Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2016

Οι μονομανίες με τα media και το χρέος



                Αν έφθανε κανείς αυτές τις μέρες στην Ελλάδα από το εξωτερικό και παρακολουθούσε τα θέματα που κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο, θα είχε την αίσθηση ότι όλα τα προβλήματα της χώρας έχουν λυθεί και τα μόνα τα οποία απασχολούν τους πολίτες δεν είναι παρά, στο εσωτερικό μέτωπο, η αδειοδότηση των τηλεοπτικών καναλιών και, στο διεθνές πεδίο, η ρύθμιση του δημοσίου χρέους.
Είναι χαρακτηριστικό, άλλωστε, ότι ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας μόλις ναυάγησε το σχέδιο που είχε να πάει την Τετάρτη στη Βουλή για να… πανηγυρίσει τη νίκη που ανέμενε ότι θα είχε την προηγουμένη στο Συμβούλιο της Επικρατείας, μετά την ανατροπή που σημειώθηκε στη δικαστική κρίση επί του νόμου για τις τηλεοπτικές αδειοδοτήσεις, πήρε το κυβερνητικό αεροπλάνο για μια μίνι ευρωπαϊκή τουρνέ με θέμα –τι άλλο;- την πολυθρύλητη δανειακή ελάφρυνση.       
Από τις αρχές του περασμένου καλοκαιριού, οπότε «τσάτρα πάτρα» ψηφίστηκαν οι ρυθμίσεις για το Ασφαλιστικό, οι οποίες, όσο περνά ο καιρός, αποδεικνύεται ότι, εκτός από άδικες, ήταν και ανεπαρκείς για την έκταση του προβλήματος, η επικαιρότητα κατακλύζεται από τις αντιπαραθέσεις για τα κανάλια και το χρέος. Αντιπαραθέσεις οι οποίες επισκιάζουν ο,τιδήποτε άλλο, είτε πρόκειται για τις κάθε είδους εξωτερικές απειλές που διατυπώνονται σε βάρος της χώρας, είτε για το διαρκώς επεκτεινόμενο φαινόμενο της φτωχοποίησης όλο και ευρύτερων τμημάτων του ελληνικού πληθυσμού.
Με τη γνωστή ευκολία που διακρίνει όλες τις πρωτοβουλίες του, οι κυβερνητικοί  επικοινωνιακοί μηχανισμοί ρίχνουν το ανάθεμα στα μέσα ενημέρωσης, τα οποία, ως… «όργανα της διαπλοκής» που είναι, «υπονομεύουν την… εθνοσωτήριο κυβέρνηση», προβάλλοντας μόνον τα αρνητικά και όχι τα θετικά της. Όπως συνέβη, για παράδειγμα, με την Ευρωμεσογειακή Διάσκεψη που συγκλήθηκε τον περασμένο μήνα στην Αθήνα και η περιορισμένη προβολή της οποίας προκάλεσε τη μήνη της κυβερνητικού εκπροσώπου.
                Με την απόσταση των αρκετών εβδομάδων που παρήλθαν έκτοτε, θα είχε ενδιαφέρον να άκουγε κανείς την Όλγα Γεροβασίλη να κάνει έναν μικρό απολογισμό για το τι έχασαν οι Έλληνες πολίτες επειδή δεν διέκοψαν τότε τα κανάλια για να μεταδώσουν απευθείας τις δηλώσεις του Αλέξη Τσίπρα και των προσκεκλημένων του ηγετών από τις γειτονικές –και, κατά κάποιον τρόπο, ομοιοπαθείς- χώρες. Τί διαφορετικό, άραγε, από τη διαρκή ανάγκη για σπάσιμο των «κουμπαράδων» που προορίζονται για τις μελλοντικές γενιές, ώστε να πληρωθούν οι συντάξεις, θα μας επεφύλασσε η μοίρα;
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε να μπορούσε ν κάποιος να καταμετρήσει τις απεριόριστες εργατοώρες που έχουν αφιερώσει ο ίδιος ο Τσίπρας και ο πολυπληθής περίγυρος του για να προετοιμάσουν το «μαύρο» που, στο όνομα της πάταξης της διαπλοκής, σχεδιάζουν να ρίξουν στα μέσα ενημέρωσης που δεν τους είναι αρεστά. Και να συνέκρινε το άθροισμα του χρόνου με εκείνον που το ίδιο διάστημα αναλώθηκε σε άλλα ζητήματα που επηρεάζουν την καθημερινότητα των πολιτών, όπως η κατάσταση στην Υγεία και στην Παιδεία ή η χαίνουσα κοινωνική πληγή της Απασχόλησης.
