάου Τρικούπη. Εκτιμάται, δηλαδή, ότι στο δίλημμα «παραλία ή κάλπη», οι πρώτοι είναι περισσότερο επιρρεπείς στην επιλογή του μπάνιου.

Αμφιβολίες διατυπώνονται επίσης και για το κατά πόσο θα διατηρηθεί μέχρι τέλους η ανοδική ορμή που παρουσίασαν τους τελευταίους μήνες οι σχηματισμοί οι οποίοι βρίσκονται στην απέναντι πλευρά του κοινοβουλευτικού τόξου. 

Η πέραν της ΝΔ Δεξιά θα βγει πιθανότατα ενισχυμένη από τις ευρωεκλογές, όπως προβλέπεται να συμβεί και με τα κόμματα του ιδίου φάσματος στην υπόλοιπη Ευρώπη. Πλην, όμως, όσο κυλά ο χρόνος και μετριάζεται ο θόρυβος γύρω από τον νόμο για τον γάμο των ομόφυλων, μάλλον περιορίζονται οι διαμαρτυρόμενοι ψηφοφόροι που θα εξαρτήσουν τη στάση τους από τη συγκεκριμένη κυβερνητική πρωτοβουλία και θα κατευθυνθούν στα ακροδεξιά.

Αν και οι δημοσκόποι, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, τις πιο πολλές φορές πετυχαίνουν στις προβλέψεις τους, στις οποίες οδηγούνται με βάση τα στοιχεία της εκλογικής συμπεριφοράς που συλλέγουν με τα ερωτηματολόγια, δεν είναι λίγες οι φορές που πέφτουν θύματα αστοχιών.

Ο κυριότερος από τους λόγους για τους οποίους αστοχούν σχετίζεται με την ποιότητα των δειγμάτων τους, τα οποία, όταν δεν είναι αντιπροσωπευτικά του πραγματικού εκλογικού σώματος, αδυνατούν να εντοπίσουν διάφορους αστάθμητους παράγοντες που μπορούν να ανατρέψουν τις εκτιμήσεις οι οποίες βασίζονται στα δημοσκοπικά δεδομένα.

Στην προκειμένη περίπτωση, τέτοιοι παράγοντες που είναι δύσκολο να σταθμιστούν με μεγάλη ακρίβεια, είναι, για παράδειγμα, το τελικό ποσοστό της συμμετοχής των πολιτών στην εκλογική διαδικασία, όπως και το συναφές ζητούμενο που είναι η βούληση και η προέλευση όσων δεν θα μπουν, εν τέλει, στον… κόπο να πάνε ως την κάλπη.

Ειδικά σε συνθήκη ευρωεκλογών, κατά την οποία τα παραδοσιακά διλήμματα της διακυβέρνησης είναι εκ των πραγμάτων αμβλυμμένα, συγκριτικά τουλάχιστον με τις βουλευτικές κάλπες, καθίστανται ακόμη πιο δυσχερείς οι υπολογισμοί για την επίπτωση που μπορεί να έχει στο εκλογικό αποτέλεσμα η πιθανότητα να ψηφίσουν λιγότεροι από τους μισούς των πάνω από 9,8 εκατ. ψηφοφόρων οι οποίοι είναι εγγεγραμμένοι στους ελληνικούς εκλογικούς καταλόγους που δεν φημίζονται, ωστόσο, για την… εγκυρότητά τους και χρήζουν εδώ και χρόνια ουσιαστικής εκκαθάρισης.

Πολύ περισσότερο που η φετινή ευρωκάλπη είναι η πρώτη εδώ και 15 χρόνια που δεν συμπίπτει με άλλη εκλογική διαδικασία και συγκεκριμένα με τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές που το 2014 και το 2019 είχαν γίνει ταυτόχρονα και, ως εκ τούτου, οι χιλιάδες υποψήφιοι για τα αυτοδιοικητικά αξιώματα είχαν σημαντική συμβολή στην προσέλκυση των ψηφοφόρων οι οποίοι, αφού έφθαναν ως τα εκλογικά τμήματα, ψήφιζαν και στις τρεις κάλπες.

