Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αριστερά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Το κενό του Νίκου Ανδρουλάκη

 Η ευρεία νίκη την οποία πέτυχε ο Νίκος Ανδρουλάκης στον επαναληπτικό γύρο των εκλογών του Κινήματος Αλλαγής και η πανηγυρική ανάδειξή του στην ηγεσία του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ δεν απετέλεσε έκπληξη για όποιον μπορεί και βλέπει τα πράγματα χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς των… wishful thinking (ευσεβών πόθων, ελληνιστί).

Έκπληξη επίσης δεν μπορεί να απετέλεσε ούτε η αθρόα συμμετοχή των μελών και των φίλων του ΠΑΣΟΚ που –σε αναλογία τρεις στους τέσσερις- πήγαν και στο δεύτερο γύρο για να στηρίξουν την ισχυρή εντολή για ανανέωση της παράταξής του, αλλά και ευρύτερα του πολιτικού σκηνικού που είχαν δώσει ήδη από την πρώτη Κυριακή.

Χιλιάδες πολίτες έστειλαν εκ νέου το μήνυμά τους, σε πείσμα όλων των συνωμοσιολογικού τύπου δαιμονολογιών για έξωθεν παρεμβάσεις στην εκλογική διαδικασία που διακινήθηκαν, κυρίως στις παραμονές του πρώτου γύρου, από ανθρώπους που σκέφτονται με όρους του χθες και δυσκολεύονται να δουν τη νέα πολιτική γεωγραφία που αρχίζει να προβάλλει καθώς η χώρα, με όλα τα στραβά και τα ανάποδα που κουβαλάει από το κοντινό αλλά και το μακρινό παρελθόν, κάνει σοβαρά βήματα επιστροφής στην κανονικότητα.

Για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης της σημασίας που δικαιολογημένα δίνεται στη συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές του ΚΙΝΑΛ, αρκεί να επισημάνουμε ότι η υποψήφια της Δεξιάς παράταξης στη Γαλλία Βαλερί Πεκρές η οποία θα τρέξει την προσεχή άνοιξη στην κούρσα της Προεδρίας απέναντι στον Εμάνουελ Μακρόν, τη Μαρί Λεπέν και τους υπολοίπους υποψηφίους, που θα διεκδικήσουν την εκλογή τους στο Μέγαρο των Ηλυσίων, αναδείχθηκε από ένα σώμα ψηφοφόρων που αριθμούσε μόνον τα 140.000 μέλη που είναι εγγεγραμμένα στο κόμμα των Ρεπουμπλικάνων.

Υπό αυτή την έννοια, οι συνθήκες υπό τις οποίες ο 42χρονος ευρωβουλευτής από την Κρήτη γίνεται αρχηγός του τρίτου, μεν, στην κατάταξη κόμματος της ελληνικής πολιτικής σκηνής, αλλά κομβικού για τις εξελίξεις των επόμενων ετών, μοιάζουν να είναι πολύ ευοίωνες. Το εμφανές, εξάλλου, πολιτικό κενό στον χώρο της Κεντροαριστεράς που άφησε η εκλογική συρρίκνωση, την οποία, δικαίως ή αδίκως, υπέστη το ΠΑΣΟΚ την περίοδο της μνημονιακής κρίσης, είναι εκεί και περιμένει τον κ. Ανδρουλάκη να το (επανα)καταλάβει.

Καλώς ή κακώς, ο ΣΥΡΙΖΑ, στον οποίο μετακόμισε απογοητευμένη η μεγαλύτερη μάζα των παλαιών ΠΑΣΟΚικών ψηφοφόρων, δεν κατάφερε να τους παράσχει μόνιμη στέγη. Είτε επειδή δεν ήθελε, είτε επειδή δεν μπόρεσε. Όταν ο αρχηγός του δηλώνει στα σοβαρά ότι προτίθεται «να στρίψει Αριστερά για να βρεθεί στο Κέντρο», είναι προφανές ότι κάτι δεν πάει καλά με την «ανάγνωση» της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, όπως διαμορφώνεται τα τελευταία χρόνια και αποτυπώνεται σε όλες τις μετρήσεις για τις διαθέσεις της κοινής γνώμης.

Μόνον, για παράδειγμα, ένας που εθελοτυφλεί δεν βλέπει το πολιτικό παράδοξο που συνιστά η φθορά της αξιωματικής αντιπολίτευσης και η αδυναμία της να επωφεληθεί από τα λάθη της κυβέρνησης. 

Πρόκειται, ωστόσο, για παράδοξο που είναι εύκολα ερμηνεύσιμο για όποιον παρακολουθεί την αλλοπρόσαλλη αντιπολιτευτική τακτική της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αρνείται, με αστεία προσχήματα, να συναινέσει ακόμη και σε πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης που αποτελούν συνέχεια της προηγούμενης, όπως, μεταξύ πολλών άλλων, οι πολύ σημαντικές αμυντικές συμφωνίες με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία.