Θα είχε, εξάλλου, μεγάλη αξία να μαθαίναμε τα αποτελέσματα των υποτιθέμενων προσπαθειών που καταβάλλονται από σωρεία κυβερνητικών στελεχών για την προσέλκυση νέων επενδύσεων ή ακόμη και την προώθηση παλαιότερων που είχαν παραλάβει από τους προκατόχους τους. Τι γίνεται, για παράδειγμα, με το Ελληνικό και γιατί δεν ξεκινούν τα έργα; Να είχε, άραγε, ο πρωθυπουργός, ο οποίος φέρεται να έχει αποστηθίσει το ύψος της ετήσιας διαφημιστικής δαπάνης και του ανεξόφλητου χρέους για κάθε μικρή ή μεγαλύτερη επιχείρηση στον τομέα της ενημέρωσης, την απορία ώστε να σηκώσει ένα πρωί το τηλέφωνο και να ρωτήσει τους αρμόδιους συνεργάτες του πότε προβλέπουν να μπει στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου η πρώτη μπουλντόζα; Μάλλον όχι. Όλα δείχνουν ότι είναι άλλες οι προτεραιότητες του. Τόσο οι δικές του όσο και των συνεργατών του. Τουλάχιστον αν κρίνει κανείς από τη συχνότητα με την οποία εκδίδουν σωρηδόν non paper για κάθε θέμα που οι ίδιοι κρίνουν ότι έχει σημασία.
Θύματα των ίδιων των ιδεοληπτικών εμμονών που έχουν με τα media και εξηγούν το ιερό μένος με το οποίο καταφέρονται εναντίον τους, έχουν αναγάγει την προσπάθεια καθυπόταξης της ενημέρωσης σε υπέρτατο σκοπό που είναι συνυφασμένος με την παραμονή τους στην εξουσία. Όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και μία από τις συνεδριάσεις της διαβόητης Εξεταστικής Επιτροπής για τα δάνεια των μέσων ενημέρωσης, δεν έχει την παραμικρή αμφιβολία για τις προθέσεις των εμπνευστών της. Η μισαλλόδοξη, άλλωστε, διάθεση, όπως και η εχθροπαθής προκατάληψη, με τις οποίες αντιμετωπίζουν τους εκπροσώπους όποιου μέσου δεν τους λιβανίζει, είναι παροιμιώδεις.
Εξίσου παροιμιώδης μέλλει να αποδειχθεί και η δεύτερη πρωθυπουργική μονομανία που είναι η παθιασμένη ενασχόληση με την «εδώ και τώρα» ρύθμιση του χρέους, η οποία έχει αναχθεί ως μοναδικό και υπέρτατο κινητήριο μοχλό για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Και που ακριβώς για τν χαρακτήρα που της έχει δοθεί, λειτουργεί, εν τέλει, ως τροχοπέδη για την αναγκαία επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας, αφού δεν γίνεται τίποτε όσο καθυστερεί η διευθέτηση της συγκεκριμένης εκκρεμότητας .
Όμως, και στη μια και στην άλλη περίπτωση, όποια τροπή και αν πάρουν τα πράγματα, οι χειρισμοί της κυβέρνησης υπήρξαν τόσο άθλιοι που τη μόνη κατάληξη την οποία μπορεί να έχουν είναι να φέρνουν όλο και πιο κοντά την κατάρρευσή της. Διότι, αν ρίξει «μαύρο» στα κανάλια, είναι βέβαιο θα τη φάει το «μαύρο σκοτάδι» και γι΄ αυτό επιζητεί συνενόχους στην αντιπολίτευσης ή στη Δικαιοσύνη. Αν πάλι δεν μπορέσει να το επιβάλει, οι μέρες της στην εξουσία είναι μετρημένες. Το ίδιο, πάνω – κάτω, ισχύει και με το χρέος: Αν επιτευχθεί η διευθέτησή του, τότε δεν θα έχει καμία δικαιολογία κανένας Σκουρλέτης να λέει ότι «δεν βγαίνει το πρόγραμμα» για να δικαιολογήσει την αδράνεια του που θα γίνει πασιφανής. Αν πάλι δεν επιτευχθεί, ας αναλογιστεί ο καθένας αν μπορούν να σταθούν στις κυβερνητικές καρέκλες με τη ζημιά που θα έχουν προκαλέσει ως τότε.
