Παρακολουθώ με –κοινωνιολογικό,
κυρίως- ενδιαφέρον την ασυγκράτητη μεμψιμοιρία στην οποία επιδόθηκαν πάμπολλοι
συμπολίτες μας από την επομένη του αποκλεισμού της Εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου από
την επόμενη φάση του Μουντιάλ και την αδυναμία της να προκριθεί στις 16
καλύτερες ομάδες του πλανήτη.
Οι ίδιοι, κατά βάση, που αποθέωναν
μέχρι την παραμονή του αγώνα παίκτες και προπονητή, έσπευσαν πρώτοι να σηκώσουν
την πέτρα του αναθέματος. Με την ίδια ευκολία που είχαν καταδικάσει την ομάδα
αμέσως μετά το ατυχές αποτέλεσμα με την Κολομβία και λίγες μέρες μετά και την
οριακή νίκη επί της Ακτής Ελεφαντοστού μιλούσαν για το… πεπρωμένο της φυλής που
θα μας οδηγούσε στο να «σηκώσουμε το τιμημένο», άρχισαν να μοιράζουν ευθύνες.
Δεν είναι κακό να γίνεται κριτική.
Άλλωστε, οι περισσότεροι που αγαπούν το ποδόσφαιρο γι΄ αυτό το βλέπουν είτε από
τις εξέδρες είτε από τις τηλεοράσεις. Για να κάνουν τους προπονητές του… καναπέ
και να έχουν άποψη για όλα όσα γίνονται εντός και εκτός των αγωνιστικών χώρων.
Άλλο, όμως, η κριτική και άλλο η –ανθρωποφαγικών διαστάσεων- μικρόψυχη
μεμψιμοιρία που ακολούθησε το παιχνίδι της Κυριακής.
Για κάποιους όλη την ευθύνη για τον αποκλειστικό από την
Κόστα Ρίκα την έχει ο Σάντος και μόνον ο Σάντος. Πορτογάλος γαρ, άρα όχι και
τόσο… «ελληνόψυχος». Για άλλους φταίει ο… γάμος του Παπασταθόπουλου, ακόμη και
η… πεθερά του. Για να μην θυμηθούμε την άθλια καμπάνια εις βάρος του Κατσουράνη
που είχε ξεκινήσει λίγες μέρες νωρίτερα και επεκτάθηκε σαν την… πανούκλα στο
Διαδίκτυο.
Σε κανενός από όλους αυτούς το μυαλό δεν πέρασε το πολύ απλό:
ότι τόσο αξίζαμε και τόσο πήραμε. Η χώρα μας δεν είναι και δεν μπορεί να γίνει
σε προβλεπτό διάστημα σταθερή ποδοσφαιρική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο. Έχει
για τα διεθνή δεδομένα μικρομεσαίους ποδοσφαιριστές που μπορούν να πάνε λίγο
καλύτερα ή λίγο χειρότερα από την πραγματική αξία τους. Αλλά όσο και αν
υπερβάλουν εαυτούς όταν παίζουν με τα εθνικά χρώματα, το ποδοσφαιρικό θαύμα του
2004 δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται εσαεί.
Δεν θα με απασχολούσε το ζήτημα, αν
είχα την πεποίθηση ότι αυτό που συμβαίνει μετά την ατυχή έκβαση του αγώνα με
την Κόστα Ρίκα είναι ένα φαινόμενο που περιορίζεται μόνο στα ποδοσφαιρικά
πράγματα. Με απασχολεί, όμως, επειδή, ατυχώς, επεκτείνεται σε όλους τους τομείς
της δημόσιας σφαίρας. Και συνάμα αποτελεί τη συνήθη δικαιολογητική βάση για την
προσωπική αποτυχία σε υπερφίαλους στόχους.
Πρόκειται, δυστυχώς, για ένα εκτεταμένο φαινόμενο που
αποτυπώνει μια διάχυτη νοοτροπία η οποία διατρέχει ένα πολύ μεγάλο μέρος της
ελληνικής κοινωνίας. Το μέρος εκείνο που δεν έχει –και δεν θέλει να έχει-
επίγνωση της ορθολογικής διάστασης των πραγμάτων, είτε αυτά είναι πολιτικά,
είτε οικονομικά, είτε κοινωνικά.
Είναι η ίδια νοοτροπία που δημιουργεί την πεποίθηση σε
πολλούς συνέλληνες ότι το μνημόνιο έφερε τη χρεοκοπία και όχι η χρεοκοπία το
μνημόνιο. Μια πεποίθηση που εδράζεται στην απολύτως βολική ερμηνεία της
απόσεισης των δικών μας συλλογικών και ατομικών ευθυνών και της μετάθεσης τους
σε άλλους. Έκφραση της ίδιας νοοτροπίας αποτελεί, εξάλλου, η απαίτηση να μας
χαρίσουν τα χρέη μας ευρωπαϊκές χώρες με χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο από το δικό
μας.
Είναι, σε μια άλλη διάσταση, η ίδια νοοτροπία που αποδίδει
την αποτυχία των μαθητών της Α΄ Λυκείου στην Τράπεζα Θεμάτων από την οποία
επελέγησαν τα (μισά…) θέματα των εξετάσεων που διαγωνίστηκαν όλοι οι μαθητές.
Προφανώς, ούτε που περνάει από το μυαλό όλων αυτών που βάλουν κατά του τρόπου
εξέτασης ότι οι εξετάσεις δεν γίνονται για να είναι όλοι αριστούχοι, αλλά για
να ξεκαθαρίσουν οι καλύτεροι από τους λιγότερους καλούς.
Από το ποδόσφαιρο, λοιπόν, ως το μνημόνιο και από το δημόσιο
χρέος ως την Παιδεία, οι νοοτροπίες είναι ίδιες και απαράλλακτες. Η συλλογική
μεμψιμοιρία και η συνακόλουθη αναζήτηση αποδιοπομπαίων τράγων φαίνεται ότι
αποτελεί το εθνικό μας σπορ. Ένα σπορ που
τις περισσότερες φορές λειτουργεί ως βολικό άλλοθι για να αρνούμαστε την
πραγματικότητα. Και, βεβαίως, να μην πασχίζουμε να την αλλάξουμε. Αφού πάντα
οι… άλλοι –οι «κακοί»- φταίνε.