Συνολικές προβολές σελίδας

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2020

Με… νοσταλγία δεν λειτουργούν «φουγάρα»

 «Στόχος είναι να ανάψουν όσο περισσότερα φουγάρα γίνεται…», δήλωνε η Θεοδώρα Τζάκρη όταν τον Σεπτέμβριο του 2015 αναλάμβανε το χαρτοφυλάκιο της υφυπουργού Βιομηχανίας στην κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Δεκατρείς μήνες αργότερα, ωστόσο, εγκατέλειψε το κυβερνητικό αξίωμα αφήνοντάς μας με την απορία πόσα φουγάρα άναψαν και πότε έσβησαν επί των ημερών της υφυπουργίας της.

Χωρίς να είναι βέβαιο ότι συνδέονται τα δύο γεγονότα, μερικούς μήνες μετά την αντικατάσταση της φερέλπιδος πολιτικού από την Πέλλα, η εταιρεία ΒSH (Βosch Siemens Hausgerate) Hellas που κατασκεύαζε τις λευκές συσκευές «Πίτσος» ανακοίνωνε την απόφαση της γερμανικής μητρικής εταιρείας να βάλει λουκέτο στο εργοστάσιο της επιχείρησης στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη. Το αρχικό χρονοδιάγραμμα όριζε ότι οι τίτλοι τέλους για την «Πίτσος» θα έπεφταν στο τέλος του 2018, αλλά στη συνέχεια η ημερομηνία λήξης ορίστηκε για το τέλος του 2020.

Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν έκανε απολύτως τίποτε για να εμποδίσει τη δυσμενή αυτή εξέλιξη. Το αντίθετο θα έλεγε κανείς, καθώς είχε εξαρχής εχθρική διάθεση απέναντι στον συμβιβασμό τον οποίο είχαν πετύχει οι προηγούμενες κυβερνήσεις με τη γερμανική εταιρία Siemens, η οποία προκειμένου να εξιλεωθεί για το σκάνδαλο με τα «μαύρα ταμεία» είχε, μεταξύ άλλων, δεσμευτεί να υλοποιήσει στη χώρα μας επένδυση 60 εκατ. ευρώ που θα απασχολούσε 700 εργαζόμενους.

Στο κείμενο της συμβιβαστικής συμφωνίας με την Siemens, η οποία είχε ψηφιστεί από τη Βουλή ως χωριστός νόμος, η επένδυση δεν κατονομαζόταν, αλλά ήταν κοινό μυστικό ότι αφορούσε τη μετεγκατάσταση του εργοστασίου της BSH - Πίτσος από τον Ρέντη στη Μαγούλα Αττικής. Είχε μάλιστα βρεθεί και το σχετικό ακίνητο, πλην, όμως, ο προσκείμενος στο τότε κυβερνών κόμμα δήμαρχος της περιοχής αντέδρασε στην αδειοδότηση.

Η επένδυση ματαιώθηκε και οι Γερμανοί ιδιοκτήτες της εταιρείας, οι οποίοι είχαν αποκτήσει τον έλεγχο της «Πίτσος» έπειτα από μια μεγάλη απεργία που έγινε στην επιχείρηση στα μέσα της δεκαετία του 1970, αποφάσισαν να κατευθύνουν την παραγωγική τους δραστηριότητα εκτός Ελλάδας, επιλέγοντας πιο συμφέροντες προορισμούς όπως είναι η Τουρκία ή η Σλοβενία. Είναι γνωστό άλλωστε ότι το κεφάλαιο δεν έχει… πατρίδα και κατευθύνεται εκεί που βρίσκει μεγαλύτερο κέρδος.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, βεβαίως, τα σχέδια των Γερμανών… καπιταλιστών διευκόλυναν τα μάλα και οι εργαζόμενοι στην επιχείρηση, καθώς δεν άνοιξε μύτη με την απόφαση για το λουκέτο επειδή, όπως γράφηκε τότε χωρίς να διαψευστεί, οι εργατοϋπάλληλοι της επιχείρησης, με τη συναίνεση και του σωματείου τους, εξασφάλισαν γενναίες αποζημιώσεις απόλυσης.

Παραδόξως πως, ωστόσο, το ζήτημα ανακινήθηκε πρόσφατα με επιστολή που έστειλε προς τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργατοϋπαλλήλων Μετάλλου, ζητώντας την παρέμβασή του, ώστε να μην σταματήσει η λειτουργία της «Πίτσος» που έχει ιστορία 155 ετών, με έτος ίδρυσης το 1865. Ακόμη πιο παράδοξη, όμως, ήταν η αντίδραση της πρώην υφυπουργού Βιομηχανίας Θεοδώρας Τζάκρη, η οποία εξέδωσε ανακοίνωση για να επικρίνει τη σημερινή κυβέρνηση ότι ευθύνεται για ένα «λουκέτο» που αποφασίστηκε πριν από τρία χρόνια.

Πέρα από τις πολιτικές καντρίλιες, πάντως, αφού στην κόντρα μπήκαν και άλλοι πολιτικοί από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, η φυγή μιας επιχείρησης από τη χώρα μας και η μεταφορά των δραστηριοτήτων της στην Τουρκία ή όπου αλλού είναι ένα σοβαρό ζήτημα που δεν μπορεί να αφήνει αδιάφορους ούτε όσους απαρτίζουν το πολιτικό σύστημα ούτε την κοινωνία και τους συλλογικούς φορείς της (συνδικάτα, κλπ).

Τις τελευταίες ημέρες, με αφορμή την καθυστερημένη αντίδραση της Ομοσπονδίας των μεταλλεργατών, εκδηλώθηκε, κυρίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ένα κύμα έντονης νοσταλγίας για τις χαμένες ελληνικές βιομηχανίες που, όπως η «Πίτσος», έγραψαν ιστορία τις προηγούμενες δεκαετίες, αλλά τα τελευταία χρόνια δεν άντεξαν στον διεθνή ανταγωνισμό και οδηγήθηκαν στο λουκέτο.

Κάποιες εξ αυτών μάλιστα κατέρρευσαν πολύ πριν ζήσουμε την τελευταία φάση της φρενήρους παγκοσμιοποίησης, ενώ άλλες διατηρήθηκαν λίγο παραπάνω στη ζωή είτε χάρις σε κρατικές επιδοτήσεις είτε επειδή προσέλκυσαν κεφαλαιακές ενισχύσεις από το εξωτερικό. Το μόνο αναμφισβήτητο συμπέρασμα είναι ότι ο βιομηχανικός χάρτης του 1960 και του 1970 δεν έχει καμία σχέση με τον παραγωγικό χάρτη του 2020. Οι λόγοι για τους οποίους συνέβη αυτό είναι πολλοί και σίγουρα δεν μπορούν να εξαντληθούν σε ένα τέτοιο σημείωμα.

