Συνολικές προβολές σελίδας

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2017

Η διαπραγμάτευση του… Καραγκιόζη



Τον πρώτο καιρό ήταν ο Πούτιν που θα (μας) έστελνε τη μπροστάντζα των 6 δισ. ευρώ για τον αγωγό. Και γι΄ αυτό, αγνοώντας το πάθημα του κακόμοιρου υπουργού Οικονομικών της Κύπρου που είχε μείνει επί μέρες αμανάτι στη Μόσχα περιμένοντας λίγα δανεικά για να αποφύγει η Λευκωσία το δικό της Μνημόνιο, διανύσαμε όλο το πρώτο εξάμηνο του 2015 με το πηγαινέλα στη ρωσική πρωτεύουσα των  κυβερνητικών αποστολών υψηλού επιπέδου.
Μετά ήταν ο Ομπάμα, για τον οποίο, αν και ερχόταν στην Ελλάδα ως απερχόμενος Πρόεδρος, φαντασιώνονταν ότι θα είχε στις αποσκευές του τη ρύθμιση του χρέους που θα μας χάριζαν οι Ευρωπαίοι. Εκείνο, δηλαδή, που δεν είχε κάνει ο Αμερικανός Πρόεδρος σε όλη τη διάρκεια της οκταετούς θητείας του, κατά την οποία είχε περιοριστεί σε ανέξοδες παροτρύνσεις για περιορισμό της λιτότητας, κάποιοι πίστεψαν ότι θα μπορούσε να το κάνει ως τέως, επειδή θα γοητευόταν –θυμάστε αλήθεια τις αξέχαστες σκηνές στο Μέγαρο Μαξίμου;- από την προσωπικότητα του Έλληνα πρωθυπουργού.  
Στη συνέχεια ήρθε η σειρά του Τραμπ και η 20ή Ιανουαρίου που ήταν προγραμματισμένο να εγκατασταθεί στον Λευκό Οίκο έγινε το νέο ορόσημο για τους βαθυστόχαστους αναλυτές του Μεγάρου Μαξίμου που πόνταραν ότι μια από τις πρώτες αποφάσεις του νέου Προέδρου των ΗΠΑ θα ήταν η εντολή για απόσυρση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου από την Ευρώπη. Μέσα στην παραζάλη της ανοησίας που δέρνει πολλούς από τους ανθρώπους που αποφασίζουν για τις τύχες μας ορισμένοι θεώρησαν και θεωρούν ακόμη ότι θα είναι «λυτρωτικό» να φύγει από το ελληνικό πρόγραμμα ο μόνος σύμμαχος που έχουμε στη μάχη για την ελάφρυνση του χρέους και που δεν είναι άλλος από το ΔΝΤ.   
Αφού, όμως, διαψεύστηκε και αυτή η αυταπάτη, το κυβερνητικό ρεπερτόριο δεν είχε καμία δυσκολία να αλλάξει αμέσως σκοπό. Όπως αποκάλυψε ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιος Κούλογλου, εναπέθεσαν τις ελπίδες του στην επικράτηση της Ακροδεξιάς στις πρόσφατες εκλογές στην Ολλανδία, υιοθετώντας ένα απίθανο σκεπτικό που είναι αδύνατο να το χωρέσει ο νους ενός λογικού ανθρώπου. Με εξαίρεση όσους επενδύουν στη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν μπορεί να υπάρχει άλλος με σώας τας φρένας που να έχει πιστέψει ότι η αναταραχή στην Ευρώπη και τα διαλυτικά φαινόμενα στην ευρωζώνη που θα προκαλούσε μια ενδεχόμενη νίκη του Βίλντερς θα ήταν προς όφελος των ελληνικών συμφερόντων.
Απτόητοι και από την άστοχη αυτή πρόβλεψή τους, οι κυβερνώντες και πάλι δεν το βάζουν κάτω. Ελλείψει άλλου «αφηγήματος», εμφανίζονται, πλέον, αποφασισμένοι να βάλουν όλα τα αυγά τους στο καλάθι των γερμανικών εκλογών. Ποντάρουν -και το δηλώνουν δημοσίως ορισμένοι- στην εκλογική νίκη του σοσιαλδημοκράτη Μάρτιν Σουλτς. Ευελπιστούν ότι έτσι θα απαλλαγούν από τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, κάνοντας την μάλλον  αφελή εκτίμηση ότι ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών ασκεί προσωπική πολιτική έναντι της Ελλάδας και δεν υπηρετεί απλώς τα συμφέροντα της χώρας του.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ότι η τακτική αυτή που θυμίζει την περιώνυμη ρήση του Καραγκιόζη «θα με δείρει, θα κουραστεί, θα ιδρώσει, θα αρρωστήσει και στο τέλος θα πεθάνει», επιχειρείται να εμφανιστεί ως μέρος μιας κάποιας διαπραγματευτικής στρατηγικής που κανείς δεν αντιλαμβάνεται που κατατείνει και τι στόχο έχει. Το αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι καθυστερήσεις έχουν τεράστιο κόστος και μάλιστα διπλό, καθώς από τη μια τρενάρει η πολυπόθητη ανάκαμψη και από την άλλη σε κάθε επόμενο γύρο διαπραγμάτευσης η θέση της ελληνικής πλευράς είναι πιο αδυνατισμένη, δεν φαίνεται να τους απασχολεί.
Δυστυχώς, τα απανωτά παθήματα της τελευταίας διετίας δεν έχουν γίνει μαθήματα, γιατί οι παθόντες αποδεικνύονται ανεπίδεκτοι μαθήσεως. Είναι, για παράδειγμα, κωμικοτραγικό να τους ακούς να επιχειρηματολογούν υποστηρίζοντας ότι «η ελληνική υπόθεση είναι μέρος ενός γεωστρατηγικού παιχνιδιού» και, την ίδια ώρα, να διαρρέουν οι ίδιοι στα φιλικά τους μέσα ότι λίγο πριν από την αναχώρηση των εκπροσώπων των θεσμών από την Αθήνα, «τηλεφώνησαν από το Μαξίμου στον Επίτροπο Μοσκοβισί για να διαμαρτυρηθούν επειδή οι τρεις Ευρωπαίοι παρακολουθούσαν άφωνοι την Ντέλια Βελκουλέσκου του ΔΝΤ να μιλάει με ιταμό τρόπο στους Έλληνες υπουργούς».
Η συνέχεια που είχε η τηλεφωνική διαμαρτυρία έγινε γνωστή λίγες μέρες μετά, το βράδυ ενός χαμένου χρονικού οροσήμου, όπως ήταν το Eurogroup της 20ής Μαρτίου. Εκόντες άκοντες, οι Έλληνες υπουργοί έμειναν στις Βρυξέλλες, αφού τους διαμηνύθηκε ότι η άλλη πλευρά δεν είναι διατεθειμένη να επιστρέψει στην Αθήνα χωρίς να προηγηθεί συμφωνία. Αλλά και πάλι οι δικοί μας δεν φαίνεται να πτοήθηκαν.
Γιατί δεν πτοούνται; Διότι, όπως έλεγε κι ο σκληρός διαπραγματευτής στο σκετς του Καραγκιόζη, «θα μας δείρουν, θα κουραστούν, θα ιδρώσουν, θα αρρωστήσουν και στο τέλος θα πεθάνουν». Δεν είναι αυτό επιτυχής διαπραγμάτευση;

Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

«Βοήθα με φτωχέ μου…»



            Να είναι άραγε μια ακόμη επικοινωνιακή πομφόλυγα από αυτές που μας έχουν συνηθίσει να εκστομίζουν με περισσή ευκολία οι κυβερνώντες;  Ή μήπως ανέβλεψαν αίφνης το φως το αληθινό μπροστά στο φάσμα της επερχόμενης εξαΰλωσης του ΣΥΡΙΖΑ που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και τη συντριπτική ήττα που υπέστη το κόμμα Ντάισελμπλουμ στις ολλανδικές εκλογές;
Τα ερωτήματα αφορούν τη συζήτηση περί συναίνεσης που επεχείρησαν να ανοίξουν κυβερνητικά στελέχη, όπως ο άλλοτε επικεφαλής της ΣΥΡΙΖΑϊκής προπαγάνδας και νυν υπουργός Εσωτερικών Πάνος Σκουρλέτης, με την έκφραση απόψεων για υποστήριξη από ευρύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία των μέτρων που προτίθεται να πάει η κυβέρνηση στη Βουλή όταν… δεήσει να κλείσει τη διαβόητη δεύτερη αξιολόγηση.
Όπως και να έχει, είναι απορίας άξιο το πόσο καλύτερα θα αισθανθούν οι συμπολίτες μας αν στη νέα μείωση του αφορολογήτου και στο καινούργιο πετσόκομα των συντάξεων, μαζί με τις ψήφους του Μπαλαούρα, του Μανιού, του Κατσίκη και του Παπαχριστόπουλου, προστεθούν και μερικές αντιπολιτευόμενες ή και όλες. Όπως και το τι άλλαξε επειδή την περιβόητη «εφάπαξ… 13η σύνταξη» του περασμένου Δεκεμβρίου, εκτός από τους ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, την ψήφισαν η Χρυσή Αυγή, η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το ΚΚΕ, αλλά όχι η ΝΔ, που είπε «παρών», και το Ποτάμι με την Ένωση Κεντρώων, που απείχαν από την ψηφοφορία.
Εκείνο, όμως, για το οποίο δεν πρέπει να υπάρχουν αμφιβολίες είναι ότι η προσδοκία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να βρεθούν βουλευτές της αντιπολίτευσης οι οποίοι θα υπερψηφίσουν τα επερχόμενα μέτρα, θυμίζει τον εύπορο τύπο που, κατά τη γνωστή λαϊκή παροιμία, ζητούσε τη συνδρομή των οικονομικά αδύναμων συνανθρώπων του, με την έκκληση «βοήθα με φτωχέ μου, να μη σου μοιάσω».
Φαίνεται πως μάλλον παρεξήγησαν τη στάση που τήρησαν τα κόμματα της αντιπολίτευσης το καλοκαίρι του 2015, όταν μπροστά στον κίνδυνο να βρεθεί η χώρα εκτός του ευρωπαϊκού πλαισίου έδωσαν χωρίς όρους και προϋποθέσεις τη στήριξή τους στο τρίτο και τρισχειρότερο Μνημόνιο που υπέγραψε ο Αλέξης Τσίπρας.
Ηθελημένα ή μη οι κυβερνώντες εμφανίζονται να αγνοούν πόσο διαφορετικές είναι οι πολιτικές συνθήκες. Δείχνουν να μην κατανοούν ότι το τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο που είχε συσσωρεύσει τότε ο κ. Τσίπρας έχει πλέον κατασπαταληθεί. Καθώς οι αυταπάτες που επικαλούνταν αποδείχθηκε ότι δεν ήταν παρά απλά και ξεκάθαρα ψέματα τα οποία πλέον δεν τα ακούνε ούτε εκείνοι που τον πίστεψαν και τον ψήφισαν.
Είχε δεσμευτεί να μην πάει σε εκλογές και πήγε αμέσως μόλις απέσπασε την ψήφο της αντιπολίτευσης. Σα να μην έφθανε αυτό, στη συνέχεια τους εγκαλούσε επειδή ψήφισαν τη συμφωνία που εκείνος είχε συνάψει. Ενώ τους υποδείκνυε, αν όχι ως βασικούς ενόχους, σίγουρα ως συνενόχους για τα μέτρα της σκληρής λιτότητας που ο ίδιος είχε συνομολογήσει. Και τα έκανε ακόμη σκληρότερα με το παιχνίδι των καθυστερήσεων που έπαιξε ακολούθως και το οποίο συνεχίζει να παίζει.
Σε πείσμα, πάντως, των ψευδαισθήσεων που μπορεί να καλλιεργούνται από διάφορους «πονηρούς» στο κυβερνητικό στρατόπεδο ή στις δυνάμεις που, κρυφά ή φανερά, συνοδοιπορούν μαζί τους, αυτή τη φορά δεν πρόκειται να βρεθούν «κορόιδα» που θα γίνουν χορηγοί στην παραμονή στις υπουργικές πολυθρόνες του Σκουρλέτη, του Κουρουμπλή και όλων των υπολοίπων.
Γιατί, κακά τα ψέματα, αυτή η κυβέρνηση μόνον σε κορόιδα μπορεί να βρει συνδρομή. Είναι, άλλωστε, μια κυβέρνηση η οποία ήρθε στην εξουσία καλλιεργώντας μισαλλοδοξία και διχασμό –«ή εμείς ή αυτοί», «τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν», ήταν τα βασικά προεκλογικά συνθήματα τους. Και το χειρότερο είναι ότι παραμένουν στο ίδιο διχαστικό μοτίβο και αφού κατέκτησαν την εξουσία τους.
Κύριο μέλημα τους, άλλωστε, δεν είναι να επιχειρηματολογήσουν για τα δικά τους –λέμε τώρα…- επιτεύγματα. Μεγαλύτερο ζήλο δείχνουν και εντονότερες προσπάθειες καταβάλλουν για να πείσουν πόσο οι «άλλοι» συμφωνούν με το «κακό» ΔΝΤ, που, την ίδια ώρα, τόσο ο υπουργός Οικονομικών με επιστολές όσο και ο πρωθυπουργός με τηλεφωνήματα στην Κριστίν Λαγκάρντ, εκλιπαρούν να μείνει στο ελληνικό πρόγραμμα και να είναι καλό μαζί τους…
Για όποιον, λοιπόν, δεν τρέφει αυταπάτες, είναι η ίδια η κυβέρνηση που δεν θέλει τη συναίνεση. Δεν τη θέλει διότι στην πραγματικότητα δεν την αντέχει. Είναι μια κυβέρνηση που συγκροτήθηκε με εμφυλιοπολεμικό πνεύμα. Και που μόλις εκλείψει αυτό το πνεύμα θα εκλείψουν και οι λόγοι για τους οποίους κατάφεραν να γίνουν πλειοψηφία ιδέες και πρόσωπα που ήταν επί δεκαετίες στο περιθώριο της πολιτικής ζωής. Και εκεί προώρισται να επιστρέψουν.
Ακόμη και στην περίπτωση που βρισκόταν λίγοι ή περισσότεροι «πτωχοί τω πνεύματι» για να τους συνδράμουν να περάσουν –όπως, όπως- τον κάβο της τρέχουσας αξιολόγησης που έχουν μπροστά τους, ο τελικός προορισμός θα είναι ο ίδιος: η πολιτική χρεωκοπία ως συνέπεια της αλόγιστης κατασπατάλησης του συσσωρευμένου κεφαλαίου.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

