Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 6 Απριλίου 2017

Να έμαθε ο Τσίπρας στον Τουσκ πώς «παίζονται οι κουμπάρες»;



«Παιχνίδι χωρίς ειδικούς κανόνες, στο οποίο τα παιδιά παριστάνουν τις νοικοκυρές», είναι η ερμηνεία που δίνει το «Βικιλεξικό» στην έκφραση «παίζουμε τις κουμπάρες» την οποία χρησιμοποίησε ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας στις δηλώσεις που έκανε ενώπιον του προέδρου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, μετά τη συνάντηση που είχαν στο Μέγαρο Μαξίμου.
Χρειάστηκε να καταφύγω στο λεξικό, καθότι, αν και δεν ήταν η πρώτη φορά που την άκουγα, πρέπει να ομολογήσω δεν γνώριζα σε ποιο ακριβώς παιχνίδι αντιστοιχεί η συγκεκριμένη έκφραση. Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι μετά τη διαδικτυακή αναζήτηση που έκανα, αλλά και τις σχετικές ερωτήσεις που υπέβαλα στον περίγυρο μου, δεν μπορώ να πω ότι διαφωτίστηκα επαρκώς για το πως παίζεται.
«Ρώτησε τον Τσίπρα, αυτός θα ξέρει…», ήταν η πιο συχνή απάντηση που έλαβα στα ερωτήματά μου. Ενώ ορισμένοι από εκείνους στους οποίους αποτάθηκα, με μάλλον κακεντρεχή διάθεση, με… προέτρεπαν να καταφύγω στη μετάφραση με την οποία αποδίδεται η πρωθυπουργική έκφραση στα αγγλικά ή στα πολωνικά που είναι η μητρική γλώσσα του Ντ. Τουσκ. Επειδή και το ένα και το άλλο –να ρωτήσω, δηλαδή, τον πρωθυπουργό και να βρω την πολωνική μετάφραση- δεν ήταν εύκολη υπόθεση, προτίμησα να διαβάσω ξανά και ξανά τα όσα ειπώθηκαν στις κοινές δηλώσεις των δύο πολιτικών ανδρών.
«Διαρκώς έχουμε καλά νέα, αλλά στο παρά πέντε βλέπουμε κάποιους να προσπαθούν να μεταφέρουν τα “γκολπόστ”, να μεταφέρουν τον στόχο λίγο παραπέρα. Και επειδή εδώ δεν παίζουμε ένα παιχνίδι, όπως παίζαμε όταν ήμασταν μικροί, που παίζαμε τις “κουμπάρες”, εδώ παίζουμε με το μέλλον ενός ολόκληρου λαού, αυτό πρέπει να σταματήσει», είπε ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Σε άλλη αποστροφή του λόγου του, μάλιστα, ο ίδιος ζήτησε επιτακτικά «να τελειώσει εδώ αυτή η ατέρμονη και ατελείωτη διαπραγμάτευση», δικαιώνοντας όλους όσοι ασκούν κριτική για τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της αξιολόγησης με το επιχείρημα ότι πλήττεται βαρύτατα η ελληνική οικονομία. Διότι, όπως συμπλήρωσε ο άνθρωπος που μέχρι πρότινος χαρακτήριζε «χρήσιμο ηλίθιο» και «υπερασπιστή του ΔΝΤ και του Σόιμπλε» όποιον ψέλλιζε κάτι ανάλογο, «κάθε μέρα που περνάει επιβαρύνει την ελληνική οικονομία και δημιουργεί ζημιές, θα έλεγα, καταστρέφοντας όλα όσα με τόσο μεγάλο κόπο ο ελληνικός λαός έχει καταφέρει και αυτό το δικαίωμα δεν το έχει κανείς».
Θέλοντας, εξάλλου, να αποκτήσει ακόμη πιο δραματική διάσταση ο λόγος του, εμφανίστηκε να δίνει τελεσίγραφο στον συνομιλητή του, ζητώντας σύγκληση της Συνόδου των κρατών-μελών του ευρώ: «Είχα την υποχρέωση να θέσω στον Πρόεδρο τις ανησυχίες μου ότι εάν, παρά τις προβλέψεις, αυτή η συμφωνία δεν επιτευχθεί την ερχόμενη Παρασκευή στο πλαίσιο αυτού του άτυπου οργάνου, του άτυπου οικονομικού διευθυντηρίου της Ευρώπης, του Eurogroup, θα πρέπει να αναληφθούν πρωτοβουλίες σε ένα ανώτερο επίπεδο, ώστε να έχουμε θετική εξέλιξη», είπε.
Με τόσο υψηλούς τόνους, θα περίμενε κανείς από τον Ευρωπαίο αξιωματούχο που βρισκόταν στο απέναντι πόντιουμ να επιδείξει ανάλογη ανησυχία. Δεν είναι, άλλωστε, και το πλέον σύνηθες να στέλνεται ένα τέτοιο τελεσίγραφο. Παραδόξως, όμως, ο πολύπειρος Πολωνός, ο οποίος πρόσφατα αντιμετώπισε την απαίτηση των λαϊκιστών που έχουν τη διακυβέρνηση της χώρας του να μην ανανεωθεί η θητεία του στην προεδρία της ΕΕ, με αποτέλεσμα να είναι οι συμπατριώτες του οι μόνοι από τους 27 που τον καταψήφισαν, αντέδρασε με απόλυτη ψυχραιμία.
