Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2012

Η δημοσιότητα και το «κόρακας κοράκου…»

Η ανακίνηση του ζητήματος με την εμπλοκή πολιτικών σε υποθέσεις διαφθοράς και παράνομου πλουτισμού ορισμένων εξ αυτών, φέρνει στο προσκήνιο μια χρόνια παθογένεια της ελληνικής Δημοκρατίας που δεν είναι άλλη από την αδυναμία αποτελεσματικής λειτουργίας των ελεγκτικών θεσμικών της Πολιτείας.
Ο επί δεκαετίες προσχηματικός τρόπος υποβολής των ετήσιων δηλώσεων «πόθεν έσχες», σε συνδυασμό με τη διαχρονική ατιμωρησία, έχουν, δυστυχώς, προκαλέσει ένα αδιαπέραστο υπόστρωμα καχυποψίας στην ελληνική κοινωνία, η οποία, βοηθούσης και της οικονομικής κατάρρευσης, είναι έτοιμη να πιστέψει κάθε πιθανή και απίθανη καταγγελία που στρέφεται κατά οποιουδήποτε εκπροσώπου του πολιτικού κόσμου και κυρίως κατά όσων ανήκουν στα κόμματα που άσκησαν εξουσία τα προηγούμενα χρόνια. 
Το κλίμα επιβαρύνεται από μια σειρά «θεσμικά εμπόδια», όπως ο νόμος περί ευθύνης υπουργών και το πλαίσιο της βουλευτικής ασυλίας, που επιβραδύνουν τις έρευνες, ενώ περιπλοκές και καθυστερήσεις προκαλεί και το πολυδαίδαλο «κουβάρι» των ελεγκτικών αρχών που εμπλέκονται στη διερεύνηση των υποθέσεων: ΣΔΟΕ, τακτική Δικαιοσύνη, οικονομικοί εισαγγελείς και Επιτροπή της Βουλής για τα οικονομικά βουλευτών και κομμάτων.
Μοιραία, λοιπόν, το ζήτημα μεγεθύνεται, οι υποψίες γενικεύονται και η οργή της κοινής γνώμης στρέφεται κατά δικαίων και αδίκων, αφού, όπως και σε πολλά άλλα ζητήματα, οι θεσμοί της Πολιτείας δεν λειτουργούν, οι ευθύνες δεν εξατομικεύονται για τους πραγματικά υπευθύνους και το πολιτικό σύστημα αποσταθεροποιείται στο σύνολό του.
Σε έναν «ουδέτερο» πολιτικό χρόνο όλα αυτά μπορεί να είχαν μικρότερη σημασία από αυτή που προσλαμβάνουν στην παρούσα συγκυρία, καθώς το πιθανότερο είναι ότι σύντομα αρκετές από τις φοβερές καταγγελίες θα… ξεχαστούν, είτε επειδή θα καταπέσουν, είτε γιατί θα αποδειχθεί ότι αφορούν μια μικρή μειοψηφία του πολιτικού κόσμου, αντίστοιχη με αυτή που υπάρχει σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και, αν θέλετε, σε όλες τις κοινωνίες.
Η κατάσταση, όμως, διαφοροποιείται σε αυτή τη φάση, καθώς η βαριά σκιά της καχυποψίας που δημιουργείται πάνω από τη Βουλή, προκαλεί πολιτικό αναβρασμό σε μια οριακή στιγμή για την πολιτική σταθερότητα, πριν καν συμπληρωθούν 100 μέρες από τη συγκρότηση της τρικομματικής κυβερνητικής συνεργασίας, αλλά και την παραμονή της λήψης των νέων επώδυνων μέτρων περικοπής μισθών, συντάξεων και επιδομάτων.
Η κίνηση εκτόνωσης από την πλευρά του προέδρου της Βουλής Ευάγγελου Μεϊμαράκη να απόσχει από τα καθήκοντα του μέχρις ότου διαλευκανθούν οι εις βάρος του καταγγελίες για εμπλοκή σε «ξέπλυμα χρήματος» μέσω αγοραπωλησιών ακινήτων, δείχνει αίσθημα πολιτικής ευθιξίας, δεν λύνει, όμως, το πολιτικό ζήτημα που δημιουργείται με την «στοχοποίηση» ενός ανώτατου πολιτικού παράγοντα.
Γι΄ αυτό και δικαίως κατά την άποψή μου ο πολύπειρος πρώην πρόεδρος της Βουλής Απόστολος Κακλαμάνης εγκάλεσε τον υπουργό Οικονομικών Γιάννη Στουρνάρα για το έγγραφο που έστειλε στη Βουλή και το οποίο «άνοιξε τον ασκό του Αιόλου» με τη διατύπωση ότι το ΣΔΟΕ ελέγχει 32 υποθέσεις εμπλοκής πολιτικών, χωρίς να τους κατονομάσει.
«Ποια αξία θα έχει για τη χειραγωγούμενη κοινή γνώμη η ψήφος υπέρ των μέτρων οποιουδήποτε στιγματιζόμενου ανευθύνως βουλευτή, όταν οι απλοί πολίτες θα αμφιβάλλουν αν είναι καρπός πατριωτικής επιλογής και όχι συναλλαγής ή εκβίασης, όπως η 5η φάλαγγα θα διαρρέει και η κοινή γνώμη θα είναι πρόσφορη να πιστέψει;», είναι το εύλογο ερώτημα που έθεσε ο κ. Κακλαμάνης.
Υπό αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένο ότι η απαίτηση για ταχεία διερεύνηση των επίμαχων υποθέσεων, μάλλον δεν πρόκειται να βρει πρόσφορο έδαφος, η μόνη λύση του «δράματος» για να διασωθεί, έστω, ένα μέρος  από την χαμένη τιμή του πολιτικού κόσμου είναι η πλήρης διαφάνεια. Να δοθούν, δηλαδή, όλες οι λίστες των εκκρεμών υποθέσεων στη δημοσιότητα και να δημοσιοποιηθούν όλα τα ονόματα των εμπλεκομένων, όπως και το σύνολο των καταγγελιών που ερευνώνται και των στοιχείων που υπάρχουν.
Ό,τιδήποτε άλλο, καλώς ή κακώς, θα ρίξει «νερό στο μύλο» όσων αρέσκονται στις θεωρίες της συγκάλυψης των ισχυρών και ασπάζονται τη λογική του… «κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Γιατί αυτό το πακέτο πρέπει να είναι το τελευταίο

