Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καμμένος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καμμένος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2018

Ποιο ΠΑΣΟΚ και ποια ΝΔ ορέγονται οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ;

Στη χώρα της… φαιδράς πορτοκαλέας, όπως έγραφαν οι σχολιαστές του προηγούμενου αιώνα για να περιγράψουν τις νεοελληνικές παραδοξότητες, ένα αυτοδιοικητικό αίτημα δεκαετιών, όπως είναι η οικονομική αυτοτέλεια των Δήμων και των Περιφερειών, για την υιοθέτηση του οποίου πρωτοστατούσε η Αριστερά, βαφτίζεται αίφνης «ταξικό» και «νεοφιλελεύθερο» μέτρο μήπως και έτσι ξεμπερδέψουν μια και έξω οι κυβερνώντες με τις προτάσεις που διατυπώνουν οι πολιτικοί αντίπαλοι τους.
Στην εποχή, άλλωστε, που το «κατόπιν ενεργειών μου» γνωρίζει μέρες δόξης λαμπρές και τα πολιτικά γραφεία των κυβερνητικών βουλευτών συναγωνίζονται ποιο θα εκδώσει πρώτο ανακοίνωση για να διεκδικήσει μερίδιο από τη δόξα της διαμεσολάβησης για να δοθούν μερικά ψυχία στον δήμο της… Κολοπετινίτσας, προτάσεις, όπως αυτή που διατύπωσε την περασμένη Κυριακή ο Κυριάκος Μητσοτάκης για την εκχώρηση των εισπράξεων από τον ΕΝΦΙΑ στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, είναι «επικίνδυνες».
Είναι τόσο επικίνδυνες που έκαναν τον Παναγιώτη Κουρουμπλή και άλλους εκλεκτούς ΣΥΡΙΖΑίους να ζητήσουν από τους δημάρχους να ξεσηκωθούν για να μην ισχύσουν. Δικαίως του λόγου, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, αναλογιζόμενος τους πραγματικούς κινδύνους για το πελατειακό κράτος που συνιστούν οι πραγματικές μεταρρυθμίσεις και τα μέτρα που συμβάλλουν στον εκσυγχρονισμό της δημόσιας ζωής.
Αν κάθε υποψήφιος δήμαρχος ξέρει ποια είναι τα οικονομικά δεδομένα της θητείας για την οποία διεκδικεί να εκλεγεί, πώς θα μπορέσει να τάξει… γεφύρια σε ποτάμια που δεν υπάρχουν; Ενώ άμα δεν ξέρει, μπορεί να… τάζει τον ουρανό με τα άστρα, προβάλλοντας τις σχέσεις του με κάθε λογής... Κουρουμπλήδες της πολιτικής μα ζωής με τους οποίους θα… ανταλλάσσουν «κουκιά». Και από κοινού θα διαιωνίζουν ένα άθλιο σύστημα που θα κρατάει αιωνίως καθηλωμένη τη χώρα. 
Η παθιασμένη υπεράσπιση του πελατειακού κράτους σε όλα τα επίπεδα (με προσλήψεις και μονιμοποιήσεις από τα «παράθυρα» και με κάθε είδους διευθετήσεις υπέρ των «ημετέρων») δεν είναι το μοναδικό κρούσμα που συνθέτει μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να γυρίσουν το ρολόι της Ιστορίας πίσω στον χρόνο.
Αγγίζει, αν δεν ξεπερνάει κιόλας, τα όρια του παρανοϊκού διπολισμού να βλέπει και να ακούει κανείς πολιτικούς που πήραν την εξουσία με το σύνθημα «ξεμπερδεύουμε με το παλιό», από τη μια, να εξιλεώνουν, εντάσσοντάς τα στην κυβέρνησή τους πρόσωπα τα οποία εξέβρασε το παλαιό καθεστώς, και, από την άλλη, να εμφανίζονται ως κληρονόμοι του ΠΑΣΟΚ και της Νέας Δημοκρατίας που υποτίθεται ότι είναι καταδικασμένα στις συνειδήσεις των πολιτών.
Όσο έκοβε εισιτήρια το έργο με τα αντιμνημονιακό παραμύθι, ο Αλέξης Τσίπρας και ο Πάνος Καμμένος θεωρούσαν αποσυνάγωγο όποιον, εντός ή εκτός Ελλάδος, σχετιζόταν με το ΠΑΣΟΚ και τη Νέα Δημοκρατία που ήταν συνώνυμα του απόλυτου κακού. Στις τοπικές εκλογές του 2014, για παράδειγμα, όποιο αυτοδιοικητικό στέλεχος δεν έδινε γη και ύδωρ στον κάθε ΣΥΡΙΖΑίο της περιοχής του, καθυβριζόταν ως «Γερμαντοτσολιάς».
Μετά την μνημονιακή μετάλλαξη, όμως, που υπέστησαν στα χρόνια που απολαμβάνουν τις καρέκλες της εξουσίας, όλα δείχνουν διαφορετικά. Ο Τσίπρας, ο οποίος «τρουπώνει» κάθε τρεις και λίγο στους ευρωσοσιαλιστές, τους οποίους κάποτε στηλίτευε, τώρα εκθειάζει τους εκλεγμένους με το ΠΑΣΟΚ περιφερειάρχες, όπως τον Σταύρο Αρνατουτάκη στην Κρήτη και τον Απόστολο Κατσιφάρα στη Δυτική Ελλάδα, τους οποίους θέλει να στηρίξει μπας και διασωθεί σε τουλάχιστον ένα από τα πολλά εκλογικά ναυάγια που τον περιμένουν στις επερχόμενες κάλπες.  
Στην πρόσφατη επέτειο από τη «Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη 1974» προβεβλημένοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ κόντεψαν να… κάψουν περισσότερο λιβάνι από την ίδια την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά. Και μην παραξενευτείτε αν σε λίγες μέρες που είναι και η επέτειος από την ίδρυση της ΝΔ, ο Πάνος Καμμένος και η Κατερίνα Παπακώστα να διατάξουν τελετές και παρελάσεις, αφού, ως γνωστόν, επιφυλάσσουν για τους εαυτούς τους ρόλους συνεχιστών και αυθεντικών  εκφραστών της… καραμανλικής Νέας Δημοκρατίας.
Αλήθεια, όμως, ποιο ΠΑΣΟΚ ορέγονται να υποκαταστήσουν οι ΣΥΡΙΖΑίοι του Αλέξη Τσίπρα που πολύ πριν παρομοιάσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη με τον Πινοσέτ, έκαναν, χρόνια πριν, το ίδιο με τον Γιώργο Παπανδρέου; Και ποια Νέα Δημοκρατία θεωρούν ότι μπορούν να υποκαταστήσουν οι ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου που προτού να συμπράξει με τον ΣΥΡΙΖΑ φλέρταραν στην Ευρώπη με τύπους σαν τον Νάιτζελ Φάρατζ και τώρα εγκαλούν το κόμμα του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι στεγάζει… ακροδεξιούς;
Αν κρίνει κανείς από τα πρόσωπα τα οποία προσεταιρίστηκαν παλαιότερα ή δέχθηκαν πρόσφατα στις τάξεις τους, είναι σαφές ότι εκείνο που τους ενδιαφέρει δεν είναι παρά η στελεχιακή «λεηλασία» εκείνων που υποτίθεται ήθελαν να εξαφανίσουν πολιτικά. Οι συνεργασίες, εξάλλου, τις οποίες έκαναν, δεν εντάσσονται σε κανέναν κώδικα αξιών. Δεν τήρησαν ούτε καν τη υποτιθέμενη διακηρυγμένη δέσμευσή τους ότι δεν θα δέχονταν όσους ψήφισαν Μνημόνια.
Αλλά πώς να το τηρήσουν όταν οι ίδιοι ψήφισαν το τρίτο και χειρότερο από όλα τα προηγούμενα Μνημόνια; Και το ακόμη χειρότερο είναι ότι η πλειονότητα όσων συμπορεύτηκαν ως τώρα μαζί τους είναι από την κατηγορία εκείνων οι οποίοι ευθύνονται που η χώρα οδηγήθηκε στη μνημονιακή μέγγενη. Και όχι από εκείνους που προέταξαν τα πολιτικά τους στήθη για να αποτρέψουν τα χειρότερα και την… άλα Βενεζουέλα πλήρη χρεοκοπία που μας ανέμενε με τις τερατώδεις υποσχέσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Γι΄ αυτό και δεν χρειάζεται μεγάλη φιλοσοφική εμβάθυνση για να αντιληφθεί κανείς ότι βρισκόμαστε στη φάση του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω». Εξού και οι ρεβεράντζες προς το πάλαι ποτέ καταδικασμένο «παλαιό» που όλως αιφνιδίως έγινε περιζήτητο, με αποτέλεσμα να ξαναγίνει υπουργός ακόμη και η Μαριλίζα Ξενογιαννακοπούλου. Το θέμα είναι αν θα βρεθούν αφελείς ναυαγοσώστες που θα αναλάβουν την πολιτική διάσωση των πιο ακραίων αμοραλιστών που γνώρισε τούτος  ο τόπος…

Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Στας δυσμάς του βίου τους…



            Φανταστείτε λίγο το σκηνικό στο Μέγαρο Μαξίμου: Ο Αλέξης Τσίπρας κάθεται στην κορυφή του τραπεζιού συσκέψεων του πρωθυπουργικού γραφείου και ζητάει από τους συνεργάτες του να του προτείνουν πρόσωπα για τον ανασχηματισμό τη κυβέρνησης με τον οποίο θέλει να σηματοδοτήσει το «ιστορικό» πέρασμα από τη μνημονιακή στη μεταμνημονιακή Ελλάδα.
            «Την Κατερίνα Νοτοπούλου, πρόεδρε!», αναφωνεί πρώτος ο πιο θαρραλέος από τους συνεργάτες. «Είναι νέα, όμορφη και αριστερή», επιχειρηματολογεί. Ο Τσίπρας, όμως, δείχνει να μην πείθεται. Το ύφος του μαρτυρά ότι επιθυμεί κάτι πιο εντυπωσιακό. «Το βρήκα. Υπάρχει και άλλη Κατερίνα που μπορούμε να υπουργοποιήσουμε», πετάγεταινα πειάλλος πρωθυπουργικός συνεργάτης. «Δεν είναι τόσο νέα, αλλά η επιλογή της θα κάνει πάταγο…», εξηγεί ο ίδιος, προκαλώντας ενθουσιασμό στους παρευρισκόμενους μόλις τους «αποκάλυψε» ότι εννοούσε την… Κατερίνα Παπακώστα.
            Κάπως έτσι το γαϊτανάκι με τις φαεινές ιδέες του πρωθυπουργικού επιτελείου φαίνεται να έφθασε στην ανάσυρση της «χιλιοτραγουδισμένης» Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, στην ανακάλυψη της «ξεχωριστής οντότητας» που ακούει στο όνομα Μυρσίνη Ζορμπά, στην επανάκαμψη στο κυβερνητικό σχήμα της«πολυθρύλητης» Μαρίνας Χρυσοβελώνη και στην αναβάθμιση του χαρισματικούηγέτη Φώτη Κουβέλη. Μία προς μία και όλες μαζί «χρυσές εφεδρείες» της ελληνικής πολιτικής ζωής που αναλαμβάνουν το τιτάνιο έργο της  επιστροφής της χώρας στην κανονικότητα και της οικονομίας της στην απογειωτική ανάκαμψη.
            Ας μην παραπονούμεθα, όμως. Ο ίδιος, άλλωστε, ο κ. Τσίπραςμάς είχε προϊδεάσει για τις προθέσεις του με το περιβόητο διάγγελμα, με το οποίο κήρυξε την έξοδο της χώρας από τα Μνημόνια. «Η Ιθάκη είναι μόνον η αρχή», είχε –εν είδει… απειλής- ισχυριστεί. Τη συνέχεια τη βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Με έναν ανασχηματισμό παραλυτικών ισορροπιών, χωρίς κανένα απολύτως έρμα και δίχως την παραμικρή συνοχή που χαρακτηρίζουν το πολυπληθές συνονθύλευμα του οποίου ηγείται. Και το οποίο φαντάζει παντελώς ανίκανο να υπηρετήσει οποιοδήποτε αφήγημα: μεταμνημονιακό, αριστερό, σοσιαλδημοκρατικό ή ο,τι άλλο μπορεί να βγάζει νόημα.
            Γι΄ αυτό και ο δικαιολογημένος χλευασμόςμε τον οποίο υποδέχθηκετο πανελλήνιο –μια περιήγηση στα αμήχανα φιλοκυβερνητικά μέσα είναι αρκετή- τις ανούσιες αλλαγές που ανακοίνωσε ο κ. Τσίπρας. Η πολυήμερη προετοιμασία που υποτίθεται ότι έκαναν στο Μέγαρο Μαξίμου δεν είχε άλλο αποτέλεσμα παρά μόνον την αύξηση του αριθμού των μελών του υπουργικού συμβουλίου, αφού ο πρωθυπουργός δείχνει πλέον «όμηρος» των λεπτών ισορροπιών που τον κρατούν στην εξουσία και αιχμάλωτος των επιλογών του σφιχταγκαλιάσματός του με τον Πάνο Καμμένο.
Είναι προφανές ότι δεν διαθέτει πλέον την ισχύ ή την εξουσία ούτε καν για να επιχειρήσει να ανακατέψει την εσωκομματική τράπουλα. Δεν μπορεί να μετακινήσει του βαρώνους του κόμματος του. Ούτε καταφέρνει να προσελκύσει κάποια σοβαρή προσωπικότητα από άλλον πολιτικό χώρο ή και εξωκομματικούς για να στελεχώσει την κυβέρνησή του. Μοιραία, λοιπόν, υποτάσσεται στην ανάγκη να αποφύγει την ανατροπή του από τον κ. Καμμένο ή οιονδήποτε άλλον. Και βολεύεται με τα περιτρίμματα που επιστρατεύει από τα αζήτητα της πολιτικής.
Η κατάληξη την οποία προοιωνίζεται ότι θα έχει αυτός ο χωρίς προηγούμενο αμοραλιστικός γάμος συμφέροντος ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ του κ. Τσίπρα και στους ΑΝΕΛ του κ. Καμμένου δεν πρέπει να εκπλήσσει. Και σίγουρα δεν εκπλήσσει όσους δεν γοητεύθηκαν από τις βερμπαλιστικές αρλούμπες των προηγούμενων χρόνων για «αριστερά πρόσημα» και άλλα τέτοια ηχηρά παρόμοια που ήταν σαφές ότι δεν τα πίστευαν ούτε εκείνοι που τα εκστόμιζαν.
Για να πούμε, όμως, και του στραβού το δίκιο, οφείλουμε να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν πρωτοτυπεί ιδιαιτέρως. Όλες οι κυβερνήσεις του πρόσφατου και του απώτερου παρελθόντος όταν βρίσκονται «στας δυσμάς του βίου τους», λίγο ως πολύ, με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρονται. «Ξύνουν τον πάτο του βαρελιού», επιστρατεύοντας όποιο απολειφάδι της πολιτικής θα μπορούσε να τους δώσει θεωρητικές ελπίδες για μακροημέρευση στην εξουσία.
Παρότι, όμως, αυξάνουν σε αριθμό ρεκόρ τα υπουργικά οφίτσια που μοιράζουν, όπως έκανε τώρα ο κ. Τσίπρας, σπάζοντας κάθε προηγούμενη επίδοση τουλάχιστον της μνημονιακής περιόδου, το αποτέλεσμα είναι το ακριβώς αντίθετο του αναμενομένου. Αντί να βελτιωθεί το κλίμα και να επιτευχθεί ο επιδιωκόμενος στόχος της ανάκαμψης, δυσχεραίνεται η ατμόσφαιρα και επιταχύνεται η πορεία προς την πτώση.
Το έργο το έχουμε δει να επαναλαμβάνεται πολλές φορές στο παρελθόν από πιο νουνεχείς πολιτικούς. Σκεφτείτε τι αναμένεται τώρα που έχουμε να κάνουμε με έναν ετερόκλητο θίασο του οποίου τα μέλη, με ελάχιστες εξαιρέσεις,διακρίνονται για τις φαντασιώσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις ομολογημένες αυταπάτες τους. Αλίμονό μας!

