Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαμαράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαμαράς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Καιρός να μπει φρένο στο «κάθε πέρυσι και καλύτερα»



Είναι αρκετά χρόνια τώρα κατά τα οποία κάθε φορά που διαλύεται η Βουλή, στον απολογισμό που κάνουν οι σκεπτόμενοι πολίτες βρίσκουν ότι τα πράγματα πήγαν χειρότερα από την προηγούμενη φορά.
Από το 2004 έως το 2007, από το 2007 έως το 2009, από το 2009 έως το 2012, από το 2012 έως το 2015 και από το 2015 έως το 2019, παρατηρείται μια συνεχής διολίσθηση τόσο στην ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης όσο και στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι αιρετοί εκπρόσωποι που εμείς στείλαμε στη Βουλή.
Στο κλείσιμο κάθε μιας από αυτές τις περιόδους, οι περισσότεροι συνομολογούν ότι ίσχυσε το «κάθε πέρυσι και καλύτερα…». Οι ελπίδες, ωστόσο, για αντιστροφή του κλίματος, στη λογική του «δεν πάει παρακάτω», κάθε φορά διαψεύδονται. Αποδεικνύεται ότι ο κατήφορος δεν έχει πάτο…   
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την μεθυστική μετα-ολυμπιακή αμεριμνησία ή από την παραλυτική δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης από τον Κώστα Καραμανλή, που με πρόσχημα την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η χώρα έπλεε σαν ακυβέρνητο καράβι;   Οι έκτακτες συνθήκες που –μοιραία;- ακολούθησαν, δυστυχώς όχι μόνον δεν βελτίωσαν την κατάσταση αλλά καταφανώς τη δυσχέραναν.
Και κάπως, έτσι, τη μνημονιακή καταβύθιση των περιόδων διακυβέρνησης από τους Γιώργο Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά, οπότε ήρθαν τα πάνω κάτω στο πολιτικό σύστημα, τη διαδέχθηκε ο μοναδικός στα χρονικά εκμαυλισμός βουλευτών από τον Αλέξη Τσίπρα που κυβέρνησε τη χώρα προσελκύοντας μεμονωμένους βουλευτές από… έξι διαφορετικά κόμματα.
Από τη μια άκρη, οπότε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των πολιτών «λάκιζαν», μετακινούμενοι σε άλλα κόμματα για να μη πάρουν την ευθύνη της υπερψήφισης των σκληρών μέτρων τα οποία επέβαλαν τα Μνημόνια και ο κίνδυνος της άμεσης χρεοκοπίας, φθάσαμε στην άλλη άκρη. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ψήφιζαν, σχεδόν χωρίς αντίρρηση, πολύ χειρότερα μέτρα από εκείνα που οι προηγούμενοι δεν διανοούνταν να εγκρίνουν.
Η… συντηρητική κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου συγκλονιζόταν συθέμελα προτού καταφέρει να περάσει από τη Βουλή ήσσονος σημασίας ρυθμίσεις, όπως η μικρή επιμήκυνση στην προθεσμία κατανάλωσης του γάλακτος. Η… προοδευτική κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου περνούσε αβρόχοις ποσί ακόμη και την κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους μικροσυνταξιούχους ή την παράδοση ολόκληρης της δημόσιας περιουσίας στο ελεγχόμενο από τους δανειστές «Υπερταμείο».
Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ότι μια πλειάδα βουλευτών οι οποίοι άλλαξαν στρατόπεδο, χαλώντας τον κόσμο επειδή δεν τους πήγαινε να ψηφίσουν Μνημόνια, στη συνέχεια δεν είχαν πρόβλημα να πουν «ναι σε όλα» αρκεί αυτή η οβιδιακή μεταμόρφωσή τους να διευκόλυνε την επανεκλογή τους με τη νέα σημαία ευκαιρίας που σήκωναν.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι για ορισμένους εξ αυτών οι πολίτες - ψηφοφόροι επιβράβευσαν την αναξιοπιστία, ου μην αλλά και την αναξιοπρέπεια, που επέδειξαν, επιλέγοντας να τους στείλουν εκ νέου στο Κοινοβούλιο ή να τους εξασφαλίσουν καταφύγιο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Εξηγήσεις για το φαινόμενο που θέλει τους διαμαρτυρόμενους πολίτες να ξαναψηφίζουν εκείνους για την συμπεριφορά των οποίων διαμαρτύρονται, υπάρχουν πολλές. Η ελλιπής γνώση, η λάθος εκτίμηση και κυρίως η κυριαρχία του κριτηρίου της αναγνωρισιμότητας, η οποία δεν συμβαδίζει τις περισσότερες φορές με τη συνέπεια και την αξιοσύνη, είναι μερικές από αυτές.
Οι εξηγήσεις, όμως, δεν αποτελούν και δικαιολογίες. Και σίγουρα δεν μπορεί να λειτουργούν ως άλλοθι για να παρακολουθούμε και να αποδεχόμαστε παθητικά τη διαρκή καθοδική πορεία που παρατηρείται γύρω μας με την επίπλευση των φελλών, την επικράτηση των λαϊκιστών και τον εξοβελισμό από το προσκήνιο όσων τολμούν να πουν άβολες αλήθειες.     
Γι΄ αυτό και στις εκλογές που έρχονται, καθώς θα πηγαίνουμε προς την κάλπη ας έχουμε κατά νου ότι, εκτός από το ψηφοδέλτιο του κομματικού σχηματισμού που θα επιλέξουμε, επειδή μας έπεισε ότι ικανοποιεί περισσότερο αυτό που εμείς θεωρούμε δημόσιο συμφέρον, διαθέτουμε και τη δύναμη του σταυρού προτίμησης με την οποία μπορούμε να καθορίσουμε εκείνους που θα μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να αφιερώσουμε λίγο ή και περισσότερο χρόνο για να σχηματίσουμε προσωπική άποψη για όσους διεκδικούν την ψήφο μας. Διαβάζοντας έντυπα, σερφάροντας στο Διαδίκτυο ή ρωτώντας εκείνους που μπορεί να έχουν καλύτερη γνώση, μπορούμε να διακρίνουμε ποιος είναι άξιος γιατί, για παράδειγμα, στην προηγούμενη ζωή του έχει κάνει κάτι που αξίζει.
Μελετώντας θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε ποιος μπήκε στη λίστα των υποψηφίων επειδή είναι γόνος πολιτικού τζακιού, γέννημα του κομματικού σωλήνα, δημιούργημα της τηλεοπτικής υπερπροβολής ή και σκέτος γυρολόγος της πολιτικής που «τρούπωσε» εκεί που βρίσκεται διότι δεν είχε τίποτε αποδοτικότερο να κάνει στη ζωή του.
Όχι, τίποτε άλλο, αλλά να προσπαθήσουμε να βάλουμε, έστω, λίγο φρένο στο αποκαρδιωτικό «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Στο χέρι μας είναι. Κυριολεκτικά! 