Επιστράτευσε ορισμένες μάλλον «παρηγορητικές» διατυπώσεις, όπως το «κάθε ημέρα φτάνουμε πιο κοντά σε μια συμφωνία» ή το «ελπίζω ότι θα είμαστε σε θέση να καταλήξουμε σε μια συμφωνία την Παρασκευή στο Eurogroup». Αλλά ως εκεί. Γιατί κατά τα λοιπά δεν έδειξε να… τρομάζει από την ένταση των λόγων του Αλέξη Τσίπρα ούτε να συμμερίζεται θέσεις, απόψεις και εκτιμήσεις για τα κινούμενα «γκολπόστ» ή το παιχνίδι με τις «κουμπάρες».
«Θέλω να υπογραμμίσω ότι η ευθύνη επίτευξης της συμφωνίας αυτής είναι κάτι το οποίο μοιραζόμαστε όλοι όσοι συμμετέχουμε σε αυτή τη διαδικασία», είπε ο Ντ. Τουσκ. Και με την ίδια ψυχραιμία ξέκοψε τη συζήτηση για σύγκληση έκτακτης Συνόδου, αρνούμενος, όπως με διπλωματικό τρόπο σχολίασε, να απαντήσει επί υποθετικών αρνητικών σεναρίων. «Εγώ θα κάνω τη δουλειά μου, ξέρω τις υποχρεώσεις μου, ξέρω τα εργαλεία που έχω στη διάθεσή μου. Όμως, αυτή τη στιγμή, αυτό που θέλω να κάνω μαζί με τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα είναι να υποστηρίξω τους συναδέλφους μας να φτάσουν σε μια συμφωνία την Παρασκευή», κατέληξε.
Η συγκεκριμένη κατάληξη μού δημιούργησε την υποψία ότι πιθανότατα ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε εξηγήσει στον Πολωνό πολιτικό πως παίζεται το παιχνίδι με τις «κουμπάρες» στην εκδοχή της… σκληρής διαπραγμάτευσης. Δεν ερμηνεύεται αλλιώς ότι, αφενός, δεν είχε καμία απορία για το παιχνίδι και, αφετέρου, επέδειξε τόσο ψύχραιμη απάθεια ακούγοντας το… δραματικό –ή μήπως δραματοποιημένο;- αφήγημα του συνομιλητή του. Σε μια δεύτερη απόδοση, άλλωστε, το «παίζουμε τις κουμπάρες» έχει, πάλι κατά το «Βικιλεξικό», την έννοια του «κοροϊδευόμαστε, αντιμετωπίζουμε ένα θέμα ειρωνικά».

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2017

«Μπλοκάκι» ή εκδρομικός σάκος;



Η πρόσφατη τηλεοπτική εμφάνιση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ήρθε να υπογραμμίσει με τον πλέον εμφαντικό τρόπο την αέναη διαπάλη ανάμεσα στις δύο Ελλάδες: την Ελλάδα της σοβαρότητας, των τεκμηριωμένων θέσεων και της εστίασης στο αποτέλεσμα, που  αντιπαλεύει με την Ελλάδα της μπουρδολογίας, των μεγαλόστομων διακηρύξεων και της επιδίωξης των πρόσκαιρων επικοινωνιακών εντυπώσεων. 
Η εικόνα του πρώην πρωθυπουργού (στον Σκάι) να επιχειρηματολογεί, παραθέτοντας πίνακες με στοιχεία σχεδόν για κάθε τι το οποίο έλεγε, υπήρξε εντυπωσιακή, κυρίως αν επιχειρήσει να την αντιπαραβάλει κανείς με το θέαμα που εμφανίζουν αρκετοί από εκείνους οι οποίοι στελέχωσαν τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν την οκταετία Σημίτη με τα γνωστά αποτελέσματα και της μιας και της άλλης περιόδου.
Τι να πρωτοθυμηθεί κάποιος; Τον υπουργό Οικονομικών της διάδοχης κυβέρνησης ο οποίος άφησε άναυδη τη νυν γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ όταν, κατά τον ισχυρισμό της τελευταίας, κάνοντας λογαριασμούς πάνω στη… χαρτοπετσέτα από το τραπέζι που της παρέθετε, προσπάθησε να την πείσει ότι είχε καταφέρει να σώσει από την παγκόσμια κρίση την ελληνική οικονομία που μερικούς μήνες αργότερα χρεοκόπησε;
Αλλά δεν είναι μόνο η… σημειολογία των λογαριασμών της χαρτοπετσέτας που μπορεί να θεωρηθεί και μεμονωμένο περιστατικό. Είναι, πολύ περισσότερο, το «σύνδρομο του… εκδρομικού σάκου» που φαίνεται να βαρύνει τους περισσότερους ιθύνοντες της ελληνικής οικονομίας κατά την μνημονιακή περίοδο. Το θέαμα της προσέλευσης στις συνεδριάσεις του Ecofin ή του Eurogroup με εκδρομικό σάκο πλάτης αντί για χαρτοφύλακα είναι αποκλειστικά ελληνική πατέντα. Και αποτελεί μάλλον δηλωτικό της νοοτροπίας που διακατέχει όσους ακολουθούν τον συγκεκριμένο ενδυματολογικό κώδικα. 
Με αποκορύφωμα την περίοδο Βαρουφάκη, που η προσέλευση της ελληνικής αντιπροσωπείας περιλάμβανε και την μοναδικότητα των εμφανίσεων στις επίσημες συνεδριάσεις με… τα πουκάμισα έξω από το παντελόνι, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος για τη σκοπιμότητα τέτοιων επιλογών. Όποια εξήγηση, ωστόσο, και αν δοθεί, το μόνο βέβαιο είναι ότι οι… εκδρομικοί τύποι που μας εκπροσωπούν στις Βρυξέλλες και αλλού αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που δεν αρέσκεται στα στοιχεία, απορρίπτει την αντιπαράθεση που βασίζεται σε αυτά και προτιμά την καταφυγή στην ευκολία αστείων επιχειρημάτων του τύπου «οι άνθρωποι είναι πάνω από τους αριθμούς».