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018

Περιοδεύων θίασος σε διεθνή και εγχώρια τουρνέ



Οι δηλώσεις του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Καμμένου από την έδρα του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες ότι η Συμφωνία των Πρεσπών «δεν θα εφαρμοστεί ποτέ» επειδή ο ίδιος θεωρεί ότι «δεν θα περάσει από τη Βουλή της ΠΓΔΜ, ούτε από το δημοψήφισμα στη γειτονική χώρα», υπό άλλες συνθήκες θα προκαλούσαν σάλο. Στη συγκεκριμένη συγκυρία, όμως, δεν ήταν παρά ένα ακόμη επεισόδιο στον μακρόσυρτο πολιτικό τραγέλαφο τον οποίο ζούμε τα τελευταία χρόνια.
Την ώρα που ο επικεφαλής της κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, παρίστατο στη Σύνοδο Κορυφής της Ατλαντικής Συμμαχίας για να υπογραμμίσει την ιδιαίτερη σημασία που δίνει στη συμφωνία που συνομολόγησε με τον ομόλογό του στα Σκόπια Ζόραν Ζάεφ, ο παρακαθήμενος συγκυβερνήτης του δεν είχε καμία δυσκολία να ισχυριστεί τα ακριβώς αντίθετα από όσα εκείνος προωθούσε.
«Μπορεί να μαζεύουν προσκλήσεις και να φωτογραφίζονται, αλλά στο ΝΑΤΟ δεν πρόκειται να μπουν όσο χρησιμοποιούν τον όρο Μακεδονία», διατεινόταν ο κ. Καμμένος. Και αυτό σε μια στιγμή που δημοσιοποιούνταν το προσχέδιο συμπερασμάτων της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ με το οποίο χαιρετίζεται «η ιστορική συμφωνία μεταξύ Αθηνών και Σκοπίων στο θέμα του ονόματος». Συμφωνία που όλοι, πλέον, αναγνωρίζουν ότι ανοίγει διάπλατα τον ευρωατλαντικό δρόμο των γειτόνων είτε με το νεοαποκτηθέν όνομα «Βόρεια Μακεδονία» είτε ως FYROM.
Με μια τόσο κακοστημένη παράσταση που έστησαν οι δύο κυβερνητικοί εταίροι για καθαρά μικροκομματικούς λόγους οι οποίοι σχετίζονται με την κατανομή ρόλων –ο καθένας να απευθύνεται στο εναπομείναν δικό του ακροατήριο- είναι απορίας άξιον πως μπορεί να αναμένουν ότι θα τους πάρει στα σοβαρά κάποιος από τους υπόλοιπους ηγέτες που μετέχουν στη Σύνοδο.
Μπροστά σε αυτό το αστείο και συνάμα θλιβερό θέαμα που όμοιο δεν πρέπει να έχει υπάρξει στα παγκόσμια πολιτικά χρονικά, καθώς ποτέ άλλοτε δύο πολιτικοί από την ίδια χώρα και την ίδια κυβέρνηση δεν έχουν εμφανιστεί σε ένα τόσο υψηλού επιπέδου διεθνές forum να υποστηρίζουν ο ένας τα ακριβώς αντίθετα από τον άλλο, δύσκολα θα πειστούν ξένοι αξιωματούχοι, όπως η καγκελάριος Μέρκελ, να ανταποκριθούν στο αίτημα της ελληνικής πλευράς για άσκηση πίεσης προς την Άγκυρα ώστε να απελευθερωθούν οι δύο στρατιωτικοί μας που εξακολουθούν να κρατούνται παράνομα στην Αδριανούπολη.
Πριν από περίπου τρεις μήνες, εξάλλου, ανακοινωνόταν πομπωδώς το αίτημα για μεσολάβηση στον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν που είχε απευθύνει τηλεφωνικώς ο κ. Τσίπρας στον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, αίτημα το οποίο, παρά τις προσδοκίες που καλλιεργήθηκαν, δεν έφερε αποτέλεσμα γιατί ο νέο-Σουλτάνος της Άγκυρας επικαλέστηκε τις απερίσκεπτες υποσχέσεις του Έλληνα πρωθυπουργού για παράδοση των οκτώ Τούρκων αξιωματικών οι οποίοι κατέφυγαν στη χώρα μας μετά το αμφιλεγόμενο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016.
Μέχρι προχθές, άλλωστε, η κυβέρνηση «κρατούσε μούτρα» στον Τούρκο Πρόεδρο και ο Έλληνας πρωθυπουργός επί σχεδόν τέσσερις μήνες δεν σήκωνε το τηλέφωνο να μιλήσει μαζί του. Και όχι μόνον αυτό. Χρησιμοποίησε το βήμα της γενικής συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος για να επιτεθεί στην πρώην υπουργό Ντόρα Μπακογιάννη επειδή πήγε στην τελετή ορκωμοσίας του Τούρκου Προέδρου, ισχυριζόμενος ότι «η επίλυση των διαφορών μας με την Τουρκία δεν χρειάζεται κανέναν αυτόκλητο καλοθελητή» και «ούτε συμβάλλει σε τίποτα η παρουσία Ελλήνων πολιτικών σε φιέστες στην Άγκυρα».
Αίφνης, όμως, μια μέρα μετά το υβρεολόγιο κατά της Μπακογιάννη, που κλιμακώθηκε με non paper από τα υπόγεια του Μαξίμου, γινόταν γνωστό ότι επίκεται συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν στις Βρυξέλλες, δείγμα ότι «τα μούτρα» στον Τούρκο ξεχάστηκαν επειδή προφανώς διεφάνη ο κίνδυνος ότι μπορούσε να κλέψει κάποιος άλλος τη δόξα της απελευθέρωσης των δύο Ελλήνων κρατούμενων. Διότι, όπως όλα δείχνουν, το θέμα δεν είναι η απελευθέρωσή τους –αν ήταν θα ζητούσαν από την πρώην υπουργό να κάνει κι εκείνη ό,τι μπορεί- αλλά ποιος θα καρπωθεί το (μικρο-)κομματικό όφελος.
Και ενώ τα πρώτα ονόματα του κυβερνητικού θιάσου έδιναν την αλλοπρόσαλλη παράσταση των Βρυξελλών, με τον έναν να εκθειάζει και τον άλλο να καταδικάζει τη συμφωνία των Πρεσπών, το εγχώριο φιλοθεάμον κοινό δεν… έμενε παραπονεμένο. Την ίδια ώρα ένα άλλο «μπουλούκι», προερχόμενο από τον ίδιο θίασο και εκτελώντας εντολές του θιασάρχη που μετείχε στη διεθνή τουρνέ, ανέβαζε στο θέατρο της Βουλής ένα ακόμη πιο κακοπαιγμένο έργο. Ένα έργο το οποίο αφορούσε εν γένει τις εκλογές που φαίνεται ότι έχουν γίνει ο εφιάλτης των κυβερνώντων.
Για πρώτη φορά στα κοινοβουλευτικά χρονικά -δεν θα αφήσει κανένα ρεκόρ για ρεκόρ που να μην καταρρίψει το συνονθύλευμα που παριστάνει τη κυβέρνηση- υποβλήθηκε τροπολογία με την οποία αναιρείται κεντρική ρύθμιση ενός από τα πιο πολυδιαφημισμένα νομοσχέδια της τελευταίας περιόδου. Διότι αυτό ακριβώς γίνεται με την τροπολογία που επαναφέρει τη χρονική σύμπτωση των ευρωεκλογών με τις αυτοδιοικητικές κάλπες και που το νομοσχέδιο του υπουργού Εσωτερικών Π. Σκουρλέτη στο οποίο ενσωματώνεται όριζε το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή την αποσύνδεση.
Τι έκανε ο κ. Σκουρλέτης που από πρωταγωνιστής βρέθηκε κομπάρσος αποδεχόμενος βουλευτική τροπολογία που τον «άδειαζε»; Ό,τι ακριβώς είχε κάνει όταν ως υπουργός Εργασίας ανακοίνωνε την κατάθεση νομοσχεδίου που ανέβαζε τον κατώτατο μισθό στα 751 ευρώ. Και ό,τι έπραξε όταν ως υπουργός Ενέργειας διέψευδε την πώληση μονάδων της ΔΕΗ κάνοντας λόγο για «μπίζνες» χωρίς αυτό να τον εμποδίσει να δώσει αργότερα θετική ψήφο.
Εξάλλου, τόσο ο κ. Σκουρλέτης όσο και οι περισσότεροι που συμμετέχουν στον κυβερνητικό θίασο, ρόλους υποδύονται. Αλλιώς δεν εξηγείται ότι έχουν ξεπεράσει κάθε όριο αμοραλισμού, κάνοντας σχεδόν σε όλα τα θέματα τα ακριβώς αντίθετα από όσα έλεγαν. Είτε παλαιότερα, είτε τώρα.