Πέμπτη 27 Σεπτεμβρίου 2018

Τα δίκια και τα άδικα του Βασίλη Λεβέντη



            «Έβαλα εννέα άσημους στη Βουλή και με πρόδωσαν οι τέσσερις…», παραπονιέται τις τελευταίες μέρες σε κανάλια και ραδιόφωνα ο Βασίλης Λεβέντης, ο οποίος εφόσον του φύγει ένας ακόμη… άσημος από το ξέφραγο, κατά τα φαινόμενα, μαντρί της Ένωσης Κεντρώων θα πάψει να είναι αρχηγός αναγνωρισμένου από τον Κανονισμό της Βουλής κόμματος και θα χάσει όλα τα προνόμια που τώρα απολαμβάνει.
            Ο αρχηγός, ωστόσο, δεν δείχνει να πτοείται. «Και όλοι να φύγουν η Ένωση Κεντρώων θα ξαναμπεί στη Βουλή», αισιοδοξεί. «Έχω προσωπική σχέση με τους ψηφοφόρους. Ούτε ψήφους μου έφεραν (σ.σ.: οι βουλευτές που εξελέγησαν με το κόμμα του), ούτε θα μου πάρουν», επιχειρηματολογεί. Και μάλλον δεν εκπλήσσει όσους έχουν παρακολουθήσει ή γνωρίζουν τη μακρά προσπάθεια, ήδη από τη δεκαετία του 1980,που κατέβαλε για να βρει μια θέση στα κοινοβουλευτικά έδρανα.
            Δεν πτοήθηκε, άλλωστε, όταν μετρούσε τη μια μετά την άλλη τις απογοητεύσεις από τα ισχνά ποσοστά που συγκέντρωνε στις αλλεπάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις στις οποίες συμμετείχε και που τον καθιστούν… ρέκορντμαν της εγχώριας πολιτικής σκηνής. Οπότε, τι πιο φυσιολογικό από το να παραμένει απτόητος και τώρα που οι πολύχρονες προσπάθειες του ευοδώθηκαν αφού, στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 συγκέντρωσε 186.644 ψήφους και ποσοστό 3,44% που του έδωσε το εισιτήριο για τη Βουλή;
            Όπως και να έχει, όμως, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο επίμονος  κ. Λεβέντης μπήκε στη Βουλή σε μια περίοδο που δεν τα κατάφεραν πολλά υποσχόμενοι πολιτικοί σχηματισμοί, όπως η ΛΑΕ του Παναγιώτη Λαφαζάνη που στέγασε όλους όσοι αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά τη μνημονιακή του στροφή. Ήταν, μάλιστα,η Ένωση Κεντρώων το μόνο κόμμα που αύξησε κατακόρυφα τη δύναμη του από τις 110.923 ψήφους που είχε πάρει λίγους μήνες νωρίτερα και με το 1,79% που συγκέντρωσε τον Ιανουάριο του 2015 απείχε αρκετά από τον στόχο της εισόδου στο Κοινοβούλιο.
            Τι μεσολάβησε, άραγε, αυτούς τους εννέα μήνες και ο… αιώνιος loser Βασίλης Λεβέντης έγινε ξαφνικά ο αρχηγός που γοήτευσε τόσους περισσότερους ψηφοφόρους που του εξέδωσαν το πολυπόθητο για εκείνον κοινοβουλευτικό εισιτήριο; Στην πραγματικότητα δεν έγινε τίποτε απολύτως που να δικαιολογεί την επιτυχία της Ένωσης Κεντρώων και που με δεδομένη τη μειωμένη συμμετοχή σε αυτές τις κάλπες, στις οποίες ψήφισαν 750 χιλιάδες λιγότεροι εκλογείς από την προηγούμενη αναμέτρηση, μπορεί να θεωρηθεί μεγαλύτερη από αυτή που δείχνουν οι ξεροί αριθμοί.
Μια προφανής εξήγηση για το ως ένα μεγάλο βαθμό αναπάντεχο αποτέλεσμα για τον κ. Λεβέντη είναι ότι εδώ και πολλές δεκαετίες παρατηρείται το φαινόμενο σχεδόν σε κάθε εκλογική αναμέτρηση να αναδεικνύεται ένα κόμμα σε υποδοχέα της ψήφου διαμαρτυρίας των πολιτών που είναι δυσαρεστημένοι με ένα ή περισσότερα κόμματα εξουσίας. Συνέβη αυτό παλαιότερα με αρκετούς σχηματισμούς, όπως η Πολιτική Άνοιξη του Αντώνη Σαμαρά, το ΔΗΚΚΙ του Δημήτρη Τσοβόλα και ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη, που είχαν έντονα αρχηγικά χαρακτηριστικά. Αλλά και με τους«Οικολόγους» ή –με λιγότερη επιτυχία- τους«Κυνηγούς», που αρκετοί από εκείνους που τους ψήφιζαν δεν ήξεραν ούτε τους αρχηγούς τους, ούτε τα στελέχη τους.
Οι πλείστοι εξ αυτών μετά την πρώτη είσοδο τους στη Βουλή και, το πολύ, άλλημια παρουσία στην Ευρωβουλή, δεν μακροημέρευσαν. Οι προσδοκίες των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων συνήθως δεν εκπληρώνονταν από τη νέα τους επιλογή και εκείνοι –όχι, κατ΄ ανάγκην, πάντα οι ίδιοι- αναζητούσαν άλλο ψηφοδέλτιο για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους. Είναι αυτό που δεν θέλει ή δεν μπορεί να κατανοήσει ο Βασίλης Λεβέντης. Όπως, άλλωστε, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, δεν μπόρεσαν να το αντιληφθούν και άλλοι πριν από αυτόν που βρέθηκαν στην ίδια θέση.
Διότι,όσο δίκιο και αν έχει ο αρχηγός της Ένωσης Κεντρώων όταν υποστηρίζει ότι έβαλε «εννέα άσημους στη Βουλή», άλλο τόσο άδικο είναι που τους κράτησε στο Κοινοβούλιο αναιρώντας την κεντρική προεκλογική δέσμευσή του για εναλλαγή των βουλευτών της Ένωσης Κεντρώων ανά εξάμηνο. Όπως, επίσης, όσο δίκιο έχει όταν λέει «ούτε ψήφους μου έφεραν», αφού οι εκλογές της επιτυχίας τους έγιναν με λίστα και όχι με σταυρό, άλλο τόσο άδικο έχει όταν καταγγέλλει «αποστασίες». Καλώς ή κακώς το πολιτικό παιχνίδι έτσι παίζεται. Και ο κ. Λεβέντης, ο οποίος παλαιότερα είχε πολιτευθεί με τη Νέα Δημοκρατία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το ξέρει ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον εν ενεργεία πολιτικό.
Και, εν κατακλείδι, όσο δίκιο και αν έχει ο κ. Λεβέντης όταν ισχυρίζεται ότι η πεντακομματική Βουλή διευκολύνει την αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος, άλλο τόσο άδικος –με την έννοια περισσότερο του άστοχου- είναι ο ισχυρισμός του ότι εφόσον καταφέρει να μπει το κόμμα του στην επόμενη Βουλή θα αποτραπεί η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας και ο σχηματισμός μονοκομματικής κυβέρνησης από τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Με τον ισχύοντα εκλογικό νόμο δεν έχει καμία σημασία ο αριθμός των κομμάτων που διαθέτουν κοινοβουλευτικές έδρες. Εκείνο που μετράει για την αυτοδυναμία του νικητή των εκλογών, εκτός από τη δική του επίδοση, είναι το συνολικό ποσοστό των κομμάτων που δεν θα μπουν στη Βουλή. Αυτοδυναμία προκύπτει με το πρώτο κόμμα στο 35% αν τα κόμματα που θα μείνουν εκτός Βουλής συγκεντρώσουν περί το 15%. Αν, αντιθέτως, τα τελευταία έχουν αθροιστικά λίγο πάνω από 5%, τότε το πρώτο κόμμα χρειάζεται 38% για να πάρει οριακά την αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των 151 εδρών.
Αυτά!