Αλίμονο στην πραγματικότητα!



            Στις κανονικές χώρες που διαθέτουν κανονικές κυβερνήσεις οι συνεδριάσεις του υπουργικού συμβουλίου είναι κάτι το σύνηθες. Και παρά ταύτα οι επικεφαλής τους προετοιμάζονται γι΄ αυτές, πολύ περισσότερο όταν φωνάζουν τις κάμερες για να κάνουν πανηγυρικές διακηρύξεις.
Στη χώρα μας που το υπουργικό συμβούλιο συνεδριάζει τόσο σπάνια -μια φορά το εξάμηνο και αν…-, το λιγότερο που θα περίμενε κανείς είναι οι συνεδριάσεις του κορυφαίου αυτού θεσμικού οργάνου να ήταν τουλάχιστον καλά οργανωμένες και ακόμα καλύτερα προγραμματισμένες οι ομιλίες του πρωθυπουργού.
Επειδή, όμως, η Ελλάδα ούτε κανονική χώρα είναι –γιατί αν ήταν διοικούμενοι και διοικούντες δεν θα συμπεριφέρονταν με τον τρόπο που συμπεριφέρονται-, ούτε κανονική κυβέρνηση διαθέτει –γιατί αν διέθετε η συντριπτική πλειονότητα όσων κάθονται τώρα σε υπουργικούς θώκους ούτε στον προθάλαμο των υπουργικών γραφείων δεν θα πλησίαζαν-, όλα γίνονται στο πόδι και τίποτε δεν είναι αποτέλεσμα ουσιαστικού σχεδιασμού.
Στο «τσάτρα πάρτα» αποφασίζεται ότι η αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου θα γίνει το ντεκόρ για να εκφωνήσει ο πρωθυπουργός  έναν… «δεκάρικο» που συνέταξε στο «άψε σβήσε» ο λογογράφος του, κοτσάροντας διάφορους εξυπνακισμούς, για «βιολιά», «παράφωνους σκοπούς» και «μουσικές» που «είμαστε πια σε θέση, ίσως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, να συνθέσουμε εμείς».
Υπό αυτή την έννοια, η κολοσσιαία γκάφα με την πρωθυπουργική αναγγελία της επελθούσας ανάπτυξης που διαψεύστηκε πριν καν τελειώσει το πανηγύρι το οποίο στήθηκε στην αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου, δεν συνιστά «απλή αστοχία υλικού», όπως μπορεί να συμπεράνει όποιος θελήσει να την απομονώσει από τα συμφραζόμενα που συγκροτούν τον ιδιότυπο τρόπο διακυβέρνησης που ακολουθείται τους τελευταίους 26 μήνες.
Είτε αντιμετωπιστεί ως συμπτωματικό γεγονός η διάψευση των πρωθυπουργικών βερμπαλισμών από την ΕΛΣΤΑΤ, στην οποία κανείς από την κυβέρνηση δεν σκέφθηκε να απευθυνθεί προτού να συνταχθεί το κείμενο της επίμαχης ομιλίας, είτε υιοθετηθεί το σενάριο που θέλει πίσω από όλα αυτά να κρύβεται το χάσμα που χωρίζει το Μέγαρο Μαξίμου από το υπουργείο Οικονομικών, μικρή σημασία.
Άλλωστε, και στη μια και στην άλλη περίπτωση εκείνο που αναδύεται από τη σπουδή του Αλέξη Τσίπρα να καταφύγει στον επικό ισχυρισμό ότι «μετά από επτά χρόνια σχεδόν καταστροφικής ύφεσης, η χώρα έχει επιστρέψει ήδη σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης» είναι το συμπίλημα από αυταπάτες, ψευδαισθήσεις και φαντασιώσεις που παρουσιάζεται άλλοτε ως προεκλογικό πρόγραμμα και τώρα ως κυβερνητικό σχέδιο.
