Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αυτοδιοίκηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αυτοδιοίκηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

Στρεψοδικίες πελατειακού τύπου

            Από μια πρώτη ματιά, μπορεί και να μη διαφωνήσει κανείς με την άποψη των δημάρχων του ΣΥΡΙΖΑ και της περιφερειάρχη Ρένας Δούρου ότι για το σημερινό ξεχαρβάλωμα της δημόσιας διοίκησης ευθύνονται οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ που διόρισαν όλους αυτούς που υπηρετούν στον δημόσιο τομέα.
            Είναι, όμως, έτσι ακριβώς τα πράγματα; Με μια δεύτερη ματιά, μάλλον, όχι. Ιδίως όταν το επίδικο ξεχαρβάλωμα που επισημαίνουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αφορά την Τοπική Αυτοδιοίκηση, στην οποία, ευτυχώς ή δυστυχώς, εξουσία δεν άσκησαν μόνον δήμαρχοι από τον πάλαι ποτέ δικομματισμό.
            Σε δεκάδες δήμους όλης της χώρας, αυτοδύναμα ή σε συνεργασία, μια πλειάδα στελεχών που δεν ανήκαν ούτε στο ΠΑΣΟΚ ούτε στη ΝΔ άσκησαν –από την Ηγουμενίτσα ως την Καισαριανή και από τη Νίκαια ως την Καρδίτσα- διοίκηση για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα. Και δεν νομίζω ότι κάποια από τις περιοχές αυτές μπορεί να θεωρηθεί «όαση διοικητικής ευρυθμίας» που να την διαφοροποιεί ριζικά από άλλες που τις διοίκησαν στελέχη του… επάρατου δικομματισμού.
            Λίγο ως πολύ, από την εξυπηρέτηση του πολίτη, πριν και μετά το Μνημόνιο, ως την διάρθρωση του προσωπικού και τις προσλήψεις, τα ίδια φαινόμενα συναντούσε κανείς τις τελευταίες δεκαετίες σε όλο το εύρος της Αυτοδιοίκησης, γεγονός που μάλλον μαρτυρά ότι στο περιγραφόμενο ξεχαρβάλωμα, όπου και όσο υπάρχει, δεν υπήρχαν «αποκλειστικότητες».
Για να μη θυμηθούμε δε και πόσοι από όσους σήμερα μιλούν για αυτό το «ξεχαρβάλωμα», μια χαρά υπηρέτησαν το «ξεχαρβαλωμένο» κράτος και μισθοδοτήθηκαν από αυτό. Και, μάλιστα, χωρίς να είναι από το… σόι του Μητσοτάκη. 
            Αλλά ακόμη και αν όλοι όσοι τώρα κήρυξαν την παντιέρα της αντίστασης στον έλεγχο νομιμότητας των δικαιολογητικών πρόσληψης είναι οι ίδιοι προσωπικώς άμεμπτοι και αμόλυντοι, με ποιο ηθικό, άραγε, δικαίωμα έταξαν τους εαυτούς τους σε ρόλο ασπίδας για να καλυφθούν οι τυχόν παράνομα και παράτυπα προσλήφθηκαν από τους ρουσφετολόγους προκατόχους τους;        
            Άκουγα αυτές τις μέρες έναν από τους «επαναστάτες» δημάρχους, που κατά δήλωσή του,δραστηριοποιείται τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια στα δημοτικά πράγματα της περιοχής του, να ισχυρίζεται ότι τα φαινόμενα αδιαφάνειας στις προσλήψεις τα έχει καταγγείλει επανειλημμένα όταν ήταν στην αντιπολίτευση.
Μόνον, όμως, που ενώ, ακριβώς γι΄  αυτό, θα περίμενε κανείς να ήταν τώρα συνεπής με εκείνες τις καταγγελίες και να πρωταγωνιστεί στην εμπέδωση της νομιμότητας μιας και του δίνεται η ευκαιρία να κάνει πράξη τις αρχές και τις αξίες που διεκήρυσσε, εκείνος κατέφυγε σε στρεψόδικες αντιφάσεις.