           Πληθαίνουν τα σενάρια στον διεθνή Τύπο και ταυτόχρονα αυξάνονται μέρα με τη μέρα οι επίσημες φωνές που θέλουν να έχουν ημερομηνία λήξης η μονομερής αυστηρή λιτότητα και η αδυσώπητη ύφεση που τη συνοδεύει και έχουν οδηγήσει σε απόγνωση το σύνολο σχεδόν της ελληνικής κοινωνίας, η οποία καλείται να πληρώσει ένα ακόμη βαρύ τίμημα με το επικείμενο πακέτο περικοπών των 11,5 δισ. ευρώ.
Η επίμονη άποψη της Γερμανίδας καγκελαρίου Άνγκελας Μέρκελ, σύμφωνα με την οποία ο μόνος τρόπος να μειωθούν τα δημόσια χρέη χωρών της Ευρώπης είναι με την πολιτική των περικοπών, φαίνεται να κάμπτεται. Και τον επόμενο μήνα που θα γίνει η επόμενη Ευρωπαϊκή Σύνοδος Κορυφής θεωρείται πολύ πιθανό ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες θα καταλήξουν σε αποφάσεις που θα «δώσουν ανάσες» σε χώρες όπως η Ελλάδα, που βρίσκονται ακόμη μέσα στην περιδίνηση της κρίσης.
Υπό την πίεση της αλλαγής των ευρωπαϊκών συσχετισμών, αλλά και ενώπιον του κινδύνου να αρχίσει η διάλυση της ευρωζώνης, προοπτική που δεν θα αφήσει καμία χώρα αλώβητη, διαφαίνεται μια στροφή του Βερολίνου σε θέσεις που πριν από έναν χρόνο φάνταζαν αδιανόητες.
Μετά τις πρόσφατες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που έδειξαν τη βούληση της ευρωπαϊκής ηγεσίας να λάβει, επιτέλους, μέτρα για την ανακούφιση των υπερχρεωμένων χωρών του Νότου, ανοίγει σιγά- σιγά η συζήτηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο και για την πολυθρύλητη επιμήκυνση του δημοσιονομικού κανόνα, ώστε να μετατεθεί χρονικά ο στόχος για τον περιορισμό των ελλειμμάτων σε επίπεδο κάτω του 3%, που, ας μην ξεχνάμε, ότι ήταν ένας από τους όρους της Συνθήκης του Μάαστριχτ.
Παρά ταύτα, ωστόσο, η χώρα μας, αν και από όλους αναγνωρίζεται ότι τα τελευταία δυόμισι χρόνια έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την εξυγίανση των οικονομικών της, εξακολουθεί να παραμένει δέσμια του υπερβολικού χρέους που συσσωρεύτηκε την προηγούμενη περίοδο, όπως και των αξεπέραστων, λόγω και της ήδη εξαετούς ύφεσης, ελλειμμάτων στην τρέχουσα οικονομική διαχείριση.
Γι΄ αυτό και τα μέτρα των 11,5 δισ. ευρώ είναι, δυστυχώς, αναπότρεπτα, καθώς, εκτός των άλλων, συνιστούν υποχρέωση που έχει αναλάβει η χώρα μας όταν «κουρεύτηκε» ένα μέρος του χρέους της και συνήψε τη νέα δανειακή σύμβαση, με βάση την οποία λειτουργεί υποτυπωδώς το ελληνικό δημόσιο, το οποίο αλλιώς θα είχε κατεβάσει προ πολλού ρολά και θα είχε κηρύξει πλήρη στάση πληρωμών, αντί της μερικής στην οποία βρίσκεται, πληρώνοντας –και αυτό με το ζόρι- μισθούς και συντάξεις.
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει σε όλους τόνους ότι αυτό το, αναμφισβήτητα επώδυνο, πακέτο των περικοπών θα είναι το τελευταίο που λαμβάνει και η υιοθέτησή του, εκτός του ότι συνιστά ανειλημμένη υποχρέωση, αποτελεί, συνάμα, και προϋπόθεση για να λυθεί το μεγάλο ζήτημα της χρηματοδότησης της στεγνωμένης από ρευστότητα ελληνικής οικονομίας, ώστε να αρχίσει αμέσως μετά η αναπτυξιακή τροχιά.
Η αντιπολίτευση, πρωτίστως, αλλά όχι μόνον αυτή, αμφισβητεί ότι όλα αυτά θα συμβούν. Και αυτού τους είδους η αμφισβήτηση βρίσκει ευήκοα ώτα σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα, τα οποία, δικαίως, αισθάνονται απογοήτευση από το γεγονός ότι έχουν επανειλημμένα ακούσει την επωδό για τα δήθεν «τελευταία μέτρα» που ποτέ δεν… τελειώνουν!
Έχω, ωστόσο, την αίσθηση ότι πλέον «ο κόμπος έχει φθάσει στο χτένι». Και άλλη διάψευση δεν χωράει. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς αναγνώρισε σε πρόσφατη συνέντευξη του σε αμερικανική εφημερίδα «τα προβλήματα με την κοινωνική συνοχή» που δημιουργούν τα συνεχή μέτρα, ενώ στο ίδιος μήκος κινήθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα και οι επικεφαλής των συγκυβερνώντων κομμάτων Ευάγγελος Βενιζέλος και Φώτης Κουβέλης.
«Ήδη έχουμε κάνει περικοπές που φτάνουν μέχρι το κόκαλο», παραδέχτηκε ο κ. Σαμαράς, μιλώντας στην "Ουάσιγκτον Ποστ" και εξέφρασε την ανησυχία του για το τι θα ακολουθήσει αν δεν υπάρξει «φως στην άκρη του τούνελ». Συμπλήρωσε δε ο Έλληνας πρωθυπουργός πως «ελπίδα δεν μπορεί να υπάρξει εκτός κι αν λάβουμε την επόμενη δόση σύντομα, ώστε να ανακάμψουμε».
Σε κάθε περίπτωση, η ομολογία του κ. Σαμαρά, είτε την εννοεί, είτε την χρησιμοποιεί ως διαπραγματευτικό «ατού» έναντι των εταίρων και δανειστών μας, αποτυπώνει μια ανυπέρβλητη πραγματικότητα που επιβάλλει αυτά τα μέτρα να είναι τα τελευταία, τουλάχιστον με την Ελλάδα στην ευρωζώνη. Κάθε άλλο ενδεχόμενο έχω εδραία την πεποίθηση ότι οδηγεί την Ελλάδα εκτός Ευρώπης. Με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Και για μας. Και για τους… άλλους.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