Αλλά, σχεδόν πάντα, έτσι συμβαίνει με τους μονομανείς: το πάθος τους αποτελεί και τη μήτρα της καταστροφής τους.

Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2016

Οι Κασσάνδρες (πάντα) επιβεβαιώνονται!



Είναι απορίας άξιον αν ο ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (LSE) Νίκος Μουζέλης, θεωρούμενος το πάλαι ποτέ ως «γκουρού» του εγχώριου εκσυγχρονισμού, μπήκε στον κόπο να παρακολουθήσει τη συζήτηση της περασμένης Δευτέρας στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή. Και, πολύ περισσότερο, αν έκανε αυτόν τον κόπο προτού καθίσει και γράψει την επιστολή που έστειλε στους παλαιούς συνοδοιπόρους του από τον χώρο της Κεντροαριστεράς για να δικαιολογήσει τη συμμετοχή του στην Κυβερνητική Επιτροπή για την Συνταγματική Αναθεώρηση.
Στην επιστολή του, ο κ. Μουζέλης χαρακτήριζε, ανάμεσα σε άλλα ηχηρά παρόμοια, ως «ακραία “κασσανδρική” φαντασίωση» την κριτική που ασκούν όλο και περισσότεροι προς την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για τη ροπή που εμφανίζει προς οικοδόμηση ενός αυταρχικού καθεστώτος καθυπόταξης των μέσων ενημέρωσης, της Δικαιοσύνης και εν γένει των θεσμών που συγκροτούν το πλέγμα λειτουργίας της δημοκρατικής Πολιτείας, όπως την ζήσαμε τις τελευταίες δεκαετίες.
Υπό αυτές τις συνθήκες, θα είχε μεγάλη αξία να παρακολουθούσε κανείς τις αντιδράσεις του συγκεκριμένου κυρίου καθηγητή, όπως και ορισμένων άλλων ομοϊδεατών από τον χώρο του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού» που ανακάλυψαν αρκετά όψιμα, αφού είναι ήδη συνταξιούχοι, τις αρετές της ριζοσπαστικής Αριστεράς, που υποτίθεται εκφράζουν οι σημερινοί κυβερνώντες, όταν άκουγαν τον επικεφαλής των τελευταίων Αλέξη Τσίπρα να επιτίθεται στην…  επάρατο εποχή Σημίτη.
Δικαίωμα, προφανώς, του κ. Τσίπρα να έχει τις απόψεις του για οποιαδήποτε πολιτική περίοδο, αλλά δεν ήταν αυτό το ζήτημα που ανέκυψε από τον ανοίκειο και ισοπεδωτικό τρόπο με τον οποίο μίλησε στη συζήτηση στη Βουλή. Εκείνο που περισσότερο εντυπωσίασε ήταν το  ύφος που χρησιμοποίησε και κυρίως το ήθος που απέπνεε ο ακραία διχαστικός λόγος του. Από κοινού με τους ανατριχιαστικούς υπαινιγμούς για τους πολιτικούς του αντιπάλους, όπως την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ Φώφη Γεννηματά.
«Δεν είναι εδώ η κ. Γεννηματά για να της πω ότι μαθαίνω τώρα τελευταία ότι οργανώνει και δείπνα με βασικό μενού την ίδια», ήταν η αποστροφή που βγήκε από το στόμα ενός πρωθυπουργού, ο οποίος, σύμφωνα με τον κ. Μουζέλη, «πρέπει να στηριχθεί από όλους που δεν επιθυμούν το grexit». Τον ίδιο πρωθυπουργό που με μοναδική θρασύτητα συνέχισε λέγοντας: «Δεν ξέρω, βεβαίως, αν σε αυτά τα δείπνα συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων. Έτσι ακούω, ότι συμμετέχουν και γάτες Ιμαλαΐων».