Όλοι αυτοί, όπως και όσοι συμπορεύονται μαζί τους, αντιπροσωπεύουν την Ελλάδα που θεωρούσε και θεωρεί τον Κώστα Σημίτη «λογιστάκο». Την Ελλάδα που λοιδορούσε το περιβόητο «μπλοκάκι» στο οποίο ο πρώην πρωθυπουργός κατέγραφε όλα όσα αφορούσαν τη δουλειά τη δική του και των συνεργατών του: σχεδιασμούς, προτεραιότητες, εκκρεμότητες, εξαγγελίες και ό,τι άλλο έπρεπε να υλοποιηθεί εντός ορισμένου χρονικού ορίου.  
Κακά τα ψέματα, η Ελλάδα του Σημίτη δεν ήταν… επίγειος παράδεισος. Χάρις, όμως, και στο πολυσυζητημένο «μπλοκάκι», υπήρξε, από πολλές απόψεις και κυρίως από τη σκοπιά της γενικής ευημερίας των Ελλήνων, η καλύτερη περίοδος από ιδρύσεως του νεοελληνικού κράτους, όπως καταδεικνύουν οι… επάρατοι αριθμοί. Γι’ αυτό, μάλλον μόνον όποιος φοράει παραμορφωτικούς φακούς μπορεί να αρνηθεί ότι η Ελλάδα της περιόδου 1996-2004 ήταν μια χώρα που προσέγγιζε την ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Ήταν, αναμφισβήτητα, η πλέον αισιόδοξη εποχή που βίωσε η χώρα, η οποία, με τα καλά της και τα στραβά της, έβαζε υψηλούς στόχους, πάσχιζε γι΄ αυτούς και τις περισσότερες φορές τούς πετύχαινε. Όση, για παράδειγμα, προπαγανδιστική διαστρέβλωση και αν ασκηθεί από τους αρνητές των αριθμών, η Ολυμπιάδα του 2004 δεν πρόκειται να πάψει να είναι το πιο περίπλοκο εγχείρημα που έφερε εις πέρας η μικρή Ελλάδα. Αν μάλιστα είχαν αξιοποιηθεί καταλλήλως από τους επόμενους τα έργα, τα οποία μαζί με τις συνοδευτικές υποδομές κόστισαν, σύμφωνα με επίσημη μελέτη, περίπου 10 δισ. ευρώ, οι Αγώνες όχι μόνον δεν θα συνέβαλαν στην χρεοκοπία, που εξελίχθηκε πέντε χρόνια μετά, αλλά θα μπορούσαν να την είχαν αποτρέψει.
Σε αντίθεση με τους μάλλον μετριοπαθείς τόνους που χαρακτήρισαν την κριτική την οποία άσκησε ο πρώην πρωθυπουργός στη συνέντευξή του, οι αντιδράσεις από τους επικριτές του υπήρξαν οξύτατες. Δεν προκαλεί, πάντως, εντύπωση ότι οι περισσότεροι από όσους αντέδρασαν στα λεγόμενά του –τωρινοί αλλά και παλαιότεροι κυβερνώντες, κατά βάση- δεν βρήκαν σοβαρά στοιχεία για να τον αντικρούσουν.
Προτίμησαν, έτσι, να οχυρωθούν πίσω από γενικότητες για τα κρούσματα διαφθοράς και διαπλοκής που σημειώθηκαν επί των ημερών του. Λες και η Ελλάδα πριν ή μετά τη δική του εποχή ήταν το απαύγασμα της διαφάνειας ή ότι μετέπειτα τα έργα δεν τα έπαιρναν και τα παίρνουν οι ίδιοι ακριβώς εργολάβοι. Πόσω μάλλον που ο ίδιος όχι μόνον δεν ενεπλάκη προσωπικά σε σκοτεινές υποθέσεις –παρόλο που κάποιοι αετονύχηδες ενθυλάκωσαν μέχρι τη σύνταξη του καθηγητή που είχε παραχωρήσει στο Πάντειο Πανεπιστήμιο- αλλά, οπότε υπέπεσαν στην αντίληψή του καταγγελίες ή στοιχεία, υπήρξε άτεγκτος με τον περίγυρό του.
Για να έχουμε, πάντως, ένα μέτρο των πραγμάτων, αρκεί να δει κανείς τη σύνθεση των επικριτών του: η μεγάλη πλειονότητά τους προέρχεται είτε από την κατηγορία εκείνων που επικρότησαν το άρον – άρον κλείσιμο της Βουλής για να παραγραφούν τυχόν αδικήματα που θα μπορούσαν να βαρύνουν πολιτικούς της επόμενης περιόδου είτε από τις τάξεις όσων τους είχαν συνεπάρει… πρωτότυπες ιδέες όπως το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» και αποκαλούσαν στην αρχή «asset της κυβέρνησης» και εν συνεχεία «ανόητο» τον «διαπραγματευτή με τα πουκάμισα έξω».
Κατά τα φαινόμενα, δεν είναι τυχαία η συμπόρευση των δύο αυτών κατηγοριών. Τους ενώνει η απέχθεια προς τα στοιχεία που μπορεί να είναι καταγεγραμμένα σε «μπλοκάκια» και να εκθέτουν όσους προσέρχονται σε διαπραγματεύσεις με εκδρομικούς σάκους στην πλάτη.