Παρά το γεγονός, όμως, ότι η πραγματικότητα διαψεύδει τη μια με την άλλη τις εκτιμήσεις τους, όπως ευθαρσώς ομολόγησε πρόσφατα ο τέως υπουργός Νίκος Φίλης στο ανώτερο κομματικό όργανο του ΣΥΡΙΖΑ, οι κυβερνώντες απτόητοι εξακολουθούν να υποτιμούν τη νοημοσύνη των πολιτών οι οποίοι τους έδωσαν την πλειοψηφία επειδή πίστεψαν τα πιο απίθανα πράγματα που έχουν πει ποτέ πολιτικοί.
Τι να ξεχωρίσει κανείς; Το «θα μας παρακαλούν να μας δανείσουν» του παρελθόντος; Ή τις πρόσφατες προπαγανδιστικές αρλούμπες για «την απομόνωση του Σόιμπλε» και «το τέλος της λιτότητας» που κηρύχθηκε από την ΕΡΤ μετά το Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου και τη συμφωνία της ελληνικής πλευράς –διά στόματος του «αριστερού»… συνιστωσιάρχη Ευκλείδη Τσακαλώτου- να μειωθεί το αφορολόγητο και να περικοπούν οι συντάξεις.
Το μεγαλύτερο, ωστόσο, δυστύχημα δεν είναι αυτές καθεαυτές οι διαψεύσεις των κυβερνητικών εκτιμήσεων. Είναι, πολύ περισσότερο, η άρνησή τους -ή μήπως η αδυναμία από την πολυετή άσκηση στην ευκολία του να λες ό,τι νά ‘ναι- να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα. Με αποτέλεσμα κανένα από τα παθήματα να μη γίνεται μάθημα. Και να επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά η ίδια τακτική της διαστροφής της πραγματικότητας.
Είδατε, για παράδειγμα, να αναλαμβάνει κάποιος την ευθύνη για τα όσα απατηλά υποστήριξε ο πρωθυπουργός στο υπουργικό συμβούλιο περί της ανάπτυξης; Κανείς απολύτως. Υπήρξε κάποια διαρροή για επίπληξη εκείνου ή εκείνων που μπορεί να τον παρέσυραν σε αυτό το μνημειώδες ατόπημα που πλήττει την αξιοπιστία του; Ούτε κατά διάνοια.
Ακούστηκε ο ίδιος ο κ. Τσίπρας να απολογείται ή, έστω, να εκφράζει τη λύπη του όταν την επομένη και την μεθεπομένη εμφανίστηκε δημοσίως; Ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Το μόνο για το οποίο φρόντισαν όσοι τον περιβάλουν ήταν να μιλήσει σε «προστατευμένο» περιβάλλον για να μην πέσει σε κανέναν… ενοχλητικό δημοσιογράφο που θα τον ρωτούσε σχετικά;
Τα ερωτήματα είναι προφανώς ρητορικά. Διότι έπειτα από δύο χρόνια διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όλοι πλέον ξέρουμε ότι, από την εποχή που στη χώρα αποθεωνόταν η βαρουφάκειος «δημιουργική ασάφεια», το μοναδικό δόγμα στο οποίο παραμένουν σταθεροί οι άνθρωποι που απαρτίζουν τη σημερινή εξουσία είναι τούτο: Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί τους, αλίμονο στην πραγματικότητα!
Υ.Γ.: Για να μην τα βλέπουμε όλα… μαύρα, πάντως, πρέπει να σημειώσουμε και κάτι θετικό που συνέβη επί των ημερών της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ: το ποσοστό όσων πιστεύουν πως «μας ψεκάζουν» υποχώρησε και από το 33,3% που το είχε βρει η εταιρία μετρήσεων Metron Analysis τον Οκτώβριο του 2013, τον Φεβρουάριο του 2017 ο ερευνητικός οργανισμός «διαΝΕΟσις» το κατέγραψε στο 26,5%. Είναι και αυτό μια κάποια πρόοδος. Δεν συμφωνείτε;