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Το κάρο (της συνεργασίας) μπροστά από το άλογο (των εκλογών)



            Απορεί κανείς παρακολουθώντας τη δημόσια συζήτηση που γίνεται εδώ και καιρό για τις εξελίξεις οι οποίεςμπορεί να προκύψουν την επομένη της προσεχούς εκλογικής αναμέτρησης και μένει έκπληκτος με τη σεναριολογία που αναπτύσσεται και τους υπολογισμούς που γίνονται τόσο από πολιτικά στελέχη όσο και απόαυτοαναγορευθέντες «αναλυτές».
            Η πρώτιστη απορία που δημιουργείται είναι πως μπορεί να προεξοφλεί κάποιος το μετεκλογικό σκηνικό όταν δεν είναι, ούτε κατά προσέγγιση, γνωστός ο χρόνος που θα στηθούν οι επόμενες κάλπες. Πολύ περισσότερο, όταν είναι άγνωστες οι συνθήκες υπό τις οποίες θα πορευθεί η χώρα προς τις εκλογές και γίνονται ακόμη πιο περίπλοκες με τα σύννεφα που συσσωρεύονται στον διεθνή ορίζοντα που μας περιβάλει. 
Εκείνο, όμως, που εκπλήσσει είναι η πιθανολόγηση που κάνουν ορισμένοι για τη στάση που μπορεί να τηρήσει το Κίνημα Αλλαγής, το οποίο εμφανίζεται ως «πολύφερνη νύφη» που φλερτάρεται ένθεν κακείθεν. Ενώ ακόμη πιο εκπληκτική είναι η απαίτηση που έχουν ένιοι εξ αυτών να δεσμευτεί εκ των προτέρων η ηγεσία τουνεοσύστατου φορέα για τις συνεργασίες που είναι διατεθειμένη να κάνει μετά τις εκλογές. Αν, δηλαδή, θα συμμαχήσει με τον ΣΥΡΙΖΑ ή αν θα συγκυβερνήσει με τη Νέα Δημοκρατία.
Τα διλήμματα αυτού του είδουςμαρτυρούν, από τη μια, παντελή άγνοια των κανόνων διεξαγωγής του εκλογικού παιχνιδιού, κυρίωςόταν τίθενται από στελέχη του ίδιου του Κινήματος Αλλαγής. Από την άλλη, όμως, αποκαλύπτουν σκόπιμη κουτοπονηριά, όταν προβάλλονται από τους αντιπάλους του. Οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν επιδιώκουν παρά τον εγκλωβισμό και τη λεηλασία των ψηφοφόρων του Κέντρου οι οποίοι απορρίπτουν εξίσου την κλασσική Δεξιά και την παραδοσιακή Αριστερά.
Όποιος διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις για τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και το εκλογικό σύστημα με το οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, ξέρει ότι ο ρυθμιστικός ρόλος τον οποίο, ως τρίτο κόμμα και ανεξαρτήτως του ποσοστού, θα διαθέτει το Κίνημα Αλλαγής δεν είναι παρά να συνάψει κυβερνητική συμμαχία με το κόμμα που θα κόψει πρώτο το νήμα της κάλπης. Και αυτό, μάλιστα, υπό την αυστηρή προϋπόθεση ότι ο νικητής των εκλογών δεν θα έχει αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, παρά το «μπόνους» των 50 εδρών,το οποίο θα καρπωθεί είτε έχει προβάδισμα δέκα μονάδων είτε… μιας ψήφου.
Με άλλα λόγια, το εκλογικό σύστημα των προσεχών εκλογών και η διάρθρωση του εγχώριου σκηνικού -μετους βουλευτές της Χρυσής Αυγής και του ΚΚΕ να μην  υπολογίζονται για τον σχηματισμό συμμαχικού κυβερνητικού σχήματος- δεν αφήνουν κανένα περιθώριο για βιώσιμη συνεργασία ανάμεσα στο δεύτερο και στο τρίτο κόμμα. Αποκλείεται δηλαδή να εφαρμοστεί στα καθ΄ ημάς το προηγούμενο της κυβέρνησης Κόστα στην Πορτογαλία ανάμεσα στους δεύτερους Σοσιαλιστές και στο τρίτο σε δύναμη κόμμα της Αριστεράς.
Στην ελληνική εκδοχή, ο δεύτερος με τον τρίτο ή και τον τέταρτο δεν μπορούν να σχηματίσουν κυβέρνηση, επειδή δεν βγαίνουν οι αριθμοί. Και γι΄ αυτό τη μόνη συμμαχία την οποία μπορεί να συνάψουν, εφόσον το πρώτο κόμμα δεν διαθέτει151 βουλευτές, είναι για να οδηγήσουν τη χώρα σε νέες εκλογέςοι οποίες αυτή τη φορά -πρέπει να υπομνηστεί ότι- θα γίνουν με απλή αναλογική.
Σε κάθε περίπτωση, λοιπόν, την επομένη των προσεχών εκλογών τα πράγματα για το Κίνημα Αλλαγήςείναι πολύ απλά: Θα βρεθεί ενώπιον διλήμματος μόνον εφόσον το πρώτο κόμμα δεν έχει αυτοδυναμία. Και το δίλημμά του θα είναι ένα και μόνο: Θα συνεργαστεί με το πρώτο κόμμα ή θα προκαλέσει εκλογές; Καλώς ή κακώς, οποιοδήποτε άλλο σενάριο είναι άνευ αντικειμένου. Όπως άνευ αντικειμένου είναι και οι συζητήσεις που έχουν ανοίξει και θυμίζουν τη ρήση με το κάρο που μπαίνει μπροστά από το άλογο.
Το Κίνημα Αλλαγής, εν ολίγοις, αν θέλει να κατοχυρώσει την αυθυπαρξία του, δεν έχει παρά να προβάλει τις όποιες διαφορές έχει από τη Νέα Δημοκρατία και τον ΣΥΡΙΖΑ. Και να περιμένει να δει εάν οι ψηφοφόροι που θα πείσει στις επερχόμενες εκλογές θα είναι τόσο πολλοί ώστε να του δώσουν τον μοναδικό ρυθμιστικό ρόλο τον οποίο μπορεί να διεκδικήσεικαι που είναι να συμμετάσχει σε κυβέρνηση με τον πρώτο ή να προκαλέσει επαναληπτικές εκλογές.
Εφόσον είναι πρώτη και χωρίς αυτοδυναμία η Νέα Δημοκρατία θα πρέπει να διαβουλευτεί μαζί της. Ό,τι και αν λένε τώρα ο Κουρουμπλής με τον Σκουρλέτη. Το ίδιο θα κάνειεφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ, ανατρέποντας όλα τα προγνωστικά, καταφέρει να καλύψει τη διαφορά του τον χωρίζει με τη Νέα Δημοκρατία και δεν είναι στη Βουλή οι ΑΝΕΛ του Καμμένου για να συγκυβερνήσουν. Ό,τι και αν λέει ο Σαμαράς ή όποιος άλλος νεοδημοκράτης, το Κίνημα Αλλαγής με τον (υποθετικά πρώτο) ΣΥΡΙΖΑ θα συζητήσει για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Άρα, στην κούρσα των εκλογών, ας μπει το άλογο μπροστά από το κάρο της συνεργασίας και όλα θα επιλυθούν από τη λαϊκή ετυμηγορία. 

