Συνολικές προβολές σελίδας

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Που θα πάει η αποχή;



            Λίγο τα γραπτά μηνύματα με τις πασχαλινές ευχές των -γνωστών μας ή και, πιο συχνά, αγνώστων- υποψήφιων ευρωβουλευτών που έφθασαν στα κινητά τηλέφωνα μας, λίγο περισσότερο η κινητικότητα που συναντήσαμε όσοι εκδράμαμε τούτες τις μέρες στην ελληνική περιφέρεια από τους πολυπληθείς συμπολίτες μας που διεκδικούν τοπικά αξιώματα, επιτέλους η ατμόσφαιρα άρχισε σε κάτι να θυμίζει ότι διάγουμε προεκλογική περίοδο.
            Δεν ξέρω αν είναι δείγμα… καθυστερημένου «εξευρωπαϊσμού», αφού στην υπόλοιπη ήπειρό μας η συμμετοχή στις ευρωεκλογές ήταν πάντα χαμηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, ή αν πρόκειται απλώς για μια ακόμη από τις πολλές συνέπειες που αφήνει πίσω της η βίαιη μνημονιακή προσαρμογή της τελευταίας τετραετίας, αλλά οι κάλπες του Μαΐου, παρότι μάλιστα είναι διπλές, δεν δείχνουν να… συνεγείρουν τα πλήθη των Ελλήνων, τουλάχιστον με τον τρόπο που ξέραμε την τελευταία τεσσαρακονταετία.
            Μέχρι πρότινος, άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς τους «επαγγελματίες» του είδους, το εν τη ευρεία εννοία πολιτικό προσωπικό και τα διασυνδεμένα με αυτό πρόσωπα, εμάς τους δημοσιογράφους, αλλά και τα κομματικά… τρολ που κάνουν υπερωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον αυτού που λέμε «κοινή γνώμη» για τις επικείμενες –κρίσιμες, κατά τα άλλα- εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν από περιορισμένο έως πολύ χαμηλό.
            Το που θα οδηγήσει αυτό το χωρίς προηγούμενο κλίμα… πολιτικής (ή μήπως μόνον κομματικής;) απάθειας ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας είναι δύσκολο να το προδικάσει κάποιος. Όπως εξίσου δύσκολη είναι η αποστολή των εμπλεκόμενων στην εκλογική διαδικασία να το ανατρέψουν στις πολύ λίγες εβδομάδες που απομένουν πλέον για το ραντεβού, κατ΄ αρχήν με τις κάλπες της 18ης Μαΐου για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Μαΐου, με τις κάλπες του δευτέρου γύρου για τις περιφερειακές και τις δημοτικές αρχές, αλλά και των ευρωεκλογών.
            Η χρονική σύμπτωση, για πρώτη φορά στα εκλογικά χρονικά της χώρας μας, δύο τόσο διαφορετικών αναμετρήσεων, δυσκολεύει έτι περαιτέρω όχι μόνον την πρόγνωση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες κάλπες, αλλά, πολύ περισσότερο, την ανάλυσή τους, κυρίως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα που, εκ των πραγμάτων αποκτούν ειδικά οι ευρωεκλογές, τις οποίες οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις τις συνδέουν, εμμέσως ή αμέσως, με την κυβερνητική σταθερότητα και τις εν γένει πολιτικές εξελίξεις του προσεχούς διαστήματος.
            Στις τελευταίες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όταν και πάλι οι κυρίαρχες δυνάμεις, που τότε αντιπροσώπευαν ένα πολλαπλώς μεγαλύτερο από το σημερινό κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό τμήμα του εκλογικού σώματος, είχαν θέσει αντίστοιχα διλήμματα, κατάφεραν να οδηγήσουν στις κάλπες του Ιουνίου του 2009 μόλις το 50% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου.
            Ενάμισι χρόνο αργότερα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές που έγιναν, το φθινόπωρο του 2010, ενώ η χώρα είχε μπει στο μνημόνιο, αλλά οι συνέπειες του δεν είχαν φανεί ακόμη σε όλο τους το εύρος, στον πρώτο γύρο, που υπήρχαν μεγαλύτερες δεσμεύσεις σε πρόσωπα που ήταν υποψήφιοι, η αποχή έφθασε στο 40%, αλλά στον δεύτερο γύρο, οπότε είχε κριθεί το ζήτημα της σταυροδοσίας των συμβούλων και κάποιοι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες είχαν αποκλειστεί από την πρώτη Κυριακή, το ποσοστό όσων δεν πήγαν να ψηφίσουν ξεπέρασε το 55% και σε ορισμένες περιπτώσεις (Αττική και αλλού) προσέγγισε το 60%.
            Τι θα συμβεί αυτή τη φορά; Πόσοι ψηφοφόροι θα πάνε στις κάλπες και κυρίως ποιοι; Θα είναι μόνον οι διασυνδεμένοι –όσοι υπάρχουν ακόμη…- με τα κόμματα ή θα υπάρξει ευρύτερη κινητοποίηση που θα περιορίσει τον αριθμό όσων επιλέξουν να απολαύσουν, ειδικά αν είναι καλός ο καιρός, ένα πρόωρο θερινό κολύμπι; Θα φθάσουν ως την κάλπη μόνον οι διαμαρτυρόμενοι ή θα σηκωθεί από τον καναπέ και η συνήθως «σιωπηλή πλειοψηφία» που θέλει την ευρωπαϊκή Ελλάδα, αλλά θεωρεί «χαλαρή» την ψήφο των ευρωεκλογών;   
            Και το, ίσως, σημαντικότερο ερώτημα για τις 25 Μαΐου είναι το εξής: Τι αντίκτυπο θα έχουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, στη δεύτερη εκλογική Κυριακή που θα ψηφίζουμε ταυτόχρονα και για τις ευρωεκλογές; Αν, για παράδειγμα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης συγκρατήσουν, όπως διαφαίνεται, ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που έχουν στην Αυτοδιοίκηση, αυτό θα ενισχύσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ, πρωτίστως, και της «Ελιάς», δευτερευόντως, στην ευρωκάλπη ή οι πολίτες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα και, για να… εξισορροπήσουν τα πράγματα, θα προτιμήσουν να στηρίξουν τα ευρωψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων;
            Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, όπως αναγνωρίζουν οι πλέον σοβαροί εκλογικοί αναλυτές, οι οποίοι μελετούν τις έρευνες για τη διάθεση των πολιτών, που -με καταιγιστικό, θα έλεγε κανείς, τρόπο- διεξάγονται το τελευταίο διάστημα και θα συνεχιστούν –χωρίς περιορισμούς, αφού άλλαξε η νομοθεσία- μέχρι την παραμονή της διπλής αναμέτρησης.
            Με λίγα λόγια, ο βασικός «άγνωστος χ» αυτών την εκλογών είναι η αποχή και ποιοι θα την επιλέξουν ως συνειδητή (ή μη) στάση.

Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Ο «Άγιαξ της Ηπείρου» και ο… ΣΥΡΙΖΑ



          Στις αρχές της δεκαετίας του ΄70, ο ΠΑΣ Γιάννινα, με έναν ικανό προπονητή, τον Γκομέζ Ντε Φαρία, ο οποίος ήρθε… σώγαμπρος στην Ελλάδα και έφερε από την Αργεντινή έξι «ελληνοποιημένους» ποδοσφαιριστές, έπαψε να είναι η μικρομεσαία ποδοσφαιρική ομάδα που βολόδερνε στη Β΄ Εθνική. Μεταμορφώθηκε δε τόσο ξαφνικά που κάποιοι της έδωσαν το προσωνύμιο «Άγιαξ της Ηπείρου», αν και το μεγαλύτερο επίτευγμά της ήταν ότι αναδείχθηκε πρώτη επαρχιακή ομάδα της Α΄ Εθνικής και έπαιξε στο Βαλκανικό Κύπελλο της εποχής.
            Μου ήρθε στο νου η ιστορία της (αγαπημένης μου) ομάδας, διαβάζοντας τα όσα είπε τις προηγούμενες μέρες από το Παρίσι ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Αλέξης Τσίπρας για την Άνγκελα Μέρκελ που «τρέμει στην ιδέα ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα ανοίξει το δρόμο για μια μεγάλη ανατροπή στην Ευρώπη» και επιπλέον ότι η γερμανίδα καγκελάριος έχει αντιληφθεί ότι το δίλημμα των ευρωεκλογών είναι «ή η Μέρκελ ή εμείς».
            Από όσο θυμάμαι, στους καβγάδες που, πιτσιρικάδες όντες, στήναμε όταν ο ΠΑΣ ήταν στα «πάνω του» με όσους υποστήριζαν αντίπαλες ομάδες, κυρίως του Κέντρου, αρκετοί από εμάς τους… «παγουράδες» ήταν με το μόνιμο παράπονο ότι, ενώ ήμασταν καλύτεροι από τους άλλους, κάποιοι δεν μας άφηναν να βγούμε στην Ευρώπη και ήθελαν να μας ξαναστείλουν, όπως και έγινε μετά την αρχική αναλαμπή, στη Β΄ Εθνική.
Οι πιο νουνεχείς, ωστόσο, ήξεραν ότι χωρίς οργάνωση και υποδομές και με τους παίκτες, ακόμη και τους προπονητές, όπως ο Γιάτσεκ Γκμοχ,  που αναδεικνύονταν στην περιοχή να φεύγουν με την πρώτη ευκαιρία για άλλα (ποδοσφαιρικά) μέρη, κανονικός ευρωπαϊκός… «Αγιαξ», όπως αυτός του Άμστερνταμ, από τον οποίο δανειστήκαμε το προσωνύμιο, δεν θα γινόμαστε ποτέ, παρότι εκείνη την εποχή η ομάδα έκοβε πολλά, σε σχέση με αρκετούς άλλους ελληνικές συλλόγους, εισιτήρια, τόσο εντός όσο και εκτός έδρας.
Επιστρέφοντας στο έναυσμα για τούτο το σημείωμα που είναι οι παρισινές δηλώσεις του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορώ παρά να αναρωτηθώ τι είναι εκείνο που μπορεί να κάνει έναν αρχηγό κόμματος, έναν –γιατί όχι;- εν δυνάμει πρωθυπουργό μιας ευρωπαϊκής χώρας να καταφεύγει σε έναν τόσο ακραίο βερμπαλισμό, όπως είναι ο ισχυρισμός ότι η εκλεγμένη ηγέτης μιας άλλης χώρας τρέμει στην προοπτική της εκλογής του. 
Σε ποιο, αλήθεια, εκλογικό ακροατήριο απευθύνεται ο κ. Τσίπρας όταν χρησιμοποιεί εκφράσεις αυτού του είδους; Στον ΣΥΡΙΖΑ του 4% που ήταν το ποσοστό του κόμματός του μέχρι πριν από μερικά χρόνια; Ή στον ΣΥΡΙΖΑ του 17% των διαμαρτυρομένων που τον στήριξαν τον Μάιο του 2012 και έγιναν 27% στην επαναληπτική εκλογή του Ιουνίου όταν τέθηκε το δίλημμα της διακυβέρνησης;
Ακόμη, πάντως, και αν απευθύνεται στους τελευταίους, με στόχο να τους επανασυσπειρώσει, αφού καμία από τις δημοσκοπήσεις δεν δείχνει να επιμένουν όλοι στην προηγούμενη επιλογή τους, είναι πολύ αμφίβολο ότι του αρκούν για να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας, αν αυτό είναι πράγματι το σχέδιο του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος –μην το ξεχνάμε…- είναι και υποψήφιος για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Με λεονταρισμούς και μεγαλοστομίες, τέτοιες που ούτε ο πανίσχυρος Πούτιν δεν τολμάει να εκστομίσει κατά της ουκρανικής ηγεσίας του Κιέβου, δύσκολα μπορεί να βρει κανείς ανταπόκριση σε ένα ευρύτερο ακροατήριο σκεπτόμενων πολιτών, όπως αυτό που χρειάζεται ο κ. Τσίπρας για να γίνει το κόμμα του πλειοψηφικό ρεύμα σε μια κοινωνία που είναι και θέλει να παραμείνει ευρωπαϊκή.
Οι προεκλογικές φανφάρες και οι μικρομέγαλες δημόσιες απειλές κατά της Μέρκελ δύο εξηγήσεις μπορεί να έχουν: Ή ο Τσίπρας προεξοφλεί ότι δεν θα αναλάβει ποτέ πρωθυπουργός, όπως διατείνονται πολλοί επικριτές του. Ή, στην αντίθεση περίπτωση, την επομένη των εκλογών θα καταπιεί όλα όσα λέει τώρα και, εκών άκων, θα συνομιλήσει με τη γερμανίδα καγκελάριο, αν θέλει την Ελλάδα στην Ευρώπη.  
Υ.Γ.: Για να κλείσω όπως άρχισα, αισθάνομαι την ανάγκη να διευκρινίσω για όσους δεν παρακολουθούν στενά τα ποδοσφαιρικά τεκταινόμενα ότι ο ΠΑΣ Γιάννινα εξακολουθεί να λέγεται «Άγιαξ της Ηπείρου». Φέτος γλίτωσε οριακά τον υποβιβασμό και οι ευρωπαϊκές … περγαμηνές του περιορίζονται σε δύο (ανεπιτυχείς) εξόδους στα Βαλκάνια…    

Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Ο αστάθμητος παράγων μιας βιντεοσκόπησης

Ό,τι δεν κατάφερε να κάνει ένα πολυνομοσχέδιο – τέρας που αλλάζει, λιγότερο ή περισσότερο, τις ζωές όλων μας, ό,τι δεν πέτυχαν δύο απανωτές προσφυγές της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πιο ακραία κοινοβουλευτική αντίδραση που συνιστούσαν οι προτάσεις μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα και του προέδρου της Βουλής κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη, έφτασε να το προκαλέσει η δημοσιοποίηση μιας βιντεοσκοπημένης συνομιλίας.
Το προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις που έπειτα από πολύ καιρό είχε αποσπάσει η Νέα Δημοκρατία ανατράπηκε και ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε και πάλι μπροστά μετά το σάλο που δικαιολογημένα προκλήθηκε από την αποκάλυψη για τις ανάρμοστες σχέσεις ενός κυβερνητικού αξιωματούχου, όπως ήταν ο απελθών γενικός γραμματέας κ. Παναγιώτης Μπαλτάκος με τα μέλη μιας εγκληματικής οργάνωσης, όπως είναι με τη δικαστική βούλα οι χρυσαυγίτες και επιβεβαίωσαν με τις μεθόδους που χρησιμοποιούν για να εκβιάσουν το ευάλωτο πολιτικό σύστημα και τη Δικαιοσύνη.
Ο αστάθμητος παράγων στην Ιστορία, ακόμη και για όσους δεν έχουν διαβάσει το ομώνυμο βιβλίο του τιμημένου δημοσιογράφου Έρικ Ντούρσμιντ (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Ενάλιος»), εύκολα αναγνωρίζεται ότι πολύ συχνά διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση των γεγονότων, είτε αυτά αφορούν την έκβαση μιας μάχης –ο εν λόγω συγγραφέας ξεκινάει το έργο του με τον Δούρειο Ίππο και τον Τρωικό Πόλεμο- είτε μια πολιτική σύγκρουση.
Δεν χρειάζεται, ωστόσο, να καταφύγει κανείς στα βάθη της Ιστορίας για να αντιληφθεί ότι οι πολιτικές εξελίξεις δεν ήταν και δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες. Και σίγουρα δεν προκαθορίζονται από κάποιους σκοτεινούς κύκλους που βυσσοδομούν στο παρασκήνιο, όπως τις θέλουν οι συνήθεις συνωμοσιολογικές θεωρίες που διατρέχουν μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Θεωρίες που τροφοδοτούνται από κουτοπόνηρους πολιτευόμενους, οι οποίοι όταν δεν τους βολεύει μια προοπτική ή δεν τους δικαιώνει μια εξέλιξη αδυνατούν –ή μήπως δεν θέλουν;- να αναγνωρίσουν ότι είναι εκείνοι που κάνουν λάθος και σπεύδουν να αποδώσουν την έκβαση των πραγμάτων σε υποχθόνιες δολοπλοκίες και υπόγειες μηχανορραφίες.
Η αντιμετώπιση των δημοσκοπήσεων είναι μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που αποτυπώνουν το φαινόμενο της συνωμοσιολογίας αλά ελληνικά. Έπειτα σχεδόν από κάθε έρευνα που βλέπει το φως –και αναφέρομαι στις πραγματικές έρευνες που γίνονται από δοκιμασμένους επαγγελματίες του χώρου και όχι στις κομπογιαννίτικες μαϊμουδιές που συχνάκις «σκάνε μύτη» κυρίως στον υπόκοσμο του Διαδικτύου…- ακολουθεί ένα γαϊτανάκι αμφισβητήσεων από όσους δεν βρίσκουν βολικά τα συμπεράσματά τους.
Σε όλο τον κόσμο οι δημοσκοπήσεις θεωρούνται «φωτογραφίες της στιγμής» και τα ευρήματά τους δεν αποτελούν παρά τάσεις που επικρατούν τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που δίνονται οι απαντήσεις στα ερωτήματα των ερευνητών. Οι τάσεις που καταγράφονται σε μια έρευνα μπορεί να μείνουν αναλλοίωτες για μεγάλο χρονικό διάστημα, επειδή δεν μεσολαβούν γεγονότα που μπορούν να τις ανατρέψουν.
Μπορεί, όμως, οι ίδιες τάσεις να ανατραπούν την αμέσως επόμενη στιγμή εφόσον συμβεί κάτι το συνταρακτικό, όπως υπήρξε το βίντεο με τον κ. Μπαλτάκο, το οποίο δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη που το χρέωσε στην κυβέρνηση, αδιαφορώντας για τους ισχυρισμούς ότι η τελευταία ακολούθησε εντελώς διαφορετική γραμμή από εκείνη που ήθελε ο τέως γενικός γραμματέας.
Γενικότερα, πάντως, σε περιόδους βαθειάς κρίσης, όπως αυτή που διέρχεται τα τελευταία χρόνια η ελληνική κοινωνία, καθώς έχει χάσει πολλές από τις σταθερές με τις οποίες πορεύθηκε τις δεκαετίες μετά τον Πόλεμο, οι τάσεις της κοινής γνώμης είναι όλο και λιγότερο αναλλοίωτες και, αντιθέτως, γίνονται όλο και περισσότερο ευμετάβλητες απέναντι σε μεγάλα, αλλά συχνά και σε μικρότερα, γεγονότα, που μπορεί να προσλάβουν χαρακτήρα αστάθμητου παράγοντα.
Ας το έχουμε αυτό όλοι μας κατά νου. Ιδίως στις επόμενες επτά εβδομάδες που ακολουθούν ως τις κάλπες της 25ης Μαΐου, περίοδο κατά την οποία πολλά έχουμε να δούμε και να ακούσουμε γύρω από τις δημοσκοπήσεις που αυτή τη φορά –μάλλον καλύτερα…- θα γίνονται ως την παραμονή της ψηφοφορίας.
Σε κάθε περίπτωση, εκείνο που απαιτείται είναι η ψυχραιμία που μπορεί να επιφέρει η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι τόσο οι δημοσκόποι όσο κι εκείνοι που τους παραγγέλνουν τις δημοσκοπήσεις από μια ψήφο έχουν να ρίξουν στην κάλπη. Όπως, δηλαδή, ακριβώς και ο καθένας από μας!         