Πέμπτη 2 Μαρτίου 2017

Οι οικονομικοί δείκτες είναι… ξεροκέφαλοι



            Όσο ενοχλητικό και αν είναι το πρωινό ξύπνημα όταν γίνεται από τους ήχους των μαστόρων που καλουπώνουν στο διπλανό οικόπεδο για να κτίσουν μια καινούργια οικοδομή, η σκέψη και μόνο ότι –επιτέλους!- κάτι κινείται στην οικονομία είναι παρηγορητική.
Η παρηγοριά, ωστόσο, δεν κρατάει πολύ, γιατί καθώς ξεκινάς την ενημέρωση της ημέρας «σκοντάφτεις» πάνω στην είδηση που λέει: «Έπεσε πάλι ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος. Η αβεβαιότητα “ρίχνει” εμπόριο και κατασκευές». Πρόκειται για είδηση που στηρίζεται στα στοιχεία του Ινστιτούτου Βιομηχανικού Ερευνών (ΙΟΒΕ), σύμφωνα με τα οποία «μετά την πρόσκαιρη σταθεροποίησή του στις 95,1 μονάδες στην αρχή του τρέχοντος έτους, ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος υποχωρεί σημαντικά τον Φεβρουάριο, στις 92,9 μονάδες, φτάνοντας στο επίπεδο όπου βρέθηκε και τον προηγούμενο Νοέμβριο».
Κι όσο και αν θέλει κάποιος να παρακάμψει αυτό το «καμπανάκι», δεν είναι εύκολο να το κάνει, αφού έρχεται την επομένη από την ανακοίνωση της Τράπεζας της Ελλάδος ότι οι εκροές των καταθέσεων τον μήνα Ιανουάριο έφθασαν στα 1,567 δισ. ευρώ και συνολικά οι αποταμιεύσεις νοικοκυριών και επιχειρήσεων υποχώρησαν στο χαμηλότερο επίπεδο από το 2001. Πίσω στην ίδια χρονιά, δηλαδή στο 2001, πρέπει να πάει κανείς για να βρει τόσο αρνητικό ισοζύγιο στην απασχόληση -απολύσεις έναντι προσλήψεων- όσο σημειώθηκε τον περασμένο Ιανουάριο, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της «Εργάνης» που με καθυστέρηση επέτρεψε η κυβέρνηση να ανακοινωθούν τις προηγούμενες ημέρες.
Το πιο ανησυχητικό, όμως, είναι η προσπάθεια της κυβέρνησης να εμφανίσει ως απολύτως τυχαία και εντελώς συμπτωματική την αρνητική τροχιά που πήραν οι τρεις αυτοί τόσο σημαντικοί δείκτες. Με παροιμιώδη αμεριμνησία και απόσταση από αυτό που όλοι οι υπόλοιποι αισθανόμαστε, οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι «οσονούπω θα τρίβουμε τα μάτια» από την ανάκαμψη. Επικρίνοντας ως συμμάχους των εχθρών του λαού και της χώρας όλους όσοι δεν συμμερίζονται τις εξακολουθητικές αυταπάτες που καλλιεργεί ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας. Ο ίδιος που πριν από ένα χρόνο (Star 1.3.2016) έλεγε: «Το Πάσχα θα έρθει μαζί με την ανάσταση της ελληνικής οικονομίας».
Βρισκόμαστε ήδη ενόψει του επόμενου Πάσχα, αλλά η… ανάσταση της ελληνικής οικονομίας μοιάζει ακόμη οραματική προοπτική. Και το πιθανότερο είναι ότι έτσι θα μείνει. Για όσο τουλάχιστον η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός εξακολουθούν να διακατέχονται από την ίδια νοοτροπία που είχαν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Την νοοτροπία που τους υπαγορεύει να κάνουν τα περισσότερα από όσα κάνουν μόνον όταν έχουν το πιστόλι στον κρόταφο και το διακύβευμα της άρνησης τους είναι η διακινδύνευση της παραμονής τους στις καρέκλες της εξουσίας.
