Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 2 Ιουνίου 2023

Οι εκλογές και το Διαδίκτυο ή όταν «το μέσο (δεν) είναι το μήνυμα»

Δύο επώνυμα στελέχη της -τέως και μελλοντικής κατά πάσα βεβαιότητα- κυβερνητικής παράταξης, ήταν μεταξύ εκείνων που έγιναν τις προηγούμενες ημέρες οι καλύτεροι διαφημιστές του κόμματος της Ζωής Κωνσταντοπούλου, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, έχει στις νεότερες ηλικίες υπερδιπλάσια απήχηση από εκείνη που καταγράφει στο συνολικό εκλογικό σώμα.

Ως άλλοι… αστυνόμοι Σαΐνηδες οι δύο γαλάζιοι βουλευτές έσπευσαν να καταγγείλουν μέσα από τους λογαριασμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ότι το site της Πλεύσης Ελευθερίας, ανάμεσα στους εθελοντές που αναζητούνταν για να βοηθήσουν το κόμμα της πρώην προέδρου της Βουλής, περιλαμβανόταν και η ειδική κατηγορία «ληστής τραπεζών». Για να γίνουν μάλιστα περισσότερο πιστευτοί διευκρίνιζαν: «προσοχή δεν είναι τρολιά».

Έλα, όμως, που, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, ήταν όντως μια τρολιά, η οποία λειτούργησε ως μια αριστοτεχνική παγίδα στην οποία έπεσαν μέσα πολλοί και ανάμεσά του τα συγκεκριμένα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, τα οποία, επειδή θεώρησαν τους εαυτούς τους ειδήμονες στο Διαδίκτυο, ανέλαβαν άκοντες το έργο της διαφήμισης του διαδικτυακού ιστότοπου του κόμματος της Ζωής Κωνσταντόπουλου.

Η πρώην πρόεδρος της Βουλής θα έπρεπε να δαπανήσει πολλά χρήματα για να πετύχει το ίδιο διαφημιστικό αποτέλεσμα για να μπει τόσος κόσμος στο κομματικό της site. Η δε κίνησή της αυτή ίσως αποδειχθεί πιο αποδοτική και από την εξίσου εντυπωσιακή πρωτοβουλία της να δημοσιοποιήσει τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου της για να μπορεί να επικοινωνήσει μαζί της όποιος ψηφοφόρος το επιθυμεί.

Παρατηρώντας κανείς μακροσκοπικά αυτή καθεαυτή τη συγκεκριμένη ιστορία αλλά και την ευρύτερη επήρεια που φαίνεται να είχαν οι διαδικτυακές καμπάνιες κομμάτων και υποψηφίων στα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, έχω την αίσθηση ότι εύκολα συνάγεται το συμπέρασμα ότι η χρήση του Διαδικτύου είναι μεν μια αναγκαία συνθήκη για τον προεκλογικό αγώνα, πλην, όμως, δεν είναι διόλου ικανή για να αλλάξει άρδην τα δεδομένα.

Με άλλα λόγια, είναι πασιφανές και από την έκβαση που είχε η αναμέτρηση της 21ης Μαΐου ότι οι εκλογές δεν κερδίζονται οι εκλογές στο Διαδίκτυο. Ή, ίσως για να ακριβολογούμε, δεν κερδίζονται μόνον στο Διαδίκτυο. Δεν είναι, άλλωστε, διόλου τυχαία η ψυχρολουσία την οποία υπέστησαν οι υποστηρικτές του ΣΥΡΙΖΑ στο Διαδίκτυο όταν το βράδυ των πρόσφατης εκλογικής αναμέτρησης είδαν τον φαντασιακό κόσμο τους να έρχεται ανάποδα και αισθάνθηκαν σαν να τους πέφτει ο ουρανός στο κεφάλι.

Επί μήνες και χρόνια είχαν επενδύσει σε μια εικονική πραγματικότητα η οποία σχηματιζόταν μέσα από τα «μου αρέσει» και τις «καρδούλες» που συγκέντρωσαν οι αναρτήσεις τις οποίες έκαναν στο Facebook και στο Twitter και, κατά βάση, απευθύνονταν σε ένα πολύ περιορισμένο μικρόκοσμο το οποίο δεν είχε σχέση με την κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφωνόταν. Το δικό τους σύμπαν ήταν πλήρως αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο.

Έκαναν υποτιθέμενες «δημοσκοπήσεις» μεταξύ τους οι οποίοι έβγαζαν… σταλινικά ποσοστά υπέρ των απόψεων τους. Το επετύγχαναν χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, αφού νωρίτερα είχαν μπλοκάρει και αποκλείσει από την ψηφοφορία οποιονδήποτε είχε διαφορετική άποψη από τη δική τους. Και παρ’ όλ΄ αυτά αναρωτιόνταν αν υπήρχαν ψηφοφόροι οι οποίοι το 2019 είχαν επιλέξει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και στις 21 Μαΐου θα άλλαζαν την ψήφο τους. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν πάρα πολλοί αλλά οι ίδιοι αδυνατούσαν να τους εντοπίσουν επειδή αρέσκονταν να διαβάζουν τις προβλέψεις του Ευάγγελου Αντώναρου.

Η περίπτωση της προσωρινής απόφασης του Αλέξη Τσίπρα να θέσει στο περιθώριο τον βουλευτή Χανίων Παύλο Πολάκη είναι ίσως ενδεικτική της διαστρέβλωσης της πραγματικότητας που μπορεί να προκαλέσει η άκριτη προσήλωση στις τάσεις του Διαδικτύου. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναίρεσε την ειλημμένη απόφασή του να θέσει εκ ποδών τον «αψύ Σφακιανό» επειδή πείστηκε ότι οι αντιδράσεις που εκφράστηκαν μέσω του Διαδικτύου ήταν αντιπροσωπευτικές της βούλησης της κοινωνίας.

Η αλήθεια, όμως, που αναδείχθηκε μέσα από την κάλπη, είναι ότι ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Υγείας, ο οποίος αποτέλεσε εμβληματική προσωπικότητα της αντιπολιτευτικής τακτικής του ΣΥΡΙΖΑ, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από έναν θορυβοποιό που συσπείρωνε μεν γύρω από το πρόσωπό του τον σκληρό πυρήνα των φανατικών της παράταξης του, την ίδια ώρα, όμως, απωθούσε πολύ περισσότερους.

Μια ματιά στο αποτέλεσμα των Χανίων αρκεί να πείσει και τον πλέον δύσπιστο: η Νέα Δημοκρατία σε αυτή την περιφέρεια κέρδισε επτά μονάδες περισσότερες από το 2019 (από το 34,05% ανέβηκε στο πρωτοφανές στα χρονικά ποσοστό του 41,16%), ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε δεκαεπτά ολόκληρες μονάδες (από το 37,35% υποχώρησε στο 20,64%) που πρέπει να είναι η μεγαλύτερη ζημιά που υπέστη σε όλη την Επικράτεια. Τι και αν σταύρωσαν τον κ. Πολάκη 10.950 από τους συνολικά 18.439 Χανιώτες που ψήφισαν τον ΣΥΡΙΖΑ;

Εν κατακλείδι, λοιπόν, μπορεί αρκετοί να έχουν παγιδευτεί στην περιώνυμη φράση του θεωρούμενου ως «γκουρού» της επικοινωνίας καθηγητή Μακ Λούαν σύμφωνα με την οποία «το μέσο είναι το μήνυμα», η πραγματική ζωή αποδεικνύει με κάθε ευκαιρία ότι, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο όποιο μέσο -παραδοσιακό ή σύγχρονο- και αν χρησιμοποιεί κανείς, η κενότητα δεν γεφυρώνεται και ούτε καλύπτεται.

Παρασκευή 26 Μαΐου 2023

Πόσο «χαρισματικός» είναι αλήθεια ο Αλέξης Τσίπρας;

Η εικόνα του 77χρονου Στέφανου Τζουμάκα να σηκώνεται όρθιος το βράδυ της περασμένης Κυριακής στο τηλεοπτικό πλατό για να επιβάλει με έκδηλο θυμό σιωπή στον εκπρόσωπο Τύπου του ΠΑΣΟΚ Δημήτρη Μάντζο, χρησιμοποιώντας σε άψογη αρτινή προφορά τη γαλλική κραυγή «Σιλάνς!», ήταν ένα στιγμιότυπο που νομίζω ότι μπορεί να ερμηνεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου καλύτερα από όλες τις εισηγήσεις που ζήτησε ο Αλέξης Τσίπρας να καταθέσουν τα πενθούντα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ.

Για όσους ίσως δεν το γνωρίζουν ο κ. Τζουμάκας, ο οποίος εξελέγη βουλευτής Επικρατείας του ΠΑΣΟΚ το… μακρινό 1977, δηλαδή πέντε ολόκληρα χρόνια προτού να γεννηθεί ο κ. Μάντζος που εκλέγεται τώρα για πρώτη φορά στο ίδιο αξίωμα, ορίστηκε τον περασμένο Νοέμβριο επικεφαλής σε Επιτροπή που συγκρότησε ο Αλέξης Τσίπρας για την Πολιτική Στρατηγική και Ανάλυση.

Ανέτρεξα στο Διαδίκτυο για να βρω το έργο της συγκεκριμένης Επιτροπής, για την οποία ομολογώ ότι δεν είχα ακούσει το παραμικρό όλους τους προηγούμενους μήνες, πλην, όμως, εις μάτην. Με εξαίρεση τα διθυραμβικά δημοσιεύματα της περιόδου που διορίστηκε η Επιτροπή, τα οποία έγραφαν για την κίνηση ματ που έκανε ο κ. Τσίπρας με την «αξιοποίηση» του παλαιότατου στελέχους του ΠΑΣΟΚ, δεν βρήκα το παραμικρό.

Θα μπορούσε, βεβαίως, να αντιτείνει κάποιος ότι η πολιτική στρατηγική που κατέστρωσε και οι αναλύσεις που έκανε η «Επιτροπή Τζουμάκα» υπήρξε έργο αθόρυβο. Και ίσως γι΄ αυτό ο εξ Άρτης ορμώμενος παμπάλαιος πολιτικός εξεμάνη όταν ο κατά πολύ νεώτερος του και απόλυτα ευπρεπής κ. Μάντζος αμφισβήτησε τα αισθήματα… ματαίωσης που δήλωσε ότι αισθάνεται ο όψιμος ΣΥΡΙΖΑίος κ. Τζουμάκας, όπως και τον αφορισμό του τελευταίου ότι -τι ειρωνεία αλήθεια!- «το ΠΑΣΟΚ κατέστρεψε τη χώρα»...