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

Μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι


Πριν από λίγες μέρες, με αφορμή την επίθεση που δέχθηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, οι επικοινωνιολόγοι του Μαξίμου επέλεξαν να αντιπαρατεθούν με την αξιωματική αντιπολίτευση παραπέμποντας στα γεγονότα του 1963 και στο τρίκυκλο της δολοφονίας Λαμπράκη.
Οι κλυδωνισμοί που προκάλεσε στην κοινοβουλευτική ομάδα των συγκυβερνώντων ΑΝΕΛ η υπογραφή της συμφωνίας με τη γειτονική ΠΓΔΜ έδωσε το έναυσμα στους κυβερνητικούς προπαγανδιστές να γυρίσουν και πάλι το ρολόι του χρόνου πίσω στη δεκαετία του ’60, παραλληλίζοντας το «όπου φύγει φύγει» των συνεργατών του Πάνου Καμμενου με την…  «Αποστασία» του 1965.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση οι αναλογίες που επιχειρήθηκαν ήταν παντελώς ανιστόρητες, αφού ούτε η επίθεση στον Μπουτάρη προσομοιάζει με τη δολοφονία Λαμπράκη, ούτε το φυλλορρόημα των βουλευτών των ΑΝΕΛ μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλο γεγονός με την ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου και τον σχηματισμό άλλης κυβέρνησης από την ίδια Βουλή.
Παρά ταύτα οι κυβερνώντες επιμένουν στους ισχυρισμούς τους που είναι βέβαιο ότι προκαλούν καγχασμό ακόμη και στους ελάχιστους εναπομείναντες φανατικούς οπαδούς τους.
Για την τακτική τους αυτή υπάρχουν δύο ερμηνείες: Η μία θέλει να είναι προϊόν απόγνωσης καθώς η καταφυγή στο παρελθόν είναι μια βολική λύση για όσους δεν διαθέτουν στη φαρέτρα τους πειστικά επιχειρήματα για να αντιπαρατεθούν για το παρόν και το μέλλον της ελληνικής κοινωνίας,.
Η δεύτερη ερμηνεία που δίδεται στην εμμονή των κυβερνητικών στην τακτική της παρελθοντολογίας σχετίζεται με τα γνώριμα στοιχεία των ψευδαισθήσεων και της αυταπάτης που χαρακτηρίζει τις αναλύσεις, τις θέσεις και τις απόψεις των ανθρώπων που με τόση ευκολία βρέθηκαν πριν από τριάμισι χρόνια στην εξουσία.
Αφού επιβραβεύτηκαν όταν έλεγαν στους πολίτες ότι «οι δανειστές θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν», γιατί να μην υποστηρίξουν τώρα ότι συντόνισαν τις δυνάμεις τους ο Ολυμπιακός και ο ΠΑΟΚ για να ανατρέψουν τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ και να κάνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη πρωθυπουργό;
Όταν η πλειονότητα των Ελλήνων επικρότησε τον ισχυρισμό του Αλέξη Τσίπρα ότι «εμείς θα χτυπάμε τα νταούλια και οι αγορές θα χορεύουν», γιατί να μην πιστέψουν κάποιοι τον Πάνο Καμμένο που καταγγέλλει στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι «κινδυνεύει το Πολίτευμα» από την επίσκεψη στο γραφείο ενός βουλευτή του δύο – τριών κουκουλοφόρων από τις τάξεις των φιλοκυβερνητικών «αντεξουσιαστών»;
Κακά τα ψέματα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήρθαν στην εξουσία υποτιμώντας βάναυσα τη νοημοσύνη των ανθρώπων που τους ψήφισαν. Και αυτό, όπως φαίνεται, είναι το μόνο που ξέρουν. Και το μόνο που μπορούν να κάνουν. Πανηγυρίζουν για πράγματα, όπως η διευθέτηση του χρέους, για τα οποία θα έπρεπε να ντρέπονται αφού τα υποτιθέμενα επιτεύγματά τους είναι κατώτερα και των υποσχέσεων και των προσδοκιών τους.
Διακηρύσσουν την υποτιθέμενη «καθαρή έξοδο» από τα Μνημόνια την ίδια ώρα που υπογράφουν ταπεινωτικές υποχρεώσεις για αέναη επιτροπεία. Τους βάζουν οι δανειστές να ψηφίσουν και να ξαναψηφίσουν τις επερχόμενες νέες περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο κι εκείνοι δεν έχουν πρόβλημα να υποσχεθούν ψευδώς πως δεν θα εφαρμοστούν.
Δεν δυσκολεύονται ακόμη και να καταφύγουν σε παρανοϊκά σχήματα όπως η δήθεν ικανοποίηση της απαίτησης των ΑΝΕΛ να ψηφιστεί από 180 βουλευτές η συμφωνία των Πρεσπών για να μπορέσουν να την καταψηφίσουν ο Πάνος Καμμένος και οι βουλευτές του χωρίς να ρίξουν την κυβέρνηση!
Είναι ζήτημα κοινής λογικής να αντιληφθεί και ο πλέον αδαής περί τα κοινοβουλευτικά θέσμια ότι, δεδομένων των συσχετισμών, ο μόνος τρόπος για να περάσει η συμφωνία –με τη συνδρομή ή μη διάφορων «προθύμων» από την αντιπολίτευση- και να μην πέσει η κυβέρνηση είναι να εγκριθεί η συμφωνία από την πλειοψηφία των παρόντων. Να μην τεθεί, με άλλα λόγια, ζήτημα αυξημένης πλειοψηφίας που ούτως ή άλλως δεν προβλέπεται.
Ο,τιδήποτε άλλο -και σίγουρα η αποδοχή από το Μέγαρο Μαξίμου της απαίτησης των ΑΝΕΛ για αυξημένη πλειοψηφία- οδηγεί σχεδόν αυτομάτως στην πτώση της κυβέρνησης. Ισχύει, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που υποτίθεται ότι επιδιώκουν οι ΑΝΕΛ, οι οποίοι ισχυρίζονται με απύθμενο θράσος ότι δεν ψήφισαν την πρόταση δυσπιστίας της Νέας Δημοκρατίας επειδή θέλουν να παραμείνουν στην κυβέρνηση ώστε να μην περάσει, τάχατες, η συμφωνία την οποία υπέγραψαν και υποστηρίζουν με σθένος οι κυβερνητικοί τους εταίροι, οι ΣΥΡΙΖΑίοι.
Αν αναρωτιέστε γιατί τα λένε όλα αυτά, ενώ ξέρουν ότι πολύ σύντομα και οι μεν και οι δε θα έρθουν αντιμέτωποι με τις νέες αυτές ψευδαισθήσεις που προσπαθούν να καλλιεργήσουν στην κοινή γνώμη, η απάντηση είναι μάλλον απλή: Μωραίνει Κύριος ους βούλεται απωλέσαι.    

Πέμπτη 21 Ιουνίου 2018

«Ντρέπονται τα ίδια τα ψέματα»!