Από εδώ το έφερνε, από εκεί το πήγαινε, την απορία για τον έλεγχο της νομιμότητας την άφηνε αναπάντητη. Μπέρδευε σκόπιμα το επίμαχο ζήτημα των πλαστών πιστοποιητικών με την αξιολόγηση –που είναι εντελώς διαφορετική διαδικασία- και τις απολύσεις που θέλει να κάνει η «μνημονιακή» κυβέρνηση.
Στην πραγματικότητα, δεν έβγαινε άκρη από τα λεγόμενα του, πέραν του ότι ήταν αποφασισμένος να προστατεύσει με κάθε μέσο και κάθε τρόπο τους «πελάτες» που κληρονόμησε από τους προκατόχους του και τώρα θεωρεί «δικούς» του, ίσως και γιατί οι περισσότεροι από αυτούς τον ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές, όπως ακριβώς είχαν ψηφίσει και όσους τους διόρισαν.
Δεν ξέρω αν το έχουν αντιληφθεί στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αν θέλουν να γίνουν… «μαγαζάτορες» απευθυνόμενοι στους ίδιους «πελάτες» με το ίδιο προϊόν που είχαν και οι προηγούμενοι, το ηθικό πλεονέκτημα που επιχειρούν να αποσπάσουν με τις διακηρύξεις του «δεν είμαστε όλοι ίδιοι» αναιρείται εκ των πραγμάτων.
Στο τέλος – τέλος, πόσοι είναι οι παράνομοι που θα καλύψουν με την ασπίδα που θέλουν να δημιουργήσουν; Υπάρχουν εκατομμύρια περισσότεροι πολίτες σε τούτη τη χώρα που δεν παρανόμησαν, πολίτες που θέλουν ισονομία, διαφάνεια και έχουν την απαίτηση να πιάνουν τόπο οι δυσβάστακτοι φόροι που πληρώνουν.

Δευτέρα 19 Μαΐου 2014

Το τέλος των δήθεν «αντιμνημονιακών» ψευδαισθήσεων



Μέσα στα πολλαπλά και σε αρκετό βαθμό αντιφατικά μηνύματα που έστειλαν οι κάλπες στον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών, αν υπάρχει ένα κυρίαρχο είναι η απόρριψη από ένα πολύ μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος των διχαστικών διλημμάτων που με μάλλον μικρομέγαλη αλαζονεία έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ με το περιβόητο, πλέον, σύνθημα «τρεις κάλπες, μια ψήφος».
Ανεξαρτήτως τι θα γίνει την επόμενη Κυριακή και ποιες θα είναι οι επιδόσεις των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο των πολιτών στις ευρωεκλογές, εκείνο που περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο ηττήθηκε στον πρώτο αυτοδιοικητικό γύρο είναι οι τεχνητοί διαχωρισμοί που επιχειρήθηκαν να γίνουν με τις επιλογές του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη στελέχωση των ψηφοδελτίων του σε Δήμους και Περιφέρειες.
Οι αποκλεισμοί από τους συνδυασμούς ικανών ανθρώπων με κύρος και απήχηση στις τοπικές κοινωνίες, υπό το πρόσχημα ότι τάχατες διετέλεσαν «μνημονιακοί», που σε αρκετές περιπτώσεις υπέκρυπτε υστεροβουλίες μικροαξιωματούχων που λειτουργούν ως τοπικές σέχτες, έφεραν αυτό το άκρως δυσμενές αποτέλεσμα για τον ΣΥΡΙΖΑ, η διχαστική τακτική του οποίου μάλλον μετατράπηκε σε μπούμερανγκ. Και, παράλληλα, τον απομόνωσε από ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που ασφυκτιούν από τη σημερινή μίζερη πολιτική πραγματικότητα, αναζητώντας, ματαίως, διεξόδους προς το αύριο χωρίς πισωγυρίσματα στο χθες.