Αν, πάντως, ήταν αυτού του επιπέδου η «Τζουμάκειος» στρατηγική πολιτική ανάλυση, ενδεχομένως έτσι εξηγούνται και πολλά άλλα στιγμιότυπα των οποίων γίναμε μάρτυρες σε αυτή την προεκλογική περίοδο. Θέλω να σταθώ μόνον σε ένα από αυτά που νομίζω ότι αποτελεί την ερμηνευτική επιτομή της εκλογικής κατάρρευσης την οποία υπέστη το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα:

Σε ένα από τα προεκλογικά τηλεοπτικά τραπέζια στα οποία μετείχε η -επίσης νεόκοπη στη Κουμουνδούρου- εκπρόσωπος Τύπου Πόπη Τσαπανίδου άρπαξε από τα χέρια του εκπροσώπου της κυβέρνησης Άκη Σκέρτσου το έγγραφο που εκείνος επικαλείτο για να υποστηρίξει ότι το κόστος του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ ξεπερνούσε τα 80 δισ. ευρώ σε τετραετή ορίζοντα. Το μέλημα, ωστόσο, της κ. Τσαπανίδου ήταν να αποδείξει ότι δεν είχε σφραγίδες του Γενικού Λογιστηρίου, από το οποίο είχε υποστηρίξει ο κ. Σκέρτσος ότι άντλησε τα στοιχεία για το κόστος.

Η ίδια, η εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά προφανώς και κανείς άλλος από το κόμμα της σε ολόκληρη την προεκλογική περίοδο, δεν αισθάνθηκε την ανάγκη να αμφισβητήσει μέτρο – μέτρο την ουσία των ισχυρισμών της κυβέρνησης. Κατά το παρελθόν, η αντίκρουσή τους περιοριζόταν στη στερεότυπη κορωνίδα του λαϊκισμού τους ότι «πάνω από τους αριθμούς είναι οι άνθρωποι». Στην πορεία προς την τελευταία εκλογική αναμέτρηση δεν επικαλούνταν ούτε καν αυτό. Ενδεχομένως, με τη συμβολή και των… αναλύσεων του κ. Τζουμάκα, να ήταν τόσο βέβαιοι για τη νίκη τους ώστε να απαξιούν να καταφύγουν ακόμη και σε μια τέτοια επιχειρηματολογία.

Έτσι ίσως εξηγείται και το γεγονός ότι ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ το βράδυ της Κυριακής, έχοντας υποστεί το σοκ της πρωτοφανούς και αναπάντεχης κατάρρευσης των εκλογικών του επιδόσεων, φέρεται να εγκάλεσε τους συνεργάτες του επειδή δεν τον είχαν προϊδεάσει για το οδυνηρό αποτέλεσμα που του επεφύλαξαν οι κάλπες. Από την άλλη, ωστόσο, η συγκεκριμένη αντίδραση αποτέλεσε την απόλυτη επιβεβαίωση του πραγματικού πολιτικού διαμετρήματος του κ. Τσίπρα.

Με την ίδια ευκολία με την οποία οι συγκυρίες της μνημονιακής χρεοκοπίας τον ανέβασαν στο ζενίθ της δόξας του, κάνοντας αρκετούς να μιλούν για έναν «χαρισματικό» πολιτικό, η επιστροφή της Ελλάδας στην κανονικότητα τον προσγείωσε στο ναδίρ, δίνοντας την αφορμή σε πολλούς να διαπιστώνουν την προϊούσα απομάγευση της ελληνικής κοινωνίας από το περίτεχνα φιλοτεχνημένο προφίλ του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Για όποιους, εξάλλου, όλα τα τελευταία χρόνια δεν έτρεφαν αυταπάτες, το αποτέλεσμα της περασμένης Κυριακής δεν υπήρξε κεραυνός εν αιθρία. Ήταν αναπόδραστο ότι κάποια στιγμή θα έσπαγε η φούσκα του… άχαστου ηγέτη που δεν δίσταζε μπροστά σε τίποτε και ήταν διατεθειμένος να κάνει τα πάντα. 

Πολεμούσε, υποτίθεται, τη Δεξιά, αλλά δεν είχε πρόβλημα να ξεπλένει τις αμαρτίες και τις ευθύνες των κατ΄ εξοχήν ανθρώπων της που επιτάχυναν την χρεοκοπία. Αποδομούσε, τάχατες, το μνημονιακό ΠΑΣΟΚ αλλά χορηγούσε συγχωροχάρτι και στους πλέον σκληρούς υβριστές του, αρκεί να ήταν έτοιμοι να μεταμορφωθούν σε θαυμαστές του.

Ήταν για γέλια και για κλάματα, η σύνθεση με τις πρώτες σειρές των καθισμάτων της τελευταίας συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ που συνήλθε την Πέμπτη για να αποτιμήσει τα αίτια της εκλογικής ήττας. 

Μπορεί να μην ικανοποιήθηκε ο -ΣΥΡΙΖΑίος τελευταίας εσοδείας- Ευάγγελος Αντώναρος από την θερμότητα του χειροκροτήματος με την οποία έγινε δεκτός ο ηγεμόνας, αλλά η αλήθεια είναι ότι οι περισσότεροι που βρέθηκαν μπροστά μπροστά ήταν παλαιοί επικριτές του, αν όχι και υβριστές του: από τον Χατζησωκράτη της ΔΗΜΑΡ και τον Κόκκαλη των ΑΝΕΛ έως τα πρωτοπαλίκαρα του ΓΑΠ Γιάννη Ραγκούση και Συμεών Κεδίκογλου. 

Αρκεί ίσως μόνον να επισημάνουμε ότι ο τελευταίος είχε προφητεύσει ότι «θα έρθει η ώρα που ο κ. Τσίπρας δεν θα μπορεί να διαχειριστεί την αθλιότητα που δημιούργησε».

Αν κρίνουμε από τις τελευταίες δημόσιες παρουσίες του, το πιθανότερο είναι ότι, με την υποστήριξη και όσων η ύπαρξή τους εξαρτάται απολύτως από τη δική του παραμονή στο πολιτικό γίγνεσθαι, δεν θα απαλλαγούμε από τον κ. Τσίπρα ούτε μετά τη νέα ήττα που όλα δείχνουν ότι τον περιμένει στις 25 Ιουνίου. 

Ακόμη και έτσι, όμως, ο πρωθυπουργός που παρέδωσε για 99 χρόνια ολόκληρη την περιουσία της χώρας στους δανειστές της, ο πολιτικός αρχηγός που έκανε υπουργό τον Πάνο Καμμένο, υφυπουργούς τον Χαϊκάλη και τον Ζουράρι και βουλευτή τη Ραχήλ Μακρή, ο διώκτης στα λόγια της Ακροδεξιάς που δεν εύρισκε αίθουσα για τη δίκη της Χρυσής Αυγής και ψάρευε ψήφους στα θολά νερά των οπαδών του Κασιδιάρη, ο αποτυχημένος μίμος ασύγκριτων προσωπικοτήτων του παρελθόντος, θα πάψει οριστικά να θεωρείται «χαρισματικός».

Ο καιρός γαρ εγγύς!

Δευτέρα 22 Μαΐου 2023

Τέλος εποχής (;) για τη… μνημονιακή παράνοια

Είτε το δει κάποιος ως θρίαμβο του Κυριάκου Μητσοτάκη, είτε το προσεγγίσει ως βατερλώ του ΣΥΡΙΖΑ, το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα συνιστά χωρίς υπερβολή έναν ιστορικών διαστάσεων πολιτικό σεισμό, που όμοιός του δεν έχει καταγραφεί στα κοινοβουλευτικά χρονικά του τόπου μας. Και που, κατά πάσα πιθανότητα, συνιστά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής, της εποχής της μνημονιακής παράνοιας.

Είναι, άλλωστε, χωρίς προηγούμενο, τουλάχιστον στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, η διπλή παραδοξότητα αυτής της εκλογικής αναμέτρησης που συνθέτουν από τη μια η εντυπωσιακή ενίσχυση της εκλογικής απήχησης του κόμματος που ασκούσε επί μια τετραετία -και τι τετραετία!- την εξουσία και από την άλλη η ραγδαία φθορά την οποία υπέστη το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Παρά ταύτα και χωρίς τη διάθεση διεκδίκησης ρόλου μετά Χριστόν προφήτη, πρέπει να ομολογήσω ότι δεν πέσαμε από τα σύννεφα όλοι όσοι ήμασταν αποδέκτες των δημοσκοπικών ευρημάτων.

Οι προσεισμικές δονήσεις που προοιωνίζονταν τον επερχόμενο μεγάλο σεισμό ήταν παραπάνω από αισθητές για όποιον δεν μετέτρεπε την επιθυμία του σε πραγματικότητα, δεν είχε αυταπάτες και δεν είχε καταληφθεί από ψευδαισθήσεις, όπως αυτές που πλήρωσε πανάκριβα η χώρα μας μετά τις πρώτες εκλογές του 2015 και πριν από την κωλοτούμπα που ακολούθησε το επόμενο καλοκαίρι.

«Αν επιβεβαιωθούν από την κάλπη αυτά που βλέπουμε στις έρευνες, πίστεψέ με ότι το βράδυ της 21ης Μαΐου όλοι οι Έλληνες θα τρίβουν τα μάτια τους, βλέποντας το κοινό exit poll που θα δώσουν όλες μαζί οι δημοσκοπικές εταιρίες», έλεγε στον γράφοντα την πρώτη βδομάδα μετά την επίσημη προκήρυξη των εκλογών ο βασικός εκλογικός αναλυτής της κυβερνητικής παράταξης.

Ο συνομιλητής μου συνόδευσε αυτή την άκρως προφητική, όπως περίτρανα αποδείχθηκε κατά τη χθεσινή εκλογική διαδικασία, εκτίμηση με την απορία του για τις ακραίες επιθέσεις που είχε εξαπολύσει εκείνες τις μέρες η Κουμουνδούρου εναντίον των εταιριών που έκαναν μετρήσεις. 

«Η πιάτσα είναι πολύ μικρή και ξέρουμε ότι και ο Τσίπρας παίρνει τα ίδια ακριβώς στοιχεία τα οποία παίρνουμε κι εμείς», παρατηρούσε. «Επειδή αποκλείω να του τα κρύβουν οι συνεργάτες του, αναρωτιέμαι ειλικρινά τον λόγο για τον οποίο συμπεριφέρεται σαν να μην υπάρχουν…», συμπλήρωνε.

Το γεγονός ότι ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ και ο στενός πυρήνας των συνεργατών του στην Κουμουνδούρου ήταν ενήμεροι για τα δημοσκοπικά ευρήματα επιβεβαίωναν το ίδιο διάστημα σε κατ΄ ιδίαν συνομιλίες τους οι περισσότεροι από τους υπεύθυνους των εταιριών ερευνών. Οι ίδιοι, μάλιστα, παραδέχονταν ότι είχαν διαμηνύσει στην ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι «εύρισκαν τον ΣΥΡΙΖΑ κοντά στο 20%».

