Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χούντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Χούντα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Δεν είναι βιδωμένοι στις καρέκλες, είναι κολλημένοι!



«Αν όχι τώρα, πότε; Αν όχι εμείς, ποιοι;», ήταν ένα από τα αλήστου μνήμης συνθήματα που επιστράτευσε ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015 για να δείξει την αποφασιστικότητα με την οποία ήθελαν τα στελέχη του να διεκδικήσουν την εξουσία, την οποία, εν τέλει, κατέκτησαν. Και την κατέκτησαν μάλλον ευκολότερα από ό,τι και οι ίδιοι υπολόγιζαν, ίσως διότι οι προκάτοχοί τους στα αξιώματα ήταν εξοικειωμένοι με την εναλλαγή στις καρέκλες.
Η ευκολία, μάλιστα, με την οποία τους παραδόθηκεη πολυπόθητη, όπως δείχνει και το συγκεκριμένο σύνθημα, εξουσία πρέπει να είναι η βασική αιτία της άμετρης αλαζονείας με την οποία πολιτεύονται έκτοτε οι σημερινοί κυβερνώντες. Κάνουν και λένε τα πάντα, αλλά και τα αντίθετά τους, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνέπειες ούτε των πράξεων ούτε των παραλείψεων τους.
Με ελάχιστες εξαιρέσεις, κυρίως από όσους άλλαξαν στρατόπεδο, εγκαταλείποντας τον ΣΥΡΙΖΑ και τα θέλγητρα της καρέκλας, δεν δείχνουν το παραμικρό ίχνος ευθιξίας –τσίπας, κατά το κοινώς λεγόμενο- όταν «συλλαμβάνονται» είτε να παρεκτρέπονται, παραβιάζοντας κανόνες, νόμους, αρχές ή αξίες, είτε να είναι παντελώς ανακόλουθοι με όσα υποστήριζαν στο πρόσφατο ή στο απώτερο παρελθόν.
Τα γεγονότα που συνθέτουν την τραγωδία με τις πυρκαγιές στην Ανατολική Αττική ήρθαν να επιβεβαιώσουν όλα όσα καταμαρτυρούν στους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ τα τρία τελευταία χρόνια οι επικριτές της σημερινής κυβέρνησης για την απαράμιλλη λαγνεία με την οποία έχουν προσκολληθεί στην εξουσία. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι δεν ορρωδούν προ ουδενός.
Είναι, στην πραγματικότητα, διατεθειμένοι να πουν και να κάνουν ο,τιδήποτε για να αποφύγουν την ανάληψη των εγκληματικών ευθυνών με τις οποίες βαρύνονται. Επιχειρούν να κρύψουν την ανικανότητά τους πίσω από αστείες δικαιολογίες για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής που δεν έχουν καμία σχέση με τις μοναδικές αστοχίες που έλαβαν χώρα στη Ραφήνα, στον Μαραθώνα και στο Μάτι όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά.
Καθυβρίζουν ξεδιάντροπα τα μέσα ενημέρωσης που επιμένουν να παρουσιάζουν τα γεγονότα όπως είναι και όχι όπως τα επιθυμεί η κυβερνητική προπαγάνδα. Και δεν αντιμετωπίζουν καμία δυσκολία στο να καταφύγουν σε γελοίους ισχυρισμούς για υποτιθέμενες «ασύμμετρες απειλές» που στο παρελθόν οι ίδιοι καυτηρίαζαν με αυστηρότητα, ψέγοντας όσους τις επικαλούνται.
Αποτελούν, αναμφίβολα, «case study» τα όσα περιέλαμβανε η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ όταν μετά τις φονικές πυρκαγιές που είχαν εκδηλωθεί το 2007 στην Ηλεία η τότε κυβέρνηση Κώστα Καραμανλή είχε επικαλεστεί τα ίδια που επικαλέστηκε ο Αλέξης Τσίπρας το πρώτο βράδυ μετά το ξέσπασμα  της πύρινης λαίλαπας στην Ανατολική Αττική.  
«Την ώρα που εκατοντάδες συμπολίτες μας δίνουν μάχη για τη ζωή τους αβοήθητοι, καλό θα ήταν οι κυβερνητικοί παράγοντες αντί να σχεδιάζουν την επικοινωνιακή άμυνα της κυβέρνησης ανακαλύπτοντας “ασύμμετρες απειλές” και αόρατους εχθρούς, να ασχολούνται με την αντιμετώπιση της καταστροφής», είχε υποστηρίξει το νυν κυβερνών κόμμα.
Και με καυστικό, ου μην αλλά και… προφητικό, τρόπο είχε συμπληρώσει: «Η μόνη προφανής ασυμμετρία αυτή τη στιγμή είναι η ανικανότητα της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει τον εφιάλτη από τη μια και οι εξαιρετικές της επιδόσεις σε επικοινωνιακά ευρήματα από την άλλη».
Τούτων δοθέντων, είναι μάλλον αυταπάτη να περιμένει κανείς ότι θα μπορούσε να εκφραστεί, όπως συνήθως συμβαίνει σε άλλες χώρες, ευθιξία ώστε να αναληφθούν πολιτικές ευθύνες και να υποβληθούν παραιτήσεις, για την εκατόμβη ων ζωών που χάθηκαν τόσο άδικα στις πρόσφατες πυρκαγιές.
«Αν ψάχνετε άνθρωπο βιδωμένο στην καρέκλα, δεν θα τον βρείτε σε μένα», υποστήριξε σε μια συνέντευξή του ο υπουργός Νίκος Τόσκας που είναι ένας από τους βασικούς πρωταγωνιστές στο φιάσκο του συντονισμού των δυνάμεων πυρόσβεσης που κατέληξε στην πολύνεκρη τραγωδία.
Φοβούμενος, όμως, μήπως εκληφθεί η φράση του ως υπαινιγμός παραίτησης έσπευσε να… καλύψει τα νώτα του. «Είμαι υποχρεωμένος να παλέψω σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές, να σβήσουν και οι υπόλοιπες φωτιές», συνέχισε για να καταλήξει: «Αυτή η κυβέρνηση παλεύει σαν σύνολο για να αντιμετωπίσει τις δύσκολες καταστάσεις. Βιδωμένος στην καρέκλα δεν είναι κανένας μας, ούτε εγώ».
Έχει, μάλλον, δίκιο ο κ. Τόσκας, ο… ξεχωριστός αυτός πολιτικός που σύμφωνα με το επίσημο βιογραφικό του, που είναι ανηρτημένο στον ιστότοπο τη Βουλής, «συμμετείχε σε αντιστασιακή ομάδα πριν την είσοδό του στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων το 1971» (sic!) και την ίδια χρονιά –με τη Χούντα ακόμη στην εξουσία- τον δέχθηκαν στις τάξεις των αξιωματικών του Στρατού στον οποίο έκανε ο ίδιος καριέρα.
Ούτε ο ίδιος, ούτε οι άλλοι συνάδελφοί μου στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι βιδωμένοι στις καρέκλες. Δεν είναι βιδωμένοι, γιατί αν ήταν θα μπορούσε να τους… ξεβιδώσει κάποιος. Είναι κολλημένοι, έτσι ώστε να μην μπορεί να τους αποσπάσει κανείς. Και εκεί θα μείνουν όσο τα καταφέρουν.
Ως τότε θα αγνοούν τα θύματα, τα αποκαΐδια και τις στάχτες που προκαλούν η παροιμιώδης ανικανότηταπου τους χαρακτηρίζει και συνοδεύεται από την πρωτοφανήστα παγκόσμια πολιτικά χρονικά δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων έλλειψη ευθιξίας.