Ανάμεσα σε πολλά άλλα, δύο γεγονότα από την επικαιρότητα των ημερών, που είχαν ως πρωταγωνιστή τον τέως υπουργό Παιδείας Νίκο Φίλη, μαρτυρούν ότι η απαλλαγή από τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος αργεί. Και ενδεχομένως δεν θα έρθει ποτέ. Πόθεν προκύπτει αυτό το συμπέρασμα; Από το γεγονός ότι οι ιθύνοντες της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ οι οποίοι «άναψαν κόκκινο», απαγορεύοντας(!) την κατάθεση ερώτησης για τα εξοπλιστικά που προωθούσε ο κ. Φίλης, δεν είχαν καμία δυσκολία να εγκρίνουν άλλη ερώτηση, με συνυπογράφοντα τον ίδιο, που αφορούσε στις αρχαιολογικές έρευνες που πρέπει να προηγηθούν προτού να αρχίσουν τα έργα ανάπλασης στον χώρο του παλαιού αεροδρομίου του Ελληνικού.
Ο δικαιολογητικός ισχυρισμός πως δήθεν δεν ήταν κυβερνητική επιλογή η απαίτηση να καθυστερήσει και άλλο η έναρξη των εργασιών στο Ελληνικό, κατέρρευσε υπό το βάρος της αποκάλυψης ότι ο κανονισμός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ –κόντρα στη ρητή συνταγματική επιταγή σύμφωνα με την οποία «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση»- δεν επιτρέπει στα στελέχη της κυβερνητικής παράταξης να καταθέτουν ερωτήσεις χωρίς… άδεια «άνωθεν». Άρα, για ό,τι λένε και ό,τι κάνουν οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, η ευθύνη ανήκει αποκλειστικά στην κυβερνητική ηγεσία που, κατά τα φαινόμενα, είναι εκείνη που δίνει ή δεν δίνει το «πράσινο φως» για τις πρωτοβουλίες των βουλευτών.
Με αυτά και με πολλά άλλα, λοιπόν, η χώρα παραμένει καθηλωμένη. Επειδή η ηγεσία της κυβέρνησης δεν εννοεί να απαλλαγεί από την καλλιέργεια της ψευδαίσθησης πως δήθεν διαπραγματεύεται. Παρόλο που έχει αποδειχθεί περίτρανα ως τώρα ότι ο τρόπος της διαπραγμάτευσης που ακολουθεί μόνον σε ήττες και διαψεύσεις έχει οδηγήσει. Τί να πρωτοθυμηθεί κανείς; Τα διηνεκή capital controls ή το διαβόητο Υπερταμείο αποκρατικοποιήσεων; Τις περικοπές των συντάξεων που έγιναν και αυτές που έρχονται ή τους «κόφτες» και τη διαιώνιση των στόχων για υψηλά πρωτογενή ελλείμματα που αφαιρούν για πολλά χρόνια την δημοσιονομική διαχείριση από την ελληνική πολιτική τάξη;
Βλέπετε, οι… άτιμοι δείκτες που είτε αφορούν στο γενικό οικονομικό κλίμα είτε καταγράφουν το ύψος των καταθέσεων και τα επίπεδα της απασχόληση είναι… ξεροκέφαλοι. Και δεν υπακούουν στις κυβερνητικές εντολές. Ούτε επηρεάζονται από την κυβερνητική προπαγάνδα για το «τέλος της λιτότητας». Γι΄ αυτό και το πιθανότερο είναι ότι, δυστυχώς, τον πρωινό μας ύπνο δεν θα τον διακόπτουν ήχοι μαστόρων. Τουλάχιστον όχι τόσο συχνά όσο απαιτείται για να σταλεί το ειλικρινές μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία πήρε και πάλι μπροστά. Με ιδιωτικές επενδύσεις. Και όχι με διορισμούς στο δημόσιο και περισσότερα συσσίτια που φαίνεται να είναι στις κυβερνητικές προτεραιότητες.

