Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 8 Μαΐου 2014

Άμα κοιμάσαι φούρναρης και ξυπνάς βουλευτής…



«Κοιμήθηκα φούρναρης και ξύπνησα βουλευτής!». Η φράση αυτή που, εν μέσω λυγμών, εκστόμισε από το βήμα της Βουλής ο εκλεγμένος με τη Χρυσή Αυγή προφυλακισμένος βουλευτής Κορινθίας Ευστάθιος Μπούκουρας συνιστά ίσως την πλέον χαρακτηριστική επιτομή της γενικευμένης κρίσης στην οποία βρίσκεται η ελληνική κοινωνία. Μιας κρίσης που ξεπερνά την οικονομία και την πολιτική και ακουμπά θεσμούς και συλλογικές αξίες που βρίσκονται σε πορεία πλήρους κατάπτωσης.  
Δεν είναι καθόλου κακό που ένας, κατά δήλωσή του, «φούρναρης» κατάφερε να εκλεγεί στο ελληνικό Κοινοβούλιο. Ίσα – ίσα που αυτό μπορεί να είναι επαινετικό για την Δημοκρατία μας που δίνει ευκαιρίες στον κάθε πολίτη, ανεξάρτητα από την επαγγελματική ιδιότητα και την κοινωνική καταγωγή του.
Το καίριο, όμως, ζήτημα που αναδεικνύει η περίπτωση Μπούκουρα είναι πως και γιατί ψηφίστηκε ο συγκεκριμένος φούρναρης. Και, κυρίως, ποια είναι τα προσόντα που εκτίμησαν οι συμπολίτες του και έστειλαν να τους εκπροσωπήσει στη Βουλή ένα πρόσωπο το οποίο, κατά πως ισχυρίζεται, άκουσε το σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» και εξ αυτού έγινε –αν είναι δυνατόν!- «εθνικιστής».
Εκατομμύρια Ελλήνων, για μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της ζωής μας, ενστερνισθήκαμε τα συνθήματα του Ανδρέα Παπανδρέου και μας συνεπήρε η τεράστια προσωπικότητά του, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποτελεί άλλοθι για νταηλίκια ή άλλου είδους έκνομες δραστηριότητες. Ποιος, άλλωστε, θα μπορούσε να φανταστεί όταν πρωτακούστηκε το «η Ελλάδα στους Έλληνες» ότι θα ξέπεφτε στα χείλη ρατσιστών και ξενόφοβων που οργανώνουν πογκρόμ κατά ανυπεράσπιστων μεταναστών ή πηγαίνουν στην  κηδεία του αμετανόητου χουντικού Ντερτιλή και πυροβολούν στον αέρα; 
Δεν ξέρω, ειλικρινά, τι ήταν αυτό που αυτό που συγκίνησε (!) παλαιά στελέχη του ΠΑΣΟΚ τα οποία ψήφισαν κατά της άρσης της ασυλίας του κ. Μπούκουρα, αλλά έχω την αίσθηση ότι έγινε μια τεράστια παρανόηση από έμπειρους πολιτικούς, όπως ο Απόστολος Κακλαμάνης και ο Κώστας Σκανδαλίδης, που η στάση τους είναι, κατά την άποψή μου, απολύτως ασυγχώρητη.
Δεν θα αρνηθώ ότι κάθε άνθρωπος που περνά ένα δράμα, όπως συμβαίνει με τον συγκεκριμένο βουλευτή που εγκατέλειψε τη Χρυσή Αυγή, αξίζει τη συμπάθεια, το έλεος και την επιείκεια όλων μας. Και προσωπικά δεν έχω –και αν είχα, ίσως δεν έχει καμία σημασία- άποψη για το αν είναι ποινικά αθώος ή ένοχος και ποια είναι η βαρύτητα και ενδεχομένως η βασιμότητα των πράξεων για τις οποίες η Δικαιοσύνη ζήτησε την άρση της ασυλίας του.