«Μνημόσυνο» για την… ευθανασία της Δωδώνης

Με πολύ πικρή γεύση έφυγα από ένα ακόμη Περιφερειακό Συμβούλιο το βράδυ της περασμένης Δευτέρας. Η έκτακτη συνεδρίαση για το ζήτημα της «Δωδώνης» μετατράπηκε σε μια άνευ προηγουμένου προσχηματική συζήτηση που θύμιζε πρόωρο «μνημόσυνο» μιας σκηνοθετημένης… ευθανασίας της σπουδαιότερης βιομηχανίας της Ηπείρου.
Σε ρόλο, δήθεν, τεθλιμμένων συγγενών η άβουλη πλειοψηφία του Περιφερειακού Συμβουλίου, υποταγμένη πλήρως στη θέληση του περιφερειάρχη Αλέκου Καχριμάνη να διευκολυνθεί η παραχώρηση της γαλακτοβιομηχανίας σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα, με τα οποία ο ίδιος ομολόγησε ότι είχε επαφές, συνομιλώντας με άλλους σε κοινωνικές εκδηλώσεις και καλώντας άλλους στο γραφείο του.
Απέρριψαν ακόμη και την πρόταση, που ως αντιπολίτευση  υποβάλαμε, να αναλάβει ο ίδιος ο κ. Καχριμάνης πρόεδρος της «Δωδώνης» το κρίσιμο αυτό μεσοδιάστημα που η εταιρία είναι επί της ουσίας ακέφαλη και, τύποις, διοικείται από στελέχη της Αγροτικής Τράπεζας τα οποία είτε συνταξιοδοτήθηκαν είτε είναι πλέον υπάλληλοι της Τράπεζας Πειραιώς, στον έλεγχο της οποίας πέρασε πλέον η ΑΤΕ.
 Έγινε φανερό από την τροπή που έλαβε η συζήτηση –με το συνεχές κατακεραύνωμα των συνεταιριστικών ενώσεων- και την απόφαση που έλαβε στο τέλος μόνη της η πλειοψηφία πως οι αποφάσεις για απροσχημάτιστη ιδιωτικοποίηση της μέχρι πρότινος -κερδοφόρας- κρατικοσυνεταιριστικής γαλακτοβιομηχανίας είναι προειλημμένες, ενώ τα δάκρυα που χύθηκαν όλο το προηγούμενο διάστημα για δήθεν προσπάθεια να διατηρηθεί ο «Ηπειρωτικός χαρακτήρας» της αποδείχθηκαν «κροκοδείλια».
Ο αποκλεισμός από την τελική φάση του διαγωνισμού της πρότασης που υπέβαλλαν οι συνεταιριστικές ενώσεις, σε συνεργασία με Ηπειρώτη στρατηγικό επενδυτή εγνωσμένης οικονομικής επιφάνειας, δεν προοιωνίζεται καθόλου θετικές εξελίξεις, τόσο για το τίμημα που θα εισπραχθεί από το ελληνικό δημόσιο, όσο και για την τύχη της Δωδώνης που περνά στα χέρια ανταγωνιστών της ή και.. χρεωστών της!  
Δεν είμαι από εκείνους που δογματικά αρνούνται την αποκρατικοποίηση της Δωδώνης, γιατί, με δεδομένες τις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, αλλά και της σοβούσας οικονομικής κρίσης η επιμονή σε τέτοιες θέσεις οδηγεί τις επιχειρήσεις σε λουκέτο, κάτι που μοιραία θα συνέβαινε και με την «Δωδώνη» μετά την καταβαράθρωση του βασικού μετόχου της, που ήταν η ΑΤΕ.
Σε σχετικά ανύποπτους, άλλωστε, καιρούς από τούτη εδώ τη στήλη είχα διατυπώσει συγκεκριμένη πρόταση. Υπό τον τίτλο «Η Δωδώνη και το… αβγό του Κολόμβου» έγραφα (στις 21 Δεκεμβρίου 2010)  ότι «με δεδομένες τις προθέσεις της Αγροτικής Τράπεζας, ο μίτος της Αριάδνης στο κουβάρι του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της Δωδώνης μπορεί  να βρεθεί μέσα από το θεσμικό πλαίσιο του Προγράμματος “Καλλικράτης” και ειδικότερα από το άρθρο 194 του νόμου 3852/10».
Θύμιζα πως σε αυτό προβλέπεται η δυνατότητα των περιφερειών «να συνιστούν μία επιχείρηση, η οποία έχει τη μορφή της αναπτυξιακής ανώνυμης εταιρίας» που «λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις της εμπορικής και φορολογικής νομοθεσίας», έχοντας ως αντικείμενο, μεταξύ άλλων, την «προώθηση της επιχειρηματικής, οικονομικής και γενικότερα βιώσιμης ανάπτυξης της περιφέρειας». Στο μετοχικό κεφάλαιο «συμμετέχουν περιφέρειες και δήμοι ή και άλλοι φορείς Τοπικής Αυτοδιοίκησης», ενώ «είναι δυνατή η συμμετοχή και φορέων του δημόσιου τομέα, συνεταιρισμών και ενώσεων αυτών, επιστημονικών φορέων, επιμελητηρίων, φορέων συλλογικών κοινωνικών ή οικονομικών συμφερόντων, καθώς και τραπεζών και πιστωτικών ιδρυμάτων».
Και κατέληγα, γράφοντας: «Αν, λοιπόν, είναι ειλικρινείς οι διακηρύξεις για διασφάλιση του ηπειρώτικου και συνάμα του δημόσιου χαρακτήρα της «Δωδώνης» η λύση είναι τόσο απλή όσο το… “αβγό του Κολόμβου”. Τα όργανα της αιρετής Περιφέρειας δεν έχουν παρά να συστήσουν άμεσα την προβλεπόμενη αναπτυξιακή εταιρία, η οποία να υποβάλλει πρόταση εξαγοράς του μεριδίου της ΑΤΕ και η γαλακτοβιομηχανία να συνεχίσει απρόσκοπτα τη λειτουργία της με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια».    
Στην τελευταία συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου δώσαμε μάχη να υιοθετηθεί  η θέση μας υπέρ της διαφάνειας των διαδικασιών αποκρατικοποίησης, μέσω της, χωρίς αποκλεισμούς, αξιολόγησης όλων των προσφορών που υπεβλήθησαν.  Μάταια, όμως, όπως αποδείχθηκε, αφού η πλειοψηφία του κ. Καχριμάνη παραμένει δογματικά προσηλωμένη στην λογική να ξεπουληθεί ό,τι δεν μπορεί να ελέγξει η ίδια.
Και ας μην σπεύσει κανείς να πει ότι η εξέλιξη της απροσχημάτιστης ιδιωτικοποίησης είναι προϊόν του Μνημονίου ή απαίτηση της τρόικας. Γιατί, όπως ειπώθηκε και στη συνεδρίαση, αυτό που τώρα συντελείται δεν είναι παρά η «ρεβάνς» του 1993, όταν για πρώτη φορά δρομολογήθηκε η ιδιωτικοποίηση της Δωδώνης. Τότε ματαιώθηκε. Τώρα –σε καιρούς που εκτός από την οικονομία, είναι σε κρίση και η κοινωνία- δεν φαίνεται να «γλυτώνει».
*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Το ΠΑΣΟΚ και ο πανδαμάτωρ χρόνος