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2017

Ποια η (κολοβή) αλεπού και ποιο το αλεπουδάκι;



Όλο το προηγούμενο διάστημα, αρκετοί αναλυτές και η μεγάλη πλειονότητα των πολιτικών στελεχών της αντιπολίτευσης πιθανολογούσαν ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δεν θα άντεχε να περάσει τον σκόπελο των σκληρών αποφάσεων που είναι υποχρεωμένη να λάβει. Αποφάσεις, τις οποίες είτε συνομολόγησε η ίδια παλαιότερα είτε κατέστησαν αναπόφευκτες από τους χειρισμούς που προηγήθηκαν και την κατά γενική ομολογία παντελή έλλειψη ενός συνεκτικού σχεδίου με αρχή, μέση και τέλος.
Ορισμένοι «στοιχημάτιζαν» υπέρ της προκήρυξης πρόωρων εκλογών, υποστηρίζοντας ως πιο πιθανό ενδεχόμενο να συμβεί κάτι τέτοιο τούτες τις μέρες, δηλαδή προτού εκπνεύσει το 18μηνο από τις προηγούμενες κάλπες εντός του οποίου η ανάδειξη των βουλευτών γίνεται με λίστα και όχι με σταυρό προτίμησης.
Άλλοι επιχειρηματολογούσαν επικαλούμενοι τις αναλογίες με τις προηγούμενες κυβερνήσεις της μνημονιακής εποχής που συγκλονίζονταν για πολύ πιο πεζά πράγματα από εκείνα που αποτελούν τα τωρινά διακυβεύματα. 
Όπως, για παράδειγμα, το πόσες μέρες θα μένει στα ράφια των σούπερ μάρκετ το αγελαδινό γάλα που λίγο έλειψε να ρίξει την κυβέρνηση Σαμαρά πολύ πριν την ανατρέψει η τότε έξαλλη αντιπολίτευση των Αλέξη Τσίπρα και Πάνου Καμμένου με το μπλόκο στην προεδρική εκλογή και τις απροσχημάτιστες απειλές που εκτόξευαν από το βήμα της Βουλής προς εταίρους, δανειστές και υποψήφιους επενδυτές να μη συμφωνήσουν σε τίποτε με τη νόμιμη εξουσία τη χώρας.
Οι εξελίξεις που δρομολόγησε η τελευταία συνεδρίαση του Eurogroup, στην οποία διαψεύστηκαν πέρα ως πέρα όλες οι εκτιμήσεις και οι στόχοι της κυβέρνησης, η οποία καλείται να… προνομοθετήσει μέτρα μείωσης του αφορολόγητου και περικοπής των συντάξεων, αλλά και να αποδεχθεί την παρουσία του ΔΝΤ μαζί με απλησίαστα πρωτογενή πλεονάσματα και χωρίς ουσιώδη απομείωση των δανειακών υποχρεώσεων, κάνει πολλούς να απορούν πως οι κυβερνητικοί ιθύνοντες μπορεί να διαχειριστούν τα δυσμενή δεδομένα μπροστά στα οποία βρέθηκαν.
Στο ερώτημα για το τι είναι εκείνο που διαφοροποιεί τη σημερινή κυβέρνηση από τις προηγούμενες η απάντηση είναι πολύ απλή: Το θράσος με το οποίο μπορεί να υποστηρίζει ο,τιδήποτε και το ακριβώς αντίθετό του. Να πανηγυρίζει για κάτι που αποτελεί στόχο, όπως π.χ., η ένταξη στην ποσοτική χαλάρωση, και με την ίδια ευκολία, μόλις αποτυγχάνει, να ισχυρίζεται ότι «δεν ήταν και φετίχ». Να αποδέχεται μέτρα διαιώνισης της λιτότητας και την ίδια στιγμή να διακηρύσσει το τέλος της.    
Σε ένα από τα γνωστά για τη θρασύτητα των διατυπώσεων τους  non paper που εξέδωσε αυτές τις μέρες ο προπαγανδιστικός μηχανισμός του Μεγάρου Μαξίμου εξαπέλυε σφοδρή επίθεση στη Νέα Δημοκρατία την οποία κατηγόρησε ότι «προσπαθεί να δημιουργήσει αναταραχή σε βάρος των πολιτών» και της απέδωσε ότι «διαρρέει ψευδώς» διάφορα πράγματα. Με τη γνωστή έπαρση που διακρίνει τους ενοίκους του πρωθυπουργικού γραφείου, το κυβερνητικό non paper κατέληγε με το ακόλουθο εκπληκτικό ερώτημα: «Εκατό η αλεπού, εκατόν ένα το αλεπουδάκι;».
Με άλλα λόγια, ο κ. Τσίπρας και οι συνεργάτες του θεωρούν ότι οι ίδιοι είναι «αλεπούδες» στην επικοινωνία. Και δεν έχουν καμία δυσκολία να υποστηρίξουν ότι μπροστά τους οι γαλάζιοι προπαγανδιστές δεν είναι παρά «αλεπουδάκια» που δεν θα καταφέρουν να τους ξεπεράσουν!
Επειδή, ωστόσο, σε αντίθεση με τη θρασύτητα και την έπαρση, η ευρυμάθεια δεν περιλαμβάνεται στα ατού των συντακτών των κυβερνητικών non paper, καλό θα ήταν να τους θυμίσει κάποιος τον Αισώπειο μύθο για την κολοβή αλεπού που προσπάθησε –ανεπιτυχώς!- να πείσει και τις υπόλοιπες αλεπούδες να κόψουν, όπως εκείνη, τις ουρές τους.
Με επιχειρηματολογία που δεν είχε τίποτε να ζηλέψει από τους κυβερνητικούς προπαγανδιστές, η αλεπού του Αισώπου που είχε χάσει την ουρά της σε μια παγίδα –σαν καλή ώρα εκείνη που φαίνεται να έστησε ο Σόιμπλε στο τελευταίο Eurogroup- διατείνονταν απευθυνόμενη προς τις άλλες αλεπούδες: «Τί τις θέλουμε τις ουρές; Μόνο που μας ασκημίζουν. Μας είναι ένα περιττό βάρος. Μας δυσκολεύουν στην κίνηση, μας κάνουν πιο αργές στο τρέξιμο. Μας δυσκολεύουν όταν κρυβόμαστε. Επιπλέον, προσελκύουν τους κυνηγούς, που θέλουν να μας πιάσουν για να πάρουν την ουρά μας».
Τα «εναλλακτικά γεγονότα» και η «μεταλήθεια», όμως, που χρησιμοποίησε η κολοβή αλεπού δεν έπιασαν τόπο, αφού μια άλλη αλεπού από την αγέλη αντέτεινε πως όλα αυτά τα έλεγε αποβλέποντας στο δικό της συμφέρον που ήταν να κόψουν και οι υπόλοιπες τις δικές τους ουρές. Ντροπιασμένη η κολοβή αλεπού έσπευσε να κρυφθεί στις φυλλωσιές του δάσους, περιμένοντας μήπως βρεθεί τρόπος να αποκτήσει καινούργια ουρά.
Κάπως σαν τον Ευκλείδη Τσακαλώτο, δηλαδή,  που τρεις μέρες μετά το Eurogroup φαίνεται να σιωπά, αναπολώντας, πιθανότατα, τη φουντωτή ουρά που είχε όταν παρίστανε τον ηγέτη της… αριστερής  πτέρυγας του κυβερνώντος κόμματος.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Από το έλεος της Μέρκελ ως τη γοητεία του Σουλτς



