Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ποιος είναι ο γκαντέμης και ποιος ο προληπτικός

Την παραμονή της τελευταίας προεκλογικής ομιλίας που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο Σύνταγμα πριν από τις θριαμβευτικές για τον ίδιο και το ΠΑΣΟΚ εκλογές του Οκτωβρίου του 1981, η πρόβλεψη της μετεωρολογικής υπηρεσίας έδειχνε βροχή. Πλην, όμως, η πρόβλεψη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε.

Γι΄ αυτό και ο ξεχωριστός, από κάθε άποψη, πολιτικός αυτός ηγέτης, μόλις βγήκε στην εξέδρα, ξεκίνησε την ομιλία του με την επική φράση ότι «ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ έδωσε μάχη με το μετεωρολογικό δελτίο και το κέρδισε». 

Το μεγάλο πλήθος του κόσμου, το οποίο είχε κατακλύσει στην πλατεία για να τον ακούσει, παραληρούσε από την υψηλή αίσθηση του χιούμορ με την οποία ο χαρισματικός πολιτικός σχολίασε το γεγονός ότι το κέντρο της Αθήνας ήταν λουσμένο από το φως ενός υπέροχου φθινοπωρινού ήλιου.

Το περασμένο Σάββατο που ο καιρός ήταν βροχερός στη Βόρεια Ελλάδα, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας από τη Θέρμη, μια περιοχή έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου περιόδευε, ξεκίνησε την ομιλία του, που ήταν η πρώτη της επίσημης προεκλογικής περιόδου, λέγοντας: «Ούτε η βροχή ούτε κανένα καιρικό φαινόμενο δεν μπορεί να σταματήσει τον ενθουσιασμό και τη μεγάλη επιθυμία να έρθει η αλλαγή στη χώρα μας».

Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Σήμερα είναι μία σπουδαία ημέρα. Σήμερα που ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε την προσφυγή στις κάλπες έγινε σεισμός στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη βρέχει από το πρωί». 

Αναλογιζόμενος, ίσως, ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν ήταν ούτε ορθολογικοί, ούτε αριστεροί, έσπευσε να συνεχίσει, υποστηρίζοντας: «Δεν είμαι προληπτικός, δεν πιστεύω στις προλήψεις, αλλά καλού κακού στις 21 του Μάη μαζί με την ψήφο μας θα σπάσουμε και το ρόδι, για να έρθει καινούργια μέρα στον τόπο, να ανασάνει η κοινωνία, να ξεφύγουμε από μία πολιτική που τα δίνει όλα στους ισχυρούς». 

Για κάποιον -όχι και τόσο περίεργο- λόγο, όμως, φαίνεται ότι τα όσα είπε ο πρώην πρωθυπουργός σε εκείνη στην ομιλία του φάνηκαν ότι «έπιασαν τόπο» και έτσι τρεις μέρες αργότερα όταν βρέθηκε στο πρωινάδικο της τηλεόρασης του Alpha και ρωτήθηκε σχετικά από την Σταματίνα Τσιμτσιλή, μιλώντας σε άψογη συριζαϊκή διάλεκτο, είπε τα εξής εκπληκτικά: 

«Ξέρετε, γενικά έχω χιούμορ και μ’ αρέσει όταν μιλάω πλατιά στον κόσμο, να σπάω και λίγο την… απεύθυνσή μου στον κόσμο, να μη μιλάω μονάχα για τα πολύ μεγάλα και σημαντικά, να κάνουμε και λίγο χιούμορ…».

Και αφού διευκρίνισε για μια ακόμη φορά ότι δεν είναι «καθόλου προληπτικός» και δεν πιστεύει σε όλα αυτά, δεν έχασε την ευκαιρία να πει: «Έχει βγει το όνομα στον κ. Μητσοτάκη, είναι αλήθεια, όπως είχε βγει και στον συγχωρεμένο τον πατέρα του το όνομα. Αλλά νομίζω εν πάση περιπτώσει ότι η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη αλλαγή και έτσι είπα να σπάσουμε και το ρόδι, εν πάση περιπτώσει, να μη μας βρει άλλη κακοτυχία…».

Για να πείσει, μάλιστα, ότι δεν είναι προληπτικός -που να ήταν κιόλας!- διευκρίνισε αμέσως μετά: «Εγώ έμεινα τρεις μέρες στην Κέρκυρα, τις δυο είχε ηλιοφάνεια όσο ήμουν...». 

Δύο μέρες αργότερα, εξάλλου, στο πρωινάδικο του ANT1 αυτή τη φορά, επανήλθε για να επαναλάβει την ίδια ατάκα που φαίνεται να του άρεσε: «Να σπάσουμε το ρόδι στις 21 του Μάη να μη μας βρούνε άλλα δεινά», είπε.

Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι χειρότερο: να πιστεύει, πράγματι, ο κ. Τσίπρας ότι ο πολιτικός του αντίπαλος είναι όντως γκαντέμης και προκαλεί κακοτυχία στη χώρα με σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς ή απλώς να λέει όσα λέει για το… σπασμένο ρόδι επειδή δεν έχει πρόβλημα να ψαρεύει σε θολά νερά, καλλιεργώντας τα πιο χαμηλά ένστικτα με τα οποία λειτουργεί μια αξιοσημείωτη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας;

Ό,τι, πάντως, κι αν ισχύει από τα δύο, η αλήθεια είναι πως η μέχρι στιγμής πολιτική πραγματικότητα μαρτυρεί ότι οι δοξασίες για την καλοτυχία του Αλέξη Τσίπρα και την κακοτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν βρίσκουν έρεισμα. 

Δεν χρειάζεται να συμπαθεί κανείς τον τελευταίο για να αναγνωρίσει ότι από τους πρώτους μήνες του 2016 που ο επονομαζόμενος «γκαντέμης» αναδείχθηκε στην ηγεσία της ΝΔ, προπορεύεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, διαψεύδοντας τις κάθε είδους προλήψεις, έβαλε τέρμα στην πολιτική κυριαρχία του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε πείσμα της δημόσιας εκφρασμένης πεποίθησης του πρώην πρωθυπουργού ότι δεν υπήρχε ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να χάσει από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο αρχηγός της συντηρητικής παράταξης -που θα δικαιολογούνταν να ήταν και προληπτικός…- τον κέρδισε κατά κράτος στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019. Και όλα τα προγνωστικά δείχνουν ότι το ίδιο θα συμβεί και στην επερχόμενη εκλογική μάχη της 21ης Μαΐου.

Ίσως γιατί στην πολιτική, όπως, εξάλλου, και στη ζωή, ο κρίσιμος παράγων που κινεί τους τροχούς της Ιστορίας δεν είναι ούτε τα ρόδια, ούτε τα γούρια. Είναι η δουλειά του καθενός και ο τρόπος που αυτή αποτιμάται από τους πολίτες.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Όποιος εξέθρεψε αυτό το «τέρας», σύντομα θα το βρει μπροστά του

Με καθυστέρηση κάποιων ημερών η Κουμουνδούρου διέγραψε την Πέμπτη ένα από τα πάμπολλα στελέχη της τα οποία από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε το σκάνδαλο με τον καταγγελλόμενο ως βιαστή ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Γεωργούλη επιδόθηκαν σε ένα άθλιο συνωμοσιολογικό κρεσέντο ξεπλύματος του θύτη και ενοχοποίησης του θύματος.

Αν, όμως, στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήθελαν να τηρήσουν ίδια μέτρα και ίδια σταθμά θα χρειαζόταν να προχωρήσουν μαζικές εκκαθαρίσεις φίλων, οπαδών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που δεν συμμερίστηκαν τη γραμμή την οποία χάραξε ο αρχηγός τους με τη γενικόλογη τοποθέτηση ότι «είμαστε με τα θύματα και όχι με τους θύτες» και «το μήνυμα είναι καμία συγκάλυψη, καμία σκιά».

Άλλωστε, τόσο πριν όσο και μετά τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο συγκεκαλυμένα, είναι εκατοντάδες τα συνδεδεμένα με τον ΣΥΡΙΖΑ πρόσωπα τα οποία με δηλώσεις τους στα συμβατικά μέσα ενημέρωσης και με αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν δεν χύνουν δηλητήριο αμφισβήτησης της ακεραιότητας της καταγγέλλουσας, συνδέουν τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης με τις επερχόμενες εκλογές.

Δεν γίναμε μόνον μάρτυρες ακραίων σεξιστικών παραληρημάτων, όπως ο απίστευτος ισχυρισμός που διατυπώθηκε επωνύμως και με γυναικεία υπογραφή ότι «αν ο Γεωργούλης παρενοχλούσε γυναίκα και αυτή δεν τον ήθελε, είναι… είδηση». Είδαμε «πούρους» αριστερούς να αναμασούν χωρίς την παραμικρή αιδώ ασυνάρτητες αθλιότητες του ακροδεξιού «ενημερωτικού» υποκόσμου. Δεν είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται μια τέτοια συμπόρευση, αλλά αυτή τη φορά ο κατήφορος ήταν πολύ μεγάλος.

Διαβάσαμε και ακούσαμε τόσο από επίσημους διαδικτυακούς λογαριασμούς όσο και από -έμμισθα ή άμισθα, διατεταγμένα ή εθελοντικά- τρολ υπαινιγμούς για «στημένη» συνωμοσία κατά του ΣΥΡΙΖΑ που εξυφάνθηκε (;) από τον Μητσοτάκη, τον «εκβιαζόμενο», κατά την εκπρόσωπο της Κουμουνδούρου, Ανδρουλάκη και φυσικά τη… βελγική Δικαιοσύνη.

Τι και αν πριν από κάποιες εβδομάδες επαινούνταν οι εισαγγελικές αρχές των Βρυξελλών για τον τρόπο που κινήθηκαν κατά της Εύας Καϊλή ή και της Μαρίας Σπυράκη που -για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά- βρέθηκαν στο στόχαστρό τους; Περιέργως πως, τώρα που η τσιμπίδα του νόμου έπιασε έναν καλλιτέχνη, ο οποίος εκλέχθηκε ευρωβουλευτής με τη σημαία του ΣΥΡΙΖΑ, το αφήγημα άλλαξε άρδην.