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η διαπραγμάτευση του… Καραγκιόζη



Τον πρώτο καιρό ήταν ο Πούτιν που θα (μας) έστελνε τη μπροστάντζα των 6 δισ. ευρώ για τον αγωγό. Και γι΄ αυτό, αγνοώντας το πάθημα του κακόμοιρου υπουργού Οικονομικών της Κύπρου που είχε μείνει επί μέρες αμανάτι στη Μόσχα περιμένοντας λίγα δανεικά για να αποφύγει η Λευκωσία το δικό της Μνημόνιο, διανύσαμε όλο το πρώτο εξάμηνο του 2015 με το πηγαινέλα στη ρωσική πρωτεύουσα των  κυβερνητικών αποστολών υψηλού επιπέδου.
Μετά ήταν ο Ομπάμα, για τον οποίο, αν και ερχόταν στην Ελλάδα ως απερχόμενος Πρόεδρος, φαντασιώνονταν ότι θα είχε στις αποσκευές του τη ρύθμιση του χρέους που θα μας χάριζαν οι Ευρωπαίοι. Εκείνο, δηλαδή, που δεν είχε κάνει ο Αμερικανός Πρόεδρος σε όλη τη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, κατά την οποία είχε περιοριστεί σε ανέξοδες παροτρύνσεις για περιορισμό της λιτότητας, κάποιοι πίστεψαν ότι θα μπορούσε να το κάνει ως τέως, επειδή θα γοητευόταν –θυμάστε αλήθεια τις αξέχαστες σκηνές στο Μέγαρο Μαξίμου;- από την προσωπικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού.  
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά του Τραμπ και η 20ή Ιανουαρίου που ήταν προγραμματισμένο να εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο έγινε το νέο ορόσημο για τους βαθυστόχαστους αναλυτές του Μεγάρου Μαξίμου που πόνταραν ότι μια από τις πρώτες αποφάσεις του νέου Προέδρου των ΗΠΑ θα ήταν η εντολή για απόσυρση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την Ευρώπη. Μέσα στην παραζάλη της ανοησίας που δέρνει πολλούς από τους ανθρώπους που αποφασίζουν για τις τύχες μας ορισμένοι θεώρησαν και θεωρούν ακόμη ότι θα είναι «λυτρωτικό» να φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα ο μόνος σύμμαχος που έχουμε στη μάχη για την ελάφρυνση του χρέους και που δεν είναι άλλος από το ΔΝΤ.   
Αφού, όμως, διαψεύστηκε και αυτή η αυταπάτη, το κυβερνητικό ρεπερτόριο δεν είχε καμία δυσκολία να αλλάξει αμέσως σκοπό. Όπως αποκάλυψε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου, εναπέθεσαν τις ελπίδες του στην επικράτηση της Ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία, υιοθετώντας ένα απίθανο σκεπτικό που είναι αδύνατο να το χωρέσει ο νους ενός λογικού ανθρώπου. Με εξαίρεση όσους επενδύουν στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να υπάρχει άλλος με σώας τας φρένας που να έχει πιστέψει ότι η αναταραχή στην Ευρώπη και τα διαλυτικά φαινόμενα στην ευρωζώνη που θα προκαλούσε μια ενδεχόμενη νίκη του Βίλντερς θα ήταν προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων.
Απτόητοι και από την άστοχη αυτή πρόβλεψή τους, οι κυβερνώντες και πάλι δεν το βάζουν κάτω. Ελλείψει άλλου «αφηγήματος», εμφανίζονται, πλέον, αποφασισμένοι να βάλουν όλα τα αυγά τους στο καλάθι των γερμανικών εκλογών. Ποντάρουν -και το δηλώνουν δημοσίως ορισμένοι- στην εκλογική νίκη του σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς. Ευελπιστούν ότι έτσι θα απαλλαγούν από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάνοντας την μάλλον  αφελή εκτίμηση ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ασκεί προσωπική πολιτική έναντι της Ελλάδας και δεν υπηρετεί απλώς τα συμφέροντα της χώρας του.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η τακτική αυτή που θυμίζει την περιώνυμη ρήση του Καραγκιόζη «θα με δείρει, θα κουραστεί, θα ιδρώσει, θα αρρωστήσει και στο τέλος θα πεθάνει», επιχειρείται να εμφανιστεί ως μέρος μιας κάποιας διαπραγματευτικής στρατηγικής που κανείς δεν αντιλαμβάνεται που κατατείνει και τι στόχο έχει. Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι καθυστερήσεις έχουν τεράστιο κόστος και μάλιστα διπλό, καθώς από τη μια τρενάρει η πολυπόθητη ανάκαμψη και από την άλλη σε κάθε επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης η θέση της ελληνικής πλευράς είναι πιο αδυνατισμένη, δεν φαίνεται να τους απασχολεί.
Δυστυχώς, τα απανωτά παθήματα της τελευταίας διετίας δεν έχουν γίνει μαθήματα, γιατί οι παθόντες αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Είναι, για παράδειγμα, κωμικοτραγικό να τους ακούς να επιχειρηματολογούν υποστηρίζοντας ότι «η ελληνική υπόθεση είναι μέρος ενός γεωστρατηγικού παιχνιδιού» και, την ίδια ώρα, να διαρρέουν οι ίδιοι στα φιλικά τους μέσα ότι λίγο πριν από την αναχώρηση των εκπροσώπων των θεσμών από την Αθήνα, «τηλεφώνησαν από το Μαξίμου στον Επίτροπο Μοσκοβισί για να διαμαρτυρηθούν επειδή οι τρεις Ευρωπαίοι παρακολουθούσαν άφωνοι την Ντέλια Βελκουλέσκου του ΔΝΤ να μιλάει με ιταμό τρόπο στους Έλληνες υπουργούς».