Τετάρτη 12 Ιουλίου 2017

Η μυθοπλαστική κοροϊδία με τον «Φάκελο της Κύπρου»



Ένας από τους πιο προσφιλείς «μύθους» της μεταπολιτευτικής περιόδου υπήρξε ο «Φάκελος της Κύπρου». Γενιές και γενιές πολιτικών, ου μην αλλά και δημοσιογράφων, έκαναν καριέρες στην Ελλάδα και στην Κύπρο με την κατασκευή ή την αναπαραγωγή απίθανων θεωριών συνωμοσίας γύρω από τα υποτιθέμενα «κρυμμένα μυστικά» που περιείχε.
Στις τέσσερις και πλέον δεκαετίες που παρήλθαν από την Κυπριακή Τραγωδία που ακολούθησε το άφρον πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974 καλλιεργήθηκαν στους Ελλαδίτες και στους Κυπρίους ψευδείς και παραπλανητικές εντυπώσεις ότι τάχατες κάπου υπήρχε κάποιος φάκελος τον οποίο δήθεν ουδείς τολμά να ανοίξει για να αποκαλυφθεί η αλήθεια.
Αν, όμως, όλα αυτά μπορούσαν να δικαιολογηθούν τα πρώτα χρόνια μετά την βάρβαρη τουρκική εισβολή, καθώς η συλλογική μας συνείδηση δεν ήθελε να αναγνωρίσει τα εγκληματικά λάθη τα οποία διαχρονικά έγιναν, είτε με ευθύνη του «εθνικού κέντρου» είτε από τη δράση δυνάμεων στη Μεγαλόνησο, στους χειρισμούς του Κυπριακού, η διαιώνιση του «μύθου» με τον… κλειστό «Φάκελο της Κύπρου» είναι μάλλον ασυγχώρητη.
Και είναι σίγουρα ακόμη πιο ασυγχώρητο να χρησιμοποιείται έως τις μέρες μας ως εργαλείο αποπροσανατολισμού έπειτα από ένα ακόμη ναυάγιο των προσπαθειών επίλυσης του Κυπριακού. Διότι αυτό ακριβώς συνέβη στη διάρκεια της συζήτησης την οποία προκάλεσε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στο ελληνικό Κοινοβούλιο για να ενημερώσει για την ατυχή κατάληξη που είχαν οι τελευταίες συνομιλίες ελληνοκυπρίων και τουρκοκυπρίων.
Στήθηκε ολόκληρη «παράσταση» και επιχειρήθηκε να δοθεί  πανηγυρική διάσταση για κάτι εντελώς ανούσιο, όπως είναι η συμφωνία των δύο Κοινοβουλίων να ανταλλάξουν το υλικό από τις έρευνες που έχουν διεξάγει Επιτροπές που συστάθηκαν στην Αθήνα και στη Λευκωσία και οι οποίες, αφού εξέτασαν μάρτυρες και ερεύνησαν τα διαθέσιμα έγγραφα, κατέληξαν σε πορίσματα.
Ειδικά, η Εξεταστική Επιτροπή που συνέστησε η Βουλή των Ελλήνων, έπειτα από πολλές παλινωδίες, στις αρχές του 1986 και ξεκίνησε τις εργασίες της τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου, πραγματοποίησε μακρά και επίπονη έρευνα, όπως είχα προσωπικά την ευκαιρία να διαπιστώσω, καθώς, νεαρός δημοσιογράφος ων τότε, είχα επιφορτιστεί με το επαγγελματικό καθήκον να παρακολουθώ από κοντά τις συνεδριάσεις της που διήρκεσαν επί δυόμισι συναπτά έτη.
Η 30μελής διακομματική Επιτροπή, με πρόεδρο τον αείμνηστο βουλευτή Αιτωλοακαρνανίας Χρήστο Μπασαγιάννη, με τον οποίο όλοι οι εκπρόσωποι του Τύπου ήμασταν σε διαρκή αντιπαράθεση, καθώς εκείνος ήθελε να διαφυλάξει τη μυστικότητα των καταθέσεων και μείς πασχίζαμε να μάθουμε και να μεταφέρουμε στους αναγνώστες μας τα όσα διαμείβονταν πίσω από τις κλειστές πόρτες, συνεδρίασε 154 φορές.
Εξέτασε 131 μάρτυρες και μεταξύ εκείνων που κλήθηκαν να καταθέσουν ήταν και οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης οι οποίοι αρνήθηκαν να συμβάλουν στις έρευνες. Σε γενικές γραμμές, ελάχιστα διαφωτιστικές ήταν και οι περισσότερες καταθέσεις που δόθηκαν από αξιωματικούς οι οποίοι είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74. Ίσως και επειδή η απόσταση των χρόνων ήταν τέτοια που ο καθένας είχε οικοδομήσει το δικό του άλλοθι και τις δικές του αιτιολογήσεις.