Όσες δικαιολογίες και αν εφευρεθούν για να δικαιολογήσουν τη συντριπτική ήττα που αποτυπώνεται, για παράδειγμα, στο αποτέλεσμα των περιφερειακών εκλογών, στις οποίες το κόμμα που είχε προεξοφλήσει ότι είναι στη κυβέρνηση το περισσότερο που κατάφερε είναι να διατηρεί ορισμένες αμυδρές ελπίδες για να κερδίσει δύο από τις συνολικά δεκατρείς Περιφέρειες, δεν μπορεί να κρύψουν την παταγώδη αποτυχία της τακτικής του πολιτικά αφελούς διαχωρισμού σε «μνημονιακούς» και «αντιμνημονιακούς».
Αν, όντως, ίσχυε αυτός ο διαχωρισμός, πάνω στον οποίο στηρίχθηκε ο συγκυριακός, όπως αποδεικνύεται, εκλογικός καλπασμός του ΣΥΡΙΖΑ πριν από δύο χρόνια, τότε δεν μπορεί κανείς παρά να δεχθεί ότι τα αποτελέσματα από τις αυτοδιοικητικές κάλπες δικαίωσαν στους… «μνημονιακούς». Δεν είναι, όμως, έτσι, καθώς εύκολα κάποιος κάνοντας μια επισκόπηση των αποτελεσμάτων σε Δήμους και Περιφέρειες διαπιστώνει ότι δεν ήταν αυτό το κριτήριο με βάση το οποίο έκαναν τις επιλογές τους οι περισσότεροι πολίτες.
Η επιβράβευση αρκετών εν ενεργεία δημάρχων, οι οποίοι είτε εξελέγησαν από τον πρώτο γύρο, είτε πήραν σαφές προβάδισμα για την ερχόμενη Κυριακή, όπως και η εκλογική καταβαράθρωση άλλων συναδέλφων τους οι οποίοι έχασαν την εμπιστοσύνη των συμπολιτών τους, είναι η καλύτερη απόδειξη ότι τα κριτήρια με βάση τα οποία ψήφισαν οι περισσότεροι πολίτες δεν ήταν εκείνα που έθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Αντιθέτως, στις περισσότερες περιπτώσεις εκείνο που φαίνεται ότι μέτρησε ήταν το έργο και η αξιοσύνη ενός εκάστου υποψηφίου και όχι οι εύκολοι και ανέξοδοι χαρακτηρισμοί που τους προσέδιδαν οι αντίπαλοί τους.      
  Γι΄ αυτό και, όπως αρκετοί αναλυτές είχαν επισημάνει εδώ και μήνες, ηττήθηκε κατά κράτος η λογική του «πάρτα όλα» που θέλησε να εφαρμόσει ο ΣΥΡΙΖΑ, με την επιστράτευση βουλευτών του, οι οποίοι εκόντες άκοντες χρίστηκαν υποψήφιοι περιφερειάρχες και δεν κατάφεραν σε κάποιες περιπτώσεις να συγκεντρώσουν ούτε τις μισές ψήφους που είχε λάβει ο πολιτικός τους φορέας πριν από δύο χρόνια.
Η ψευδαίσθηση που καλλιεργούσε η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι της ανήκουν οριστικά και αμετάκλητα οι δυσανάλογα πολλές ψήφοι που πήρε τον Ιούνιο του 2012 από πολίτες οι οποίοι ήθελαν να διαμαρτυρηθούν για τις μεγάλες ανατροπές που έφερε στις ζωές τους η κρίση, φαίνεται από τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών ότι πλησιάζει στο τέλος της. Όπως στο τέλος της φαίνεται να πλησιάζει και η ανέξοδη αντιμνημονιακή φλυαρία που δείχνει να μη χτίζει πλέον πολιτικές καριέρες, τουλάχιστον με την ίδια ευκολία που έγινε αυτό πριν από δύο χρόνια.