Η συνέχεια που είχε η τηλεφωνική διαμαρτυρία έγινε γνωστή λίγες μέρες μετά, το βράδυ ενός χαμένου χρονικού οροσήμου, όπως ήταν το Eurogroup της 20ής Μαρτίου. Εκόντες άκοντες, οι Έλληνες υπουργοί έμειναν στις Βρυξέλλες, αφού τους διαμηνύθηκε ότι η άλλη πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς να προηγηθεί συμφωνία. Αλλά και πάλι οι δικοί μας δεν φαίνεται να πτοήθηκαν.
Γιατί δεν πτοούνται; Διότι, όπως έλεγε κι ο σκληρός διαπραγματευτής στο σκετς του Καραγκιόζη, «θα μας δείρουν, θα κουραστούν, θα ιδρώσουν, θα αρρωστήσουν και στο τέλος θα πεθάνουν». Δεν είναι αυτό επιτυχής διαπραγμάτευση;

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

«Βοήθα με φτωχέ μου…»



            Να είναι άραγε μια ακόμη επικοινωνιακή πομφόλυγα από αυτές που μας έχουν συνηθίσει να εκστομίζουν με περισσή ευκολία οι κυβερνώντες;  Ή μήπως ανέβλεψαν αίφνης το φως το αληθινό μπροστά στο φάσμα της επερχόμενης εξαΰλωσης του ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τη συντριπτική ήττα που υπέστη το κόμμα Ντάισελμπλουμ στις ολλανδικές εκλογές;
Τα ερωτήματα αφορούν τη συζήτηση περί συναίνεσης που επεχείρησαν να ανοίξουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο άλλοτε επικεφαλής της ΣΥΡΙΖΑϊκής προπαγάνδας και νυν υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης, με την έκφραση απόψεων για υποστήριξη από ευρύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των μέτρων που προτίθεται να πάει η κυβέρνηση στη Βουλή όταν… δεήσει να κλείσει τη διαβόητη δεύτερη αξιολόγηση.
Όπως και να έχει, είναι απορίας άξιο το πόσο καλύτερα θα αισθανθούν οι συμπολίτες μας αν στη νέα μείωση του αφορολογήτου και στο καινούργιο πετσόκομα των συντάξεων, μαζί με τις ψήφους του Μπαλαούρα, του Μανιού, του Κατσίκη και του Παπαχριστόπουλου, προστεθούν και μερικές αντιπολιτευόμενες ή και όλες. Όπως και το τι άλλαξε επειδή την περιβόητη «εφάπαξ… 13η σύνταξη» του περασμένου Δεκεμβρίου, εκτός από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, την ψήφισαν η Χρυσή Αυγή, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το ΚΚΕ, αλλά όχι η ΝΔ, που είπε «παρών», και το Ποτάμι με την Ένωση Κεντρώων, που απείχαν από την ψηφοφορία.
Εκείνο, όμως, για το οποίο δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες είναι ότι η προσδοκία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βρεθούν βουλευτές της αντιπολίτευσης οι οποίοι θα υπερψηφίσουν τα επερχόμενα μέτρα, θυμίζει τον εύπορο τύπο που, κατά τη γνωστή λαϊκή παροιμία, ζητούσε τη συνδρομή των οικονομικά αδύναμων συνανθρώπων του, με την έκκληση «βοήθα με φτωχέ μου, να μη σου μοιάσω».
Φαίνεται πως μάλλον παρεξήγησαν τη στάση που τήρησαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης το καλοκαίρι του 2015, όταν μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί η χώρα εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου έδωσαν χωρίς όρους και προϋποθέσεις τη στήριξή τους στο τρίτο και τρισχειρότερο Μνημόνιο που υπέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας.
Ηθελημένα ή μη οι κυβερνώντες εμφανίζονται να αγνοούν πόσο διαφορετικές είναι οι πολιτικές συνθήκες. Δείχνουν να μην κατανοούν ότι το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει τότε ο κ. Τσίπρας έχει πλέον κατασπαταληθεί. Καθώς οι αυταπάτες που επικαλούνταν αποδείχθηκε ότι δεν ήταν παρά απλά και ξεκάθαρα ψέματα τα οποία πλέον δεν τα ακούνε ούτε εκείνοι που τον πίστεψαν και τον ψήφισαν.
Είχε δεσμευτεί να μην πάει σε εκλογές και πήγε αμέσως μόλις απέσπασε την ψήφο της αντιπολίτευσης. Σα να μην έφθανε αυτό, στη συνέχεια τους εγκαλούσε επειδή ψήφισαν τη συμφωνία που εκείνος είχε συνάψει. Ενώ τους υποδείκνυε, αν όχι ως βασικούς ενόχους, σίγουρα ως συνενόχους για τα μέτρα της σκληρής λιτότητας που ο ίδιος είχε συνομολογήσει. Και τα έκανε ακόμη σκληρότερα με το παιχνίδι των καθυστερήσεων που έπαιξε ακολούθως και το οποίο συνεχίζει να παίζει.