Χωρίς τυμπανοκρουσίες, οι οποίες, άλλωστε,… απαγορεύονται αυστηρώς και δια ροπάλου, λόγω της τρέχουσα συγκυρίας, τίμησε το ΠΑΣΟΚ την επέτειο της ίδρυσής του, από την οποία συμπληρώθηκαν 38 χρόνια, όσα ακριβώς και από την –συκοφαντημένη, τελευταία- Μεταπολίτευση του 1974, που στη συλλογική μνήμη ταυτίζεται ιστορικά περισσότερο από οτιδήποτε άλλο με το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου.
            Ξέρω ότι δεν είναι η κατάλληλη ώρα για να αποτιμήσει κανείς το ισοζύγιο της προσφοράς του ΠΑΣΟΚ, όταν, υπό το κράτος της αφόρητης πίεσης που ασκείται στην ελληνική κοινωνία, η οποία έχει, πλειοψηφικά, ενστερνιστεί την –απολύτως, λανθασμένη, κατ΄ εμένα, αντίληψη ότι η Μεταπολίτευση και άρα και το ΠΑΣΟΚ είναι συνώνυμα της κρίσης.
            Με μια, ωστόσο, πιο ψύχραιμη ματιά βρίσκει κανείς ότι εκείνο για το οποίο κυρίως εγκαλείται το ΠΑΣΟΚ είναι επειδή στην τελευταία κυβερνητική του θητεία δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί την διάχυση της ευημερίας σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα που αναμφισβήτητα έφεραν οι πολιτικές που είτε άσκησε το ίδιο, κυβερνώντας το μεγαλύτερο διάστημα των τελευταίων 38 χρόνων, είτε επηρέασε ή γονιμοποίησε με την παρουσία του στο πολιτικό σκηνικό.
            Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει βάσιμα ότι η Ελλάδα του σήμερα, παρά τις δυσχερείς συνθήκες που βιώνουμε, μπορεί να συγκριθεί με την Ελλάδα του 1974 ή του 1981, από όποια οπτική και αν δει κανείς τα πράγματα. Στα χρόνια αυτά συντελέστηκε μια άνευ προηγουμένου πρόοδος στις οικονομικές και κοινωνικές κατακτήσεις τόσο στο επίπεδο της χώρας όσο και στο επίπεδο που αφορά την καθημερινότητα για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών.
Παρά τα πέντε χρόνια συνεχούς ύφεσης, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της Ελλάδας και το συνακόλουθο κατά κεφαλήν εισόδημα είναι δυσθεώρητα μεγαλύτερο από εκείνο της δεκαετίας του 1970 και στην περίοδο αυτή καλύψαμε μεγάλο μέρος της απόστασης που μας χώριζε από την υπόλοιπη Ευρώπη. Αυτή η άνοδος μεταφράστηκε σε, συγκριτικά, καλύτερους μισθούς και συντάξεις, σε απόκτηση περιουσιακών στοιχείων και σε παροχές (συλλογικές και ατομικές) που πριν από τέσσερις δεκαετίες ήταν όνειρο για τους περισσότερους Έλληνες. 
Γνωρίζω ότι ο αντίλογος σε όλα τούτα είναι ότι «μπορούσαν να γίνουν πολύ περισσότερα, τα οποία δεν έγιναν». Και ακόμη ότι στα χρόνια αυτά άνθισαν φαινόμενα όπως ο λαϊκισμός, οι πελατειακές σχέσεις, η διαφθορά, η αναξιοκρατία, το κομματικό κράτος, για τα οποία ο βασικός υπεύθυνος είναι το ΠΑΣΟΚ, μόνον και μόνον, αν θέλετε, γιατί είχε την ευθύνη της διακυβέρνησης κατά το μεγαλύτερο διάστημα της μεταπολιτευτικής περιόδου.
Βάσιμος αναμφισβήτητα ο αντίλογος αυτού του είδους. Αρκεί, ωστόσο, να λαμβάνει υπόψη του ότι ούτε το πελατειακό και κομματικό κράτος, ούτε τα κρούσματα διαφθοράς αποτελούν «εφεύρεση» των τελευταίων χρόνων, αλλά, για όσους έχουν στοιχειώδη ιστορική γνώση,  συνιστούν μια χρόνια παθογένεια του οι απαρχές της ανάγονται στην ίδρυση του νεώτερου ελληνικού κράτους.
Πέραν αυτού, όμως, και επειδή προσωπικά δεν με βρίσκει σύμφωνο η τακτική να αποδίδουμε όλα τα «στραβά και τα ανάποδα» στο κακό μας… ριζικό, έχω να προσθέσω και τούτο: όσες φορές τα προηγούμενα χρόνια, το ΠΑΣΟΚ του ΑΣΕΠ συγκρούστηκε με το ΠΑΣΟΚ του πελατειακού κράτους, νικητής, τις περισσότερες φορές, βγήκε το δεύτερο, ίσως επειδή είχε την υποστήριξη και των άλλων παρατάξεων που ήθελαν το κράτος – «λάφυρο» και για τα «δικά τους παιδιά».
Για ορισμένους το μέτρο της επιτυχίας του ΠΑΣΟΚ μπορεί να είναι η όψιμη προσπάθεια άλλων σχηματισμών να σφετεριστούν τα συνθήματά του, να λεηλατήσουν την κληρονομιά του. Δε με βρίσκει σύμφωνο αυτή η άποψη. Γιατί, κατά τη γνώμη μου, το πλέον σημαντικό επίτευγμα του ΠΑΣΟΚ ήταν ότι στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής του λειτούργησε ως δύναμη αλλαγής των απαρχαιωμένων δομών της ελληνικής κοινωνίας προς προοδευτική κατεύθυνση, εκφράζοντας με τον τρόπο αυτό τα ανερχόμενα στρώματα που ασφυκτιούσαν οικονομικά και κοινωνικά.
Αντιθέτως, οι πολιτικές δυνάμεις, όπως και τα πρόσωπα που διεκδικούν να «αντιγράψουν» την πορεία του ΠΑΣΟΚ, φαίνεται να υιοθετούν έναν νεοσυντηρητισμό που ταυτίζεται με τις πιο κακές στιγμές της μεταπολιτευτικής ΠΑΣΟΚικής πραγματικότητας. Και, όσο καλές προθέσεις και αν τους αναγνωρίσει κανείς στη λογική του «έτσι έμαθαν», δεν μπορεί να παραβλέψει ότι κάθε άλλο παρά δείχνουν διάθεση να αναγνωριστούν όλα όσα μας έφεραν εδώ που είμαστε και να δοθούν οι απαραίτητες μάχες για να ανατραπούν.
Όσο για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, εκείνο που μπορεί να πει κανείς στη φάση που βρίσκεται είναι ότι έχει μπροστά του μακρά έρημο να διανύσει, προτού επανέλθει σε πρωταγωνιστική τροχιά. Οι πληγές που έχει υποστεί είναι πολύ βαθιές και μόνον ο πανδαμάτωρ χρόνος μπορεί να τις γιατρέψει. Η μόνη δε αγωγή που, κατά τη δική μου προαίρεση, μπορεί να ακολουθήσει, για να μην περιθωριοποιεί έτι περαιτέρω, είναι η επιμονή σε θέσεις που κατοχυρώνουν τον ιστορικό του ρόλο ως παράγων αλλαγής της κοινωνίας και εκφραστής των νέων προταγμάτων που θα μας βγάλουν από την κρίση και θα μας επαναφέρουν, αργά ή γρήγορα, στη φάση της προόδου και της ευημερίας της ελληνικής κοινωνίας.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 28 Αυγούστου 2012