Παρασκευή 4 Απριλίου 2014

Το θεσμικό μάθημα από το «πάθημα Κασιδιάρη»

Τις παραμονές της πρόσφατης συζήτησης για το πολυνομοσχέδιο που επικύρωσε τη συμφωνία με την τρόικα και εξ αφορμής της άγνοιας για το περιεχόμενό του που είχαν ακόμη και αρμόδιοι υπουργοί, ως την τελευταία ώρα της κατάθεσης του στη Βουλή για να ψηφιστεί με κατεπείγουσα διαδικασία, από αυτή εδώ τη στήλη αναρωτιόμουν αν υφίσταται το υπουργικό συμβούλιο ως θεσμικό όργανο της κυβέρνησης ή αν… καταργήθηκε με κάποια μνημονιακή τροπολογία και δεν το… πήραμε είδηση.
Απάντηση, προφανώς και δεν έλαβα ποτέ για το –ούτως ή άλλως- ρητορικό αυτό ερώτημα. Πρέπει, ωστόσο, να ομολογήσω ότι όταν το έθετα δεν περίμενα ότι τόσο γρήγορα και με τόση ενάργεια θα αναδεικνυόταν η πλήρης κατάπτωση του θεσμού του υπουργικού συμβουλίου, όπως προκύπτει από τις δραστηριότητες του απελθόντος, μετά την παγίδευσή του από τον χρυσαυγίτη βουλευτή Ηλία Κασιδιάρη, γενικού γραμματέα της κυβέρνησης κ. Παναγιώτη Μπαλτάκου.
Αντί να ασχολείται με την προετοιμασία των συνεδριάσεων του υπουργικού συμβουλίου, που ήταν η βασική και μόνη αρμοδιότητα που ο νόμος έδινε στον κ. Μπαλτάκο, ο τελευταίος παρότι υπηρετούσε αρχικά μια τρικομματική και στη συνέχεια μια δικομματική κυβέρνησηλειτουργούσε, κατά τη δημόσια ομολογία του, ως κομματικόστέλεχος της Νέας Δημοκρατίας που ενδιαφερόταν να μη χάσει ψήφους το κόμμα του. Και γι΄ αυτό, όπως τουλάχιστον είπε, ανέπτυσσε τις ανάρμοστες, όπως αποδεικνύονται, σχέσεις του με τα στελέχη της Χρυσής Αυγής.
Στο πλαίσιο των τελευταίων αποκαλύψεων και ανεξάρτητα από τις πολιτικές παρενέργειες που δημιουργούν αυτές και τις νοοτροπίες που αναδεικνύουν, δεν χρειάζεται κανείς να είναι… θεσμολάγνος για να επισημάνει το γεγονός ότι η δημόσια υπηρεσία, την οποία είχε αναλάβει ο κ. Μπαλτάκος, υπολειτουργούσε και ο ίδιος μοιραία την αντιμετώπιζε ως… πάρεργο.
Αυτό που συμβαίνει τους τελευταίους είκοσι ένα μήνες κατά τους οποίους βρίσκεται στην κυβέρνηση το συγκεκριμένο σχήμα, δεν έχει το προηγούμενό του, σίγουρα στα εγχώρια και μάλλον στα παγκόσμια χρονικά διακυβέρνησης. Το υπουργικό συμβούλιο δεν έχει συνεδριάσει ούτε μια φορά, αν εξαιρέσει κανείς τις δύο τυπικές συνεδριάσεις που έγιναν κατά τη συγκρότηση του αρχικού τρικομματικού σχήματος και εν συνεχεία με τον ανασχηματισμό που έγινε όταν αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ.
Το απίστευτο αυτό ρεκόρ που καταγράφεται στο παθητικό της σημερινής συγκυβέρνησης, προφανώς και δεν το χρεώνεται ο κ. Μπαλτάκος. Το χρεώνονται εξ αδιαιρέτου και εις ολόκληρον ο πρωθυπουργός κ. Αντώνης Σαμαράς και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, οι οποίοι επέλεξαν έναν καταφανώς αδιαφανή και αντιθεσμικό τρόπο διακυβέρνησης που προσβάλει όχι μόνον τους συνεργάτες τους που, μόνον τύποις, είναι μέλη ενός (ανύπαρκτου) υπουργικού συμβουλίου, αλλά και τους πολίτες που γίνονται μάρτυρες αυτής της απαράδεκτης λειτουργίας.
Αν το υπουργικό συμβούλιο λειτουργούσε, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα και τους νόμους, αρκετά πράγματα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά και πολλές παρενέργειες και αρρυθμίες θα είχαν αποφευχθεί.
Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς; Το αιφνιδιαστικό λουκέτο στη δημόσια ραδιοτηλεόραση με πράξη νομοθετικού περιεχόμενου, ερήμην των κυβερνητικών εταίρων της ΝΔ;  Ή τα συνεχή μπλόκα του γενικού γραμματέα σε νομοθετικές πρωτοβουλίες κυβερνητικών στελεχών, με αποκορύφωμα το πρόσφατο «πήγαινε έλα» στη Βουλή με την τροποποίηση στο μεταναστευτικό νόμο;
Το γεγονός ότι δεν συνεδρίασε ούτε μια φορά το υπουργικό συμβουλίου για να ακουστούν οι απόψεις των υπουργών –ή, έστω, να ενημερωθούν για τις ειλημμένες αποφάσεις, διάολε!- άφηνε όλο το περιθώριο στον κ. Μπαλτάκο να αυτενεργεί και να δρα με την εικαζόμενη βούληση του πρωθυπουργού και στο όνομα του ότι ήταν ένας από τους στενότερους και παλαιότερους του κ. Σαμαρά.
Η κρίση του περασμένου Ιουνίου που οδήγησαν στην αποδυνάμωση της κυβερνητικής σταθερότητας, με την απομάκρυνση της ΔΗΜΑΡ από το συγκυβερνών σχήμα, δεν φάνηκε, δυστυχώς, να δίδαξαν κάτι στους κυβερνητικούς εταίρους, οι οποίοι συνέχισαν στο ίδιο μοτίβο.
Μένει να δούμε αν οι αποκαλυφθέντες αυτές τις μέρες ερασιτεχνικοί χειρισμοί του κ. γενικού και οι ανάρμοστες σχέσεις που είχε αναπτύξει με την εγκληματική οργάνωση της Χρυσής Αυγής, μπορεί να αποτελέσουν την αφορμή για να αποκατασταθεί η θεσμική λειτουργία του υπουργικού συμβουλίου. Όσο –και αν…- υπάρχει ακόμη χρόνος για να μετατραπεί το «πάθημα Κασιδιάρη» σε θεσμικό μάθημα.