Η Βουλή, όμως, κλήθηκε να αποφανθεί αν οι πράξεις που του αποδίδονται –η παράνομη οπλοκατοχή, εν προκειμένω- σχετίζονται με την βουλευτική του ιδιότητα. Και όχι αν είναι καλός οικογενειάρχης ή αν στα νιάτα του… αναρτούσε, όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες, σημαίες του ΠΑΣΟΚ. Γι΄ αυτό και αδυνατώ να αντιληφθώ τα κίνητρα όσων αρνήθηκαν να υπερψηφίσουν τα εισαγγελικά αιτήματα, όπως και όσων προτίμησαν να απέχουν –και ήταν πάνω από το ένα τρίτο των βουλευτών- από την ψηφοφορία.
Προφανώς, το Κοινοβούλιο δεν είναι δικαστήριο και δεν έχει αρμοδιότητα να δικάσει τις πράξεις κανενός μέλους του. Υπό  αυτή την έννοια, ο τέως (;) χρυσαυγίτης δεν ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να κριθεί για τις διώξεις που του ασκήθηκαν και για τις οποίες θα δώσει λόγο στη Δικαιοσύνη. Ανέβηκε για να μιλήσει ως πολιτικός που εξακολουθεί να είναι, παρότι -μόλις είδε τα δικαστικά ζόρια...- εγκατέλειψε το ναζιστικό μόρφωμα, με το οποίο… ξύπνησε βουλευτής.
Οι λυγμοί, λοιπόν, στους οποίους ξέσπασε ο κ. Μπούκουρας, μπορεί σε ανθρώπινο επίπεδο να δικαιολογούνται, σε πολιτικό, όμως, επίπεδο δεν μπορούν επ΄ ουδενί να δικαιολογηθούν. Πολύ περισσότερο όταν δεν συνοδεύονται, αν όχι από έμπρακτη μεταμέλεια, ούτε καν από μια απλή συγνώμη για τη συμπεριφορά την οποία είχε την περίοδο που παρίστανε τον χρυσαυγίτη «νταή», απειλώντας τους πάντες επειδή, όπως κραύγαζε, «είμαι βουλευτής ρε…», ή για την… ελληναράδικη κομπορρημοσύνη με την οποία διακήρυσσε δημόσια ότι οδηγεί από τα 16 χρόνια του, χωρίς ποτέ να αποκτήσει άδεια οδήγησης.
 Θα μου πείτε: «Εδώ δεν μεταμελήθηκαν και δεν ζήτησαν συγνώμη τόσοι και τόσοι μιζαδόροι που λεηλάτησαν τη χώρα, από τον Μπούκουρα περιμένεις εσύ να το κάνει;». Δεν θα διαφωνήσω. Αλλά, προσωπικά, δεν δίνω και κανένα άλλοθι στον Μπούκουρα και στον κάθε Μπούκουρα. Όπως, νομίζω, μετά από όσα ζήσαμε τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε, δεν μπορούμε να βρίσκουμε την παραμικρή δικαιολογία για όλους όσοι ονειρεύονται να… ξυπνήσουν βουλευτές. Εμείς τους δίνουμε αυτό το δικαίωμα. Και γι΄ αυτό είμαστε απολύτως συνυπεύθυνοι, είτε τους δούμε αύριο να ξεσπούν λυγμούς, είτε παραμείνουν αμετανόητοι «νταήδες».

Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Τα μοιραία… πρωθύστερα του κ. Κουβέλη



            Τέτοιες μέρες, πριν από δύο χρόνια, πήγαμε στις κάλπες και οι ψηφοφόροι κατέγραψαν, εμμέσως, τη βούλησή τους για σχηματισμό κυβέρνηση συνεργασίας από περισσότερα κόμματα, αφού έδωσαν χαμηλά ποσοστά σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις που πήραν μέρος σε εκείνη την εκλογική αναμέτρηση.
            Ας θυμηθούμε τα αποτελέσματα της 5ης Μαΐου: Η Νέα Δημοκρατία συγκέντρωσε 18,85% και ως πρώτη δύναμη, με το μπόνους των 50 εδρών, εξέλεξε 108 βουλευτές. Δεύτερος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ με 16,78% και 52 βουλευτές. Ακολούθησε τρίτο, με 13,18%, το ΠΑΣΟΚ που πήρε 41 έδρες, ενώ (παραλείποντας, για λόγους συντομίας, τα ποσοστά των άλλων κομμάτων) στην έβδομη θέση κατετάγη η ΔΗΜΑΡ με 6,11% και 19 βουλευτές.