Κουρασμένη από τους βερμπαλισμούς και τις μεγαλόστομες διακηρύξεις, η πλειονότητα των πολιτών απαιτεί λύσεις στα προβλήματα της καθημερινότητας και επιβραβεύει εκείνους που τις δίνουν, τιμωρώντας, συνάμα, αρκετούς από εκείνους που επιμένουν να την εξαπατούν. Το έδειξε αυτή την Κυριακή, βάζοντας φρένο σε πολλούς «αντιμνημονιακούς» καριερίστες. Και πιθανότατα θα το ξαναδείξει και την επόμενη. Ενδεχομένως, δε, και σε όλες τις κάλπες…       

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Οι… αναμάρτητοι και το «τρεις κάλπες, μια ψήφος»




            Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να πείσουν ότι πρέπει να γίνουν πλειοψηφία και να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας είναι ότι οι ίδιοι δεν έχουν ασκήσει ποτέ εξουσία και, ως εκ τούτου, είναι «αναμάρτητοι» και δεν ευθύνονται για τα κακώς κείμενα που ταλανίζουν την Ελλάδα και τους πολίτες της.
            Είναι, όμως, έτσι; Άσκηση εξουσίας είναι μόνον αν έχει οριστεί κάποιος υπουργός, υφυπουργός, γενικός γραμματέας ή κρατικός αξιωματούχος σε ΔΕΚΟ; Τα αυτοδιοικητικά αξιώματα, τα οποία, αλλού με περισσότερο πάθος και αλλού με λιγότερο, αφού ορισμένοι έχουν άκοντες «επιστρατευθεί», διεκδικούν στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν οδηγούν, άραγε, στην άσκηση (τοπικής, έστω) εξουσίας;
            Το τραγικό δυστύχημα που συνέβη τις προηγούμενες ημέρες στο λούνα παρκ της Αργυρούπολης είναι, νομίζω, ένα άκρως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως ένας που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός ή ακτιβιστής ή και τα δυο μαζί σε αρκετές περιπτώσεις, δεν απαλλάσσεται εκ προοιμίου από τα ανομήματα που συνοδεύουν είτε τη δράση του είτε, μάλλον συχνότερα, την αδράνεια του.
Το γεγονός ότι ο δήμαρχος της συγκεκριμένης περιοχής ανήκει στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως δεν τον ενοχοποιεί, εκ των προτέρων, γι΄ αυτό που συνέβη στη χωρική του επικράτεια,  εξίσου δεν τον θέτει αυτομάτως στο απυρόβλητο, επειδή δήλωνε.. πούρος «αντιμνημονιακός» και έκανε απεργίες πείνας για να μείνει όπως είναι σήμερα το παλαιό αεροδρόμιο της Αθήνας που τυγχάνει να βρίσκεται στα όρια του Δήμου του.
Τα αρμόδια όργανα της συντεταγμένης Πολιτείας και η Δικαιοσύνη θα ελέγξουν τις τυχόν ποινικές ευθύνες για πράξεις και παραλείψεις του δημάρχου και των υπηρεσιών του. Και ταυτόχρονα οι δημότες της περιοχής θα αξιολογήσουν αν ο συγκεκριμένος δήμαρχος με τον τρόπο που πολιτεύεται εξυπηρετεί ή όχι τα συμφέροντα της πόλης τους και με την ψήφο τους θα αποφασίσουν σε λίγες μέρες αν θα του ανανεώσουν τη θητεία.