«Ζητάμε ομόφωνα άμεσα τη δικαστική διερεύνηση με εμπλοκή του εισαγγελέα. Δίνουμε όλα μας τα κινητά τηλέφωνα, της κοινοβουλευτικής μας ομάδας αλλά και των στελεχών μας, στη διάθεση της Δικαιοσύνης, προκειμένου να αποδειχθεί ποιος προσπαθεί ουσιαστικά –σε συνέχεια αυτών που ειπώθηκαν και μέσα στη Βουλή- να καταλύσει το πολίτευμα. Γιατί περί καταλύσεως του πολιτεύματος γίνεται η προσπάθεια αυτή η οποία γίνεται για εκφαυλισμό στελεχών ενός δημοκρατικού κινήματος…».
Αν τα λόγια δεν είχαν χάσει στις μέρες μας τη σημασία τους, θα έπρεπε να είχε συγκλονιστεί το πανελλήνιο ακούγοντας τις παραπάνω φράσεις να εκστομίζονται από πολιτικό αρχηγό και συγκυβερνήτη της χώρας ο οποίος έκανε αυτές τις τόσο σοβαρές «καταγγελίες» μιλώντας με φόντο το λογότυπο «Βουλή των Ελλήνων».
Κι όμως! Tόσο εκείνος που έκανε τις «καταγγελίες» για –άκουσον, άκουσον!- «κατάλυση του πολιτεύματος» και που δεν ήταν άλλος από τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Πάνο Καμένο, όσο και εκείνοι που τις άκουγαν, δηλαδή οι εναπομείναντες συνεργάτες του στο κόμμα των Ανεξαρτήτων Ελλήνων που τον περιστοίχιζαν, καθώς και οι λιγοστοί δημοσιογράφοι που ήταν εκεί για να καταγράψουν τις δηλώσεις του, δεν έδειξαν καμία ιδιαίτερη ανησυχία…
Εξάλλου, ούτε ο ίδιος ο καταγγέλλων έδειξε να έχει διάθεση για να πείσει το ακροατήριο του για τη βασιμότητα όσων έλεγε. Είπε όσα είχε να πει και αποχώρησε σαν να μην τρέχει τίποτε. Αλλά και όσοι τον άκουγαν δεν… μπήκαν στον κόπο να του ζητήσουν στοιχεία και αποδείξεις για τους ισχυρισμούς του. Ίσως γιατί και οι δύο πλευρές ήξεραν με τι είχαν να κάνουν.
Δεν ήταν, άλλωστε, η πρώτη φορά που ο κ. Καμμένος περιέγραφε απόπειρες εξαγοράς στελεχών του κόμματός του. Απόπειρες που μπορεί ποτέ να μην αποδείχθηκαν, παρά τη φιλότιμη συνδρομή αστέρων του θεάματος –σκηνοθετών, ηθοποιών και δημοσιογράφων- που πρωταγωνίστησαν στις παραστάσεις που ανέβηκαν τότε, πλην όμως, συνέτειναν αποφασιστικά στη δημιουργία ισχυρών πολιτικών εντυπώσεων που άλλαξαν τον ρου των εξελίξεων.
Το 2018, όμως, δεν είναι 2014. Και αυτό το αποτύπωσε με το σχόλιο που έκανε ένας από τους ακροατές των «καταγγελιών» του κ. Καμμένου, υπενθυμίζοντας τα λόγια του Μενέλαου Λουντέμη ο οποίος στο περίφημο έργο του «Οδός Αβύσσου αριθμός Ο» έγραφε: «Ειπώθηκαν ψέματα που ντράπηκαν και τα ίδια, μια και δεν ντρέπουνταν τα στόματα που τα ’λεγαν. Έγινε πολλή κατάχρηση στόμφου, φτηνού λυρισμού, πολλή σπατάλη άχρηστης φιλοπατρίας…».
Μπορεί οι ίδιοι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να δυσκολεύονται να το συνειδητοποιήσουν, αλλά τα τελευταία τριάμισι χρόνια έχουν αλλάξει πολλά πράγματα στη χώρα. Ακόμη και αν έχει δίκιο ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας που στην πρόσφατη συνέντευξή του στην ΕΡΤ παραδέχτηκε ότι «υπάρχουν και κάποιοι που πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν», είναι γεγονός αναμφισβήτητο ότι πλέον οι Έλληνες έπαψαν να είναι τόσο εύπιστοι όσο ήταν κατά το παρελθόν.
Η πλειονότητα των πολιτών που γοητεύονταν παλαιότερα από βολικά ψέματα του τύπου «θα μας παρακαλάνε να μας δανείσουν» και που πήγαινε στο Σύνταγμα για να χορέψει γιορτάζοντας το «Όχι» του δημοψηφίσματος, τώρα ξέρει πόσο πολύ εξαπατήθηκε. Το μαρτυρούν οι αντιδράσεις για το «Μακεδονικό» που, σε πείσμα της θηριώδους κυβερνητικής προπαγάνδας, δεν κάμπτονται.
Έτσι, ό,τι και αν υποστηρίξουν οι κυβερνώντες, οι πολίτες πλέον γνωρίζουν και σταθμίζουν καλύτερα πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις. Μπορεί να μην ντρέπονται τα στόματα εκείνων που συνεχίζουν να τους λένε καταφανώς τερατώδη ψέματα –«δεν θα κοπούν οι συντάξεις», «πήραμε πίσω το όνομα της Μακεδονίας», «διώχνουμε το ΔΝΤ» και πάει λέγοντας- είναι, όπως θα έλεγε ο Λουντέμης, τα ίδια τα ψέματα που ντρέπονται πλέον, για λογαριασμό εκείνων που τα λένε.

Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Πόσο «απρόβλεπτος» είναι ο Ερντογάν και πόσο ο Τσίπρας;


            Ένας βασικός κανόνας της πολιτικής θέλει τις κυβερνήσεις να προκηρύσσουν πρόωρες εκλογές μόνον όταν έχουν τη βεβαιότητα ότι θα κερδίσουν. Και ένας βασικός κανόνας της οικονομίας είναι ότι οι λεγόμενες «αγορές» προεξοφλούν τις πιο πολλές φορές το αποτέλεσμα της κάλπης η οποία στήνεται πριν από τον προκαθορισμένο χρόνο.
            Αν οι δύο αυτοί κανόνες ισχύουν και σε «ειδικού τύπου» καθεστώτα, όπως αυτό που έχει εγκατασταθεί στη γειτονική Τουρκία, τότε ο εκλογικός αιφνιδιασμός που επεφύλαξε στους πολιτικούς αντιπάλους του ο «νεο-Σουλτάνος» Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δημιουργεί μια χαραμάδα ελπίδας για μελλοντική αποκλιμάκωση της υψηλής έντασης που βιώνουμε το τελευταίο διάστημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
            Η αλήθεια είναι ότι ο -κατά τα άλλα «απρόβλεπτος»- Ερντογάν ακολούθησε εν τέλει την πεπατημένη και πήγε σε εκλογές όπως προέβλεπαν αρκετοί αναλύοντας την πολεμική έξαψη που εδώ και καιρό επικρατεί στην Άγκυρα και η οποία κορυφώθηκε αφενός με την εισβολή στη Συρία και αφετέρου με τη συνεχή εκτόξευση απειλών για χρήση βίας κατά της Ελλάδας και της Κύπρου.
Τόσο οι ισχυρισμοί υψηλόβαθμων αξιωματούχων για αφαίρεση τις προηγούμενες ημέρες σημαίας από ελληνική βραχονησίδα, όσο, πολύ περισσότερο, η τελευταία προκλητική δήλωση για την κυριαρχία στα Ίμια, η οποία έγινε μόλις λίγη ώρα προτού ανακοινωθεί η 24η Ιουνίου ως η ημερομηνία προσφυγής στις πρόωρες κάλπες, επιβεβαίωσαν όσους διέβλεπαν πίσω από την κινητικότητα και τη ρητορική του Ερντογάν προθέσεις για να προλειανθεί το έδαφος που θα επέτρεπε στον τελευταίο να διατηρήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων στο εσωτερικό της χώρας του.  
Όπως και να έχει, το βέβαιο είναι ότι η δική μας πλευρά θα πρέπει να οπλιστεί με μεγάλη υπομονή για το διάστημα της προεκλογικής περιόδου που θα διατρέχει την ιδιότυπη πολιτική ζωή που υπάρχει στη γειτονική χώρα, όπου τον τελευταίο ενάμισι χρόνο, με αφορμή ή πρόσχημα το (υποτιθέμενο) πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016, έχουν καταπνιγεί οι περισσότερες αντιπολιτευτικές φωνές.
Και θα πρέπει μάλλον να… ευχόμαστε οι δημοσκοπήσεις να δείχνουν άνετη επικράτηση για τον νυν -και αεί;- Πρόεδρο έτσι ώστε ο ίδιος και οι συνεργάτες του να ρίξουν κάπως τους πολεμικούς τόνους που χρησιμοποιούν εναντίον της χώρας μας, αναλογιζόμενοι, ενδεχομένως, ότι τα ήρεμα νερά στο Αιγαίο μπορεί να σταματήσουν την κατακρύλα της τουρκικής οικονομίας.
Ο θετικός, άλλωστε, πρώτος αντίκτυπος που είχε στην πολύπαθη τουρκική λίρα η ανακοίνωση των πρόωρων εκλογών ήταν μια σαφής ένδειξη ότι ο κόσμος της οικονομίας επιθυμεί να επικρατήσουν συνθήκες σταθερότητας στη γείτονα τις οποίες, καλώς ή κακώς, στην παρούσα φάση ο μόνος που μπορεί να τις εξασφαλίσει είναι ο Ερντογάν. Εξάλλου, είτε μας αρέσει είτε όχι, οι αντίπαλοί του είναι, δυστυχώς, περισσότερο πολεμοκάπηλοι από εκείνον και διαγ(κ)ωνίζονται για το ποιος θα φανεί πιο πολεμοχαρής.
Επειδή, όμως, δεν πρέπει να τρέφουμε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες ότι μπορεί ο Ερντογάν να μεταμορφωθεί και από «γεράκι του πολέμου» να γίνει «περιστέρι της ειρήνης», διακυβεύοντας το πολιτικό του μέλλον και πιθανότατα την ίδια την υπόστασή του, δεν χρειάζεται να βγει λάθος μήνυμα και να νομίσει κανείς ότι μειώθηκαν οι κίνδυνοι από το γεγονός ότι προκηρύχθηκαν εκλογές στη γειτονική χώρα.
Οι τουρκικές διεκδικήσεις εις βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι πολύ παλαιές και εκείνο που τις διαφοροποιεί σε σχέση με το παρελθόν είναι ότι το τελευταίο διάστημα αναβαθμίστηκαν χάρις και σε μια σειρά αφελείς χειρισμούς της δικής μας πλευράς η οποία συμβαίνει να έχει στη διακυβέρνησή της ένα συνονθύλευμα προσώπων που λειτουργούν κατά τρόπον που παραπέμπει στη ρήση ότι «δεν γνωρίζει η αριστερά τι ποιεί η δεξιά».
Διότι αν είναι μια φορά προβλέψιμος ο Ερντογάν, είναι πολύ περισσότερο ο Αλέξης Τσίπρας ο οποίος ελάχιστα απέχει από την εποχή που με δήθεν ιερή οργή αναρωτιόνταν αν «έχει σύνορα η θάλασσα». Και με την ίδια αφελή άγνοια κινούνται ο ίδιος και οι συνεργάτες του όταν καταφέρονται κατά των νεαρών από τους Φούρνους που ύψωσαν σημαίες στις ακατοίκητες βραχονησίδες υποστηρίζοντας ότι «δεν μπορούν ιδιώτες να ασκούν εξωτερική πολιτική».
Για να ασκηθεί εξωτερική πολιτική από ιδιώτες θα πρέπει να μην έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους εκείνοι που είναι επιφορτισμένοι με αυτό το καθήκον. Και, κακά τα ψέματα, αυτό ακριβώς ζούμε εδώ και πολύ καιρό, καθώς άλλα λέει και πράττει ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος, άλλα ο νεοφώτιστος αναπληρωτής του Φώτης Κουβέλης, άλλα ο υπουργός Εξωτερικών και άλλα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Όλοι αυτοί φλυαρούν με αντικρουόμενες κρίσεις και εκτιμήσεις για γεγονότα και καταστάσεις χωρίς ούτε μια φορά να έχουν καθίσει γύρω από το ίδιο τραπέζι…
Υ.Γ.: Α, και με την ευκαιρία ξέρει κανείς τι έχει απογίνει εκείνο το «Εθνικό Συμβούλιο Ασφαλείας» για το οποίο -εν χορδαίς και οργάνοις- κλήθηκε στο Μαξίμου ο Σταύρος Θεοδωράκης για να δώσει τα φώτα του στον κ. Τσίπρα; Μάλλον θα ξαναβγεί στο προσκήνιο όταν εκτιμηθεί ότι η δημιουργία του δημιουργεί προβλήματα στην αντιπολίτευση. Προβλέψιμα πράγματα, δηλαδή.