Επειδή, όμως, φοβούνταν ότι θα αυξανόταν το ούτως ή άλλως ασύλληπτο «μπούλινγκ» το οποίο δέχονταν -και με καταγγελίες περί διαπλοκής με την κυβέρνηση- όσοι έδειχναν ότι η ψαλίδα της διαφοράς με τη ΝΔ διαρκώς άνοιγε, για να φυλάξουν τα νώτα τους, έδιναν στον ΣΥΡΙΖΑ μεγαλύτερα ποσοστά από αυτά που είχε το δείγμα τους. 

Στην Κουμουνδούρου, μάλιστα, είχαν επίγνωση αυτού του γεγονότος, αλλά αντί να κάνουν κάτι για να διορθώσουν τη λάθος πορεία που είχαν χαράξει, καλούσαν τις εταιρίες να δώσουν στη δημοσιότητα τα πρωτογενή ευρήματά τους, δηλαδή χωρίς τις σταθμίσεις με τις οποίες ουσιαστικά η δύναμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης εμφανιζόταν να είναι μεγαλύτερη από την πραγματική που διαπίστωναν οι έρευνες.

Εκ του αποτελέσματος, λοιπόν, θα μπορούσε να πει κανείς ότι οι προβλέψεις των δημοσκόπων έπεσαν εντελώς έξω σε αυτές τις εκλογές. Και αυτό, κακά τα ψέματα, αποτελεί αναμφισβήτητα μια μεγάλη αλήθεια που δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους. 

Μέχρι την τελευταία στιγμή έδιναν το προβάδισμα της ΝΔ να κυμαίνεται από τις 5 έως τις 7 ποσοστιαίες μονάδες και εντέλει η διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ ήταν τριπλάσια, αφού ξεπέρασε τις είκοσι μονάδες. 

Βρήκαν, βεβαίως, σε γενικές γραμμές τη σειρά κατάταξης των κομμάτων, αλλά αυτό δεν είναι παρήγορο και ούτε μπορεί να αποτελέσει «άλλοθι» για το γεγονός ότι υπέκυψαν στον εκβιασμό.

Όπως και να έχει, πάντως, το βασικό ζήτημα το οποίο αναδείχθηκε από τις χθεσινές κάλπες δεν είναι τα φοβικά σύνδρομα των δημοσκόπων. Είναι η στάση και η συμπεριφορά του ΣΥΡΙΖΑ που κατέρρευσαν με τον ίδιο παταγώδη τρόπο με τον οποίο κατέρρευσαν τα εκλογικά του ποσοστά. Θα έλεγε μάλιστα κανείς ότι καθυστέρησε να έρθει αυτή η ώρα. 

Στα ένδεκα χρόνια που παρήλθαν από τη μετεωρική ανέλιξη που εμφάνισε το συγκεκριμένο κόμμα μετά τις εκλογές του 2012, στις οποίες πιστοποιήθηκε η διάλυση του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος, οι άνθρωποι που το στελέχωσαν πορεύτηκαν με πρωτοφανή ερασιτεχνισμό και ασύλληπτη θρασύτητα.

Ενώ υιοθέτησαν τις χειρότερες μορφές του παλαιοκομματισμού, από αποστασίες και ρουσφέτια έως εξαγορές ψήφων, εμφανίζονταν να διαθέτουν το διαβόητο, πλέον, «ηθικό πλεονέκτημα» που οι ίδιοι απένειμαν στους εαυτούς τους. Κουνούσαν το δάκτυλο στους αντιπάλους τους, ενώ οι ίδιοι είχαν ακολουθήσει τις πλέον αντιλαϊκές πολιτικές της περιόδου των Μνημονίων, με αποκορύφωμα το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας μέσω του Υπερταμείου.

Όλα αυτά τα χρόνια παρίσταναν τους δήθεν προοδευτικούς, αλλά δεν είχαν πρόβλημα να κανακεύουν και να συνεργάζονται με τα πλέον συντηρητικά στοιχεία του πολιτικού φάσματος, φθάνοντας μέχρι του σημείου να απορροφήσουν το σύνολο των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου. Παρίσταναν τους πολέμιους των ακροδεξιών, αλλά δεν εύρισκαν αίθουσα για να δικάσουν τους εγκληματίες της Χρυσής Αυγής, αφού θεωρούσαν τις ψήφους τους ευπρόσδεκτες, φθάνοντας μέχρι του σημείου να καλούν ανερυθρίαστα τους οπαδούς του Κασιδιάρη να προτιμήσουν τη δική τους κάλπη.

Έχασαν τις εκλογές του 2019 αλλά δεν διδάχθηκαν τίποτε. Συνέχισαν να πολιτεύονται και ως αξιωματική αντιπολίτευση με τον ίδιο αρνητισμό που είχαν προτού γίνουν κυβέρνηση. Δεν ήθελαν ή ίσως δεν μπορούσαν να αντιληφθούν ότι οι καιροί είχαν αλλάξει. 

Επιδίδονταν -και αυτό ήταν το μόνο τους ταλέντο- σε δολοφονίες χαρακτήρα των πολιτικών τους αντιπάλων και οποιουδήποτε άλλου τους ασκούσε κριτική, που με αναίδεια τον αποκαλούσαν «πετσωμένο».

Το φαινόμενο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε μια ανορθογραφία την οποία μας κληρονόμησαν οι ακραίες μνημονιακές πολιτικές που δοκίμασαν την κοινωνική συνοχή στην Ελλάδα που χρεοκόπησε. 

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που είχε η τετραετία που πέρασε, φάνηκε στη διάρκειά της ότι οι ακραίες μνημονιακές πολιτικές είναι πλέον παρελθόν. 

Παρά τις δυσκολίες της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία, τα εισοδήματα των Ελλήνων αυξήθηκαν και πολλοί συμπατριώτες μας βρήκαν δουλειές. Σίγουρα δεν λύθηκαν τα προβλήματά μας. 

Με την ίδια σιγουριά, όμως, μπορούμε να πούμε ότι τα χθεσινά εκλογικά αποτελέσματα έδειξαν ότι η πλειονότητα των Ελλήνων δεν βολεύεται με την παράνοια την οποία βιώσαμε τα μνημονιακά χρόνια και εκφράστηκε με τις αντιφάσεις, τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο, καλλιέργησαν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ηγεσία του.

Υπό αυτή την έννοια, η κατάρρευση του αφηγήματός τους που αναδείχθηκε μέσα από τις χθεσινές κάλπες συνιστά το τέλος μιας ολόκληρης εποχής και την απαρχή μιας νέας. 

Η οποία, ας ελπίσουμε, ότι θα χαρακτηριστεί από την αλήθεια και την επαναφορά στην κανονικότητα της κοινής λογικής και της στοιχειώδους συνεννόησης. Και γι΄ αυτά που λέμε. Και γι΄αυτά που εννοούμε.

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Οι εκλογές και το «ουκ επ΄ άρτω ζήσεται άνθρωπος….»*

Η πέραν πάσης προσδοκίας επικράτηση του Τούρκου Προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις κάλπες που στήθηκαν στη γείτονα χώρα την περασμένη Κυριακή συνιστά αναμφίβολα μια εξέλιξη που δεν μπορεί να ικανοποιεί οποιονδήποτε πολίτη ο οποίος εμφορείται από ειλικρινή δημοκρατικά αισθήματα. Διότι, σε κάθε περίπτωση, η ήττα ενός αυταρχικού ηγέτη είναι κέρδος για τους όπου γης θιασώτες της Δημοκρατίας.

Ανεξάρτητα, πάντως, αν, από γεωστρατηγική άποψη, η νίκη του Τούρκου Προέδρου είναι υπέρ ή κατά των εθνικών συμφερόντων της δικής μας χώρας -οι απόψεις διίστανται, με αρκετούς να θεωρούν ότι αποβαίνει υπέρ ημών και άλλους να υποστηρίζουν το αντίθετο-, η έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης στη γειτονική χώρα αποτελεί ένα πολυσήμαντο γεγονός που η ανάλυσή του δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση.

Σε αντίθεση, εξάλλου, με τις θετικές επιστήμες, οι κοινωνικές επιστήμες, οι οποίες έχουν στο επίκεντρό τους τον άνθρωπο, δεν επιδέχονται ερμηνείες που βασίζονται είτε στην ερμηνεία την οποία μπορεί να έδωσε ένα πείραμα το οποίο έγινε στο εργαστήριο είτε μια παρατήρηση ενός φαινομένου που συνέβη στο φυσικό περιβάλλον. Ο κανόνας που θέλει και τα δύο αυτά να δίνουν τα ίδια ακριβώς αποτελέσματα όσες φορές και αν επαναληφθούν δεν ισχύει όταν στην εξίσωση μπαίνει ο παράγων ανθρώπινη βούληση ή προσδοκία.

Υπό αυτή την έννοια, τα αναπάντητα ερωτήματα που αναδείχθηκαν από τις κάλπες στη γείτονα είναι πολλά με πρώτο και κύριο το εξής: Γιατί, άραγε, έπεσαν τόσο έξω σχεδόν όλες οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν ότι την πρωτιά στη λαϊκή ψήφο θα αποσπούσε ο αντίπαλος του Τούρκου «Σουλτάνου» που διοικεί με πυγμή τη χώρα του για πάνω από δύο δεκαετίες;

Οι απλοϊκές ερμηνείες του τύπου «οι δημοσκόποι δεν αποτυπώνουν την εικόνα στην κοινωνία, αλλά την διαμορφώνουν», όπως αυτές που ακούμε στη χώρα μας από τους εκάστοτε υποψήφιους χαμένους των εκλογών, δεν βρίσκουν κανένα απολύτως έρεισμα στην προκειμένη περίπτωση. Πολύ περισσότερο που έχω την αίσθηση ότι ουδείς… ζηλεύει την τύχη που μπορεί να περιμένει τους υπευθύνους των τουρκικών εταιριών μέτρησης της κοινής γνώμης μετά τη δραματική διάψευση των προβλέψεων τους.