Το βασικό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και ταυτόχρονα η μεγάλη ευκαιρία για τον νέο ηγέτη του ΠΑΣΟΚ αναδεικνύεται μέσα από την κυνική παραδοχή που είχε κάνει πριν από μερικούς μήνες η πρώην υπουργός Έφη Αχτσιόγλου ότι «η κανονικότητα στην πραγματικότητα ποτέ δεν είναι ευκαιρία για την Αριστερά». 

Άλλωστε, παρά τις άκομψες προσπάθειες που έκανε ο αρχηγός του για να μιμηθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο ΣΥΡΙΖΑ παρέμεινε ένα κόμμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς και δεν μπόρεσε να μεταμορφωθεί στο κόμμα του Κέντρου που είχε ανάγκη η σταδιακή υπέρβαση της κρίσης.

Παρά το γεγονός ότι πολλά βήματα για την επιστροφή στην κανονικότητα έγιναν και επί των ημερών που είχε η ίδια την ευθύνη της διακυβέρνησης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπόρεσε να συμφιλιωθεί με τη διάθεση της κοινωνίας για ευημερία μέσα από την ανάπτυξη και τη διεύρυνση του συλλογικού πλούτου. 

Παρέμεινε προσκολλημένη σε παρωχημένα δόγματα οργανώνοντας εν μέσω πανδημίας πορείες για να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις τρομοκρατών ή κλείνοντας το μάτι σε κάθε λογής αντιεμβολιαστές που θολώνει την εικόνα της δυσμενούς πραγματικότητας και συσκοτίζει την ατολμία και τη διαχειριστική ανεπάρκεια της κυβέρνησης.

Κακά τα ψέματα, αν ο ΣΥΡΙΖΑ ανταποκρινόταν με επάρκεια στα αντιπολιτευτικά του καθήκοντα και προέβαλε ως η εναλλακτική πρόταση εξουσίας απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη, που έχει καταλάβει ένα μέρος του Κέντρου, η διαδικασία για την εκλογή νέου αρχηγού στο ΚΙΝΑΛ δεν θα κινητοποιούσε τόσο κόσμο και ούτε θα προκαλούσε τόσες συζητήσεις.

Όλα αυτά συνέβησαν διότι είναι πολλοί εκείνοι που βλέπουν το κενό που υπάρχει στο γήπεδο της ελληνικής πολιτικής σκηνής. Ένα κενό το οποίο καλείται να καλύψει ο νέος παίκτης που ακούει στο όνομα Νίκος Ανδρουλάκης και μπαίνει από σήμερα στο τερέν.

Το πολιτικό momentum που δημιούργησε η εκλογή του, ευνοεί τον νέο ηγέτη της Κεντροαριστεράς. Από τον ίδιο και τα χαρίσματά του, που περιμένουν να ξεδιπλώσει όσοι τον ψήφισαν, θα εξαρτηθεί αν θα εκμεταλλευτεί τις συνθήκες που θα συναντήσει, ασκώντας σκληρή κριτική προς την κυβέρνηση, από την πλευρά της λογικής, του μέτρου και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που θα πρέπει να χαρακτηρίζουν τις προτάσεις του.

Όπως, στο τέλος – τέλος, αρμόζει σε ένα κόμμα και σε έναν αρχηγό της σύγχρονης και αυθεντικής Κεντροαριστεράς που κοιτάει μπροστά.

Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Τον… φόβο μας να έχουν!