«Είναι όλα στημένα για να πληγεί το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς», διατείνεται ένας ολόκληρος κύκλος προσώπων. Είναι τα ίδια πρόσωπα που δεν διστάζουν να κραδαίνουν τη ρομφαία της κάθαρσης ακόμη και στην παραμικρή υποψία παρεκτροπής κάποιου που ανήκει σε άλλη παράταξη. Η ρομφαία, μάλιστα, δεν έχει στόχο απλώς το πρόσωπο το οποίο παρεκτράπη, αλλά ολόκληρη την παράταξη από την οποία προέρχεται ο παρεκτραπείς.

Ο Ανδρουλάκης έπρεπε να ξέρει για την Καϊλή και, αφού δεν ήξερε, είναι ένοχο όλο το ΠΑΣΟΚ. Ο Μητσοτάκης και η Μενδώνη ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τη δράση του Λιγνάδη και, αφού δεν ήξεραν, είναι όλη η ΝΔ «κόμμα παιδεραστών». Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε ως άσπιλος, αμόλυντος και άμωμος, δεν μπορεί παρά να είναι θύμα συνωμοσίας. Και το ίδιο ισχύει για όσους έχουν βαπτιστεί στη δική του «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που παίρνουν αιώνιο συγχωροχάρτι.

Ο αρχηγός της ΕΥΠ επί Καραμανλή μπορεί να γίνεται κυβερνητικό στέλεχος αρμόδιο για τη Δικαιοσύνη και τη Διαφάνεια και όταν καταδικάζεται από το Ειδικό Δικαστήριο δεν φταίει εκείνος αλλά οι δικαστές που τον καταδίκασαν. Οι πρωταγωνιστές της χρεωκοπίας της χώρας και της μνημονιακής προέλασης, μπορεί να καθύβριζαν ολημερίς και ολονυκτίς προσωπικά τον Αλέξη Τσίπρα, από τη στιγμή που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ απαλλάχθηκαν διαπαντός κάθε ανομήματος. Τους χορηγήθηκε άφεση αμαρτιών με μόνο αντάλλαγμα να καθυβρίζουν τώρα τους αντιπάλους του αρχηγού.

Η περίπτωση του Ευάγγελου Αντώναρου είναι άκρως χαρακτηριστική γιατί δεν νομίζω ότι βρίσκει κανείς άλλον λόγο αξιοποίηση από το… ταλέντο του να επιτίθεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εκτός πια και αν γοητεύθηκαν από τις… εύστοχες προβλέψεις του κυβερνητικού εκπρόσωπου της ύστερης κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή που ο ίδιος πρόσφατα υποστήριξε ότι «δεν έχει πέσει ποτέ έξω».

Το «μπρος – πίσω», εξάλλου, στο οποίο υποχρεώθηκε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας, όταν επεχείρησε να καρατομήσει τον Παύλο Πολάκη, αλλά υπαναχώρησε εξαιτίας των αντιδράσεων της… διαδικτυακής βάσης των υποστηρικτών της Κουμουνδούρου, που εξέφρασαν ομοθυμαδόν αμέριστη αλληλεγγύη προς τον «αψύ Σφακιανό», έδειξε ότι ο «βαθύς ΣΥΡΙΖΑ» έχει το πάνω χέρι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η υπόθεση Γεωργούλη ήρθε να επιβεβαιώσει ότι ένα μεγάλο τμήμα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να κατανοήσει απλά πράγματα, όπως είναι το αυτονόητο ότι ο βιαστής είναι βιαστής ανεξάρτητα σε ποια παράταξη δηλώνει ότι ανήκει. 

Γι΄ αυτό και δεν είδαμε -και ούτε πρόκειται να δούμε- κανέναν από την ηγεσία ή το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ να καταφέρεται με τον ίδιο οξύ επικριτικό τρόπο με τον οποίο είχε καταφερθεί εναντίον άλλων πρωταγωνιστών σε φαινόμενα σεξουαλικής και άλλης κακοποίησης. Είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να δούμε πανό με το σύνθημα «είναι βιαστής» σε καμία από τις παραστάσεις του επόμενου καλοκαιριού.

Κακά τα ψέματα, ένας ολόκληρος κόσμος έχει εκπαιδευτεί να υποστηρίζει, ακόμη και όταν δεν πιστεύει κάτι τέτοιο, ότι κάποιοι διαθέτουν a priori το περιβόητο «ηθικό πλεονέκτημα». Όχι γι΄ αυτό που είναι. Αλλά γι΄ αυτό που δηλώνουν ότι είναι. Είναι ένας κόσμος που δείχνει να μην ενοχλείται από γενικεύσεις του τύπου «όλοι οι δικοί μας είναι καλοί και όλοι οι άλλοι είναι κακοί».

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι όλοι αυτοί φαίνεται να μην λαμβάνουν υπόψιν ότι αυτό το «τέρας», το οποίο κατασκεύασαν, από τη μια, πείθει όλο και λιγότερους, απομακρύνοντας τους σκεπτόμενους που δεν συμβιβάζονται με σχήματα «άσπρο-μαύρο», ενώ, από την άλλη, αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα να κατασπαράξει τους ίδιους τους δημιουργούς του που δεν θα μπορούν να το ταΐσουν με άλλες αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.

Κόντος ψαλμός αλληλούια!

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Τα προεκλογικά «λόγια του αέρα»

Δεν μου συμβαίνει συχνά και γι΄ αυτό σπεύδω να επισημάνω εξ αρχής ότι βρίσκω… λογική την άποψη που εξέφρασε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας ότι «όλα όσα προεκλογικά λέγονται θα είναι πολύ διαφορετικά με αυτά που μετεκλογικά θα αποφασισθούν» (Star Channel 10/4/2023).

Μπορεί να εξέπληξε ολίγον η ωμότητα με την οποία εκφράστηκε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να ξένισε η παραδοχή ενός πρώην πρωθυπουργού ότι «προεκλογικά λέγονται πολλά λόγια του αέρα», αλλά σίγουρα συνιστά αυταπάτη να πιστέψουμε ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων συνιστούν θέσφατα που είναι γραμμένα στην πέτρα.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο ισχύει αυτό είναι επειδή ανάμεσα στα προεκλογικά ζητούμενα και στα μετεκλογικά δεδομένα μεσολαβεί ένα συγκλονιστικό γεγονός που είναι το αποτέλεσμα της κάλπης στο οποίο αποτυπώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος. Βούληση που, από τη μια, δεν μπορεί κανείς να την προδικάσει προτού να ανοίξουν οι κάλπες και, από την άλλη, ουδείς δικαιούται να την παραβλέψει όταν κλείσουν οι κάλπες και γίνει γνωστή η λαϊκή ετυμηγορία.

Με άλλα λόγια, χωρίς να δικαιολογούνται όσοι καταφεύγουν σε υπερφίαλους βερμπαλισμούς και άλματα λογικής για να προσποριστούν περισσότερες ψήφους, δεν είναι υποχρεωτικό να επιμένουν όλοι στα προεκλογικά τους «θέλω» και να μην λαμβάνουν υπόψιν τους τα μετεκλογικά «μπορώ». Θεωρητικώς, άλλωστε, μιλώντας είναι γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι που κατεβαίνουν στην εκλογική κονίστρα ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και κατευθύνονται προς τον ίδιο τερματισμό με στόχο να κόψουν πρώτοι το νήμα.

Όσο και αν στην πράξη τα πράγματα διαφοροποιούνται, δύσκολα μπορεί κάποιος να απαιτήσει από όσους πολιτεύονται να αναγνωρίσουν εκ των προτέρων ότι δεν είναι ταγμένοι στον στόχο της νίκης. Το λέει, εξάλλου, τόσο παραστατικά ο μελοποιημένος από τον Μάνο Χατζιδάκι στίχος του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σύμφωνα με τον οποίο «όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει…».

Υποχρέωση των κομμάτων -και πρωτίστως της ηγεσίας και των στελεχών τους- είναι να παρουσιάζουν προεκλογικά τις προγραμματικές θέσεις τους και αφού αυτές τεθούν, όπως και οι ικανότητες των προσώπων που προτείνουν για να αναλάβουν αξιώματα, στη βάσανο της λαϊκής κρίσης. Μετά τις εκλογές η υποχρέωση όλων αλλάζει και επικεντρώνεται πλέον στην αποτίμηση και στον βαθμό ανταπόκρισης των πολιτών σε όσα επαγγέλθηκαν.

Εφόσον οι πολίτες εγκρίνουν τις προτάσεις τους, δεν έχουν παρά να επιχειρήσουν να τις εφαρμόσουν. Αν, αντιθέτως, τις απορρίψουν εκείνο που πρέπει να κάνουν είναι να παραχωρήσουν το γήπεδο της εφαρμογής σε όσους πλειοψήφισαν και να περιοριστούν στον ρόλο του ελέγχοντος στον οποίο τους έταξε η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. 

Έτσι επιβάλουν οι κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και έτσι συμβαίνει στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ασκεί το αντιπολιτευτικό της καθήκον, αγωνιζόμενη να γίνει εκείνη πλειοψηφία και να αναλάβει σε επόμενη φάση τις ευθύνες της διακυβέρνησης.

Αλλά μιας και ξεκινήσαμε με τις απόψεις του Αλέξη Τσίπρα, νομίζω ότι πρέπει επιπλέον να του αναγνωριστεί και η εξίσου εντυπωσιακή δήλωση ότι δεν προτίθεται να επιχειρήσει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πρώτο κόμμα στην τελική εκλογική κατάταξη. 

Ο ίδιος μάλιστα μίλησε για «κυβέρνηση ηττημένων» και την απέκλεισε ακόμη και αν την καθιστούν δυνατή τα αριθμητικά δεδομένα των βουλευτικών εδρών που θα προκύψουν από την κάλπη της απλής αναλογικής.

Η αλήθεια είναι ότι η τοποθέτησή του αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πρωτοβουλία που ανέλαβε όταν ήταν πρωθυπουργός να ψηφίσει το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο είναι το μόνο που παρέχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου -σε ψήφους και άρα έδρες- κόμματος. 

Παρά ταύτα, αν όντως εννοεί όσα λέει o πρώην πρωθυπουργός και δεν εντάσσονται οι συγκεκριμένες απόψεις του στον αφορισμό του για τα «προεκλογικά λόγια του αέρα», θα μπορούσε να του… πιστωθεί πολιτική γενναιότητα.