            Η αδυναμία να βρεθεί κοινός τόπος συνεργασίας των κομμάτων οδήγησε τη χώρα σε νέες εκλογές σαράντα μέρες αργότερα. Ας θυμηθούμε και τα αποτελέσματα της αναμέτρησης της 17ης Ιουνίου: Πρώτη και πάλι η ΝΔ, που με το 29,66% που πήρε ανέβασε την κοινοβουλευτική της δύναμη στους 129 βουλευτές. Δεύτερος ήταν και πάλι ο ΣΥΡΙΖΑ που, με 26,89%, είχε πλέον 71 έδρες. Το ΠΑΣΟΚ, που υποχώρησε ελαφρώς στο 12,28%, εξέλεξε 33 βουλευτές, ενώ στις 17μειώθηκαν και οι έδρες της ΔΗΜΑΡ που έλαβε το 6,25% του εκλογικού σώματος.
            Ανέτρεξα σε αυτά τα αποτελέσματα, τα οποία, λίγο ως πολύ, είναι γνωστά σε όλους μας, για δύο λόγους: Ο πρώτος είναι επειδή πολλά στοιχεία στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του τελευταίου –προεκλογικού- διαστήματος παραπέμπουν στη μεγάλη πολυδιάσπαση των επιλογών του εκλογικού σώματος που ζήσαμε τον Μάιο του 2012 και είχε ως αποτέλεσμα τα μικρότερα κόμματα που δεν κατάφεραν να υπερβούν το κατώφλι του 3% για την εκπροσώπηση στη Βουλή να συγκεντρώσουν αθροιστικά το εντυπωσιακό ποσοστό του 19,02%, το οποίο τον Ιούνιο, λόγω της πόλωσης, υποχώρησε στο 5,98%. 
            Ο δεύτερος και μάλλον σημαντικότερος λόγος που αποτέλεσε το έναυσμα γι΄ αυτή την αναδρομή είναι οι τελευταίες παρεμβάσεις του προέδρου της ΔΗΜΑΡ κ. Φώτη Κουβέλη, ο οποίος τρεις εβδομάδες πριν από τις ευρωεκλογές ένοιωσε την ανάγκη να γνωστοποιήσει στο εκλογικό σώμα την πρόθεσή του να αναλάβει –μετά τις ευρωεκλογές…-πρωτοβουλία για συμπόρευση της κατακερματισμένης Κεντροαριστεράς, η οποία, όπως όλα δείχνουν, θα είναι ο μεγάλος χαμένος της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης. 
            «Είμαι αποφασισμένος να αναλάβω πρωτοβουλίες για την ανασύνθεση του χώρου σε προοδευτική βάση που θα αποτυπώνεται σε συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα», δηλώνει ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ, σε μια περίοδο που τα δημοσκοπικά ποσοστά του κόμματός του κατακρημνίζονται σε βαθμό τέτοιο που σχεδόν καμία από τις τελευταίες έρευνες να μην το δείχνει ικανό να ξεπεράσει το «πλαφόν» του 3% για να έχει ελπίδες να εκλέξει τουλάχιστον έναν ευρωβουλευτή.
Όταν ερωτάται σε ποιους απευθύνεται η πρότασή του, ο κ. Κουβέλης απαντά: «Περιλαμβάνονται όλοι όσοι κατανοούν ότι η χώρα θα πρέπει να κινηθεί σε προοδευτική κατεύθυνση. Και αυτό μπορεί να το εξασφαλίσει μια μεγάλη Κεντροαριστερά. Γι΄ αυτό είπα ότι η προσπάθεια για την ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς δεν τελειώνει την ημέρα των ευρωεκλογών. Εκτείνεται και πέραν αυτής».
Με άλλα λόγια, ο κ. Κουβέλης, ο οποίος αναγνωρίζει όπως λέει την αναγκαιότητα για συμπαράταξη όλων των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς –και ανάμεσά τους, φυσικά, το ΠΑΣΟΚ, που μέχρι πρότινος το απέκλειε, αλλά πλέον το περιλαμβάνει…- θέλει να πάμε οι πολίτες να ψηφίσουμε και μετά ο ίδιος να αναλάβει τις όποιες πρωτοβουλίες ανασύνθεσης.