Ένα πικρό ανέκδοτο, μέσω του οποίου διεκτραγωδείται η περίπτωση ενός θύματος που υποχρεώνεται να πρωταγωνιστήσει στη συγκάλυψη της βλάβης την οποία υπέστη, μου έφερε κατά νου η άκρως διδακτική και συνάμα ιλαροτραγική ιστορία με τις παρενοχλήσεις γυναικών από τον τέως πρεσβευτή της Βενεζουέλας στην Αθήνα.
Σε ένα παραδοσιακό κουρείο, λέει το ανέκδοτο, ο ιδιοκτήτης επιχειρεί να διδάξει την τέχνη του στον νεαρό βλαστό του, ο οποίος αποδεικνύεται ανεπίδεκτος μαθήσεως, καθώς ο πρώτος ατυχής πελάτης, τον οποίο αναλαμβάνει να ξυρίσει, βρίσκεται με απανωτά τραύματα στο πρόσωπο. Ο πατέρας, αντιδρώντας στις αστοχίες του μαθητευόμενου γιου, προσπαθεί να τον συνετίσει με σφαλιάρες, αλλά εκείνος τις αποφεύγει, Και, έτσι, τα επιχειρούμενα χτυπήματα καταλήγουν στο κεφάλι του πελάτη, ο οποίος υπομένει καρτερικά τόσο την αιμορραγία από τις άστοχες ξυραφιές όσο και τον πόνο από τις άστοχες σφαλιάρες του κουρέα.
Η σκηνή επαναλαμβάνεται αρκετές φορές, μέχρι που ο άτεχνος νεαρός φθάνει μέχρι του σημείου να κόψει το αυτί του πελάτη. Έντρομος ο τελευταίος, απευθύνεται στον μαθητευόμενο κουρέα για τα του πει: «Κρύψ' το γρήγορα, μην το δει ο πατέρας σου….».
Κάπως έτσι φαίνεται να αντέδρασαν η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας προσωπικά στα καμώματα του ανεκδιήγητου τύπου, ο οποίος, όπως αποδεικνύεται, έκανε με τον πλέον ξεδιάντροπο τρόπο κατάχρηση του αξιώματος του και στο όνομα δήθεν του… σοσιαλισμού που υποτίθεται ότι είχε σταλεί να προωθήσει (και) στη χώρα μας, εκμεταλλευόταν τη θέση του, επιτιθέμενος σεξουαλικά στις εργαζόμενες της πρεσβείας.
Το εντυπωσιακό, όμως, στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η στάση του ελεεινού βενεζουελανού, ο οποίος προφανώς δεν είναι ο πρώτος ιεραρχικά ανώτερος που επιδίδεται στη σεξουαλική παρενόχληση των υφισταμένων του. Είναι, πολύ περισσότερο, ο άθλιος χειρισμός της υπόθεσης από τον κ. Τσίπρα και το απίστευτο σκεπτικό με το οποίο ζήτησε από τον πρόεδρο της Βενεζουέλας «σύντροφο» Νικολάς Μαδούρο την απομάκρυνση του τότε πρεσβευτή.
Η σχετική επιστολή του κ. Τσίπρα, ο οποίος ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, αποτελεί μοναδικό μνημείο συγκάλυψης ηθικά και ποινικά επιλήψιμων πράξεων. Ενώ συνάμα αποκαλύπτει τον κυνικό αμοραλισμό από τον οποίο διακατέχεται η σημερινή κυβερνητική ηγεσία και τον οποίο βλέπουμε να εκδηλώνεται ποικιλοτρόπως τους τελευταίους 16 μήνες.
  «Μέχρι στιγμής το προσωπικό της πρεσβείας έχει επιδείξει πολιτική ωριμότητα και δεν θα λάβει μέτρα εντός της Ελλάδας, που θα δημοσιοποιούσαν το πρόβλημα, γεγονός που θα εκμεταλλεύονταν στο έπακρο τα συστημικά μέσα ενημέρωσης για να βλάψουν την Αριστερά τόσο στη Βενεζουέλα όσο και στην Ελλάδα», είναι τα ίδια τα… μνημειώδη λόγια του έλληνα πρωθυπουργού.
Είναι λόγια που προκαλούν ανατριχίλα για τον κυνισμό τους, ακόμη και αν δεν ξέρει κάποιος ότι τουλάχιστον μια από τις γυναίκες που έπεσαν θύματα της παρενόχλησης ήταν θυγατέρα ηγετικού στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ και άρα η κομματική ηγεσία ήταν λεπτομερώς ενήμερη για τα διαμειφθέντα.
Για τον ηγέτη ενός κόμματος («αριστερού» ή μη, είναι αδιάφορο), δεν προείχε η καταδίκη των πράξεων του διπλωματικού αντιπροσώπου της λατινοαμερικανής χώρας και ο ποινικός κολασμός του. Εκείνο που πρωτίστως τον ενδιέφερε ήταν η συγκάλυψη, η εφαρμογή του «νόμου της σιωπής». Και γι΄ αυτό, προφανώς, εκθειάζει την –αν είναι δυνατόν!- «πολιτική ωριμότητα» του προσωπικού της πρεσβείας που συνέβαλαν ώστε να μη δημοσιοποιηθεί το «πρόβλημα» από τα, κατά την έκφρασή του, «συστημικά μέσα ενημέρωσης». Ο μοναδικός καημός ενός νέου πολιτικού άνδρα, που ετοιμαζόταν να γίνει πρωθυπουργός, υπήρξε μόνον –τι κρίμα!- η αγωνία του μήπως «εκτεθεί η Αριστερά»…
Όσοι έχουν γνώση του υπόβαθρου που κρύβει η μετεωρική πολιτική ανέλιξη του νυν πρωθυπουργού, από την περίοδο που ως μαθητής ηγήθηκε των καταλήψεων, επιμένουν ότι δεν εκπλήσσονται από τη συμπεριφορά του. Υπήρξε, υποστηρίζουν, διαχρονικά σταθερός οπαδός της μακιαβελικής αντίληψης για την πολιτική και αμετανόητος θιασώτης του δόγματος «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα».
Η συγκεκριμένη -κάθε άλλο, παρά «διπλωματική», όπως την θέλησε η κυβερνητική εκπρόσωπος- αποστροφή της επιστολής του προς τον «σύντροφο» Μαδούρο, αποδεικνύει ότι μάλλον έχουν δίκιο. Όπως δίκιο φαίνεται να έχουν και όσοι διαβλέπουν προθέσεις καθυπόταξης της ενημέρωσης πίσω από τις συστηματικές επιθέσεις κατά των λεγόμενων «συστημικών μέσων» ενημέρωσης και τις πρωτοβουλίες περί δήθεν καταπολέμησης της «διαπλοκής».
Από δεδηλωμένους υποστηρικτές ολοκληρωτικών καθεστώτων, όπως είναι η μεγάλη πλειονότητα των νυν κυβερνώντων, δεν θα περίμενε, άλλωστε, κανείς τίποτε καλύτερο. Μόνον, όμως, που η Ελλάδα είναι και θα παραμείνει κοινοβουλευτική δημοκρατία. Και, όσο και αν πασχίζουν για το αντίθετο, τα μέσα, τα οποία εκείνοι ονομάζουν «συστημικά», θα βρίσκουν πάντα τρόπους να αποκαλύπτουν όσα οι ίδιοι θέλουν να συγκαλύψουν.
Να το πω και αλλιώς; Τον… φόβο μας να έχουν!