Κακά τα ψέματα, η ποιότητα αλλά κυρίως το κόστος των παραγόμενων στην Ελλάδα ηλεκτρικών συσκευών δεν μπορεί να συγκριθούν με πολλά εισαγόμενα. Και όσο και αν οι έχοντες κάποια ηλικία νοσταλγούμε τις πρώτες συσκευές που μπήκαν σπίτι μας και ήταν made in Greece, έστω και με σχετικά μικρή εγχώρια προστιθέμενη αξία, η συντριπτική πλειονότητα στις μέρες μας προτιμά τις φτηνότερες και πιο σύγχρονες συσκευές ακόμη και όταν αυτές κατασκευάζονται στην… Τουρκία.

Όπως και να έχει, η Ελλάδα του 2020 δεν μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στα φουγάρα. Οι συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια στον παγκόσμιο καταμερισμό, σε συνδυασμό με το καλά εκπαιδευμένο προσωπικό που διαθέτει την υποχρεώνουν να στρέψει το ενδιαφέρον της σε νέες μορφές παραγωγικών δραστηριοτήτων, όπως είναι η έρευνα και η καινοτομία, η ψηφιακή τεχνολογία, η πράσινη ενέργεια και η τεχνητή νοημοσύνη στις οποίες μπορεί να πρωταγωνιστήσει.

Παρασκευή 9 Οκτωβρίου 2020

Κι αν ο Κοντονής μιλούσε και για τη Novartis…

 Κανείς από τους παροικούντες στην… πολιτική Ιερουσαλήμ δεν πρέπει να έπεσε από τα σύννεφα με την επίθεση που εξαπέλυσε η ηγεσία της Κουμουνδούρου κατά του Σταύρου Κοντονή όταν ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ θύμισε τις παλαιότερες επισημάνσεις του σύμφωνα με τις οποίες ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρον άρον ψηφίστηκε τις παραμονές των τελευταίων εκλογών, διευκόλυνε τη Χρυσή Αυγή.

Με αποκορύφωμα, άλλωστε, τη διαβόητη άποψη που διατύπωσε τον Ιούνιο του 2016 ο τότε πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης περί μη διαχωρισμού των ψήφων σε «ευπρόσδεκτες» και «μη ευπρόσδεκτες», όταν το κόμμα του είχε βάλει στόχο να περάσει πάση θυσία την απλή αναλογική, δεν είναι η πρώτη φορά που, είτε ως ψίθυρος είτε ως δημόσια καταγγελία, κυκλοφορούν στη δημόσια σφαίρα βάσιμες υποψίες για υπόγειους υπολογισμούς της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα σε σχέση με την παρουσία του νεοναζιστικού μορφώματος στο πολιτικό στερέωμα.

Εκείνο, ωστόσο, που ξένισε σε αυτή την οξεία αντιπαράθεση, ίσως περισσότερο ακόμη και από τη διαγραφή του που αποφασίστηκε με συνοπτικές διαδικασίες, ήταν το περιεχόμενο της λιτής ανακοίνωσης με την οποία ο επίσημος ΣΥΡΙΖΑ αποδοκίμασε τον άλλοτε υπουργό του. Χρειάστηκαν μόλις 31 λέξεις για να τον εξουδετερώσουν πολιτικά και να υπονομεύσουν την αξιοπιστία των καταγγελιών του, τόσο των τωρινών όσο και των ενδεχόμενων μελλοντικών.

«Οι δηλώσεις του Σταύρου Κοντονή, που υιοθετούν την προπαγάνδα και τα fake news της Νέας Δημοκρατίας, είναι απαράδεκτες και αντικειμενικά εξυπηρετούν πολιτικά συμφέροντα εχθρικά προς την Αριστερά και τον ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία», ήταν το σχόλιο με το οποίο ανασύρθηκαν από το χρονοντούλαπο της Ιστορίας φρασεολογία και πρακτικές της Αριστεράς του Μεσοπολέμου και της μετεμφυλιακής περιόδου.

Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι πολλά: Πώς ορίζονται, αλήθεια, τα «πολιτικά συμφέροντα» που είναι «εχθρικά προς την Αριστερά»; Και με ποιον τρόπο τα «εξυπηρέτησε» ο πρώην υπουργός; Όποιος διατυπώνει μια άποψη που δεν βολεύει την ηγεσία καθίσταται αυτομάτως «εχθρός του κόμματος», ακόμη και αν λέει την αλήθεια;

Τηρουμένων των αναλογιών, η φρασεολογία της Κουμουνδούρου δεν απέχει πολύ από την αντίστοιχη που χρησιμοποιήθηκε στην περίπτωση του Νίκου Πλουμπίδη ο οποίος, ενώ οδηγήθηκε στα μέσα της δεκαετία του 50 στο εκτελεστικό απόσπασμα, για την ηγεσία του κόμματός του δεν ήταν παρά «παλιός προβοκάτορας», που «μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο τής προδοσίας»…

Όπως τότε, έτσι και τώρα, όποιος αμφισβητεί το αλάθητο της ηγεσίας, εξοβελίζεται. Ο Κοντονής, εξάλλου, δεν είναι το μόνο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ που στις μέρες μας στοχοποιείται για τις απόψεις του. Θυμηθείτε τι υπέστη πρόσφατα ο Ευκλείδης Τσακαλώτος επειδή διαφώνησε με τον χαρακτηρισμό «πολιτικός απατεώνας» που αποδίδει ο Αλέξης Τσίπρας στον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη.

Όπως και να έχει, πάντως, το 2020 δεν είναι 1950. Και, ως εκ τούτου, τα πολιτικά στελέχη της εποχής μας δεν βάζουν την «τιμή του κόμματος» πάνω από τον εαυτό τους, όπως ο Πλουμπίδης, ακόμη και όταν δηλώνουν «κομμουνιστές της ανανεωτικής Αριστεράς», όπως ο Κοντονής. Υπό αυτή την έννοια, θα έχει τεράστιο ενδιαφέρον αν κάποια στιγμή ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης αποφασίσει να μιλήσει για την εποχή που ασκούσε τα υπουργικά του καθήκοντα, έχοντας στο πλάι του τον «Ρασπούτιν» Δημήτρη Παπαγγελόπουλο.