Πέμπτη 22 Φεβρουαρίου 2018

Άνοιξαν τον ασκό του Αιόλου

            Τίποτε καλό δεν προοιωνίζονται τα όσα διημείφθησαν στη συζήτηση της Βουλής για το περιώνυμο σκάνδαλο Novartis. Τόση θρασύτητα, μικρότητα και μισαλλοδοξία, τέτοια κακεντρέχεια, χυδαιότητα και πολιτική εμπάθεια δεν έχει γνωρίσει ο τόπος ούτε στα πιο μαύρα χρόνια του εμφυλιοπολεμικού διχασμού.
Όσο και αν ψάξει κανείς στα κοινοβουλευτικά χρονικά της χώρας δεν πρόκειται να βρει ανάλογο προηγούμενο. Παρόλο που και άλλες φορές στο παρελθόν οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου συγκρούονταν για πραγματικά ή υποτιθέμενα σκάνδαλα, τα οποία σημάδεψαν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία, στις σκληρές αντιμαχίες τηρούνταν ορισμένοι στοιχειώδεις κανόνες θεσμικής ευπρέπειας.
Το σκάνδαλο Κοσκωτά, οι υποκλοπές, τα εξοπλιστικά, η πώληση της ΑΓΕΤ Ηρακλής, το Βατοπαίδι, η λίστα Λαγκάρντ και τόσες άλλες υποθέσεις που απασχόλησαν την περίοδο της Μεταπολίτευσης το ελληνικό Κοινοβούλιο έδωσαν αρκετές αφορμές για σφοδρές αντιπαραθέσεις, όπως και για καταγγελίες περί απόπειρας ποινικοποίησης της πολιτικής ζωής.
Σε όλες τις περιπτώσεις υπήρξαν οξύτατες αντιδικίες τόσο για τον χαρακτήρα του κάθε φορά καταγγελλόμενου σκανδάλου, που οι μεν το ήθελαν να είναι «καραμπινάτο» και οι δε απαντούσαν με καταγγελίες για «σκευωρία», όσο και για την αξιοπιστία των μαρτύρων ή τη βασιμότητα των μαρτυριών στις οποίες στηρίζονταν η εκτόξευση κατηγοριών κατά πολιτικών αντιπάλων.
Τόσο κακότεχνο κατηγορητήριο, ωστόσο, και τέτοια επιλεκτική στοχοποίηση όποιου ασκεί κριτική στην κυβέρνηση ή ανθίσταται στις καθεστωτικές πρακτικές που αυτή ακολουθεί δεν έχει υπάρξει ποτέ ξανά. Όποιος είχε την υπομονή να παρακολουθήσει τη θλιβερή επιχειρηματολογία με την οποία οι κυβερνώντες έμενε έκπληκτος με το εύρος της στρεψοδικίας με την οποία προσπαθούσαν να δώσουν υπόσταση σε ανυπόστατους ισχυρισμούς που βασίζονται αποκλειστικά και μόνον στις εκτιμήσεις και τις εικασίες ανώνυμων μαρτύρων.
«Αφού δέχεστε», λένε απευθυνόμενοι στην αντιπολίτευση, «ότι η υπόθεση Novartis είναι σκάνδαλο, γιατί μιλάτε για σκευωρία και αρνείστε να κατηγορηθούν ο Σαμαράς με τον Βενιζέλο, ο Πικραμένος με τον Στουρνάρα, ο Αβραμόπουλος με τον Λοβέρδο και οι υπόλοιποι;». Και δεν μένουν σε αυτό το παιδαριώδες επιχείρημα. Το συμπληρώνουν με μια ακόμη αστειότητα: «Αφού υπάρχει σκάνδαλο γιατί δεν αναλαμβάνετε την πολιτική ευθύνη;».
Μόνον, όμως, που όλα αυτά, τα οποία είναι προφανές ότι απευθύνονται στο θυμικό των πολιτών, δεν έχουν καμία σχέση με τη διαδικασία που επελέγη από τους κυβερνώντες. Ούτε οι μεθοδεύσεις που προηγήθηκαν, ούτε η πρόταση κατηγορίας την οποία συνέταξαν, ούτε, πολύ περισσότερο, το σόου με τις δέκα κάλπες που έστησαν δεν είχαν την παραμικρή σχέση με την απόδοση πολιτικών ευθυνών.
Άλλωστε, τους ιθύνοντες της περιόδου που εκτινάχθηκε στα ύψη η φαρμακευτική δαπάνη, όχι μόνον τους απήλλαξαν από κάθε ευθύνη, αλλά τους επαινούν κιόλας. Ο λόγος φυσικά είναι για τη διακυβέρνηση της περιόδου 2004 -2009 κατά την οποία, κατά γενική πλέον ομολογία, έγινε ο τεράστιος δημοσιονομικός εκτροχιασμός που οδήγησε στα Μνημόνια.
Και ενώ μένουν στο απυρόβλητο όλοι όσοι δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να τιθασεύσουν το σκάνδαλο, μπαίνουν, αντιθέτως, στο στόχαστρο και ζητείται να διωχθούν ποινικά πολλοί από εκείνους που -καλώς ή κακώς- ήταν στις θέσεις ευθύνης τα χρόνια (2010-2015) κατά τα οποία η φαρμακευτική δαπάνη υποχώρησε αισθητά και  βρέθηκε στα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα. Το αποδίδουν στην τρόικα για να μειώσουν τη σημασία του αποτελέσματος. Και, ίσως, για να δικαιολογήσουν το γεγονός ότι οι ίδιοι οι σημερινοί κυβερνώντες ανθίσταντο σε όλες τις προσπάθειες περιστολής των δαπανών.
Όπως και να έχει, το μόνο βέβαιο ότι, όπως απέδειξε και η έμπλεη πολιτικής τοξικότητας συζήτηση που έγινε στη Βουλή, η απόφαση για τη σύσταση προανακριτικής Επιτροπής, που βασίζεται αποκλειστικά και μόνον σε ανώνυμες μαρτυρίες, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Η μηχανή που στήθηκε και υπακούει στη λογική «τυλίγω τους αντιπάλους μου σε μια κόλλα χαρτί» μόνον δεινά μπορεί να επιφυλάξει για την ομαλότητα της πολιτικής ζωής του τόπου.
Σε μια περίοδο κατά την οποία περισσότερο από ποτέ τα τελευταία χρόνια απαιτούνται διαδικασίες διακομματικής συνεννόησης και εθνικής ομοψυχίας για να αντιμετωπιστούν οι μεγάλες προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν τη χειρότερη δυνατή επιλογή: Δίχασαν τον πολιτικό κόσμο, ελπίζοντας πως με αυτό τον τρόπο θα υφαρπάσσουν την ψήφο των Ελλήνων στις επόμενες εκλογές.
Ο διχασμός, ωστόσο, που προκάλεσαν είναι τόσο βαθύς που οι συνέπειες του θα είναι παρούσες και μετά τις προσεχείς εκλογές. Πόσω μάλλον που από αυτές, όπως όλα δείχνουν, θα προκύψει μια άλλη -εντελώς διαφορετική από τη σημερινή- κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και τότε το πιθανότερο είναι ότι οι σημερινοί κατήγοροι θα βρεθούν κατηγορούμενοι, διαιωνίζοντας τον φαύλο κύκλο της πόλωσης, της οξύτητας και των αχρείαστων εντάσεων. Που κρατούν τη χώρα καθηλωμένη στην κρίση και την απομακρύνουν μέρα με την ημέρα από όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές κοινοβουλευτικές δημοκρατίες.

Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Πιστεύουν οι νεοδημοκράτες στους ψεκασμούς;