Σε πείσμα, πάντως, των ψευδαισθήσεων που μπορεί να καλλιεργούνται από διάφορους «πονηρούς» στο κυβερνητικό στρατόπεδο ή στις δυνάμεις που, κρυφά ή φανερά, συνοδοιπορούν μαζί τους, αυτή τη φορά δεν πρόκειται να βρεθούν «κορόιδα» που θα γίνουν χορηγοί στην παραμονή στις υπουργικές πολυθρόνες του Σκουρλέτη, του Κουρουμπλή και όλων των υπολοίπων.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αυτή η κυβέρνηση μόνον σε κορόιδα μπορεί να βρει συνδρομή. Είναι, άλλωστε, μια κυβέρνηση η οποία ήρθε στην εξουσία καλλιεργώντας μισαλλοδοξία και διχασμό –«ή εμείς ή αυτοί», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ήταν τα βασικά προεκλογικά συνθήματα τους. Και το χειρότερο είναι ότι παραμένουν στο ίδιο διχαστικό μοτίβο και αφού κατέκτησαν την εξουσία τους.
Κύριο μέλημα τους, άλλωστε, δεν είναι να επιχειρηματολογήσουν για τα δικά τους –λέμε τώρα…- επιτεύγματα. Μεγαλύτερο ζήλο δείχνουν και εντονότερες προσπάθειες καταβάλλουν για να πείσουν πόσο οι «άλλοι» συμφωνούν με το «κακό» ΔΝΤ, που, την ίδια ώρα, τόσο ο υπουργός Οικονομικών με επιστολές όσο και ο πρωθυπουργός με τηλεφωνήματα στην Κριστίν Λαγκάρντ, εκλιπαρούν να μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα και να είναι καλό μαζί τους…
Για όποιον, λοιπόν, δεν τρέφει αυταπάτες, είναι η ίδια η κυβέρνηση που δεν θέλει τη συναίνεση. Δεν τη θέλει διότι στην πραγματικότητα δεν την αντέχει. Είναι μια κυβέρνηση που συγκροτήθηκε με εμφυλιοπολεμικό πνεύμα. Και που μόλις εκλείψει αυτό το πνεύμα θα εκλείψουν και οι λόγοι για τους οποίους κατάφεραν να γίνουν πλειοψηφία ιδέες και πρόσωπα που ήταν επί δεκαετίες στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Και εκεί προώρισται να επιστρέψουν.
Ακόμη και στην περίπτωση που βρισκόταν λίγοι ή περισσότεροι «πτωχοί τω πνεύματι» για να τους συνδράμουν να περάσουν –όπως, όπως- τον κάβο της τρέχουσας αξιολόγησης που έχουν μπροστά τους, ο τελικός προορισμός θα είναι ο ίδιος: η πολιτική χρεωκοπία ως συνέπεια της αλόγιστης κατασπατάλησης του συσσωρευμένου κεφαλαίου.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Αλίμονο στην πραγματικότητα!



            Στις κανονικές χώρες που διαθέτουν κανονικές κυβερνήσεις οι συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου είναι κάτι το σύνηθες. Και παρά ταύτα οι επικεφαλής τους προετοιμάζονται γι΄ αυτές, πολύ περισσότερο όταν φωνάζουν τις κάμερες για να κάνουν πανηγυρικές διακηρύξεις.
Στη χώρα μας που το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει τόσο σπάνια -μια φορά το εξάμηνο και αν…-, το λιγότερο που θα περίμενε κανείς είναι οι συνεδριάσεις του κορυφαίου αυτού θεσμικού οργάνου να ήταν τουλάχιστον καλά οργανωμένες και ακόμα καλύτερα προγραμματισμένες οι ομιλίες του πρωθυπουργού.
Επειδή, όμως, η Ελλάδα ούτε κανονική χώρα είναι –γιατί αν ήταν διοικούμενοι και διοικούντες δεν θα συμπεριφέρονταν με τον τρόπο που συμπεριφέρονται-, ούτε κανονική κυβέρνηση διαθέτει –γιατί αν διέθετε η συντριπτική πλειονότητα όσων κάθονται τώρα σε υπουργικούς θώκους ούτε στον προθάλαμο των υπουργικών γραφείων δεν θα πλησίαζαν-, όλα γίνονται στο πόδι και τίποτε δεν είναι αποτέλεσμα ουσιαστικού σχεδιασμού.
Στο «τσάτρα πάρτα» αποφασίζεται ότι η αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου θα γίνει το ντεκόρ για να εκφωνήσει ο πρωθυπουργός  έναν… «δεκάρικο» που συνέταξε στο «άψε σβήσε» ο λογογράφος του, κοτσάροντας διάφορους εξυπνακισμούς, για «βιολιά», «παράφωνους σκοπούς» και «μουσικές» που «είμαστε πια σε θέση, ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, να συνθέσουμε εμείς».
Υπό αυτή την έννοια, η κολοσσιαία γκάφα με την πρωθυπουργική αναγγελία της επελθούσας ανάπτυξης που διαψεύστηκε πριν καν τελειώσει το πανηγύρι το οποίο στήθηκε στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου, δεν συνιστά «απλή αστοχία υλικού», όπως μπορεί να συμπεράνει όποιος θελήσει να την απομονώσει από τα συμφραζόμενα που συγκροτούν τον ιδιότυπο τρόπο διακυβέρνησης που ακολουθείται τους τελευταίους 26 μήνες.
Είτε αντιμετωπιστεί ως συμπτωματικό γεγονός η διάψευση των πρωθυπουργικών βερμπαλισμών από την ΕΛΣΤΑΤ, στην οποία κανείς από την κυβέρνηση δεν σκέφθηκε να απευθυνθεί προτού να συνταχθεί το κείμενο της επίμαχης ομιλίας, είτε υιοθετηθεί το σενάριο που θέλει πίσω από όλα αυτά να κρύβεται το χάσμα που χωρίζει το Μέγαρο Μαξίμου από το υπουργείο Οικονομικών, μικρή σημασία.