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

Να αφήσουμε την αισιοδοξία ν΄ ανθίσει

 
Ιδιαίτερες, από κάθε άποψη, υπήρξαν οι φετινές «χρονιάρες» μέρες. Στα λιτά γιορτινά τραπέζια, στα μηνύματα των πολιτικών ηγεσιών, στις παρέες, ακόμη και στην ανταλλαγή των ευχών, πανταχού παρούσα ήταν η βαριά σκιά της παρατεταμένης κρίσης που ταλανίζει όλους μας, κρίση που αποτυπώνεται, κυρίως, στη γενικευμένη αβεβαιότητα που μας κατατρύχει και δεν αφήνει την αισιοδοξία να ανθίσει.
Είναι αλήθεια πως δεν ζούμε σε συνηθισμένους καιρούς. Βρισκόμαστε, αναμφίβολα, αντιμέτωποι με τη χειρότερη διεθνή και εγχώρια κρίση της μεταπολεμικής περιόδου. Ακόμη και οι παλιότερες γενιές που έζησαν πολύ πιο δύσκολες καταστάσεις από τη σημερινή, δείχνουν αμήχανες, καθώς το «αύριο» προβάλει τόσο αβέβαιο για όλους.
Η ελληνική κοινωνία δοκιμάζεται σκληρά. Τα εισοδήματα μειώνονται, η ανεργία αυξάνεται. Χιλιάδες οικογένειες βιώνουν δραματικά τις συνέπειες της κρίσης. Την ίδια ώρα –κι αυτό είναι ίσως το χειρότερο- περισσότεροι από ποτέ άλλοτε, τα τελευταία πολλά χρόνια, είναι οι Έλληνες που αγωνιούν για την προσωπική και οικογενειακή τους προοπτική.
Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, οι αφορμές για να αισιοδοξήσουμε δεν είναι πολλές. Το διεθνές σκηνικό βαραίνει από την ειδησεογραφία που θέλει παντού, τουλάχιστον στην Ευρώπη, να επιβάλλονται μέτρα δημοσιονομικής πειθαρχίας που βαθαίνουν την ύφεση: από την Ισπανία και την Πορτογαλία ως την Κύπρο, την Ιταλία, το Βέλγιο και τη Γαλλία.
Πολύ περισσότερο, όμως, είναι η κατάσταση που επικρατεί στη χώρα μας που δεν αφήνει περιθώρια για να ατενίσουμε το μέλλον με αισιοδοξία. «Μια πολύ δύσκολη χρονιά φεύγει», «μια πολύ δύσκολη χρονιά έρχεται», ανέφερε στο πρωτοχρονιάτικο μήνυμά του ο πρωθυπουργός Λουκάς Παπαδήμος, προειδοποιώντας πως «οι επόμενοι τρεις μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι».
Εξήγησε ο κ. Παπαδήμος ότι οι αποφάσεις που θα ληφθούν αυτό το διάστημα «θα καθορίσουν την πορεία της Ελλάδας τις επόμενες δεκαετίες» και σωστά, κατά τη γνώμη μου, επεσήμανε πως «σήμερα αγωνιζόμαστε για να παραμείνει η πατρίδα μας στον πυρήνα της Ευρώπης, για να διασφαλίσουμε τη σταθερότητα, την ευημερία και τη δημοκρατία που κατακτήσαμε τα τελευταία 30 χρόνια».
Δεν ξέρω, ωστόσο, πόσοι από την υπόλοιπη ηγεσία της χώρας (και όχι κατ΄ ανάγκην μόνον την πολιτική), ενστερνίζονται τις δραματικές επισημάνσεις του πρωθυπουργού ότι «για να μην χάσουμε όσα κατακτήσαμε πρέπει να αλλάξουμε όλα όσα κάναμε λάθος: να εξυγιάνουμε το κράτος, να χτίσουμε την οικονομία μας σε στέρεες βάσεις, να την κάνουμε ξανά ανταγωνιστική».
Δεν είναι λίγοι, δυστυχώς, εκείνοι που θέλουν να πιστεύουν, ή προσπαθούν να μας πείσουν ότι πιστεύουν, πως αυτό που ζούμε δεν παρά ένα πρόσκαιρο κακό όνειρο, από το οποίο θα ξυπνήσουμε πολύ σύντομα και θα επιστρέψουμε εκεί που ήμασταν, στην αμεριμνησία του πρόσφατου παρελθόντος που όλα είχαν αφεθεί στην ευκολία του «αυτόματου πιλότου».
Η καθυστέρηση του ΠΑΣΟΚ να επιλύσει τα εσωτερικά του ζητήματα, που, καλώς ή κακώς, «άνοιξε» το ίδιο, η σπουδή της Νέας Δημοκρατίας να επιβάλει τις εκλογές, διαψεύδοντας στην πράξη τις διακηρύξεις ότι δεν «κοιμούνται αγκαλιά με το ημερολόγιο» και η αντίληψη σχηματισμών της παραδοσιακής Αριστεράς ότι βρισκόμαστε σε «προεπαναστατικές συνθήκες» και απομένει η «έφοδος στα θερινά ανάκτορα», ενισχύουν τις συνθήκες πολιτικής αστάθειας.
Η ατμόσφαιρα που δημιουργούν αυτές οι συνθήκες είναι ό,τι χειρότερο θα μπορούσε να συμβεί σε τούτες τις κρίσιμες περιστάσεις που έχουμε ανάγκη από ένα αρραγές εσωτερικό μέτωπο που να διαπραγματευθεί με τους εταίρους μας την, τόσο αναγκαία για την οικονομική μας επιβίωση, δανειακή σύμβαση που η υπογραφή της θα άρει ένα πολύ μεγάλο μέρος της αβεβαιότητας που μας κρατά καθηλωμένους.
Δε μου αρέσουν τα «τσιτάτα», αλλά θα κλείσω τούτο το σημείωμα με μια επιγραμματική φράση που αποδίδεται στον Ουίνστον Τσώρτσιλ. «Είμαι αισιόδοξος. Δεν φαίνεται να έχει καμιά χρησιμότητα να είμαι ο,τιδήποτε άλλο», έλεγε ο αποκαλούμενος και «πατέρας της νίκης» Βρετανός πρωθυπουργός. Και μάλλον είχε δίκιο…