Το σημαντικότερο, ωστόσο, ερώτημα που χρήζει ευρύτερης ανάλυσης σχετίζεται με αυτή καθεαυτή την εκλογική συμπεριφορά των Τούρκων πολιτών: Πως είναι δυνατόν οι ψηφοφόροι μιας χώρας με τόσο οξείες κοινωνικές ανισότητες να επιβραβεύουν έναν ηγέτη και μια κυβέρνηση που ασκούν την εξουσία σε μια περίοδο που ο επίσημος πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί σε δυσθεώρητα ύψη, το εθνικό νόμισμα είναι υπό κατάρρευση, ενώ η φτώχεια η οποία μαστίζει τον μέσο Τούρκο διευρύνεται;

Είτε μας αρέσει, είτε όχι, εκείνο που περισσότερο από τις δημοσκοπήσεις κατέρρευσε στις κάλπες της γείτονος είναι ο στερεοτυπικός ισχυρισμός σύμφωνα με τον οποίο «οι περισσότεροι άνθρωποι ψηφίζουν με κριτήριο την τσέπη τους», που δεκαετίες τώρα βρίσκει έρεισμα στην περίφημη φράση «είναι η οικονομία ηλίθιε!» που αποδίδεται στον πρώην πρόεδρο των ΗΠΑ Μπιλ Κλίντον. Ακόμη και αν αυτός είναι ο κανόνας που ισχύει στην πλειονότητα των περιπτώσεων, οι εξαιρέσεις δεν είναι λίγες.

Το απέδειξε περίτρανα, η εκ τους αποτελέσματος αποτυχημένη προεκλογική καμπάνια που ακολούθησε ο αντίπαλος του Ερντογάν, Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, εστιάζοντας την εκστρατεία του στην ακρίβεια και συγκεκριμένα στη εκτίναξη της τιμής που κατέγραψε το… κρεμμύδι και είχε ως αποτέλεσμα να μην μπορούν να το προμηθευτούν τα περισσότερα νοικοκυριά. 

Όμως, ούτε το πανάκριβο κρεμμύδι μέτρησε, ούτε -δυστυχώς, δυστυχέστατα- η εκτεταμένη καταπάτηση των δημοκρατικών ελευθεριών του τουρκικού λαού και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των αντιπάλων της καθεστωτικού τύπου αυταρχικής τουρκικής κυβέρνησης.

Καλώς ή κακώς, η περίπτωση της Τουρκίας κατέδειξε ότι η εκλογική συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι ψηφοφόροι ανά την υφήλιο δεν υπακούουν πάντα σε προκαθορισμένα ορθολογικά κριτήρια που σχετίζονται με το στενό οικονομικό συμφέρον, προσωπικό ή ταξικό, ενός εκάστου. 

Η ρήση του Ευαγγελίου σύμφωνα με την οποία «ουκ επ΄ άρτω ζήσεται άνθρωπος»* νομίζω ότι αποδίδει και μάλλον ερμηνεύει καλύτερα τη στάση την οποία τηρεί μια αξιοπρόσεκτη μερίδα του εκλογικού σώματος, πολύ πέρα από τα τουρκικά σύνορα. Με άλλα λόγια, συχνά οι άνθρωποι ψηφίζουν χωρίς να έχουν σε πρώτο πλάνο αυτό που δείχνει να επιβάλει το στενό οικονομικό τους συμφέρον. 

Από μια πρώτη άποψη, που μένει να επιβεβαιωθεί και στις 28 Μαΐου, που είναι ο δεύτερος γύρος των τουρκικών προεδρικών εκλογών, προκύπτει ότι ο Ερντογάν κέρδισε κατά κράτος τον ευρύ συνασπισμό των αντιπάλων του, ο οποίος στηρίχθηκε αφειδώς και από παράγοντες εκτός της Τουρκίας, επειδή παρουσίασε στους συμπατριώτες του ένα οραματικό αφήγημα που υπερέβαινε τις τιμές του κρεμμυδιού και της φραντζόλας.

Είτε μας αρέσει είτε όχι, ο Τούρκος Πρόεδρος, που δεν είναι τυχαίο ότι επικρατεί στη μια εκλογική αναμέτρηση μετά την άλλη τα τελευταία είκοσι χρόνια, φαίνεται να κέρδισε τους συμπατριώτες του επειδή μίλησε στις καρδιές του για τον «νέο αιώνα της Τουρκίας», κάτι το οποίο, με ό,τι και αν συνεπάγεται για μας που η γεωγραφία μάς… καταδίκασε να ζούμε στην ίδια γειτονιά, δεν μπορεί και δεν πρέπει να μας αφήνει αδιάφορους.

Πηγαίνοντας, λοιπόν, κι εμείς σε λιγότερο από 48 ώρες στις δικές μας κάλπες, ας ψηφίσουμε όχι μόνον για το ψωμί μας, δηλαδή για το στενό οικονομικό μας συμφέρον, αλλά και για όλα τα άλλα που εξασφαλίζουν ένα καλύτερο μέλλον για μας και τα παιδιά μας. Επιλογές έχουμε, ας κάνουμε την καλύτερη. 

 

*Η φράση προέρχεται από τον ευαγγελιστή Ματθαίο, ο οποίος περιγράφει την απάντηση την οποία έδωσε ο πεινασμένος Ιησούς όταν στη διάρκεια πολυήμερης νηστείας που έκανε στην έρημο τον πλησίασε ο διάβολος, προκαλώντας τον, αφού είναι γιος του Θεού, να μετατρέψει τις πέτρες σε ψωμιά. Εκείνος του απάντησε ότι «ο άνθρωπος δεν ζει μόνον με ψωμί αλλά με όλα τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα του Θεού». («…οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ῥήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ»).

Παρασκευή 12 Μαΐου 2023

Οι Τούρκοι με ροζ βίντεο κι εμείς με την… Παναγιά την γκέισα

Μπορεί αρκετοί πολιτικοί να επιμένουν να χρησιμοποιούν τις διόλου πρωτότυπες και απολύτως στερεοτυπικές εκφράσεις ότι «αυτές οι εκλογές είναι οι πιο κρίσιμες της Μεταπολίτευσης», η ατμόσφαιρα, ωστόσο, η οποία επικρατεί στην κοινωνία, μόλις μια εβδομάδα πριν πάμε να ψηφίσουμε, δεν φαίνεται να συνάδει με τόσο βαρύγδουπους χαρακτηρισμούς.

Με εξαίρεση, άλλωστε, τις τοξικές «μάχες του πληκτρολογίου» τις οποίες δίνουν τα ένθεν κακείθεν τρολ του Διαδικτύου, επιχειρώντας να βγάλουν… «από τη μύγα ξύγκι» για να δικαιολογήσουν προφανώς τον λόγο της ύπαρξής τους, η πραγματικότητα που διαμορφώνεται γύρω μας δείχνει ότι οδεύουμε στην πιο ήπια εκλογική αναμέτρηση των τελευταίων δεκαετιών.

Η πλειονότητα των Ελλήνων φαίνεται να τηρεί τις δέουσες αποστάσεις από τη συνήθη οξύτητα η οποία παραδοσιακά συνοδεύει τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στα κόμματα. Αλλά και οι κομματικές ηγεσίες και τα επιτελεία τους δείχνουν επίσης με τη σειρά τους να συνειδητοποιούν ότι οι ψηφοφόροι δεν είναι ευεπίφοροι στην υπερβολή και δεν… τσιμπούν, τουλάχιστον όσο εύκολα τσιμπούσαν παλαιότερα, σε καμπάνιες που προσπαθούν να αποδείξουν ότι «οι εκλογές είναι πόλεμος στον οποίο αναμετρώνται το φως με το σκοτάδι».

Έχω την αίσθηση ότι η τηλεμαχία της περασμένης Τετάρτης με τους έξι πολιτικούς αρχηγούς που βρέθηκαν στα στούντιο της ΕΡΤ απετέλεσε μια τέτοια ένδειξη, αφού ήταν εμφανής η προσπάθεια όλων να επιδείξουν, έστω και για το φαίνεσθαι, υπευθυνότητα και αξιοπιστία.

Μπορεί να μην απουσίασαν πλήρως οι λαϊκίστικες κορώνες, όπως το κρεσέντο του Κυριάκου Βελόπουλου για την υποτιθέμενη προπαγάνδα των σχολικών βιβλίων υπέρ της… Παναγιάς της γκέισας, αλλά, εδώ και που τα λέμε, δεν ήταν και προς… θάνατον. 

Εξάλλου, ο εν λόγω επιχειρηματίας -κατά δήλωσή του- είχε κατά το παρελθόν επιδοθεί και μάλιστα με πολύ μεγάλη επιτυχία, αν κρίνουμε από τα περιουσιακά του στοιχεία, στο εμπόριο των επιστολών του Ιησού. Μπροστά σε αυτό, η στηλίτευση των κινδύνων κατά της κοινωνίας που υποτίθεται ότι συνιστά το γεγονός ότι τα παιδιά του Δημοτικού στα ελληνικά σχολεία μαθαίνουν ότι άλλοι λαοί αποτυπώνουν διαφορετικά την Παναγία, μοιάζει… πταίσμα. 

Αν εξέλιπαν, άλλωστε, παντελώς οι περιθωριακές γραφικότητες αυτού του είδους, ίσως να ήταν πιο δύσκολη η επιλογή μας. Εφόσον όλοι όσοι διεκδικούν την ψήφο μας ήταν ίδιοι και απαράλλακτοι, με ποιο, άραγε, κριτήριο, θα μπορούσαμε να διαλέξουμε με ποιον θα πάμε και ποιον θα αφήσουμε; 

Στο τέλος τέλος ούτε οι ψηφοφόροι είμαστε ίδιοι μεταξύ μας. Μας διαφοροποιούν, από τη μια, τα συμφέροντα (ταξικά, επαγγελματικά και άλλα) που ο καθείς (επιθυμεί να) εκπροσωπεί και, από την άλλη, οι νοοτροπίες από τις οποίες διακατεχόμεθα όλοι μας. Νοοτροπίες που σχετίζονται με τις απόψεις, τις θέσεις και τις ιδεολογικές προσεγγίσεις ενός εκάστου και οι οποίες κάποιες φορές υποτάσσονται στα συμφέροντα μας και άλλες φορές -κυρίως όταν η ιδεολογία μετατρέπεται σε ιδεοληψία- υπερτερούν και είναι εκείνες που δίνουν τον τόνο της συμπεριφοράς μας.

Με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που διέπουν τη σύγχρονη ελληνική πολιτική πραγματικότητα, πρέπει να παραδεχτούμε ότι, ρίχνοντας μια πρόχειρη ματιά στα προεκλογικά πεπραγμένα της γειτονικής Τουρκίας, εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος ότι υπάρχουν και χειρότερα. Πολύ χειρότερα. 

Εμείς ούτε απόσυρση υποψηφίου είχαμε υπό την απειλή της μετάδοσης ροζ βίντεο, ούτε καταγγελίες για ανάμειξη ξένων δυνάμεων -της Ρωσίας, εν προκειμένω- στα εσωτερικά μας ακούσαμε να διατυπώνονται, όπως συμβαίνει στη γειτονική χώρα η οποία πάει στις κάλπες αυτής της Κυριακής μέσα σε συνθήκες που ουδείς μπορεί να προδικάσει την έκβασή τους.