Ακόμη και αν δεν το είχε προσυνεννοηθεί μαζί τους, ο αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης θα πρέπει να ευαρεστήθηκε με όσα είπαν οι εξωκομματικοί προσκεκλημένοι ομιλητές που πήραν τον λόγο στο Συνέδριο που οργάνωσε το περασμένο Σαββατοκύριακο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αν υπάρχουν δύο λόγοι που η Νέα Δημοκρατία δεν φαίνεται με όσα έχουν γίνει τα τρία τελευταία χρόνια να καλπάζει ακάθεκτη προς τις κάλπες και την εξουσία είναι επειδή από τα λόγια και τις πράξεις των στελεχών της λείπουν δύο κρίσιμα ζητούμενα που η απουσία τους εμποδίζει να λυθεί από τώρα και άπαξ δια παντός η εξίσωση των επερχόμενων πολιτικών εξελίξεων.
Τα ζητούμενα αυτά είναι, αφενός, η αυτοκριτική, που παρότρυνε τα νεοδημοκρατικά στελέχη να κάνουν ο φιλόσοφος και συγγραφέας Στέλιος Ράμφος και, αφετέρου, η αλήθεια, την οποία τους ζήτησε να ασπαστούν ο σκηνοθέτης και ηθοποιός Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης.
«Χωρίς αυτοκριτική, το μόνο που μένει στον πολιτικό είναι η προπαγάνδα και η παραπλάνηση, γιατί δεν υπάρχει τρόπος να κρυφτούν και να καλυφθούν οι αδυναμίες διαφορετικά», επεσήμανε ο κ. Ράμφος. «Όποιος ομολογεί τα λάθη αντέχει, ό,τι και να συμβαίνει, ό,τι και ατυχίες και δοκιμασίες να περνάει», συμπλήρωσε ο γνωστός φιλόσοφος.
Αλλά ο Μαρκουλάκης αναγνώρισε τη δυσκολία που έχει ο δρόμος στον οποίο κάλεσε τους νεοδημοκράτες να βαδίσουν. «Υπάρχει ένα πρόβλημα με το να λες την αλήθεια. Οι άνθρωποι δεν θέλουν να την ακούσουν», είπε ο διακεκριμένος θεατράνθρωπος και πρόσθεσε: «Σήμερα κάποιοι -ελπίζω όχι εδώ μέσα, αλλά κάπου εδώ κοντά…- πιστεύουν ότι μας ψεκάζουν, κάποιοι εναντιώνονται στα εμβόλια, κάποιοι πιστεύουν ότι η γη είναι επίπεδη. Και πολύ σπάνια αλλάζουν τη γνώμη τους με την παράθεση επιχειρημάτων».
Οι επισημάνσεις τόσο του ενός όσο και του άλλου, δύσκολα μπορεί να πει κανείς ότι βρήκαν ευήκοα ώτα. Με εξαίρεση, άλλωστε, τον ίδιο τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος κατονόμασε με γενικό τρόπο ορισμένες από τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης («λαϊκισμός, κρατισμός, πελατειακό κράτος, αναξιοκρατία, οικογενειοκρατία, γραφειοκρατία, ασθενείς θεσμοί, παρέμβαση στη Δικαιοσύνη, κίτρινος Τύπος, διαφθορά»), για τις οποίες είπε «έχουμε και εμείς ευθύνες», ουδείς άλλος από τους δεκάδες που παρήλασαν στο βήμα του συνεδρίου δεν βρήκε έστω μια λέξη αυτοκριτικής για όλα όσα έγιναν στα χρόνια της κρίσης, αλλά κυρίως πριν από το ξέσπασμά της.
Ο ισχυρισμός του αρχηγού τους, σύμφωνα με τον οποίο «έτσι επιτρέψαμε σε τυχοδιώκτες να εμφανιστούν ως δήθεν εκφραστές του νέου που θα μας λύτρωνε από τα δεινά του παλιού πολιτικού συστήματος», που αφορούσε τους σημερινούς κυβερνώντες, μπορεί να ακούστηκε ευχάριστα για το πρώτο σκέλος του, δηλαδή την αναφορά στους «τυχοδιώκτες», πλην όμως δεν έδειξε να συγκινεί πολλούς από το ακροατήριο. Γιατί αν είχε συγκινήσει, θα ακούγαμε κάποιους από τους γεμάτους αυταρέσκεια ρήτορες να συνοδεύουν τους αφειδώλευτους επαίνους για τις επιλογές της παράταξης τους με ψήγματα, έστω, κριτικής προσέγγισης ικανής να ερμηνεύει το γεγονός ότι έφθασε η χώρα να κυβερνάται από όσους την κυβερνούν σήμερα.
Αρκετοί ήταν εκείνοι που έδειξαν να αισθάνονται άνετα με το βολικό αφήγημα ότι «αν δεν είχε ανατραπεί η κυβέρνηση Σαμαρά, η χώρα θα είχε βγει προ πολλού από τα Μνημόνια», που υιοθετεί και η γαλάζια ηγετική ομάδα. Ενώ δεν είναι λίγοι όσοι επιμένουν –και ας μην τόλμησαν να το πουν από το βήμα του Συνεδρίου- στις απλοϊκές θεωρίες συνωμοσίας για τους λόγους που οδήγησαν στην υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο.
Δεν είναι, εξάλλου, τυχαία η τεράστια κοσμοσυρροή στελεχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης που παρατηρήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου του πρώην υπουργού Γιάννη Παπαθανασίου, ο οποίος, προκειμένου να δικαιολογήσει τους «Οκτώ μήνες» -όπως είναι ο τίτλος του πονήματός του- που θήτευσε στο υπουργείο Οικονομικών, επιμένει να λανσάρει τη δική του θεωρία για τη μνημονιακή περιπέτεια. Μια θεωρία απολύτως αντιφατική καθώς από τη μια αποδίδει την εκκίνηση των δεινών της σχεδόν δεκαετούς κρίσης στο… στιγμιαίο ατύχημα της υποτιθέμενης διόγκωσης των ελλειμμάτων από την διάδοχη κυβέρνηση και από την άλλη υπαινίσσεται πως τα όσα επακολούθησαν δεν παρά προϊόν προσυνεννοημένης συνωμοσίας του τότε πρωθυπουργού με τους δανειστές.
Είναι πραγματικά παράδοξο, την ώρα που ο «αριστερός» πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αναγνωρίζει τον βαρύνοντα ρόλο των αγορών, να βλέπει κανείς αυτοαποκαλούμενους «φιλελεύθερους» να επιμένουν στις δαιμονολογικού χαρακτήρα προσεγγίσεις περιθωριακών αναλυτών. Στο κλείσιμο της συζήτησης επί του προϋπολογισμού, η ομιλία του πρωθυπουργού –που αποτελούσε μια ελεγεία προς τις αγορές που θα… ζήλευε και η Μιράντα Ξαφά- διανθίστηκε από την ακόλουθη αποστροφή: «Με εσάς, ξέρετε, τείνουμε να ξεχάσουμε και τα βασικά, δηλαδή ότι στα μνημόνια οδηγηθήκαμε εξαιτίας του αποκλεισμού της χώρας από τις διεθνείς αγορές».
Ήταν μια αποστροφή που απευθυνόταν προς την αξιωματική αντιπολίτευση, στα στελέχη της οποίας ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ έκανε μάθημα περί της λειτουργίας των αγορών. Ένα μάθημα που επανέλαβε και όταν έδωσε τη δική του εξήγηση για τους λόγους που η κυβέρνηση Σαμαρά δεν κατάφερε να βγει από το Μνημόνιο, επειδή, όπως είπε σε πείσμα των ισχυρισμών του Προέδρου της Βουλής για τις βουλήσεις των ξένων, δεν κερδήθηκε η εμπιστοσύνη των αγορών, όπως αποτυπώνεται στο ύψος των επιτοκίων...
O tempora, o mores, θα μπορούσε να αναφωνήσει κανείς. Αλλά, δυστυχώς, έτσι είναι. Εκείνο το οποίο (για τους δικούς του αναμφισβήτητα λόγους) αναγνωρίζει ο κ. Τσίπρας στη λειτουργία των αγορών, το αρνούνται τα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας. Και μετά από αυτό, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αναρωτιόταν αν μεταξύ των γαλάζιων συνέδρων ήταν και θιασώτες των απόψεων περί των ψεκασμών.
Εσείς τι λέτε, αν οι συνεργάτες του Κυριάκου Μητσοτάκη περιλάμβαναν ένα τέτοιο ζήτημα στο ερωτηματολόγιο της μυστικής ψηφοφορίας, πόσοι θα απαντούσαν ότι όντως μας ψεκάζουν;

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

Η… σωτηρία του «εγώ από αυτόν δεν χάνω…»