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.

Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

Τα… «αυγά και τα πασχάλια» της κυβερνητικής επικοινωνίας

Επί δύο συνεχείς εβδομάδες ένας από τους μεγάλους τηλεοπτικούς σταθμούς, αλλά κι ένας ακόμη που το κύριο αντικείμενο, ακόμη και των δελτίων ειδήσεων του, είναι το αποκαλούμενο life style, που συμβαίνει και οι δύο να ελέγχονται από τον ίδιο επιχειρηματικό όμιλο, έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο πόλεμο φθοράς κατά του υπουργού Εθνικής Άμυνας Πάνου Μπεγλίτη, με αφορμή, δήθεν, απόφασή του με την οποία δόθηκε η δυνατότητα στα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων να επικοινωνούν απευθείας με την πολιτική ηγεσία.
Σε καθημερινή βάση οι οθόνες των συγκεκριμένων σταθμών κατακλύζονται από δηλώσεις κάθε λογής αποστράτων που σε υψηλότατους τόνους «κατακεραυνώνουν» τον υπουργό Άμυνας που, κατά την άποψή τους, καταλύει την ιεραρχία του στρατεύματος και, έμπλεοι ανησυχιών, κορυβαντιούν για τις συνέπειες που θα επέλθουν στην πειθαρχία των στρατιωτικών.
Ορισμένοι, μάλιστα, από αυτούς τους σφόδρα ανησυχούντες είναι οι ίδιοι που, αν δεν πρωταγωνίστησαν στα πρόσφατα επεισόδια στο «Πεντάγωνο», παρέσχον πλήρη κάλυψη στους συναδέλφους τους που κατέστρεψαν τις πύλες εισόδου του υπουργείου Εθνικής Άμυνας και εισέβαλαν στον προαύλιο χώρο κατά τη διάρκεια  διαμαρτυρίας για τη μείωση των συντάξεων τους. Και έδειξαν τέτοιο σεβασμό στην ιεραρχία που απαίτησαν από τους εν ενεργεία ηγήτορες του στρατεύματος να κατέβουν από τα επιτελεία τους για να παραλάβουν το ψήφισμα τους.
Η κυβέρνηση αντιμετώπισε το όλο ζήτημα με… ολύμπια ψυχραιμία και, αν εξαιρέσει κανείς το τελεσίγραφο που έστειλε ο κ. Μπεγλίτης από τη Βουλή, όπου βρισκόταν, να αποχωρήσουν οι απόστρατοι από το εσωτερικό του υπουργείου γιατί αλλιώς θα απομακρυνόταν βιαίως, κανείς άλλος ούτε από τα άλλα κόμματα, ούτε από το κυβερνητικό στρατόπεδο δεν ένοιωσε την ανάγκη να πει μια κουβέντα καταδίκης τόσο των επεισοδίων όσο και της διπλής τηλεοπτικής καμπάνιας κατά του υπουργού που γίνεται από τα μέσα του επιχειρηματικού ομίλου που, είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ότι δεκαετίες τώρα, διατηρεί «εκλεκτικές συγγένειες» με τις ένοπλες δυνάμεις.
Και αν τα άλλα κόμματα το είδαν με κοντόθωρο ωφελιμισμό, εκπλήσσει η σιωπή της κυβέρνησης, η οποία παγιδευμένη στα λάθη, στις παλινωδίες και στις ανακολουθίες της, αλλά και στη λογική του «ο σώζων εαυτόν σωθήτω», που έχει επικρατήσει τόσο στο υπουργικό συμβούλιο, όσο και στην κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος, μοιάζει να… έχει παραδώσει το πνεύμα της στο επικοινωνιακό πεδίο.         