Η προϊστορία, βεβαίως, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια τέτοια… πίστωση. Κυρίως επειδή έχει προηγηθεί η οδυνηρή εμπειρία με το «όχι» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 που μετατράπηκε εν μια νυκτί σε «ναι» σε ένα βαρύτατο τρίτο Μνημόνιο. Αλλά επειδή αρκετοί δεν ενοχλήθηκαν τότε και μάλιστα του έδωσαν δεύτερη ευκαιρία στις εκλογές που έγιναν αμέσως μετά την περιβόητη «κωλοτούμπα», ίσως να μην ενοχληθούν και τώρα.

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αλλά και κάθε εκλογικής αναμέτρησης, είναι τι θα κάνει και ποιους θα εμπιστευθεί η πλειονότητα των πολιτών. 

Γι΄ αυτό και πρέπει ο καθένας μας να μετρήσει πολύ καλά που θα δώσει τον ψήφο του. Καθήκον μας, στο τέλος – τέλος, είναι να ξεχωρίσουμε τι από όσα θα ακούσουμε στις πέντε βδομάδες που μας χωρίζουν από τις κάλπες της 21ης Μαΐου, συνιστά «προεκλογικά λόγια του αέρα» και τι όχι.

Δύσκολο μεν, επιβεβλημένο δε!

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Σάνα ή Πόπη;

Την περασμένη Κυριακή η Φινλανδία είχε βουλευτικές εκλογές και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της πρωθυπουργού Σάνα Μαρίν, η οποία ηγείτο πεντακομματικής κυβέρνησης, κατετάγη τρίτο πίσω από δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα που το υπερσκέλισαν με βραχεία κεφαλή.

Το κεντροδεξιό κόμμα «Εθνική Συμμαχία» έκοψε πρώτο το νήμα με ποσοστό 20,8%, δεύτερο ήρθε το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών με 20,1% και ακολούθησαν οι Σοσιαλδημοκράτες της Μάριν με 19,9%. Παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι αύξησαν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο, η 38χρονη ηγέτης τους δεν αμφιταλαντεύθηκε ούτε στιγμή. 

Το ίδιο βράδυ συνεχάρη τον κεντροδεξιό αντίπαλό της, ο οποίος έλαβε μόλις 1% περισσότερο από την ίδια, αλλά το ποσοστό αυτό αρκούσε για να αναλάβει την ευθύνη του σχηματισμού νέας συμμαχικής κυβέρνησης.

Μια μέρα μετά η Μάριν δρομολόγησε τις διαδικασίες για την εκλογή του διαδόχου της στην ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών, γνωστοποιώντας ότι η ίδια παραμένει απλή βουλευτής ως τον Σεπτέμβριο που θα αναδειχθεί νέος αρχηγός. Πρόλαβε, άραγε, να… χορτάσει την εξουσία και την εγκατέλειψε με τέτοια ευκολία; Δύσκολα μπορεί να το πει κανείς. 

Άλλωστε, εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής μόλις τον Απρίλιο του 2015, ανέλαβε το πρώτο της υπουργικό χαρτοφυλάκιο το καλοκαίρι του 2019 και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ορίστηκε πρωθυπουργός.

Η θητεία της συνοδεύτηκε από το ξέσπασμα δύο κρίσεων που ήταν από τις μεγαλύτερες των τελευταίων δεκαετιών: την πανδημία του κορωνοϊού και την εισβολή στην Ουκρανία. 

Παρότι δέχθηκε επικρίσεις όχι για τα μέτρα που έλαβε, αλλά για τον τρόπο που διασκέδαζε με τους (συνομήλικους, τι άλλο;) φίλους της στη διάρκεια της πανδημίας, η νεότατη πολιτικός αντιμετώπισε με επιτυχία τις κρίσεις που «έτυχαν στη βάρδια της». 

Με γενναιότητα, μάλιστα, προχώρησε στην αναθεώρηση της παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής της χώρας της και εγκαταλείποντας τη φοβική «ουδετερότητα», την οποία με απειλές επέβαλε η γειτονική «ρωσική αρκούδα», ενέταξε τη Φινλανδία στο ΝΑΤΟ.

Συγκυριακά, την επομένη των πρόσφατων εκλογών και ενώ η ίδια είχε γνωστοποιήσει την παραίτησή της, στην έδρα της Ατλαντικής Συμμαχίας ανακοινώθηκε επίσημα ότι η Φινλανδία αποτελεί πλέον το 31ο μέλος του στρατιωτικού συνασπισμού του Δυτικού Κόσμου. 

Η Σάνα Μάριν δεν πανηγύρισε για την εξέλιξη. Ούτε διεκδίκησε ως προσωπικό της επίτευγμα αυτή τη μεγάλη απόφαση που την έκανε πολύ δημοφιλή στο εξωτερικό. Πολύ περισσότερο, δεν διαμαρτυρήθηκε για την εκλογική… τύχη που, παρά ταύτα, της επεφύλαξαν οι συμπατριώτες της ψηφοφόροι.

Αποδέχθηκε την ετυμηγορία της κάλπης και πήγε παρακάτω, δείχνοντας απόλυτη συνέπεια με όσα είχε υποστηρίξει όταν είχε γίνει αποδέκτρια δηλητηριωδών σχολίων για την προσωπική της ζωή και τον τρόπο που επέλεξε να διασκεδάζει. 

«Είμαι ένα ανθρώπινο ον», είπε δακρυσμένη σε μια κομματική εκδήλωση τον περασμένο Αύγουστο. Και αφού διαβεβαίωσε τους πάντες ότι «δεν έλειψε ούτε μια μέρα από τη δουλειά», σημείωσε ότι «προσβλέπει μερικές φορές στη χαρά, στο φως και στην ευχαρίστηση εν μέσω αυτών των σκοτεινών νεφών».

Με εκείνα τα λόγια της, αλλά και με όλη τη στάση της, ανέδειξε ένα σπάνιο πρότυπο πολιτικού. Του πολιτικού που κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του και δεν έχει ανάγκη να υποκρίνεται τον σκληρό και ατσαλάκωτο «άνθρωπο από σίδερο», όπως επιβάλει το στερεοτυπικό υπόδειγμα που φέρεται να ακολουθεί η πλειονότητα των παραδοσιακών πολιτικών. 

Ειδικά στη χώρα μας, όλοι τους είναι άτρωτοι, έχουν πάντα δίκιο και όταν αυτό δεν τους αναγνωρίζεται, οι ίδιοι δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη. Φταίει ο λαός που δεν αναγνωρίζει την αρτιότητα των προτάσεων τους και την τελειότητα των δράσεων τους.

Όποιος έχει αμφιβολία ότι αυτή είναι η επικρατούσα νοοτροπία στην εγχώρια πολιτική ζωή δεν έχει παρά να ανατρέξει στα όσα υποστήριξε σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη στον Σκάι μια νεόκοπη πολιτικός, η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Πόπη Τσαπανίδου.

Επέμεινε να υπερασπίζεται με πάθος την άποψη ότι ο Αλέξης Τσίπρας δικαιούται να διατηρήσει το αξίωμα του αρχηγού, το οποίο κατέχει από το μακρινό 2009, ακόμη και αν το κόμμα του υποστεί νέα εκλογική ήττα στις επερχόμενες κάλπες.

«Βγαίνω από το ρούχο του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ και σας απαντώ: Η νίκη θα μας ικανοποιήσει. Η ήττα, ακόμη και με μικρή διαφορά, εμένα προσωπικά θα με στεναχωρήσει γιατί θα διαπιστώσω ότι έχει γίνει πολύ συστηματική προπαγάνδα από την κυβέρνηση να φοβηθεί ο κόσμος, να αμφισβητηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ», ανέφερε η μέχρι πρότινος τηλεοπτική δημοσιογράφος. 

«Δηλαδή αν χάσετε, θα χάσετε γιατί ο κόσμος θα έχει παραπλανηθεί;», ήταν το επόμενο εύλογο ερώτημα που δέχθηκε από τη Σία Κοσιώνη, στην οποία χωρίς δισταγμό απάντησε: «Ναι, γιατί είναι τόσο καλό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ».

Ανεξαρτήτως της ωμότητας που είχε, ως απότοκο ίσως και της προηγούμενης επαγγελματικής ιδιότητας της εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκεκριμένη τοποθέτησή της είναι αποκαλυπτική για τον τρόπο που πολιτεύεται ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού που διεκδικεί την ψήφο των Ελλήνων. 

Ο λόγος των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από τέτοιου είδους βεβαιότητες ότι τα έχουν όλα καλώς καμωμένα. Με αποτέλεσμα να ψάχνουν και να μη βρίσκουν λάθη ακόμη και όταν όλοι οι άλλοι τούς καταλογίζουν ευθύνες. 

Γι΄ αυτό και η υποβολή παραιτήσεων αποτελεί την εξαίρεση. Εξαίρεση, μάλιστα, που συχνά γίνεται με τρόπο απολύτως προσχηματικό, ο οποίος υποκρύπτει προσδοκίες επανόδου από την πίσω πόρτα.

Οι κάλπες της 21ης Μαΐου θα αναδείξουν νικητές και θα καταγράψουν ηττημένους. Πόσοι άραγε από τους τελευταίους θα το αναγνωρίσουν και δεν θα κρυφτούν πίσω από την… παραπλάνηση του λαού; 

Δεν βάζω στοιχήματα, αλλά αν έβαζα θα πόνταρα ότι το «δόγμα» της Πόπης θα κατατροπώσει τη «νοοτροπία» της Σάνα. 

Άλλωστε, εδώ είναι Βαλκάνια!

Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

Επτά εβδομάδες για σκανδαλοθηρία ή προγραμματικές αντιπαραθέσεις

Ελάχιστοι υποθέτω ότι είναι εκείνοι που μπορεί να εξεπλάγησαν από την τροπή που έλαβε η αντιπαράθεση με την οποία εγκαινιάστηκε η προεκλογική περίοδος μόλις ανακοινώθηκε η ημερομηνία κατά την οποία θα στηθεί η πρώτη βουλευτική κάλπη.

Σαν έτοιμα από καιρό τα κομματικά επιτελεία ξεκίνησαν να ξύνουν τον πάτο των βαρελιών με τα κρυμμένα μυστικά και τα ντοκουμέντα για τα «άπλυτα» των αντιπάλων τους, επιχειρώντας να κατακλύσουν την πολιτική ατμόσφαιρα με (εντός ή εκτός εισαγωγικών) αποκαλύψεις.