Τον πρωθυπουργό που μάλλον χωρίς την παραμικρή επίγνωση του ποιος μιλάει και σε ποιον απευθύνεται συμπλήρωσε:  «Και μην νομίζετε ότι επειδή τώρα τελευταία έρχεστε εδώ στη Βουλή και μιλάτε μια γλώσσα που μοιάζει περισσότερο σε αυτά που λέει ο κ. Λαφαζάνης, δεν φοράτε αυτά τα φορέματα. Αυτά τα φορέματα φοράτε. Τα φορέματα των κυβερνήσεων Σημίτη και των σκανδάλων εκείνης της περιόδου που θα σας κυνηγάνε πολιτικά».
Το ότι χειροκροτήθηκε η συγκεκριμένη αποστροφή του από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ δεν προκάλεσε καμία ιδιαίτερη εντύπωση. Τουλάχιστον τόση εντύπωση όση έκανε το γεγονός ότι ουσιαστικά είχε «πάρει πάσα» για να επιχειρήσει να αποδομήσει την περίοδο Σημίτη από τον γνωστό και μη εξαιρετέο πρώην αρχηγό της ΕΥΠ επί κυβερνήσεων Καραμανλή και τώρα αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελλόπουλο.
 Αν και παλαιός δικαστικός, ο κ. Παπαγγελλόπουλος δεν είχε καμία συστολή ή δυσκολία, να εκφράσει τις απόψεις του ακόμη και επί υποθέσεων που τελούν υπό δικαστική εκκρεμότητα. «Ξέχασα, επίσης, να πω ότι στο πάρτι των εξοπλιστικών προγραμμάτων δεν είναι δυνατόν να πληρώνουν μόνον ο Τσοχατζόπουλος και ο Σμπώκος, ότι υπήρχε και ένα ΚΥΣΕΑ», ανέφερε. Και αφού αναρωτήθηκε: «Εκεί τουλάχιστον δεν υπάρχουν πολιτικές ευθύνες;», συνέχισε ο υπουργός του κ. Τσίπρα: «Επίσης, υπήρξε και ένα “Σουάπς”, που ξέχασα να το πω».
Και ήταν αυτά τα λόγια που λειτούργησαν ως προπομπός για τη συνέχεια που έδωσε ο ίδιος πρωθυπουργός με την επίθεση που εξαπέλυσε στη Φώφη Γεννηματά και την προσπάθεια που κατέβαλε να αντικρούσει την κριτική της αντιπολίτευσης για «ορφανά του Τσοχατζόπουλου» που περιμάζεψε στο κόμματου. Και τα οποία για τον ίδιο δεν είναι παρά «αγωνιστές που κάποια στιγμή, μέσα στο κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου, δεν έβλεπαν ούτε τον εαυτό τους ούτε τα ιδανικά που ανιδιοτελώς υπηρετήσαν με αγώνες για χρόνια, και συνάντησαν το ΣΥΡΙΖΑ».
Όλα αυτά, προφανώς, συμβάλουν προς τον «εκδημοκρατισμό του Πολιτεύματος» που φαίνεται να αποτελεί τον καινούργιο στόχο στον οποίο έχει στρατευθεί ο άλλοτε «εκσυγχρονιστής» κ. Μουζέλης που ψέγει όσους δεν συμμερίζονται  τις απόψεις του. Και φθάνει μέχρι του σημείου να υποστηρίζει ότι «όλες τις δημοκρατικές αντιπολιτευτικές δυνάμεις πρέπει να ακολουθήσουν μια πιο ισορροπημένη κριτική προς την κυβέρνηση για να μην δημιουργηθεί η επικίνδυνη εντύπωση πως ο ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται για ένα κόμμα εκτός του λεγόμενου “δημοκρατικού τόξου”».