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2014

«Όταν δεν ξέρεις που πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί»


Τα νομικά δεν είναι –και δεν θα μπορούσαν να είναι- το «ισχυρό χαρτί» του προέδρου κ. Αλέξη Τσίπρα. Γι΄ αυτό και μόνο κακοί σύμβουλοι μπορούν να χαρακτηριστούν όσοι τον οδήγησαν στον χειρισμό που επέλεξε να κάνει στο ζήτημα του πολυνομοσχεδίου με την υποβολή της πρότασης μομφής κατά του υπουργού Οικονομικών κ. Γιάννη Στουρνάρα και εν συνεχεία κατά του προέδρου της Βουλής κ. Ευάγγελου Μεϊμαράκη.
Ο νομικός μανδύας, με τον οποίο θέλησε ο κ. Τσίπρας να επενδύσει μια σημαντική πολιτική πρωτοβουλία, όπως ήταν η πρόθεσή του να καθυστερήσει την ψήφιση της συμφωνίας με την τρόικα, αποδείχθηκε διάτρητος. Και δεν θα μπορούσε να έχει διαφορετική κατάληξη η κίνησή του, αφού το γήπεδο στο οποίο επεχείρησε να παίξει ήταν, εκ προοιμίου, άγονο για τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και οι αντίπαλοί του, ο κ. Ευάγγελος Βενιζέλος, εν προκειμένω, είχαν αδιαμφισβήτητο πλεονέκτημα.
Το κρίσιμο, όμως, λάθος του κ. Τσίπρα, δεν είναι τόσο ότι δεν είχε έτοιμη πειστική επιχειρηματολογία –δείγμα ότι η πρότασή του δεν είχε τύχει ανάλογης επεξεργασίας- για να αντικρούσει την κυβερνητική απόρριψη, όσο ότι έδειξε ανέτοιμος να αξιοποιήσει την κοινοβουλευτική συζήτηση για να προβάλει μια ολοκληρωμένη εναλλακτική πρόταση εξουσίας που είναι το ζητούμενο για κάθε αξιωματική αντιπολίτευση που θέλει να δώσει την εντύπωση ότι βαδίζει ακάθεκτη προς την κυβέρνηση.  
Άλλωστε, ακόμη και αν η κυβέρνηση αποδεχόταν τη δική του, ανίσχυρη, ερμηνεία και διακοπτόταν η συζήτηση του πολυνομοσχεδίου για να προηγηθεί η πρόταση δυσπιστίας κατά του υπουργού Οικονομικών, τα ενδεχόμενα επικοινωνιακά κέρδη που προσδοκούσαν οι συνεργάτες του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ από τον κοινοβουλευτικό αιφνιδιασμό που επιστράτευσε, μάλλον θα ήταν μικρότερα από τη ζημιά που, ούτως ή άλλως, του προκαλεί ο ανέξοδος και στείρος ακτιβισμός στον οποίο επιδόθηκε.
Δεν χρειάζεται, εξάλλου, κανείς να ενστερνίζεται την κυβερνητική επιχειρηματολογία για να διαπιστώσει ότι η αμφισβήτηση του πρωτογενούς πλεονάσματος ή η εκ των προτέρων διαμαρτυρία για το ενδεχόμενο επιστροφής της χώρας στις αγορές, μαρτυρούν ότι η αξιωματική αντιπολίτευση επενδύει στην αποτυχία της κυβέρνησης που στην παρούσα συγκυρία περισσότερο παρά ποτέ ταυτίζεται με την καταστροφή της χώρας.
Από μια υπεύθυνη αντιπολίτευση που φιλοδοξεί –και μάλιστα «οσονούπω», όπως ισχυρίζονται τα στελέχη της- να κυβερνήσει τη χώρα, το αναμενόμενο είναι να αξιοποιήσει μια τόσο κρίσιμη κοινοβουλευτική διαδικασία για να αποδομήσει άρθρο προς άρθρο και διάταξη προς διάταξη τη συμφωνία με την τρόικα και να αντιπαραβάλει τις εναλλακτικές προτάσεις της για όλα τα κρίσιμα ζητήματα που ρυθμίζονται με το κυβερνητικό πολυνομοσχέδιο.
Δυστυχώς, όμως, το προφανές άγχος που, όπως φαίνεται, καταλαμβάνει την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ από τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν, η μια μετά την άλλη, να διαψεύδουν τις ελπίδες της να κατακτήσει την εξουσία, άκοπα και μόνον από τα λάθη των κυβερνώντων, όπως είχε προεξοφλήσει, αντί να τους οδηγεί σε αναθεώρηση της τακτικής του «ώριμου φρούτου» που ακολουθούν από την επομένη των τελευταίων βουλευτικών εκλογών, τους κάνει να επιμένουν στην αφελή στρατηγική ότι η κυβέρνηση θα πέσει «εκ των έσω».   
Στην αρχή ήταν οι λαϊκές κινητοποιήσεις που θα ανέτρεπαν την κυβερνητική πολιτική και θα εκφραζόταν με το… σκίσιμο του Μνημονίου στο Σύνταγμα. Μετά ήρθαν οι εκκλήσεις προς τους κυβερνητικούς βουλευτές να καταψηφίσουν τα νομοσχέδια. Στην πρώτη περίπτωση αποκαλύπτεται η αδυναμία να ερμηνευθεί το πραγματικό λαϊκό αίσθημα. Ενώ στη δεύτερη αναδεικνύεται η δυσκολία να εκτιμηθεί το αίσθημα αυτοσυντήρησης των  βουλευτών.  
Το αποτέλεσμα όλων αυτών το είδαμε την Κυριακή τόσο στις λαϊκές κινητοποιήσεις όσο και στην ψήφο των βουλευτών. Πολύ περισσότερο, όμως, το είδαμε στις έρευνες της κοινής γνώμης που δείχνουν την αξιωματική αντιπολίτευση καθηλωμένη. Και, παρά τα σκληρά μνημονιακά μέτρα των τελευταίων είκοσι μηνών, να εμφανίζεται αδύναμη να συσπειρώσει ακόμη και πολίτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιουνίου του 2012 και είδαν τις προσδοκίες τους να διαψεύδονται.
Τι άλλο, άραγε, από έλλειψη πειστικής εναλλακτικής πρότασης εξουσίας αποκαλύπτει αυτό; Και ποιος μπορεί να ελπίσει ότι κοινοβουλευτικοί τακτικισμοί με προσχηματικές προτάσεις μομφής μπορούν να καλύψουν το τεράστιο έλλειμμα αξιοπιστίας που δείχνει να βαραίνει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και αναδύεται μέσα από τις κραυγαλέες εσωτερικές προγραμματικές αντιφάσεις και τις αλλοπρόσαλλες επιλογές προσώπων στις αυτοδιοικητικές εκλογές;         
Με αυτά και με πολλά άλλα έχω την αίσθηση ότι στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ μοιάζει να βρίσκει την εφαρμογή του ο αφορισμός του Άγγλου συγγραφέα Λιούις Κάρολ, σύμφωνα με τον οποίο «όταν δεν ξέρεις που πας, όλοι οι δρόμοι σε οδηγούν εκεί».