Το σκηνικό, άλλωστε, δεν είναι ούτε πρωτοφανές ούτε πρωτόγνωρο. Αντιθέτως θα έλεγε κανείς ότι είναι αφόρητα επαναλαμβανόμενο. Σε βαθμό τέτοιο που να δημιουργείται η αίσθηση ότι έχουν χαρακτήρα... εθίμου.

Με ελάχιστες εξαιρέσεις, εξάλλου, στις περισσότερες εκλογικές αναμετρήσεις των πολλών τελευταίων ετών, στο βασικό μενού της προεκλογικής αντιπαράθεσης είχαν σταθερή θέση η σκανδαλοθηρία και η ένθεν κακείθεν απόπειρα δαιμονοποίησης του στελεχιακού δυναμικού της αντίπαλης παράταξης με χαρακτηρισμούς όπως «κλέφτες», «ανεπρόκοποι», «φοροφυγάδες», «μπαταξήδες», κ.ο.κ. 

Η πρακτική είναι γνωστή και δοκιμασμένη. Υποθέσεις οι οποίες φυλάσσονταν στα αρχεία των κομματικών επιτελείων για να χρησιμοποιηθούν στον... κατάλληλο χρόνο, άρχισαν να ανασύρονται από τα συρτάρια. 

Και όταν αυτές δεν επαρκούν για να δημιουργηθούν ισχυρές εντυπώσεις στην κοινή γνώμη, οι επιτετραμμένοι με την σκανδαλοθηρία δεν δυσκολεύονται να ξεφουρνίσουν ξαναζεσταμένες -υπαρκτές ή ανύπαρκτες- καταγγελίες με σκοπό να σερβιριστούν προς άγραν του ενδιαφέροντος του ανυποψίαστου φιλοθεάμονος κοινού.

Παρόλο όμως που είναι πολύ αμφίβολος ο βαθμός επιρροής που έχει αυτή η ατμόσφαιρα στην πλειονότητα των πολιτών και κυρίως σε εκείνους που δεν είναι φανατικά ταυτισμένοι με ένα κόμμα, το μοτίβο δεν αλλάζει. 

Ίσως επειδή η ευκολία που συνεπάγεται η εκτόξευση κατηγοριών είναι λιγότερο κοπιώδης από την προσπάθεια που χρειάζεται για να καταβάλει μια παράταξη προκειμένου να καταδείξει την υπεροχή της σε προγραμματικές προτάσεις.

Είναι, για παράδειγμα, πολύ πιο εύκολο να εξακοντίζει κάποιος μια επίκριση κατά των αντιπάλων του παρά να καταναλώνει φαιά ουσία για να παρουσιάσει μια επεξεργασμένη και τεκμηριωμένη πρόταση για έναν ή περισσότερους τομείς πολιτικής. Για το πρώτο αρκούν η ημιμάθεια, το θράσος και η αμετροέπεια. Το δεύτερο απαιτεί γνώση, προσπάθεια και πνευματική κόπωση.

Η εμπειρία έχει δείξει ότι η προεκλογική σκανδαλοθηρία σπανίως έχει μετρήσιμες επιπτώσεις στην εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Μπορεί να οπλίζει με «επιχειρήματα» τους ταγμένους της κάθε πλευράς, πλην όμως συνήθως αφήνει παγερά αδιάφορους τους μετακινούμενους ψηφοφόρους οι οποίοι αποτελούν το κρίσιμο υποσύνολο του εκλογικού σώματος που καθορίζει την ετυμηγορία της κάλπης.

Όπως και να έχει, οι εχέφρονες πολίτες δεν καταπίνουν αμάσητη την προπαγάνδα για την υποτιθέμενη αποκλειστικότητα του ηθικού πλεονεκτήματος. Είναι σε θέση να αναγνωρίζουν ότι ούτε οι «καλοί» είναι από τη μια όχθη ούτε οι «κακοί» από την άλλη. 

Η ζωή έχει διδάξει ότι οι απλοϊκότητες με βάση τις οποίες κάποιοι διατείνονται ότι τα πράγματα είναι μόνον «άσπρα» ή μόνον «μαύρα» δεν αποτυπώνουν την πολύπλοκη πραγματικότητα η οποία μας περιβάλει.

Είναι αλήθεια ότι οι ταγμένοι της μιας ή της άλλης πλευράς είναι εκείνοι που δίνουν τον τόνο. Εν προκειμένω, δεν λίγοι εκείνοι που αρέσκονται να υποστηρίζουν ότι αποτελεί μείζον πολιτικό ζήτημα το χαριστικό δάνειο που έλαβε από τον Οργανισμό Εργατικής Κατοικίας πριν από αρκετά χρόνια ο βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιάννης Ραγκούσης για να οικοδομήσει ακίνητο το οποίο εκμεταλλεύεται εμπορικά. 

Ούτε φυσικά αποτελούν αμελητέα ποσότητα όσοι είναι έτοιμοι να πιστέψουν ότι τα ουκ ολίγα αρνητικά που βιώνουμε σχετίζονται με το γεγονός ότι ο αναπληρωτής υπουργός Ανάπτυξης Νίκος Παπαθανάσης απηλλάγη από την εγγύηση που είχε παράσχει για να δανειοδοτηθεί επιχείρηση με την οποία σχετιζόταν.

Είναι βέβαιο ότι οι πολίτες στο σύνολό τους θα είχαν να κερδίσουν πολύ περισσότερα αν η δημόσια συζήτηση περιστρέφονταν γύρω από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων προσώπων. 

Με άλλα λόγια, θα ήταν καλύτερο να συζητούμε για όσα υποστήριζε ο κ. Ραγκούσης προτού προσχωρήσει στον ΣΥΡΙΖΑ για τους πολιτικούς που αλλάζουν κόμματα για να εξασφαλίσουν τα επτά χιλιάρικα της βουλευτικής αποζημίωσης. 

Όπως και για το αν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα τα όσα ισχυρίζεται ο κ. Παπαθανάσης και ο πολιτικός του προϊστάμενος Άδωνις Γεωργιάδης τόσο για τη συγκράτηση των τιμών που υποτίθεται ότι επέφερε το λεγόμενο «καλάθι του νοικοκυριού» όσο και για τις ξένες επενδύσεις που προσελκύει η χώρα και οι οποίες άλλοι υποστηρίζουν ότι αποτελούν κατά βάση συναλλαγές στον τομέα του real estate.

Δεν έχω αμφιβολία ότι πηχυαίοι τίτλοι για τη «βίλα με πισίνα στην Πάρο που κτίστηκε με δάνειο της Εργατικής Κατοικίας» ή για το «βαθύ κούρεμα στο υπουργικό δάνειο» είναι πιο εύληπτοι για τη μάζα των πολιτών που είναι αποφασισμένοι να ψηφίσουν τη μια ή την άλλη παράταξη.

Διατηρώ, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση ότι τη διαφορά στις κάλπες που θα στηθούν στις 21 Μαΐου θα την κάνει η μειοψηφία εκείνων που θα ψηφίσουν με κριτήριο τις προτάσεις που θα έχουν ενώπιον τους όταν μπουν στο παραβάν.

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

«Η κόλαση είναι οι… άλλοι» ή «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»

Όταν το 2014 ο Σταύρος Θεοδωράκης πήρε την πρωτοβουλία να ιδρύσει το «Ποτάμι», έναν μετριοπαθή πολιτικό σχηματισμό που έστελνε μηνύματα καταλλαγής απέναντι στην αφόρητη οξύτητα που είχε δημιουργήσει η μνημονιακή επέλαση, οι ένθεν κακείθεν φανατικοί ξιφουλκούσαν εναντίον του, καταμαρτυρώντας του τα μύρια όσα, κυρίως μέσα από την ανωνυμία του Διαδικτύου.

Σφοδρότεροι επικριτές του ήταν οι τότε επελαύνοντες προς την εξουσία φίλοι και οπαδοί του ΣΥΡΙΖΑ που δεν εννοούσαν να χωνέψουν τον πιθανολογούμενο κίνδυνο ότι ίσως έχαναν τα λάφυρα που προσδοκούσαν να τους επιφέρει η επερχόμενη εκλογική νίκη. 

Παρά ταύτα, μάλλον αφελώς σκεπτόμενος, ο Θεοδωράκης έτρεφε την αυταπάτη ότι μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου του 2015 ο Αλέξης Τσίπρας, που δεν είχε αυτοδύναμη πλειοψηφία, θα τον προτιμούσε ως κυβερνητικό εταίρο.

Φυσικά, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ προτίμησε τους ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Με τους οποίους, άλλωστε, μοιράζονταν πολύ περισσότερα από όσα κοινά θα μπορούσε να βρει ο Τσίπρας στους «ποταμίσιους».

Με τον Καμένο μοιράζονταν πρωτίστως τις λαϊκίστικες διακηρύξεις περί κατάργησης του Μνημονίου «με ένα νόμο και ένα άρθρο». Αλλά και την ασύμμετρη μισαλλοδοξία εναντίον των μνημονιακών «εχθρών», χωρίς τους οποίους δεν θα είχαν έρεισμα ύπαρξης ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε οι ΑΝΕΛ.

Το σκηνικό επαναλήφθηκε και μετά την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2015 που ακολούθησε την μεγάλη κωλοτούμπα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι χωρίς αιδώ μετέτρεψαν σε «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος, υπογράφοντας το τρίτο και δυσμενέστερο Μνημόνιο.

Ο Θεοδωράκης ανέμενε και πάλι ματαίως πρόσκληση από την Κουμουνδούρου. Η οποία δεν ήρθε ποτέ αφού ο συνεταιρισμός Τσίπρα - Καμμένου είχε ακόμη πολύ μέλλον μπροστά του.

Έπρεπε να έρθει η ώρα να περάσει από τη Βουλή η διαβόητη Συμφωνία των Πρεσπών και να κορυφωθούν τα τσαλίμια του αρχηγού των ΑΝΕΛ για να αναγνωρίσει ο Τσίπρας τη χρησιμότητα του «Ποταμιού». 