Τι ωραία, αλήθεια! Είναι η… μη ισορροπημένη κριτική της αντιπολίτευσης προς την κυβέρνηση, την οποία αποφάσισε να υπηρετήσει ο κ. καθηγητής, που ευθύνεται για τον επαπειλούμενο «διχασμό που θα υπέσκαπτε το με θυσίες αποκτημένο μεταπολιτευτικό δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας». Και όχι τα λόγια και, πάνω από όλα, οι πράξεις του πρωθυπουργού και των υπουργών του οι οποίοι, ως εάν να είναι ακόμη στην αντιπολίτευση, απειλούν να μην αφήσουν λίθον επί λίθου στην –προβληματική, σε κάθε περίπτωση- μεταπολιτευτική δημοκρατία.
Και κάτι τελευταίο: Ας έχουν υπόψιν τους όλοι όσοι χρησιμοποιούν στερεοτυπικά την ομηρική παραβολή με τις «κασσάνδρειες» προβλέψεις, τούτο:  Όλες οι προφητείες της Κασσάνδρας, που περιγράφονται στην Ιλιάδα, αποδείχθηκαν αληθινές, ασχέτως εάν δεν τις πίστευαν όσοι τις άκουγαν. Γι΄ αυτό και -σε πείσμα του κ. Μουζέλη- ας ευχηθούμε να μην αποδειχθεί «κασσανδρική» η κριτική που ασκείται προς την αγαπημένη του κυβέρνηση.  

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Ανασχηματισμός σε μια «κανονική» χώρα



Αν ο Αλέξης Τσίπρας ήταν «κανονικός» πρωθυπουργός σε μια «κανονική» χώρα, αυτήν την περίοδο, καθώς συμπληρώθηκε ένας χρόνος από τον σχηματισμό της κυβέρνησής του και ετοιμάζεται, κατά τα φαινόμενα, ο πρώτος ανασχηματισμός της, θα έκανε μια μάλλον αυτονόητη κίνηση: θα αξιολογούσε ένα προς ένα τα κυβερνητικά στελέχη, πριν πάρει τις οριστικές αποφάσεις του για το ποιους θα διατηρήσει στις θέσεις τους και ποιους θα στείλει στα σπίτια τους.
            Αν ήθελε, μάλιστα, να είναι ακριβοδίκαιος και να μην αδικήσει κανέναν, θα έκανε, προς την ίδια κατεύθυνση, μια επιπλέον κίνηση που θα ήταν να ζητήσει από καθέναν υπουργό και υφυπουργό να γράψει σε μια κόλλα χαρτιού τα επιτεύγματα της 12μηνης θητείας του. Και για την ακρίβεια, θα καλούσε τον καθένα να απαριθμήσει τα προβλήματα στον τομέα της αρμοδιότητάς του που έλυσε σε αυτό διάστημα. Έτσι ώστε να φανεί η αποτελεσματικότητα ενός εκάστου και πόσο δικαίωσε τον τίτλο του «υπουργού» που στην ελληνική γλώσσα σημαίνει «υπηρέτης του λαού».
            Θα είχε, δε, τεράστιο ενδιαφέρον όλα αυτά τα απολογιστικά γραπτά των υπουργών και των υφυπουργών να έβλεπαν το φως της δημοσιότητας. Και, έτσι, να πληροφορούμαστε όλοι εμείς οι άγρια φορολογούμενοι έλληνες πολίτες για το κατά πόσο αξίζουν οι θυσίες στις οποίες υποβαλλόμαστε προκειμένου να συντηρηθεί όλος αυτός ο κυβερνητικός μηχανισμός. Με τους συμβούλους, τους μετακλητούς και τους αποσπασμένους υπαλλήλους, όπως και τους λοιπούς κάθε λογής παρατρεχάμενους που στελεχώνουν τα υπουργικά γραφεία.