Αποτελεί γεγονός αναμφισβήτητο ότι ο «βουλευτής Ζακύνθου», όπως τον αποκαλούσαν υποτιμητικά τον Σ. Κοντονή «σύντροφοι» του, γνωρίζει πολλά για σημαντικές υποθέσεις που σημάδεψαν τη διακυβέρνηση από τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Σκεφθείτε μόνον αν κάποια στιγμή θελήσει να περιγράψει τα όσα προηγήθηκαν της παρουσίας του δίπλα στον «Ρασπούτιν» όταν ο τελευταίος, βγαίνοντας από το Μέγαρο Μαξίμου, χαρακτήριζε αμετροεπώς την υπόθεση Novartis ως «το μεγαλύτερο σκάνδαλο από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους»…

Λέτε αυτό να είχαν κατά νου οι ιθύνοντες της Κουμουνδούρου που έσπευσαν να τον διαγράψουν νύκτωρ;

Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Ατελείωτος παρακρατικός «βόρβορος»*


Το κείμενο της απομαγνητοφωνημένης συνομιλίας με τον πρώην υπουργό Νίκο Παπά που κατέθεσε στην Προανακριτική Επιτροπή ο επιχειρηματίας Σάμπυ Μιωνής συνιστά, χωρίς υπερβολή, την επιτομή της ΣΥΡΙΖΑΝΕΛικής διακυβέρνησης και συνάμα αποτελεί αναμφισβήτητο μνημείο απροσμέτρητης φαυλότητας που όμοιό του δύσκολα μπορεί να βρει κανείς στην πρόσφατη ελληνική πολιτική ιστορία.
Μόνον οι εκφράσεις τις οποίες χρησιμοποιεί ένας υπουργός εκλεγμένης κυβέρνησης, φθάνοντας μέχρι του σημείου να χαρακτηρίζει κυνικά «μαγαζί» την κυβέρνηση στην οποία συμμετέχει, όπως και ο τρόπος που συνομιλεί με έναν ιδιώτη επιχειρηματία, τον οποίο αποκαλεί με τη πασίγνωστη ελληνική λέξη με τα τρία «α», λες και είναι παιδικοί φίλοι, αναδύουν τέτοια χυδαιότητα που είναι αδύνατο να την προσπεράσει κάποιος.
Το χειρότερο όλων, όμως, είναι ο παρακρατικός «βόρβορος», ο οποίος αναδεικνύεται μέσα από την επίμαχη συνομιλία Παπά - Μιωνή, όπως και από τις παρακολουθήσεις της ΕΥΠ που έφεραν στο φως τα «Παραπολιτικα», δείχνει πόσο αδίστακτη υπήρξε η στενή ηγετική παρέα της κατ΄ όνομα «πρώτη φορά αριστερής διακυβέρνησης». Μπροστά τους ορρωδούν και οι μεγαλύτεροι συνωμότες του υποκόσμου, αφού εμφανίζονται διατεθειμένοι να μετέλθουν οποιαδήποτε αθλιότητα θα μπορούσε να συμβάλει στη μακροημέρευση της παρουσίας τους στην εξουσία και να επαυξήσει τα ωφελήματα που απολάμβαναν σαν… να μην υπήρχε αύριο.  
Ξεχείλιζαν από αλαζονεία και δεν υπολόγιζαν κανέναν και τίποτε. Έκαναν τα στραβά μάτια σε παρανομίες τις οποίες ήξεραν και ομολογούσαν. Αρκεί να μην θιγεί το… «μαγαζί» τους. Οργάνωναν σκευωρίες για να εξουθενώσουν τους αντιπάλους τους, αδιαφορώντας αν εκείνους τους οποίους στοχοποιούν έχουν υποπέσει σε κάποια παρασπονδία ή είναι εντελώς αθώοι. Εύρισκαν δήθεν κρύπτες με στοιχεία και φαντασιωνόταν έρευνες και συλλήψεις το FBI. Ήθελαν πάση θυσία «στοιχεία» για τη Μαρέβα Γκραμπόφσκι, τη σύζυγο του Κυριάκου Μητσοτάκη, χωρίς να πολυνοιάζονται αν έχει υποπέσει σε κάτι επίμεμπτο.
Στο καλοπροαίρετο ή μη ερώτημα, για το κατά πόσο είναι λογικό να γίνονται δεκτά ως αληθή τα καταγγελλόμενα από τον κ. Μιωνή και όχι ο αντίλογος του κ. Παπά, η απάντηση είναι προφανής. Διότι το πολιτικό συνονθύλευμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έχει τόσο βεβαρημένο παρελθόν στην εφαρμογή παρακρατικών μεθόδων που δεν αφήνει περιθώρια αμφιβολιών ούτε για τη συγκεκριμένη περίπτωση. Η οποία, άλλωστε, αποτελεί ένα συμπίλημα πολλών υποθέσεων που διασυνδέονται μεταξύ τους και έχουν κοινό πρωταγωνιστή πίσω από την κουίντα τον αρχηγό της ΕΥΠ επί Κώστα Καραμανλή που έγινε αρμόδιος για τη δικαστική διαφάνεια επί Αλέξη Τσίπρα…
Κακά τα ψέματα, όμως, όσο και αν ο πρώην εισαγγελέας Δημήτρης Παπαγγελόπουλος αποτελεί  το μοιραίο πρόσωπο που φαίνεται να μεθόδευσε τα μύρια όσα για να συνδέσει τη λεγόμενη «λίστα Λαγκάρντ» και την απόπειρα να στριμωχτούν ο Σταύρος Παπασταύρου και ο Σάμπυ Μιωνής με το σκάνδαλο Novartis και την προσπάθεια να καταστραφούν οι βασικοί πολιτικοί αντίπαλοι της κυβέρνησης των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, όπως οι Αντώνης Σαμαράς, Ευάγγελος Βενιζέλος, Άδωνις Γεωργιάδης, Ανδρέας Λοβέρδος, κ.ά., οι ηγετικές ομάδες του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ είχαν συνάψει σχέση αδελφοποιτών πολύ πριν ανέβουν στην εξουσία.
Η γενική πρόβα για το αλισβερίσι ανάμεσα στο κόμμα του Αλέξη Τσίπρα και στο κόμμα του Πάνου Καμμένου έγινε τον Δεκέμβριο του 2014 όταν λίγα 24ωρα πριν από τη δεύτερη ψηφοφορία για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας, ο προσκείμενος στον ΣΥΡΙΖΑ ηθοποιός Λάκης Λαζόπουλος βγήκε σε τηλεοπτικό πρωινάδικο για να υποστηρίξει ότι ήταν γνώστης απόπειρας δωροδοκίας του ομότεχνού του –τότε- βουλευτή των ΑΝΕΛ Παύλου Χαϊκάλη προκειμένου να ψηφίσει τον Σταύρο Δήμα που πρότειναν τα συγκυβερνώντα κόμματα ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Σε πείσμα των απειλών του Πάνου Καμένου, αλλά και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, κατά της Αστυνομίας και της Δικαιοσύνης, απεδείχθη τελικά ότι η όλη υπόθεση δεν ήταν παρά μια κακοσκηνοθετημένη φάρσα. Σύντομα, άλλωστε, ξεχάστηκε και ποτέ ξανά δεν μίλησε κανείς γι΄ αυτήν. Ο στόχος είχε επιτευχθεί, αφού το πολιτικό σκηνικό πήρε φωτιά. Οι βουλευτές που αμφιταλαντεύονταν να ψηφίσουν υπέρ του Σταύρου Δήμα φοβήθηκαν τη ρετσινιά του αργυρώνητου. Η ψηφοφορία για την προεδρική εκλογή απέβη, φυσικά, άκαρπη. Και, έτσι, άνοιξε ο δρόμος για την προσφυγή στην κάλπη των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 με τα γνωστά αποτελέσματα.
Περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο, όμως, εκείνο που πέτυχε η εργαλειοποίηση της υποτιθέμενης «δωροδοκίας Χαϊκάλη» ήταν να φέρει κοντά –στην πραγματικότητα να ταυτίσει- δύο αδίστακτες λαϊκίστικες κομματικές παρέες που ξεπήδησαν μέσα από τη βίαιη μνημονιακή προσαρμογή. Και οι οποίες, όπως έδειξε η συνέχεια, ήταν διατεθειμένες να κάνουν τα πάντα για να κερδίσουν και για να διατηρήσουν την εξουσία.
Μαζί έκαναν «ναι» το «όχι» του δημοψηφίσματος. Μαζί ψήφισαν το νέο Μνημόνιο. Μαζί οργάνωσαν τις μικρές και μεγάλες σκευωρίες με τις οποίες πίστευαν ότι θα διαιωνίσουν την εξουσία. Και αν τους χώρισε κάποια στιγμή η συμφωνία των Πρεσπών και αυτό έγινε με στόχο να συνεχίσουν τη συγκυβέρνησή τους. Μόνον που είχε τελειώσει πλέον ο χρόνος τους και ο παρακρατικός «βόρβορος» που άφηναν πίσω τους είχε αρχίσει να υποψιάζει αρκετούς πολίτες.
Τώρα, με όσα έρχονται στο φως, γίνονται τα επίσημα αποκαλυπτήρια. Και έπεται συνέχεια…        
*«Βόρβορος», σύμφωνα με τα λεξικά, είναι η λάσπη με ακαθαρσίες και δυσοσμία που εμφανίζεται στον πυθμένα υδάτινων εκτάσεων. Μεταφορικά η λέξη αποδίδει την έσχατη ηθική κατάπτωση και διαφθορά.