Άλλωστε, και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που αναδύεται από τη σπουδή του Αλέξη Τσίπρα να καταφύγει στον επικό ισχυρισμό ότι «μετά από επτά χρόνια σχεδόν καταστροφικής ύφεσης, η χώρα έχει επιστρέψει ήδη σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης» είναι το συμπίλημα από αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις που παρουσιάζεται άλλοτε ως προεκλογικό πρόγραμμα και τώρα ως κυβερνητικό σχέδιο.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι η πραγματικότητα διαψεύδει τη μια με την άλλη τις εκτιμήσεις τους, όπως ευθαρσώς ομολόγησε πρόσφατα ο τέως υπουργός Νίκος Φίλης στο ανώτερο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, οι κυβερνώντες απτόητοι εξακολουθούν να υποτιμούν τη νοημοσύνη των πολιτών οι οποίοι τους έδωσαν την πλειοψηφία επειδή πίστεψαν τα πιο απίθανα πράγματα που έχουν πει ποτέ πολιτικοί.
Τι να ξεχωρίσει κανείς; Το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» του παρελθόντος; Ή τις πρόσφατες προπαγανδιστικές αρλούμπες για «την απομόνωση του Σόιμπλε» και «το τέλος της λιτότητας» που κηρύχθηκε από την ΕΡΤ μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και τη συμφωνία της ελληνικής πλευράς –διά στόματος του «αριστερού»… συνιστωσιάρχη Ευκλείδη Τσακαλώτου- να μειωθεί το αφορολόγητο και να περικοπούν οι συντάξεις.
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, δυστύχημα δεν είναι αυτές καθεαυτές οι διαψεύσεις των κυβερνητικών εκτιμήσεων. Είναι, πολύ περισσότερο, η άρνησή τους -ή μήπως η αδυναμία από την πολυετή άσκηση στην ευκολία του να λες ό,τι νά ‘ναι- να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Με αποτέλεσμα κανένα από τα παθήματα να μη γίνεται μάθημα. Και να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά η ίδια τακτική της διαστροφής της πραγματικότητας.
Είδατε, για παράδειγμα, να αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη για τα όσα απατηλά υποστήριξε ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο περί της ανάπτυξης; Κανείς απολύτως. Υπήρξε κάποια διαρροή για επίπληξη εκείνου ή εκείνων που μπορεί να τον παρέσυραν σε αυτό το μνημειώδες ατόπημα που πλήττει την αξιοπιστία του; Ούτε κατά διάνοια.
Ακούστηκε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας να απολογείται ή, έστω, να εκφράζει τη λύπη του όταν την επομένη και την μεθεπομένη εμφανίστηκε δημοσίως; Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το μόνο για το οποίο φρόντισαν όσοι τον περιβάλουν ήταν να μιλήσει σε «προστατευμένο» περιβάλλον για να μην πέσει σε κανέναν… ενοχλητικό δημοσιογράφο που θα τον ρωτούσε σχετικά;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά. Διότι έπειτα από δύο χρόνια διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όλοι πλέον ξέρουμε ότι, από την εποχή που στη χώρα αποθεωνόταν η βαρουφάκειος «δημιουργική ασάφεια», το μοναδικό δόγμα στο οποίο παραμένουν σταθεροί οι άνθρωποι που απαρτίζουν τη σημερινή εξουσία είναι τούτο: Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί τους, αλίμονο στην πραγματικότητα!
Υ.Γ.: Για να μην τα βλέπουμε όλα… μαύρα, πάντως, πρέπει να σημειώσουμε και κάτι θετικό που συνέβη επί των ημερών της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ: το ποσοστό όσων πιστεύουν πως «μας ψεκάζουν» υποχώρησε και από το 33,3% που το είχε βρει η εταιρία μετρήσεων Metron Analysis τον Οκτώβριο του 2013, τον Φεβρουάριο του 2017 ο ερευνητικός οργανισμός «διαΝΕΟσις» το κατέγραψε στο 26,5%. Είναι και αυτό μια κάποια πρόοδος. Δεν συμφωνείτε;

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Οι οικονομικοί δείκτες είναι… ξεροκέφαλοι



            Όσο ενοχλητικό και αν είναι το πρωινό ξύπνημα όταν γίνεται από τους ήχους των μαστόρων που καλουπώνουν στο διπλανό οικόπεδο για να κτίσουν μια καινούργια οικοδομή, η σκέψη και μόνο ότι –επιτέλους!- κάτι κινείται στην οικονομία είναι παρηγορητική.
Η παρηγοριά, ωστόσο, δεν κρατάει πολύ, γιατί καθώς ξεκινάς την ενημέρωση της ημέρας «σκοντάφτεις» πάνω στην είδηση που λέει: «Έπεσε πάλι ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος. Η αβεβαιότητα “ρίχνει” εμπόριο και κατασκευές». Πρόκειται για είδηση που στηρίζεται στα στοιχεία του Ινστιτούτου Βιομηχανικού Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με τα οποία «μετά την πρόσκαιρη σταθεροποίησή του στις 95,1 μονάδες στην αρχή του τρέχοντος έτους, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχωρεί σημαντικά τον Φεβρουάριο, στις 92,9 μονάδες, φτάνοντας στο επίπεδο όπου βρέθηκε και τον προηγούμενο Νοέμβριο».