Οι κυβερνώντες ανέχονται, επί παραδείγματι, αφήνοντας αναπάντητη, την «οβιδιακή» εναλλαγή ρόλων από τους ιεροκήρυκες της τηλοψίας, οι οποίοι τη μια μέρα εμφανίζονται διαπρύσιοι συνήγοροι της τρόικας, εγκαλώντας την κυβέρνηση και συλλήβδην το πολιτικό σύστημα που δεν συμφωνούν να πάρουν δια μιας όλα τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές μας, ενώ την αμέσως επομένη μέρα, όταν τα μέτρα λαμβάνονται, μεταμορφώνονται σε σφοδρούς κατηγόρους, στηλιτεύοντας την αναλγησία των μεν και των δε και φθάνοντας μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζονται, ακόμη και από σοβαροφανείς σχολιαστές, «καραγκιόζηδες» τα στελέχη της τρόικας.
Παρακολουθούν, επίσης, αμήχανα την καταστροφολογική διαστροφή των πραγμάτων, όταν ακόμη και θετικές προοπτικές παρουσιάζονται μόνον με την αρνητική τους χροιά, όπως, επί παραδείγματι, η γερμανική πρόταση για βαθύτερο «κούρεμα» του ελληνικού χρέους, η οποία μέχρι πρότινος προβαλλόταν ως αναγκαιότητα, αφού «ο λογαριασμός του χρέους δεν βγαίνει με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου», αλλά τώρα εμφανίζεται ως κάτι το πολύ κακό, γιατί μπορεί να επηρεάσει τις ελληνικές τράπεζες, από τις οποίες εξαρτώνται αμέσως ή εμμέσως και πάντως απολύτως τα καταχρεωμένα –έντυπα και ηλεκτρονικά- μέσα ενημέρωσης.
Δεν βρίσκεται, δυστυχώς, κανείς να εγκαλέσει όλους αυτούς που βάλουν μονομερώς κατά των πολιτικών και των (υπαρκτών και ανύπαρκτων) προνομίων τους, υποδεικνύοντάς τους να «κοιταχθούν στον καθρέφτη» για να δουν τα υπερπρονόμια που οι ίδιοι απόλαυσαν τα προηγούμενα χρόνια, οδηγώντας τις ίδιες της επιχειρήσεις τους σε οικονομική εκτροπή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη των δημόσιων οικονομικών, από τα οποία, εν πολλοίς, σιτίζονταν και οι ίδιοι.
Ο ισοπεδωτικός λαϊκισμός που ξεχειλίζει ολημερίς και ολονυκτίς από τις οθόνες, δίνοντας δίκιο σε όποιον κάθε φορά φωνάζει πιο δυνατά, παραλύει το κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι, καθώς το «προϊόν» που εκπέμπεται δεν έχει καμία σχέση με την επιβαλλόμενη κριτική που, μαζί με την πληροφόρηση, αποτελεί την βασική αποστολή των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης.
Θα ήμουν ο τελευταίος πολίτης σε αυτή τη χώρα που –και για επαγγελματικούς λόγους, θα αρνιόμουν την υποχρέωση των μέσων ενημέρωσης και των ανθρώπων που τα λειτουργούν να ασκούν την πιο σκληρή κριτική προς την όποια εξουσία. Ενοχλούμαι, ωστόσο, αφάνταστα από τον διαγκωνισμό «μαυρίλας», για λόγους τηλεθέασης, που συνδυάζεται με σκοπιμότητες, αλλά και με την ημιμάθεια και την επιδερμικότητα των σχολιασμών και αναλύσεων πολλών από τους πρωινούς και βραδινούς βαρύγδουπους κήνσορες.
Όλα αυτά, βεβαίως, δεν συμβαίνουν τυχαία. Συμβαίνουν επειδή η κυβέρνηση, αλλά και ολόκληρο το πολιτικό σύστημα (ποιος θα φανταζόταν, μέχρι πρότινος, στελέχη της ανανεωτικής αριστεράς σε πάνελ κουτσομπολίστικης εκπομπής του Star;), έχουν υποταχθεί πλήρως στη λεγόμενη «τέταρτη εξουσία», καθώς, υπό το βάρος των πελατειακών  ανομιών του παρελθόντος, έχουν καταρρεύσει πλήρως, χάνοντας, όπως λέει ο λαός μας, «τ΄ αυγά και τα πασχάλια».  