Από τον κατάλογο των μαρτύρων δεν έλειψαν και πολιτικά πρόσωπα, όπως ο πρώην υπουργός Άμυνας Ευάγγελος Αβέρωφ ο οποίος προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας και πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Το έργο της Επιτροπής, τα πρακτικά της οποίας, με τις μαρτυρικές καταθέσεις και τα έγγραφα, εκτείνονταν σε 20.798 σελίδες, ολοκληρώθηκε  31 Οκτωβρίου 1988. Εκείνη την ημερομηνία κατατέθηκε στα πρακτικά του Κοινοβουλίου –και υπάρχει ακόμη εκεί για όποιον ενδιαφέρεται να το διαβάσει- το πολυσέλιδο πόρισμα της Εξεταστικής, το οποίο δεν ήταν ενιαίο, αφού τα κόμματα διαφώνησαν στις εκτιμήσεις τους για την αποτίμηση των δραματικών γεγονότων του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής.
Λόγω της συγκυρίας, καθώς ήταν μια εποχή που η χώρα συγκλονιζόταν από την υπόθεση Κοσκωτά και είχε μπει σε τεταμένη προεκλογική περίοδο, δεν δόθηκε καμία συνέχεια. Μπορεί, ωστόσο, τα έγγραφα και οι μαρτυρικές καταθέσεις να τηρούνταν έκτοτε στο αρχείο της Βουλής και να μην επιτρεπόταν η ελεύθερη πρόσβαση των ερευνητών, η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι όλο το πλήθος των στοιχείων που είχαν συγκεντρωθεί χρησιμοποιήθηκε από τους βουλευτές προκειμένου να συνταχθούν τα πορισματικά συμπεράσματα στα οποία ένας έκαστος κατέληξε.
Υπό αυτή την έννοια και έχοντας μιλήσει με όλους όσοι πρωταγωνίστησαν στις έρευνες εκείνης της περιόδου, μπορώ βασίμως να ισχυριστώ ότι δεν υπάρχουν μείζονα μυστικά τα οποία να βρίσκονται κρυμμένα στον αποκαλούμενο «Φάκελο της Κύπρου». Γι΄ αυτό και το μόνο αναγκαίο «άνοιγμα» που απαιτείται να γίνει είναι να δοθούν άμεσα όλες οι μαρτυρικές καταθέσεις και ενδεχομένως και τα έγγραφα  στη δημοσιότητα, ώστε να τερματιστεί άπαξ δια παντός η καλλιεργούμενη μυθοπλασία.   
Ποιά σκοπιμότητα, άλλωστε, εξυπηρετείται με το να θεωρούνται απόρρητες καταθέσεις που δόθηκαν πριν από 29 χρόνια και αφορούν γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν από 43 χρόνια; Η μυστικότητα που συντηρήθηκε επί τόσο μακρύ χρονικό διάστημα, μόνον βλαπτική αποδεικνύεται. Κι αυτό διότι, αφενός, εμποδίζει την εξαγωγή των σωστών συμπερασμάτων και, αφετέρου, εκθέτει το πολιτικό σύστημα.
Την καλύτερη απόδειξη για το πόσο βλάπτονται τα πραγματικά συμφέροντα του Έθνους και η υγιής λειτουργία του πολιτικού συστήματος αποτελούν, ίσως, οι ισχυρισμοί που διατύπωσε ο αρχηγός της Χρυσής Αυγής: «Επί σαράντα τρία χρόνια κρατάει το πολιτικό σύστημα μια ένοχη σιωπή για την προδοσία της Κύπρου και απ’ ό,τι φαίνεται δεν είναι μόνον κάποιοι στρατιωτικοί οι οποίοι ενέχονται σε αυτό, αλλά και πολιτικοί», υποστήριξε ο κατ΄ εξοχήν απολογητής της Χούντας κάνοντας ρελάνς στο επιχειρούμενο δήθεν «άνοιγμα» που επιχειρείται με το πρωτόκολλο συνεργασίας των δύο Κοινοβουλίων. Ο ίδιος, άλλωστε, νωρίτερα είχε ισχυριστεί ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα του οποίου ηγείται έχει δις υποβάλει –χωρίς να ικανοποιηθεί- αίτημα για να λάβει αντίγραφο του περιώνυμου «Φακέλου».
Όλα στο φως, λοιπόν, για να σταματήσει η μυθοπλαστική κοροϊδία. Στο κάτω – κάτω, όπως έλεγε και ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός, «εθνικόν είναι το αληθές»!

Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2016

Χάσαμε τους συμμάχους, μας έμειναν οι «προστάτες»



            Πιο απομονωμένη διπλωματικά και περισσότερο ταπεινωμένη εθνικά, από όσο είναι σήμερα, η χώρα μας δεν πρέπει να έχει υπάρξει στο παρελθόν, ίσως από την εποχή της εθνικής Παλιγγενεσίας. 
Ακόμη και στις πλέον «ανώμαλες» περιόδους, όπως η χουντική επταετία, βρέθηκαν στη διεθνή σκηνή καθεστώτα, όπως εκείνα της Αλβανίας του Χότζα ή της Κίνας του Μάο, που για τους δικούς τους λόγους αναβάθμισαν τις σχέσεις με την Ελλάδα των συνταγματαρχών, σπάζοντας την απομόνωση στην οποία είχε περιέλθει η χώρα ιδίως μετά την υποχρεωτική αποχώρησή της από το Συμβούλιο της Ευρώπης.
Έμελλε, δυστυχώς, στις μέρες μας, η Ελλάδα του σκληρού πυρήνα της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ένωσης, η χώρα που στο πρόσφατο παρελθόν κατήγαγε τεράστιες διπλωματικές νίκες, πετυχαίνοντας υψιπετείς στόχους, όπως η ένταξη της Κύπρου στην Ε.Ε., σε πείσμα της λυσσώδους αντίδρασης της Άγκυρας, να μετατραπεί στον απόλυτο διπλωματικό παρία της Ευρώπης των «28» που κανείς δεν τον υπολογίζει, ούτε δεν τον σέβεται, μηδέ τον υπολήπτεται.
Και μπορεί το περασμένο καλοκαίρι να μας την «χάρισαν», αναβάλλοντας τα προχωρημένα σχέδια να μας διώξουν από την ευρωζώνη και ενδεχομένως από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά τώρα που οι ολέθριοι –όχι μόνον από την δική μας πλευρά- χειρισμοί του Μεταναστευτικού δημιούργησαν μια τεράστια βόμβα η οποία απειλεί τη συνοχή χωρών και την παραμονή στην εξουσία κυβερνήσεων, όλα δείχνουν ότι πολύ δύσκολα να μας τη «ξαναχαρίσουν».
Μέρα με τη μέρα και ώρα με την ώρα, επιβεβαιώνονται οι χειρότεροι φόβοι για τη μετατροπή της ελληνικής επικράτειας σε ένα απέραντο «hotspot», όπως ευσχήμως μας έπεισαν να αποκαλούμε τα ατελείωτα «τσαντίρια» τα οποία είμαστε υποχρεωμένοι να στήνουμε για να φιλοξενήσουμε –εκόντες, άκοντες- τις μυριάδες των απελπισμένων από τη μισή Ασία και την άλλη μισή Αφρική που θέλουν να χρησιμοποιήσουν το ελληνικό έδαφος ως πέρασμα προς το «ευρωπαϊκό όνειρο» τους.
Το πιο απογοητευτικό στην ούτως ή άλλως απελπιστική κατάσταση, η οποία διαμορφώνεται μετά το κλείσιμο των βόρειων συνόρων, που πολλοί, εκτός από την κυβέρνηση, βλέπαμε να έρχεται αργότερα ή γρηγορότερα, είναι ότι η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε τετελεσμένα χωρίς να έχει στο πλευρό της ούτε έναν πραγματικό σύμμαχο. Αντιθέτως, όλοι, μα όλοι, οι βαλκάνιοι γείτονες συντονίστηκαν με την Αυστρία, η οποία αποκτά ρόλο ρυθμιστή των ευρωπαϊκών που ούτε την εποχή του Μέτερνιχ  δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει.
Που είναι, άραγε, εκείνες οι βαρύγδουπες εξαγγελίες για την «Συμμαχία του Ευρωπαϊκού Νότου»; Τι απέγιναν οι μεγαλόστομες διακηρύξεις για «την Ευρώπη που αλλάζει εξαιτίας του ΣΥΡΙΖΑ»; Προφανώς χάθηκαν μαζί με την δήθεν «υπερήφανη διαπραγμάτευση» που είχε ως επικεφαλής τον –σχεδόν κατά γενική ομολογία, πλέον-ανεκδιήγητο πρώην  υπουργό Οικονομικών, ο οποίος πρώτος πέτυχε την απομόνωση της χώρας στις συνεδριάσεις του Eurogroup.
Με συγχωρείτε, αλλά όταν προκαλείς τον Σλοβένο ή τον Σλοβάκο, ο οποίος, αν και φτωχότερος, συμμετέχει στο πρόγραμμα διάσωσης της χώρας σου, επειδή ανήκει στην ευρωζώνη, γιατί να σε σεβαστεί ο Ούγγρος ή ο Βούλγαρος, ιδίως όταν στον τελευταίο κλείνεις και τα σύνορα επειδή έχεις αγροτικές κινητοποιήσεις; Πολύ περισσότερο δεν θα σε σεβαστεί η πολιτική τάξη της ΠΔΓΜ που βρήκε με τη μεταναστευτική κρίση τη χρυσή ευκαιρία που χρόνια αναζητούσε για να αναδείξει γεωπολιτικό πλεονέκτημα έναντι της Ελλάδας.
Κακά τα ψέματα, είτε από άγνοια των πραγμάτων είτε από ιδεοληπτικές εμμονές, η σημερινή κυβέρνηση, από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε τις τύχες της χώρας, δεν επεδίωξε τη σύναψη αποδοτικών συμμαχιών. Παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς για δήθεν πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, εκείνο που πραγματικά κυνήγησαν οι διπλωματικοί ινστρούχτορες της σημερινής κυβέρνησης ήταν η σύναψη σχέσεων «προστασίας».
Αρχικώς στράφηκαν εκτός Ευρώπης, πλην, όμως, όταν ναυάγησαν νωρίς – νωρίς τα όνειρα για κινέζικες πιστώσεις και ρωσικές προκαταβολές, το έριξαν στις γονυκλισίες προς τον Ομπάμα. Για να καταλήξουν να σέρνονται πότε πίσω από την Μέρκελ και πότε τον Ολάντ, αγνοώντας όλους τους άλλους μικρότερους Ευρωπαίους «παίκτες». Αντί, λοιπόν, να ανοίξουν εδώ και καιρό απευθείας διαύλους με τους γείτονες μας, εναπέθεσαν όλες τις ελπίδες στους «προστάτες».
Από αυτούς περιμένουν τώρα να μας… λυπηθούν και να πιέσουν τους γείτονες μας να ανοίξουν τα σύνορα και τους λοιπούς Κεντροευρωπαίους να δεχθούν να πάρουν στο έδαφός τους μερικούς από τους χιλιάδες των μεταναστών που με αμείωτη ένταση θα εξακολουθήσουν να έρχονται στην Ελλάδα, επειδή εδώ είναι πολύ καλύτερα από τις χώρες τους και αρκετά καλύτερα από την Τουρκία.
Μέχρι το ΝΑΤΟ, που οι σημερινοί κυβερνώντες ήθελαν μέχρι πρότινος τη διάλυσή του, δέχθηκαν, στο πλαίσιο αυτής της λογικής της «προστασίας», να αναλάβει τα ηνία στο Αιγαίο, κάτι που επί σειρά δεκαετιών ήταν αδιανόητο να δεχθεί οποιαδήποτε άλλη ελληνική κυβέρνηση. Παρά ταύτα, όμως, τα αποτελέσματα και αυτού του απελπισμένου διπλωματικού χειρισμού δεν άλλαξαν τη δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε η χώρα εξαιτίας της άφρονος πολιτικής που ακολουθήθηκε τον περασμένο χρόνο.
Αλλά, πως μπορεί να περιμένει κανείς κάτι διαφορετικό στην εξωτερική πολιτική, όταν οι ίδιοι άνθρωποι δεν μπορούν να συνάψουν συμμαχίες ούτε καν στο εσωτερικό που έχουν δίπλα τους τόσο «πρόθυμους» -μέχρι παρεξηγήσεως…- συμπαραστάτες, όπως ο Κυριάκος Μητσοτάκης, η Φώφη Γεννηματά, ο Σταύρος Θεοδωράκης και ο Βασίλης Λεβέντης;
Αντί να αδράξουν την ευκαιρία της συναίνεσης που τους προσφέρεται, ο Αλέξης Τσίπρας και η κυβερνώσα παρέα του επιλέγουν τα διχαστικά ψεύδη και τις αλαζονικές απειλές. Είναι σαφές ότι αδιαφορούν αν έτσι πριονίζουν το κλαδί στο οποίο κάθονται. Και, προφανώς, δεν δίνουν την παραμικρή σημασία στη ζημιά την οποία προκαλούν στον εθνικό και κοινωνικό κορμό.