Επιφυλάσσοντας στο κόμμα του ρόλο ανταλλακτικού δεκανικιού στην καταρρέουσα κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ο επικεφαλής του «Ποταμιού» επιτάχυνε την προϊούσα φθορά στην οποία είχε μπει ο φέρελπις σχηματισμός που είχε ιδρύσει πέντε χρόνια νωρίτερα.

Η συνέχεια ήταν, εν πολλοίς, αναμενόμενη. Ο Τσίπρας εξαργύρωσε πολιτικά τα όποια οφέλη θα μπορούσαν να υπάρξουν από μια Συμφωνία, όπως υπογράφηκε στις Πρέσπες με τις ευλογίες της Ε.Ε. και των ΗΠΑ. Ενώ ο Θεοδωράκης επιφορτίστηκε μόνον με ζημία, η οποία μάλιστα απεδείχθη τόσο μεγάλη ώστε να τερματιστεί πολύ άδοξα η πολιτική διαδρομή την οποία διέγραψε το «Ποτάμι».

Η όψιμη αναγνώριση της καλής του διάθεσης από τους παλαιούς σφοδρούς επικριτές του δεν διέσωσε τον πολιτικό Σταύρο Θεοδωράκη. Οπότε, η επιστροφή του εκεί που το ταλέντο του ήταν αδιαμφισβήτητο, δηλαδή στη δημοσιογραφία και στις πετυχημένες τηλεοπτικές εκπομπές μέσα από τις οποίες αναδείχθηκε, ήταν μοιραία εξέλιξη για εκείνον.

Εξίσου μοιραία, όμως, είναι, όπως φάνηκε, και η επανάληψη των χυδαίων επιθέσεων εναντίον του την οποία εξαπέλυσε ένας ολόκληρος στρατός διαδικτυακών χουλιγκάνων μόλις έγινε γνωστό ότι πήρε συνέντευξη από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη για την τραγωδία των Τεμπών. 

Μπορεί τα λάφυρα της εξουσίας να μην είναι τόσο ορατά όσο ήταν πριν από οκτώ χρόνια, δεν παύουν όμως να ανεβάζουν την αδρεναλίνη όσων τα ορέγονται.

Πριν καν μεταδοθεί η εκπομπή, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχαν κατακλυσθεί από ρυπαρές αναρτήσεις ανώνυμων και επώνυμων τρολ για υποτιθέμενο «ξέπλυμα του Μητσοτάκη». Λες και ο ρόλος του δημοσιογράφου είναι να βασανίζει τον συνομιλητή του για να ομολογήσει και δεν περιορίζεται στην υποβολή ερωτήσεων και ο συνεντευξιαζόμενος κρίνεται από τις απαντήσεις που δίνει. 

Οι αντιδράσεις συνεχίστηκαν και μετά την μετάδοση της εκπομπής, αλλά τα περισσότερα από όσα γράφηκαν μαρτυρούσαν ότι η πλειονότητα των επικριτών δεν την είχαν δει.

Το πιο εξοργιστικά ενδιαφέρον, ωστόσο, ήταν ότι όταν ο Σταύρος Θεοδωράκης διευκρίνισε πως ανάλογη εκπομπή είχε συμφωνήσει να κάνει και με τον αρχηγό του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Τσίπρα, οι φίλοι του τελευταίου -και ανάμεσα τους και δημοσιογράφοι που παριστάνουν τους επαγγελματίες!- εξεμάνησαν, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν τον πρώην πρωθυπουργό να μην ανταποκριθεί στο αίτημα του δημοσιογράφου.

Τέτοια είναι η… δημοκρατικότητα και η… δεοντολογική προσήλωση που χαρακτηρίζει μια πλειάδα συμπολιτών μας οι οποίοι, κατά τα άλλα, κήδονται δήθεν του κύρους της χώρας και τάχατες εξεγείρονται επειδή μια οργάνωση, η οποία εμφορείται από τις ίδιες με εκείνους ιδέες, έχει κατατάξει την Ελλάδα στην 108η θέση από την άποψη της ελευθερίας της ενημέρωσης.

Δεν μπορώ να προβλέψω αν τελικώς ο κ. Τσίπρας θα δώσει συνέντευξη στον Σταύρο Θεοδωράκη. Αν κρίνω από την κατάληξη που είχε η «σύγκρουση» του με τον Παύλο Πολάκη, εκτιμώ ότι θα ενδώσει στις απαιτήσεις του οπαδικού στρατού του και πιο συγκεκριμένα όλων εκείνων που επέβαλαν την επιστροφή στο ψηφοδέλτιο των Χανίων του πρώην αναπληρωτή υπουργού Υγείας. Χωρίς φυσικά ο αποκληθείς και «αψύς Σφακιανός» να μεταμεληθεί ή να αναιρέσει στο παραμικρό τη στοχοποίηση όσων ο ίδιος θεωρεί ότι αντιστρατεύονται τον ισοπεδωτικό λαϊκισμό και την ολοκληρωτική αντίληψη που χαρακτηρίζουν τον ίδιο και -δυστυχώς- το πολυπληθές ακροατήριό του.

Το γεγονός ότι αμέσως μετά το συγχωροχάρτι το οποίο εξασφάλισε ο Πολάκης, τη σκυτάλη της στοχοποίησης όσων δεν συμφωνούν με τον ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε -αδαπάνως, μέχρι στιγμής- ο «πολύς» Απόστολος Γκλέτσος, συνιστά τρανή απόδειξη ότι το εγχείρημα της υποτιθέμενης στροφής Τσίπρα προς το Κέντρο μπήκε στη ναφθαλίνη. 

Το τζίνι της τοξικής εχθροπάθειας έχει βγει από το μπουκάλι και κυκλοφορεί ανεξέλεγκτο και ασύδοτο.

Ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος είχε πολύ παραστατικά περιγράψει τέτοιες καταστάσεις με τη μνημειώδη ρήση σύμφωνα με την οποία «η κόλαση είναι οι… άλλοι». 

Ενδεχομένως, αν ζούσε στην Ελλάδα του 2023 και καλείτο να περιγράψει τον κυκεώνα μέσα στον οποίο θα διανύσουμε τη δίμηνη προεκλογική περίοδο που έχουμε μπροστά μας κατά πάσα πιθανότατα θα αναφωνούσε ότι «ενός Πολάκη μύριοι Γκλέτσοι έπονται»…

Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Μήπως οι μετρήσεις μάς δείχνουν μεγάλο συνασπισμό;

Όταν ο έμπειρος και καταξιωμένος αναλυτής Θωμάς Γεράκης της γνωστής εταιρίας ερευνών Marc ανέλαβε το επαγγελματικό ρίσκο να δημοσιοποιήσει την πρώτη μέτρηση με τις διαθέσεις των Ελλήνων, αμέσως μετά το τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών που συγκλόνισε το πανελλήνιο, ήταν αρκετοί οι δημοσιολογούντες που έσπευσαν να του επιτεθούν με ανοίκεια μέσα και χαρακτηρισμούς που δεν υπάρχει λόγος να επαναληφθούν.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο αγγελιαφόρος γίνεται στόχος, αλλά ήταν από τις λίγες φορές που η «είδηση» που μετέφερε επιβεβαιώθηκε τόσο γρήγορα και τόσο πανηγυρικά. Αμέσως μετά την έρευνα της Marc, η μια μετά την άλλη, οι δημοσκοπήσεις που βλέπουν το φως δίνουν με εντυπωσιακή ακρίβεια τα ίδια ευρήματα. 

Σε όλες, χωρίς εξαίρεση, τις έρευνες καταγράφεται ο θυμός των πολιτών που προκαλεί υποχώρηση της δύναμης της κυβερνητικής παράταξης η οποία φθάνει μεν στα χαμηλότερα επίπεδα της τελευταίας επταετίας, πλην, όμως, δεν στερείται την πρωτιά.

Όπως, επίσης, κατέδειξαν και οι επόμενες έρευνες που διενήργησαν η GPO, η ΜRΒ, η Prorata, η Pulse και η Metron Analysis, τις απώλειες της ΝΔ δεν τις καρπώνονται ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ που παραμένει «ακίνητος», ούτε το ΠΑΣΟΚ το οποίο βολοδέρνει στο φάσμα μεταξύ του μονοψήφιου και του διψήφιου ποσοστού. 

Καλώς ή κακώς, οι πολίτες φαίνεται να χρεώνουν τις ευθύνες για το δυστύχημα σε όλα τα κόμματα που διαχειρίστηκαν τις τύχες της χώρας τα τελευταία χρόνια. Περισσότερο στη σημερινή κυβέρνηση, αλλά και οι προηγούμενες δεν θεωρούνται άμοιρες ευθυνών.

Έτσι, άλλωστε, εξηγείται γιατί οι διαρροές ψήφων από τη Νέα Δημοκρατία κατευθύνονται είτε προς τη λεγόμενη «αδιευκρίνιστη ψήφο», στην οποία αθροίζονται άκυρα, λευκά και αναποφάσιστοι, είτε προς τους μικρότερους σχηματισμούς, οι οποίοι στην πλειονότητά τους ενισχύονται, αλλά ουδείς εξ αυτών σε βαθμό που να προοιωνίζεται συνθήκες ανατροπής του διαμορφωμένου εδώ και χρόνια σκηνικού.

Με άλλα λόγια και σε πείσμα των κάθε λογής συνωμοσιολόγων, που τα βρίσκουν όλα στημένα και προσυνεννοημένα, οι μετρήσεις εν γένει αποτυπώνουν λίγο ως πολύ τις ίδιες τάσεις. 

Οι εταιρίες, οι οποίες στην αρχή της πανδημίας έδειχναν την κυβερνητική παράταξη να προηγείται με σχεδόν είκοσι μονάδες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτυπώνουν τώρα προβάδισμα ψαλιδισμένο στις τρεις με τέσσερις μονάδες, που με τις αναγωγές μπορεί να φθάνει το πολύ έως τις επτά.

Το πρώτο ενδιαφέρον συμπέρασμα που εξάγεται από το πρόσφατο δημοσκοπικό κύμα είναι ότι έπειτα από μεγάλο χρονικό διάστημα ανούσιων αμφισβητήσεων και άγονων αντιπαραθέσεων, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας αρχίζουν να συμφιλιώνονται με την αυτονόητη παραδοχή ότι οι δημοσκοπήσεις δεν είναι παρά «φωτογραφίες της στιγμής» και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν «εντολές γραμμένες στις πλάκες του Μωυσή». 