Πέμπτη 20 Ιουνίου 2019

Καιρός να μπει φρένο στο «κάθε πέρυσι και καλύτερα»



Είναι αρκετά χρόνια τώρα κατά τα οποία κάθε φορά που διαλύεται η Βουλή, στον απολογισμό που κάνουν οι σκεπτόμενοι πολίτες βρίσκουν ότι τα πράγματα πήγαν χειρότερα από την προηγούμενη φορά.
Από το 2004 έως το 2007, από το 2007 έως το 2009, από το 2009 έως το 2012, από το 2012 έως το 2015 και από το 2015 έως το 2019, παρατηρείται μια συνεχής διολίσθηση τόσο στην ποιότητα της πολιτικής αντιπαράθεσης όσο και στη συμπεριφορά που επιδεικνύουν οι αιρετοί εκπρόσωποι που εμείς στείλαμε στη Βουλή.
Στο κλείσιμο κάθε μιας από αυτές τις περιόδους, οι περισσότεροι συνομολογούν ότι ίσχυσε το «κάθε πέρυσι και καλύτερα…». Οι ελπίδες, ωστόσο, για αντιστροφή του κλίματος, στη λογική του «δεν πάει παρακάτω», κάθε φορά διαψεύδονται. Αποδεικνύεται ότι ο κατήφορος δεν έχει πάτο…   
Από πού να ξεκινήσει κανείς; Από την μεθυστική μετα-ολυμπιακή αμεριμνησία ή από την παραλυτική δεύτερη περίοδο διακυβέρνησης από τον Κώστα Καραμανλή, που με πρόσχημα την οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία η χώρα έπλεε σαν ακυβέρνητο καράβι;   Οι έκτακτες συνθήκες που –μοιραία;- ακολούθησαν, δυστυχώς όχι μόνον δεν βελτίωσαν την κατάσταση αλλά καταφανώς τη δυσχέραναν.
Και κάπως, έτσι, τη μνημονιακή καταβύθιση των περιόδων διακυβέρνησης από τους Γιώργο Παπανδρέου και Αντώνη Σαμαρά, οπότε ήρθαν τα πάνω κάτω στο πολιτικό σύστημα, τη διαδέχθηκε ο μοναδικός στα χρονικά εκμαυλισμός βουλευτών από τον Αλέξη Τσίπρα που κυβέρνησε τη χώρα προσελκύοντας μεμονωμένους βουλευτές από… έξι διαφορετικά κόμματα.
Από τη μια άκρη, οπότε οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των πολιτών «λάκιζαν», μετακινούμενοι σε άλλα κόμματα για να μη πάρουν την ευθύνη της υπερψήφισης των σκληρών μέτρων τα οποία επέβαλαν τα Μνημόνια και ο κίνδυνος της άμεσης χρεοκοπίας, φθάσαμε στην άλλη άκρη. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ ψήφιζαν, σχεδόν χωρίς αντίρρηση, πολύ χειρότερα μέτρα από εκείνα που οι προηγούμενοι δεν διανοούνταν να εγκρίνουν.
Η… συντηρητική κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου συγκλονιζόταν συθέμελα προτού καταφέρει να περάσει από τη Βουλή ήσσονος σημασίας ρυθμίσεις, όπως η μικρή επιμήκυνση στην προθεσμία κατανάλωσης του γάλακτος. Η… προοδευτική κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου περνούσε αβρόχοις ποσί ακόμη και την κατάργηση του ΕΚΑΣ για τους μικροσυνταξιούχους ή την παράδοση ολόκληρης της δημόσιας περιουσίας στο ελεγχόμενο από τους δανειστές «Υπερταμείο».
Είναι εντυπωσιακό, μάλιστα, ότι μια πλειάδα βουλευτών οι οποίοι άλλαξαν στρατόπεδο, χαλώντας τον κόσμο επειδή δεν τους πήγαινε να ψηφίσουν Μνημόνια, στη συνέχεια δεν είχαν πρόβλημα να πουν «ναι σε όλα» αρκεί αυτή η οβιδιακή μεταμόρφωσή τους να διευκόλυνε την επανεκλογή τους με τη νέα σημαία ευκαιρίας που σήκωναν.
Το πιο εντυπωσιακό, όμως, είναι ότι για ορισμένους εξ αυτών οι πολίτες - ψηφοφόροι επιβράβευσαν την αναξιοπιστία, ου μην αλλά και την αναξιοπρέπεια, που επέδειξαν, επιλέγοντας να τους στείλουν εκ νέου στο Κοινοβούλιο ή να τους εξασφαλίσουν καταφύγιο στο Ευρωκοινοβούλιο.
Εξηγήσεις για το φαινόμενο που θέλει τους διαμαρτυρόμενους πολίτες να ξαναψηφίζουν εκείνους για την συμπεριφορά των οποίων διαμαρτύρονται, υπάρχουν πολλές. Η ελλιπής γνώση, η λάθος εκτίμηση και κυρίως η κυριαρχία του κριτηρίου της αναγνωρισιμότητας, η οποία δεν συμβαδίζει τις περισσότερες φορές με τη συνέπεια και την αξιοσύνη, είναι μερικές από αυτές.
Οι εξηγήσεις, όμως, δεν αποτελούν και δικαιολογίες. Και σίγουρα δεν μπορεί να λειτουργούν ως άλλοθι για να παρακολουθούμε και να αποδεχόμαστε παθητικά τη διαρκή καθοδική πορεία που παρατηρείται γύρω μας με την επίπλευση των φελλών, την επικράτηση των λαϊκιστών και τον εξοβελισμό από το προσκήνιο όσων τολμούν να πουν άβολες αλήθειες.     
Γι΄ αυτό και στις εκλογές που έρχονται, καθώς θα πηγαίνουμε προς την κάλπη ας έχουμε κατά νου ότι, εκτός από το ψηφοδέλτιο του κομματικού σχηματισμού που θα επιλέξουμε, επειδή μας έπεισε ότι ικανοποιεί περισσότερο αυτό που εμείς θεωρούμε δημόσιο συμφέρον, διαθέτουμε και τη δύναμη του σταυρού προτίμησης με την οποία μπορούμε να καθορίσουμε εκείνους που θα μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή.
Δεν έχουμε, λοιπόν, παρά να αφιερώσουμε λίγο ή και περισσότερο χρόνο για να σχηματίσουμε προσωπική άποψη για όσους διεκδικούν την ψήφο μας. Διαβάζοντας έντυπα, σερφάροντας στο Διαδίκτυο ή ρωτώντας εκείνους που μπορεί να έχουν καλύτερη γνώση, μπορούμε να διακρίνουμε ποιος είναι άξιος γιατί, για παράδειγμα, στην προηγούμενη ζωή του έχει κάνει κάτι που αξίζει.
Μελετώντας θα μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε ποιος μπήκε στη λίστα των υποψηφίων επειδή είναι γόνος πολιτικού τζακιού, γέννημα του κομματικού σωλήνα, δημιούργημα της τηλεοπτικής υπερπροβολής ή και σκέτος γυρολόγος της πολιτικής που «τρούπωσε» εκεί που βρίσκεται διότι δεν είχε τίποτε αποδοτικότερο να κάνει στη ζωή του.
Όχι, τίποτε άλλο, αλλά να προσπαθήσουμε να βάλουμε, έστω, λίγο φρένο στο αποκαρδιωτικό «κάθε πέρυσι και καλύτερα». Στο χέρι μας είναι. Κυριολεκτικά! 

Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Υπουργικά χειροκροτήματα σε μια ηλιόλουστη Αθήνα



            Πριν από μερικά χρόνια είχα εντυπωσιαστεί όταν, σε ένα ταξίδι στη Βιέννη πίνοντας με την παρέα μου τον καφέ μας απέναντι από τα κυβερνητικά κτίρια, είδαμε τον τότε καγκελάριο της Αυστρίας Βόλφγκανγκ Σούσελ να προσέρχεται με φακέλους ανά χείρας και να πιάνει ένα λίγο απόμερο τραπέζι.
            Τον ακολουθούσε μια ομάδα προσώπων, η οποία, εξαιτίας της αναγνωρίσιμης φιγούρας της πανύψηλης υπουργού Εξωτερικών Ούρσουλα Πλάσνικ, που ήταν τότε πανευρωπαϊκά γνωστή, αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για μέλη του αυστριακού υπουργικού συμβουλίου που είχαν προσέλθει με τους χαρτοφύλακες τους για να συνεδριάσουν.
Ήταν μια συνεδρίαση, η οποία χωρίς καμία επισημότητα, παρατρεχάμενους, κάμερες, δημοσιογράφους και τα συμπαρομαρτούντα, ούτε κάποιο –εμφανές τουλάχιστον- ιδιαίτερο μέτρο ασφαλείας, είχε απλώς συγκληθεί έξω από το κυβερνητικό μέγαρο. Ίσως και επειδή –όχι και τόσο συνηθισμένο στην Αυστρία- η μέρα ήταν αρκετά ηλιόλουστη.
            Ανέσυρα τη συγκεκριμένη εικόνα στη μνήμη μου καθώς παρακολουθούσα την τελευταία συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου του Αλέξη Τσίπρα.Καθώς ο σκηνοθέτης ήθελε να αλλάζει πλάνα, μετακινούσε συχνά την κάμερα και έβλεπε κανείς ζωγραφισμένη την αφόρητη βαρεμάρα στα πρόσωπα της πλειονότητας των μελών της κυβέρνησης.
Οι περισσότεροι, άλλωστε, είχαν προσέλθει στην αίθουσα κρατώντας στο ένα χέρι το κινητό τηλέφωνο και έχοντας το άλλο στην τσέπη,γνωρίζοντας ότι βρέθηκαν εκεί μόνον και μόνον για να αποτελέσουν το ντεκόρ στην εκφώνηση μιας ακόμη απολύτως προβλέψιμης ομιλίας που κανείς δεν ήξερε σε ποιους και γιατί απευθυνόταν.
            Δεν πρέπει, ωστόσο, να τους αδικούμε. Δεν είναι εύκολο να είσαι υποχρεωμένος να ακούς επί 27 ολόκληρα λεπτά της ώρας χιλιοειπωμένες πομφόλυγες του τύπου «η χώρα αποτελεί σήμερα ένα ευρωπαϊκό παράδειγμα επιτυχίας, στο οποίο αναφέρονται όλοι οι εταίροι μας με κολακευτικά σχόλια σχεδόν σε όλα τα ευρωπαϊκά φόρα».
Ούτε, ακόμη και αν είσαι ο… Θάνος Μωραΐτης, μπορείς να δείξεις ότι σου κεντρίζουν το ενδιαφέρον ισχυρισμοί του τύπου «όλα αυτά ίσως να μην τα διαβάσουμε στα πρωτοσέλιδα ορισμένων κυριακάτικων εφημερίδων, πολλών εξ αυτών κρατικοδίαιτων, υπό την έννοια ότι ζουν από θαλασσοδάνεια που ποτέ δεν ελέγχθηκαν από τους ιθύνοντες του τραπεζικού μας συστήματος».
Μόνον… λωτοφάγοι, εξάλλου, θα είχαν απωθήσει από τη μνήμη τους ότι η κυβέρνηση Τσίπρα έστησε πολύμηνα σόου στην αποκαλούμενη «Εξεταστική Επιτροπή για τα δάνεια κομμάτων και μέσων ενημέρωσης», στην οποία έσυρε σχεδόν μόνον όσους της ασκούν κριτική –και πάντως εξαίρεσε προκλητικά τους καταχρεωμένους φίλους της- προτού να καταλήξει το όλο καθαρτήριο εγχείρημα σε ένα μεγαλοπρεπές φιάσκο. 
Γι΄  αυτό και το -μάλλον ασυνήθιστο για τα ήθη που επικρατούν στις δυτικού τύπου κοινοβουλευτικές δημοκρατίες- χειροκρότημα, με το οποίο… αντέδρασαν οι υπουργοί και οι υφυπουργοί στο κλείσιμο της πρωθυπουργικής αγόρευσης, απέπνεε περισσότερο ανακούφιση και λιγότερο ικανοποίηση. Ήταν, πιθανότατα, η ανακούφιση που αισθάνεται ο καθένας όταν νοιώθει να χάνει ασκόπως τον χρόνο του.
Μπορεί να μην είναι όλοι τους πολυάσχολοι, αλλά, όπως και να έχει, κάτι καλύτερο θα είχαν να κάνουν από το να βλέπουν την απέλπιδα προσπάθεια του κ. Τσίπρα να αμφισβητήσει τις δημοσκοπήσεις και να πείσει –ποιους άραγε;- ότι «η χώρα μας μέσα στα τελευταία χρόνια έχει καταφέρει όσα λίγοι πίστευαν ότι θα μπορέσει να καταφέρει. Και τα πέτυχε αυτά, βεβαίως με τις δικές μας προσπάθειες, αλλά κυρίως με τη στήριξη του ελληνικού λαού».
Ο αθηναϊκός ήλιος, άλλωστε, έξω από τη μουντή αίθουσα του υπουργικού συμβουλίου ήταν αναμφισβήτητα μεθυστικός. Και χωρίς αμφιβολία δεν θα μπορούσε κατά κανένα τρόπο να συγκριθεί με τη Βιέννη του Βόλφγκανγκ Σούσελ…
            Για να είμαστε ειλικρινείς, πάντως, το υπουργικό συμβούλιο στη χώρα μας έχει εδώ και πάρα πολλά χρόνια πάψει να επιτελεί τον ρόλο που επιτάσσει το Σύνταγμα. Με εξαίρεση κάποιες συνεδριάσεις μαμούθ επί της πρωθυπουργίας του Γιώργου Παπανδρέου, σχεδόν ποτέ δεν ελήφθησαν ουσιαστικές αποφάσεις στο θεσμικό αυτό όργανο της ελληνικής Πολιτείας.
Λίγο το πολυπρόσωπο του οργάνου, ακόμη περισσότερο η ανάληψη όλων των εξουσιών από τον πρωθυπουργικό περίγυρο, η παρουσία των υπουργών και των υφυπουργών στις σπανιότατες συνεδριάσεις της ολομέλειας των κυβερνητικών στελεχών είναι, κατά τα ψέματα, διακοσμητική.
Εκείνο, ωστόσο, το οποίο, μέσα σε αυτή τη γενική επισήμανση, δεν μπορεί και δεν πρέπει να περνά απαρατήρητο είναι ότι η θεσμική κατάπτωση των τελευταίων χρόνων δεν έχει το προηγούμενό της.
Ποτέ άλλοτε στο παρελθόν δεν έχουν καταγγελθεί υπουργοί ότι εκβιάστηκαν από άλλους υπουργούς, καταφεύγοντας στη Δικαιοσύνη για να λύσουν τις διαφορές τους. Ούτε έχει διανοηθεί ποτέ κυβερνητικό στέλεχος να κάνει απειλητικά τηλεφωνήματα στον κεντρικό τραπεζίτη της χώρας με σκοπό να δημοσιοποιήσει το περιεχόμενο της συνομιλίας.
Και ο λόγος που δεν πρέπει να περνά απαρατήρητη αυτή η πρωτοφανής κατάπτωση των πολιτικών ηθών είναι διότι όλα αυτά –μην γελιόμαστε- τυγχάνουν της απολύτου προσωπικής εγκρίσεως του πρωθυπουργού. Του πρωθυπουργού ο οποίος, όταν δεν καθοδηγεί, καλύπτει τους παρεκτρεπόμενους υπουργούς του.
Μιλάμε, άλλωστε, για τον πρωθυπουργό ο οποίος για να περιγράψει το απερίγραπτο συνονθύλευμα των προσώπων που συναπαρτίζουν την κυβέρνησή του χρησιμοποιεί τα εξής απίθανα λόγια:
«Γύρω της συσπειρώθηκαν και συνεχίζουν να συσπειρώνονται δυνάμεις από όλο το φάσμα το δημοκρατικό. Δυνάμεις και πρόσωπα που δεν ανήκουν αποκλειστικά στον χώρο της Αριστεράς, αλλά προέρχονται και από τον χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, τον χώρο της οικολογίας, αλλά και της λαϊκής κεντροδεξιάς».
Τόμπολα!