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com. 

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

Εγκώμιον πολιτικής, με αφορμή τέσσερις θανάτους

Μέσα στον Αύγουστο «έφυγαν από τη ζωή» τέσσερις διακεκριμένες  πολιτικές προσωπικότητες: ο πρώην υπουργός των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ Αναστάσης Πεπονής, ο στενός συνεργάτης του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη, συγγραφέας Νίκος Θέμελης, ο γνωστός ηθοποιός και πρώην βουλευτής του ΚΚΕ Λυκούργος Καλλέργης και ο ιστορικός ηγέτης της ανανεωτικής Αριστεράς Λεωνίδας Κύρκος.
Δεν ξέρω πόσο συμπτωματικό είναι, αλλά συμβαίνει, σε μια εποχή που η κρίση της πολιτικής είναι στο απόγειο της, και οι τέσσερις να εγκαταλείπουν τον μάταιο τούτο κόσμο καθολικά τιμώμενοι και με «οικουμενική»  αναγνώριση της προσφοράς τους στα κοινά και στους αγώνες και στις αγωνίες του λαού μας σε καιρούς πολύ πιο χαλεπούς από αυτούς που εμείς ζούμε σήμερα.
Έχω, ωστόσο, εδραία την πεποίθηση πως, κάνοντας κανείς αναδρομή στην πορεία ενός εκάστου εξ αυτών, δεν βρίσκει σε καμιά από τις συγκεκριμένες περιπτώσεις να ισχύει το γνωστό υποκριτικό ρητό, σύμφωνα με το οποίο «ο νεκρός δεδικαίωται», το οποίο συνήθως επικρατεί για τους ανθρώπους –πολιτικούς και μη- όταν φεύγουν από τη ζωή.  
Ξεκινώντας από τον Αναστάση Πεπονή, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι άφησε θετικά το χνάρι του στα πολιτικά δρώμενα της χώρας; Και το άφησε όχι μόνον με την παρακαταθήκη του ΑΣΕΠ, για την οποία ο ίδιος πάλεψε, επιδιώκοντας να απαλλάξει την πολιτική από τις «πελατειακές σχέσεις, χωρίς να διστάσει, όταν το έργο του υπονομεύτηκε -εκ των έσω, φυσικά-, να υποβάλει την παραίτησή του. Δίδαξε, με τον τρόπο αυτό, πολιτικό ήθος και συνέπεια, όπως είχε κάνει και στην περίοδο της Αποστασίας, όταν μετέδωσε από το κρατικό ραδιόφωνο τις επιστολές του νόμιμου πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου, αλλά και μετέπειτα, αγωνιζόμενος κατά της χούντας των συνταγματαρχών.
Τριάντα χρόνια δίπλα στον Κώστα Σημίτη ήταν ο Νίκος Θεμελής και η επιρροή του στον πρώην πρωθυπουργό, ως διαχρονικός διευθυντής του γραφείου του, υπήρξε, κατά γενική ομολογία τεράστια. Παρά ταύτα, δεν τον έκανε γνωστό, όπως συνέβη με άλλους, η εξουσία που διέθετε, αλλά το πλούσιο λογοτεχνικό έργο του, το οποίο, εκτός των άλλων, αποτελεί μια «ελεγεία» στην Ηπειρώτικη Διασπορά, εκλεκτό τέκνο της οποίας υπήρξε και ο ίδιος, κάτι που, δυστυχώς, δεν έχει (εκ-)τιμηθεί δεόντως από τους τοπικούς ταγούς, οι οποίοι, νομίζω, ότι είναι ώρα να το κάνουν.
Από «καλή γενιά» Κρητικών αγωνιστών, γιός του πρωτοπόρου σοσιαλιστή Σταύρου Καλλέργη, που καθιέρωσε την Εργατική Πρωτομαγιά στην Ελλάδα, ο Λυκούργος Καλλέργης, δεν «εξαργύρωσε» την πατρική κληρονομιά με «οφίτσια». Αφιέρωσε τη ζωή του στην Τέχνη, στην οποία, έπειτα από ένα «πέρασμα» από το Κοινοβούλιο, ως βουλευτής του ΚΚΕ, το 1977, επέστρεψε, συνεχίζοντας να την υπηρετεί, με την ίδια συνέπεια που υπηρέτησε τις ιδέες του μέσα από τον συνδικαλισμό.