Η γερμανική ψηφοθηρία και η ελληνική αξιοπιστία

           Η δήλωση της Γερμανίδας καγκελαρίου Άγκελας Μέρκελ ότι λαμβάνει καθημερινά στο γραφείο της αποδελτίωση του ελληνικού Τύπου, είναι αποκαλυπτική τόσο για τη λειτουργία ενός οργανωμένου κράτους, όσο, πολύ περισσότερο, για τη σημασία που δίνει η ευρωπαϊκή ηγεσία στην ελληνική υπόθεση. 
            Υπό αυτή την έννοια, δεν προκαλεί έκπληξη η συνεχής ενασχόληση του γερμανικού πολιτικού συστήματος με την κατάσταση στην Ελλάδα και, έτσι, εξηγείται, ίσως, η –ψηφοθηρικού χαρακτήρα- γερμανική… κακοφωνία, με το μπαράζ των επικριτικών για τη χώρα μας δηλώσεων από Γερμανούς ιθύνοντες, κυρίως του συντηρητικού χώρου, που άλλοτε ζητούν και άλλοτε προβλέπουν την έξοδο μας από την ευρωζώνη.
Καλώς ή κακώς, η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα έχει εμπλακεί στους προεκλογικούς σχεδιασμούς των γερμανικών πολιτικών δυνάμεων και όλα δείχνουν ότι τα πισώπλατα μαχαιρώματα κατά της χώρας μας δεν θα σταματήσουν από τον βάσιμο αντίλογο ότι η κοντόφθαλμη προεκλογική επικοινωνιακή εκστρατεία των κυβερνητικών εταίρων της κ. Μέρκελ θέτει σε κίνδυνο ολόκληρη την ευρωζώνη και, εν τέλει, βλάπτει τα ίδια τα συμφέροντα της Γερμανίας,  η οποία, μέχρι στιγμής, βγαίνει ωφελημένη από την ελληνική κρίση.
Η δικαιολογημένη διαμαρτυρία για τη ζημιά που υφίσταται η χώρα μας από τους επαναλαμβανόμενους ισχυρισμούς περί επιστροφής στο εθνικό μας νόμισμα, την οποία –και δημοσίως- διατύπωσε, επισκεπτόμενος το Βερολίνο, ο πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, μπορεί να «έπιασε τόπο» και να οδήγησε τη Γερμανίδα καγκελάριο να συστήσει αυτοσυγκράτηση στους εταίρους της, πλην, όμως, δεν αποτελεί εγγύηση ότι θα μας αφήσουν ήσυχους. Ο λαϊκισμός, βλέπετε, δεν είναι μοναδικό προνόμιο του ελληνικού πολιτικού συστήματος.  
            Ας μην αυταπατώμεθα, όμως. Αυτή είναι η μια όψη του προβλήματος με το «έλλειμμα αξιοπιστίας» που, κατά τα λεγόμενα του Έλληνα πρωθυπουργού, βρίσκεται αντιμέτωπη η ελληνική κυβέρνηση στις επαφές της με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και, εν γένει, με τους διεθνείς συνομιλητές της, οι οποίοι, άλλοτε συγκαταβατικά και άλλοτε επιτακτικά, μας ζητούν τήρηση των υπεσχημένων.
            Δεν είναι, ίσως, της παρούσης μια αναδρομή στους λόγους που οδήγησαν στην ελλειμματική αξιοπιστία της Ελλάδας και σε καταμερισμό της ευθύνης γι΄ αυτήν που αναλογεί σε κάθε μια από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις, είτε κατά το απώτερο είτε κατά το πρόσφατο παρελθόν, καθώς είναι βέβαιο πως θα καταλήξουμε στο «ουδείς αναμάρτητος» που είπε ο κ. Σαμαράς, ερωτηθείς σχετικά από Γερμανό δημοσιογράφο.
            Τo ανησυχητικό, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι το φαινόμενο της ελληνικής αναξιοπιστίας τροφοδοτείται καθημερινά με σειρά γεγονότων, όπως, μεταξύ άλλων, για να μείνουμε στα πλέον πρόσφατα, η… «ανταρσία» της Ύδρας υπέρ της φορο-ασυλίας των ελεύθερων επαγγελματιών του νησιού ή η… «πολεμική» ατμόσφαιρα που θέλησαν ορισμένοι να δημιουργήσουν στην Κόρινθο με το ζήτημα της μετατροπής του παλαιού στρατοπέδου της πόλης σε κέντρο κράτησης λαθρομεταναστών. 
            Όταν σε τόσο αυτονόητα ζητήματα, δεν μπορούν να δοθούν αποτελεσματικές λύσεις, αναρωτιέται κανείς πως μπορεί η χώρα αυτή να διεκδικεί ρόλο στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι και να απαιτεί των εταιρική αλληλεγγύη που, δυστυχώς, είναι απολύτως απαραίτητη για να βγούμε από το τούνελ της παρατεταμένης ύφεσης.