Είναι πολλοί εκείνοι που προεξοφλούν ότι αν κερδίσουν την εκλογική αναμέτρηση οι αντίπαλοι του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, οι οποίοι σύμφωνα με τις δημοκοπήσεις έχουν το προβάδισμα, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η διαδοχή στην εξουσία θα γίνει με ομαλό τρόπο.

Κακά τα ψέματα, από τη μια η μακρά πλέον μεταπολιτευτική μας παράδοση του σεβασμού στην εναλλαγή των κομμάτων στη διακυβέρνηση της χώρας και από την άλλη τα παθήματα της μνημονιακής περιόδου, κατά την οποία πληρώσαμε ακριβά τις ακραίες συμπεριφορές και τις ασύστολες υποσχέσεις, φαίνεται να μας οδηγούν ολοένα και κοντύτερα στην ευρωπαϊκή κανονικότητα. 

Είδαμε, άλλωστε, πως μαζεύτηκαν άρον – άρον στην τηλεμαχία αρκετές από τις ακρότητες για παράλληλα νομίσματα ή για ορθάνοικτα σύνορα που δεν χωρούν στην κοινή λογική από την οποία εμφορείται η πλειονότητα των πολιτών.

Πολλές και ποικίλες ερμηνείες μπορούν να δοθούν για αυτή τη διαφοροποίηση στην ποιότητα του πολιτικού διαλόγου που βλέπουμε συγκριτικά ακόμη και με το πρόσφατο παρελθόν. Αλλά επειδή μπορεί να έχουμε και μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση, αμέσως μετά την επερχόμενη πρώτη, ίσως είναι σώφρον να μη σπεύσουμε να βγάλουμε οριστικό πόρισμα για το κατά πόσο θα κρατήσει αυτή η ατμόσφαιρα στο διηνεκές.

Στη παρούσα φάση, κατά την οποία μας χωρίζει μόλις μια βδομάδα από την κάλπη της 21ης Μαΐου, αρκεί ίσως να εκφράσουμε την ελπίδα και την αισιοδοξία μας ότι το κλίμα της δημοκρατικής ομαλότητας που βιώνουμε σε τούτη την προεκλογική περίοδο θα διατηρηθεί χωρίς μείζονες παρεκκλίσεις και την επομένη της λαϊκής ετυμηγορίας. 

Αν λείψουν και οι λαϊκισμοί για την… Παναγιά την γκέισα, τα πράγματα θα είναι ακόμη καλύτερα. (Αλλά ίσως δεν θα πρέπει να τα θέλουμε όλα δικά μας από τη μια στιγμή στην άλλη…).

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Γιατί είναι τόσο… βουβές αυτές οι κάλπες;

Έχοντας παρακολουθήσει όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν στη χώρα τις τελευταίες τέσσερις και πλέον δεκαετίες, δεν μπορώ να κρύψω την έκπληξη την οποία αισθάνομαι το τελευταίο διάστημα για την ατμόσφαιρα που επικρατεί από άκρου εις άκρον της χώρας μόλις δύο εβδομάδες προτού να ανοίξουν οι κάλπες της 21ης Μαΐου.

Όπως, εξάλλου, μου εκμυστηρεύονται όλο και περισσότεροι συνομιλητές μου, φαίνεται πως δεν είμαι ο μόνος που διακατέχεται από το αίσθημα της έκπληξης για τον τρόπο με τον οποίο οδηγούμαστε στην τελική ευθεία προς την έκφραση της λαϊκής ετυμηγορίας. 

«Αν δεν άνοιγα κάθε βράδυ την τηλεόραση για να δω τις ειδήσεις, δεν θα ήξερα ότι σε λίγες μέρες θα πρέπει να πάμε να ψηφίσουμε…», μου έλεγε ένας εξ αυτών. 

Άλλος, ο οποίος κινείται καθημερινά για επαγγελματικούς λόγους σε ένα μεγάλο εύρος του λεκανοπεδίου της πρωτεύουσας, μού περιέγραφε ότι, με εξαίρεση κάποιες πλατείες στις οποίες βλέπει κανείς να κείνται κάποια κομματικά περίπτερα, που τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι έρημα, δεν συναντάς σχεδόν πουθενά σημάδια ότι βρισκόμαστε στην κορύφωση της προεκλογικής περιόδου.

Οι εικόνες στους δρόμους των πόλεων δείχνουν ότι οι εκλογές έχουν πάψει πλέον να αποτελούν ένα -με την καλή και την κακή έννοια- πανηγύρι στο οποίο ο κόσμος συμμετείχε με διάφορους τρόπους.

Φαινόμενα του παρελθόντος, όπως, για παράδειγμα, η ηχορύπανση, με τα μεγάφωνα κομμάτων και υποψηφίων να είναι ανοικτά στη διαπασών, καλώντας τον κόσμο να συμμετάσχει στις εκδηλώσεις τους, φαίνεται να έχουν μπει βαθιά στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Η ανεξέλεγκτη αφισορρύπανση, η οποία σε γενικές γραμμές δεν έχει εκλείψει ως φαινόμενο, σε αυτή την προεκλογική είναι πολύ περιορισμένη. 

Ενώ οι συγκεντρώσεις των κομμάτων, ακόμη και με ομιλητές τους αρχηγούς τους, γίνονται σε… στενό κύκλο. Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, είναι σε κλειστές αίθουσες. Και, προπαντός, χωρίς τις μαζικές μετακινήσεις οπαδών που στόχο είχαν τη δημιουργία εντυπώσεων για… λαοθάλασσες.

Η αλήθεια είναι ότι αρκετά χρόνια τώρα μιλάμε για «εκλογές του καναπέ», καθώς οι πολίτες τηρούν αποστάσεις από τα κόμματα και στον σχεδιασμό των εκστρατειών που κάνουν τα κομματικά επιτελεία κερδίζει διαρκώς έδαφος η επικοινωνία με ηλεκτρονικά μέσα. Παλαιότερα την πρωτοκαθεδρία είχε η τηλεόραση, η οποία, όμως, έχει κόστος και περιορισμούς. Την τελευταία δεκαπενταετία πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος του Διαδικτύου, στο οποίο το κόστος χρήσης είναι προσιτό για όλους όσοι διεκδικούν την ψήφο των πολιτών.

Δεν είναι υπερβολή, πλέον, να μιλάμε για «εκλογές του πληκτρολογίου», αφού αρκούν στοιχειώδεις γνώσεις χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να οργανώσει κάποιος μια εκτεταμένη καμπάνια με την οποία να κάνει γνωστή την υποψηφιότητα του και να απευθυνθεί σε πολυπληθή ακροατήρια, τα οποία με τις παραδοσιακές μεθόδους, όπως τα κεράσματα στα καφενεία, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να προσεγγίσει. Εκτός του ότι θα του κόστιζαν πολύ περισσότερο.

Όπως και να έχει, πάντως, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τόσο «βουβές» κάλπες δεν έχουν ξαναστηθεί στη χώρα μας. Και οι απορίες που μοιραία γεννώνται είναι οι εξής: Να ευθύνεται, άραγε, γι΄ αυτό το κλίμα της «βουβαμάρας», η κόπωση από την ούτως ή άλλως μακρά προεκλογική περίοδο που διανύουμε, αφού οι κομματικοί μηχανισμοί όλων των αποχρώσεων είναι σε εκλογική ετοιμότητα τα δύο τελευταία χρόνια; 

Ή μήπως πρέπει να το αποδώσουμε στο ότι ένα μέρος του εκλογικού σώματος έχει προεξοφλήσει ότι η επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση, στην οποία θα ισχύσει η απλή αναλογική, γίνεται για να γίνει και εκείνη που θα μετρήσει θα είναι η επαναληπτική αναμέτρηση, στην οποία είναι περισσότερο πιθανό ότι θα δώσει βιώσιμη κυβέρνηση;

Κακά τα ψέματα, μπορεί τα κόμματα και οι ηγεσίες τους να χρησιμοποιούν στερεότυπες εκφράσεις του τύπου ότι «βρισκόμαστε ενώπιον της πιο κρίσιμης αναμέτρησης των τελευταίων χρόνων», πλην, όμως, ένα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος παρακολουθεί τα προεκλογικά τεκταινόμενα με ψύχραιμη απόσταση. Απόσταση, η οποία ενδεχομένως να μην μεταφράζεται κατ΄ ανάγκη σε αδιαφορία για την έκβαση της εκλογικής μάχης. 

Με άλλα λόγια, πολλοί συνέλληνες θα προσέλθουν στα εκλογικά τμήματα για να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, χωρίς να χρειάζεται να το διατυμπανίσουν.

Όπως, άλλωστε, γίνεται πολλά χρόνια τώρα στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, κάτι το οποίο μας έκανε εντύπωση όταν βρισκόμαστε εκεί παραμονές των δικών τους εκλογικών αναμετρήσεων επειδή δεν βλέπαμε υπερβολές αντίστοιχες με αυτές που αποτελούσαν τη δική μας προεκλογική… κανονικότητα με τα πλαστικά σημαιάκια, τους καβγάδες στους δρόμους και τον αφισοπόλεμο.

Το ερώτημα, πάντως, για το ποιος θα ευνοηθεί από αυτή την -μάλλον πρωτόγνωρη για τα καθ΄ ημάς- προεκλογική «βουβαμάρα» δεν μπορεί να απαντηθεί πριν από το βράδυ της 21ης Μαΐου που θα κλείσουν οι κάλπες και θα αρχίσει η καταμέτρηση των ψηφοδελτίων.

Μέχρι τότε -και εκτός εξαιρετικού απροόπτου- εκείνο που μπορεί να διαγνώσει όποιος δεν τρέφεται από αυταπάτες και ψευδαισθήσεις είναι ότι στην κοινωνία δεν φαίνεται να έχει δημιουργηθεί κλίμα ανατροπής των δεδομένων που έχουμε. 

Εκτός και αν υπάρχει κάποιο υπόγειο ρεύμα το οποίο ουδείς αναλυτής έχει καταφέρει να προβλέψει…

Παρασκευή 28 Απριλίου 2023

Ποιος είναι ο γκαντέμης και ποιος ο προληπτικός

Την παραμονή της τελευταίας προεκλογικής ομιλίας που έκανε ο Ανδρέας Παπανδρέου στο Σύνταγμα πριν από τις θριαμβευτικές για τον ίδιο και το ΠΑΣΟΚ εκλογές του Οκτωβρίου του 1981, η πρόβλεψη της μετεωρολογικής υπηρεσίας έδειχνε βροχή. Πλην, όμως, η πρόβλεψη αυτή δεν επιβεβαιώθηκε.