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Η φωτεινή πλευρά της Μεταπολίτευσης



            Ήταν από τους τελευταίους πολιτικούς κρατούμενους που αφέθηκαν ελεύθεροι μετά την πτώση της χούντας. Κι ας είχε προϋπάρξει βουλευτής ήδη από την προδικτατορική περίοδο. Φυλακίστηκε, εξορίστηκε και βασανίστηκε –ο ίδιος και μέλη της οικογένειας του-, επειδή οι παράφρονες που είχαν σφετεριστεί την εξουσία δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι ένας γενναίος στρατιωτικός που πολέμησε στο Αλβανικό Μέτωπο και στη Μέση Ανατολή κατά της φασιστικής και ναζιστικής κατοχής μπορούσε να υπερασπίζεται με την ίδια γενναιότητα και με το ίδιο αίσθημα καθήκοντος και τη Δημοκρατία που είχε καταλυθεί.
            Πολιτευόταν για περισσότερο από 40 χρόνια και εκλέχθηκε επανειλημμένα βουλευτής στη μεγαλύτερη εκλογική περιφέρεια, χωρίς να διακριθεί επειδή ακολούθησε την πεπατημένη του ψηφοθήρα πολιτευτή που διόριζε τους φίλους του στο δημόσιο. Μεσουράνησε πολιτικά την πρώτη οκταετία της διακυβέρνησης της χώρας του ΠΑΣΟΚ και κανείς από τους πολιτικούς αντιπάλους του, με τους οποίους δεν δίσταζε να συγκρουστεί, δεν επεχείρησε να του προσάψει το παραμικρό που να πλήττει το κύρος και την αξιοπρέπεια με την οποία πορεύθηκε στη μακρά διάρκεια της πολιτικής διαδρομής του.
            Ακόμη και η θητεία του στο πολύπαθο υπουργείο Εθνικής Άμυνας υπήρξε ανεπίληπτη και δεν τη σκίασαν ούτε καν υποψίες σκανδάλων που να συνδέονται με το πρόσωπό του. Δεν σίτισε ούτε τότε, όπως ούτε και νωρίτερα που ως υπουργός Εξωτερικών διαχειριζόταν «μυστικά κονδύλια», image makers ή «δημοσιογράφους» για να δει το όνομα του στις παραπολιτικές στήλες των εφημερίδων, από τις οποίες η απουσία τους ήταν άκρως χαρακτηριστική.
            Αντιμετώπισε με στωική δωρικότητα το προκλητικό «προσπέρασμα» του Μένιου Κουτσόγιωργα όταν ως αντιπρόεδροι της κυβέρνησης –και έχοντας εκείνος το τυπικό προβάδισμα- εισήλθαν στη αίθουσα που γίνονταν τα εγκαίνια της ΔΕΘ, το φθινόπωρο του 1988, για να εκπροσωπήσουν τον ασθενή πρωθυπουργό Ανδρέα Παπανδρέου που χειρουργείτο στο Χέρφιλντ. Και όταν αργότερα σχεδόν το «όλο ΠΑΣΟΚ» συνωστιζόταν στην Εκάλη για να αποκτήσει την εύνοια του νέου κύκλου επιρροής που περιστοίχιζε τον Ανδρέα Παπανδρέου, εκείνος -ο πιστότερος, ίσως, «ανδρεϊκός»- ήταν από τους ελάχιστους που έμειναν, οικεία βουλήσει, μακριά.
            Χωρίς παρασκηνιακές κινήσεις ή τυμπανοκρουσίες, διεκδίκησε την πρωθυπουργία, το 1996, ακολουθώντας την προτροπή φίλων του στην κοινοβουλευτική ομάδα και, παρότι ήξερε έναν προς έναν τους άλλους δέκα που τον ψήφισαν, δεν διαπραγματεύτηκε αυτή τη μικρή, έστω, επιρροή που διέθετε με τους ανθυποψηφίους του. Αποδέχθηκε, χωρίς δημόσια πικρία, το αποτέλεσμα, όπως και το γεγονός ότι η νέα κομματική ηγεσία στο ΠΑΣΟΚ μοίραζε θώκους και αξιώματα σε όσους ήλεγχαν εσωτερικούς μηχανισμούς ή είχαν τρόπους να πιέζουν.
Λιτός και ευθυτενής σε όλα του, όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να αποσυρθεί από την ενεργό πολιτική δράση, το έκανε, πριν από δέκα χρόνια, χωρίς μεμψιμοιρίες και περιοριζόμενος σε μια και μόνη νουθεσία: «να επιστρέψει το ΠΑΣΟΚ στις σοσιαλιστικές του ρίζες», όπως ο ίδιος αισθανόταν και πίστευε.
            Αυτός ήταν, με πολύ συνοπτικά λόγια, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος, μια σπάνια μορφή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας, που, πλήρης ημερών, έφυγε από τη ζωή και πέρασε στην Ιστορία αθόρυβα και διακριτικά, όπως διακριτική και αθόρυβη υπήρξε και η μακρά και τόσο ξεχωριστή διαδρομή του στα πολιτικά πράγματα. Η περίπτωσή του δεν αποτελεί, σίγουρα, το πλέον αντιπροσωπευτικό παράδειγμα πολιτικού, όπως τουλάχιστον το γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Και, πολύ περισσότερο, δεν μπορεί να συγκριθεί με το πρότυπο του πολιτικού που κυριαρχεί στις μέρες μας.
            Με όρους επικοινωνιακούς, ο αείμνηστος «Τίμιος Τζον», όπως τον αποκαλούσαν οι παλαιότεροι πολιτικοί συντάκτες, επειδή μιλούσε σπανίως (σ.σ.: όσο και οι… ομώνυμοι πυρηνικοί πύραυλοι, όπως έλεγαν όσοι του προσήψαν το προσωνύμιο), θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας «γκρίζος» πολιτικός, που, προσηλωμένος καθώς ήταν στο καθήκον του, δεν έδινε, παρά σπανίως, τροφή για σχολιασμούς, αφού δεν μετείχε σε παρασκηνιακές κινήσεις και δεν πρωταγωνιστούσε σε εσωκομματικές ίντριγκες.
Με όρους πολιτικής ουσίας, ωστόσο, ο Γιάννης Χαραλαμπόπουλος αποτελεί το χαρακτηριστικότερο ίσως υπόδειγμα μεταξύ των πολιτικών εκείνων που με το διάβα τους σε τούτο τον κόσμο έδωσαν χρώμα στην πιο φωτεινή πλευρά της Μεταπολίτευσης, η οποία, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα, που δικαίως ή αδίκως της αποδίδονται, υπήρξε η μακροβιότερη περίοδος οικονομικής, κοινωνικής και θεσμικής ευημερίας που γνώρισε ο τόπος μας.