Όπως, δηλαδή, έκανε τον Μάιο του 2012, όταν αρνήθηκε να συμμετάσχει σε κυβερνητικό σχήμα συνεργασίας σαν εκείνο στο οποίο συμμετείχε μερικές εβδομάδες αργότερα και αφού προηγουμένως οδηγήθηκε, κυρίως με δική του ευθύνη η χώρα στις επαναληπτικές κάλπες του Ιουνίου, στις οποίες οι δυνάμεις της Κεντροαριστεράς, όπως τουλάχιστον την ορίζει ο ίδιος, βγήκαν έτι περαιτέρω αποδυναμωμένες.
Τον Μάιο, το άθροισμα των ποσοστών του ΠΑΣΟΚ και της ΔΗΜΑΡ ήταν μεγαλύτερο από εκείνο της ΝΔ, ενώ οι έδρες τους από 60 έδρες που ήταν -41 το ΠΑΣΟΚ και 19 η ΔΗΜΑΡ- τον Ιούνιο έγιναν 50. Και έτσι η Νέα Δημοκρατία που είχε ανεβάσει κατά δέκα και πλέον μονάδες την εκλογική της επίδοση είχε τον πρώτο λόγο στον σχηματισμό της τρικομματικής κυβέρνησης, από την οποία, εξάλλου, ο κ. Κουβέλης έφυγε πριν καν συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της θητείας της.
Ο πρόεδρος της ΔΗΜΑΡ διαπιστώνει –και σωστά- ότι «αν η Κεντροαριστερά ενωθεί, θα αποτελεί η ίδια εναλλακτική πρόταση εξουσίας για την Ελλάδα, γιατί είναι η κοινωνική πλειοψηφία». Μόνον που οι διαπιστώσεις του κινδυνεύουν να αποδειχθούν και πάλι… πρωθύστερες. Και όταν θα έρθει το (μετεκλογικό) πλήρωμα του χρόνου για να εκδηλώσει ο ίδιος την πρωτοβουλία του για την Κεντροαριστερά, μπορεί να μην υπάρχουν κεντροαριστεροί ψηφοφόροι για να γίνουν αποδέκτες της κυβερνητικής του πρότασης. 
Αλήθεια, του περνάει καθόλου από το μυαλό το –διόλου απίθανο- ενδεχόμενο και τα δύο κόμματα που κατεβαίνουν με τη σημαία του ΕΣΚ να μην εκλέξουν ευρωβουλευτή; Συνειδητοποιεί, άραγε, τι θα σημαίνει αυτό για τις εγχώριες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και τι συνέπειες θα υπάρξουν αν το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών διαταράξει την εύθραυστη πολιτική σταθερότητα;  Αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο να γίνει το μοιραίο πρόσωπο που θα οδηγήσει άλλη μια φορά τη χώρα σε βουλευτικές κάλπες ακραίας πόλωσης;

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

Οι… αναμάρτητοι και το «τρεις κάλπες, μια ψήφος»




            Ένα από τα επιχειρήματα που προβάλουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ για να πείσουν ότι πρέπει να γίνουν πλειοψηφία και να αναλάβουν τη διακυβέρνηση της χώρας είναι ότι οι ίδιοι δεν έχουν ασκήσει ποτέ εξουσία και, ως εκ τούτου, είναι «αναμάρτητοι» και δεν ευθύνονται για τα κακώς κείμενα που ταλανίζουν την Ελλάδα και τους πολίτες της.
            Είναι, όμως, έτσι; Άσκηση εξουσίας είναι μόνον αν έχει οριστεί κάποιος υπουργός, υφυπουργός, γενικός γραμματέας ή κρατικός αξιωματούχος σε ΔΕΚΟ; Τα αυτοδιοικητικά αξιώματα, τα οποία, αλλού με περισσότερο πάθος και αλλού με λιγότερο, αφού ορισμένοι έχουν άκοντες «επιστρατευθεί», διεκδικούν στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν οδηγούν, άραγε, στην άσκηση (τοπικής, έστω) εξουσίας;
            Το τραγικό δυστύχημα που συνέβη τις προηγούμενες ημέρες στο λούνα παρκ της Αργυρούπολης είναι, νομίζω, ένα άκρως χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πως ένας που αυτοπροσδιορίζεται ως αριστερός ή ακτιβιστής ή και τα δυο μαζί σε αρκετές περιπτώσεις, δεν απαλλάσσεται εκ προοιμίου από τα ανομήματα που συνοδεύουν είτε τη δράση του είτε, μάλλον συχνότερα, την αδράνεια του.