«Εγώ από αυτόν δεν χάνω…», είναι η φράση που, σύμφωνα με συνομιλητές του, χρησιμοποιεί πολύ συχνά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κάθε φορά που αναφέρεται στον βασικό αντίπαλό του, τον πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκο Μητσοτάκη, σε βάρος του οποίου καταμαρτυρεί τα μύρια όσα.
Δεν είναι, όμως, μόνον οι κατ΄ ιδίαν συζητήσεις του πρωθυπουργού που αποπνέουν την αλαζονική αμετροέπεια με την οποία συνηθίζει να εκφράζεται τόσο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης όσο και για τους άλλους πολιτικούς αρχηγούς, όπως για τη Φώφη Γεννηματά και τον Σταύρο Θεοδωράκη. 
Λίγο ως πολύ, στο ίδιο μήκος κινείται και ο δημόσιος λόγος του, στον οποίο κυριαρχούν οι μισαλλόδοξες συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις, η δίκη προθέσεων και η δαιμονοποίηση των πολιτικών αντιπάλων του. Ένα μικρό απάνθισμα από την τελευταία ομιλία του στη Βουλή είναι άκρως χαρακτηριστικό. 
«Εσείς τα δίνετε όλα στον κ. Μητσοτάκη», έψεξε την επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης που λίγο νωρίτερα είχε αποκαλύψει το κάλπη-κο σχέδιό του για την εκ νέου αλλαγή του εκλογικού νόμου που ήταν έτοιμος να δρομολογήσει, με σαφή πρόθεση να διαιωνίσει την παραμονή του στο Μαξίμου και να κόψει τον δρόμο του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας προς την πρωθυπουργία.
Έβαλε ακόμη εναντίον της κυρίας Γεννηματά, υποστηρίζοντας ότι δεν συμφωνούν με την κριτική της προς τον ΣΥΡΙΖΑ «η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία», αλλά και «ο κόσμος που ακολουθεί ιστορικά την παράταξή σας», εμφανιζόμενος ως αυθεντικός εκφραστής τόσο των ευρωσοσιαλιστών όσο και των οπαδών του ΠΑΣΟΚ.
Αλλά εκεί που έδειξε όλο το μένος του ήταν κατά του προέδρου της ΝΔ. «Είναι βαθιά η ταξική αντιπαλότητα που βγάζετε μέσα από τις πολιτικές σας αναφορές», του είπε, υπερασπιζόμενος τον διάσημο συνεργάτη του Νίκο Καρανίκα, ο οποίος μέχρι να στρογγυλοκαθίσει στην παχυλά αμειβόμενη θέση του πρωθυπουργικού συμβούλου υποστήριζε ότι «η καριέρα είναι χολέρα». 
«Το μοναδικό σας σχέδιο είναι: “Βάστα Σόιμπλε και βάστα ΔΝΤ”», ισχυρίστηκε ακόμη απευθυνόμενος στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Για να καταλήξει στην ομιλία του λέγοντας: «Οι διαχωριστικές γραμμές, όμως, έχουν ήδη χαραχθεί. Εμείς με τις ζωντανές δυνάμεις της κοινωνίας, εσείς με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και μ’ αυτή την αλαζονική, αντιαισθητική ελίτ να παλεύετε για την παλινόρθωσή σας, αλλά ο τροχός της ιστορίας έχει ήδη γυρίσει».
Αναγνωρίζοντας και «του στραβού το δίκιο», πάντως, πρέπει να επισημάνουμε ότι ο κ. Τσίπρας δεν είναι ο πρώτος πρωθυπουργός που εμφανίζεται πεπεισμένος για το μόνιμο γύρισμα του τροχού της ιστορίας υπέρ της δικής του εξουσίας. Τα ίδια, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο, πίστευαν οι περισσότεροι προκάτοχοί του. Οι οποίοι επίσης διακατέχονταν από την αυτάρεσκη βεβαιότητα του «εγώ από αυτόν δεν χάνω…» όταν αναφέρονταν στους αντιπάλους τους.
Ποιον να πρωτοθυμηθούμε; Τον Κώστα Καραμανλή που πίστευε ότι ήταν άτρωτος απέναντι στον Γιώργο Παπανδρέου μέχρι που ηττήθηκε με διαφορά δέκα μονάδων; Ή τον Αντώνη Σαμαρά που δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την ιδέα της επικράτησης του Αλέξη Τσίπρα; Για να μην πάμε πίσω στην… αιώνια αντιπαλότητα Παπανδρέου-Μητσοτάκη που δεν επέτρεπε σε κανέναν από τους δύο να πιστέψει ότι θα έχανε από τον άλλο.
Παρά ταύτα και χωρίς να έχουν πει τόσα μαζεμένα ψέματα ή να  έχουν διαψεύσει τόσες προσδοκίες, όπως ο νυν πρωθυπουργός, ουδείς τους ξέφυγε από το μοιραίο γύρισμα του τροχού της ιστορίας που έφερε τους αντιπάλους τους στην εξουσία και εκείνους στην αντιπολίτευση. Γι΄ αυτό και είναι πλέον ή βέβαιο ότι το ίδιο θα συμβεί και με τον κ. Τσίπρα.
Πόσω μάλλον που, σύμφωνα με όλες ανεξαιρέτως τις μετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι ο μόνος εν ενεργεία πρωθυπουργός που υπολείπεται τόσο πολύ σε όλα τα δημοσκοπικά ευρήματα –πρόθεση ψήφου, δημοφιλία, παράσταση νίκης, κλπ- από τον βασικό αντίπαλο του. 
Υπό αυτές τις συνθήκες, η οίηση, η οποία είναι εμφανές πλέον ότι έχει καταλάβει τον Αλέξη Τσίπρα, όπως εύκολα διαπίστωνε όποιος παρακολούθησε την τελευταία κόντρα που είχε με τους άλλους αρχηγούς στη Βουλή, μπορεί, εν τέλει, να αποδειχθεί η… σωτηρία της ταλαιπωρημένης από την αέναη στασιμοχρεοκοπία χώρας.
Αν πράγματι ο σημερινός ένοικος του Μεγάρου Μαξίμου έχει όντως πιστέψει στο «εγώ από αυτόν δεν χάνω…», υπάρχει μια ελπίδα να αποτολμήσει την προσφυγή στις κάλπες το επόμενο διάστημα καθώς θα πληθαίνουν τα αδιέξοδα στον ορίζοντα. Αλλιώς, η λύση στο ελληνικό δράμα θα αργήσει. Και οι συνέπειες της αργοπορίας θα είναι, αναμφίβολα, πολύ οδυνηρές.

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Σχέδιο «πορτοκαλόπιτα»