Κυριακή 20 Ιουλίου 2014

«Φάκελος της Κύπρου»: Μύθοι και πραγματικότητες

Καθώς συμπληρώνονται 40 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, αν ρωτήσει κανείς εκατό Έλληνες στο δρόμο τι νομίζουν για τον περίφημο «Φάκελο της Κύπρου», είναι βέβαιο ότι η συντριπτική πλειονότητα, ίσως και πάνω από 90%, όσων έχουν κάτι ακούσει για το ζήτημα αυτό, θα δώσει απαντήσεις του τύπου: «κάπου είναι κρυμμένος και καταχωνιασμένος και ουδείς τολμά να τον ανοίξει…».
Οι απόψεις αυτού του είδους που αναμασιούνται ως τις μέρες από διαφόρους δημοσιολογούντες και αναπαράγονται στους ανά την επικράτεια καφενέδες είναι «συμβατές» με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα των πρώτων χρόνων μετά την πτώση της Χούντας που δημιούργησε έναν από τους πιο ανθεκτικούς μύθους της μεταπολιτευτικής περιόδου, τον «μύθο» που άκουγε στο όνομα «Φάκελος της Κύπρου».
Επιμένω στον χαρακτηρισμό «μύθος» γιατί «Φάκελος» με την έννοια που του προσδίδεται στη φαντασίωση πολλών δεν υπήρξε ποτέ. Αλλά και για έναν ακόμη σημαντικότερο λόγο: υπόθεση, όπως αυτή του προδοτικού πραξικοπήματος στην Κύπρο που άνοιξε το δρόμο στην τουρκική εισβολή, δεν έχει ερευνηθεί ενδελεχέστερα σε όλη τη σύγχρονη ελληνική ιστορία.
Νεαρός δημοσιογράφος ων, είχα το επαγγελματικό «προνόμιο» να παρακολουθήσω από κοντά τις εργασίες της Εξεταστικής Επιτροπής για το «άνοιγμα του Φακέλου της Κύπρου», την οποία συνέστησε, στις αρχές του 1986, η Βουλή έπειτα από πολλές αναβολές και ταλαντεύσεις που είχαν να κάνουν με τις κομματικές αντιδικίες της εποχής. Γι΄ αυτό και μπορώ να βεβαιώσω ότι, αν όντως… υπήρξε «Φάκελος της Κύπρου», αυτός… άνοιξε. Και… άνοιξε διάπλατα.
Η Εξεταστική Επιτροπή, η οποία λειτούργησε επί δυόμισι συναπτά έτη και ολοκλήρωσε το έργο της στις 31 Οκτωβρίου 1988, οπότε παρέδωσε το πόρισμά της που είναι δημοσιευμένο στα πρακτικά εκείνης της ημέρας. Στο διάστημα που μεσολάβησε τα 30 μέλη της Επιτροπής που ήταν βουλευτές από όλα τα κόμματα εκείνης της περιόδου έκαναν 154 συνεδριάσεις και εξέτασαν συνολικά 131 μάρτυρες.
Ανάμεσα σε εκείνους που κλήθηκαν για κατάθεση ήταν οι κρατούμενοι ακόμη τότε στον Κορυδαλλό αρχιπραξικοπηματίες Γεώργιος Παπαδόπουλος και Δημήτριος Ιωαννίδης –με τον δεύτερο να αναλαμβάνει την ευθύνη για το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και να αρνείται να απαντήσει σε ερωτήσεις. Κατέθεσαν ακόμη σχεδόν στο σύνολό τους οι εν ενεργεία και απόστρατοι αξιωματικοί που είχαν πρωταγωνιστήσει στα γεγονότα του ΄74, καθώς και αρκετοί πολιτικοί, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ που προσήλθε σε τρεις συνεδριάσεις της Επιτροπής και απάντησε σε ερωτήσεις βουλευτών, σε αντίθεση με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή που περιορίστηκε να στείλει επιστολή με τις εκτιμήσεις του για τα επίμαχα γεγονότα.
Συνολικά, πάντως, τα πρακτικά της Επιτροπής καταλαμβάνουν 20.798 σελίδες, με μαρτυρικές καταθέσεις και έγγραφα που φυλάσσονται στο αρχείο της Βουλής, στο οποίο είναι αλήθεια ότι δεν υπάρχει πρόσβαση, αλλά αυτό δεν γίνεται επειδή εκεί κρύβονται κάποια μυστικά, παρά μόνο από μια γενικότερη αντίληψη που επικρατεί ευρύτερα στην ελληνική δημόσια διοίκηση που δεν ταξινομεί και δεν αποχαρακτηρίζει τα αρχεία της.
Θυμάμαι, μάλιστα, ακόμη τη σκληρή μάχη που έπρεπε να δώσουμε οι δημοσιογράφοι στους κοινοβουλευτικούς διαδρόμους για να αποκτήσουμε πρόσβαση στο περιεχόμενο των μαρτυρικών καταθέσεων και στα έγγραφα που προσκομίζονταν στην Επιτροπή. Παρά, πάντως, την επιμονή ορισμένων μελών της Επιτροπής να μας αποκλείσουν –είτε από αίσθηση καθήκοντος, καθώς είχαν πάρει πολύ σοβαρά το ρόλο τους, είτε από προσκόλληση στους τύπους της μυστικότητας της ανακρίσεων- στις πιο κρίσιμες συνεδριάσεις καταφέρναμε και αποκτούσαμε πρόσβαση, άλλοτε συνομιλώντας με τους ίδιους τους μάρτυρες όταν μπαινόβγαιναν, και πολύ συχνά από βουλευτές που ήταν πιο «ανοιχτοί» και αντιλαμβανόταν διαφορετικά το ρόλο μιας ερευνητικής Επιτροπής που αποτελούνταν από πολιτικά στελέχη.
Το ίδιο το πόρισμα, άλλωστε, έστω και αν στο τέλος δεν συμφώνησαν μεταξύ τους τα μέλη της Εξεταστικής και κάθε παράταξη κατέθεσε τις δικές της θέσεις που ενσωματώθηκαν στο τελικό κείμενο, κατέδειξε ότι δεν υπήρχαν μείζονα μυστικά σε αυτή την υπόθεση, η οποία μπορεί να μην εξιχνιάστηκε πλήρως, αφού είναι σαφές ότι ρόλο διαδραμάτισαν και διεθνείς δυνάμεις, από ελληνικής πλευράς, όμως, έγινε ό,τι ήταν δυνατόν για να διερευνηθούν οι συνθήκες υπό τις οποίες μια δράκα παραφρόνων που είχαν καταλάβει την εξουσία στην Αθήνα διευκόλυναν τα διχοτομικά σχέδια της Άγκυρας.
Η πλειοψηφία της Επιτροπής, άλλωστε, που απαρτιζόταν από βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, το οποίο ήταν το επισπεύδον στη συγκεκριμένη υπόθεση, αφού διατήρησε την επιφύλαξη ότι «δεν είναι δυνατόν να βεβαιώσει ότι δεν υπάρχουν άλλα αποδεικτικά στοιχεία που πιθανόν να φώτιζαν και από άλλη οπτική γωνία την κυπριακή τραγωδία», κατέληγε στο εξής συμπέρασμα:
«Η κυπριακή τραγωδία και η εξέλιξή της διδάσκουν: ότι οι δικτατορίες και τα πραξικοπήματα οδηγούν σε εθνικές καταστροφές, ότι μόνον η Δημοκρατία ως πολιτειακό σύστημα εγγυάται την ομαλότητα των εξελίξεων, και ότι η ενότητα και η ομοψυχία του λαού μας αποτελεί προϋπόθεση για την πρόοδο και την ευημερία τους Έθνους μας».
Ένα συμπέρασμα με απλές και διαχρονικές αλήθειες που, ωστόσο, δεν στάθηκαν ικανές για να διαλύσουν τον –μάλλον, βολικό- «μύθο» για τον «Φάκελο» που… δεν άνοιξε. 

Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Οι "Πηγάδες" του μίσους και οι συντηρητικοί ψηφοφόροι

Ένα φιλοκυβερνητικό ιστολόγιο  μετά τα έκτροπα της περασμένης Κυριακής στη διάρκεια των εκδηλώσεων στην Πηγάδα του Μελιγαλά, φιλοξένησε ένα κείμενο με το οποίο απευθυνόταν στους συντηρητικούς ψηφοφόρους για να τους επισημάνει ότι η επίθεση από τους νταήδες της Χρυσής Αυγής κατά του νεοδημοκράτη δημάρχου της περιοχής και οι προπηλακισμοί των συγγενών των θυμάτων, αποτελούσε μια ακόμη τρανή απόδειξη ότι το νεοναζιστικό μόρφωμα δεν κάνει διακρίσεις στα θύματά του.
Τις επόμενες ώρες κάτω από τη συγκεκριμένη ανάρτηση υπήρξε ένας ορυμαγδός δημοσιευμένων σχολίων, τα περισσότερα από τα οποία ξεχείλιζαν από μια χολερική χυδαιότητα, έναν πρωτόγονο αντικομμουνισμό, μια ισοπεδωτική παραχάραξη ιστορικών γεγονότων με ακραίες συνωμοσιολογικές προσεγγίσεις και απαξιωτικά εικονοκλαστικές αναφορές σε εμβληματικές προσωπικότητες της Δεξιάς παράταξης.
Ήταν ένα απροκάλυπτο αντιδημοκρατικό και ρατσιστικό κρεσέντο, που προσωπικά με ανατρίχιασε αν και δεν μπορώ να πω ότι με εξέπληξε, καθώς όμοιο του -και πολλές φορές ακόμη χειρότερο- συναντά κανείς κάθε φορά που δημοσιεύεται στο διαδίκτυο ένα κείμενο που με οποιονδήποτε τρόπο επικρίνει τη δράση των χρυσαυγιτών.
Είναι παρατηρημένο ότι  ο παραμικρός αρνητικός σχολιασμός για τους νεοναζί ακολουθείται από έναν θορυβώδη χορό φαντασμάτων του παρελθόντος που, καλυμμένοι πίσω από την ανωνυμία του μέσου, αντιδρούν με καταιγισμό σχολίων, μέσω των οποίων προωθούν την ιδεολογία του μίσους από την οποία εμφορούνται, στρέφονται κατά των θεσμών και δεν διστάζουν να επαινούν τις πιο μαύρες σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας: τη δικτατορία του Μεταξά, τις ακρότητες του Εμφυλίου, τη χούντα των συνταγματαρχών.
Δεν ξέρω και πάντως δεν  μπορώ να αποδείξω αν όλος αυτός  ο μισαλλόδοξος «διαδικτυακός ακτιβισμός» των χρυσαυγιτών είναι προϊόν της λειτουργίας ενός κέντρου που ενεργοποιείται και δρα υπό συντονισμένη καθοδήγηση, παρότι με υποψιάζει η ομοιομορφία των «επιχειρημάτων» που περιστρέφεται γύρω από ένα κατασκευασμένο, κατά τη δική μου προαίρεση, «αξίωμα», σύμφωνα με το οποίο «όποιος πολεμάει τη Χρυσή Αυγή, τις προσφέρει υπηρεσίες, καθώς την ενισχύει, “ηρωοποιώντας” τα στελέχη της».
Έχω την αίσθηση ότι το ψευδές αυτό «αξίωμα» έχει επηρεάσει την κυβέρνηση, στελέχη της οποίας έχουν υιοθετήσει τον ισχυρισμό ότι πέρυσι το καλοκαίρι και ανάμεσα στις δύο εκλογικές αναμετρήσεις η Χρυσή Αυγή εκτοξεύθηκε δημοσκοπικά όταν ο Ηλίας Κασιδιάρης χαστούκισε τη Λιάνα Κανέλλη στο τηλεοπτικό στούντιο. Με αποτέλεσμα να έχει χαραχθεί μια απολύτως λάθος τακτική «ήπιας αντιμετώπισης» της Χρυσής Αυγής για να μην ενοχλούνται, όπως πιστεύουν, συντηρητικοί ψηφοφόροι, οι οποίοι τείνουν ευήκοον ους προς τους χρυσαυγίτες που «γίνονται συμπαθείς όταν όλοι είναι εναντίον τους».