Πέμπτη 5 Απριλίου 2018

Ο…θεός της Ελλάδος να βάλει το χέρι του!



Θα είναι ευχής έργο να είναι σοβαροί και έμπειροι οι διπλωματικοί υπάλληλοι της τουρκικής πρεσβείας στην Αθήνα που είναι επιφορτισμένοι με την υποχρέωση της αποδελτίωσης των δηλώσεων τις οποίες κάνουν οι έλληνες αξιωματούχοι.
Διότι μόνον έτσι μπορεί να ελπίζουμε ότι αξιολογούν σωστά τη βαρύτητα των όσων ακούγονται από το πρωί ως το βράδυ στους τηλεοπτικούς δέκτες της ελλαδικής επικρατείας από κάθε λογής εγχώριους πολιτικάντηδες που σηκώνουν τους τόνους της αντιπαράθεσης για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης.
Όταν, για παράδειγμα, συντάσσουν έκθεση για τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Εξωτερικών σύμφωνα με τις οποίες «η Τουρκία γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κερδίσει τυχόν πόλεμο στο Αιγαίο Πέλαγος καθότι η Ελλάδα διαθέτει ισχυρές ένοπλες δυνάμεις», θα πρέπει να ενημερώνουν τους προϊσταμένους τους ότι πρόκειται για τον Γιώργο Κατρούγκαλο.
Θα πρέπει, δηλαδή, να επισημαίνουν ότι είναι λεγόμενα του πολιτικού ο οποίος, ενώ κατακρεουργούσε τις συντάξεις της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων,διαβεβαίωνε με απαράμιλλο αμοραλισμό και μοναδική κυνικότητα τους συνταξιούχους ότι δεν θα υποστούν μειώσεις αλλά αντιθέτως θα δουν σταδιακά τα εισοδήματά τους να αυξάνονται.
Όση αξία είχαν εκείνες οι διαβεβαιώσεις για τις συντάξεις,άλλη τόση έχουν και όλα όσα λέει τώρα για τα ελληνοτουρκικά μιλώντας με τη γνωστή δικηγορίστικη αμετροέπεια που τον διακρίνει και η οποία του επιτρέπει να εκφράζει απόψεις επί παντός του επιστητού αδιαφορώντας για τις συνέπειες που έχουν οι ισχυρισμοί του.
Δυστυχώς, όμως, δεν είναι ο κ. Κατρούγκαλος το μόνο κυβερνητικό στέλεχος το οποίο, επιδιώκοντας, τάχατες, να καθησυχάσει την εγχώρια κοινή γνώμη, ρίχνει λάδι στη φωτιά και ακολουθεί τη φρενίτιδα της φραστικής αντιπαράθεσης που σκόπιμα καλλιεργείται από την ηγεσία της Άγκυρας.
Από τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, ο οποίος προ ημερών υποστήριζε από τα Ψαρά ότι «αν η Τουρκία θελήσει να κάνει θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο, θα είναι σαν να πυροβολεί τα πόδια της», έως τον υπουργό Εθνικής Άμυνας Πάνο Καμμένο, ο οποίος δεν χάνει ευκαιρία να απαντά στις προκλήσεις των απέναντι με ισχυρισμούς του τύπου«αν έχουν τα κότσια, ας τολμήσουν να αμφισβητήσουν έστω και ένα χιλιοστό», η ελληνική πολιτική ηγεσία φαίνεται να μην αντιλαμβάνεται ότι ο διαγ(κ)ωνισμός των ψευτοπαληκαρισμών δεν είναι προς όφελος της δικής μας πλευράς.
Ακόμη και όταν η εκτόξευση απειλών γίνεται για να απαντηθούν υπερβολές που διατυπώνονται στην Άγκυρα και στην Κωνσταντινούπολη, το αποτέλεσμα είναι εις βάρος των συμφερόντων μας. Η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκή χώρα και η υπεράσπιση των δικαίων της δεν μπορεί να γίνεται με ανέξοδες απειλές που μας εξισώσουν με τον ταραξία της περιοχής που όλοι ξέρουν ότι είναι η Τουρκία.
Οι συνεχείς προκλήσεις που δεχόμαστε το τελευταίο διάστημα δεν αντιμετωπίζονται παρά μόνον με σοβαρότητα, ψυχραιμία και αποτελεσματικότητα που επιβάλλεται να χαρακτηρίζουν τις κινήσεις και τις πρωτοβουλίες της ελληνικής πλευράς. Το πρόσφατο ανακοινωθέν της Συνόδου Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την αποδοκιμασία των εταίρων μας προς τη γείτονα, μπορεί να μην επιλύει -και πώς θα μπορούσε άλλωστε;- τα προβλήματα που μας δημιουργεί η τελευταία, αναμφισβήτητα, όμως, είχε πολλαπλάσια σημασία από τους λεονταρισμούς των Ελλήνων υπουργών.
Δεν υπάρχει αμφιβολία, εξάλλου, ότι θα επιμεριστεί κυρίως στη χώρα μας η ζημιά που μπορεί να προκληθεί από τη συνεχή όξυνση και πολύ περισσότερο από ένα πιθανό θερμό επεισόδιο, το οποίο θα προέλθει είτε «από ατύχημα», όπως προειδοποιεί ο Αμερικανός πρεσβευτής στην Αθήνα Τζέφρι Πάιατ, είτε από κακόβουλη τουρκική ενέργεια. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Τουρκία βρίσκεται από καιρό σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ οι ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών της έχουν υποστεί βάναυσους περιορισμούς. Και, είτε το θέλουμε είτε όχι, η απώλεια της ανθρώπινης ζωής δεν έχει εκεί την ίδια επίπτωση που έχει στα δικά μας μέρη.
Γι΄ αυτούς και για πολλούς άλλους λόγους, με κυριότερο ίσως ότι, σε αντίθεση με την τουρκική, η ελληνική οικονομία ζει και αναπνέει χάρις στον τουρισμό, επιβάλλεται να επικρατήσει νηφαλιότητα από τη δική μας πλευρά και να μπει φρένο στις αμετροεπείς δηλώσεις αξιωματούχων. Το φρόνημα των Ελλήνων δεν τονώνεται με υπερφίαλους -και «υπερτροφικούς», όπως θα έλεγε ο Φώτης Κουβέλης πριν υποπέσει και ο ίδιος στον ίδιο πειρασμό- βερμπαλισμούς. Αλλά με αρραγές εσωτερικό μέτωπο, με εγρήγορση και ετοιμότητα, καθώς και με τις κατάλληλες διπλωματικές συμμαχίες που εδράζονται στα κοινά συμφέροντα και όχι σε ψευδαισθήσεις και αυταπάτες.
Για να συμβεί, όμως, κάτι τέτοιο, εκείνο που πρωτίστως χρειάζεται είναι να πάψουμε να έχουμε στα πράγματα το σημερινό σκορποχώρι και να αποκτήσουμε μια σοβαρή και υπεύθυνη κυβέρνηση που τα στελέχη της θα έχουν ενιαία γραμμή και στάση. Έως ότου γίνει αυτό, ας ευχηθούμε ο... θεός της Ελλάδος να βάλει το χέρι του.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Τελευταίες μέρες της Πομπηίας