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2019

Ο σουρεαλισμός του «άλλα κάνω κι άλλα λέω»



            «Προγραμματισμένη εκπαιδευτική αποστολή», έσπευσε να χαρακτηρίσει το υπουργείο Άμυνας τις υπερπτήσεις πολεμικών αεροσκαφών πάνω από το «Πεντάγωνο» στη διάρκεια της τελετής παράδοσης του υπουργικού χαρτοφυλακίου από τον Πάνο Καμμένο στον Ευάγγελο Αποστολάκη.
            Με τον τρόπο αυτό αποφεύχθηκε και η υπερρεαλιστική απορία «Στρατηγέ τι ζητούσες στη Λάρισα συ ένας Υδραίος;» την οποία μπορεί να είχε κανείς, ενθυμούμενος τον εμβληματικό στίχο του Νίκου Εγγονόπουλου από το ποίημα «Μπολιβάρ».
            Διότι αν θεωρήσουμε την ανακοίνωση ως δείγμα γραφής για το πως σκοπεύει να πολιτευθεί ο μέχρι πρότινος αρχηγός του ΓΕΕΘΑ, φαίνεται ότι η επιλογή του –είτε έγινε από τον Αλέξη Τσίπρα είτε από τον Πάνο Καμμένο ή κατόπιν συνεννόησης των δυο τους- δεν ήταν διόλου τυχαία. Η συμπεριφορά του μοιάζει να «ταιριάζει γάντι» με την κυβέρνηση στην οποία δέχθηκε να συμμετάσχει. 
            Ο νέος υπουργός θα πρέπει να ήταν… αυθεντικός ΣΥΡΙΖΑίος –ή να προέρχεται από το «υβρίδιο» των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛιτών - πολύ πριν βγάλει τη στολή του ναυάρχου για να φορέσει το κοστούμι του πολιτικού. Δεν εξηγείται αλλιώς ότι άρχισε την κυβερνητική θητεία του, παίρνοντας, κατ΄ αρχάς, μια τέτοια απόφαση και επιτρέποντας, εν συνεχεία, να δικαιολογηθεί με τόσο προκλητική προσβολή του κοινού νου.
            Άλλωστε, τέσσερα χρόνια τώρα ζούμε μέσα σε μια ζοφερή πολιτική κατάσταση, σε μια πραγματική φαρσοκωμωδία, οι πρωταγωνιστές της οποίας δεν εννοούν σχεδόν τίποτε από όσα λένε. Τι να θυμηθεί κανείς και τι να ξεχάσει;
Μιλούν για «προοδευτικά μέτωπα» αλλά δεν έχουν κανένα πρόβλημα να μοιράζονται υπουργικά χαρτοφυλάκια με εγνωσμένους δεξιούς παλαιάς κοπής. Δηλώνουν, από τη μια, ανακουφισμένοι για το (εικονικό, κατά τα φαινόμενα) διαζύγιο που πήραν από τους ΑΝΕΛ, ενώ, από την άλλη, ο ίδιος ο  Αλέξης Τσίπρας χαρακτηρίζει «αναντικατάστατο» τον Πάνο Καμμένο.
Κατακεραυνώνουν τον λαϊκισμό οι άνθρωποι που έχουν υιοθετήσει κάθε αστειότητα για «κατάργηση των Μνημονίων με ένα νόμο», ισχυριζόμενοι, μάλιστα, ότι μόλις θα το έκαναν οι ξένοι θα παρακαλούσαν να μας δανείσουν. Κατηγορούν το «παλαιό πολιτικό σύστημα» και επιστρατεύουν κάθε απολειφάδι που αυτό αφήνει πίσω του. Υιοθετούν τις πιο αντισυνταγματικές και αντιθεσμικές πρωτοβουλίες, τέτοιες που ουδείς στο παρελθόν είχε διανοηθεί να αναλάβει.
Υποστηρίζουν ότι λειτούργησε ως καταλύτης για την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού η συμφωνία των Πρεσπών, μόνον, όμως, που η πλειονότητα των πάλαι ποτέ «Μακεδονομάχων» από το κόμμα του Πάνου Καμμένου άλλαξαν θέση επειδή διατήρησαν τους υπουργικούς θώκους.   
Στηλιτεύουν, υποτίθεται, τις αποστασίες του ανώμαλου πολιτικού παρελθόντος, την ίδια ώρα που εκμαυλίζουν βουλευτές πάσης προελεύσεως για να γαντζωθούν με… νύχια και με δόντια στις καρέκλες της εξουσίας. Κάνουν, υποτίθεται, αγώνα κατά της Ακροδεξιάς, αλλά δεν… βρίσκουν αίθουσα για να ολοκληρωθεί η δίκη της Χρυσής Αυγής που θα σπάσει όλα τα ρεκόρ βραδυπορίας.
Ομνύουν όρκους πίστης στο όνομα της κάθαρσης, χωρίς να διστάζουν να στήνουν απροκάλυπτες σκευωρίες κατά των πολιτικών τους αντιπάλων. Και όταν οι δικαστές δεν τους κάνουν τα χατίρια, αναλαμβάνουν να τους επαναφέρουν στην τάξη τραμπούκοι υπουργοί και εκλεκτά μέλη του «δημοσιογραφικού» υπόκοσμου που έχουν αναλάβει ρόλους «Ηρακλέων του Στέμματος».