Όταν αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι δημοσκοπήσεις.

Ακόμη πιο ενδιαφέρον, όμως, είναι το συμπέρασμα που εξάγεται από τα αριθμητικά δεδομένα των μετρήσεων τα οποία, σε τούτη τουλάχιστον τη φάση, καταγράφουν την αδυναμία συγκρότησης μονοκομματικής κυβέρνησης τόσο κατ΄ εφαρμογήν του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής, που θα ισχύσει στην επερχόμενη κάλπη, όσο και με τον εκλογικό νόμο της ενισχυμένης αναλογικής που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση και η ισχύς του οποίου θα ξεκινήσει από την μεθεπόμενη κάλπη.

Οι επιδόσεις των κομμάτων εξουσίας (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ) είναι τέτοιες που, αν δεν αλλάξουν δραστικά τα δεδομένα, στη φάση της απλής αναλογικής, δεν πρόκειται να ξεπεράσει τον πήχη της κυβερνητικής αυτοδυναμίας (151 βουλευτές) ούτε το άθροισμα των εδρών που αναμένεται να λάβουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, ούτε η πρόσθεση των βουλευτών που θα εκλέξουν ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ και το ΜέΡΑ 25, ακόμη και αν το τελευταίο περάσει, όπως δείχνουν οι πρόσφατες μετρήσεις, καταφέρει να περάσει το κατώφλι του 3% που δίνει εισιτήριο για την επόμενη κοινοβουλευτική σύνθεση.

Παρόλο που στην παρούσα φάση, οι φανατικοί -και όχι μόνον- όλων των πλευρών το ξορκίζουν, είναι βέβαιο ότι το βράδυ της ημέρας κατά την οποία θα εκφραστεί η λαϊκή ετυμηγορία, το σενάριο της συνεργασίας θα τεθεί στον δημόσιο διάλογο εφόσον τα αποτελέσματα της κάλπης προσομοιάζουν με αυτά που δείχνουν οι τελευταίες μετρήσεις. 

Άλλωστε, ακόμη και αν προκύψει αυτοδυναμία, αυτή δεν μπορεί παρά να είναι οριακή, τόσο μετά την πρώτη όσο και μετά την δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.

Με την ενισχυμένη αναλογική, για παράδειγμα, το πρώτο κόμμα για να διαθέτει 151 βουλευτές θα πρέπει να ξεπεράσει το 37,5% των ψήφων. Πόσο σταθερή, όμως, θα είναι μια τέτοια κυβέρνηση; Ας το αναλογιστούν τα στελέχη και οι οπαδοί της ΝΔ που ενδεχομένως δυσκολεύονται να δουν το κόμμα τους να μοιράζεται τα «λάφυρα» της εξουσίας. Και ας το σκεφθούν οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως όσοι εξ αυτών δεν επιθυμούν απλώς να πάρουν τη ρεβάνς.

Μετά και τα πρόσφατα δραματικά γεγονότα, η εμπιστοσύνη των πολιτών στις μονοκομματικές κυβερνήσεις φαίνεται να μειώνεται.

Ταυτόχρονα, η στροφή προς το Κέντρο και την ήπια προεκλογική αντιπαράθεση που δείχνει να κάνει ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος τις τελευταίες εβδομάδες παίρνει αποστάσεις από τον «πολακισμό», διευκολύνει τον διάλογο για την εξεύρεση ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος ικανού να οδηγήσει τη χώρα στο μέλλον.

Άλλωστε, οι περιπτώσεις του Ισραήλ και της Βουλγαρίας που την τελευταία διετία οδηγούνται σε ατέρμονες εκλογικές αναμετρήσεις χωρίς να επιτυγχάνουν κυβερνητική σταθερότητα, αποτελούν παραδείγματα προς αποφυγή. 

Στις νέες συνθήκες που δημιουργούνται, τόσο από τις διεθνείς όσο και από τις εγχώριες εξελίξεις, το αίτημα για συνεννόηση των βασικών πολιτικών δυνάμεων γίνεται επιτακτικότερο από ποτέ.

Γι΄ αυτό και ο λεγόμενος μεγάλος συνασπισμός, δηλαδή η συγκυβέρνηση ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποκλείεται a priori. Καθώς πλέον οι διαφορές που χωρίζουν τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις δεν είναι -εξαιρουμένων των φιλοδοξιών για την ανάληψη θώκων- τόσο μεγάλες, μοιραία η προοπτική της συνεργασίας τους θα αποτελέσει αντικείμενο συζητήσεων.

Αν οι συζητήσεις αυτές ευοδωθούν, πολλά πράγματα είναι δυνατόν να αλλάξουν προς το καλύτερο. Μπορεί τα ένθεν κακείθεν άκρα να φρυάξουν, πλην όμως σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα θα αποτελέσει πολύ σύντομα μια υπαρκτή πραγματικότητα που θα απογειώσει την ελληνική οικονομία και θα ανακουφίσει την ελληνική κοινωνία η οποία βιώνει ακόμη δυσκολίες που ορθώθηκαν στον δρόμο της εξαιτίας της μνημονιακής επέλασης.

Αν ρωτάτε πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο, προσωπικά δεν τρέφω μεγάλες αυταπάτες. Γι΄ αυτό και η απάντηση που δίνω είναι απλή: από λίγο έως ελάχιστα. Αλλά ποιος μας εμποδίζει να ελπίζουμε και να προσδοκούμε το καλύτερο;

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023

Πόσες φορές ακόμη θα αποδειχθούμε Επιμηθείς;

Δεν νομίζω ότι απαιτούνταν ιδιαίτερες γνώσεις κοινωνικής ψυχολογίας, επικοινωνίας και πολιτικού μάρκετινγκ για να αντιληφθεί κανείς το μέγεθος του σοκ από το οποίο κατελήφθη η μέση ελληνική οικογένεια από την πρώτη στιγμή που έγιναν γνωστές οι συνθήκες οι οποίες οδήγησαν στο φρικιαστικό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Χωρίς να υποτιμώ τη χρησιμότητα των ειδικών, θεωρώ ότι μόνον όποιος προσεγγίσει τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο σκέπτεται, δρα και συμπεριφέρεται η ελληνική κοινωνία μπορούσε να διαγνώσει την συλλογική οδύνη, το βαθύ πένθος και την εκτεταμένη οργή που προκάλεσε στην πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών ο άδικος χαμός τόσων νέων ανθρώπων.

Σε μια περίοδο κατά την οποία στο συλλογικό υποσυνείδητο είχε αρχίσει να δημιουργείται η εντύπωση ότι αφήνουμε σιγά σιγά πίσω μας τις μεγάλες δοκιμασίες της μνημονιακής εποχής, η απροσδόκητη (;) σύγκρουση των δύο αμαξοστοιχιών ήρθε να γκρεμίσει τον μύθο ότι αλλάξαμε σελίδα και αρχίσαμε να γράφουμε τις πρώτες σελίδες της νέας ευρωπαϊκής κανονικότητας που (οι περισσότεροι τουλάχιστον) νοιώθουμε την ανάγκη ότι μας αξίζει να ζήσουμε.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η σημαντικότερη επίπτωση που επέφερε στο συλλογικό γίγνεσθαι το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών ήταν η ανασφάλεια την οποία σκόρπισε σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, σε συνδυασμό με την ταύτιση την οποία ένοιωσαν πολλοί συμπολίτες μας με την απερίγραπτη θλίψη όσων έχασαν τους ανθρώπους τους και είδαν τις ζωές τους να ανατρέπονται από τη μια στιγμή στην άλλη.

Άλλωστε, το τρένο θεωρούνταν, καλώς ή κακώς, μέχρι την αποφράδα 28η Φεβρουαρίου το πιο ασφαλές μεταφορικό μέσο, ακόμη και από όσους δεν το χρησιμοποιούσαν. Πολύ περισσότερο για τους γονείς πολλών νέων παιδιών που έχασαν τη ζωή τους στο αδιανόητο δυστύχημα οι οποίοι τους παρότρυναν να το πάρουν επειδή προεξοφλούσαν ότι θα τους τηλεφωνούσαν να τους πουν ότι έφθασαν ασφαλείς στον προορισμό τους.

Γι΄ αυτό και η απόπειρα να δικαιολογηθούν εκ των υστέρων οι πολύ πρόσφατες διαβεβαιώσεις του αρμόδιου υπουργού περί της ασφάλειας του ελληνικού σιδηροδρομικού δικτύου, που τόσο τραγικά διαψεύστηκαν, όχι μόνον δεν γίνεται ανεκτή, αλλά -δικαιολογημένα μάλλον- εξοργίζει ακόμη περισσότερο την ήδη θυμωμένη κοινή γνώμη.

Έτσι που ήρθαν τα πράγματα και ανεξάρτητα από το μερίδιο ευθύνης που επιμερίζει ο καθένας ανάμεσα στο μοιραίο ανθρώπινο λάθος και στα χρόνια συστημικά προβλήματα, τα οποία αναδείχθηκαν από τη πολυαίμακτη σύγκρουση των συρμών, οι πολίτες απαιτούν ειλικρίνεια και ενσυναίσθηση. Δεν θέλουν μισόλογα και απεχθάνονται την κυνικότητα για την ανομολόγητη παραδοχή περί του μοιραίου και αναπότρεπτου.

Οι κυνικοί ισχυρισμοί, εξάλλου, του τύπου ότι «ξέραμε την αλήθεια, αλλά δεν την λέγαμε, διότι ο κόσμος δεν θα έμπαινε στα τρένα», όχι μόνον δεν καταλαγιάζουν τον φόβο και την αβεβαιότητα για το τι μπορεί να μας επιφυλάσσει το μέλλον, αλλά εκτοξεύει στα ύψη την ανασφάλεια των πολιτών καθώς ο καθένας ευλόγως αναρωτιέται σε πόσους άλλους τομείς ισχύει το ίδιο, οι αρμόδιοι το κρύβουν και απλώς λόγω συγκυριών και καλής… τύχης δεν είχαμε αντίστοιχα αποτελέσματα.