            Ποιός, αλήθεια, δεν θα ήθελε να μάθει πόσα κρεβάτια σε εντατικές νοσοκομείων κατάφερε να ανοίξει ο «πολύς» Παύλος Πολάκης στα διαλείμματα των διαδικτυακών καβγάδων που στήνει σε κάθε ευκαιρία και με κάθε αφορμή; Ποιός δεν έχει απορία αν προχώρησε το σχέδιο της Θεανώς Φωτίου για τις συνταγές με τα γεμιστά και τις μαρμελάδες. Ή αν απέδωσε το εγχείρημα του Δημήτρη Μάρδα για εξεύρεση επενδυτών στα hot spot με τους Σύρους πρόσφυγες;
Θα είχε αξία να μαθαίναμε πόσες αποκρατικοποιήσεις απέτρεψε ο Πάνος Σκουρλέτης και πόσες φορές βούρκωσε ο Χρίστος Σπίρτζης. Πόσους επενδυτές έφερε ο Γιώργος Σταθάκης και αν αυτοί που έδιωξε ήταν λιγότεροι ή περισσότεροι. Πόσους φίλους απέκτησε η Ελλάδα τον ένα χρόνο που έχει επικεφαλής της διπλωματίας της τον Νίκο Κοτζιά. Τι άλλο εκτός από τη γκάφα με το Ολοκαύτωμα έκανε όλο αυτό το διάστημα ο υφυπουργός Θεοδόσης Πελεγρίνης. Πόσα φουγάρα άναψε η αρμόδια για τη Βιομηχανία Θεοδώρα Τζάκρη και αν είναι εκείνη που πρέπει να τιμηθεί από το βουλγαρικό κράτος για την ανάπτυξη που τους πήγε. Τι πρόσφερε στη Μακεδονία και στη Θράκη η Μαρία Κόλλια – Τσαρούχα. Και πόσο καλά πέρασε το κυβερνητικό του δωδεκάμηνο ο Γιάννης Μπαλάφας, και αν αδικήθηκε η Μαρίνα Χρυσοβελώνη που μπήκε αργότερα στο κυβερνητικό σχήμα.
Πέραν, όμως, από την πλάκα που μπορεί να κάνει κανείς με κάποιες από τις ουκ ολίγες διασκεδαστικές φιγούρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ –του… «χιουμορίστα» υπουργού Οικονομικών Ευκλείδη Τσακαλώτου μη εξαιρουμένου- θα είχε ειλικρινά μεγάλη σημασία αν ο κ. Τσίπρας αποφάσιζε να περάσει από κρησάρα τους συνεργάτες του στο υπουργικό συμβούλιο. Άλλωστε, με δεδομένο ότι, δυστυχώς, το μοναδικό σχέδιο για τη χώρα εξακολουθεί να είναι το Μνημόνιο και μόνο το Μνημόνιο, το έργο του θα ήταν είναι μάλλον πολύ εύκολο.
            Παίρνοντας μία προς μία τις μνημονιακές δεσμεύσεις, που ανέλαβε μετά το «Όχι» που έπεισε τον ελληνικό λαό να ψηφίσει στο δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015, ο πρωθυπουργός θα μπορούσε χωρίς ιδιαίτερες δυσκολίες να βρει τι έκαναν οι υπουργοί του, οι οποίοι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: Σε εκείνους που, έστω σέρνοντας τα πόδια τους, προωθούν που και που καμία μεταρρύθμιση για να μη χάσουμε τις δόσεις των ευρωπαϊκών δανεικών. Και στους άλλους που βάζουν εμπόδια σε κάθε τι που δεν έχει βόλεμα για φίλους και κολλητούς.  
Παρά ταύτα, δεν πρέπει να τρέφονται αυταπάτες. Διότι το πιθανότερο είναι ο κ. Τσίπρας δεν θα μπει στον κόπο να αξιολογήσει όσους πλαισιώνουν την κυβέρνησή του. Και δεν θα το κάνει επειδή τα κριτήρια με τα οποία σχημάτισε τις δύο πρώτες κυβερνήσεις του είναι όμοια και απαράλλακτα με εκείνα με τα οποία πολιτεύθηκαν όλοι όσοι εκείνος επέλεξε να έχει στο υπουργικό συμβούλιο: δηλαδή η παρέα, το κολλητηλίκι και η ικανοποίηση της πελατείας.
Στον αντίλογο, τον οποίο θα σπεύσουν ορισμένοι να προβάλλουν με το επιχείρημα ότι δεν είναι πρωτοφανή τα φαινόμενα αυτού του είδους, η απάντηση είναι απλή: Όντως, μπορεί κανείς να βρει αρκετές ομοιότητες με καταστάσεις του παρελθόντος. Δύσκολα, ωστόσο, θα βρει ιστορική αντιστοίχηση σε όλον αυτόν τον ακραίο συνδυασμό αρνητικών στοιχείων που συνθέτουν το υφιστάμενο κυβερνητικό σχήμα. Και που, κατά πάσα βεβαιότητα, θα συνθέτουν και αυτό που, αργά ή γρήγορα, θα το αντικαταστήσει.