Εμφανίζονται ως διαπρύσιοι πολέμιοι των επιχειρηματικών συμφερόντων, αλλά συναλλάσσονται με μηντιάρχες και ολιγάρχες, χαρίζοντας πρόστιμα και δίνοντας συγχωροχάρτια με αντάλλαγμα υποταγή και προπαγανδιστική υποστήριξη.
Παριστάνουν τους πατριώτες και έχουν αποδειχθεί στην πράξη οι πιο εθελόδουλοι πολιτικοί που λειτουργούν ως delivery boys των επιθυμιών του Αμερικανού πρεσβευτή και των Ευρωπαίων αξιωματούχων. Δέχθηκαν ταπεινωτικούς όρους, όπως η εκχώρηση της δημόσιας περιουσίας, στο ελεγχόμενο από τους ξένους Υπερταμείο, που καμία άλλη κυβέρνηση δεν είχε τολμήσει νωρίτερα.                    
            Ισχυρίζονται ότι μας έβγαλαν από τα Μνημόνια, αλλά από τον περασμένο Αύγουστο ως τώρα δεν μπορούν να αυξήσουν ούτε τον κατώτατο μισθό, κάτι που θα έπρεπε να είχε γίνει πριν από πολύ καιρό. Λένε και ξαναλένε ότι προσεχώς θα… συνωστίζονται στα σύνορα οι επενδυτές και μέχρι στιγμής ούτε οι… Σύριοι πρόσφυγες που ήθελε να προσελκύσει ο Δημήτρης Μάρδας δεν μας εμπιστεύονται τα λεφτά τους.
Καμώνονται τους ευαίσθητους αριστερούς και αποστρέφουν το βλέμμα τους από την αθλιότητα των προσφυγικών καταυλισμών, κάνοντας τα στραβά μάτια και στο φαγοπότι που έχει στηθεί με τα κονδύλια. Δηλώνουν υπερασπιστές των οικονομικά αδύναμων, αλλά έκοψαν ακόμη και το ΕΚΑΣ. Ενώ όλως τυχαίως έχουν κόψει κάθε επαφή με τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ και έχουν παρτίδες μόνον με φίλα προσκείμενους προς την κυβέρνηση ανθρώπους του επιχειρηματικού κόσμου. Απολαμβάνουν με κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο τη χλιδή από τα αξιώματα τους και είναι διατεθειμένοι να εξαντλήσουν όλα τα περιθώρια παραμονής σε αυτά.
Διυλίζουν τον κώνωπα κάθε φορά που δέχεται κριτική κάποιος δικός τους –«πογκρόμ» είδε ο Αλέξης Τσίπρας στη στοχοποίηση των κυβερνητικών βουλευτών που θα ψηφίσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών- και επί των ημερών τους συλλαμβάνονται έπειτα από πολλά χρόνια αφισοκολλητές. Καταπίνουν, όμως, την κάμηλο όταν χλευάζονται όσους θεωρούν οι ίδιοι αντιπάλους τους. Ο χαρακτηρισμός «τσόκαρο» σε βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κινητοποίησε το προεδρείο της Βουλής, το οποίο σιώπησε όταν σε βουλευτή της αντιπολίτευσης αποδόθηκε ο χυδαίος χαρακτηρισμός «νυφούλα».
Ξορκίζουν, τάχατες, τον διχασμό, με επιχειρήματα του τύπου «ή εμείς ή αυτοί». Ανέχονται, όμως, τα κάθε είδους… καραγκιοζιλίκια υπουργών και στελεχών τους και υποδύονται τους θιγμένους όταν τους αμφισβητείται το διαβόητο… ηθικό πλεονέκτημα που οι ίδιοι απένειμαν στους εαυτούς του. Έχουν μετατρέψει σε καθημερινή πρακτική τον καθεστωτισμό και κάνουν ότι περνάει από το χέρι τους για να φιμωθούν μέσα ενημέρωσης που δεν τους λιβανίζουν ή δεν συνταυτίζονται με τη «γραμμή» των non paper του Μαξίμου.   
Αν, μετά από όλα αυτά τα… σουρεαλιστικά, αλλά και την ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής που πήρε η κυβέρνηση Τσίπρα από την πιο «παρδαλή» πλειοψηφία που έχει υπάρξει ποτέ στα ελληνικά κοινοβουλευτικά χρόνια, υπάρχει ένα βέβαιο συμπέρασμα, αυτό είναι το εξής: Μέχρι να φύγουν, δεν θα αφήσουν τίποτε όρθιο. Ούτε στην οικονομία, ούτε στους θεσμούς, ούτε στις αξίες!