Σε ένα ευρύτερο, όμως, πλαίσιο, πέρα από το συγκεκριμένο τραγικό συμβάν, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία ασκούν εξουσία σε Δήμους, από τους δημάρχους που έχουν εκλεγεί με τη σημαία άλλων κομμάτων και ειδικότερα εκείνων που προέρχονται από τους πολιτικούς σχηματισμούς που είχαν και έχουν κυβερνητική εμπλοκή. Όπως επίσης δεν μπορεί να μην αναρωτιέται κάθε εχέφρων πολίτης για τη σκοπιμότητα υπό την οποία το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λανσάρει, ενόψει των επικείμενων πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, το σύνθημα «τρεις κάλπες, μια ψήφος».
Στους -λίγους, έστω- Δήμους που διοικήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από αξιωματούχους που δεν ανήκαν στα κυβερνητικά κόμματα, είναι, άραγε, καλύτερες καθημερινότητας των δημοτών; Έχουν λιγότερα ελλείμματα οι Δήμοι αυτοί; Οι υπηρεσίες τους μαζεύουν, όπως θέλει να πιστεύει η κυρία Ρένα Δούρου, καλύτερα τα σκουπίδια, επειδή, άραγε, είναι «αντιμνημονιακοί» οι δήμαρχοι τους; Έχουν κάνει μήπως λιγότερα ρουσφέτια; Ή έχουν εξαλείψει το υπεράριθμο και ανορθολογικά κατανεμημένο προσωπικό;
Η αλήθεια είναι ότι σε όλη τη χώρα μπορεί να διακρίνει κανείς αρκετούς καλούς και -ενδεχομένως, περισσότερους- κακούς δήμαρχους. Δημάρχους που ασχολούνται και πασχίζουν να λύσουν τα προβλήματα που απασχολούν τους δημότες τους. Και δημάρχους που αναλώνονται σε φιέστες και οι οποίοι μόλις βρουν τα δύσκολα κλείνουν τα δημαρχεία για να επιδείξουν, τάχατες, αγωνιστικό φρόνημα απέναντι στο απρόσωπο Κράτος και την κυβέρνηση.
Η διαχωριστική γραμμή, ωστόσο, που χωρίζει τις δύο αυτές κατηγορίες δημάρχων, όπως και περιφερειαρχών, δεν είναι το κομματικό χρίσμα που έλαβαν προτού να εκλεγούν. Είναι αποκλειστικά και μόνον η αξιοσύνη ενός εκάστου. Και, κυρίως, η βούληση που επιδεικνύουν για να κινητοποιήσουν δυνάμεις, να καταστρώσουν σχέδια, να εκπονήσουν μελέτες και να υλοποιήσουν έργα και δράσεις που βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των συμπολιτών τους.
 Γι΄ αυτό και ανεξαρτήτως τι θα γίνει στις ευρωεκλογές και πολύ περισσότερο στις εθνικές εκλογές, όταν με το καλό έρθει η ώρα τους, όλα δείχνουν ότι σε περίπου δύο βδομάδες που οι πολίτες θα πάνε στις αυτοδιοικητικές κάλπες για να επιλέξουν δημάρχους και περιφερειάρχες για την επόμενη πενταετία, η πλειονότητα θα κάνει τις επιλογές της με κριτήριο την αξιοσύνη και θα επιφυλάξει οδυνηρές εκπλήξεις σε όσους θέλουν να βάλουν στενό κομματικό κορσέ παντού.          

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Που θα πάει η αποχή;



            Λίγο τα γραπτά μηνύματα με τις πασχαλινές ευχές των -γνωστών μας ή και, πιο συχνά, αγνώστων- υποψήφιων ευρωβουλευτών που έφθασαν στα κινητά τηλέφωνα μας, λίγο περισσότερο η κινητικότητα που συναντήσαμε όσοι εκδράμαμε τούτες τις μέρες στην ελληνική περιφέρεια από τους πολυπληθείς συμπολίτες μας που διεκδικούν τοπικά αξιώματα, επιτέλους η ατμόσφαιρα άρχισε σε κάτι να θυμίζει ότι διάγουμε προεκλογική περίοδο.