Είτε πιστεύει κανείς είτε όχι τον Γιάν(ν)η Βαρουφάκη, ο οποίος, εδώ που τα λέμε, δεν είναι και από τους πλέον αξιόπιστους ανθρώπους σε αυτόν τον πλανήτη, πολύ δύσκολα μπορεί να αμφισβητήσει ότι από όλους όσοι διαδραματίζουν ρόλο στο υπερεπταετές ελληνικό δράμα ο μόνος που έχει αποδειχθεί ότι διαθέτει στρατηγικό σχέδιο είναι ο γερμανός υπουργός των Οικονομικών.
Μπορεί, λοιπόν, να έχει τους δικούς του λόγους ο γνωστός και μη εξαιρετέος Βαρουφάκης όταν δηλώνει ότι «ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε συμπεριφέρθηκε με σκαιό τρόπο απέναντι στον Σαμαρά», αποτελεί, ωστόσο, γεγονός πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το Βερολίνο όταν αντιλήφθηκε πως η προηγούμενη κυβέρνηση υπό τον Αντώνη Σαμαρά είχε ουσιαστικά εκμετρήσει το πολιτικό ζην, τόσο με τις επιδόσεις που είχε στις ευρωεκλογές της άνοιξης του 2014 όσο και με τον τρόπο που αντέδρασε εν συνεχεία, δεν κούνησε ούτε το μικρό του δακτυλάκι για να αλλάξει την προδιαγεγραμμένη πορεία των ελληνικών πολιτικών πραγμάτων.
Αρκετοί είχαν διαβλέψει τότε ότι δεν ήταν διόλου τυχαία η παγωμένη υποδοχή της οποίας έτυχε από την καγκελάριο Μέρκελ στις 23 Σεπτεμβρίου εκείνης της μοιραίας χρονιάς ο έλληνας πρωθυπουργός που πήγε στη γερμανική πρωτεύουσα για να ζητήσει μια ελάχιστη χείρα βοηθείας προκειμένου να καταφέρει να κλείσει το μνημονιακό πρόγραμμα και να αποπειραθεί να βγει στο οικονομικό ξέφωτο με το δεκανίκι της περιώνυμης προληπτικής πιστωτικής γραμμής.
Όμως, ούτε η υποτιθέμενη ιδεολογική συνάφεια των δύο κυβερνήσεων, ούτε η επίκληση του «επαπειλούμενου κινδύνου» από την επελαύνουσα ελληνική αριστερά, έκαμψαν τις πεποιθήσεις του Βερολίνου και πιο συγκεκριμένα του κ. Σόιμπλε, ο οποίος απαίτησε την απαρέγκλιτη εφαρμογή του προγράμματος, αδιαφορώντας αν αυτό θα λειτουργούσε ως «πιστοποιητικό θανάτου» για την κυβέρνηση Σαμαρά.
Και, παρότι κανείς δεν το έχει παραδεχθεί, είναι σαφές -και από τις εκ των υστέρων ομολογίες του Γ. Βαρουφάκη- ότι ο βασικός λόγος που τους έκανε να αδιαφορούν για την τύχη της κυβέρνησης Σαμαρά ήταν ότι ουδόλως έπαιρναν τοις μετρητοίς τις παραφροσύνες οι οποίες ακούγονταν από τα ελληνικά προεκλογικά μπαλκόνια –«Go back madam Merkel». Ενώ, αντιθέτως, προεξοφλούσαν ότι οι τύποι που ανέλαβαν τις τύχες της Ελλάδος, ακόμη και αν εννοούσαν όσα έλεγαν, ήταν έτοιμοι να κάνουν κάθε συμβιβασμό και να επιδοθούν σε κάθε πιθανή και απίθανη κωλοτούμπα.
Με αυτά και με πολλά άλλα, το σχέδιο Σόιμπλε, το οποίο όπως κάθε σοβαρό σχέδιο είχε και το «plan b» του, το οποίο εκδηλώθηκε με τις (τάχατες) εναλλακτικές ιδέες που «έριχνε» ο γερμανός υπουργός αρχικώς προς τον Ευάγγελο Βενιζέλο και κατόπιν προς τον Βαρουφάκη, προτείνοντας «να σας χρηματοδοτήσουμε για να μείνετε κάποια χρόνια έξω από το ευρώ και, όταν εξυγιανθείτε οικονομικά, επιστρέφετε», είναι, δυστυχώς, εκείνο που έδινε και εξακολουθεί να δίνει τον τόνο των (δυσμενών, για μας) εξελίξεων και των (ακόμη δυσμενέστερων) προοπτικών.
Το μεγαλύτερο δυστύχημα, ωστόσο, δεν είναι ούτε οι συμβιβασμοί ούτε οι κωλοτούμπες. Είναι το πόσο αστόχαστα εξακολουθούν να λειτουργούν και πόσο ανεπίδεκτοι μαθήσεως αποδεικνύονται όσοι απαρτίζουν τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση. Ενώ στην πραγματικότητα είναι έτοιμοι να υποστούν κάθε ταπείνωση, αποδεχόμενοι πράγματα που καμία άλλη κυβέρνηση δεν θα αποδεχόταν (από το αιωνόβιο Υπερταμείο για τη δημόσια περιουσία έως τους αυτόματους «κόφτες» που διαιωνίζουν την επιτροπεία), προσπαθούν με διάφορα προσχηματικά τερτίπια να παραστήσουν πως δήθεν αντιστέκονται.
Βρίζουν, από τη μια, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και τα στελέχη τους, αποκαλώντας τους «ανόητους τεχνοκράτες», και, από την άλλη, τους καλούν να… δείξουν χαρακτήρα και να υποστηρίξουν την ελληνική θέση για χαμηλότερα πρωτογενή πλεονάσματα. Ομνύουν πίστη στις συμφωνίες που υπέγραψαν, αλλά την ίδια ώρα καταφεύγουν σε αχρείαστους λεονταρισμούς μοιράζοντας, χωρίς προσυνεννόηση, ψηφοθηρικούς «μποναμάδες» με την προσδοκία να πείσουν το… «πόπολο» ότι τηρούν κάποιες από τις υποσχέσεις τους.
Καταφεύγουν απερίσκεπτα στην εκτόξευση απειλών για προκήρυξη εκλογών, αγνοώντας ότι η απειλή τους μπορεί να λειτουργήσει ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αποκαλούν από την Κούβα «δυνάστες» τους Ευρωπαίους εταίρους και δανειστές, αλλά σπεύδουν στο Βερολίνο για να ικετέψουν την καγκελάριο Μέρκελ να αγνοήσει τις δικές της κάλπες και να ανατρέψει το μόνο συνεκτικό σχέδιο για την ελληνική κρίση, που, κακά τα ψέματα, δεν είναι άλλο από το σχέδιο Σόιμπλε.
Όποιος αμφιβάλει για τη… μοναδικότητα του σχεδίου Σόιμπλε δεν έχει παρά να ανατρέξει στην πρωτοφανή για τα ελληνικά κοινοβουλευτικά χρονικά ομιλία με την οποία έκλεισε το περασμένο Σάββατο τη συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό ο έλληνας ομόλογός του, Ευκλείδης Τσακαλώτος. Υπό τα «χάχανα» των κυβερνητικών βουλευτών, που λίγο αργότερα είπαν «ναι σε όλα», ο υπουργός Οικονομικών της καθημαγμένης Ελλάδας διηγούνταν από το βήμα της Βουλής ανέκδοτα για… πορτοκαλόπιτες τις οποίες του χαρίζουν γιαγιάδες, εκφράζοντας τον θαυμασμό τους επειδή… κατατροπώνει τους πολιτικούς του αντιπάλους στην Αθήνα.
Λέτε αν επαναλάβουν στο Βερολίνο όλα όσα είπαν στην ελληνική Βουλή τόσο ο ίδιος ο χιουμορίστας υπουργός μας, που ταξιδεύει αυτές τις ημέρες στη γερμανική πρωτεύουσα, όσο και ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, να καμφθούν η Μέρκελ με τον Σόιμπλε; Καλού - κακού, ας τους πάνε πεσκέσι μερικές πορτοκαλόπιτες για να καταλάβουν ότι υπάρχουν τομείς στην Ελλάδα που έχουν εκτοξευθεί επί των ημερών του Ευκλείδη. Ο οποίος ήρθε η ώρα να αποδείξει ότι, παρόλο που δυσκολεύεται ακόμη λίγο στα ελληνικά, στα ανέκδοτα τα πάει καλά και κερδίζει αφειδώς πορτοκαλόπιτες.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Αμερικανικά μαθήματα