Το γεγονός ότι ο δήμαρχος της συγκεκριμένης περιοχής ανήκει στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, όπως δεν τον ενοχοποιεί, εκ των προτέρων, γι΄ αυτό που συνέβη στη χωρική του επικράτεια,  εξίσου δεν τον θέτει αυτομάτως στο απυρόβλητο, επειδή δήλωνε.. πούρος «αντιμνημονιακός» και έκανε απεργίες πείνας για να μείνει όπως είναι σήμερα το παλαιό αεροδρόμιο της Αθήνας που τυγχάνει να βρίσκεται στα όρια του Δήμου του.
Τα αρμόδια όργανα της συντεταγμένης Πολιτείας και η Δικαιοσύνη θα ελέγξουν τις τυχόν ποινικές ευθύνες για πράξεις και παραλείψεις του δημάρχου και των υπηρεσιών του. Και ταυτόχρονα οι δημότες της περιοχής θα αξιολογήσουν αν ο συγκεκριμένος δήμαρχος με τον τρόπο που πολιτεύεται εξυπηρετεί ή όχι τα συμφέροντα της πόλης τους και με την ψήφο τους θα αποφασίσουν σε λίγες μέρες αν θα του ανανεώσουν τη θητεία.
Σε ένα ευρύτερο, όμως, πλαίσιο, πέρα από το συγκεκριμένο τραγικό συμβάν, δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί κάποιος τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία ασκούν εξουσία σε Δήμους, από τους δημάρχους που έχουν εκλεγεί με τη σημαία άλλων κομμάτων και ειδικότερα εκείνων που προέρχονται από τους πολιτικούς σχηματισμούς που είχαν και έχουν κυβερνητική εμπλοκή. Όπως επίσης δεν μπορεί να μην αναρωτιέται κάθε εχέφρων πολίτης για τη σκοπιμότητα υπό την οποία το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης λανσάρει, ενόψει των επικείμενων πολλαπλών εκλογικών αναμετρήσεων, το σύνθημα «τρεις κάλπες, μια ψήφος».
Στους -λίγους, έστω- Δήμους που διοικήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια από αξιωματούχους που δεν ανήκαν στα κυβερνητικά κόμματα, είναι, άραγε, καλύτερες καθημερινότητας των δημοτών; Έχουν λιγότερα ελλείμματα οι Δήμοι αυτοί; Οι υπηρεσίες τους μαζεύουν, όπως θέλει να πιστεύει η κυρία Ρένα Δούρου, καλύτερα τα σκουπίδια, επειδή, άραγε, είναι «αντιμνημονιακοί» οι δήμαρχοι τους; Έχουν κάνει μήπως λιγότερα ρουσφέτια; Ή έχουν εξαλείψει το υπεράριθμο και ανορθολογικά κατανεμημένο προσωπικό;
Η αλήθεια είναι ότι σε όλη τη χώρα μπορεί να διακρίνει κανείς αρκετούς καλούς και -ενδεχομένως, περισσότερους- κακούς δήμαρχους. Δημάρχους που ασχολούνται και πασχίζουν να λύσουν τα προβλήματα που απασχολούν τους δημότες τους. Και δημάρχους που αναλώνονται σε φιέστες και οι οποίοι μόλις βρουν τα δύσκολα κλείνουν τα δημαρχεία για να επιδείξουν, τάχατες, αγωνιστικό φρόνημα απέναντι στο απρόσωπο Κράτος και την κυβέρνηση.
Η διαχωριστική γραμμή, ωστόσο, που χωρίζει τις δύο αυτές κατηγορίες δημάρχων, όπως και περιφερειαρχών, δεν είναι το κομματικό χρίσμα που έλαβαν προτού να εκλεγούν. Είναι αποκλειστικά και μόνον η αξιοσύνη ενός εκάστου. Και, κυρίως, η βούληση που επιδεικνύουν για να κινητοποιήσουν δυνάμεις, να καταστρώσουν σχέδια, να εκπονήσουν μελέτες και να υλοποιήσουν έργα και δράσεις που βελτιώνουν τις συνθήκες ζωής των συμπολιτών τους.