Γι΄ αυτό και ο ξεχωριστός, από κάθε άποψη, πολιτικός αυτός ηγέτης, μόλις βγήκε στην εξέδρα, ξεκίνησε την ομιλία του με την επική φράση ότι «ο ήλιος του ΠΑΣΟΚ έδωσε μάχη με το μετεωρολογικό δελτίο και το κέρδισε». 

Το μεγάλο πλήθος του κόσμου, το οποίο είχε κατακλύσει στην πλατεία για να τον ακούσει, παραληρούσε από την υψηλή αίσθηση του χιούμορ με την οποία ο χαρισματικός πολιτικός σχολίασε το γεγονός ότι το κέντρο της Αθήνας ήταν λουσμένο από το φως ενός υπέροχου φθινοπωρινού ήλιου.

Το περασμένο Σάββατο που ο καιρός ήταν βροχερός στη Βόρεια Ελλάδα, ο αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας από τη Θέρμη, μια περιοχή έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου περιόδευε, ξεκίνησε την ομιλία του, που ήταν η πρώτη της επίσημης προεκλογικής περιόδου, λέγοντας: «Ούτε η βροχή ούτε κανένα καιρικό φαινόμενο δεν μπορεί να σταματήσει τον ενθουσιασμό και τη μεγάλη επιθυμία να έρθει η αλλαγή στη χώρα μας».

Δεν έμεινε, όμως, εκεί. Αμέσως μετά συμπλήρωσε: «Σήμερα είναι μία σπουδαία ημέρα. Σήμερα που ο Μητσοτάκης ανακοίνωσε την προσφυγή στις κάλπες έγινε σεισμός στην Αθήνα και στη Θεσσαλονίκη βρέχει από το πρωί». 

Αναλογιζόμενος, ίσως, ότι οι ισχυρισμοί του αυτοί δεν ήταν ούτε ορθολογικοί, ούτε αριστεροί, έσπευσε να συνεχίσει, υποστηρίζοντας: «Δεν είμαι προληπτικός, δεν πιστεύω στις προλήψεις, αλλά καλού κακού στις 21 του Μάη μαζί με την ψήφο μας θα σπάσουμε και το ρόδι, για να έρθει καινούργια μέρα στον τόπο, να ανασάνει η κοινωνία, να ξεφύγουμε από μία πολιτική που τα δίνει όλα στους ισχυρούς». 

Για κάποιον -όχι και τόσο περίεργο- λόγο, όμως, φαίνεται ότι τα όσα είπε ο πρώην πρωθυπουργός σε εκείνη στην ομιλία του φάνηκαν ότι «έπιασαν τόπο» και έτσι τρεις μέρες αργότερα όταν βρέθηκε στο πρωινάδικο της τηλεόρασης του Alpha και ρωτήθηκε σχετικά από την Σταματίνα Τσιμτσιλή, μιλώντας σε άψογη συριζαϊκή διάλεκτο, είπε τα εξής εκπληκτικά: 

«Ξέρετε, γενικά έχω χιούμορ και μ’ αρέσει όταν μιλάω πλατιά στον κόσμο, να σπάω και λίγο την… απεύθυνσή μου στον κόσμο, να μη μιλάω μονάχα για τα πολύ μεγάλα και σημαντικά, να κάνουμε και λίγο χιούμορ…».

Και αφού διευκρίνισε για μια ακόμη φορά ότι δεν είναι «καθόλου προληπτικός» και δεν πιστεύει σε όλα αυτά, δεν έχασε την ευκαιρία να πει: «Έχει βγει το όνομα στον κ. Μητσοτάκη, είναι αλήθεια, όπως είχε βγει και στον συγχωρεμένο τον πατέρα του το όνομα. Αλλά νομίζω εν πάση περιπτώσει ότι η χώρα χρειάζεται μια μεγάλη αλλαγή και έτσι είπα να σπάσουμε και το ρόδι, εν πάση περιπτώσει, να μη μας βρει άλλη κακοτυχία…».

Για να πείσει, μάλιστα, ότι δεν είναι προληπτικός -που να ήταν κιόλας!- διευκρίνισε αμέσως μετά: «Εγώ έμεινα τρεις μέρες στην Κέρκυρα, τις δυο είχε ηλιοφάνεια όσο ήμουν...». 

Δύο μέρες αργότερα, εξάλλου, στο πρωινάδικο του ANT1 αυτή τη φορά, επανήλθε για να επαναλάβει την ίδια ατάκα που φαίνεται να του άρεσε: «Να σπάσουμε το ρόδι στις 21 του Μάη να μη μας βρούνε άλλα δεινά», είπε.

Ειλικρινά δεν ξέρω τι είναι χειρότερο: να πιστεύει, πράγματι, ο κ. Τσίπρας ότι ο πολιτικός του αντίπαλος είναι όντως γκαντέμης και προκαλεί κακοτυχία στη χώρα με σεισμούς, λιμούς και καταποντισμούς ή απλώς να λέει όσα λέει για το… σπασμένο ρόδι επειδή δεν έχει πρόβλημα να ψαρεύει σε θολά νερά, καλλιεργώντας τα πιο χαμηλά ένστικτα με τα οποία λειτουργεί μια αξιοσημείωτη μερίδα της ελληνικής κοινωνίας;

Ό,τι, πάντως, κι αν ισχύει από τα δύο, η αλήθεια είναι πως η μέχρι στιγμής πολιτική πραγματικότητα μαρτυρεί ότι οι δοξασίες για την καλοτυχία του Αλέξη Τσίπρα και την κακοτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη δεν βρίσκουν έρεισμα. 

Δεν χρειάζεται να συμπαθεί κανείς τον τελευταίο για να αναγνωρίσει ότι από τους πρώτους μήνες του 2016 που ο επονομαζόμενος «γκαντέμης» αναδείχθηκε στην ηγεσία της ΝΔ, προπορεύεται σε όλες τις δημοσκοπήσεις και, διαψεύδοντας τις κάθε είδους προλήψεις, έβαλε τέρμα στην πολιτική κυριαρχία του αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ.

Σε πείσμα της δημόσιας εκφρασμένης πεποίθησης του πρώην πρωθυπουργού ότι δεν υπήρχε ούτε μια πιθανότητα στο εκατομμύριο να χάσει από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο αρχηγός της συντηρητικής παράταξης -που θα δικαιολογούνταν να ήταν και προληπτικός…- τον κέρδισε κατά κράτος στις τρεις εκλογικές αναμετρήσεις του 2019. Και όλα τα προγνωστικά δείχνουν ότι το ίδιο θα συμβεί και στην επερχόμενη εκλογική μάχη της 21ης Μαΐου.

Ίσως γιατί στην πολιτική, όπως, εξάλλου, και στη ζωή, ο κρίσιμος παράγων που κινεί τους τροχούς της Ιστορίας δεν είναι ούτε τα ρόδια, ούτε τα γούρια. Είναι η δουλειά του καθενός και ο τρόπος που αυτή αποτιμάται από τους πολίτες.

Παρασκευή 21 Απριλίου 2023

Όποιος εξέθρεψε αυτό το «τέρας», σύντομα θα το βρει μπροστά του

Με καθυστέρηση κάποιων ημερών η Κουμουνδούρου διέγραψε την Πέμπτη ένα από τα πάμπολλα στελέχη της τα οποία από την πρώτη στιγμή που ξέσπασε το σκάνδαλο με τον καταγγελλόμενο ως βιαστή ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξη Γεωργούλη επιδόθηκαν σε ένα άθλιο συνωμοσιολογικό κρεσέντο ξεπλύματος του θύτη και ενοχοποίησης του θύματος.

Αν, όμως, στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήθελαν να τηρήσουν ίδια μέτρα και ίδια σταθμά θα χρειαζόταν να προχωρήσουν μαζικές εκκαθαρίσεις φίλων, οπαδών και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που δεν συμμερίστηκαν τη γραμμή την οποία χάραξε ο αρχηγός τους με τη γενικόλογη τοποθέτηση ότι «είμαστε με τα θύματα και όχι με τους θύτες» και «το μήνυμα είναι καμία συγκάλυψη, καμία σκιά».

Άλλωστε, τόσο πριν όσο και μετά τη δήλωση του Αλέξη Τσίπρα, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο συγκεκαλυμένα, είναι εκατοντάδες τα συνδεδεμένα με τον ΣΥΡΙΖΑ πρόσωπα τα οποία με δηλώσεις τους στα συμβατικά μέσα ενημέρωσης και με αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όταν δεν χύνουν δηλητήριο αμφισβήτησης της ακεραιότητας της καταγγέλλουσας, συνδέουν τη δημοσιοποίηση της υπόθεσης με τις επερχόμενες εκλογές.

Δεν γίναμε μόνον μάρτυρες ακραίων σεξιστικών παραληρημάτων, όπως ο απίστευτος ισχυρισμός που διατυπώθηκε επωνύμως και με γυναικεία υπογραφή ότι «αν ο Γεωργούλης παρενοχλούσε γυναίκα και αυτή δεν τον ήθελε, είναι… είδηση». Είδαμε «πούρους» αριστερούς να αναμασούν χωρίς την παραμικρή αιδώ ασυνάρτητες αθλιότητες του ακροδεξιού «ενημερωτικού» υποκόσμου. Δεν είναι η πρώτη φορά που καταγράφεται μια τέτοια συμπόρευση, αλλά αυτή τη φορά ο κατήφορος ήταν πολύ μεγάλος.

Διαβάσαμε και ακούσαμε τόσο από επίσημους διαδικτυακούς λογαριασμούς όσο και από -έμμισθα ή άμισθα, διατεταγμένα ή εθελοντικά- τρολ υπαινιγμούς για «στημένη» συνωμοσία κατά του ΣΥΡΙΖΑ που εξυφάνθηκε (;) από τον Μητσοτάκη, τον «εκβιαζόμενο», κατά την εκπρόσωπο της Κουμουνδούρου, Ανδρουλάκη και φυσικά τη… βελγική Δικαιοσύνη.

Τι και αν πριν από κάποιες εβδομάδες επαινούνταν οι εισαγγελικές αρχές των Βρυξελλών για τον τρόπο που κινήθηκαν κατά της Εύας Καϊλή ή και της Μαρίας Σπυράκη που -για διαφορετικούς λόγους η καθεμιά- βρέθηκαν στο στόχαστρό τους; Περιέργως πως, τώρα που η τσιμπίδα του νόμου έπιασε έναν καλλιτέχνη, ο οποίος εκλέχθηκε ευρωβουλευτής με τη σημαία του ΣΥΡΙΖΑ, το αφήγημα άλλαξε άρδην.