Από όλα αυτά, όμως, σημαντικότερο στοιχείο μπορεί να αποδειχθεί η προϊούσα «αποπολιτικοποίηση» της ελληνικής κοινωνίας, που επιδεινώθηκε μετά την επέλαση του Μνημονίου το οποίο οδήγησε στη βίαιη κατάλυση των δεσμών που είχε ένας πολύ μεγάλος αριθμός των Ελλήνων πολιτών με τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα και ανέδειξε νέους σχηματισμούς και μορφώματα που βρήκαν μεν πρόσκαιρο εκλογικό ακροατήριο αλλά δεν απέκτησαν ποτέ ανάλογες κοινωνικές ρίζες.

Την τελευταία εικοσαετία η μείωση των ψηφοφόρων είναι ραγδαία, όπως αποκαλύπτεται από τους απόλυτους αριθμούς με τους ψηφίσαντες οι οποίοι από το ιστορικό υψηλό της συμμετοχής που είχαμε στις βουλευτικές εκλογές του 2004, όταν πήγαν στις κάλπες 7.573.368 ψηφοφόροι, στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση οδηγηθήκαμε στο ιστορικό χαμηλό του περυσινού Ιουνίου οπότε προσήλθαν στις κάλπες 5.273.299 ψηφοφόροι.

Σε διάστημα δύο δεκαετιών, δηλαδή, και παρότι στο ενδιάμεσο μειώθηκε στα 17 έτη το όριο ηλικίας για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος, πάνω από 2,3 εκατ. Έλληνες απέστρεψαν το πρόσωπό τους από τις εκλογές, που σημαίνει ότι περίπου ένας στους τρεις συμπολίτες μας θεώρησε ότι δεν έχει ενδιαφέρον για τη ζωή του η συμμετοχή στην εκλογική διαδικασία.

Αν λάβουμε υπόψη και την μάλλον πενιχρή αποδοχή που βρήκε η επιστολική ψήφος, τόσο από τους Έλληνες που ζουν στο εξωτερικό (49.234) όσο και στους κατοίκους του εσωτερικού (153.322) που εκμεταλλεύτηκαν τη δυνατότητα να ψηφίσουν νωρίτερα από τον… καναπέ ή το γραφείο και να πάνε για μπάνιο την ημέρα των εκλογών, τα πράγματα δεν προοιωνίζονται ιδιαιτέρως ευοίωνα για την κάλπη της 9ης Ιουνίου.

Την τελευταία φορά που έγιναν μόνον ευρωεκλογές και ήταν τον Ιούνιο του 2009, η συμμετοχή ήταν στο 52,54% των εγγεγραμμένων στους εκλογικούς καταλόγους και οι ψηφίσαντες είχαν υποχωρήσει στους 5.261.749, ενώ λίγους μήνες αργότερα που έγιναν βουλευτικές εκλογές, τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου, ανήλθαν στους 7.044.606.

Αν επιβεβαιωθούν οι υπολογισμοί που γίνονται από ορισμένους ειδικούς αλλά και από κομματικά επιτελεία, που λαμβάνουν υπόψη και την τεράστια αποχή των αυτοδιοικητικών εκλογών του περασμένου χρόνου, όταν, για παράδειγμα, στον δεύτερο γύρο για την ανάδειξη του δημάρχου Αθηναίων η συμμετοχή υποχώρησε στο 40,71% από 52,5% που ήταν την πρώτη Κυριακή, τότε το πιθανότερο είναι ότι στις 9 Ιουνίου θα καταρριφθεί κάθε προηγούμενο ρεκόρ εκλογικής αποχής.

Το «στοίχημα», το οποίο, ανεπισήμως τίθεται από τους ιθύνοντες των εκλογών, είναι να πλησιάσουν οι ψηφίσαντες τα 5 εκατ. και πάντως να μην πέσουν κάτω από τα 4,5 εκατ. Το αν θα κερδηθεί ή όχι το «στοίχημα» θα το μάθουμε όταν κλείσουν οι ευρωκάλπες.

Τότε επίσης θα πληροφορηθούμε και το ποιος ή ποιοι θα ευνοηθούν από την πιθανολογούμενη εκτόξευση της αποχής. Και πόσο αυτή θα εκθέσει ή όχι τους δημοσκόπους εφόσον πέσουν έξω στις εκτιμήσεις τους.