Κι όσο και αν θέλει κάποιος να παρακάμψει αυτό το «καμπανάκι», δεν είναι εύκολο να το κάνει, αφού έρχεται την επομένη από την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος ότι οι εκροές των καταθέσεων τον μήνα Ιανουάριο έφθασαν στα 1,567 δισ. ευρώ και συνολικά οι αποταμιεύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2001. Πίσω στην ίδια χρονιά, δηλαδή στο 2001, πρέπει να πάει κανείς για να βρει τόσο αρνητικό ισοζύγιο στην απασχόληση -απολύσεις έναντι προσλήψεων- όσο σημειώθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της «Εργάνης» που με καθυστέρηση επέτρεψε η κυβέρνηση να ανακοινωθούν τις προηγούμενες ημέρες.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει ως απολύτως τυχαία και εντελώς συμπτωματική την αρνητική τροχιά που πήραν οι τρεις αυτοί τόσο σημαντικοί δείκτες. Με παροιμιώδη αμεριμνησία και απόσταση από αυτό που όλοι οι υπόλοιποι αισθανόμαστε, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι «οσονούπω θα τρίβουμε τα μάτια» από την ανάκαμψη. Επικρίνοντας ως συμμάχους των εχθρών του λαού και της χώρας όλους όσοι δεν συμμερίζονται τις εξακολουθητικές αυταπάτες που καλλιεργεί ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ο ίδιος που πριν από ένα χρόνο (Star 1.3.2016) έλεγε: «Το Πάσχα θα έρθει μαζί με την ανάσταση της ελληνικής οικονομίας».
Βρισκόμαστε ήδη ενόψει του επόμενου Πάσχα, αλλά η… ανάσταση της ελληνικής οικονομίας μοιάζει ακόμη οραματική προοπτική. Και το πιθανότερο είναι ότι έτσι θα μείνει. Για όσο τουλάχιστον η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός εξακολουθούν να διακατέχονται από την ίδια νοοτροπία που είχαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Την νοοτροπία που τους υπαγορεύει να κάνουν τα περισσότερα από όσα κάνουν μόνον όταν έχουν το πιστόλι στον κρόταφο και το διακύβευμα της άρνησης τους είναι η διακινδύνευση της παραμονής τους στις καρέκλες της εξουσίας.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, δύο γεγονότα από την επικαιρότητα των ημερών, που είχαν ως πρωταγωνιστή τον τέως υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, μαρτυρούν ότι η απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος αργεί. Και ενδεχομένως δεν θα έρθει ποτέ. Πόθεν προκύπτει αυτό το συμπέρασμα; Από το γεγονός ότι οι ιθύνοντες της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι «άναψαν κόκκινο», απαγορεύοντας(!) την κατάθεση ερώτησης για τα εξοπλιστικά που προωθούσε ο κ. Φίλης, δεν είχαν καμία δυσκολία να εγκρίνουν άλλη ερώτηση, με συνυπογράφοντα τον ίδιο, που αφορούσε στις αρχαιολογικές έρευνες που πρέπει να προηγηθούν προτού να αρχίσουν τα έργα ανάπλασης στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού.
Ο δικαιολογητικός ισχυρισμός πως δήθεν δεν ήταν κυβερνητική επιλογή η απαίτηση να καθυστερήσει και άλλο η έναρξη των εργασιών στο Ελληνικό, κατέρρευσε υπό το βάρος της αποκάλυψης ότι ο κανονισμός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ –κόντρα στη ρητή συνταγματική επιταγή σύμφωνα με την οποία «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση»- δεν επιτρέπει στα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης να καταθέτουν ερωτήσεις χωρίς… άδεια «άνωθεν». Άρα, για ό,τι λένε και ό,τι κάνουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στην κυβερνητική ηγεσία που, κατά τα φαινόμενα, είναι εκείνη που δίνει ή δεν δίνει το «πράσινο φως» για τις πρωτοβουλίες των βουλευτών.
Με αυτά και με πολλά άλλα, λοιπόν, η χώρα παραμένει καθηλωμένη. Επειδή η ηγεσία της κυβέρνησης δεν εννοεί να απαλλαγεί από την καλλιέργεια της ψευδαίσθησης πως δήθεν διαπραγματεύεται. Παρόλο που έχει αποδειχθεί περίτρανα ως τώρα ότι ο τρόπος της διαπραγμάτευσης που ακολουθεί μόνον σε ήττες και διαψεύσεις έχει οδηγήσει. Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα διηνεκή capital controls ή το διαβόητο Υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων; Τις περικοπές των συντάξεων που έγιναν και αυτές που έρχονται ή τους «κόφτες» και τη διαιώνιση των στόχων για υψηλά πρωτογενή ελλείμματα που αφαιρούν για πολλά χρόνια την δημοσιονομική διαχείριση από την ελληνική πολιτική τάξη;
Βλέπετε, οι… άτιμοι δείκτες που είτε αφορούν στο γενικό οικονομικό κλίμα είτε καταγράφουν το ύψος των καταθέσεων και τα επίπεδα της απασχόληση είναι… ξεροκέφαλοι. Και δεν υπακούουν στις κυβερνητικές εντολές. Ούτε επηρεάζονται από την κυβερνητική προπαγάνδα για το «τέλος της λιτότητας». Γι΄ αυτό και το πιθανότερο είναι ότι, δυστυχώς, τον πρωινό μας ύπνο δεν θα τον διακόπτουν ήχοι μαστόρων. Τουλάχιστον όχι τόσο συχνά όσο απαιτείται για να σταλεί το ειλικρινές μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία πήρε και πάλι μπροστά. Με ιδιωτικές επενδύσεις. Και όχι με διορισμούς στο δημόσιο και περισσότερα συσσίτια που φαίνεται να είναι στις κυβερνητικές προτεραιότητες.