«Είναι όλα στημένα για να πληγεί το ηθικό πλεονέκτημα της Αριστεράς», διατείνεται ένας ολόκληρος κύκλος προσώπων. Είναι τα ίδια πρόσωπα που δεν διστάζουν να κραδαίνουν τη ρομφαία της κάθαρσης ακόμη και στην παραμικρή υποψία παρεκτροπής κάποιου που ανήκει σε άλλη παράταξη. Η ρομφαία, μάλιστα, δεν έχει στόχο απλώς το πρόσωπο το οποίο παρεκτράπη, αλλά ολόκληρη την παράταξη από την οποία προέρχεται ο παρεκτραπείς.

Ο Ανδρουλάκης έπρεπε να ξέρει για την Καϊλή και, αφού δεν ήξερε, είναι ένοχο όλο το ΠΑΣΟΚ. Ο Μητσοτάκης και η Μενδώνη ήταν υποχρεωμένοι να γνωρίζουν τη δράση του Λιγνάδη και, αφού δεν ήξεραν, είναι όλη η ΝΔ «κόμμα παιδεραστών». Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος αυτοανακηρύχθηκε ως άσπιλος, αμόλυντος και άμωμος, δεν μπορεί παρά να είναι θύμα συνωμοσίας. Και το ίδιο ισχύει για όσους έχουν βαπτιστεί στη δική του «κολυμβήθρα του Σιλωάμ», που παίρνουν αιώνιο συγχωροχάρτι.

Ο αρχηγός της ΕΥΠ επί Καραμανλή μπορεί να γίνεται κυβερνητικό στέλεχος αρμόδιο για τη Δικαιοσύνη και τη Διαφάνεια και όταν καταδικάζεται από το Ειδικό Δικαστήριο δεν φταίει εκείνος αλλά οι δικαστές που τον καταδίκασαν. Οι πρωταγωνιστές της χρεωκοπίας της χώρας και της μνημονιακής προέλασης, μπορεί να καθύβριζαν ολημερίς και ολονυκτίς προσωπικά τον Αλέξη Τσίπρα, από τη στιγμή που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ απαλλάχθηκαν διαπαντός κάθε ανομήματος. Τους χορηγήθηκε άφεση αμαρτιών με μόνο αντάλλαγμα να καθυβρίζουν τώρα τους αντιπάλους του αρχηγού.

Η περίπτωση του Ευάγγελου Αντώναρου είναι άκρως χαρακτηριστική γιατί δεν νομίζω ότι βρίσκει κανείς άλλον λόγο αξιοποίηση από το… ταλέντο του να επιτίθεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Εκτός πια και αν γοητεύθηκαν από τις… εύστοχες προβλέψεις του κυβερνητικού εκπρόσωπου της ύστερης κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή που ο ίδιος πρόσφατα υποστήριξε ότι «δεν έχει πέσει ποτέ έξω».

Το «μπρος – πίσω», εξάλλου, στο οποίο υποχρεώθηκε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας, όταν επεχείρησε να καρατομήσει τον Παύλο Πολάκη, αλλά υπαναχώρησε εξαιτίας των αντιδράσεων της… διαδικτυακής βάσης των υποστηρικτών της Κουμουνδούρου, που εξέφρασαν ομοθυμαδόν αμέριστη αλληλεγγύη προς τον «αψύ Σφακιανό», έδειξε ότι ο «βαθύς ΣΥΡΙΖΑ» έχει το πάνω χέρι στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Η υπόθεση Γεωργούλη ήρθε να επιβεβαιώσει ότι ένα μεγάλο τμήμα των υποστηρικτών του ΣΥΡΙΖΑ δυσκολεύεται να κατανοήσει απλά πράγματα, όπως είναι το αυτονόητο ότι ο βιαστής είναι βιαστής ανεξάρτητα σε ποια παράταξη δηλώνει ότι ανήκει. 

Γι΄ αυτό και δεν είδαμε -και ούτε πρόκειται να δούμε- κανέναν από την ηγεσία ή το στελεχιακό δυναμικό του ΣΥΡΙΖΑ να καταφέρεται με τον ίδιο οξύ επικριτικό τρόπο με τον οποίο είχε καταφερθεί εναντίον άλλων πρωταγωνιστών σε φαινόμενα σεξουαλικής και άλλης κακοποίησης. Είναι βέβαιο ότι δεν πρόκειται να δούμε πανό με το σύνθημα «είναι βιαστής» σε καμία από τις παραστάσεις του επόμενου καλοκαιριού.

Κακά τα ψέματα, ένας ολόκληρος κόσμος έχει εκπαιδευτεί να υποστηρίζει, ακόμη και όταν δεν πιστεύει κάτι τέτοιο, ότι κάποιοι διαθέτουν a priori το περιβόητο «ηθικό πλεονέκτημα». Όχι γι΄ αυτό που είναι. Αλλά γι΄ αυτό που δηλώνουν ότι είναι. Είναι ένας κόσμος που δείχνει να μην ενοχλείται από γενικεύσεις του τύπου «όλοι οι δικοί μας είναι καλοί και όλοι οι άλλοι είναι κακοί».

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι όλοι αυτοί φαίνεται να μην λαμβάνουν υπόψιν ότι αυτό το «τέρας», το οποίο κατασκεύασαν, από τη μια, πείθει όλο και λιγότερους, απομακρύνοντας τους σκεπτόμενους που δεν συμβιβάζονται με σχήματα «άσπρο-μαύρο», ενώ, από την άλλη, αργά ή γρήγορα θα έρθει η ώρα να κατασπαράξει τους ίδιους τους δημιουργούς του που δεν θα μπορούν να το ταΐσουν με άλλες αυταπάτες και ψευδαισθήσεις.

Κόντος ψαλμός αλληλούια!

Παρασκευή 14 Απριλίου 2023

Τα προεκλογικά «λόγια του αέρα»

Δεν μου συμβαίνει συχνά και γι΄ αυτό σπεύδω να επισημάνω εξ αρχής ότι βρίσκω… λογική την άποψη που εξέφρασε πρόσφατα ο Αλέξης Τσίπρας ότι «όλα όσα προεκλογικά λέγονται θα είναι πολύ διαφορετικά με αυτά που μετεκλογικά θα αποφασισθούν» (Star Channel 10/4/2023).

Μπορεί να εξέπληξε ολίγον η ωμότητα με την οποία εκφράστηκε ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης και να ξένισε η παραδοχή ενός πρώην πρωθυπουργού ότι «προεκλογικά λέγονται πολλά λόγια του αέρα», αλλά σίγουρα συνιστά αυταπάτη να πιστέψουμε ότι οι προεκλογικές εξαγγελίες των κομμάτων συνιστούν θέσφατα που είναι γραμμένα στην πέτρα.

Ο βασικός λόγος για τον οποίο ισχύει αυτό είναι επειδή ανάμεσα στα προεκλογικά ζητούμενα και στα μετεκλογικά δεδομένα μεσολαβεί ένα συγκλονιστικό γεγονός που είναι το αποτέλεσμα της κάλπης στο οποίο αποτυπώνεται η βούληση του εκλογικού σώματος. Βούληση που, από τη μια, δεν μπορεί κανείς να την προδικάσει προτού να ανοίξουν οι κάλπες και, από την άλλη, ουδείς δικαιούται να την παραβλέψει όταν κλείσουν οι κάλπες και γίνει γνωστή η λαϊκή ετυμηγορία.

Με άλλα λόγια, χωρίς να δικαιολογούνται όσοι καταφεύγουν σε υπερφίαλους βερμπαλισμούς και άλματα λογικής για να προσποριστούν περισσότερες ψήφους, δεν είναι υποχρεωτικό να επιμένουν όλοι στα προεκλογικά τους «θέλω» και να μην λαμβάνουν υπόψιν τους τα μετεκλογικά «μπορώ». Θεωρητικώς, άλλωστε, μιλώντας είναι γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι που κατεβαίνουν στην εκλογική κονίστρα ξεκινούν από την ίδια αφετηρία και κατευθύνονται προς τον ίδιο τερματισμό με στόχο να κόψουν πρώτοι το νήμα.

Όσο και αν στην πράξη τα πράγματα διαφοροποιούνται, δύσκολα μπορεί κάποιος να απαιτήσει από όσους πολιτεύονται να αναγνωρίσουν εκ των προτέρων ότι δεν είναι ταγμένοι στον στόχο της νίκης. Το λέει, εξάλλου, τόσο παραστατικά ο μελοποιημένος από τον Μάνο Χατζιδάκι στίχος του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σύμφωνα με τον οποίο «όποιος στη μάχη πάει για να πεθάνει, στρατιώτη μου, για πόλεμο δεν κάνει…».

Υποχρέωση των κομμάτων -και πρωτίστως της ηγεσίας και των στελεχών τους- είναι να παρουσιάζουν προεκλογικά τις προγραμματικές θέσεις τους και αφού αυτές τεθούν, όπως και οι ικανότητες των προσώπων που προτείνουν για να αναλάβουν αξιώματα, στη βάσανο της λαϊκής κρίσης. Μετά τις εκλογές η υποχρέωση όλων αλλάζει και επικεντρώνεται πλέον στην αποτίμηση και στον βαθμό ανταπόκρισης των πολιτών σε όσα επαγγέλθηκαν.

Εφόσον οι πολίτες εγκρίνουν τις προτάσεις τους, δεν έχουν παρά να επιχειρήσουν να τις εφαρμόσουν. Αν, αντιθέτως, τις απορρίψουν εκείνο που πρέπει να κάνουν είναι να παραχωρήσουν το γήπεδο της εφαρμογής σε όσους πλειοψήφισαν και να περιοριστούν στον ρόλο του ελέγχοντος στον οποίο τους έταξε η ετυμηγορία του εκλογικού σώματος. 

Έτσι επιβάλουν οι κανόνες της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και έτσι συμβαίνει στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Η πλειοψηφία κυβερνά και η μειοψηφία ασκεί το αντιπολιτευτικό της καθήκον, αγωνιζόμενη να γίνει εκείνη πλειοψηφία και να αναλάβει σε επόμενη φάση τις ευθύνες της διακυβέρνησης.

Αλλά μιας και ξεκινήσαμε με τις απόψεις του Αλέξη Τσίπρα, νομίζω ότι πρέπει επιπλέον να του αναγνωριστεί και η εξίσου εντυπωσιακή δήλωση ότι δεν προτίθεται να επιχειρήσει τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πρώτο κόμμα στην τελική εκλογική κατάταξη. 

Ο ίδιος μάλιστα μίλησε για «κυβέρνηση ηττημένων» και την απέκλεισε ακόμη και αν την καθιστούν δυνατή τα αριθμητικά δεδομένα των βουλευτικών εδρών που θα προκύψουν από την κάλπη της απλής αναλογικής.

Η αλήθεια είναι ότι η τοποθέτησή του αυτή έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την πρωτοβουλία που ανέλαβε όταν ήταν πρωθυπουργός να ψηφίσει το σύστημα της απλής αναλογικής το οποίο είναι το μόνο που παρέχει τη δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου -σε ψήφους και άρα έδρες- κόμματος. 