            Ηχεί ακόμη στα αυτιά όλων μας ο θόρυβος από τη δικαιολογημένη ενόχληση που είχαν αισθανθεί αρκετοί εδώ στη χώρα μας εξαιτίας της «απομόνωσης» την οποία είχαν επιφυλάξει οι ευρωπαίοι ομόλογοί του στον Γιάν(ν)η Βαρουφάκη.
Παρά, πάντως, το γεγονός ότι ο έλληνας υπουργός είχε υπερβεί επανειλημμένως τα εσκαμμένα, δηλώνοντας διάθεση να μην αποδεχθεί τους κανόνες που ίσχυαν στη λειτουργία του Eurogroup ή ισχυριζόμενος με υπαινικτικό τρόπο ότι κατέγραφε τα όσα διαμείβονταν στις απόρρητες συνεδριάσεις του εν λόγω θεσμικού οργάνου της ευρωζώνης, ουδείς διεθνής παράγων διανοήθηκε να ζητήσει δημοσίως από την ελληνική κυβέρνηση να τον αποπέμψει ή, έστω, να τον «συμμαζέψει».
Όπως όλοι καλά θυμούμαστε, τον απέπεμψε ουσιαστικά μήνες αργότερα ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας όταν έπαψε να του είναι χρήσιμος στο παιχνίδι της υποτιθέμενης διαπραγμάτευσης που έκανε κατά το πρώτο εξάμηνο του 2015 και κορυφώθηκε με την παρωδία του δημοψηφίσματος.
Είναι, λοιπόν, απορίας άξιον πως ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, ο οποίος θα ανέβαινε –και δικαίως- στα… κεραμίδια εφόσον του έκανε κανείς υποδείξεις για τους συνεργάτες του, υποδεικνύει σε άλλους ηγέτες να εγκαλέσουν τους δικούς τους υπουργούς.
«Θέλω να αξιοποιήσω την παρουσία μου σ’  αυτό εδώ το βήμα της Κεντρικής Επιτροπής (σ.σ.: του ΣΥΡΙΖΑ!) και να παρακαλέσω θερμά την καγκελάριο (σ.σ.: Άνγκελα Μέρκελ, που από τα προεκλογικά μπαλκόνια της φώναζε «Go back») να αποθαρρύνει τον υπουργό των Οικονομικών της, απ’ αυτή τη διαρκή επιθετικότητα εναντίον της Ελλάδας», είπε το περασμένο Σάββατο αναφερόμενος στον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το κομματικό του βήμα.
Ακόμη και αν του πιστώσει κανείς όλα το δίκια του κόσμου όταν ισχυρίστηκε ότι θεωρεί «υποτιμητικές» τις αναφορές του γερμανού υπουργού ότι «η Ελλάδα και οι Έλληνες ζουν πάνω από τις δυνατότητές τους», δεν μπορεί να μην αναρωτηθεί για τη σκοπιμότητα της απροσχημάτιστης ανάμειξης του πρωθυπουργού της Ελλάδας στην προεκλογική περίοδο μιας άλλης χώρας.
Ισχυρίστηκε αρχικώς ότι οι «αφορισμοί» Σόιμπλε σχετίζονται με προσπάθεια για «συγκράτηση των διαρροών (σσ.: των χριστιανοδημοκρατών) προς το κόμμα της “Εναλλακτικής για τη Γερμανία”», για να τοποθετηθεί εν συνεχεία αναφανδόν υπέρ των θέσεων του βασικού αντιπάλου κόμματος προς το CDU των Μέρκελ - Σόιμπλε.
«Πιστεύω ότι δικαίως το SPD, το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, επισήμως μετά από αυτές τις δηλώσεις, εγκάλεσε τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών ότι επιχειρεί να συντηρήσει ένταση γύρω από το ελληνικό πρόγραμμα, προσπαθώντας να φορτώσει στην Ελλάδα τα δικά του αδιέξοδα», υποστήριξε.
Μπορεί, αλήθεια, κανείς να φανταστεί τι θα γινόταν αν το Βερολίνο αποφάσιζε να ανταποδώσει τα ίσα και έβγαιναν, για παράδειγμα, η Μέρκελ, ο Σόιμπλε ή οποιοσδήποτε άλλος γερμανός πολιτικός παράγων και έπαιρνε δημόσια θέση για το ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο στην Ελλάδα;
Για λόγους οι οποίοι, προφανώς, έχουν να κάνουν με την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, η άλλη πλευρά επέλεξε να μην απαντήσει στην πρόκληση, παρότι η παρουσία στη γερμανική πρωτεύουσα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κυριάκου Μητσοτάκη θα μπορούσε να αποτελέσει μια αφορμή για να εκφράσουν προτίμηση, αν όχι σε πρόσωπα, ενδεχομένως σε πολιτικές.
Επέλεξαν να μην το κάνουν. Δημοσίως τουλάχιστον. Υποδέχθηκαν χωρίς φανφάρες τον κ. Μητσοτάκη, τηρώντας το ίδιο ακριβώς πρωτόκολλο που είχαν εφαρμόσει και όταν ο κ. Τσίπρας με την αντίστοιχη ιδιότητα του επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε πριν από τρία χρόνια περάσει το κατώφλι του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών στο Βερολίνο.
Πρόκειται για μια επιλογή η οποία είναι μάλλον η ουσιωδέστερη διαφορά που χωρίζει τις σοβαρές χώρες που διαθέτουν στιβαρές ηγεσίες οι οποίες ασκούν πολιτικές που υπακούουν στο εθνικό τους συμφέρον, από τις αποτυχημένες χώρες («failed states», όπως τις αποκαλούν οι αγγλοσάξωνες) που… ατύχησαν να έχουν ηγεσίες οι οποίες θεωρούν ότι προέχει η δική τους παραμονή στην εξουσία.
Γι΄ αυτό φυσικά οι μεν ηγούνται της Ευρώπης και οι δε εκλιπαρούν για το έλεος των άλλων, ακόμη και όταν φαντασιώνονται ότι αλλάζουν τον κόσμο, κλείνοντας τα αυτιά τους στις επισημάνσεις των ίδιων των ηγετικών στελεχών τους, όπως ο Νίκος Φίλης, που τους λένε κατάμουτρα ότι «δεν επιβεβαιώθηκε καμία εκτίμησή μας».
Ο κίνδυνος να βρεθεί η κυβέρνηση και μαζί της και η χώρα ενώπιον μιας ακόμη διάψευσης είναι αναμφισβήτητος. Παρά ταύτα, η ηγεσία της -«αμέριμνη», όπως παρατηρεί και ο κ. Φίλης τώρα που είναι εκτός νυμφώνος- τρενάρει το κλείσιμο της αξιολόγησης σε πείσμα φίλων και εχθρών που προτείνουν το αντίθετο.
Ο κ. Τσίπρας, όμως, δεν το κάνει, προσδοκώντας να λειτουργήσει η… φιλευσπλαχνία της Μέρκελ που έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να λυπηθεί τους Έλληνες και να ανακαλέσει στην τάξη τον στενό της συνεργάτης Β. Σόιμπλε. Ή, εναλλακτικά, -γιατί αυτή η κυβέρνηση είναι γνωστό ότι δεν… πορεύτηκε ποτέ «χωρίς plan b»- στη γοητεία που μπορεί να ασκήσει ο ηγέτης των σοσιαλδημοκρατών Μάρτιν Σουλτς στους γερμανούς ψηφοφόρους το προσεχές φθινόπωρο.
Στην οπτική ενός εχέφρονος ανθρώπου, άραγε, πόσες πιθανότητες έχουν να ευοδωθούν σχεδιασμοί αυτού του είδους;