Μπορεί η κυβέρνηση να τρέχει πλέον και να μη… φθάνει στην προσπάθεια να διορθώσει τις πάμπολλες παθογένειες στον τομέα των σιδηροδρομικών μεταφορών (συμβάσεις που δεν υλοποιούνταν, κόντρες εργολάβων, προσωπικό που δεν αξιολογούνταν, υλικά που λεηλατούνταν, κ.ά.), η εύλογη απορία που εκφράζεται από μια μεγάλη μερίδα των πολιτών είναι σε πόσους άλλους τομείς της εγχώριας δημόσιας ζωής τα πράγματα δουλεύουν κατά τον ίδιο τρόπο.

Για να το διατυπώσω πιο παραστατικά με ένα ερώτημα: Πόσες φορές ακόμη θα αποδειχτούμε «Επιμηθείς» και θα χρειαστεί να τρέχουμε εκ των υστέρων για να διορθώσουμε πράγματα και καταστάσεις που όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να αλλάξουν αλλά δεν προχωράμε στην αλλαγή τους επειδή είτε δεν μπορούμε είτε δεν θέλουμε να θίξουμε τα διαπιστωμένα και αρρήτως συνομολογούμενα κακώς κείμενα;

Κάθε φορά που σχετικοποιούνται οι κανόνες και δεν τηρούνται τα πρωτόκολλα ασφαλείας οποιοσδήποτε νοήμων αντιλαμβάνεται ότι αυξάνονται οι πιθανότητες να συμβεί κάτι απρόοπτο, το οποίο υπό κανονικές συνθήκες θα είχε αποφευχθεί. 

Χωρίς διάθεση για κινδυνολογία, θέλω να αναφερθώ σε ένα και μόνο πρόσφατο παράδειγμα, θυμίζοντας τον συναγερμό που ήχησε τον περασμένο μήνα για την ανάγκη να γίνουν έλεγχοι στατικότητας στα δημόσια κτίρια της χώρας μας εξ αφορμής της καταστροφικής σεισμικής δόνησης που έπληξε την Τουρκία και τη Συρία.

Ένα μήνα μετά, υπάρχει κάποιος που πιστεύει ότι έγιναν όσα έπρεπε να γίνουν για να μη θρηνήσουμε θύματα εφόσον συμβεί και στη χώρα μας μια αντίστοιχη δόνηση; Δεν νομίζω. Και γι΄ αυτό το πιθανότερο είναι ότι την επόμενη φορά που θα έχουμε ένα ισχυρό χτύπημα του «Εγκέλαδου» στα δικά μας χώματα θα τρέχουμε ως άλλοι «Επιμηθείς» και οι αρμόδιοι θα επιχειρούν να δικαιολογήσουμε τα αδικαιολόγητα. 

Φυσικά, επί των ερειπίων…

Υ.Γ.: Ο Επιμηθέας ήταν μυθολογικό πρόσωπο, που το όνομά του ταυτίστηκε με εκείνον που βγάζει τα συμπεράσματα μετά το γεγονός (ετυμολογία: επί + μήδομαι = σκέπτομαι μετά).

Παρασκευή 3 Μαρτίου 2023

Στις πόσες παραιτήσεις γινόμαστε κανονική χώρα;

Δικαιολογημένα μάλλον, προκαλεί πολλές συζητήσεις η παραίτηση του υπουργού Υποδομών και Μεταφορών Κώστα Αχ. Καραμανλή λίγες ώρες μετά το φρικτό σιδηροδρομικό δυστύχημα των Τεμπών.

Παρόλο, όμως, που ήταν -κατ΄ εμέ, τουλάχιστον- μια κίνηση απολύτως επιβεβλημένη, με λύπη διαπιστώνει κανείς ότι οι ερμηνείες που της δίνονται ποικίλουν ανάλογα με τα κομματικά «γυαλιά» τα οποία φορούν οι περισσότεροι από όσους τη σχολιάζουν.

Το πιο παράδοξο, μάλιστα, είναι ότι όλοι όσοι τις πρώτες ώρες ζητούσαν μετ΄ επιτάσεως να «πέσουν κεφάλια» και να υποβληθούν άμεσα παραιτήσεις, μόλις το «αίτημά» τους εκπληρώθηκε, άλλαξαν τροπάρι. 

Επειδή μάλλον είχαν προεξοφλήσει ότι θα ίσχυε η γνωστή πεπατημένη, σύμφωνα με την οποία στην Ελλάδα ουδείς παραιτείται, καθώς σχεδόν πάντα… «η κόλαση είναι οι άλλοι», οι πύρινες καταγγελίες κατά των «ανάλγητων» οι οποίοι «παραμένουν στις καρέκλες τους», έδωσαν τη θέση τους σε σχόλια για την υποκριτική στάση που υποκρύπτουν οι παραιτήσεις.

Στην αντίπερα όχθη, ωστόσο, εξίσου παράδοξη ήταν και η συμπεριφορά όλων εκείνων οι οποίοι εξαρχής ήθελαν να περιορίσουν το εύρος των ευθυνών για την πολύνεκρη τραγωδία στο ανθρώπινο λάθος ενός και μόνου ανθρώπου, του σταθμάρχη που δεν γύρισε κατά τον σωστό τρόπο το κλειδί το οποίο θα έβαζε στις κατάλληλες ράγες τους συρμούς των μοιραίων τρένων. 

Οι ίδιοι, λίγο ως πολύ, όταν ο Κώστας Καραμανλής είχε την πρόνοια να λάβει την αυτονόητη απόφαση να ζητήσει από τον πρωθυπουργό να τον απαλλάξει από τα καθήκοντά του, προτού, υπό το βάρος της κατακραυγής της κοινής γνώμης, οδηγηθεί στην υποχρεωτική καρατόμηση που με βεβαιότητα θα ακολουθούσε, άρχισαν να τον επαινούν ως να είχε πράξει κάτι το ηρωικό.

Κακά τα ψέματα, η στάση τόσο της μιας μερίδας των συμπολιτών μας όσο και της άλλης αποτελούν αδιάψευστα κριτήρια για τη μεροληψία και τον φανατισμό που ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας μας προσεγγίζει μεγάλα ζητήματα τα οποία σχετίζονται με τις λειτουργίες των θεσμών της ελληνικής Πολιτείας αλλά και με τα πρόσωπα που είναι επιφορτισμένα με το καθήκον να τους υπηρετούν. 

Αν ο πολιτικός που παρεκτρέπεται είναι «δικός μας» είμαστε απολύτως ανεκτικοί μαζί του. Αν είναι της αντίπαλης παράταξης και υποπέσει στο ίδιο «αμάρτημα», δεν δυσκολευόμαστε να τον κατακεραυνώσουμε. Αντίστοιχα, αν ένας δικαστής βγάζει μια απόφαση, η οποία ευνοεί τις απόψεις και θέσεις μας, σπεύδουμε να τον αποθεώσουμε (σ.σ.: θυμηθείτε το περιλάλητο, πλέον, «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας»). 

Ενώ, όποιος έχει αντίθετη κρίση με όσα εμείς θεωρούμε «καλά και συμφέροντα», δεν έχουμε ιδιαίτερη δυσκολία να υπαινιχθούμε ότι ο λειτουργός της Θέμιδος που εξέδωσε την μη αρεστή απόφαση ήταν υποκινούμενος. 

Είναι, θεωρώ, βέβαιο ότι δεν έχουμε το αξιότερο πολιτικό δυναμικό ανάμεσα στις χώρες που επιλέγουν τους ταγούς με την ανοιχτή δημοκρατική λειτουργία της καθολικής και ισότιμης ψήφου.

Εξίσου βέβαιο πιστεύω πως είναι ότι δεν διαθέτουμε το πιο αξιόπιστο δικαστικό σύστημα στον δυτικό κόσμο που η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη. 

Αν το διαθέταμε, άλλωστε, δεν θα ήταν τόσο εκτεταμένη η ατιμωρησία -και των πολιτικών, γιατί όχι;- που η μεγάλη πλειονότητα των Ελλήνων πολιτών συνομολογεί ότι επικρατεί στη χώρα. 

Παρόλο που πολλοί συμπολίτες μας καλύπτονται πίσω από το βολικό στερεότυπο σύμφωνα με το οποίο «το ψάρι βρωμάει από το κεφάλι», προσωπικά συντάσσομαι με την άποψη που λέει «κάθε λαός έχει την ηγεσία που του αξίζει». 

Από τη στιγμή που οι ηγεσίες προκύπτουν από την ψήφο των πολιτών, οι πολίτες δεν μπορεί να είναι ανεύθυνοι για τις επιλογές τους. Και όσο επιβραβεύουν πρόσωπα τα οποία δεν ασκούν ευόρκως το καθήκον τους ή το ασκούν πλημμελώς, τόσο θα βλέπουν να διαιωνίζονται χρόνιες παθογένειες οι οποίες μπαίνουν κάτω από το χαλί που στρώνεται με προσχηματικές δικαιολογίες για «στραβές που έτυχαν στις βάρδιες τους».

Όπως και να έχει, η παραίτηση Καραμανλή ήταν το ελάχιστο που απαιτείτο να γίνει μετά τη φρικιαστική τραγωδία των Τεμπών. Όχι απλώς και μόνον για να εκτονωθεί η δικαιολογημένη οργή των πολιτών που δεν φορούν κομματικές παρωπίδες. Αλλά κυρίως για να εκπεμφθεί προς κάθε κατεύθυνση το μήνυμα ότι όποιος δεν κάνει σωστά τη δουλειά του θα υφίσταται συνέπειες. 

Μπορεί ο παραιτηθείς υπουργός να μην ήταν ο μόνος υπαίτιος για το απερίγραπτο χάλι στο οποίο δεκαετίες έχουν καταδικαστεί οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι, αλλά ήταν σίγουρα ένας από τους υπαιτίους. Και γι΄ αυτό δεν μπορούσε να παραμείνει ούτε στιγμή παραπάνω στον θώκο του.

Αρκεί, άραγε, η παραίτησή του για να πούμε ότι η Ελλάδα μετετράπη αίφνης σε μια κανονική χώρα; Μια χώρα στην οποία όλοι όσοι έχουν ταχθεί να υπηρετούν το δημόσιο συμφέρον (πολιτικοί ταγοί, δικαστικοί λειτουργοί, στελέχη και υπάλληλοι της Δημόσιας Διοίκησης) λογοδοτούν, αξιολογούνται και ενίοτε παραιτούνται; Προφανώς όχι. Η αρχή όμως έγινε και ο επόμενος, που δεν θα κάνει καλά τη δουλειά του, θα ξέρει ότι ο πήχης της ευθύνης έχει μπει κάπως ψηλότερα.