Αν «ο πόλεμος είναι πολύ σημαντικό πράγμα για να τον αφήσουμε στους στρατηγούς», όπως έλεγε ο Ζορζ Κλεμανσό, ο πολιτικός που οδήγησε τη Γαλλία στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, πόσο, αλήθεια, ασφαλής μπορεί να αισθάνεται ο καθείς σε αυτή τη χώρα με την ηγεσία που εγκατέστησε ο Αλέξης Τσίπρας στο υπουργείο Εθνικής Άμυνας;
Η πρωτοφανής διακωμώδηση που γνώρισε από την πρώτη στιγμή στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης η τοποθέτηση του Φώτη Κουβέλη σε θέση υφισταμένου του Πάνου Καμμένου, συνιστά ίσως το πλέον παραστατικό δείγμα της γενικευμένης θεσμικής κατάπτωσης που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια. Και αποτελεί συνάμα το μέτρο της εκτεταμένης ανυποληψίας που χαρακτηρίζει το πολιτικό δυναμικό που διαχειρίζεται τις τύχες του τόπου.
Με ποια, άραγε, κριτήρια ένας συνταξιούχος πολιτικός, ο οποίος έκλεισε την πολιτική του δράστη αποδοκιμαζόμενος ηχηρά από τους πολίτες, επιβραβεύεται με την ανάθεση του χαρτοφυλακίου του αναπληρωτή υπουργού Άμυνας; Ποια είναι τα προσόντα που διαθέτει και τα οποία τον έκαναν κατάλληλο για αυτό το αξίωμα; Ξέρει από όπλα; Έχει εμπειρίες από το Στράτευμα; Απέκτησε κάποια διάκριση, πέραν ίσως της δικηγορικής του ιδιότητας;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά διότι ακόμη και οι φανατικότεροι οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ μπορούν εύκολα να αναγνωρίσουν το προφανές που είναι ότι εκείνο που μέτρησε στην απόφαση του κ. Τσίπρα δεν είναι παρά η προσπάθειά του να στείλει το μήνυμα ότι όποιος προσκολλάται στην κυβέρνηση και κολακεύει την ηγεσία της μπορεί να ελπίζει σε ανταποδοτικά ωφελήματα.
Γιατί, κακά τα ψέματα, όσο και αν είναι ανεξήγητο για όσους κατά καιρούς είχαν εντελώς άλλη εικόνα για τον πρώην πρόεδρο της ΔΗΜΑΡ, το μόνο για το οποίο διακρίθηκε ο κ. Κουβέλης την τελευταία τριετία ήταν οι απροσδόκητοι έπαινοι που επεφύλασσε προς τους κυβερνώντες και η διαρκής προσπάθεια την οποία κατέβαλε ώστε να γίνει αρεστός προς αυτούς, εκφράζοντας θέσεις και απόψεις που δεν θύμιζαν σε τίποτε το δικό του παρελθόν.
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η περίπτωση Κουβέλη αν έχει κάποια ουσιαστική αξία είναι επειδή καταδεικνύει τα αδιέξοδα ενώπιον των οποίων βρίσκεται η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Και, αναμφισβήτητα, δεν είναι η μόνη ένδειξη ότι έχουμε να κάνουμε με ένα συνονθύλευμα που λειτουργεί όπως λειτουργούσαν οι κάτοικοι στις τελευταίες ημέρες της Πομπηίας.
Η καθυστερημένη αποπομπή του ζεύγους Αντωνοπούλου – Παπαδημητρίου κατέδειξε την απόλυτη έλλειψη πολιτικών ανακλαστικών που χαρακτηρίζει πλέον τους ενοίκους του Μεγάρου Μαξίμου. Το ίδιο επίσης μαρτυρά η δυστοκία να βρεθεί ένα φρέσκο και δυναμικό πρόσωπο για να αναλάβει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Ανάπτυξης που υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει ο ελληνοαμερικανός καθηγητής χωρίς καν να έχει καταφέρει να προσελκύσει στη χώρα ούτε… μισό επενδυτή.
Χρειάστηκε να παρέλθουν σχεδόν δύο εικοσιτετράωρα για να αποφασίσει ο κ. Τσίπρας να χρίσει διάδοχο του Δ. Παπαδημητρίου τον αντιπρόεδρο Γ. Δραγασάκη. Και είναι ειλικρινά απορίας άξιον τι περισσότερο μπορεί να προσφέρει τώρα με το επιπλέον υπουργικό χαρτοφυλάκιο που δεν μπόρεσε να προσφέρει τα τρία χρόνια της αντιπροεδρίας. Εκτός και αν τον εμπόδιζε ο Παπαδημητρίου αλλά δεν το έλεγε περιμένοντας να αποκαλυφθεί η… απληστία της συζύγου του που την οδήγησε να εισπράττει επίδομα ενοικίου.
Το μόνο βέβαιο συμπέρασμα από όλα αυτά είναι ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι πλέον σε θέση ούτε ανασχηματισμό της κυβέρνησης του να κάνει, αφού δεν μπόρεσε να μετακινήσει κανένα από τα στελέχη του υπουργικού του συμβουλίου, με εξαίρεση τον παραιτηθέντα Γ. Μουζάλα. Διατήρησε στις καρέκλες τους ακόμη και πρόσωπα τα οποία κατά γενική ομολογία δεν έχουν προσφέρει απολύτως τίποτε, τοποθετώντας έναν επιπλέον υφυπουργό στο υπουργείο Πολιτισμού, επειδή δεν μπορούσε να διώξει την υπουργό Λυδία Κονιόρδου.
Συνήθως, όμως, έτσι συμβαίνει με τις κυβερνήσεις που βρίσκονται σε φάση αποδρομής. Συμπεριφέρονται όπως οι κάτοικοι της Πομπηίας οι οποίοι, παρά τα προμηνύματα του Βεζούβιου, συνέχιζαν τη ράθυμη και εύθυμη ζωή τους μέχρι που θάφτηκε κάτω από τη λάβα του ηφαιστείου.

Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017

Έχουν τον διχασμό στο DNA τους



Αν πάρουμε τοις μετρητοίς τα όσα υποστηρίζουν οι κάθε είδους – παραδοσιακοί ή νεόκοποι, αριστεροί, δεξιοί ή κεντρώοι- «δικαιωματιστές», την Τρίτη πέρασε από τη Βουλή ένας πολύ σημαντικός νόμος, ο οποίος διευκολύνει τη ζωή των συμπολιτών μας που είχαν πρόβλημα με τη νομική ταυτότητα του φύλου τους. Και με την ψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας η Ελλάδα μετατρέπεται σε σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Είναι, όμως, έτσι; Γίναμε, πράγματι, μια από τις χώρες της Ευρώπης που προτάσσουν τα δικαιώματα και μεριμνούν για τον σεβασμό τους; Μπορούμε πια να καταταγούμε στα έθνη στα οποία οι πολιτικοί τους ταγοί συζητούν στο Κοινοβούλιο ακόμη και για «ευαίσθητα» θέματα; Διαθέτουμε πλέον ένα πολιτικό σύστημα που όσοι το απαρτίζουν αντιπαρατίθενται, όταν διαφωνούν, ανταλλάσσουν επιχειρήματα, προσπαθεί ο ένας να πείσει τον άλλο και στο τέλος αναζητούν, όπου είναι δυνατόν, συναινέσεις;
Έχουν καμία σχέση όλα όσα διημείφθησαν τις προηγούμενες ημέρες στο ελληνικό Κοινοβούλιο με την ευρωπαϊκή «κανονικότητα»; Μπορεί να βρει κανείς προηγούμενο σύμφωνα με το οποίο για ένα τόσο σοβαρό θέμα δεν προηγήθηκε διαβούλευση στο πλαίσιο του υπουργικού συμβουλίου; Το συζήτησε, άραγε, ο επισπεύδων υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής με τους υπολοίπους συναδέλφους του στην κυβέρνηση;
Ενδιαφέρθηκε, άραγε,  ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας να μάθει τις απόψεις -όχι της αντιπολίτευσης αλλά- των στελεχών του κόμματος με το οποίο συγκυβερνά και αρκετά από τα οποία έχει διορίσει συνεργάτες του; Αλήθεια ο υπουργός Άμυνας Πάνος Καμμένος όταν του ζήτησε άδεια για να ταξιδέψει στη Βραζιλία, του εξήγησε γιατί έπρεπε να βρίσκεται τόσο μακριά όταν θα ψηφιζόταν το επίμαχο νομοσχέδιο;
Είναι προφανές ότι τα ερωτήματα είναι ρητορικά και οι απαντήσεις που επιδέχονται είναι αυτονόητες. Ο λόγος που ήρθε και κυρίως ο τρόπος με τον οποίο αυτό το νομοσχέδιο δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν αποπροσανατολιστικό πυροτέχνημα που η κύρια επιδίωξή του δεν ήταν να θεσπίσει δικαιώματα μιας κοινωνικής κατηγορίας, αλλά να δημιουργήσει προβλήματα στην αντιπολίτευση.
Χωρίς διάθεση για «δίκη προθέσεων», αψευδής μαρτυρία για τις κυβερνητικές στοχεύσεις ήταν η ομιλία του κ. Τσίπρα, ο οποίος πήγε απροειδοποίητα τη Δευτέρα στη Βουλή για να εκφωνήσει έναν λόγο που μόνον ως ένα ακόμη μνημείο εχθροπάθειας και διχασμού μπορεί να χαρακτηριστεί. Αντί να καλέσει τα άλλα κόμματα σε διάλογο και συναινέσεις, με όσα ισχυριζόταν ήταν σαφές ότι τους προκαλούσε σκοπίμως ή να δηλώσουν υποταγή στην εξουσιαστική βούλησή του ή να καταψηφίσουν έτσι ώστε να λάβει ο ίδιος κατ΄ αποκλειστικότητα όλα τα εύσημα του τάχατες «προοδευτικού».
«Και θέλω να θυμίσω εδώ σε όλους, καθώς καλούμαστε να εγκρίνουμε, να απορρίψουμε, ή και να κρυφτούμε πίσω από το δάχτυλό μας, όπως αποφάσισε να κάνει ο κ. Μητσοτάκης, τους στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη: “Είστε υπέρ, ή κατά; Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι, ή μ’ ένα όχι”», ήταν μια από τις απόπειρες που έκανε να στριμώξει τα υπόλοιπα κόμματα. Ήταν μάλιστα τόσο άκομψη που το πιθανότερο είναι τα κόκκαλα του «ποιητή της ήττας» θα έτριξαν από τη διαστρέβλωση που υπέστη το έργο του.
Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Αλλά συνέχισε στο ίδιο μοτίβο θέτοντας δήθεν διλήμματα που ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι θα απέρριπταν τα άλλα κόμματα και κυρίως η Νέα Δημοκρατία στην οποία στόχευε: «Θα υποστηρίξετε αυτή την πολιτική και νομική τομή που θεμελιώνεται στα ιδρυτικά νομικά κείμενα του σύγχρονου κόσμου αλλά και στο άρθρο 2 του Συντάγματος για την προστασία της αξίας του ανθρώπου καθώς και στις αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας; Ή θα στρίψετε δια της τροπολογίας και της κατάθεσης άλλων νόμων; Και αν θα στρίψετε κάτω από το βάρος ορισμένων εκ των ιεραρχών ή της ακροδεξιάς σας πτέρυγάς, θα μας εξηγήσετε που εξαντλείτε το φιλελεύθερο χαρακτήρα της ιδεολογίας σας;», αναρωτιόνταν με έκδηλη υποκριτικότητα.
Την ίδια ώρα, μάλιστα, που επικαλούνταν το γεγονός ότι «ήταν ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης που πριν λίγες εβδομάδες μετά από συνάντηση με την ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα, στις 12 Ιουλίου, είχε δεσμευτεί ότι θα στηρίξει και θα ψηφίσει επί της αρχής, τη νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης», έσπευδε να αναμειχθεί στα εσωτερικά της αξιωματικής αντιπολίτευσης με τρόπο που ήταν σαφές ότι επεδίωκε την καταψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας.
«Τι έγινε ξαφνικά και άλλαξε γνώμη; Δε σας άφησε ο κ. Γεωργιάδης; Και για να χρυσώσετε το χάπι μετά, του πήρατε και το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας; Εμ, δε του χρειάζεται το χαρτοφυλάκιο της Άμυνας του αντιπροέδρου, γιατί έχει το χαρτοφυλάκιο του καθορισμού της γραμμής και της πολιτικής σας..», ήταν τα –δίκην παραπολιτικού σχολιασμού- λόγια που ακούστηκαν από τα πρωθυπουργικά χείλη. Από τα χείλη του πολιτικού που μόλις πριν ισχυριζόταν ότι κατέτεινε στην εφαρμογή και στη χώρα μας όλων όσα «επιτάσσει το γράμμα και το πνεύμα της Οικουμενικής Διακήρυξης του Ανθρώπου, το μεταπολεμικό συμβόλαιο ειρηνικής συνύπαρξης και ευημερίας, πάνω στην οποία δομήθηκαν οι σύγχρονες κοινωνίες...».
Δεν παρέλειψε φυσικά να προβοκάρει και τους… εθελόδουλους της Κεντροαριστεράς που «πριν αλέκτορα φωνήσαι» ξέχασαν τις διακηρύξεις τους ότι θα πάψουν πλέον να δίνουν άλλοθι στα παιχνίδια των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ με τις «διπλές πλειοψηφίες». Αφού εξέφρασε ευαρέσκεια για την αμαχητί παράδοσή τους, τους έκανε και υποδείξεις για το πώς να αντιμετωπίζουν τη συμμαχία του με τον κ. Καμμένο: «Κάποια στιγμή, όμως, και το ΠΑΣΟΚ, που διαρκώς μας εγκαλεί για τη συνεργασία με τους ΑΝΕΛ -τους οποίους μάλλον από ενοχή που συγκυβερνήσατε με τον κ. Βορίδη και τον κ. Γεωργιάδη, τους αποκαλείτε ακροδεξιούς- θα πρέπει να παραδεχτεί ότι αυτή η κυβέρνηση έχει κάνει πράξη μια σειρά από σημαντικές και δύσκολές προοδευτικές τομές», είπε.
Γιατί τους προκάλεσε, ενώ ήταν γνωστό ότι θα διευκόλυναν την ψήφιση της κυβερνητικής νομοθετικής πρωτοβουλίας, όπως και έκαναν το μεν Ποτάμι με το «ναι», η δε ΔΗΣΥ με το σχιζοφρενικό «παρών»; Ακριβώς για τους ίδιους λόγους που τα έβαλε με τη Νέα Δημοκρατία, προσπαθώντας να αποδείξει ότι η ηγεσία της είναι ακροδεξιά. Κακά τα ψέματα, ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του έχουν τον διχασμό στο DNA τους. Ήρθαν στην εξουσία με διχαστικά μηνύματα –«να τελειώνουμε με το παλαιό» και άλλα ηχηρά παρόμοια. Και μόνον έτσι μπορούν να παραμείνουν. Είναι η τελευταία άμυνα την οποία μπορεί να κάνουν στη λογική της «κωλοτούμπας» που απέκτησε, πλέον, παγκόσμιο trade mark.