          Την ώρα κατά την οποία διαφόρων ειδών συνομωσιολόγοι και κάθε προέλευσης φανατικοί προμήνυαν την επερχόμενη συντέλεια του κόσμου από την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, ο νικητής των αμερικανικών εκλογών έστελνε, με τον επινίκιο λόγο του, ένα πολύ ηχηρό μήνυμα προς τον λαό του αλλά και προς τη διεθνή κοινότητα. Ένα μήνυμα ενότητας και λογικής που κινούνταν στον αντίποδα από όλα όσα είχε υποστηρίξει προεκλογικά και τα οποία του άνοιξαν τον δρόμο για τον Λευκό Οίκο.
          Τόσο οι υπέρμαχοι του αγώνα κατά του αδιόρατου και συχνά απροσδιόριστου «συστήματος», εδώ στη χώρα μας αλλά και αλλού, οι οποίοι ανέμεναν να ανατραπεί συθέμελα ο καπιταλισμός από την επικράτηση του πορφυρογέννητου μεγιστάνα, όσο και εκείνοι που ήλπιζαν ο άρτι εκλεγείς πλανητάρχης να αρχίσει να κάνει από την πρώτη στιγμή πράξη τις μισαλλόδοξες και ρατσιστικές διακηρύξεις του, θα πρέπει μάλλον να απογοητεύτηκαν ακούγοντας τον να πλέκει το εγκώμιο της αντιπάλου του με την οποία όλο το προηγούμενο διάστημα είχε συγκρουστεί σκληρά απειλώντας την μέχρι και με φυλάκιση.
          Ανεξαρτήτως από την άποψη που μπορεί να έχει κανείς για τον νέο ηγέτη των Ηνωμένων Πολιτειών, τα όσα ακολούθησαν της εκλογής του, μόνον μελαγχολία μπορεί να προκαλούν σε κάθε σκεπτόμενο πολίτη της δικής μας χώρας που θα μπει στον πειρασμό να τα συγκρίνει με το κλίμα της άνευ ορίων διαρκούς πολεμικής μέσα στο οποίο γίνεται η πολιτική αντιπαράθεση στα καθ΄ ημάς. Ο Τραμπ βγήκε να ανακοινώσει τη νίκη του μόλις δέχθηκε συγχαρητήριο τηλεφώνημα από την Χίλαρυ Κλίντον. Η χαμένη των εκλογών στη δική της πρώτη δημόσια τοποθέτηση μίλησε για ειρηνική μεταβίβαση της εξουσίας, θέλοντας ίσως να προλάβει και τους θερμοκέφαλους μεταξύ των υποστηρικτών της. Το παζλ συμπληρώθηκε από τον απερχόμενο Πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα, ο οποίος, αν και θα παραδώσει τα ηνία της μοναδικής υπερδύναμης σε περισσότερο από δύο μήνες, κάλεσε ήδη τον διάδοχό του στον Λευκό Οίκο για να δρομολογήσουν από κοινού τις διαδικασίες.
          Αρκεί, για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, να θυμηθούμε ότι η παράδοση της εξουσίας από τον Αντώνη Σαμαρά στον Αλέξη Τσίπρα δεν έγινε ποτέ. Μάλιστα, οι δυο τους δεν έχουν συναντηθεί ακόμη στη διάρκεια των 22 μηνών που παρήλθαν από την κυβερνητική αλλαγή του Ιανουαρίου του 2015. Και ας μη σπεύσει κανείς να χρεώσει το σύνολο της ευθύνης στον πρώην πρωθυπουργό, που «έφυγε σαν κλέφτης» από το Μαξίμου. Διότι υπάρχει και συνέχεια καθώς ο τωρινός αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκος Μητσοτάκης έσπευσε μετά την εκλογή του στην ηγεσία της ΝΔ στο πρωθυπουργικό γραφείο υποβάλλοντας προτάσεις για μίνιμουμ συνεννόηση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις που εναλλάσσονται πλέον στην εξουσία, αλλά η πρωτοβουλία του για συνεννόηση έπεσε στο κενό. Όπως το ίδιο είχε συμβεί νωρίτερα με τον Ευάγγελο Μεϊμαράκη και τους αρχηγούς των άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης που λοιδορήθηκαν ως «τρόικα εσωτερικού» επειδή δεν συμπεριφέρθηκαν όπως ο ΣΥΡΙΖΑ της αντιπολίτευσης και συνέβαλαν εμπράκτως στην παραμονή της χώρας στο ευρώ.    
          Η γραμμή με το παρελθόν της προεκλογικής διαμάχης, την οποία συνήθως χαράσσουν οι πολιτικοί ταγοί στις περισσότερες χώρες μόλις κλείνουν οι κάλπες και βγαίνουν οι νικητές και οι ηττημένοι, δυστυχώς, δεν βρίσκει εφαρμογή στα ελληνικά πολιτικά πράγματα. Και αυτό ίσως να οφείλεται στο γεγονός ότι, παρά τις κωλοτούμπες που συνήθως παντού γίνονται μετεκλογικά, άλλοτε άγαρμπα και άλλοτε με αριστοτεχνικό τρόπο, στη δική μας χώρα τα εξωφρενικά προεκλογικά ψέματα συνεχίζονται ακόμη πιο έντονα και μετά τις εκλογές. Πάρτε για παράδειγμα την περίπτωση Κατρούγκαλου, ο οποίος έφθασε στο σημείο να ισχυριστεί πρόσφατα ότι η μετάθεσή του στο υπουργείο Εξωτερικών έγινε με στόχο να μεταλαμπαδεύσει στην υπόλοιπη Ευρώπη τα… «επιτεύγματά» του στο υπουργείο Εργασίας, όπου, ως γνωστόν, διακρίθηκε για τις ανελέητες περικοπές των συντάξεων.
          Ο εκκεντρικός εκατομμυριούχος Ντόναλντ Τραμπ στην προσπάθεια του να γίνει πρόεδρος των ΗΠΑ είπε, όπως οι πάντες ξέρουν πια, τερατώδη πράγματα. Έδωσε αφειδώς υποσχέσεις που είναι βέβαιο ότι δεν θα εκπληρωθούν. Γιατί εάν γινόταν απόπειρα εκπλήρωσης τους, ο διχασμός που προκάλεσε στην αμερικανική κοινωνία θα μετατρεπόταν πάραυτα σε ανοιχτό εμφύλιο πόλεμο, ενώ οι σχέσεις της χώρας του με τον υπόλοιπο κόσμο θα έπαιρναν επικίνδυνες διαστάσεις.
Χωρίς διάθεση, λοιπόν, να εξωραϊστούν όλα τα σκοταδιστικά μηνύματα, που εξέπεμψε προεκλογικά ο Τραμπ, είναι σαφές πλέον ότι ο νέος Πρόεδρος των ΗΠΑ κρίνεται από τα μετεκλογικές διακηρύξεις και τα μετεκλογικά πεπραγμένα του που θα ακολουθήσουν. Διακηρύξεις και πεπραγμένα τα οποία ενδεχομένως δεν θα αρέσουν στους απογοητευμένους από τη ζωή τους λευκούς Αμερικανούς χωρίς πτυχίο, οι οποίοι τον ανέδειξαν νικητή για «να κάνει και πάλι την Αμερική δυνατή». Αποτελούν όμως την πεπατημένη που δεν μπορεί παρά να ακολουθήσει ο ηγέτης μιας χώρας που οι παραδόσεις της δεν επιτρέπουν παρεκτροπές.
Η αποδοχή, εξάλλου, της ήττας από την Χίλαρυ Κλίντον, η οποία στην πραγματικότητα συγκέντρωσε παναμερικανικά περισσότερες λαϊκές ψήφους από τον ανθυποψήφιό της, επειδή έτσι προβλέπεται στους ισχύοντες κανόνες, συνιστά ένα απαράμιλλο μάθημα το οποίο καλό θα ήταν να το λάμβαναν υπόψη τους πολλοί. Ένα μάθημα που πριν από όλα πρέπει να πάρουν όλοι εκείνοι οι οποίοι δηλώνουν γοητευμένοι από την τάχατες αντισυστημικότητα της ψήφου υπέρ του Τραμπ και που στην πλειονότητα τους δεν εκφράζουν τίποτε περισσότερο από τη δυσκολία τους να λειτουργήσουν στις σημερινές, προβληματικές μεν, πλην, όμως, ανοιχτές και δημοκρατικές κοινωνίες της Δύσης. Το ίδιο μάθημα απευθύνεται, επίσης, στους προοδευτικούς και δημοκρατικούς πολίτες -των ΗΠΑ και όχι μόνον- που αποτελούν το ανάχωμα για να μην πάρουν «σάρκα και οστά» οι προεκλογικοί λαϊκισμοί και οι συνομωσιολογικές προσεγγίσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Και του κάθε Τραμπ, ο οποίος, εκμεταλλευόμενος τη συγκυρία, πουλάει «αντισυστημικότητα» που σε αυτούς τους ζοφερούς καιρούς λειτουργεί ως το ασφαλέστερο διαβατήριο για αναρρίχηση στην εξουσία.