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

Οι αυτάρεσκες ηθικοπλασίες του κ. Χατζηδάκη

            «Οι ρυθμίσεις που προωθούνται στο πλαίσιο της εργαλειοθήκης του ΟΟΣΑ είναι ρυθμίσεις που θα λειτουργήσουν προς όφελος των καταναλωτών», απεφάνθη ο υπουργός Ανάπτυξης κ. Κωστής Χατζηδάκης σε δηλώσεις στις οποίες προέβη από την ασφάλεια του γραφείου του στην Πλατεία Συντάγματος.
Ήταν τόσο σίγουρος γι΄ αυτά τα οποία έλεγε που έδειχνε να αδιαφορεί πλήρως για τα όσα διαδραματιζόταν μερικές εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, στο κτίριο της Βουλής. Εκεί, αλλόφρονες οι συνάδελφοί του βουλευτές, που μόλις είχαν επιστρέψει από τις περιφέρειες τους, προσπαθούσαν ματαίως να πληροφορηθούν για το τι μέλλει γενέσθαι με το περίφημο πολυνομοσχέδιο που υλοποιεί την συμφωνία με την τρόικα και το οποίο καλούνται οσονούπω να ψηφίσουν χωρίς να έχουν την παραμικρή ιδέα για το περιεχόμενό του.
Φαίνεται, όμως, ότι για τον κ. Χατζηδάκη, που συμπεριφέρεται ως να είναι ο κάτοχος της εξ αποκαλύψεως αληθείας, η άγνοια των βουλευτών και η ντροπή που ένοιωθαν αρκετοί εξ αυτών για το γεγονός ότι γινόταν δέκτες διαμαρτυριών, ακόμη και λοιδοριών, χωρίς να μπορούν να δικαιολογήσουν τη στάση τους, δεν συνιστά σοβαρό ζήτημα.
Γι΄ αυτό και προφανώς δήλωνε «βέβαιος ότι, όταν οι συνάδελφοι της πλειοψηφίας διαβάσουν στις λεπτομέρειές τους αυτές τις ρυθμίσεις, θα τις στηρίξουν». Πότε, όμως, θα τις διαβάσουν οι συνάδελφοί του αυτές τις λεπτομέρειες; Μάλλον ποτέ, αφού ο χρόνος που θα έχουν στη διάθεσή τους δεν θα επαρκεί ούτε για την ανάγνωση των ρυθμίσεων που θα φθάσουν στη Βουλή την παραμονή της ψήφισης τους.
Ακόμη πιο εντυπωσιακή, πάντως, ήταν η αλλαζονική βεβαιότητα με την οποία ο υπουργός Ανάπτυξης προεξόφλησε την αποδοχή των «θέσφατων» που συνομολόγησε ο ίδιος με τους τεχνοκράτες της τρόικας. «Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα ψηφίσουμε στη Βουλή των Ελλήνων να έχουμε στην πατρίδα μας ακριβό γάλα, ακριβά φάρμακα, ακριβά είδη πρώτης ανάγκης», δήλωσε.
Και με αυτάρεσκη ηθικοπλασία, ως άλλος… Μωυσής που μετέφερε στον… αμαρτωλό λαό τις εντολές των «Θεών», συμπλήρωσε: «Οι ρυθμίσεις αυτές είναι για τους πολλούς ανυπεράσπιστους καταναλωτές, είναι μεταρρυθμίσεις που έπρεπε να γίνουν εδώ και δεκαετίες. Η κυβέρνηση τις προχωρεί και είμαι βέβαιος ότι πολιτικά θα τις πιστωθεί».
Με άλλα λόγια, τώρα που θα τσακιστούν οι… δυνάστες Έλληνες αγελαδοτρόφοι και εν γένει οι κτηνοτρόφοι, οι οποίοι εμποδίζουν τη χώρα να μπει στο δρόμο της ανάπτυξης, θα δούμε όλοι το φως το αληθινό.
Τα αδηφάγα καρτέλ της αγοράς που κρατούν τις τιμές στα ύψη, παρά την τεράστια εσωτερική υποτίμηση που μας επέβαλαν οι νεοφιλελεύθεροι «πάπες» της τρόικας, έντρομα θα υποχωρήσουν από το φόβο μην πνιγούν από τους κρουνούς του εισαγόμενου γάλακτος που θα ανοίξουν με τις… χατζιδάκειες μεταρρυθμίσεις.
Ο… ξεροκέφαλος πληθωρισμός που επιμένει άκαμπτος, παρά την καταβαράθρωση των εισοδημάτων που υπέστημεν όλοι την εξαετία της υφεσιακής μέγγενης, θα υποκλιθεί ενώπιον της σιδηράς αποφασιστικότητας που επιδεικνύει ο χαλκέντερος υπουργός Ανάπτυξης, προχωρώντας ακάθεκτος στην αύξηση της διάρκειας ζωής του παστεριωμένου γάλακτος.
Άλλωστε, στα δύο χρόνια που συμπληρώνει σε λίγο καιρό στο υπουργείο Ανάπτυξης, ο φέρελπις πολιτικός, που ξεκίνησε την καριέρα του από «τας Ευρώπας», έχει λύσει όλα τα άλλα ζητήματα που αφορούν τον ευρύ τομέα κυβερνητικής ευθύνης που του ανέθεσε ο σημερινός πρωθυπουργός, συνεκτιμώντας ίσως και την προϋπηρεσία του στην κυβέρνηση Καραμανλή.
Ως γνωστόν ο κ. Χατζηδάκης έχει πατάξει όλα τα γραφειοκρατικά εμπόδια στην επιχειρηματικότητα. Έχει εκτοξεύσει την απορροφητικότητα των κοινοτικών πόρων. Έχει απογειώσει τα επενδυτικά σχέδια. Έχει βάλει τάξη στην αγορά. Και επί των ημερών του το «καλάθι της νοικοκυράς» είναι μονίμως γεμάτο. Το μόνο που του είχε ξεφύγει ήταν το παστεριωμένο γάλα που απειλούσε το «success story» της εθνικής μας οικονομίας. Ε, το αντιμετωπίζει και αυτό τώρα.
Συμφέροντα, είπατε; Όχι, βέβαια. Ο κ. Χατζηδάκης δεν έχει ιδέα από αυτά. Εκείνος, είναι ένας πιστός εντολοδόχος των «Θεών» που νοιάζεται για τους… ανυπεράσπιστους καταναλωτές (άλλο αν οι τελευταίοι δεν το νοιώθουν) και πασχίζει για έναν, όπως λέει ο ποιητής, «όμορφο κόσμο, ηθικό, αγγελικά πλασμένο»...

Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Οι σκιαμαχίες για το γάλα

            Η υπόθεση με το γάλα αναδεικνύει όλες τις παθογένειες του ελληνικού πολιτικού συστήματος και κυρίως την αδυναμία του να οργανώσει έναν στοιχειώδη διάλογο για μείζονα ζητήματα που αφορούν την ελληνική κοινωνία, είτε από την πλευρά του παραγωγού είτε από τη σκοπιά του καταναλωτή.
            Ας πάρουμε ένα προς ένα προς ένα προς ένα τα δεδομένα που συνθέτουν το θέμα που κυριαρχεί στην τρέχουσα επικαιρότητα και η συζήτησή του γίνεται με όρους σκιαμαχιών για την κυβερνητική σταθερότητα ή τη διαμάχη εκπροσώπων της υπαίθρου και των αστικών κέντρων που αφήνουν στο περιθώριο την ουσία που είναι η έξοδος από την οικονομική κρίση.
Ποιος, κατ΄ αρχήν, αποφάσισε ότι η αγορά γάλακτος στην Ελλάδα είναι προβληματική και πρέπει να υποστεί αλλαγές; Η ελληνική κυβέρνηση, αποφεύγοντας τις ευθύνες της να καταρτίσει ένα στοιχειώδες σχέδιο εξόδου από την κρίση, ανέθεσε στον ΟΟΣΑ να συντάξει μια έκθεση και οι προτάσεις στις οποίες κατέληξαν οι τεχνοκράτες του διεθνούς οργανισμού υιοθετήθηκαν ως «θέσφατο» από την τρόικα.
            Ποιες είναι αυτές οι προτάσεις; Λίγοι τις γνωρίζουν. Και πάντως δεν τις γνωρίζουν αρκετοί από τους καθ΄ ύλην αρμοδίους. Δεν τις γνωρίζει, πρωτίστως, το υπουργικό συμβούλιο –αλήθεια υπάρχει αυτό το θεσμικό όργανο ή… καταργήθηκε με κάποια μνημονιακή τροπολογία και δεν το… πήραμε είδηση;-, όπως δεν τις γνωρίζει και η Βουλή που θα κληθεί –υποτίθεται- να αποφασίσει.  
            Οι αρμόδιοι για την αγροτική παραγωγή υπουργοί αποκλείστηκαν από τον διάλογο που έγινε με τους εκπροσώπους της τρόικας. Και ευλόγως προκύπτουν ερωτήματα αν κάποιος εξήγησε στους εκπροσώπους των δανειστών της χώρας ότι δεν μπορεί να ξεκληριστεί ένας ολόκληρος παραγωγικός κλάδος, όπως είναι η ελληνική κτηνοτροφία, σε μια εποχή που η Ελλάδα, ούσα ελλειμματική στα τρόφιμα, έχει περισσότερο από ποτέ ανάγκη να προστατεύσει τον πρωτογενή τομέα της παραγωγής της.
            Ο αντίλογος που διατυπώνεται ότι προέχουν τα συμφέροντα των καταναλωτών που είναι περισσότεροι από τους παραγωγούς, μπορεί να ακούγεται βάσιμος, δεν είναι, όμως, πειστικός. Και πρώτα –πρώτα διότι όποιος έχει αίσθηση των πραγμάτων, εύκολα αναγνωρίζει ότι το μεγαλύτερο έλλειμμα που έστειλε την Ελλάδα στα βράχια της χρεοκοπίας ήταν πρωτίστως εκείνο του ισοζυγίου των εξωτερικών συναλλαγών της χώρας που αποτέλεσε τη βάση για τον υπερδανεισμό και όλα τα δεινά που αυτός επέφερε. Δεν χρειάζεται, άλλωστε, να έχει εντρυφήσει κανείς τον Ντέιβιντ Ρικάρντο για να αντιληφθεί ότι όταν μια χώρα εισάγει τα πάντα, δεν έχει καμία τύχη στον διεθνή καταμερισμό. 