Τι να πει κανείς για τον Λεωνίδα Κύρκο που να μη μοιάζει πολύ φτωχό για να χαρακτηρίσει την προσωπικότητά του; Ακόμη και όσοι, στην μακρά πολιτική διαδρομή του, διαφωνήσαμε, κατά καιρούς, μαζί του, δεν μπορεί να μην του αναγνωρίσουμε τη συνεπή δράση στην κατεύθυνση της ανανέωσης και της συνένωσης της Αριστεράς, όπως και την ευρωπαϊκού τύπου διαλλακτικότητα στην πολιτική συμπεριφορά του και τη διαχρονικά συναινετική διάσταση των παρεμβάσεων του.
Ένοιωσα την ανάγκη να κάνω τούτες τις επισημάνσεις, γιατί, ειλικρινά, ενοχλούμαι βαθιά κάθε φορά που βρίσκομαι αντιμέτωπος με την ισοπεδωτική και άκρως επικίνδυνη αντίληψη που τείνει να επικρατήσει στις μέρες μας και θέλει συλλήβδην όλους τους πολιτικούς να είναι «άρπαγες», «κλέφτες» και «κηφήνες» που «ρουφούν το αίμα του λαού», όπως συχνότερα, παρά ποτέ, ακούει κανείς, τελευταία, στους ανά την Ελλάδα καφενέδες, όπου αναμασιέται ο τηλεοπτικός λαϊκισμός.
Έχοντας παρακολουθήσει –εκ του συστάδην, όπως λένε στη στρατιωτική ορολογία- τα πολιτικά δρώμενα για περισσότερο από δυόμισι δεκαετίες, κατά τις οποίες υπήρξα κοινοβουλευτικός συντάκτης σε διάφορα μέσα ενημέρωσης, γνώρισα από πολύ κοντά αρκετούς πολιτικούς όλων των παρατάξεων. Αν χρειαζόταν να συνοψίσω την εμπειρία μου αυτή σε μια φράση, εκείνο, στο οποίο θεωρώ ότι θα κατέληγα είναι πως «δεν είναι ίδιοι όλοι οι πολιτικοί».
Υπήρξαν και , βεβαίως, υπάρχουν «επαγγελματίες» πολιτικοί που η παρουσία τους στη πολιτική είναι ένα είδος καριέρας, για τη συνέχιση της οποίας είναι διατεθειμένοι να κάνουν οποιοδήποτε «συμβιβασμό» ή να επιδοθούν σε κάθε είδους «αλισβερίσι». Δίπλα τους, ωστόσο, στα ίδια έδρανα κάθονταν και, σίγουρα, εξακολουθούν να κάθονται, πολιτικοί με διάθεση προσφοράς που δεν θεωρούν την πολιτική χώρο πλουτισμού –γιατί, πιστέψτε το, η πλειονότητα φεύγει φτωχότερη από την πολιτική- και δεν διστάζουν να αποχωρήσουν όταν τίθενται θέματα συνείδησης, όπως έκανε ο Αναστάσης Πεπονής, ή όταν έρχεται το πλήρωμα του χρόνου, όπως έκανε ο Λεωνίδας Κύρκος.
Εκείνο, πάντως, που νομίζω ότι πρέπει να έχουμε, κυρίως, υπόψη μας, όταν «πυροβολούμε» τους πολιτικούς, είναι πως και τους μεν και τους δε ψηφοφόροι, όπως εμείς, τους έστειλαν εκεί. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η Πολιτική είναι πέρα και πάνω από τα πρόσωπα που έρχονται και παρέρχονται. Και, φυσικά, χωρίς Πολιτική καμία κοινωνία δεν προοδεύει.

*Ο Γρηγόρης Τζιοβάρας είναι δημοσιογράφος, περιφερειακός σύμβουλος Θεσπρωτίας στο νέο Περιφερειακό Συμβούλιο Ηπείρου. Η αρθρογραφία του (ανα)δημοσιεύεται στην ιστοσελίδα: http://topikakaiatopa.blogspot.com.