Πέμπτη 10 Ιανουαρίου 2019

Όποιος σέρνεται δεν πέφτει!


            Στο ερώτημα «αν πέφτει η κυβέρνηση» το οποίο τίθεται από πολλές πλευρές μετά τις τελευταίες εξελίξεις και την τηλεοπτική συνέντευξη του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα, που δεν ξεδιάλυνε τα πράγματα, η πλέον κατάλληλη απάντηση είναι μάλλον ο γνωστός αστεϊσμός, σύμφωνα με τον οποίο «όποιος σέρνεται δεν πέφτει».
Για δυσερμήνευτους με πολιτικά κριτήρια λόγους, οι οποίοι μόνον με ψυχολογικές προσεγγίσεις μπορούν να αναλυθούν, ο κ. Τσίπρας δείχνει αποφασισμένος να συρθεί ως τις κάλπες, αγνοώντας πλήρως τη ζημιά που προκαλεί στον τόπο, στο κόμμα του και, εν τέλει, στον ίδιο του εαυτό του η προσήλωση που επιδεικνύει στον στόχο της διατήρησης της εξουσίας.
Διότι αν πραγματικά είχε στοιχειώδη σεβασμό στην προσωπική του πολιτική υπόσταση και στη δημοκρατική θεσμική λειτουργία, θα ανέμενε κανείς ότι, από τη στιγμή που είναι σαφές ότι η Συμφωνία των Πρεσπών τον φέρνει αντιμέτωπο τόσο με τη λαϊκή βούληση όσο και με τον κυβερνητικό εταίρο που επέλεξε το 2015 να πορευθούν μαζί, θα προσέφευγε στις κάλπες για να αποφασίσουν οι πολίτες για το τι μέλλει γενέσθαι.
Έτσι τουλάχιστον θα έπραττε οποιοσδήποτε πραγματικός ηγέτης, ανεξαρτήτως αν προερχόταν από τη Δεξιά, το Κέντρο ή την Αριστερά. Θα κήδονταν –και λόγω ηλικίας, στην προκειμένη περίπτωση- της υστεροφημίας του και θα επιζητούσε τη λαϊκή ετυμηγορία ακόμη και αν πιθανολογούσε βάσιμα ότι θα ήταν καταδικαστική. Άλλωστε, πάντα υπάρχει η δεύτερη ευκαιρία στην πολιτική και την παίρνει όποιος δείχνει ηγετικά χαρακτηριστικά στην πρώτη. 
Αντ΄ αυτού, όμως, ο κ. Τσίπρας επέλεξε να προκαλέσει τον συγκυβερνήτη του Πάνο Καμμένο, λέγοντας του από τον τηλεοπτικό αέρα ότι «θα μετρηθούμε στη Βουλή». Και τον προκάλεσε τώρα, αφού νωρίτερα με τον πιο ξεδιάντροπο τρόπο… εκμαύλισε όσα από τα στελέχη του είναι επιρρεπή στην εξουσιολαγνεία.
Ανενδοίαστα, έδειξε στο πανελλήνιο ότι είναι διατεθειμένος να φθάσει μέχρι του σημείου διαλύσει τρεις κοινοβουλευτικές ομάδες –τους ΑΝΕΛ, το Ποτάμι και την Ένωση Κεντρώων- προκειμένου να κερδίσει μερικές εβδομάδες ή λίγους επιπλέον μήνες στις καρέκλες της εξουσίας. Ποιος ξεχνά, άλλωστε, ότι όλη η υπόθεση της δήθεν «ιστορικής» συμφωνίας με τα Σκόπια ξεκίνησε ως ΣΥΡΙΖΑϊκό παίγνιο για τη αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού;
Είχε, εξάλλου, το θράσος ο κ. Τσίπρας να ισχυρίζεται –στη συνέντευξη στο «Open»- ότι «εγώ δεν κάνω συμφωνίες κάτω από το τραπέζι», λίγες μέρες αφού είχε δεχθεί στο Μαξίμου βουλευτή άλλου κόμματος ο οποίος, όλως τυχαίως, συμπορεύεται πλέον μαζί του.
Όπως και άλλοι που ενώ εξελέγησαν ως αντιπολιτευόμενοι ξαφνικά ανέβλεψαν το φως το αληθινό και θέλουν –γιατί άραγε;- να διατηρήσουν στα πράγματα μια εξουσία που από καιρό έχει απωλέσει την απήχησή της στο εκλογικό σώμα το οποίο δείχνει να αναμένει την ώρα που θα την καταδικάσει.
Και το ακόμη θρασύτερο είναι ότι ο κ. Τσίπρας, ενώ κατηγορεί τον Κυριάκο Μητσοτάκη, ο οποίος πήρε στη δική του κοινοβουλευτική ομάδα βουλευτές από άλλα κόμματα, ο ίδιος έχει διαπράξει όχι μόνον κάτι ανάλογο, αλλά και κάτι πολύ βαρύτερο: έδωσε χαρτοφυλάκιο υφυπουργού στην εκλεγμένη με την αξιωματική αντιπολίτευση Κατερίνα Παπακώστα, με την οποία δεν είχε καμία ιδεολογική συγγένεια, αφού μάλιστα οι ΣΥΡΙΖΑίοι την αποκαλούσαν «Ζαρούλια της ΝΔ».
Η αμοραλιστική κυνικότητα που απέπνεε η όλη εμφάνιση του κ. Τσίπρα στις τηλεοπτικές οθόνες, δεν μπόρεσε να κρυφτεί πίσω από αμήχανους ισχυρισμούς του τύπου «δεν έχω άγχος και αγωνία» ή «δεν είμαι ο Ιησούς που περπάτησε στη θάλασσα»!
Διότι και έκδηλο άγχος είχε και τον… θαυματοποιό προσπάθησε να παραστήσει, κυρίως όταν παραδεχόταν ως μοναδικό του λάθος ότι «δεν τα πήγα καλά στις επιλογές προσώπων». Με άλλα λόγια, οι άλλοι φταίνε. Και όπως τώρα δεν θέλει να βλέπει ούτε ζωγραφιστούς τον Γιάνη Βαρουφάκη και τη Ζωή Κωνσταντοπούλου, αύριο ίσως να αποκηρύξει, εκτός από τον Καμένο, και τον «Ρασπούτιν» που έστησε τη σκευωρία με τη Novartis.
Δεν αποκλείεται, μάλιστα, αν επέμενε η Έλλη Στάη να της εκμυστηρευθεί και τη μοναδική αδυναμία του χαρακτήρα του, να της έλεγε πως είναι η… μετριοφροσύνη που διακρίνει μια πολιτική διάνοια του δικού του διαμετρήματος. Εκτός, εννοείται, από την υπερβολική… φιλαλήθεια που τον διακρίνει…
Γι΄ αυτό, προφανώς, και είναι πεπεισμένος ότι δεν πρόκειται να πέσει. Αποφάσισε να συρθεί. Μέχρι να σαπίσει!