Όσοι, όμως, επιστρατεύουν το πιο πάνω επιχείρημα παραγνωρίζουν δύο σημαντικές παραμέτρους: Πρώτον, η Χρυσή Αυγή είχε δείξει τη δημοσκοπική δυναμική πολύ πριν από το επίμαχο χαστούκι και απέκτησε σημαντική παρουσία παρά την σχεδόν απόλυτη αγνόηση της από τα συμβατικά μέσα ενημέρωσης. Και δεύτερον –και μάλλον σημαντικότερο-, η μετεκλογική συνέχεια με την ανοχή που επιδεικνύεται απέναντι στις επανειλημμένες προκλήσεις των στελεχών της –από την ένοπλες απειλές κατά του δημάρχου Αθηναίων έως τις εκπυρσοκροτήσεις όπλων βουλευτών και τις απειλές κατά αξιωματικών της ΕΛΑΣ- όχι μόνον δεν οδήγησαν σε ανάσχεση του φαινομένου της δημοκοπικής ανόδου της Χρυσής Αυγής, αλλά συνέβη μάλλον το ακριβώς αντίθετο.
Ας μην υπάρχουν αυταπάτες. Η  Χρυσή Αυγή, το ομολογεί άλλωστε  η ίδια, αν και μερικές φορές προσπαθεί να συγκαλύψει το ναζιστικό της χαρακτήρα, δεν είναι ένα ακόμη κόμμα που κινείται στον ακροδεξιό χώρο και λειτουργεί ως δεξαμενή δυσαρεστημένων ψηφοφόρων, όπως ήταν στο παρελθόν η Εθνική Παράταξη των Σπύρου Θεοτόκη και Στέφανου Στεφανόπουλου ή ο ΛΑΟΣ του Γιώργου Καρατζαφέρη. Είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Είναι μια «Πηγάδα» μίσους εναντίον ο,τιδήποτε αντιστρατεύεται τα συμφέροντα του ηγετικού της πυρήνα, ο οποίος είναι αρκετά βολεμένος και απολαμβάνει όλα τα προνόμια που του εξασφαλίζει το αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα για να το υπονομεύει, μοιράζοντας μικρά χαρτζιλίκια σε κακόμοιρούς ψευτονταήδες που δεν διστάζουν να γίνουν και φονιάδες.
Απεδείχθη, νομίζω, στην πράξη και πολύ πριν από την τελευταία αποτρόπαιη δολοφονία του Κερατσινίου ότι το «κανάκεμα», οι ανοιχτές δίαυλοι που υποστηρίζουν ορισμένοι ότι πρέπει να τηρηθούν αν όχι με την ίδια τη Χρυσή Αυγή, πάντως, με τους παραδοσιακούς δεξιούς ψηφοφόρους που έχουν κατευθυνθεί προς αυτήν, δεν αποδίδει. Και το πιθανότερο είναι ότι μάλλον οδηγεί στο αντίθετο αποτέλεσμα, καθώς η επιλογή του συγκεκριμένου ναζιστικού μορφώματος τείνει να θεωρείται ως μια «κανονική» επιλογή ψήφου διαμαρτυρίας από πολίτες με συντηρητικά ανακλαστικά, οι οποίοι μόλις φτιάξουν τα πράγματα μπορεί να «επαναπατριστούν» στη Νέα Δημοκρατία.
Ειλικρινά, δεν μπορώ να φανταστώ πως ελπίζεται ότι μπορεί να επιστρέψει στη ΝΔ ένας συντηρητικός ψηφοφόρος που… γοητεύθηκε από φορείς απόψεων ότι «ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας αστράτευτος που πρόδωσε την Κύπρο και νομιμοποίησε τον Καπετάν Γιώτη που έσφαζε με κονσερβοκούτια». Η απελπισία που πολλοί συμπολίτες μας νοιώθουν από την κρίση, δεν μπορεί να είναι το άλλοθι για να αφήνονται βορά σε μια εγκληματική συμμορία, η οποία θέλει να ισοπεδώσει όλες τις ανθρώπινες αξίες και πραγματικό στόχο έχει να μετατρέψει τη χώρα σε έναν απέραντο στρατώνα, στον οποίο οι Μιχαλοιάκοι, οι Κασιδιάρηδες και οι Παναγιώταροι θα δίνουν συνθήματα εξολόθρευσης οποιουδήποτε δεν στοιχίζεται στις γραμμές με τις μαύρες μπλούζες.

Γι΄ αυτό και πιστεύω  ότι η κυβέρνηση και η Νέα  Δημοκρατία έχουν χρέος να πάρουν άμεσα όλα εκείνα τα μέτρα που μπορεί να τερματίσουν τον ναζιστικό παροξυσμό που εκτυλίσσεται γύρω μας και τείνει να λάβει ακόμη εκρηκτικότερες διαστάσεις όσο δεν βρίσκει απέναντι του ένα αρραγές ιδεολογικό, θεσμικό, αλλά και ποινικό μέτωπο. Ένα μέτωπο ικανό να αποδείξει ότι υπάρχουν πολύ χειρότερα από τη σημερινή δυσβάσταχτη κρίση, η οποία κάποια στιγμή θα περάσει. Και είναι σίγουρο ότι θα περάσει γρηγορότερα αν απομονωθεί ο πολύπτυχος και εγκληματικός σκοταδισμός που εκφράζει ο ηγετικός πυρήνας της Χρυσής Αυγής.

(Δημοσιεύθηκε στο www.protothema.gr στις 20.9.2013)