 Γι΄ αυτό και ανεξαρτήτως τι θα γίνει στις ευρωεκλογές και πολύ περισσότερο στις εθνικές εκλογές, όταν με το καλό έρθει η ώρα τους, όλα δείχνουν ότι σε περίπου δύο βδομάδες που οι πολίτες θα πάνε στις αυτοδιοικητικές κάλπες για να επιλέξουν δημάρχους και περιφερειάρχες για την επόμενη πενταετία, η πλειονότητα θα κάνει τις επιλογές της με κριτήριο την αξιοσύνη και θα επιφυλάξει οδυνηρές εκπλήξεις σε όσους θέλουν να βάλουν στενό κομματικό κορσέ παντού.          

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Που θα πάει η αποχή;



            Λίγο τα γραπτά μηνύματα με τις πασχαλινές ευχές των -γνωστών μας ή και, πιο συχνά, αγνώστων- υποψήφιων ευρωβουλευτών που έφθασαν στα κινητά τηλέφωνα μας, λίγο περισσότερο η κινητικότητα που συναντήσαμε όσοι εκδράμαμε τούτες τις μέρες στην ελληνική περιφέρεια από τους πολυπληθείς συμπολίτες μας που διεκδικούν τοπικά αξιώματα, επιτέλους η ατμόσφαιρα άρχισε σε κάτι να θυμίζει ότι διάγουμε προεκλογική περίοδο.
            Δεν ξέρω αν είναι δείγμα… καθυστερημένου «εξευρωπαϊσμού», αφού στην υπόλοιπη ήπειρό μας η συμμετοχή στις ευρωεκλογές ήταν πάντα χαμηλότερη από ό,τι στην Ελλάδα, ή αν πρόκειται απλώς για μια ακόμη από τις πολλές συνέπειες που αφήνει πίσω της η βίαιη μνημονιακή προσαρμογή της τελευταίας τετραετίας, αλλά οι κάλπες του Μαΐου, παρότι μάλιστα είναι διπλές, δεν δείχνουν να… συνεγείρουν τα πλήθη των Ελλήνων, τουλάχιστον με τον τρόπο που ξέραμε την τελευταία τεσσαρακονταετία.
            Μέχρι πρότινος, άλλωστε, αν εξαιρέσει κανείς τους «επαγγελματίες» του είδους, το εν τη ευρεία εννοία πολιτικό προσωπικό και τα διασυνδεμένα με αυτό πρόσωπα, εμάς τους δημοσιογράφους, αλλά και τα κομματικά… τρολ που κάνουν υπερωρίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, το ενδιαφέρον αυτού που λέμε «κοινή γνώμη» για τις επικείμενες –κρίσιμες, κατά τα άλλα- εκλογικές αναμετρήσεις, ήταν από περιορισμένο έως πολύ χαμηλό.
            Το που θα οδηγήσει αυτό το χωρίς προηγούμενο κλίμα… πολιτικής (ή μήπως μόνον κομματικής;) απάθειας ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής κοινωνίας είναι δύσκολο να το προδικάσει κάποιος. Όπως εξίσου δύσκολη είναι η αποστολή των εμπλεκόμενων στην εκλογική διαδικασία να το ανατρέψουν στις πολύ λίγες εβδομάδες που απομένουν πλέον για το ραντεβού, κατ΄ αρχήν με τις κάλπες της 18ης Μαΐου για τον πρώτο γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών και μια εβδομάδα αργότερα, στις 25 Μαΐου, με τις κάλπες του δευτέρου γύρου για τις περιφερειακές και τις δημοτικές αρχές, αλλά και των ευρωεκλογών.
            Η χρονική σύμπτωση, για πρώτη φορά στα εκλογικά χρονικά της χώρας μας, δύο τόσο διαφορετικών αναμετρήσεων, δυσκολεύει έτι περαιτέρω όχι μόνον την πρόγνωση των αποτελεσμάτων που θα προκύψουν από τις συγκεκριμένες κάλπες, αλλά, πολύ περισσότερο, την ανάλυσή τους, κυρίως λόγω του ιδιαίτερου χαρακτήρα που, εκ των πραγμάτων αποκτούν ειδικά οι ευρωεκλογές, τις οποίες οι περισσότερες πολιτικές δυνάμεις τις συνδέουν, εμμέσως ή αμέσως, με την κυβερνητική σταθερότητα και τις εν γένει πολιτικές εξελίξεις του προσεχούς διαστήματος.