            Την ώρα που συζητείται ο «σφαγιασμός», για μια ακόμη φορά, των εισοδημάτων των μισθωτών και των συνταξιούχων, είναι δυνατόν να γίνει ανεκτή η άρνηση ελέγχου από τους φοροεισπρακτικούς μηχανισμούς της ελληνικής Πολιτείας; Το άλλοθι των αρνητών και των υποστηρικτών τους ότι δήθεν δεν θέλουν να πληρώσουν επειδή τα λεφτά πάνε για την πληρωμή των δανεικών είναι απολύτως ψευδές, όταν έπειτα από τόσες περικοπές το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα (χωρίς δηλαδή τόκους και χρεολύσια) κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους διαμορφώθηκε στα τρία δισεκατομμύρια ευρώ.
            Αντίστοιχης διάστασης είναι και το ζήτημα με τους λαθρομετανάστες. Δεν μπορεί, παντού στην Ελλάδα, να υπάρχουν αντιδράσεις από τους τοπικούς παραγοντίσκους κάθε φορά που πάει να δημιουργηθεί ένα κέντρο κράτησης. Είναι παράλογο να δεχθεί κανείς το επιχείρημα που προβάλλεται πως δήθεν απειλούνται από τους κρατούμενους μετανάστες, που σιτίζονται και υποβάλλονται σε ιατρικούς ελέγχους, περισσότερο από όσο κινδυνεύουν από όσους περιφέρονται ασκόπως στις πόλεις και στα χωριά, αναζητώντας εναγωνίως στέγη και τροφή.
Εν κατακλείδι, όση σημασία και να δώσει κανείς στην λαϊκίστικη γερμανική ψηφοθηρία, το βέβαιο είναι πως εκείνο που θα κρίνει το μέλλον μας είναι η δική μας αξιοπιστία που θα ενδυναμώνεται όχι τόσο με τα –απολύτως απαραίτητα- πρωθυπουργικά ταξίδια, όσο με τον περιορισμό των φαινομένων τύπου Ύδρας και Κορίνθου. 

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2012

Η αδημονία επιστροφής και το… «μη χειρότερα»



Κpαθώς μπήκαμε στο τρίτο δεκαήμερο του τρίτου καλοκαιρινού μήνα, σήμανε για τους περισσότερους εκδρομείς του Αυγούστου –και μαζί για τούτη τη στήλη που είχε μια εικοσαήμερη ανάπαυλα- η ώρα της επιστροφής στη ρουτίνα της καθημερινότητας μας, η οποία, όσο δύσκολη και αν προμηνύεται να είναι τον επερχόμενο χειμώνα, ο φόβος του άγνωστου χειρότερου την κάνει να μοιάζει ως πολύτιμη καταφυγή.

Από  όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, φίλοι και γνωστοί εύχονταν να καθυστερήσει όσο γίνεται το τέλος του καλοκαιριού, να παραταθούν οι διακοπές και να μακρύνει ο χρόνος της επανόδου στα “τετριμμένα”. Ταυτόχρονα, η θερινή ανάπαυλα και η συνακόλουθη ραστώνη, το «γέμισμα των μπαταριών», όπως συνηθίζαμε να λέμε (έκφραση που δεν θυμάμαι να την άκουσα πρόσφατα), συνοδευόταν από σχέδια για νέα ξεκινήματα στις σπουδές, στις δουλειές, στις ζωές μας.

 Φέτος για πρώτη φορά αισθάνομαι -και βρήκα και άλλους να συμμερίζονται τούτο το αίσθημα- μια χωρίς προηγούμενο αδημονία να γευθούμε στα γρήγορα τους θερινούς “καρπούς” (ξεκούραση, μπάνια και πανηγύρια) και να επιστρέψουμε άρον – άρον στις “βάσεις” μας. Ευχή και ελπίδα των περισσοτέρων δεν ήταν το σύνηθες «να βρούμε, γυρνώντας πίσω, καλύτερα τα πράγματα», αλλά  το… «μη χειρότερα».

Δεν ξέρω πόσο συνέβαλε σε όλα τούτα η γενικευμένη οικονομική δυσπραγία που αποτυπωνόταν εναργέστατα στις, τηρουμένων των αναλογιών, σφύζουσες από κόσμο, κυρίως τώρα τον Αύγουστο, θεσπρωτικές παραλίες, όπως διαπίστωσα ο ίδιος, αλλά και αλλού, όπως πληροφορήθηκα, με την ταυτόχρονη… αποχή των παραθεριστών από τα τουριστικά καταστήματα, κυρίως εστιατόρια και ταβέρνες, που οι άνθρωποι που τα λειτουργούν ή εργάζονται σε αυτά πέρασαν ένα πολύ δύσκολο καλοκαίρι.