Παρά ταύτα, αν όντως εννοεί όσα λέει o πρώην πρωθυπουργός και δεν εντάσσονται οι συγκεκριμένες απόψεις του στον αφορισμό του για τα «προεκλογικά λόγια του αέρα», θα μπορούσε να του… πιστωθεί πολιτική γενναιότητα.

Η προϊστορία, βεβαίως, δεν αφήνει πολλά περιθώρια για μια τέτοια… πίστωση. Κυρίως επειδή έχει προηγηθεί η οδυνηρή εμπειρία με το «όχι» του δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015 που μετατράπηκε εν μια νυκτί σε «ναι» σε ένα βαρύτατο τρίτο Μνημόνιο. Αλλά επειδή αρκετοί δεν ενοχλήθηκαν τότε και μάλιστα του έδωσαν δεύτερη ευκαιρία στις εκλογές που έγιναν αμέσως μετά την περιβόητη «κωλοτούμπα», ίσως να μην ενοχληθούν και τώρα.

Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα της επερχόμενης εκλογικής αναμέτρησης, αλλά και κάθε εκλογικής αναμέτρησης, είναι τι θα κάνει και ποιους θα εμπιστευθεί η πλειονότητα των πολιτών. 

Γι΄ αυτό και πρέπει ο καθένας μας να μετρήσει πολύ καλά που θα δώσει τον ψήφο του. Καθήκον μας, στο τέλος – τέλος, είναι να ξεχωρίσουμε τι από όσα θα ακούσουμε στις πέντε βδομάδες που μας χωρίζουν από τις κάλπες της 21ης Μαΐου, συνιστά «προεκλογικά λόγια του αέρα» και τι όχι.

Δύσκολο μεν, επιβεβλημένο δε!

Παρασκευή 7 Απριλίου 2023

Σάνα ή Πόπη;

Την περασμένη Κυριακή η Φινλανδία είχε βουλευτικές εκλογές και το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της πρωθυπουργού Σάνα Μαρίν, η οποία ηγείτο πεντακομματικής κυβέρνησης, κατετάγη τρίτο πίσω από δύο αντιπολιτευόμενα κόμματα που το υπερσκέλισαν με βραχεία κεφαλή.

Το κεντροδεξιό κόμμα «Εθνική Συμμαχία» έκοψε πρώτο το νήμα με ποσοστό 20,8%, δεύτερο ήρθε το ακροδεξιό Κόμμα των Φινλανδών με 20,1% και ακολούθησαν οι Σοσιαλδημοκράτες της Μάριν με 19,9%. Παρά το γεγονός ότι οι τελευταίοι αύξησαν τις έδρες τους στο Κοινοβούλιο, η 38χρονη ηγέτης τους δεν αμφιταλαντεύθηκε ούτε στιγμή. 

Το ίδιο βράδυ συνεχάρη τον κεντροδεξιό αντίπαλό της, ο οποίος έλαβε μόλις 1% περισσότερο από την ίδια, αλλά το ποσοστό αυτό αρκούσε για να αναλάβει την ευθύνη του σχηματισμού νέας συμμαχικής κυβέρνησης.

Μια μέρα μετά η Μάριν δρομολόγησε τις διαδικασίες για την εκλογή του διαδόχου της στην ηγεσία των σοσιαλδημοκρατών, γνωστοποιώντας ότι η ίδια παραμένει απλή βουλευτής ως τον Σεπτέμβριο που θα αναδειχθεί νέος αρχηγός. Πρόλαβε, άραγε, να… χορτάσει την εξουσία και την εγκατέλειψε με τέτοια ευκολία; Δύσκολα μπορεί να το πει κανείς. 

Άλλωστε, εξελέγη πρώτη φορά βουλευτής μόλις τον Απρίλιο του 2015, ανέλαβε το πρώτο της υπουργικό χαρτοφυλάκιο το καλοκαίρι του 2019 και τον Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου ορίστηκε πρωθυπουργός.

Η θητεία της συνοδεύτηκε από το ξέσπασμα δύο κρίσεων που ήταν από τις μεγαλύτερες των τελευταίων δεκαετιών: την πανδημία του κορωνοϊού και την εισβολή στην Ουκρανία. 

Παρότι δέχθηκε επικρίσεις όχι για τα μέτρα που έλαβε, αλλά για τον τρόπο που διασκέδαζε με τους (συνομήλικους, τι άλλο;) φίλους της στη διάρκεια της πανδημίας, η νεότατη πολιτικός αντιμετώπισε με επιτυχία τις κρίσεις που «έτυχαν στη βάρδια της». 

Με γενναιότητα, μάλιστα, προχώρησε στην αναθεώρηση της παραδοσιακής εξωτερικής πολιτικής της χώρας της και εγκαταλείποντας τη φοβική «ουδετερότητα», την οποία με απειλές επέβαλε η γειτονική «ρωσική αρκούδα», ενέταξε τη Φινλανδία στο ΝΑΤΟ.

Συγκυριακά, την επομένη των πρόσφατων εκλογών και ενώ η ίδια είχε γνωστοποιήσει την παραίτησή της, στην έδρα της Ατλαντικής Συμμαχίας ανακοινώθηκε επίσημα ότι η Φινλανδία αποτελεί πλέον το 31ο μέλος του στρατιωτικού συνασπισμού του Δυτικού Κόσμου. 

Η Σάνα Μάριν δεν πανηγύρισε για την εξέλιξη. Ούτε διεκδίκησε ως προσωπικό της επίτευγμα αυτή τη μεγάλη απόφαση που την έκανε πολύ δημοφιλή στο εξωτερικό. Πολύ περισσότερο, δεν διαμαρτυρήθηκε για την εκλογική… τύχη που, παρά ταύτα, της επεφύλαξαν οι συμπατριώτες της ψηφοφόροι.

Αποδέχθηκε την ετυμηγορία της κάλπης και πήγε παρακάτω, δείχνοντας απόλυτη συνέπεια με όσα είχε υποστηρίξει όταν είχε γίνει αποδέκτρια δηλητηριωδών σχολίων για την προσωπική της ζωή και τον τρόπο που επέλεξε να διασκεδάζει. 

«Είμαι ένα ανθρώπινο ον», είπε δακρυσμένη σε μια κομματική εκδήλωση τον περασμένο Αύγουστο. Και αφού διαβεβαίωσε τους πάντες ότι «δεν έλειψε ούτε μια μέρα από τη δουλειά», σημείωσε ότι «προσβλέπει μερικές φορές στη χαρά, στο φως και στην ευχαρίστηση εν μέσω αυτών των σκοτεινών νεφών».

Με εκείνα τα λόγια της, αλλά και με όλη τη στάση της, ανέδειξε ένα σπάνιο πρότυπο πολιτικού. Του πολιτικού που κάνει ευσυνείδητα τη δουλειά του και δεν έχει ανάγκη να υποκρίνεται τον σκληρό και ατσαλάκωτο «άνθρωπο από σίδερο», όπως επιβάλει το στερεοτυπικό υπόδειγμα που φέρεται να ακολουθεί η πλειονότητα των παραδοσιακών πολιτικών. 

Ειδικά στη χώρα μας, όλοι τους είναι άτρωτοι, έχουν πάντα δίκιο και όταν αυτό δεν τους αναγνωρίζεται, οι ίδιοι δεν έχουν την παραμικρή ευθύνη. Φταίει ο λαός που δεν αναγνωρίζει την αρτιότητα των προτάσεων τους και την τελειότητα των δράσεων τους.

Όποιος έχει αμφιβολία ότι αυτή είναι η επικρατούσα νοοτροπία στην εγχώρια πολιτική ζωή δεν έχει παρά να ανατρέξει στα όσα υποστήριξε σε πρόσφατη τηλεοπτική συνέντευξη στον Σκάι μια νεόκοπη πολιτικός, η εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ Πόπη Τσαπανίδου.

Επέμεινε να υπερασπίζεται με πάθος την άποψη ότι ο Αλέξης Τσίπρας δικαιούται να διατηρήσει το αξίωμα του αρχηγού, το οποίο κατέχει από το μακρινό 2009, ακόμη και αν το κόμμα του υποστεί νέα εκλογική ήττα στις επερχόμενες κάλπες.

«Βγαίνω από το ρούχο του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ και σας απαντώ: Η νίκη θα μας ικανοποιήσει. Η ήττα, ακόμη και με μικρή διαφορά, εμένα προσωπικά θα με στεναχωρήσει γιατί θα διαπιστώσω ότι έχει γίνει πολύ συστηματική προπαγάνδα από την κυβέρνηση να φοβηθεί ο κόσμος, να αμφισβητηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ», ανέφερε η μέχρι πρότινος τηλεοπτική δημοσιογράφος. 

«Δηλαδή αν χάσετε, θα χάσετε γιατί ο κόσμος θα έχει παραπλανηθεί;», ήταν το επόμενο εύλογο ερώτημα που δέχθηκε από τη Σία Κοσιώνη, στην οποία χωρίς δισταγμό απάντησε: «Ναι, γιατί είναι τόσο καλό το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ».

Ανεξαρτήτως της ωμότητας που είχε, ως απότοκο ίσως και της προηγούμενης επαγγελματικής ιδιότητας της εκπροσώπου Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, η συγκεκριμένη τοποθέτησή της είναι αποκαλυπτική για τον τρόπο που πολιτεύεται ένα μεγάλο μέρος του δυναμικού που διεκδικεί την ψήφο των Ελλήνων. 

Ο λόγος των περισσοτέρων χαρακτηρίζεται από τέτοιου είδους βεβαιότητες ότι τα έχουν όλα καλώς καμωμένα. Με αποτέλεσμα να ψάχνουν και να μη βρίσκουν λάθη ακόμη και όταν όλοι οι άλλοι τούς καταλογίζουν ευθύνες. 

Γι΄ αυτό και η υποβολή παραιτήσεων αποτελεί την εξαίρεση. Εξαίρεση, μάλιστα, που συχνά γίνεται με τρόπο απολύτως προσχηματικό, ο οποίος υποκρύπτει προσδοκίες επανόδου από την πίσω πόρτα.

Οι κάλπες της 21ης Μαΐου θα αναδείξουν νικητές και θα καταγράψουν ηττημένους. Πόσοι άραγε από τους τελευταίους θα το αναγνωρίσουν και δεν θα κρυφτούν πίσω από την… παραπλάνηση του λαού; 

Δεν βάζω στοιχήματα, αλλά αν έβαζα θα πόνταρα ότι το «δόγμα» της Πόπης θα κατατροπώσει τη «νοοτροπία» της Σάνα. 

Άλλωστε, εδώ είναι Βαλκάνια!