            Επιπλέον, η ελληνική αγορά είναι από ετών ελεύθερη για τις εισαγωγές γάλακτος, αφού, καλώς ή κακώς, είμαστε ελλειμματική ως χώρα και σε αυτόν τον τομέα. Όπως και στο κρέας και σε τόσα άλλα αγαθά της πρωτογενούς παραγωγής, με εξαίρεση τα ψάρια και τα νωπά φρούτα. Τα εισαγόμενα προϊόντα, από τα σκόρδα Κίνας ως τα φασόλια Τουρκίας και από τα αμύγδαλα Μολδαβίας ως τα λεμόνια Αργεντινής, μπαίνουν χωρίς εμπόδια στην αγορά μας. Πολλές φορές, μάλιστα, από αβελτηρία των ελεγκτικών μηχανισμών, βαφτίζονται «ελληνικά» για να μπορούν να πωλούνται ακριβότερα και να προσελκύουν τους συνήθως ανυποψίαστους καταναλωτές.
            Στην ελληνική αγορά υπάρχουν διάφορα γάλατα και ο καταναλωτής έχει δυνατότητα επιλογής. Γι΄ αυτό και η ισοπέδωση που λέγεται ότι επιχειρείται –αφού την τελική ρύθμιση, όπως προείπαμε, λίγοι τη γνωρίζουν- δεν μπορεί να γίνει ανεκτή. Στοιχειώδης υποχρέωση μιας ευνομούμενης πολιτείας είναι να επιβάλει κανόνες για την  προστασία και των παραγωγών και των καταναλωτών.
            Η σήμανση, για παράδειγμα, για την προέλευση του γάλακτος είναι ένα μέτρο που δεν προστατεύει μόνον τον παραγωγό, αλλά και τον καταναλωτή. Όπως το ίδιο συμβαίνει και με την ευκρινή αναγραφή στις συσκευασίες του γάλακτος για την επεξεργασία που έχει υποστεί, αν, δηλαδή, είναι γάλα υψηλής ή χαμηλής παστερίωσης.
Το ελληνικό γάλα, όντως, είναι ακριβότερο από το εισαγόμενο, αλλά δεν νομίζω ότι αυτός είναι σοβαρός λόγος για να καταστρέψουμε την εγχώρια παραγωγή, ακόμη και αν ορισμένοι αφελώς φανατικοί διατείνονται ότι αφορά μόνον «τριάμισι χιλιάδες ανθρώπους» (!). Πολύ περισσότερο που κάποιος μπορεί να επιλέξει το φθηνότερο γάλα μακράς διαρκείας που εισάγεται από το εξωτερικό. Είτε, όμως, επιλέξει ελληνικό ακριβό, είτε εισαγόμενο φθηνό, το μείζον είναι να ξέρει ο καταναλωτής τι αγοράζει.
Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να καταστρέψουμε την παραγωγή μας, μόνον και μόνον για να γίνει ευκολότερη η εισαγωγή μεγαλύτερων ποσοτήτων από το εξωτερικό, όπως φαίνεται να είναι η επιδίωξη όσων επιβάλουν τη λεγόμενη «απελευθέρωση» της αγοράς γάλακτος.     
            Υπό αυτές τις συνθήκες, οι αντιδράσεις που εκδηλώνονται από ορισμένους βουλευτές –έστω και αν κάποιοι περιλαμβάνονται στους «συνήθεις υπόπτους» και θα εύρισκαν, ούτως ή άλλως, έναν λόγο για να διαμαρτύρονται- δεν μπορεί να χαρακτηρίζονται εκ προοιμίου αδικαιολόγητες. Όσο οι αποφάσεις επιβάλλονται «απ΄ έξω» και εκείνοι που καλούνται να τις επικυρώσουν δεν έχουν λόγο γι’  αυτές, δεν μπορεί να ελπίζει κανείς ότι οι λύσεις που δίνονται εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Το χειρότερο, δε, όλων είναι ότι ακόμη και αν στο τέλος βρεθεί η βέλτιστη λύση, οι εντυπώσεις που θα έχουν μείνει στους πολίτες από τις σκιαμαχίες που προηγήθηκαν θα είναι τέτοιες που δεν θα πείθουν κανέναν. Και αυτό είναι μάλλον πιο βλαπτικό για την πολιτική σταθερότητα από αν πουν ένας ή δύο βουλευτές «όχι» στην επίμαχη ρύθμιση.