Κακά τα ψέματα, άλλωστε, η χώρα θέλει ακόμη χρόνο για να επιστρέψει στην κανονικότητα. Στη νέα, βεβαίως, κανονικότητα που θα προκύψει ως γενικά παραδεκτή αναγκαιότητα οψέποτε κλείσουν οι λογαριασμοί με το παρελθόν και γίνει εθνικό συλλογικό όραμα το νέο ξεκίνημα.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2016

Ο μακιαβελισμός των Θρησκευτικών



            Έχουν φαίνεται εθιστεί τόσο πολύ στην υποκρισία και στο ψέμα τα περισσότερα –αν όχι όλα- τα κυβερνητικά στελέχη, που θαρρεί κανείς πως τους έχουν γίνει δευτέρα φύσις. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα καταφεύγουν σε τόσο προφανείς αναλήθειες που αναρωτιέται κανείς για τη σκοπιμότητα που υποκρύπτει αυτό το διαρκές «δεν είναι αυτό που νομίζετε» στο οποίο καταφεύγουν και όταν δεν υπάρχει λόγος για να αρνούνται την πραγματικότητα.   
«Δεν έχω διαβάσει την πολυσέλιδη επιστολή που έστειλε σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος», δήλωσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης όταν στην προ ημερησίας διατάξεως συνεδρίαση πήρε τον λόγο για να τοποθετηθεί πολλές ώρες αφότου είχε γίνει γνωστό το περιεχόμενο των θέσεων που είχε εκθέσει ο προκαθήμενος της ελλαδικής Εκκλησίας στους πολιτικούς αρχηγούς για το ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στη μέση εκπαίδευση.
«Εξ όνυχος τον λέοντα» θα σκεφθεί, ενδεχομένως, κάποιος. Είναι, όμως, μια ενδεικτική περίπτωση για τη μόνιμη τακτική –την λες και εμμονή!- των ανθρώπων που πλαισιώνουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να μην παραδέχονται την αλήθεια. Είτε πρόκειται για την αλήθεια που σχετίζεται με μεγάλα ζητήματα, όπως το Μνημόνιο που υπέγραψαν, ή την παράδοση της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των ξένων με κατάληξη στους ιδιώτες, τις συντάξεις που κατακρεουργήθηκαν και το ΕΚΑΣ που εξαφανίστηκε.
Είτε αφορά, απλώς, τη διαμόρφωση της πραγματικότητας για καθημερινά ζητήματα, όπως ότι, όσοι από τους κυβερνώντες μπορούν, στέλνουν –οι περισσότεροι, μάλλον- τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία του εσωτερικού και στα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ή ότι συμπεριφέρονται όπως ακριβώς, αν όχι και χειρότερα, οι προκάτοχοι τους όταν είναι να υπερασπιστούν προσωπικά ή κομματικά προνόμια κάθε είδους (δάνεια, διορισμούς, κ.ο.κ.).  
Το εξοργιστικό στην περίπτωση του ισχυρισμού του υπουργού Παιδείας, ότι δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει την επιστολή του Αρχιεπισκόπου, είναι πως ο κ. Φίλης δεν είναι ένας αμελής τύπος από εκείνους που μπορεί να πιστέψεις ότι απλώς αδιαφόρησε για τις θέσεις της Ιεραρχίας. Το απέδειξε με το ότι ήταν εφοδιασμένος μέχρι και με τα -από κάθε άποψη- απαράδεκτα φυλλάδια του μητροπολίτη Αιγιαλείας Αμβρόσιου. Το πάθος, άλλωστε, με το οποίο υπερασπίστηκε τις απόψεις του για το επίμαχο ζήτημα μαρτυρά ότι πήγε στη Βουλή προετοιμασμένος και έτοιμος για να δώσει συνέχεια σε μια ανώφελη σύγκρουση που ο ίδιος επέλεξε να έχει με την Ιεραρχία.
Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι όταν ο υπουργός Θρησκευμάτων εξαπολύει επίθεση στην Εκκλησία για τη στάση που είχε ο κλήρος σε ανώμαλες περιόδους, όπως η Κατοχή και η χούντα, στοχεύει ειλικρινά σε αλλαγές στα Θρησκευτικά. Αλλαγές που, όποιος εχέφρων πολίτης πάρει στα χέρια του κάποια από τα σχολικά εγχειρίδια από τα οποία διδάσκεται το μάθημα στα σχολεία, δεν θα έχει την παραμικρή δυσκολία να συμφωνήσει ότι είναι επιβεβλημένες.
Όπως και κάθε άνθρωπος με ανοικτό πνεύμα θα συμφωνήσει μάλλον με τη κατεύθυνση ότι «τα Θρησκευτικά από ομολογιακό μάθημα γίνονται μάθημα γνώσεων θρησκειών». Πολύ περισσότερο, ακόμη και αν είναι κανείς πιστός, όταν συνοδεύεται με την προσθήκη ότι θα δίνεται «βεβαίως προτεραιότητα στην ορθοδοξία, με ό,τι σημαίνει αυτό που είναι ένα ευρύτερο θέμα», όπως ακριβώς δήλωσε ο υπουργός Παιδείας στη Βουλή.
Ποιά σχέση, όμως, έχει η κατεύθυνση αυτή με το «τι έκαναν οι δεσποτάδες» στο παρελθόν; Πως σχετίζονται τα δύο ζητήματα; Το ένα αφορά το σχολείο του σήμερα και του αύριο, ενώ το άλλο είναι αντικείμενο της ιστορίας που μπορεί να τίθεται στον δημόσιο διάλογο και στην αντιπαράθεση, αλλά χωρίς συσχετισμό με τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Εκτός πια και αν αλλάζουμε τα Θρησκευτικά όχι επειδή είναι ώριμο αίτημα της εποχής, αλλά γιατί πρέπει να… τιμωρηθεί η Εκκλησία για τη στάση της στο παρελθόν.
Είναι αλήθεια ότι ο υπουργός Παιδείας έχει μια μανία με το παρελθόν. Αν τον ακούσει κανείς να μιλάει, τον «συλλαμβάνει» να «τσαλαβουτάει» στα θολά νερά της ιστορίας, ψαρεύοντας επιχειρήματα χωρίς συγκεκριμένο έρμα. Εκεί που επικαλείται τη Ρόζα Ιμβριώτη και τον Ευάγγελο Παπανούτσο, ξάφνου πετιέται στον Γεώργιο Ράλλη και στον Ευάγγελο Αβέρωφ. Καμιά φορά θυμάται και τον Κώστα Σημίτη, του οποίου, όμως, ούτε το όνομα δεν ψέλλισε όταν αναφέρθηκε στην αντιπαράθεση για τις ταυτότητες που ο πρώην πρωθυπουργός έφερε εις πέρας χωρίς να βάλει την ουρά στα σκέλια όπως κάνουν οι ομοτράπεζοι του κ. Φίλη στο υπουργικό συμβούλιο που δηλώνουν: «Εμείς δεν θα συμφωνήσουμε σε τίποτε εάν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Ιεραρχίας»!        
Είναι ακριβώς αυτό το «τσαλαβούτημα» που υποψιάζει ορισμένους ότι όλα αυτά δεν συνιστούν πολιτικό χειρισμό από έναν υπουργό Παιδείας που θέλει να δώσει λύση σε υπαρκτά εκπαιδευτικά προβλήματα, ένα από τα οποία –και πάντως όχι από τα μεγαλύτερα- είναι και αυτό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Και, μάλλον ευλόγως, αναρωτιούνται μήπως δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από έναν απλό πολικάντικο τακτικισμό που βρήκε στο πρόσωπο του υβριστή του, μητροπολίτη Αιγιαλείας, το έρεισμα του «βολικού εχθρού» που αναζητούσε.
Αν, πάντως, έτσι γίνεται κανείς «αριστερός» και «προοδευτικός», τότε μάλλον τύφλα να έχει ο Νικολό Μακιαβέλι…