            Δεν ξέρω αν είναι δείγμα… καθυστερημένου «εξευρωπαϊσμού», αφού στην υπόλοιπη ήπειρό μας η συμμετοχή στις ευρωεκλογές ήταν πάντα χαμηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, ή αν πρόκειται απλώς για μια ακόμη από τις πολλές συνέπειες που αφήνει πίσω της η βίαιη μνημονιακή προσαρμογή της τελευταίας τετραετίας, αλλά οι κάλπες του Μαΐου, παρότι μάλιστα είναι διπλές, δεν δείχνουν να… συνεγείρουν τα πλήθη των Ελλήνων, τουλάχιστον με τον τρόπο που ξέραμε την τελευταία τεσσαρακονταετία.
            Μέχρι πρότινος, άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς τους «επαγγελματίες» του είδους, το εν τη ευρεία εννοία πολιτικό προσωπικό και τα διασυνδεμένα με αυτό πρόσωπα, εμάς τους δημοσιογράφους, αλλά και τα κομματικά… τρολ που κάνουν υπερωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον αυτού που λέμε «κοινή γνώμη» για τις επικείμενες –κρίσιμες, κατά τα άλλα- εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν από περιορισμένο έως πολύ χαμηλό.
            Το που θα οδηγήσει αυτό το χωρίς προηγούμενο κλίμα… πολιτικής (ή μήπως μόνον κομματικής;) απάθειας ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας είναι δύσκολο να το προδικάσει κάποιος. Όπως εξίσου δύσκολη είναι η αποστολή των εμπλεκόμενων στην εκλογική διαδικασία να το ανατρέψουν στις πολύ λίγες εβδομάδες που απομένουν πλέον για το ραντεβού, κατ΄ αρχήν με τις κάλπες της 18ης Μαΐου για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Μαΐου, με τις κάλπες του δευτέρου γύρου για τις περιφερειακές και τις δημοτικές αρχές, αλλά και των ευρωεκλογών.
            Η χρονική σύμπτωση, για πρώτη φορά στα εκλογικά χρονικά της χώρας μας, δύο τόσο διαφορετικών αναμετρήσεων, δυσκολεύει έτι περαιτέρω όχι μόνον την πρόγνωση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες κάλπες, αλλά, πολύ περισσότερο, την ανάλυσή τους, κυρίως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα που, εκ των πραγμάτων αποκτούν ειδικά οι ευρωεκλογές, τις οποίες οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις τις συνδέουν, εμμέσως ή αμέσως, με την κυβερνητική σταθερότητα και τις εν γένει πολιτικές εξελίξεις του προσεχούς διαστήματος.
            Στις τελευταίες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όταν και πάλι οι κυρίαρχες δυνάμεις, που τότε αντιπροσώπευαν ένα πολλαπλώς μεγαλύτερο από το σημερινό κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό τμήμα του εκλογικού σώματος, είχαν θέσει αντίστοιχα διλήμματα, κατάφεραν να οδηγήσουν στις κάλπες του Ιουνίου του 2009 μόλις το 50% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου.
            Ενάμισι χρόνο αργότερα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές που έγιναν, το φθινόπωρο του 2010, ενώ η χώρα είχε μπει στο μνημόνιο, αλλά οι συνέπειες του δεν είχαν φανεί ακόμη σε όλο τους το εύρος, στον πρώτο γύρο, που υπήρχαν μεγαλύτερες δεσμεύσεις σε πρόσωπα που ήταν υποψήφιοι, η αποχή έφθασε στο 40%, αλλά στον δεύτερο γύρο, οπότε είχε κριθεί το ζήτημα της σταυροδοσίας των συμβούλων και κάποιοι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες είχαν αποκλειστεί από την πρώτη Κυριακή, το ποσοστό όσων δεν πήγαν να ψηφίσουν ξεπέρασε το 55% και σε ορισμένες περιπτώσεις (Αττική και αλλού) προσέγγισε το 60%.