            Στις τελευταίες εκλογές για το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, όταν και πάλι οι κυρίαρχες δυνάμεις, που τότε αντιπροσώπευαν ένα πολλαπλώς μεγαλύτερο από το σημερινό κατακερματισμένο πολιτικό σκηνικό τμήμα του εκλογικού σώματος, είχαν θέσει αντίστοιχα διλήμματα, κατάφεραν να οδηγήσουν στις κάλπες του Ιουνίου του 2009 μόλις το 50% όσων είχαν δικαίωμα ψήφου.
            Ενάμισι χρόνο αργότερα, στις αυτοδιοικητικές εκλογές που έγιναν, το φθινόπωρο του 2010, ενώ η χώρα είχε μπει στο μνημόνιο, αλλά οι συνέπειες του δεν είχαν φανεί ακόμη σε όλο τους το εύρος, στον πρώτο γύρο, που υπήρχαν μεγαλύτερες δεσμεύσεις σε πρόσωπα που ήταν υποψήφιοι, η αποχή έφθασε στο 40%, αλλά στον δεύτερο γύρο, οπότε είχε κριθεί το ζήτημα της σταυροδοσίας των συμβούλων και κάποιοι υποψήφιοι δήμαρχοι και περιφερειάρχες είχαν αποκλειστεί από την πρώτη Κυριακή, το ποσοστό όσων δεν πήγαν να ψηφίσουν ξεπέρασε το 55% και σε ορισμένες περιπτώσεις (Αττική και αλλού) προσέγγισε το 60%.
            Τι θα συμβεί αυτή τη φορά; Πόσοι ψηφοφόροι θα πάνε στις κάλπες και κυρίως ποιοι; Θα είναι μόνον οι διασυνδεμένοι –όσοι υπάρχουν ακόμη…- με τα κόμματα ή θα υπάρξει ευρύτερη κινητοποίηση που θα περιορίσει τον αριθμό όσων επιλέξουν να απολαύσουν, ειδικά αν είναι καλός ο καιρός, ένα πρόωρο θερινό κολύμπι; Θα φθάσουν ως την κάλπη μόνον οι διαμαρτυρόμενοι ή θα σηκωθεί από τον καναπέ και η συνήθως «σιωπηλή πλειοψηφία» που θέλει την ευρωπαϊκή Ελλάδα, αλλά θεωρεί «χαλαρή» την ψήφο των ευρωεκλογών;   
            Και το, ίσως, σημαντικότερο ερώτημα για τις 25 Μαΐου είναι το εξής: Τι αντίκτυπο θα έχουν τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου των αυτοδιοικητικών εκλογών, στη δεύτερη εκλογική Κυριακή που θα ψηφίζουμε ταυτόχρονα και για τις ευρωεκλογές; Αν, για παράδειγμα, τα κόμματα της συγκυβέρνησης συγκρατήσουν, όπως διαφαίνεται, ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων που έχουν στην Αυτοδιοίκηση, αυτό θα ενισχύσει την «παράσταση νίκης» της ΝΔ, πρωτίστως, και της «Ελιάς», δευτερευόντως, στην ευρωκάλπη ή οι πολίτες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα και, για να… εξισορροπήσουν τα πράγματα, θα προτιμήσουν να στηρίξουν τα ευρωψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων δυνάμεων;
            Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα είναι αδύνατον να απαντηθούν, τουλάχιστον σε αυτή τη φάση, όπως αναγνωρίζουν οι πλέον σοβαροί εκλογικοί αναλυτές, οι οποίοι μελετούν τις έρευνες για τη διάθεση των πολιτών, που -με καταιγιστικό, θα έλεγε κανείς, τρόπο- διεξάγονται το τελευταίο διάστημα και θα συνεχιστούν –χωρίς περιορισμούς, αφού άλλαξε η νομοθεσία- μέχρι την παραμονή της διπλής αναμέτρησης.
            Με λίγα λόγια, ο βασικός «άγνωστος χ» αυτών την εκλογών είναι η αποχή και ποιοι θα την επιλέξουν ως συνειδητή (ή μη) στάση.