Από τις πολλές συζητήσεις, ωστόσο, που συμμετείχα ή έτυχε να ακούσω, τείνω να πιστέψω πως περισσότερο από το προβληματικό παρόν, εκείνο που βάρυνε τη συμπεριφορά όλων μας το φετεινό καλοκαίρι είναι, καλώς ή κακώς, η πίστη των πλειονότητας των συνελλήνων ότι η κατάσταση δεν βελτιώνεται και «τα χειρότερα είναι ακόμη μπροστά μας».

Άκουσα επανειλημμένα ανθρώπους να λένε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, «ας πάμε και φέτος στο πανηγύρι, γιατί του χρόνου μπορεί να μας το έχουν… κόψει κι αυτό», που μπορεί να μην εδράζεται σε υπαρκτές πραγματικότητες, αλλά είναι άκρως ενδεικτικό για τις απόψεις που επικρατούν στην ελληνική κοινωνία και επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τις συμπεριφορές όλων μας.

Δεν είναι μόνον η ατέρμονη συζήτηση για τις επικείμενες νέες περικοπές των κρατικών δαπανών κατά 11,5 δισεκατομμύρια ευρώ που επιβαρύνει την ατμόσφαιρα και εντείνει τον φόβο και την ανασφάλεια των πολιτών που  δεν ξέρουν τι να πιστέψουν και γιατί να προετοιμαστούν με τόσα καταστροφολογικά σενάρια που κυκλοφορούν και κάνουν τις ζωές τους άνω-κάτω.

Είναι, επιπλέον, τα «βαλτωμένα» έργα που συναντά κανείς παντού, τα άδεια εργοτάξια, οι χέρσοι κάμποι (ακόμη και εκεί που πριν από λίγα χρόνια το δημόσιο ξόδεψε εκατομμύρια εκατομμυρίων για να γίνουν αναδασμοί και να αρδευτούν) που συνιστούν μια συνεχή υπενθύμιση ότι η κρίση όχι μόνον δεν έγινε ευκαιρία, αλλά συνέτεινε στην οικονομική παραλυσία, που, αντί να περιορίζεται, δυστυχώς επεκτείνεται. 

Είναι, πολύ περισσότερο, η γενική αίσθηση ότι για τίποτε και πουθενά δεν υπάρχει οργανωμένο και συνεκτικό σχέδιο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων. Μοιάζει πολλές φορές σαν η χώρα ολόκληρη –ηγέτες και πολίτες- να έχουμε πετάξει «λευκή πετσέτα» και να περιμένουμε είτε κάποιοι άλλοι να κάνουν αυτό που συνήθως όλοι συνομολογούμε στις καφενειακές συζητήσεις ότι πρέπει να γίνει, είτε να επέλθει το μοιραίο.

Από την Παιδεία και την Υγεία ως τη λειτουργία του δημοσίου με τα τα φαινόμενα διαφθοράς και την φοροδιαφυγή, ή από το μεταναστευτικό και την παραγωγική υποδομή ως τη γραφειοκρατία και τα εμπόδια στο επιχειρείν , η εντύπωση των πολιτών είναι ότι δεν γίνεται τίποτε ουσιώδες και οι αλλαγές που έχουν επέλθει τα τελευταία χρόνια ελάχιστα έχουν βελτιώσει την κατάσταση, αν δεν την έχουν επιβαρύνει κιόλας σε αρκετές περιπτώσεις.

Γι΄ αυτό, πιστεύω, ότι πρώτιστη υποχρέωση της σημερινής συγκυβέρνησης είναι να μην μείνει στην πεπατημένη των μέτρων περικοπής των εισοδημάτων και των κρατικών δαπανών, αλλά να εκπονήσει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο εξόδου από την κρίση, το οποίο θα συμφωνήσει με τους εταίρους μας και θα παρουσιάσει στους πολίτες με ειλικρίνεια και χωρίς ωραιοποιήσεις, φτιασιδώματα και δεύτερες, εκλογικές ή άλλες, σκέψεις. Χωρίς αυτό, το «μη χειρότερα» θα μας συνοδεύει για πολλούς ακόμη καλοκαίρια.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 31 Ιουλίου 2012

Τα ταξί, οι βάρκες και οι παλαιοί νομάρχες



            Με τους πρώην νομάρχες Θεσπρωτίας τα «έβαλε» ο περιφερειάρχης Ηπείρου Αλέκος Καχριμάνης στην τελευταία συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου που συζητούσε το ζήτημα με τις έδρες των ταξί. “Ξεσπάθωσε”, κατηγορώντας τους ότι, με «ρουσφετολογικά κριτήρια», αφενός έδιναν αφειδώς άδειες για ταξί και αφετέρου ενέκριναν τη μεταφορά της έδρας τους από τις ακριτικές περιοχές των Φιλιατών στην περιοχή πέριξ της Ηγουμενίτσας.

Το ζήτημα φαίνεται να είναι όντως υπαρκτό, στην αριθμητική του διάσταση τουλάχιστον, καθώς στον παλαιό δήμο Ηγουμενίτσας υπάρχει, πλέον, υπερπληθώρα ταξί, που έρχεται σε κραυγαλέα δυσαναλογία με το πληθυσμιακό κριτήριο που ίσχυε για την έκδοση νέων αδειών και το οποίο εξακολουθεί να ισχύει και μετά την περιβόητη «απελευθέρωση» του επαγγέλματος των αυτοκινητιστών ταξί.

Ειδικότερα, στο δημοτικό διαμέρισμα της Ηγουμενίτσας υπάρχουν 30 ταξί και άλλα επτά στα κοντινά χωριά, ενώ με βάση την αναλογία του πληθυσμού δεν θα έπρεπε  να είναι περισσότερα από 20. Συνολικά στον νέο “καλλικρατικό” δήμο Ηγουμενίτσας κινούνται 52 ταξί, στον δήμο Σουλίου Παραμυθιάς 32  (κι εδώ το πληθυσμιακό κριτήριο είναι υπερκαλυμμένο), ενώ στο δήμο Φιλιατών ο αριθμός τους περιορίζεται στα 17, εκ των οποίων τα 10 είναι στην πόλη και μόλις επτά στις δεκάδες παλαιές κοινότητες της ενδοχώρας του δήμου, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση τον παλαιό δήμο Σαγιάδας που εξυπηρετείται από μόλις ένα ταξί.