            Τι θα συμβεί αυτή τη φορά; Πόσοι ψηφοφόροι θα πάνε στις κάλπες και κυρίως ποιοι; Θα είναι μόνον οι διασυνδεμένοι –όσοι υπάρχουν ακόμη…- με τα κόμματα ή θα υπάρξει ευρύτερη κινητοποίηση που θα περιορίσει τον αριθμό όσων επιλέξουν να απολαύσουν, ειδικά αν είναι καλός ο καιρός, ένα πρόωρο θερινό κολύμπι; Θα φθάσουν ως την κάλπη μόνον οι διαμαρτυρόμενοι ή θα σηκωθεί από τον καναπέ και η συνήθως «σιωπηλή πλειοψηφία» που θέλει την ευρωπαϊκή Ελλάδα, αλλά θεωρεί «χαλαρή» την ψήφο των ευρωεκλογών;   
            Και το, ίσως, σημαντικότερο ερώτημα για τις 25 Μαΐου είναι το εξής: Τι αντίκτυπο θα έχουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, στη δεύτερη εκλογική Κυριακή που θα ψηφίζουμε ταυτόχρονα και για τις ευρωεκλογές; Αν, για παράδειγμα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης συγκρατήσουν, όπως διαφαίνεται, ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που έχουν στην Αυτοδιοίκηση, αυτό θα ενισχύσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ, πρωτίστως, και της «Ελιάς», δευτερευόντως, στην ευρωκάλπη ή οι πολίτες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα και, για να… εξισορροπήσουν τα πράγματα, θα προτιμήσουν να στηρίξουν τα ευρωψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων;
            Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, όπως αναγνωρίζουν οι πλέον σοβαροί εκλογικοί αναλυτές, οι οποίοι μελετούν τις έρευνες για τη διάθεση των πολιτών, που -με καταιγιστικό, θα έλεγε κανείς, τρόπο- διεξάγονται το τελευταίο διάστημα και θα συνεχιστούν –χωρίς περιορισμούς, αφού άλλαξε η νομοθεσία- μέχρι την παραμονή της διπλής αναμέτρησης.
            Με λίγα λόγια, ο βασικός «άγνωστος χ» αυτών την εκλογών είναι η αποχή και ποιοι θα την επιλέξουν ως συνειδητή (ή μη) στάση.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

Η αξεπέραστη κρίση της πολιτικής

            Την ώρα που η ΔΗΜΑΡ υπερψήφιζε* –και σωστά, αφού, καλώς ή κακώς, επρόκειτο για συμμόρφωση με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας- τη διάταξη για την κατάργηση της δυνατότητας των νομίμων μεταναστών να ψηφίζουν στις δημοτικές εκλογές, η εκλεγμένη με το ΠΑΣΟΚ ευρωβουλευτής κυρία Μαριλένα Κοππά, επικαλούνταν τη συγκεκριμένη –αναγκαστική, κατ΄ άλλα- νομοθετική πρωτοβουλία ως δικαιολογία για την αποχώρησή της από κόμμα που την ανέδειξε και την απόφασή της να συμπορευθεί με το κόμμα του κ. Φώτη Κουβέλη.
            Η υπόθεση αυτή δεν θα είχε καμία απολύτως σημασία αν δεν ήταν ένα από τα πάμπολλα παραδείγματα που μαρτυρούν τον προσχηματικό τρόπο με τον οποίο (εξακολουθεί να) διεξάγεται η πολιτική στη χώρα μας και δεν έδειχνε πόσο μακριά από τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και της χώρας κινείται το λεγόμενο πολιτικό προσωπικό, το οποίο μάλλον δεν διδάχθηκε τίποτε από την γενικευμένη κρίση που βιώνουμε και αντανακλάται στην δικαιολογημένη απαξία με την οποία αντιμετωπίζονται οι «επαγγελματίες» πολιτικοί.