Με άλλα λόγια, θα χρειαστούν πολλές ακόμη παραιτήσεις για να αλλάξουν κατεστημένες νοοτροπίες δεκαετιών. Ας ελπίσουμε ότι οι αλλαγές αυτές θα επέλθουν με λιγότερο επώδυνο τρόπο για την κοινωνία μας από αυτόν που οδήγησε στην παραίτηση του υπουργού Μεταφορών. 

Οι επόμενοι ας παραιτηθούν χωρίς να μεσολαβήσει -ποτέ ξανά!- μια τέτοια ανείπωτη τραγωδία.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2023

Το ανεξόφλητο χρέος του Κώστα Καραμανλή στην Ιστορία

Ήμουν κοινοβουλευτικός συντάκτης όταν ο Κώστας Καραμανλής έγινε, το 1997, αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας, αξίωμα στο οποίο παρέμεινε δώδεκα χρόνια και είναι ο μακροβιότερος από τους εννέα που το ανέλαβαν.

Εκείνος ήταν ήδη οκτώ χρόνια βουλευτής και επειδή δεν θυμόμουν να τον είχα δει όλα αυτά τα χρόνια στο βήμα του Κοινοβουλίου ανέτρεξα στο αρχείο με τα Πρακτικά της Εθνικής Αντιπροσωπείας για να αναζητήσω τα χαρίσματα του 42χρονου τότε πολιτικού άνδρα που τον είχαν οδηγήσει στην πανηγυρική εκλογή του σε θέση υποψηφίου πρωθυπουργού.

Τα αποτελέσματα της αναζήτησής μου υπήρξαν πιο εντυπωσιακά από όσα και ο ίδιος περίμενα να είναι. Η συνδρομή του στο κοινοβουλευτικό έργο ήταν από ελάχιστη έως μηδαμινή, αφού περιοριζόταν στη συνυπογραφή, μαζί με άλλους συναδέλφους του, πολύ λίγων ερωτήσεων και επερωτήσεων, ενώ ακόμη λιγότερες ήταν οι παρεμβάσεις του στις συζητήσεις που μετριόνταν στα δάχτυλα του ενός χεριού.

Σε μια μάλιστα εξ αυτών είχε δεχθεί τα σφοδρότατα πυρά του τότε υπουργού Εξωτερικών Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος αφού τον έψεξε για το «στρογγυλεμένο» λόγο που είχε εκφράσει, είχε -πολύ προφητικά- αποδώσει τη στάση του στο γεγονός ότι, λόγω οικογενειακού ονόματος, ήταν προορισμένος να γίνει αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας.

Η… στωικότητα με την οποία αντιμετώπισε ο Κώστας Καραμανλής την επιθετικότητα του «φασαριόζου» πολιτικού της αντίπαλης παράταξης ήταν το χαρακτηριστικό που σημάδεψε και ολόκληρο τη μετέπειτα πορεία του. 

Διότι, κακά τα ψέματα, αν κάτι χαρακτήρισε και τις τρεις φάσεις της πολιτικής διαδρομής του -δηλαδή πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την αποχώρησή του από την πρωθυπουργία- ήταν η διαρκής προσπάθεια του να αποφύγει τις συγκρούσεις.

Επειδή, όμως, πολιτική χωρίς συγκρούσεις δεν υπάρχει, ο μόνος τρόπος με τον οποίο μπορεί να ερμηνεύσει κανείς την παράδοξη συμπεριφορά του πρώην πρωθυπουργού είναι η ψυχαναλυτική προσέγγιση της στάσης του.

Δεν υπάρχει, άλλωστε, όχι μόνον στα εγχώρια αλλά και στα παγκόσμια χρονικά, αντίστοιχη περίπτωση πολιτικού άνδρα που να κυβέρνησε για πεντέμισι συναπτά έτη μια χώρα και αμέσως μετά να βυθίστηκε στην απόλυτη σιωπή αποφεύγοντας να κάνει απολογισμό των πράξεων και των παραλείψεών του, αλλά και να αντιδράσει στα πολλά αποδοκιμαστικά και στα λιγότερα επιδοκιμαστικά σχόλια που έγιναν για την περίοδο της διακυβέρνησής του.

Ρόλο αντίστοιχο με εκείνον του Κιγκινάτου, του Ρωμαίου στρατιωτικού και πολιτικού, ο οποίος αφού έκανε το καθήκον του στην πατρίδα του, στη συνέχεια αποτραβήχτηκε από τα κοινά, διεκδίκησε, εν πολλοίς, και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ο πρεσβύτερος.

Με τη διαφορά, όμως, από τον ομώνυμο ανηψιό του, ότι εκείνος φρόντισε για την υστεροφημία του. Και το έκανε τόσο με τις σχετικά συχνότερες παρεμβάσεις που έκανε στα πολιτικά πράγματα κάθε φορά που χρειάστηκε, αλλά και με τα εκτενή Αρχεία του τα οποία δημοσιεύτηκαν και δίνουν τη δική του εκδοχή των πραγμάτων για τα περισσότερα από τα γεγονότα στα οποία πρωταγωνίστησε.

Αντιθέτως, ο νεότερος Καραμανλής, αν και υπήρξε από τους πλέον ευνοημένους πολιτικούς της νεότερης Ιστορίας, αποτραβήχτηκε από την πολιτική ζωή -κατά μια εκδοχή το 2009 που, χάνοντας τις εκλογές, παρέδωσε και την ηγεσία της ΝΔ, και κατά μία άλλη αυτές τις μέρες που δήλωσε ότι δεν θα διεκδικήσει την επανεκλογή του στην επόμενη Βουλή- αφήνοντας πίσω του πολλούς ανοιχτούς λογαριασμούς.

Όποια άποψη και αν έχει κανείς για το ισοζύγιο -θετικό ή αρνητικό- της προσφοράς του πρώην πρωθυπουργού στον τόπο, δύσκολα μπορεί να αρνηθεί ότι τον βαραίνει το ιστορικό χρέος να πει κάποια στιγμή τη δική του εκδοχή των πραγμάτων στα οποία διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο.

Δεν είναι, για παράδειγμα, διόλου λογικό να μείνουν εσαεί αναπάντητες οι αιτιάσεις που δέχεται για τη συμβολή της διακυβέρνησής του στη χρεωκοπία της χώρας. Ούτε μπορεί να γίνονται από τον ίδιο ανεκτοί για πάντα οι έπαινοι που του επιφυλάσσουν οι κάθε είδους συνωμοσιολόγοι που στην πλειονότητά τους αντιστρατεύονται τις αρχές και τις ιδέες της παράταξη που τον ανέδειξε στα ύπατα αξιώματα.

Παρότι τις περισσότερες φορές δεν απέφυγε τους βερμπαλιστικούς πειρασμούς στηλιτεύοντας γενικώς και αορίστως καταστάσεις και παθογένειες που δεν είχε διάθεση να καταπολεμήσει, όπως οι περίφημες αναφορές στους λεγόμενους «νταβατζήδες», τους οποίους, εν τέλει, κάθε άλλο παρά έθιξε, το πιθανότερο είναι ότι η Ιστορία θα αναγνωρίσει στον Κώστα Καραμανλή καλές προθέσεις.

Ταυτόχρονα, όμως, θα του καταλογίσει σοβαρότατη αδυναμία να εκπληρώσει όσα κατά καιρούς επαγγέλλονταν. Από το σύνθημα «σεμνά και ταπεινά» το οποίο από μια πλειάδα συνεργατών του μεταφράστηκε στην πράξη σε μια άμετρη επίδειξη αλαζονείας, έως την άσκηση των καθηκόντων του με όρους μερικής απασχόλησης και την ανάθεση της ουσιαστικής διακυβέρνησης σε συνεργάτες του που δεν διέθεταν τα κατάλληλα προσόντα.

Εν κατακλείδι, ο Κώστας Καραμανλής, εφόσον επιζητεί δίκαιη κρίση από την Ιστορία, οφείλει τώρα που αποσύρθηκε, έστω μόνον από τα κοινοβουλευτικά καθήκοντά του, όπως σπεύδουν να επισημάνουν οι εκτός ΝΔ υπερασπιστές του, να βρει τα κατάλληλα εργαλεία για να απαντήσει στα μεγάλα ερωτήματα που συνοδεύουν τη διαδρομή του. 

Εντελώς ενδεικτικά νομίζω ότι ο ιστορικός του μέλλοντος για να τον κρίνει ακριβοδίκαια θα χρειαστεί να ακούσει τις απαντήσεις του σε ερωτήματα, όπως:

*Γιατί μπήκε στην πολιτική αφού δεν ήταν έτοιμος να παίξει το παιχνίδι με τους όρους που αυτό είθισται να παίζεται;

*Πόσο μετάνιωσε για τις επιλογές των συνεργατών που έκανε τις περιόδους που ήταν αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας και κατόπιν πρωθυπουργός, δημιουργώντας συχνά την εντύπωση ότι όλα λειτουργούσαν στον «αυτόματο πιλότο»;

*Γιατί άφησε άλλους να μιλούν για εκείνον και κυρίως γιατί ανέχτηκε την προβοκατόρικη εκμετάλλευση της σιωπής του στα χρόνια της διακυβέρνησης από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ οι οποίοι τον εμφάνιζαν να τους στηρίζει;

Παρόλο που έχω την αίσθηση ότι αν μου δινόταν η ευκαιρία θα ήταν πολύ μακρύς ο κατάλογος με τις ερωτήσεις που θα είχα να υποβάλλω στον Κώστα Καραμανλή, ο οποίος σε προσωπικό επίπεδο μού είναι συμπαθής, ακόμη και σε αυτά τα τρία ερωτήματα αν κάποια στιγμή αποφάσιζε να απαντήσει νομίζω ότι το αποτέλεσμα θα ήταν θετικό και για τον ίδιο προσωπικά και για την Πολιτική.

Τι λέτε; Θα το κάνει; Προσωπικά αμφιβάλλω αλλά δεν παύω να ελπίζω ότι είναι πιθανό να συμβεί. Κυρίως διότι πιστεύω στην βαθιά ψυχαναλυτική ανάγκη την οποία οι περισσότεροι άνθρωποι έχουμε.