Δεν ξέρω αν αυτή η υπερπληθώρα, συνδυασμένη με την ανισοκατανομή, είναι αποτέλεσμα των «ρουσφετιών» που έκαναν οι παλαιοί νομάρχες της Θεσπρωτίας. Αρμόδιοι είναι οι ίδιοι να απαντήσουν στον κ. Καχριμάνη, ο οποίος μάλλον κάτι θα ξέρει, αφού κι ο ίδιος πρώην νομάρχης είναι και η κατάσταση στα Γιάννενα δεν είναι πολύ διαφορετική, αφού μόνον στο δημοτικό διαμέρισμα της πρωτεύουσας της Ηπείρου τα ταξί  που κυκλοφορούν φθάνουν τα 255!

Όπως και να έχει, τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής είναι γνωστά. Βοηθούσης και της δεινής οικονομικής κρίσης, στις «πιάτσες» των ταξί σχηματίζονται διπλές και τριπλές σειρές αναμονής από τους αυτοκινητιστές που… βλέπουν τους πελάτες με το μακαρόνι. Κάτι, ωστόσο, που, λιγότερο ή περισσότερο, αποτελεί πανελλαδικό φαινόμενο, τέτοιο που κάνει να μοιάζει ακόμη πιο ανούσια η σφοδρή «πολεμική» αντιπαράθεση που δημιουργήθηκε το προηγούμενο καλοκαίρι για το περίφημο «άνοιγμα» του επαγγέλματος.

“Φαινόμενο”, όμως, αποδεικνύεται ότι είναι και η… νοοτροπία του πρώην νομάρχη, από την οποία φαίνεται ότι δεν μπορεί να απαλλαγεί ο κ. Καχριμάνης, ο οποίος, στην ίδια συνεδρίαση στην οποία κατακεραύνωνε τους –κατ΄ αυτόν «ρουσφετολόγους»- τέως συναδέλφους του από τη Θεσπρωτία, έκανε τα ίδια και χειρότερα με τις άδειες για τις βάρκες στη λίμνη των Ιωαννίνων που συνδέουν την πόλη με το Nησί, δραστηριότητα που ασκείται εδώ και δεκαετίες από 13 λεμβούχους, οι οποίοι λειτουργούν με όλους τους κανόνες του «τραστ».

Η… απίθανη ιστορία, που εκτυλίχθηκε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο. Με πρόσχημα το νόμο για την απελευθέρωση των επαγγελμάτων, ήρθε στο Συμβούλιο εισήγηση της περιφερειακής αρχής για αύξηση κατά τρεις των υφιστάμενων αδειών δρομολόγησης λέμβων προς το νησί της Παμβώτιδας. Ως αντιπολίτευση διατυπώσαμε σοβαρές ενστάσεις για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας, βεβιασμένης, πρωτοβουλίας που δεν ήταν σαφές αν σκόπευε στο «άνοιγμα» ή στο κλείσιμο του επαγγέλματος των λεμβούχων. Ζητήσαμε να προηγηθεί μελέτη για το πόσες βάρκες μπορεί να κυκλοφορούν στη λίμνη και επιμείναμε, σε κάθε περίπτωση, οι τυχόν νέες αδειοδοτήσεις να αφορούν νεότευκτα σκάφη με μηχανές αντιρρυπαντικής τεχνολογίας.

Το τελευταίο κριτήριο, αν και έγινε δεκτό από την περιφερειακή αρχή, δεν περιλήφθηκε στην προκήρυξη που ακολούθησε, στην οποία, αυθαιρέτως, ορίστηκε ότι η κατάταξη θα γίνει με βάση τρία άλλα “κριτήρια” που (άκουσον-άκουσον) ήταν: η εντοπιότητα (να είναι δηλαδή κάποιος από τις παραλίμνιες περιοχές, γενικώς και αορίστως), η χαμηλή εισοδηματική κατάσταση (κι αυτή γενική και αόριστη, αφού δεν υπήρχαν όρια για να υπάρξει και σειρά κατάταξης) και, τέλος, η κατοχή άδειας πλοήγησης λέμβου.

Επειδή, όμως, παρά την ασάφεια των κριτηρίων, υπήρξε κίνδυνος να αποκλειστεί συγκεκριμένος ενδιαφερόμενος, στην  πορεία προστέθηκε και το… «κριτήριο» της “ετοιμότητας προς επένδυση”. Αν αναρωτιέστε γιατί, την απάντηση τη δίνει η τελική κατάταξη, στην οποία «πρώτευσε» υποψήφιος που έχει έτοιμο σκάφος, παρότι δηλώνει ελάχιστα εισοδήματα, ενώ διαθέτει και άδεια πλοήγησης, η οποία, καθώς διάγει το… 84ο έτος της ηλικίας του, αν επρόκειτο για άδεια οδήγησης οποιουδήποτε άλλου επαγγελματικού οχήματος θα του είχε αφαιρεθεί.

Τα… τραγελαφικά, όμως, δεν τελείωσαν  εκεί. Καθώς μεταξύ των υποψηφίων υπήρξε και κάποιος που διέθετε προς δρομολόγηση σκάφος που κινείται με ηλιακή ενέργεια, καλύπτοντας, έτσι, το αρχικό κριτήριο της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας που είχε θέσει το Περιφερειακό Συμβούλιο, αλλά δεν «χώρεσε» στις τρεις –«καπαρωμένες», όπως τεκμαίρεται- άδειες, και κατετάγη τέταρτος, ήρθε στο Συμβούλιο εισήγηση για τροποποίηση της προκήρυξης, που είχε ολοκληρωθεί, έτσι ώστε να γίνουν τέσσερις οι νέες άδειες και  να «χωρέσουν» όλοι! 

Υπάρχει, έπειτα από όλα αυτά, κανείς που να πιστεύει ότι έχουν απόλυτο άδικο οι «τροϊκανοί» που υποστηρίζουν ότι οι… ιθαγενείς ιθύνοντες δεν εφαρμόζουν τα συμπεφωνημένα και, γι΄ αυτό, εγκαταστάθηκαν εδώ για να επιβλέπουν οι ίδιοι; Το ζήτημα, μάλλον, είναι που να πρωτοπάνε και πώς να αντιμετωπίσουν την… ανίκητη νοοτροπία του πρώην νομάρχη που φοβούμαι ότι είναι διάχυτη παντού.
            *Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο πρώτο αιρετό Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.