            Από τον τρόπο που εξακολουθούν να δίνονται τα χρίσματα για τους εκλεκτούς των κομμάτων στην Τοπική Αυτοδιοίκηση έως τη σπουδή της κυβέρνησης να διανείμει –προτού καν αυτό επικυρωθεί- το πρωτογενές πλεόνασμα με κριτήρια που ικανοποιούν μάλλον ψηφοθηρικές επιδιώξεις, είναι μακρύς ο κατάλογος με τα φαινόμενα πολιτικής αναξιοπιστίας που καταδεικνύουν ότι τα παθήματα του παρελθόντος που οδήγησαν στην κρίση δεν έγιναν μαθήματα.
Ο πολιτικός αμοραλισμός που συνιστούν οι μετακινήσεις πολιτικών στελεχών που χάνουν τα οφίτσια που είχαν ή προσδοκούσαν να έχουν, η παρεοκρατία που ζει και βασιλεύει, καταργώντας στην πράξη κάθε έννοια ιδεολογικής συνέπειας και προσήλωσης σε αρχές και αξίες, όπως και η εμμονή στην υιοθέτηση αιτημάτων με όρους «πελατειακής» ικανοποίησης, αποτελούν απτά δείγματα ότι ο δρόμος για να ξεπεραστεί η σημερινή κρίση είναι ακόμη πολύ μακρύς.
Όσο οι πολιτικοί θα αλλάζουν κόμματα επειδή, δήθεν, δεν συμμετέχουν στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση οι ελάχιστοι αλλοδαποί που συμμετείχαν στις προηγούμενες εκλογές και όχι γιατί αυξήθηκαν σε αυτή την τετραετία κατά ένα εκατομμύριο οι άνεργοι και ανάμεσα τους είναι σίγουρα αρκετοί από τους μετανάστες ψηφοφόρους των τελευταίων δημαρχιακών αρχαιρεσιών, όσο θα σχεδιάζεται η διανομή του πλεονάσματος σε ομάδες πληθυσμού που θέλει να προσεταιρισθεί ή να μη χάσει το κυβερνών κόμμα, αποκλείοντας από αυτό εκείνους που απώλεσαν το 100% του εισοδήματος τους και είναι όσοι έχασαν τη δουλειά τους και την ελπίδα να την ξαναβρούν, η κρίση αξιοπιστίας της πολιτικής δεν μπορεί να ξεπεραστεί.
Η βασικότερη αιτία, άλλωστε, για τα όσα βιώνουμε σήμερα που, σχεδόν κατά γενική ομολογία, δεν είναι άλλη από την έλλειψη σεβασμού σε κανόνες και θεσμούς σε όλα τα επίπεδα, από τον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης και των συμπολιτευόμενων ή αντιπολιτευόμενων κομμάτων ως τις διαδικασίες απονομής της Δικαιοσύνης και την συνδικαλιστική δράση, δεν φαίνεται, δυστυχώς, να αναιρείται.
Γι΄ αυτό προφανώς και αν εξαιρέσει κανείς τους λίγους φανατικούς της μιας ή της άλλης πλευράς, ο πήχης των προσδοκιών της κοινωνίας, με ή χωρίς πρωτογενή πλεονάσματα και ανεξαρτήτως του αν θα έχουμε ή όχι «αλλαγή φρουράς» το επόμενο διάστημα στην κυβερνητική εξουσία, παραμένει πολύ χαμηλά.  
             
(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 19.2.2013)
*Υ.Γ.: Εκ των υστέρων η ΔΗΜΑΡ ανακοίνωσε ότι έδωσε αρνητική ψήφο στη διάταξη, αλλά αυτό σε τίποτε δεν αναιρεί τις επισημάνσεις της ανάρτησης.